Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

ΣΤΟ ΜΙΚΡΟ ΧΕΛΙΔΟΝΑΚΙ που έφυγε σαν σήμερα, (31 Δεκεμβρίου)

Πώς λαχταρούσε τη στιγμή να βγει απ’ τη φωλιά του,
στο πρώτο το ταξίδι του ν’ ανοίξει τα φτερά του,
χελιδονάκι βιαστικό, στον κόσμο να πετάξει
και της ζωής τις ομορφιές, όλες να τις χορτάσει.
Τα πρώτα φτερουγίσματα ο χάρος τα ζηλεύει.
Τη χάρη και την ομορφιά κι εκείνος τη γυρεύει.
Σάμπως και άκουσε ποτές ο χάρος παρακάλια;
Σάμπως και έδειξε στοργής, ποτές λίγα σημάδια;
Παίρνει μαζί καλπάζοντας τ’ άτυχο χελιδόνι,
παράπονα τα όνειρα και λύπη τα πλακώνει.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 31.12.2020
https://nikolpapak.blogspot.com/2017/05/blog-post_22.html

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

29 Δεκεμβρίου: Μνήμη των 14.000 νηπίων που σφαγιάσθησαν από τον Ηρώδη

Η σφαγή των 14.000 νηπίων
Εικόνα: Από την ιστοσελίδα "ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ"


   Στις 29 Δεκεμβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη της σφαγής των 14.000 Αγίων Νηπίων, που σφαγιάσθησαν με διαταγή του βασιλιά Ηρώδη, ο οποίος πίστευε πως με αυτόν τον τρόπο θα σφαγιασθεί και ο νεογέννητος Χριστός και δεν θα κινδύνευε η βασιλεία του. Σύμφωνα με την παράδοση και τα ευρήματα, εκεί τάφηκαν τα βρέφη, θύματα της μανίας του Ηρώδη. Στον ίδιο χώρο τάφηκαν και πολλοί άγιοι πατέρες, που σφαγιάστηκαν το 614 μ. Χ. από τους Πέρσες. Έχοντας μια ιδιαίτερη σχέση με το σπήλαιο των αγίων 14.000 Νηπίων στη Βηθλεέμ-κλειστό οστεοφυλάκιο σήμερα, δίπλα από το Σπήλαιο της Θείας Γέννησης, (με τη φωτογραφία στο τέλος του κειμένου θα κατανοήσετε το γιατί), παραθέτω το Ευαγγέλιο της ημέρας αυτής (29 Δεκεμβρίου), σε πρωτότυπο κείμενο και μετάφραση από την ιστοσελίδα «ΕΚΚΛΗ
CΙΑ online».
 
Ευαγγέλιο Ματθαίου, Κεφάλαιο Β', εδάφια 13-23
 
᾿Αναχωρησάντων των μάγων, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ ᾿Ιωσὴφ λέγων: Εγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι. Μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό.῾Ο δὲ ἐγερθεὶς, παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος: ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν Υἱόν μου. Τότε ῾Ηρῴδης, ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. Τότε ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν ὑπὸ ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος: Φωνὴ ἐν Ραμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς. Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ ᾿Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ, λέγων: Εγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. Τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. Ο δὲ ἐγερθεὶς, παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν ᾿Ισραήλ. Ακούσας δὲ ὅτι ᾿Αρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς ᾿Ιουδαίας ἀντὶ ῾Ηρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν. Χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.
 
Νεοελληνική Απόδοση
 
Αφού αναχώρησαν οι Μάγοι, ιδού, άγγελος Κυρίου φάνηκε σε όνειρο στον Ιωσήφ, λέγοντας: «Σήκω, παράλαβε το παιδί και τη μητέρα του και φύγετε για την Αίγυπτο και να είσαι εκεί μέχρι να σου πω, γιατί ο Ηρώδης ζητά να το σκοτώσει το παιδί». Εκείνος, αφού σηκώθηκε, παράλαβε νύχτα το παιδί και τη μητέρα του και αναχώρησαν για την Αίγυπτο. Και ήταν εκεί ως το θάνατο του Ηρώδη, για να εκπληρωθεί αυτό που ειπώθηκε από τον Κύριο μέσω του προφήτη, όταν έλεγε: Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου. Τότε ο Ηρώδης, επειδή είδε ότι εμπαίχτηκε από τους μάγους, θύμωσε πολύ και απέστειλε στρατιώτες και σκότωσε όλα τα αρσενικά παιδιά που ήταν στη Βηθλεέμ και σε όλα τα όριά της, όσα ήταν από δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με το χρόνο που εξακρίβωσε από τους μάγους. Τότε εκπληρώθηκε αυτό που ειπώθηκε μέσω του Ιερεμία του προφήτη, όταν έλεγε: Φωνή στη Ραμά ακούστηκε, κλάμα και οδυρμός πολύς. Η Ραχήλ είναι που κλαίει τα τέκνα της, και δεν ήθελε να παρηγορηθεί, γιατί δεν υπάρχουν πλέον. Και όταν πέθανε ο Ηρώδης, ιδού, άγγελος Κυρίου φάνηκε κατά τη διάρκεια ενός ονείρου στον Ιωσήφ, λέγοντας: «Σήκω, παράλαβε το παιδί και τη μητέρα του και πήγαινε στη γη Ισραήλ. Έχουν πεθάνει πλέον αυτοί που ζητούν τη ζωή του παιδιού». Εκείνος, αφού σηκώθηκε, παράλαβε το παιδί και τη μητέρα του και επέστρεψαν στη γη του Ισραήλ. Αλλά όταν άκουσε ότι βασιλεύει στην Ιουδαία ο Αρχέλαος, γιος Ηρώδη, φοβήθηκε να πάει εκεί. Και επειδή τον πρόσταξε ο Θεός κατά τη διάρκεια ενός ονείρου, αναχώρησε για τα μέρη της Γαλιλαίας, και ήρθε και κατοίκησε σε μια πόλη που λέγεται Ναζαρέτ, για να εκπληρωθεί αυτό που είχε ειπωθεί από του προφήτες, ότι θα κληθεί Ναζωραίος.

Η φυγή της Αγίας Οικογένειας στην Αίγυπτο
(Εικόνα: από την ιστοσελίδα "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ"

Ν.Π., 28.12.2020

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Ο νέος χρόνος (ποίημα)

 

 Ευχές, καλωσορίσματα, 
κάλαντα και τραγούδια
στο νέο χρόνο που ’ρχεται
και χίλια δυο καλούδια.
 
Σ’ εκείνα που προσμένουμε
καθένας να μας φέρει,
δεν στέκει πάντα φιλικός,
και μ' ανοιχτό το χέρι.
 
Κι αρχίζουν τα παράπονα
μ’ ό,τι ο νους μας βάλει.
Να φύγει θέλουμε νωρίς,
καινούριος να ’ρθει πάλι!
 
Μα σαν ο χρόνος έρχεται
και φεύγει με βιασύνη
και η ζωή ακολουθεί
μαζί του και εκείνη.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.12.2020
https://nikolpapak.blogspot.com/2017/05/blog-post_22.html


Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Οι παραδοσιακές συνταγές μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής σήμερα

 

 

     Οι γιορτινές-χρονιάρες ημέρες είναι πάντα συνδυασμένες με το καλό φαγητό, που οι «παλιές» νοικοκυρές είχαν μυηθεί από μητέρες και γιαγιάδες στις πανηγυρικές διαδικασίες και το τελετουργικό της ετοιμασίας και παρασκευής του. Η δε διδασκαλία των παραδοσιακών/σπιτικών συνταγών ζαχαροπλαστικής, είχε πάντα μια άλλη, εορταστική αίγλη. Δασκάλες πάντα οι μεγαλύτερες, που έβαζαν όλη τους την τέχνη και τη μέθοδο διδασκαλίας, άλλοτε με αυστηρούς κι άλλοτε με παιχνιδιάρικους τρόπους, για να κάνουν το μάθημα να αφομοιωθεί καλύτερα. Μαθήτριες οι νεότερες και τα μικρά παιδιά, ιδίως κορίτσια, που στα πολυμελή «τμήματα»-στις μία, δύο, τρεις ή και περισσότερες οικογένειες που ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, έκαναν και τη διδασκαλία εορταστική. Ο συναγωνισμός, από την άλλη, και το αυξημένο ενδιαφέρον των μαθητευομένων να αφομοιώσουν τα διδασκόμενα και να εξασφαλίσουν καλή «βαθμολογία», έφερναν γρήγορα τα επιθυμητά αποτελέσματα. Μα ήταν και μια εικόνα μαγική, με τα παιδιά αλευρωμένα και γεμάτα ζυμάρια, να κάνουν το εορταστικό κλίμα παιχνίδι και τα χέρια όλων γεμάτα, σαν μέλισσες! Και πώς να ξεχαστούν και οι μοσχοβολιές από τα γνήσια υλικά, σπιτικά και αυτά, όπως το βούτυρο, που γέμιζαν την ατμόσφαιρα, όχι μόνο του σπιτιού, αλλά και όλης της γειτονιάς! Πανηγύρι κι όταν σε λίγο ο φούρνος άναβε να τα ψήσει κι όταν έβαιναν ζεστά-ζεστά, οι μοσχοβολιές και οι γεύσεις ήταν θεϊκές! Αμβροσία! Αναμφισβήτητα και η παρασκευή δι' ιδίων χειρών, έκανε το κάθε τι πολύ νοστιμότερο και απολαυστικότερο.
     Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει και οι αποστάσεις και οι τρόποι που ζούμε δεν διευκολύνουν τη μετάδοση της γνώσης κι έτσι πολλά ξεχνιούνται. Αλλού υπεισέρχονται εκπολιτισμένες «προσμίξεις» και η ατόφια παράδοση «πάει περίπατο». Αν προσθέσουμε την αποφυγή κοπιαστικών εργασιών (π.χ. το χειροποίητο άνοιγμα φύλλου) και την ευκολία της προμήθειας εορταστικών εδεσμάτων από το εμπόριο, η παράδοση συνεχώς εκφυλίζεται και αποξενώνεται όλο και περισσότερο.
    Τη γιαγιά, τη μάνα, τη θεία δασκάλα των παραδοσιακών συνταγών έχουν «αντικαταστήσει» εν πολλοίς οι συνταγές μέσα από τα περιοδικά, την τηλεόραση, το διαδίκτυο και σε μικρότερη κλίμακα το ραδιόφωνο. Όσο, όμως, κι αν μπορούν να λογιστούν παραδοσιακές οι συνταγές αυτές, όσο κι αν προσπαθούν να μαγνητίσουν τηλεθεατές και αναγνώστες, καμία σχέση δεν έχουν με την αίγλη της διά ζώσης διδασκαλίας. Πέρα από την ψυχρή εικόνα του «γυαλιού», η αμεσότητα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων είναι μηδενική.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 23.12.2020

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Αφιέρωμα στο ταπεινό γαϊδουράκι

     Το γνωστό από την αρχαιότητα συμπαθητικό αυτό τετράποδο που έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, ιδίως του ανθρώπου της υπαίθρου, ανήκει στην οικογένεια των ιπποειδών. Εξ ίσου γνωστό, όμως, και στους αστούς, αφού αυτό ήταν η κινητήρια δύναμη του κάρου των πλανόδιων μικροπωλητών, ιδίως των μανάβηδων. Η αρχαιοελληνική του ονομασία είναι όνος κι έτσι αναφέρεται και στις Γραφές. Οι διάφορες φυλές του που χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, θεωρείται ότι προέρχονται από το είδος equus assinus της Βόρειας Αφρικής, που, πιθανότατα, εξημερώθηκε από τους Αιγυπτίους περί το 4000 π.Χ.
     Στο έργο «Φωκικά» του Παυσανία αναφέρεται σε ζωγραφιές του Πολυγνώτου, που αναπαριστούν γεγονότα του Τρωικού πολέμου. Λέγεται ακόμα, ότι κάποτε ένας θρασύς και κακομαθημένος νεαρός κλώτσησε τον Σωκράτη. Βλέποντας ο φιλόσοφος τους παραβρισκόμενους ν' αγανακτούν για αυτήν την πράξη και να θέλουν να καταδιώξουν τον νεαρό, τους είπε: «ει μ᾽ όνος ελάκτισεν, αντιλακτίσαι τούτον ηξιώσατ᾽ αν;», δηλαδή, «επειδή με κλώτσησε ένα γαϊδούρι, θέλετε να του το ανταποδώσω;».
     Γνωστός, ίσως, και ο Μενδαίος όνος, ο οποίος μετέφερε τον περίφημο Μενδαίο οίνο (στη Μένδη της Χαλκιδικής). Το γαϊδουράκι αυτό μετέφερε κι άλλα εμπορεύματα εκτός από το κρασί, μετέφερε κι ανθρώπους, καθώς και το Θεό Διόνυσο. Από εκεί προήλθε και η ονομασία του γαϊδάρου «κυρ-Μέντιος». Άλλες γνωστές ονομασίες του σήμερα είναι γομάρι, βασταγός και βασταγούρι.
     Πολύ μεταγενέστερα, το συμπαθέστατο γαϊδουράκι απετέλεσε περιουσιακό στοιχείο του γνωστού Μαραθωνοδρόμου Σπύρου Λούη. Όταν τον ρώτησε ο βασιλιάς Γεώργιος τί δώρο θα ήθελε μετά τη μεγάλη αθλητική του επιτυχία, απάντησε ταπεινός και ολιγαρκής καθώς ήταν: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό» (το επάγγελμα του Σπύρου Λούη ήταν νερουλάς).
     Αν και το περισσότερο διαδεδομένο μεταφορικό μέσο μέχρι πρότινος, ο συμπαθητικός γαϊδαράκος ίσως είναι εν πολλοίς παρεξηγημένο ζώο. Συνυφασμένο πολλές φορές με τη μωρία, χρησιμοποιείται σε παροιμιώδεις εκφράσεις και μεταφορικά όταν θέλουμε να υποτιμήσουμε ή και να βρίσουμε κάποιον. Οι άνθρωποι, όμως, που δέχθηκαν (που δεχθήκαμε ή που συνεχίζουμε να δεχόμαστε) τις υπηρεσίες του, έχουμε εντελώς διαφορετική άποψη και νοιώθουμε πως οι ταπεινωτικές και προσβλητικές αντιμετωπίσεις πολύ το αδικούν. Πρόκειται για ζώο με δυνατή μνήμη, πολύ αξιαγάπητο, χαρισματικό, παιχνιδιάρικο, εντυπωσιακά τρυφερό, φιλότιμο, έξυπνο, αδιαμαρτύρητα εργατικό, όπως και αδιαμαρτύρητα υπομονετικό, αλλά και πεισματάρικο.
     Με τον άνθρωπο που το χρησιμοποιεί αναπτύσσει μια ιδιαίτερη σχέση, κερδίζοντας πολύ εύκολα την αγάπη και τη στοργή, ενώ μπορεί και το ίδιο να χαρίσει στιγμές χαράς και γαλήνης, γι’ αυτό και θεωρείται μέλος της οικογένειας! Το συμπαθητικό αυτό τετράποδο είναι και ιδιαίτερα κοινωνικό. Θέλει να ζει με παρέα άλλο ζώο, ας είναι και μια κότα! Αν ο «σύντροφός» του πεθάνει, λένε ότι πρέπει ν’ αφήσεις το πτώμα του δίπλα του για αρκετή ώρα μέχρι να το συνειδητοποιήσει, διαφορετικά θα τον αναζητάει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα! Το γαϊδουράκι είναι ακόμα και προσεκτικό και καθαρό ζώο: Αν και εξαιρετικός οδοιπόρος σε κακοτράχαλα εδάφη, δεν θα περπατήσει σε επικίνδυνα σημεία, σε γκρεμό και γενικά όπου αισθάνεται ότι κινδυνεύει. Επίσης, δεν θα πιεί νερό, αν δεν είναι πολύ καθαρό.
     Όσο η τεχνολογία έπαιρνε σταδιακά τη θέση του στις δουλειές και στην ευκολία του ανθρώπου, το γαϊδούρι παραμερίστηκε, με κίνδυνο την εξαφάνιση του.
     Το θηλυκό γαϊδούρι, η γαϊδούρα ή γαϊδάρα ή τσόνα (η τσόνα αναφέρεται στους Καλαβρυτινούς και της πέριξ περιοχής ιδιωματισμούς), είναι πολύ στοργική μάνα. Προσέχει και προστατεύει ιδιαίτερα το μικρό της, ύστερα από δώδεκα μήνες κύησης. Το γάλα της θεωρείται φάρμακο και για τον άνθρωπο. Πέρα από τη χρήση του για τον κοκίτη στο παρελθόν, έχει αποδειχθεί ότι είναι και πολύ πλούσιο σε αντισώματα, ειδικά για τα μωρά με προβλήματα στο ανοσοποιητικό σύστημα. Οι άνθρωποι που έχουν θηλυκά ζώα, ξέρουν την ημερομηνία της σύλληψης και την πιθανή ημέρα τοκετού, γι’ αυτό και τα προσέχουν όσο πλησιάζει ο καιρός της γέννας: τα ταΐζουν, τα φροντίζουν καλύτερα και τα απαλλάσσουν από τις δουλειές. Το ίδιο κάνουν και τον πρώτο καιρό μετά τον τοκετό, αφού η μητέρα πρέπει να είναι κοντά του και να φροντίζει το νεογέννητο. Τις πρώτες μέρες που οι μητέρα απομακρύνεται για τις δουλειές, είναι πολύ ανήσυχη και «χαλάει τον κόσμο» να γυρίσει κοντά του! Ιδιαίτερη τη φροντίδα από τον άνθρωπο έχουν και γενικότερα τα ζώα αυτά σε περιόδους αυξημένων εργασιών. Τους δίνουν τροφές περισσότερο πλούσιες σε πρωτεΐνες, π.χ. καλαμπόκι, για την ενίσχυση του οργανισμού τους. Ακόμη, δεν τα βάζουν στη δουλειά σε μικρή ηλικία (πριν τα δύο ή τρία χρόνια), γιατί δεν έχει αναπτυχθεί μυοσκελετικά. Από την διασταύρωσή του με άλογο γεννιέται το μουλάρι.
     Αποκλειστικά χορτοφάγο ζώο το γαϊδουράκι, τρέφεται είτε με ξηρά είτε με χλωρά χόρτα. Δεν περιφρονεί και ένα είδος σκληρών αγκαθιών, τα γαϊδουράγκαθα. Το προσδόκιμο ζωής του είναι μεγάλο, σε σχέση με άλλα ζώα του στενού συγγενικού περιβάλλοντος (π.χ. τα άλογα). Συνήθως φτάνει τα εικοσιπέντε-τριάντα χρόνια, ενώ έχουν αναφερθεί περιπτώσεις που έζησαν και αρκετά περισσότερο. Η δυνατή-βροντερή φωνή του, το γκάρισμα, μπορεί ν' ακουστεί αρκετά χιλιόμετρα μακριά. Τα μεγάλα αφτιά έχουν πολλά αιμοφόρα αγγεία που χρησιμεύουν στην αποβολή θερμότητας μέσω της κυκλοφορίας του αίματος κι έτσι το ζώο διατηρεί σταθερή τη θερμοκρασία του, αλλά προσαρμόζεται εύκολα και στις θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Αυτό ίσως το κάνει λιγότερο ανθεκτικό στο κρύο και στη βροχή, σε σχέση με άλλα ζώα.
     Για την ταπεινότητα του γαϊδάρου μας μιλάει και η ίδια η Αγία Γραφή. «Επί πώλου όνου» (επάνω σ’ ένα μικρό γαϊδούρι) εισήλθε ο Χριστός θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα την Κυριακή των Βαΐων, λίγο πριν το Πάθος Του. Στην αγιογραφία της Γέννησής Του τα συμπαθητικά τετράποδα βλέπουμε να Τον ζεσταίνουν με τα χνώτα τους, αφού οι καρδιές των ανθρώπων προτίμησαν να μείνουν παγωμένες. Και σύμφωνα με την παράδοση, με γαϊδουράκι έφυγε νύχτα από τη Βηθλεέμ η Θεία Οικογένεια (Ιωσήφ, Παναγία και Ιησούς) για την Αίγυπτο, κατόπιν εντολής του Αγγέλου, για να σωθεί ο Ιησούς από το μένος του Ηρώδη. Η λαϊκή παράδοση θέλει ευλογημένο το ζώο αυτό και στην πλάτη του σχηματίζεται ο σταυρός1, που έτσι κι αλλιώς, όμως, το συμπαθέστατο τετράποδο σηκώνει ισοβίως το δικό του σταυρό!
     Σήμερα πολύ σπάνια βλέπουμε γαϊδουράκια, όπως και όλα τ' άλλα ζώα της αγροτικής ζωής, αφού ο άνθρωπος ελάχιστα ή καθόλου τα χρησιμοποιεί και ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί σημαντικά. Πάντα μας ξυπνάνε όμορφες αναμνήσεις και τα πλησιάζουμε με ιδιαίτερη συμπάθεια, νοσταλγία, συγκίνηση και τρυφερότητα, αφού αυτά μας μεγάλωσαν. Λαχταράμε να τα χαϊδέψουμε, να τ’ αγκαλιάσουμε, να τα φιλήσουμε, να τους κάνουμε κανακέματα, εκφράζοντας έτσι την ευγνωμοσύνη μας στην άδολη και σιωπηλή και ανιδιοτελή προσφορά τους στην ανατροφή μας και στη ζωή μας. Πολύ μεγάλος είναι και ο ενθουσιασμός των παιδιών όταν τα βλέπουν, αφού δεν τους είναι κάτι γνώριμο.
     Όπως και πολλά άλλα ζώα που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου, έτσι και με το γαϊδουράκι έχουν ασχοληθεί η λογοτεχνία, η μουσική (κυρίως παιδικά τραγούδια), οι διδακτικοί μύθοι (π.χ. Αισώπου) και η λαϊκή σοφία. Το απαραίτητο «εξάρτημά» του για το φόρτωμα, το σαμάρι, που κι αυτό «παίρνει μέρος» σε παροιμίες και στις παροιμιώδεις εκφράσεις. Ας θυμηθούμε μερικές παροιμίες:
 
-  Όνος ύεται (γάιδαρος βρέχεται-στη βροχή. Αρχαιοελληνική παροιμιακή φράση, που απευθυνόταν σ’ εκείνους που δεν θέλουν να πειστούν να βελτιώσουν την κατάστασή τους).
-  Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε.
-  Όποιος ακολουθάει γάϊδαρο, ακούει (ή μαζεύει) και τις πορδές του.
-  Είναι για το γάιδαρο καβάλα (για διασυρμό-διαπόμπευση)2
-  Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα.
-  Σε κάποιον χαρίζαν γάιδαρο και τον κοίταγε στα δόντια.
-  Μεγάλωσε το γαϊδούρι, μίκρυνε το σαμάρι.
-  Αλλιώς τα λέει ο γάιδαρος κι αλλιώς ο γαϊδουριάρης.
-  Δεμένος ο γάιδαρος, ξένοιαστος ο νοικοκύρης.
-  Έδεσε το γάιδαρό του.
-  Είπ’ ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
-  Ο γάιδαρος στο γάμο ή για νερό ή για ξύλα.
-  Και που μεγαλώνει το πουλάρι, γαϊδούρι γίνεται.
-  Ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος και τ’ αποστράβωσε.
-  Δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρα.
-  Βαράει το σαμάρι ν’ ακούσει το γαϊδούρι.
- Αντί να βογκάει ο γάιδαρος, βογκάει ο καβαλάρης.

-----------------------------------------------------

1  Παρόμοια άρθρα:
     https://nikolpapak.blogspot.com/2020/07/blog-post_19.html
     https://nikolpapak.blogspot.com/2020/09/blog-post_92.html
     https://nikolpapak.blogspot.com/2020/04/blog-post_12.html
     https://nikolpapak.blogspot.com/2020/02/blog-post_20.html
     https://nikolpapak.blogspot.com/2020/01/blog-post.html
     https://nikolpapak.blogspot.com/2017/10/blog-post.html
 
2  Στην περίπτωση που η νύφη το πρώτο βράδυ του γάμου δεν ήταν «εντάξει» (είχε προηγηθεί άλλος), το επόμενο πρωί την ανέβαζαν ανάποδα σ’ ένα γάιδαρο (με την πλάτη προς το κεφάλι του) και τη διέσυραν, περνώντας από όλους τους δρόμους και τα σοκάκια του χωριού, όπου οι χωριανοί την αποδοκίμαζαν με πολύ ταπεινωτικές γι’ αυτήν εκδηλώσεις!

 
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 21.12.2020

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Το νόστιμο χωριάτικο αρνάκι... από την Πάτρα!

     Ο Ευτύχης γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ορεινό χωριό της Αχαΐας. Από την πρώτη χρονιά στο σχολείο τα «έπαιρνε» τα γράμματα και οι γονείς του ζορίστηκαν οικονομικά, αλλά τον προχώρησαν και στο γυμνάσιο. Για το πανεπιστήμιο τον βρήκε μόνος του το δρόμο, δουλεύοντας και σπουδάζοντας μαζί.
     Κάθε καλοκαίρι η «αμοιβή» των γονιών του για τις επιδόσεις του στο γυμνάσιο και στο λύκειο, ήταν οι ολιγοήμερες διακοπές στην Πάτρα, όπου τον φιλοξενούσε μια θεία του. Κάθε φορά γύριζε αχόρταγα με τα πόδια όλη την πόλη, από τη μια άκρη ως την άλλη, μην αφήνοντας δρόμους και στενά, αξιοθέατα και παραλίες. Η Άνω Πόλη, ο Άγιος Ανδρέας, το αρχαίο ωδείο, το λιμάνι, τα «Ψηλαλώνια», η πλατεία Γεωργίου, το άνθινο ρολόι, η αγορά ήταν από τα πλέον αγαπημένα του μέρη που πάντα επισκεπτόταν. Ένα άλλο μέρος που πολύ το ευχαριστιόταν, ήταν και ο σταθμός του τραίνου. Εκεί πέρναγε πολλές ώρες και απολάμβανε μαζί τη μυρωδιά του ιωδίου της θάλασσας και τα τραίνα που περνούσαν γεμάτα κόσμο. Τα δυνατά και μακρόσυρτα σφυρίγματα πριν την άφιξη στο σταθμό κι αμέσως πριν ξεκινήσουν για τη συνέχεια του ταξιδιού τους, ένοιωθε να είναι κάτι ξεχωριστό. Οι μικροπωλητές έτρεχαν να προλάβουν τις απαιτήσεις των κρεμασμένων στα παράθυρα επιβατών, στις ολιγόλεπτες στάσεις και να «τα οικονομήσουν». Η πραμάτεια τους γνωστή: σουβλάκια, ζαχαρώδη, αναψυκτικά  και σπάνια φρούτα σε καλάθια ή σε μεγάλους δίσκους.
      Όπως κάθε χρόνο, έτσι και στο τέλος Ιουλίου του 1974, έστειλε το «καθιερωμένο» γράμμα στη θεία του, με το οποίο της ανήγγειλε ότι θα την επισκεπτόταν αμέσως μετά το δεκαπενταύγουστο. Μέχρι τότε, μέτραγε τις μέρες μία-μία! Στο απαντητικό γράμμα η θεία ζήτησε και λίγο αρνάκι από το χωριό. Πού να βρεθεί όμως το αρνάκι, αφού τα τελευταία είχαν γεννηθεί τον προηγούμενο Μάρτη και είχαν μεγαλώσει; Ζήτησε τότε τη «συνδρομή» το πατέρα του κι εκείνος τον έβγαλε εύκολα από τη δύσκολη θέση.
     Ακολουθώντας «κατά γράμμα» ο Ευτύχης τις οδηγίες του πατέρα του, έβαλε στη μικρή του βαλίτσα και μια παλιά εφημερίδα. Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, φτάνοντας στην Αχαϊκή πρωτεύουσα, κατευθύνθηκε στο πρώτο κρεοπωλείο που βρήκε μπροστά του. Μόλις έκοψε ο κρεοπώλης το αρνί, του ζήτησε να καθαρίσει καλά τη σφραγίδα του και σαν ετοιμαζόταν να το τυλίξει σε χασαπόχαρτο, ο Ευτύχης έβγαλε από τη βαλίτσα την εφημερίδα και του την έδωσε να το τυλίξει σ’ αυτή. Εκείνος χαμογέλασε, καταλαβαίνοντας το σκοπό του πελάτη του! «Δεν είσαι ο μόνος που το κάνει αυτό...», του είπε!
   Σε λίγο η θεία δεν ενθουσιάστηκε μόνο με την άφιξη του ανιψιού της, αλλά και με το… χωριάτικο αρνάκι! Μετά τα καλωσορίσματα και τα πρώτα κεράσματα, ο Ευτύχης βγήκε για την καθιερωμένη πρώτη του βόλτα εκείνο το καλοκαίρι στην πόλη, αφού ήταν ακόμα πρωί.
     «Πήγαινε, και το μεσημέρι έλα να φάμε. Θα φτιάξουμε το αρνάκι που έφερες», του είπε η θεία του.
     Πλησιάζοντας η ώρα του φαγητού, γύρισε κι ο Ευτύχης στο σπίτι. Ο ενθουσιασμός της θείας για τη μοσχοβολιά του αρνιού «από το χωριό» ήταν έκδηλος!
     «Αυτό είναι αρνί! Μύρισε το σπίτι και όλη η γειτονιά! Εμ τί!... Σαν αυτά που παίρνουμε εδώ από τα χασάπικα; Λες και τρως χορτάρι είναι...» έλεγε και ξανάλεγε κι έτσι έμειναν όλοι ευχαριστημένοι!

 Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.12.2020
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Κερκόπορτα η κακή χρήση της γλώσσας μας

     Καθημερινά και πολλές φορές την ημέρα τον τελευταίο καιρό, τα αισθητήρια όργανα της ακοής και της όρασής μας βομβαρδίζονται κατακλυσμιαία με ορολογίες που εισβάλλουν ή επιχειρούν να εισβάλουν στη παιδεία μας. Κι ενώ διαπρεπέστατοι γλωσσολόγοι μας προτρέπουν και επιμένουν να χρησιμοποιούμε Ελληνικές ονομασίες για «συνέπειες» της πανδημίας, όπως ταχυμεταφορές, απαγόρευση κυκλοφορίας, παραλαβή εμπορευμάτων από μακριά, εμείς επιμένουμε πεισματικά να «εκμοντερνιστούμε».
     Ένα άρθρο του πολύ γνωστού ιστορικού, αείμνηστου Σαράντου Καργάκου, είχε τον τίτλο «και στο παρελθόν η Ελλάς έπεσε αλλ’ ουδέποτε ξέπεσε». Αναρωτιέται κανείς, μήπως η επιμονή στο πτώση (πέσιμο), φέρει και τον «ξεπεσμό». Δεν είναι πτώση να γράφουμε «γκρίκλις» εμείς οι Έλληνες, που η γλώσσα μας είναι μήτρα όλων των γλωσσών του κόσμου; Δεν είναι πτώση όταν οι πινακίδες πολλών Ελληνικών καταστημάτων (εντός Ελλάδος) έχουν ξενικές ονομασίες; Δεν είναι πτώση όταν κάποιος θέλοντας να στηλιτεύσει όλα αυτά, γράφει χωρίς κανένα τονισμό στο κείμενό του (πραγματικό γεγονός)! Ενδεικτικά τα παραδείγματα και ίσως μεμονωμένα, αλλά κάθε μεμονωμένο παράδειγμα μπορεί να είναι και μια κερκόπορτα.  Στον αντίποδα, η στάση ενός φύλακα του μουσείου του Λούβρου, που κατέβασε το κεφάλι του από ντροπή, επειδή δεν ήξερε την ονομασία του αγάλματος της Νίκης της Σαμοθράκης στα Ελληνικά (πραγματικό γεγονός και αυτό)! 
     Είναι οδυνηρή η μέχρι σήμερα διαπίστωση του αποτελέσματος των συνεχών και «μεγάλων εκπτώσεων» στη Παιδεία, που στην αρχή δεθήκαμε παθητικά, αλλά πολύ γρήγορα φτάσαμε να τις χρησιμοποιούμε ενεργητικά.  
 
Νίκος Χρ. Παπακωσταντόπουλος, 18.12.2020

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

 

Βιβλιοπαρουσίαση
«ΧΟΡΩΔΙΕΣ ΑΓΓΕΛΩΝ»
Συγγραφέας: Βασίλης Γιάννης
Αυτοέκδοση


     Είναι αναμενόμενο όταν βαδίζεις σε πνευματικά μονοπάτια να συναντάς κι άλλους συνοδοιπόρους. Ένα τέτοιο, πολύ ευχάριστο συναπάντημα είχα πρόσφατα με τον κ. Βασίλη Γιάννη, που σε μια πολύ αυθόρμητη και γεμάτη αισθήματα προς το πρόσωπό μου κίνησή του, μου χάρισε ένα βιβλίο του, με τίτλο «ΧΟΡΩΔΙΕΣ ΑΓΓΕΛΩΝ».
     Ότι καλύτερο, σκέφθηκα, μόλις διάβασα τον τίτλο και είδα την εικόνα του εξωφύλλου,  «εναρμονισμένα» με τις μέρες Χριστουγέννων που διανύουμε. Το πνεύμα των ημερών ήταν ένας λόγος παραπάνω που με «ανάγκασαν» να το ανοίξω αμέσως. Μα το άνοιγμα έφερε την καθήλωση και η καθήλωση και την απνευστί ανάγνωσή του! Είναι πράγματι μια πνευματική δημιουργία που βρίθει περιγραφής και συναισθημάτων, με την εγρήγορση και τη συγκίνηση να υπερτερούν.
     Είναι αλήθεια ότι μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων είμαστε χορτασμένοι από υλικά αγαθά, αλλά πένητες σε πνευματικά. Οι κοινωνίες μας δεν αποτελούνται από κοινωνίες Αγγέλων. Οι σκεπτόμενοι άνθρωποι, όμως, οι ακέραιοι άνθρωποι, οι πνευματικά καλλιεργημένοι, οι κήρυκες της αγάπης-παραδείγματα κάθε Θείας παρακαταθήκης, είναι ο σπόρος. Και ο σπόρος είναι πάντα σε μικρές ποσότητες, όμως η παραγωγή είναι μεγάλη. Αυτό είναι και ένα από τα μηνύματα του βιβλίου, στα τρία θέματα, διηγηματικού-μυθιστορηματικού αλλά και βαθειά θρησκευτικού περιεχομένου: «Δώρο Χριστουγέννων», «Λίμνη από βροχή», «Ο διψασμένος βασιλικός».
     Διαβάζοντας το έργο, ερχόταν συνεχώς στη μνήμη μου η ευχή προς τον φύλακα Άγγελο του καθενός μας, την ύπαρξη του οποίου φοβάμαι ότι πολλοί αγνοούμε: «Άγιε Άγγελε, ο εφεστὼς της αθλίας μου ψυχής και ταλαιπώρου μου ζωής, μη εγκαταλείπης με τον αμαρτωλόν, μηδὲ αποστής απ᾿ εμού δια την ακρασίαν μου[…]». Φύλακας άγγελος όμως, μπορεί να είναι και κάποιος άνθρωπος της «διπλανής πόρτας» και η τυχαία (ή μη τυχαία) παρέμβασή του στη δύσκολη στιγμή να είναι σωτήρια  κι αυτό πολλοί το έχουμε διαπιστώσει και ομολογήσει.
     Μέρες που έρχονται, λοιπόν, ας μαλακώσουμε τις καρδιές μας και ας τις κάνουμε σαν των παιδιών. Μην ξεχνάμε ότι «των γαρ τοιούτων εστὶν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθαίου ΙΘ, 14).
 
Αγαπητέ Βασίλη,
     Η ανθρώπινη, η ζεστή καλημέρα σου στις τυχαίες μέχρι τώρα συναντήσεις μας στο δρόμο, κατεδείκνυαν την ευγένειά σου, το επίπεδό σου και την πνευματική σου καλλιέργεια. Η αυθόρμητη κι ευγενική χειρονομία σου να που προσφέρεις ένα πνευματικό σου «παιδί», το επιβεβαίωσε με τον πιο ηχηρό τρόπο! 
     Τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας, αλλά και «σπορά» το γράψιμο. Συνέχισε, λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε, να εκφράζεσαι, να επικοινωνείς, αφού τόσο όμορφα το κατέχεις και το μπορείςΣυνέχισε και τη γόνιμη σπορά σου! «Αν δεν σπείρουμε, τί θα φάμε κι εμείς και τα παιδιά μας;», ήταν πάντα μια αγαπημένη ερώτηση/ατάκα του πατέρα μου. Μην ξεχνάμε ότι ο σπόρος δεν φυτρώνει πάντα αμέσως! Θα φυτρώσει, όμως, όταν έρθει ο καιρός του!
     Είναι πολλές οι φορές που βλέπουμε κάποιο έργο χωρίς να μπορούμε να δούμε τον κατασκευαστή του. Χωρίς σκέψη τότε, λέμε ότι κατασκευάστηκε από το «τίποτα», όπως πολύ εύστοχα το επισημαίνεις στο βιβλίο σου. Σ’ αυτούς τους ζοφερούς καιρούς του «τίποτα», το αξιόλογο πνευματικό σου έργο είναι ομολογία πίστεως και «πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω κἀγὼ εν αυτώ έμπροσθεν Του Πατρός μου του εν ουρανοίς (Ματθαίου Ι, 32).
     Μαζί με τις ευχές μου για «καλά Χριστούγεννα», με όλους τους αγαπημένους σου, εύχομαι πάντα να συνοδεύουν κάθε βήμα σου χορωδίες Αγγέλων!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 13.12.2020
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Στην εκπλήρωση του χρέους (διήγημα-βραβείο ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ)

     Σκούπισε τα δάκρυα που κύλισαν στο πρόσωπό της η Κατερίνα, με μια πετσέτα κουζίνας που κράταγε στα χέρια της, ενώ το βλέμμα της είχε καρφωθεί στις φωτογραφίες των γονιών της. Ήταν η στιγμή που μάζευε τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι, αφού είχαν φύγει οι επισκέπτες από το πατρικό της σπίτι μετά το μνημόσυνο. Κυριακή σήμερα και είχε τα τρίχρονα του πατέρα της. Μαζί έκανε και μνημόσυνο στη μάνας της, που την είχε χάσει πολύ νωρίτερα, όταν ήταν εννιά χρονών. Είχε δώσει στον παπά να διαβάσει και τα ονόματα της μητριάς της και των δύο αδελφών της, που είχαν κι αυτοί πεθάνει.
     Πετυχημένη ως διευθύντρια μεγάλου φορέα του δημοσίου στην Αθήνα η Κατερίνα στην ηλικία των πενήντα χρόνων, είχε έλθει στο χωριό της, στην Πιερία, κάτι μέρες νωρίτερα προς το τέλος Αυγούστου για το χρέος αυτό, ν’ ανοίξει το σπίτι, να προλάβει και τις απαραίτητες ετοιμασίες. Μαζί της και ο άντρας της, ο Σωτήρης, και τα δυο τους παιδιά, ο Αλέκος και η Σοφία, που αυτή είχε και το όνομα της μάνας της. Μετά την εκκλησία πολλοί συγχωριανοί της την επισκέφθηκαν στο πατρικό της σπίτι, για τον καθιερωμένο καφέ και την έμπρακτη εκδήλωση συμπάθειας. 
     Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο στις δύο παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες επάνω στο τραπέζι, δίπλα στα λίγα κόλλυβα που είχαν μείνει στο δίσκο και στο καντήλι που έκαιγε. Τις είχε φέρει μαζί της από το σπίτι της στην Αθήνα για το μνημόσυνο και θα τις έπαιρνε πάλι φεύγοντας. Έκανε ένα βήμα και κάθισε για λίγο στον καναπέ. Τίποτα δεν είχε μείνει στους τοίχους ή κάπου αλλού από τα κάδρα και τα κεντήματα να θυμίζουν τη μανούλας της. Ο άντρας της και τα παιδιά ήταν στην αυλή και μάζευαν τις καρέκλες και τα τραπέζια, γιατί έπρεπε το βράδυ να έχουν γυρίσει στην Αθήνα. Θύμισες, η μία μετά την άλλη και χωρίς σταματημό πέρναγαν από το μυαλό της εκείνα τα λίγα λεπτά και της δονούσαν όλο το συναισθηματικό είναι. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, άλλωστε, αφού η ίδια πέρασε από πολλά σκαμπανεβάσματα για να φτάσει εδώ που έφτασε, ως καταξιωμένη δημόσιος λειτουργός, ως πετυχημένη οικογενειάρχης, ως αγωνίστρια της ζωής. Άθελά της, οι φωτογραφίες τη γύρισαν σ’ εκείνα τα χρόνια, όπως πολύ συχνά συνέβαινε, είτε τις έβλεπε, είτε όχι…
***
     Ήταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ανοιχτές ακόμα κι έτρεχαν φρέσκο αίμα οι πληγές της Ελλάδας από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Φτωχή η οικογένειά τους, προσπαθούσε να ορθοποδήσει καλλιεργώντας τα λίγα χωράφια τους και φροντίζοντας το μικρό τους κοπάδι με πρόβατα. Η μάνα της ευχόταν να γίνει μαγείρισσα σε εστιατόριο κάποιας πόλης όταν μεγαλώσει, για να μπορεί να τρώει «λίγο φαΐ». Εντελώς ξαφνικά την έχασε, όμως, όταν ήταν εννιά χρονών και το τοπίο γύρω της άλλαξε, το ίδιο ξαφνικά κι αυτό. Τα τέσσερα άλλα μεγαλύτερα αδέλφια της, όλα αγόρια, έδειξαν μια άλλη αυτοσυγκράτηση, κάτι ακατόρθωτο για εκείνη. Τη μανούλα της ένοιωθε στήριγμα και μετά το χαμό της το κενό που της άφησε ήταν μεγάλο, σ’ αυτή την εύπλαστη ηλικία.
    Στο πρώτο μνημόσυνο, στα σαράντα, ο πατέρας της παντρεύτηκε το ίδιο κιόλας απόγευμα! Δεν θυμάται από τότε και μετά να είχε νοιώσει ποτέ τη στήριξή του. Η μητριά της συνέχεια τη μάλωνε και τη φοβέριζε, χωρίς να λείπουν και οι ξυλοδαρμοί. Μ’ αυτές τις «μεθόδους» πάσχιζε «να την κάνει άνθρωπο», όπως συχνά της έλεγε! Πριν το εξάμηνο μνημόσυνό της, ο πατέρας της είχε κανονίσει με κάποιον συγχωριανό τους που ζούσε στην Αθήνα και είχε γνωριμίες, να τη στείλει εκεί για υπηρέτρια «σ’ ένα καλό σπίτι»! Μόλις της ανακοίνωσε την αμετάκλητη απόφασή του, ένοιωσε μεγάλο θυμό, παράπονο και απελπισία, μα δεν είχε κανέναν να καταλάβει τον πόνο της. Έκλαιγε συνεχώς και εκλιπαρούσε, πέφτοντας στα γόνατά του, χωρίς εκείνος να δείχνει καμία κατανόηση, καμία συμπόνια, κανέναν οίκτο. Βλέποντας αυτή την αδιαλλαξία του η Κατερίνα, προσπάθησε να κερδίσει την κατανόηση των αδελφών της. Μάταια όμως. Σαν ύστατη έκκληση στον πατέρα της, του είπε μ’ αναφιλητά:
     «Σε παρακαλώ, πατέρα! Κράτα με λίγο ακόμα, να γίνει το μνημόσυνο της μανούλας μου και μετά με διώχνεις!...».
     Ευτυχώς, αυτή η έκκληση έπιασε τόπο. Βλέποντας, όμως, τη μητριά της να της ετοιμάζει τη βαλιτσούλα με τα ρούχα της, την έπνιγε πιότερο ο πόνος και το παράπονο. Στο μνημόσυνο μπορεί και να έκλαψε περισσότερο από την κηδεία, μα τίποτα δεν άλλαξε για εκείνη. Η προίκα που πήρε ο πατέρας τους από το δεύτερο γάμο του, δύο χωράφια κι ένα ακόμα κοπάδι πρόβατα, μεγάλωσαν τις δουλειές των αδελφών της, που έτσι κι αλλιώς δεν έδειχναν να έχουν διάθεση ν’ ασχοληθούν με τη μικρή και μονάκριβη αδελφή τους.
     Μ’ ένα μεγάλο κόμπο στο λαιμό έφτασε στο σταθμό του τραίνου. Βουβός δίπλα της ο πατέρας της, που κράταγε και τη μικρή βαλίτσα, όλος του ο αποχαιρετισμός ήταν ένα τυπικό φιλί στο μουσκεμένο από τα κλάματα και τον ιδρώτα της απελπισίας στο μέτωπο της κόρης του. Αμέσως εκείνη το σκούπισε με την παλάμη της. Τυπική και η τελευταία του συμβουλή: «Να πας στο καλό και να προσέχεις»! Ανεξίτηλα έμειναν στο μυαλό της Κατερίνας αυτά τα λόγια. Ποτέ δεν κατάλαβε πώς και πόσο θα μπορούσε ένα παιδί να «προσέχει», πριν ακόμα κλείσει τα δέκα! Το ίδιο ανεξίτηλα ηχούσε πάντα στ’ αυτιά της και το τρίξιμο που έκαναν οι μεντεσέδες της πόρτας, όταν έκλεισε πίσω της την ώρα που έφευγε.
     Με το σφύριγμα του τραίνου και καθώς εκείνο άρχισε να κυλάει στις ράγες, έριξε μια τελευταία ματιά στο χωριό της, είδε και τη σκεπή του σπιτιού τους και το τζάκι τους να καπνίζει και πνίγηκε στο κλάμα, χωρίς να μπορεί να δει το «καλό μέλλον» που της «ξανοιγόταν» μπροστά της. Ένα ζευγάρι συγχωριανών που συνταξίδευαν στο ίδιο βαγόνι για την Αθήνα, απόρησαν που είδαν το κορίτσι να ταξιδεύει μόνο του και το πήραν κοντά τους. Δεν άργησε η Κατερίνα να ξετυλίξει το κουβάρι του πόνου της στον κύριο Πέτρο και την κυρία Πέρσα, νοιώθοντας κάτι σαν αποκούμπι το ζευγάρι, που πρώτη φορά μίλαγε μαζί τους. Εκείνοι ήξεραν για το θάνατο της μάνας της, ήταν και στο μνημόσυνό της, εξεπλάγησαν όμως με δυσαρέσκεια και θυμό εναντίον του πατέρα της, τόσο για το σύντομο δεύτερο γάμο του, όσο και για τη συμπεριφορά στο κορίτσι του. Της υποσχέθηκαν τότε, ότι θα της έχουν την έννοια και θα παρακολουθούν την πορεία της στο σπίτι που είχε κανονίσει ο πατέρας της να δουλέψει υπηρέτρια. Της υποσχέθηκαν ακόμα, πως θα πάνε να γνωρίσουν και τα αφεντικά της και θα έχουν επικοινωνία.  
     Ο κύριός της και η κυρία της, μεγάλοι και καλοπιασμένοι οικονομικά άνθρωποι, δεν είχαν δικά τους παιδιά. Της παραχώρησαν ένα μικρό και σκοτεινό δωμάτιο, που με τους τέσσερις τοίχους του και με το πάντα βρεγμένο μαξιλάρι της από τα κλάματα μοιραζόταν τους καημούς της. Οι συχνά πνιγμένοι αναστεναγμοί ένοιωθε πως κάπως την ανακούφιζαν.
     Η καημένη η Κατερίνα δεν είχε μπει ακόμα στην εφηβεία και, κοντούλα καθώς ήταν, δεν έφτανε στο νεροχύτη του αρχοντόσπιτου να πλύνει τα πιάτα. Κάθε φορά που χρειαζόταν να κάνει αυτή τη δουλειά, ένα σκαμνάκι της πρόσθετε το απαιτούμενο ύψος.
     Ένα πρωινό, ο κύριός της έφερε καλαμαράκια και γαρίδες για το μεσημέρι. Επειδή η Κατερίνα δεν ήξερε να τα μαγειρέψει, έφαγε ξύλο από την κυρία της! Διακριτικά μετά τον ξυλοδαρμό, ο κύριός της έκανε παρατήρηση στη γυναίκα του για τη συμπεριφορά της στο κορίτσι. Θέλεις γι’ αυτό το λόγο, θέλεις επειδή πραγματικά το μετάνιωσε, η κατά τα άλλα «κυρία» της σε λίγο βρέθηκε να της γλυκομιλάει:
     «Δεν είχατε φτιάξει ποτέ τέτοια φαγητά στο σπίτι σας;», τη ρώτησε.
     «Όχι, κυρία. Κι εγώ δεν μπορώ να τα φάω αυτά τα φαγητά… Τα βλέπω και αηδιάζω», απάντησε η Κατερίνα.
     «Δηλαδή, Κατερίνα μου, τί φαγητά φτιάχνατε στο σπίτι σας;».
     «Φασόλια, τραχανά, πατάτες, χυλοπίτες, χόρτα, λίγες φορές μακαρόνια και πολύ σπάνια κρέας…».
     «Κι εσένα, ποιά φαγητά σου αρέσουν περισσότερο;».
     «Μακαρόνια, τραχανάς και πατατούλες με ζουμάκι», ήταν η απάντησή της! 
     Όσο, όμως, κι αν τη χάιδεψε στοργικά και με συμπόνια στα μαλλιά, όσο κι αν προσπάθησε να την κάνει να ξεχάσει τον ξυλοδαρμό η κυρία της, η Κατερίνα δεν μπόρεσε να το καταπιεί. Μετά το μεσημέρι ετοίμασε με κάθε μυστικότητα τα πράγματά της και ίδιο βράδυ κιόλας έφυγε κρυφά από το σπίτι εκείνο, κρατώντας στο ένα χέρι τα παπούτσια της για να μην ακουστεί και στο άλλο τη μικρή βαλίτσα της. Ένα φορεματάκι που της είχαν πάρει τα αφεντικά της, το είχε φορέσει μόνο στην Ανάσταση και τους το άφησε όμορφα διπλωμένο επάνω στο κρεβάτι που κοιμόταν! Δίπλα ακριβώς από το φόρεμα, άφησε και μια κούκλα, που της είχαν κάνει δώρο στη γιορτή της.
     Το επόμενο πρωί τη βρήκαν οι συγχωριανοί συνταξιδιώτες της στη σκάλα του σπιτιού τους. Από τότε σιγά-σιγά η ζωή της άρχιζε ν’ αλλάζει προς το καλύτερο. Με το δικό τους παιδί, τη Μερόπη, έγιναν οι καλύτερες φίλες και σε λίγο καιρό κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο. Φρόντισαν ο κύριος Πέτρος και η κυρία Πέρσα να συνεχίσει το σχολείο της κι ένα χρόνο μετά την «αδελφή» της, τη Μερόπη, πέρασε κι αυτή με πολύ καλό βαθμό στο πανεπιστήμιο. Μια «δουλίτσα» σ’ ένα τυροπιτάδικο που βρήκε η ίδια, πότε πρωί και πότε απόγευμα, ανάλογα με τα μαθήματά της στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, της έδιναν την ικανοποίηση πως «κάτι» προσφέρει κι αυτή στο σπίτι που τη φιλοξενούσε, στο «σπίτι της αγάπης», όπως έλεγε πάντα. Μα προ πάντων ένοιωθε ικανοποίηση που δεν τους επιβάρυνε οικονομικά, αν και οι ίδιοι συχνά της έδιναν ένα μικρό χαρτζιλίκι, που με δυσκολία έπαιρνε.
     Ελάχιστες φορές είχε απαντήσει στα γράμματα του πατέρα της, κυρίως για τυπικούς λόγους, αφού τυπικά και στερεότυπα ήταν και τα δικά του. Άρχιζαν πάντα με το «ηγίαν έχομεν το αφτό επηθημούμεν και δη εσέ» και όλο το αραιογραμμένο κείμενο έφτανε-δεν έφτανε στη μέση της πρώτης σελίδας της κόλλας αλληλογραφίας. 
     Λίγο πριν τελειώσει τις σπουδές στο πανεπιστήμιο, ο πατέρας της αρρώστησε και νοσηλεύτηκε μεγάλο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο της Κατερίνης. Τότε πήγε κι έμεινε στο πλάι του και τον φρόντιζε, ενώ λίγο αργότερα που πέθανε, συμμετείχε με τις μικρές οικονομίες στα έξοδα της κηδείας. Ανάλογα έπραξε δύο χρόνια αργότερα και στην κηδεία της μητριάς της.
     Ο διορισμός της σε υπηρεσία του υπουργείου εσωτερικών μετά το πτυχίο της, της έδωσε άλλον αέρα και λίγο μετά ο γάμος της και ο ερχομός των παιδιών της ολοκλήρωναν τους σκοπούς της ζωής της και την ευτυχία της. Η ανέλιξή της σε ανώτατη θέση της υπηρεσίας της, μα προ πάντων η άρτια και υποδειγματική συνεργασία της με προϊσταμένους και υφισταμένους, χαρακτήριζε και στον τομέα αυτό την αξιοσύνη της.
     Πολλές φορές προσπάθησε να «ταξινομήσει» στο μυαλό της ποια ήταν εκείνα τα αρνητικά και ποια τα θετικά στη ζωή της που την σφυρηλάτησαν κι ένοιωθε πως κάπου η ζυγαριά ισορροπούσε. Σκεφτόταν πάντα τέτοιες στιγμές περισυλλογής, πως της δόθηκαν πολλές «ευκαιρίες» ν’ ακολουθήσει τον «εύκολο» δρόμο, μα ποτέ δεν μπήκε στον «πειρασμό». Τις σκέψεις της διέκοψε η φωνή του άντρα της:
     «Κατερίνα μου, εμείς είμαστε έτοιμοι… Μαζέψαμε καρέκλες και τραπέζια και τα βάλαμε στην αποθήκη. Εσύ έχεις πολλή δουλειά ακόμα; Αργείς;… Πρέπει να φύγουμε…».
     Σκούπισε πάλι τα δάκρυά της, σηκώθηκε από τον καναπέ σαν αιφνιδιασμένη κι έτρεξε να πλύνει τα τελευταία ποτήρια και φλιτζάνια του καφέ.
    «Θεός σ’χωρέσ’ τους όλους», ψέλλισε μ’ έναν αναστεναγμό, όπως έκανε κάθε φορά που ένοιωθε ότι πρέπει να κρατάει γυρισμένη τη σελίδα στη ζωή της κι απάντησε στον άντρα της:
     «Σε λίγο τελειώνω και φεύγουμε, αγάπη μου…».
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 9.12.2020
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )


Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

Οι εκκλησιές μας: Τόποι λατρείας και ομολογία πίστεως

     «ΕΛΛΑΣ ΧΩΡΑ ΑΓΙΩΝ», ήταν ο τίτλος ενός μικρού κορνιζαρισμένου χάρτη σε κλινική του νοσοκομείου που πρωτοδιορίστηκα. Αυτός ο χάρτης μου ήρθε στο μυαλό πρόσφατα, όταν τον είδα στο διαδίκτυο. «Χώρα αγίων» αλλά και χώρα εκκλησιών η Ελλάδα μας, σε πόλεις, χωριά, βουνοκορφές, δυσπρόσιτες και απομακρυσμένες περιοχές, ερημιές, νησιά, ξερονήσια, κοιλώματα σε κορμούς δέντρων («κουφάλες»), πηγές ποταμών, σπήλαια και σε πολλά άλλα σημεία.
     Η πίστη, η έκφραση ευγνωμοσύνης στο Θείο και οι ανάγκες λατρείας «έχτισαν» όλα αυτά τα προσκυνήματα, τα ξωκκλήσια και τις εκκλησίες. Όχι μόνο τις έχτισαν, αλλά και τις συντηρούν και τις λειτουργούν για πολλούς αιώνες τώρα. Ούτε μπορεί να θεωρηθούν «τυχαία» τα σημεία που επελέγησαν για την ανέγερσή τους, σε περίοπτες θέσεις, που συνδυάζουν επιβλητικότητα και γραφικότητα. Καθόλου τυχαίο που και το μεγαλύτερο και επιβλητικότερο κτίσμα κάθε πόλης και κάθε χωριού είναι η εκκλησία του. Και σήμερα, σε εποχή που πολλά αμφισβητούνται και δοκιμάζονται, οι τόποι λατρείας καταδεικνύουν την αδιαμφισβήτητη ομολογία πίστεως της φυλής μας!
     Παρόμοιο άρθρο  ΕΔΩ  
     Οι εικόνες που ακολουθούν είναι ενδεικτικές και πηγή τους το διαδίκτυο.

Παναγιά η Γοργόνα (Λέσβος)


Ο σπηλαιώδης ναός της Ζωοδόχου Πηγής Δροβολοβού Καλαβρύτων,
όπου σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία κατέφυγε ο Πατρών Πατρών Γερμανός
και έτυχε Αβραμιαίας φιλοξενίας από τους κατοίκους του χωριού
και των δύο άλλων γειτονικών χωριών, Καμενιάνων και Δεσινού 


Σκάλα που ανεβαίνει στο σπηλαιώδες ξωκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής (επάνω)
στο Κακοπέρατο της Σάμου
και το δύσβατο μονοπάτι που οδηγεί εκεί (κάτω)



Μονή Τιμίου Προδρόμου (Στεμνίτσα Αρκαδίας)


Μετέωρα

Από τους πλέον γραφικούς τόπους λατρείας στην Ελλάδα,
η Παναγία των Βλαχερνών στο Ποντικονήσι της Κέρκυρας


«ΕΛΛΑΣ ΧΩΡΑ ΑΓΙΩΝ»:
Παλαιότερος χάρτης (επάνω) και νεότερος (κάτω) 

 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.12.2020
 





Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Το πρώτο λαχείο (διήγημα)-αφιερωμένο στα ΑμεΑ

(Γ΄ Βραβείο στον Πανελλήνιο και Παγκύπριο  διαγωνισμό διηγήματος της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ, έτους 2019) - αφιερωμένο στα άτομα με αναπηρία.

     Πάνε κάπου σαράντα χρόνια από τότε που η Στεφανία είχε τραυματιστεί στην Κέρκυρα, σ’ ένα αυτοκινητικό ατύχημα κι έμεινε με βαριά αναπηρία, μόλις είχε κλείσει τα είκοσι έξι της. Ένα μικρό φορτηγό την είχε χτυπήσει λίγο έξω από το κέντρο της πόλης του νησιού κι από τότε δεν ξαναπερπάτησε. Καθηλώθηκε στο κρεβάτι και μπορούσε να μετακινηθεί μόνο με βοήθεια και με αναπηρικό καροτσάκι. Τί ειρωνεία της τύχης, όμως, και τί λαχείο ήταν αυτό που της έδωσε η ζωή, σ’ αυτή τη γεμάτη σφρίγος ηλικία! Μόλις λίγες μέρες πριν είχε πάρει στα χέρια της το μεταπτυχιακό τίτλο στην κοινωνιολογία, ύστερα από το πτυχίο γεωπονίας που είχε προηγηθεί με άριστα και ήταν έτοιμη ν’ ανοίξει τα φτερά της για να πετάξει στη ζωή.
     Τί και δεν είχαν κάνει οι γονείς της για να μπορέσει να περπατήσει, έστω και με πατερίτσες, που πίστευαν ότι σιγά-σιγά θα τις πέταγε κι αυτές και θα ήταν όπως και πριν, έστω και με κάποια μικρή δυσκολία. Πούλησαν χωράφια, πούλησαν ζωντανά, δανείστηκαν κιόλας από δικούς τους ανθρώπους, μα μάταια. Γιατροί κι άλλοι γιατροί, φάρμακα κι άλλα φάρμακα, λεφτά κι άλλα λεφτά, κάμποσα ταξίδια στο εξωτερικό, όλα πήγανε στράφι.
     Σ’ όλη της αυτή τη δοκιμασία, στάθηκε ακούραστος δίπλα της και ο Γρηγόρης, το παλληκάρι με το οποίο από το σχολειό υπήρχε μια αμοιβαία έλξη και σκέψη να ενώσουν τις ζωές τους. Παρ’ όλο που η σχέση τους δεν είχε επισημοποιηθεί, παρ’ όλο που στην κλειστή κοινωνία του οικογενειακού και κοινωνικού τους κύκλου δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό, ως το ανεπίσημο, ο Γρηγόρης τη στήριζε με όλες του τις δυνάμεις και όλα του τα αισθήματα. Μαζί στο πήγαιν’-έλα στους γιατρούς, μαζί στα ταξίδια στο εξωτερικό για την υγεία της, και πάντα με ενδιαφέρον και πάντα με πολλές ελπίδες. Η κόπωση όμως άρχισε να φαίνεται στα μάτια του κι αυτό το έβλεπε η Στεφανία, ειδικά όσο πέρναγε ο καιρός και οι ελπίδες σιγόσβηναν.
    Τρία χρόνια μετά το σοβαρό ατύχημά της, βρήκε τη δύναμη και πήρε την οριστική απόφαση να «απομακρύνει» από κοντά της το Γρηγόρη. Όσο κι αν το θεωρούσε δυσβάστακτο για την ίδια, όσο κι αν ένοιωθε ότι τον είχε ανάγκη, όσο κι αν διαισθανόταν ότι ο χωρισμός τους θα της επιδείνωνε την κατάσταση σε κάθε τομέα, κυρίως όμως συναισθηματικά, έπρεπε να το κάνει. Ήταν πλέον ξεκάθαρο μέσα της ότι δεν μπορούσε να τον κρατήσει κοντά της, αφού οι προοπτικές να φτιάξει τη ζωή της μαζί του εξανεμίζονταν μαζί με τα όνειρά της. Με την κοπέλα που συνδέθηκε αργότερα ο Γρηγόρης έκαναν οικογένεια σε μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό τη Στεφανία την έκανε και να πονέσει, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και ν’ ανακουφιστεί, γιατί του αναγνώριζε κάθε δικαίωμα να φτιάξει τη δική του ζωή.
     Σε όσους προσπαθούσαν να βρούνε να της πούνε δυο λόγια και να την ενθαρρύνουν στις δυσκολοδιάβατες ανηφοριές της, κούναγε το κεφάλι απελπισμένη και η απάντησή της ήταν στερεότυπη: «Ήμουνα νιά και γέρασα»! Στην πραγματικότητα, όμως, δεν το έβαζε κάτω. Με πολλή θέληση είχε εξασκήσει τη δύναμη των χεριών της και με τη βοήθεια ενός δεύτερου ατόμου ανέβαινε σχετικά εύκολα από το κρεβάτι στο καροτσάκι και γύριζε σχεδόν καθημερινά την πόλη. Οι γονείς της είχαν προσθέσει και κατάλληλη ράμπα στα πέντε σκαλοπάτια από το δρόμο στο σπίτι τους κι αυτό ήταν μεγάλη ευκολία για το παιδί τους.    
     Έβλεπε η Στεφανία και τη φυσική φθορά των γονιών της, που ο καημός του μονάκριβου παιδιού τους είχε επισπεύσει τα γεράματά τους. Τότε πήρε άλλη μια μεγάλη απόφαση: Τούς ζήτησε να τη βάλουν στο ίδρυμα αναπήρων, αφού η ζωή της έβαινε οριστικά σε αδιέξοδο και θα γινόταν πολύ μεγαλύτερο μετά απ’ αυτούς. Αντέδρασαν πολύ αρνητικά στην επιθυμία της, τελικά όμως τους κατάφερε. Το γάμο της Γιώτας με τον Ανέστη, τρόφιμων του ιδρύματος και των δύο με ελαφρά αναπηρία, που έγινε και πρωτοσέλιδο στις τοπικές εφημερίδες, τον χρησιμοποίησε κατάλληλα και συνετέλεσε κάπως θετικά σ’ αυτό: στους γονείς της έλεγε επίμονα ότι εκεί θα βρει κοινά ενδιαφέροντα με ανθρώπους της ηλικίας της και οι αντιρρήσεις τους σιγά-σιγά κάπως άρχισαν να κάμπτονται. Όχι πως πίστεψαν ποτέ ότι θα εύρισκε και η ίδια μια τέτοια τύχη εκεί, αλλά έβλεπαν και οι ίδιοι ότι τα γεράματα ήρθαν.
     Μετά την εγκατάστασή της στο ίδρυμα, οι γονείς της την επισκέπτονταν ο ένας το πρωί και ο άλλος το απόγευμα κάθε μέρα. Κοντινούς συγγενείς δεν είχαν πολλούς, που και αυτοί οι λίγοι άρχισαν σταδιακά να απομακρύνονται.
     Από τις πρώτες της δραστηριότητες στο ίδρυμα αναπήρων, ήταν να βγαίνει με τις ημερήσιες άδειές της και να γυρίζει όλη την πόλη, συνήθεια που είχε και πριν. Τις Κυριακές εκκλησιαζόταν, ενώ πολύ συχνά τα απογεύματα πήγαινε σε προβολές κινηματογραφικών ταινιών, σε θεατρικές παραστάσεις κι άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, γεμίζοντας έτσι ευχάριστα τη ζωή της. Γενικά η πνευματική καλλιέργεια ήταν πάντα στα πρώτα της ενδιαφέροντα και τα βράδια και τις κρύες και βροχερές μέρες το διάβασμα γινόταν μια άλλη ευχάριστη κι αγαπημένη της διέξοδος. Οι υπόλοιποι συνασθενείς της κι όλο το προσωπικό του ιδρύματος τη θαύμαζαν και την είχαν βαφτίσει «βιβλιοφάγο».
     Αργότερα, και με την άδεια της διοίκησης του ιδρύματος, εξασφάλισε  πρόσβαση στο μαγειρείο. Τα διάφορα γλυκίσματα και τα κέικ που έφτιαχνε εκεί, σε συνεργασία με το προσωπικό, γινόταν ανάρπαστα και πάντα τα απολάμβαναν όλοι με όλες τους τις αισθήσεις και τις καλύτερες κριτικές τους: το «μμμμμ!» της απόλαυσης!  
     Ολοένα όμως κάτι την «έτρωγε» μέσα της: Οι σκέψεις πως πολλές φορές τα όνειρα γκρεμίζονται, κομματιάζονται, συνθλίβονται, γίνονται σκόνη, «ονειρόσκονη», όπως έλεγε συχνά. Την απασχολούσε και η πραγματικότητα, πως οι αναμνήσεις ζουν ακέραιες, δεν κομματιάζονται και δεν γίνονται «αναμνησόσκονη». Μ’ αυτές τις αναμνήσεις αποφάσισε υπηρετήσει τις φιλοδοξίες και να τις πραγματοποιήσει με άλλους σχεδιασμούς: να διδάξει, να παραδειγματίσει, να αφυπνίσει, να μοιράσει αγάπη, παιδεία και πολιτισμό, αξιοποιώντας τις επιστήμες της, μα προ πάντων τη θέλησή της και τη δυναμική της που ποτέ δεν της έλειψαν. Κάτι που ακόμα περισσότερο ήθελε να διώξει μακριά από πάνω της, ήταν ο οίκτος με τον οποίο έβλεπε να την αντιμετωπίζουν κάποιοι άνθρωποι του κοντινού και του μακρινού περιβάλλοντός της. Έτσι, σε συνεργασία με τον τοπικό δήμο, συλλόγους κι άλλους φορείς, γρήγορα άρχισε να διοργανώνει με πολλή μεγάλη επιτυχία ομιλίες, διαλέξεις και συνέδρια, με θέματα γεωπονίας και κοινωνιολογίας, σε συνεδριακά κέντρα, σε αίθουσες του Δήμου και σε σχολεία.
     Σύντομα η φήμη της ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια του νησιού της κι έγινε αντικείμενο θαυμασμού και για τη δράση της αυτή, κυρίως όμως για τον αγώνα της και τη θέλησή της για τη ζωή. Τα θέματα τα οποία ανέπτυσσε ανακοινώνονταν έγκαιρα μέσω του Τύπου και συνέρεαν και τα παρακολουθούσαν επιστήμονες από πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού.
     Όσο, όμως, κι αν όλες αυτές οι πολυδιάστατες  δραστηριότητες της έδιναν ζωή, έρχονταν ώρες που ένοιωθε το Γολγοθά της όλο και πιο ανηφορικό. Της έλειπε πάνω απ’ όλα η οικογένεια, η ελεύθερη κίνηση, ο χορός, η άθληση, ο περίπατος στο δάσος και στην παραλία, το κολύμπι, όπως και κάθε τι ακόμα που για τον καθένα θεωρείται δεδομένο. Τα προβλήματα υγείας που συσσωρεύονταν το ένα μετά το άλλο όσο τα χρόνια περνούσαν, στα εξήντα της τής είχαν περιορίσει κατά πολύ την κινητικότητα, που ήταν η κύρια δύναμη που της έδινε ζωή το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Η ανημπόρια και ο θάνατος των γονιών της επέδρασαν ακόμα πιο αρνητικά στην ψυχολογία της, αφού δεν είχε άλλον κοντινό συγγενή να νοιώσει στήριξη. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια ψυχιατρική διάγνωση, αυτή της κατάθλιψης, φαινόταν ότι είχε επιδεινώσει κι εκείνη με το δικό της τρόπο την υγεία της και τη συμπεριφορά της.  Ακμαιότατη πάντα η αντίληψή της, όμως, αντιλαμβανόταν τη συμπάθεια και σε κάποιες περιπτώσεις τον οίκτο του προσωπικού του ιδρύματος, που τόσα χρόνια τους γνώριζε και αυτούς ένοιωθε για δικούς της ανθρώπους. Αυτό την καταρράκωνε ακόμα περισσότερο, αφού είχε αναγκαστεί να περιορίσει και πολλές ζωτικής σημασίας δραστηριότητες για την ίδια και παντού ήταν αναγκασμένη να ζητά τη βοήθειά τους, ακόμα και σε πολύ απλά πράγματα.
     Ένα μουντό χινοπωριάτικο απόγευμα, μουντό στην ατμόσφαιρα και μαύρο για τη Στεφανία, μια πολύ ευχάριστη έκπληξη ήρθε να της αλλάξει τη διάθεση: Πήγε και την επισκέφθηκε ο πρωτοξαδερφός της ο Χαράλαμπος, που είχε έρθει από την Αυστραλία. Ούτε και η ίδια τον γνώρισε κι αυτός με τη βοήθεια του προσωπικού ενημερώθηκε πως ήταν στο δεύτερο από τα τρία κρεβάτια του θαλάμου. Ο χρόνος είχε αφήσει αμείλικτα το πέρασμά του επάνω και στου δυο τους.
     Χαρές και ξεφωνητά μόλις γνωρίστηκαν! Είχαν να ειδωθούν από το σχολείο και τα συναισθήματα ήταν απερίγραπτα, αφού πάντα τους άρεσε η παρέα που έκαναν στα παιδικά τους χρόνια. Η Στεφανία άρχισε να γελάει, να λάμπει το πρόσωπό της, να θέλει προσέξει τον εαυτό της. Όλη αυτή τη χαρά ήρθε να την απογειώσει μια πρόταση του ξαδέρφου της, που είχε και το όνομα του παππού τους. Προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει να βγούνε μαζί έξω, να πάνε στο θέατρο και μετά να φάνε στο καλύτερο εστιατόριο του νησιού!
     Με τη βοήθεια του προσωπικού φόρεσε το φόρεμα που κάποτε φόραγε μόνο στην Ανάσταση. Ο Χαράλαμπος την πήρε με το καροτσάκι και βγήκαν έξω, περιμένοντας κάτω από τα σκαλιά, μέχρι να έρθει το αυτοκίνητο που είχε ειδοποιήσει ο ίδιος.
     Πόσο καιρό είχε να κατέβει τις σκάλες του ιδρύματος! Πόσο καιρό είχε να νοιώσει το χάδι του αέρα στο πρόσωπό της, ν’ ακούσει το ρυθμικό ήχο από τα πέταλα των αλόγων που έσερναν τις άμαξες, να νοιώσει τη μυρωδιά από την αλμύρα και το ιώδιο της θάλασσας, να φτάσει καθαρά στ’ αυτιά της το σφύριγμα του καραβιού που έμπαινε στο λιμάνι… Με μια βαθειά ανάσα, με χαμόγελο ευτυχίας, με το άνοιγμα των χεριών της και το κλείσιμο των ματιών της απόλαυσε όλα αυτά που τόσο είχε στερηθεί και που κάποτε ήταν καθημερινό κομμάτι της ζωής της.
     Τότε πέρασε από μπροστά τους ένα πλανόδιος λαχειοπώλης, με μια τσάντα στον ώμο και τέσσερα πέντε λαχεία που κράταγε σε κάθε χέρι.
    «Πάρτε λαχεία! Μείνανε τα τελευταία και είναι τυχερά!», τους είπε. Αμέσως η Στεφανία, με έκδηλη την ευτυχία κι ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, του απάντησε:
     «Τί να τα κάνω τα δικά σου λαχεία, φίλε μου! Το λαχείο που κέρδισα εγώ απόψε, αξίζει πολύ περισσότερο από τον πρώτο λαχνό αυτών που κρατάς!».
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 3.12.2020

Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Η τιμωρία του Μίδα

     Για την αδιαφιλονίκητη παιδαγωγική αξία των παλιότερων σχολικών εγχειριδίων, και ιδιαίτερα των αναγνωστικών του δημοτικού, έχουν γραφεί και ειπωθεί πάρα πολλά και σημαντικά. Ξεφυλλίζοντας πρόσφατα το αναγνωστικό της Δ΄ τάξης, που διδάχθηκε από το 1955 ως το 1973, διάβασα ένα από τότε αγαπημένο και πολύ διδακτικό παραμύθι: Την "τιμωρία του Μίδα". Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο (λείπει μόνο το πολυτονικό σύστημα), όχι απαραίτητα προς νοσταλγία των μεγαλύτερων, αλλά προς διδασκαλία των νεότερων:    
 
     Τον παλαιόν καιρόν ήτο κάποιος βασιλεύς, ο οποίος ελέγετο Μίδας. Ήτο ο πλουσιότερος βασιλεύς του κόσμου. Δεν ήτο όμως ευχαριστημένος από τα πλούτη του και ήθελε ν’ αποκτήσει και άλλα.
     Όταν εβασίλευε ο ήλιος και έβλεπε τα χρυσά τα σύννεφα εις τον ουρανόν, έλεγεν:
      –  Αχ και να  ήσαν όλα εκείνα τα σύννεφα χρυσάφι και το χρυσάφι να ήταν όλον ιδικόν μου!
     Είχε και μίαν θυγατέραν, την οποίαν ηγάπα όσο και τον χρυσόν. Εκείνη όμως ηγάπα πολύ τα λουλούδια. Κάθε τόσον έκαμνεν ωραίας ανθοδέσμας και τα προσέφερεν εις τον πατέρα της. Αλλά εκείνος αναστέναζεν βαθέως και της έλεγεν:
      – Αν ήσαν χρυσά τα λουλούδια σου, πόσον περισσότερον θα ήξιζαν!
 
     Μίαν ημέραν εκάθητο ο Μίδας εις την αίθουσαν του παλατίου του και εσυλλογίζετο πώς θα πληθύνει τους θησαυρούς του. Έξαφνα, βλέπει εις το κατώφλιον ένα ξένον, ο οποίος εκοίταζε με θαυμασμόν. Τότε ήκουσε να του λέγη:
     –  Τί πλουσία και χρυσοστόλιστος αίθουσα; Εδώ μέσα και αυτός ο Ζευς θα εκάθητο με ευχαρίστησιν! Ευτυχισμένε βασιλεύ, που τίποτα δεν σου λείπει...
     –   Έχεις λάθος! Είπεν με στεναγμόν ο Μίδας. Εκείνο το οποίον επιθυμεί η καρδία μου, δεν το έχω.
      –  Και ποίον είναι εκείνον το οποίο επιθυμεί η καρδία σου; ερωτά ο ξένος.
      –  Θέλω ό,τι αγίζω να γίνεται χρυσάφι! αποκρίνεται ο βασιλεύς.
      –  Δεν πιστεύω να το λέγης σοβαρά; είπεν ο ξένος. Εγώ είμαι από τους θεούς, τον οποίον έχεις πολύ ευχαριστήσει. Ειπέ μου, τί θέλεις από εμέ;
      –  Θέλω ό,τι αγγίζω να γίνεται χρυσάφι, είπεν πάλι ο Μίδας.
      –  Ας γίνει το θέλημά σου. Από αύριον το πρωί ό,τι εγγίζης θα γίνεται χρυσός.
 
     Όλην τη νύχτα ο φιλάργυρος βασιλεύς δεν εκοιμήθη. Δεν έβλεπεν την ώραν να εξημερώση, δια ν’ αρχίση το θαύμα.
     Και μόλις είδεν από το παράθυρόν του να ροδίζη η ανατολή, εσηκώθη βιαστικά από την κλίνη του.
     Και αληθινά, το θαύμα ήρχισεν αμέσως. Ότι ήγγιζεν με τα ς χείρας του εγίνετο χρυσός.
     Τρελλός από την χαράν του, κατέβη εις τον κήπον. Λουλούδια, λαχανικά, κλαδιά, καρποί, όσα και αν ήγγιζεν, ευθύς εγίνοντο ολόχρυσα.
     Από τον κήπον ο βασιλεύς ανέβη εις την τραπεζαρίαν. Ύστερα από λίγην ώραν ήλθε και η κόρη του εις την τραπεζαρίαν. Και καθώς είδεν τα λουλούδια χρυσωμένα είπεν:
      –  Ω! τί άσχημα λουλούδια! Καμίαν γλυκείαν ευωδίαν δεν έχουν!
      –  Δεν ηξεύρεις τί λέγεις. Κάθισε τώρα να φάγωμεν! της λέγει ο πατήρ της.
     Αλλά πώς ήτο δυνατό να φάγη, αφού ό,τι ήγγιζεν εγίνετο χρυσός;
     Τότε ενόησε το κακόν που έπαθε και ήρχισε να φωνάζει:
      –  Δυστυχία μου! Πώς θα ζήσω τώρα;
     Τί έχεις πατέρα μου; του λέγει τρομαγμένη η κόρη του και τρέχει να τον αγκλιάση.
     Ήνοιξε κι εκείνος την αγκάλην του, αλλά μόλις την ήγγισεν, έγινε η κόρη του ολόχρυσον άγαλμα.
     Ο Μίδας, καθώς είδεν την κόρην του, ήρχισε να κλαίη και να φωνάζη:
     –   Ακριβή μου κόρη, εγώ με την απληστία μου σε εσκότωσα! Ας ήτο δυνατό να σε ίδω πάλιν ζωντανήν, ν’ ακούσω την φωνήν σου, και ας γίνω ο πλέον πτωχός άνθρωπος του κόσμου.
     Τότε παρουσιάσθη πάλιν ο ξένος και του λέγει:
      –  Βλέπω πως η καρδία σου δεν έχει παραδοθεί ολόκληρος εις τον χρυσόν, αφού τόσον αγαπάς την κόρην σου. Ελπίζω να έμαθες τώρα, ότι τα πλούτη δεν είναι η μεγαλυτέρα ευτυχία εις τον άνθρωπον. Πήγαινε εις τον ποταμόν να φέρης νερόν και να ραντίσεις όσα πράγματα θέλεις να γίνουν πάλιν όπως ήσαν πρότερον.
     Έτρεξε αμέσως ο Μίδας και έφερε νερόν. Και πρώτον ερράντισε την κόρην του. Αμέσως έλαβε ζωή εκείνη. Κατέβη τότε μαζί της εις τον κήπον και ερράντισαν τα άνθη, τα δέντρα, τους καρπούς και κάθε τι, το οποίον είχε εγγίσει με τας χείρας του ο φιλάργυρος βασιλεύς. Όλα έγιναν όπως ήσαν και πριν.
 
     Επέρασαν πολλά έτη και ο Μίδας διηγείτο το πάθημά του εις τους μικρούς εγγόνους του και έλεγεν εις αυτούς:
     –   Τα ξανθά σας μαλλιά, παιδάκια μου, αξίζουν περισσότερον και από το λαμπρότερον χρυσάφι.
 
Μυθολογικά στοιχεία:
 
     Στην ελληνική μυθολογία ο Μίδας ήταν βασιλιάς της Φρυγίας, γιος ενός φτωχού αγρότη, του Γόρδιου, απόγονος του Μακεδονικού γένους των Βριγών. Έφτασε στη Φρυγία, επιβαίνοντας σ’ ένα κάρο κι επειδή επαληθεύθηκε έτσι ένας παλαιότερος χρησμός, που έλεγε ότι ο μελλοντικός βασιλιάς θα έρθει με κάρο, ανέβηκε στο θρόνο και απέκτησε αμύθητα πλούτη. Όταν οι Κιμμέριοι εισέβαλαν στη Φρυγία, κατέλυσαν το βασίλειό κι εκείνος από τη λύπη του αυτοκτόνησε.
 
               Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.11.2020