Τετάρτη 29 Μαΐου 2019


Η συνδιάλεξη
Διήγημα


Σύντομος πρόλογος

     Η τεχνολογία της τηλεπικοινωνίας σήμερα, όπως και όλες οι άλλες, έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη. Τόσο πολύ, πού ούτε σενάριο επιστημονικής φαντασίας σε θα μπορούσε να συλλάβει πριν λίγες δεκαετίες την τωρινή εξέλιξη. 
     Το συνηθισμένο και τις περισσότερες φορές μοναδικό μέσο επικοινωνίας με τους ξενιτεμένους ήταν το παραδοσιακό γράμμα, που έφτανε στα χέρια τους ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες και άλλες τόσες να έλθει η απάντηση. Στο σύντομο διήγημα που ακολουθεί, ας θυμηθούμε τις δυσκολίες του μαραθώνιου αγώνα που χρειαζόταν για μια τηλεφωνική επικοινωνία, με την τεχνολογία της εποχής εκείνης, φυσικά. Είναι κι ένας έμμεσος τρόπος να μαθαίνουν και οι νεότεροι, που από την πρώτη μέρα της ζωής τους έχουν στη διάθεσή τους τον πανεύκολο τρόπο συνομιλίας και ζωντανής προβολής εικόνας, οποιαδήποτε στιγμή του εικοσιτετραώρου και με οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.
     Αν και το διήγημα έχει στοιχεία και της φαντασίας και τα ονόματα είναι κι αυτά φανταστικά, εν τούτοις η επικοινωνία των ορεινών περιοχών, τόσο μεταξύ τους, όσο και με μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα, ήταν μέχρι πριν λίγες δεκαετίες (λιγότερες από πέντε!) όπως περιγράφεται στις παραγράφους του. Ίσως και πολύ δυσκολότερη.
-------------
    Ντριν… ντριν…. ντριν, χτύπησε κάμποσες φορές το τηλέφωνο του κυρ-Αντρέα, του προέδρου του χωριού, εκείνο το χειμωνιάτικο μεσημέρι. Μόλις είχανε φάει με τη γυναίκα του και μετά το τσιγάρο θα ξάπλωνε λιγουλάκι, όπως το συνήθιζε όταν είχε την ευκαιρία. Ο μικρότερος γιος τους, ο Βασίλης, που είχε μείνει στο χωριό, ήταν στα  χωράφια και θα γύριζε στο νύχτωμα.
    «Λυσάξανε σήμερα! Μας έχουνε πάρει τρεις φορές από το πρωί!», είπε η γυναίκα του, η Γιωργία, που μάζευε τα πιάτα μετά το φαΐ. Τα άφησε όπως-όπως πάνω στο νεροχύτη κάνοντας θόρυβο, σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και με βαριεστημένα βήματα κατευθύνθηκε στο χολάκι του σπιτιού τους που είχαν το πολύτιμο και μοναδικό στο χωριό μαύρο κουτί με το ακουστικό. Ήξερε ότι η φωνή ήταν του Θανάση, του τηλεγραφητή από το κεφαλοχώρι. Μόνο εκείνο το τηλέφωνο μπορούσε να τους καλέσει και το ίδιο πάλι χτύπαγε με το γύρισμα της μανιβέλας, για να τους έφερνε σε επαφή με τον «έξω» κόσμο.
     «Εμπρός!... Εμπρός!... Ναι!... Ναι!... Εμπρός!... Θανάση, μ’ ακούς; Τι θες;».
     Καμία απάντηση!
     Συνέχισε να κρατάει με το αριστερό χέρι το ακουστικό, το κατέβασε από το αυτί της και πίεσε τη μαύρη συσκευή πάνω στο τραπεζάκι να τη σταθεροποιήσει. Με το δεξί της γύρισε τρεις στροφές τη μανιβέλα, που είχε σφίξει κι έκανε ένα σφύριγμα, από τη χρήση τόσων χρόνων που το είχαν.
     «Έλα!», ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής η διαπεραστική αντρική φωνή του τηλεγραφητή.
     «Τι είναι, βρε Θανάση;»
     «Γιωργία, πού είν’ ο πρόεδρος;»
     «Τί τον θέλεις;».
     «Έχετε Ελένη Παπά στο χωριό;».
     «Ναι, έχουμε. Γειτόνισσά μας είναι».
     «Να την ειδοποιήσετε για αύριο το πρωί στις έντεκα. Θα έχει συνδιάλεξη από την κόρη της τη Γιώτα, από την Αθήνα».
     Άκουσε τις απαντήσεις της γυναίκας του στον τηλεγραφητή ο μπάρμπ’-Αντρέας και κατάλαβε. Τη ρώτησε μόνο:
     «Για ποιόν είναι η συνδιάλεξη;»
     «Για την Ελένη, του Τάκη του Παπά, αύριο στις έντεκα» και συνέχισε μονολογώντας και σκεπτική: «Να ιδούμε πώς πάει κι εκείνο το παιδάκι… Δεν μου αρέσανε καθόλου όπως μου τα έλεγε προχτές η Ελένη…»
     «Από τότε που φορτώθηκα το προεδριλίκι, φορτώθηκα και το τηλέφωνο και έχουμε γίνει τηλεφωνείο», είπε ο Αντρέας και συνέχισε: «Ότι κι αν συμβεί, ό,τι ώρα κι αν είναι, μέρα και νύχτα, καλοκαίρι και χειμώνα, εμάς θα ενοχλήσουνε πρώτα. Άσε που πρέπει να είμαστε κάποιος εδώ να το φυλάμε μη χτυπήσει. Χώρια τα λεφτά που πληρώνουμε... Θα το καταργήσω», είπε κάπως αγανακτισμένος.
     Η γυναίκα του κούνησε το κεφάλι της, συμφωνώντας με τα όσα έλεγε ο άντρας της, αλλά όχι με την κατάργηση του τηλεφώνου. Ύστερα από λίγη σκέψη του απάντησε:
     «Το τηλέφωνο είναι χρήσιμο κι αφού το έχουμε, καλό είναι να το κρατήσουμε. Εξυπηρετεί εμάς πρώτα. Τα παιδιά μας λείπουνε μακριά, Σηκώνουμε το ακουστικό και μαθαίνουμε τί κάνουνε την ίδια στιγμή. Άντε να στέλνεις γράμμα και να καρτερείς να ’ρθει η απάντηση ύστερα από δεκαπέντε ημέρες. Θυμάσαι τότε που ήτανε είκοσι μέρες χαλασμένο; Πέθανε ο μπάρμπ’-Αναστάσης και τρέχανε μ’ ένα γόνα* χιόνι στο άλλο χωριό να ειδοποιήσουνε τα παιδιά του οι άνθρωποι…».
     Ο μπάρμπ’ Αντρέας έδειχνε να προβληματίζεται κι έσφιξε τα χείλη του. Η γυναίκα του συνέχισε:
     «Άσε που το τηλέφωνο σού χρειάζεται και για την κοινότητα. Πώς θα πάρεις ειδοποίηση από το νομάρχη και πόσες φορές θέλεις εσύ να μιλήσεις μαζί του; Και τόσα και τόσα άλλα… Τα ξεχνάς; Αλλά κι όλος κόσμος που εξυπηρετείται, τη μάνα μας και τον πατέρα μας σ’χωράνε… Ναι, δεν λέω, πληρώνουμε κάμποσα λεφτά, αλλά δεν είμαστε απ' αυτό φτωχοί.».
     «Καλά, μια κουβέντα είπα...», της απάντησε εκείνος μετανοιωμένος για την απερισκεψία του.  
     Την άλλη μέρα το πρωί, η «Ελένη του Παπά» είχε πάει και μια ώρα νωρίτερα στο σπίτι του προέδρου να περιμένει τη συνδιάλεξη. Το ρολόι του σπιτιού άχρηστο τής ήτανε, γιατί δεν ήξερε την ώρα. Αν δεν ήταν άλλος εκεί, την υπολόγιζε με τον ήλιο, όταν είχε ξαστεριά, ή αλλιώς ρώταγε κάνα περαστικό!
     Από την ώρα που πάτησε στο κατώφλι του σπιτιού του προέδρου, αν και προσπαθούσε να φαίνεται ήρεμη, δεν το κατάφερνε.  Καθότανε στα καρφιά! Μέρα-νύχτα την περίμενε αυτή τη συνδιάλεξη από τότε που αρρώστησε το παιδί και δεν την κόλλαγε ύπνος. Τόσον καιρό το εγγονάκι της στο νοσοκομείο και τα πράγματα δεν πηγαίνανε καθόλου καλά.
     Η νοικοκυρά της έφτιαξε καφέ, της έβγαλε και δυο κουλουράκια και πιάσανε την κουβέντα μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Ο Αντρέας έλειπε από το σπίτι και μπορούσανε να μιλήσουνε πολύ πιο άνετα οι δυο γυναίκες. Έλεγε τον πόνο της εκείνη και κάθε τόσο φούσκωνε και ξεφούσκωνε από την αγωνία της, μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο. Η Γιωργία προσπαθούσε να της αλλάξει κουβέντα να σκορπίσει λίγο το μυαλό της, κι άλλοτε να βρει λόγια που θα της έδιναν λίγη ελπίδα κι αισιοδοξία.
     Τινάχτηκε σαν ελατήριο με το πρώτο «ντριν» και τα κάμποσα μέτρα που τη χώριζαν από το «μαγικό» μαύρο κουτί που θα της έφερνε τα νέα, τα έκανε μ’ ένα σάλτο. Η καρδιά της χτύπαγε πολύ γρήγορα και κόντευε να σπάσει. Άρπαξε το ακουστικό και το έβαλε στο αυτί της.
     «Εμπρός!… Εμπρός!...».
     Η Γιωργία την ακολούθησε, με αγωνία κι αυτή για την υγεία του παιδιού. Μια πόρτα τις χώριζε τόσα χρόνια και ο πόνος της μιας ήταν πόνος και της άλλης, όπως και οι χαρές.
     «Δεν ακούγεται κανείς», γύρισε και της είπε η Ελένη, με απορία και αγωνία μαζί, ζωγραφισμένες στο πρόσωπο.
     Η Γιωργία είδε τότε που κράταγε λάθος το ακουστικό:
     «Αλλιώς βάλτο! Όχι την άκρη με το καλώδιο στο αυτί! Στο στόμα πάει η άκρη με το καλώδιο» και τη βοήθησε να το γυρίσει στη σωστή θέση.
     Με τις πρώτες λέξεις που άκουσε η Ελένη από την άλλη άκρη του σύρματος, έλαμψε το πρόσωπό της! Κατάλαβε και η Γιωργία ότι τα νέα ήταν ευχάριστα και απομακρύνθηκε διακριτικά. Μόλις τελείωσε η συνδιάλεξη, άφησε το ακουστικό στη θέση του και γύρισε στη γειτόνισσά της και πολλά χρόνια καλή της φιλενάδα:
     «Ευχαριστώ πολύ, Γιωργία μου!», είπε με ευγνωμοσύνη και σκουπίζοντας τα δάκρυα χαράς από τα μάτια της. Αμέσως συνέχισε: «Να είσαι καλά κι εσύ κι ο άντρας σου και τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας! Πάει καλύτερα το παιδί και μάλλον μεθαύριο θα βγει από το νοσοκομείο, μου είπε η Γιώτα. Αν δεν είχατε τούτο το ευλογημένο τηλέφωνο, θα μουρλαινόμουνα μέχρι να ’ρθει το γράμμα. Αλλά και τα γράμματα στον Αντρέα τα φέρνω και μού τα διαβάζει κι αυτός μού γράφει στα παιδιά μου… Δεν έμαθα γράμματα η κακομοίρα…
---------------------------

* Γόνα: «Μονάδα μέτρησης» του ύψους του χιονιού. Διαβάστε εδώ:

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.5.2019
(Σύντομο βιογραφικό: εδώ )

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Το «δικό μας» ράλι «Ακρόπολις» (δεκαετία 1970)!


(Αναδημοσίευση από τη συλλoγή αφηγημάτων μου με τίτλο
«Η φωτογραφία», εκδόσεις «Άπειρος Χώρα», 2012



    Το ράλι «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» στη δεκαετία του 1970 περνούσε από πολλά χωριά των Καλαβρύτων. Άθλιος ο δρόμος, αλλά και μοναδικής διαδρομής. Ας θυμηθούμε μέσα από ένα βιωματικό αφήγημα πώς το ζούσαμε εκείνη την εποχή, με την ευκαιρία της αναμ,ενόμενης σύγχρονης διοργάνωσης, 9-12 Σεπτεμβρίου 2021.  


Σύντομο ενημερωτικό σημείωμα*

     To Ράλι Ακρόπολις ήταν ένας από τους σημαντικότερους και παλαιότερους αγώνες αυτοκινήτου στην Ελλάδα, που πέρα από το αθλητικό και πολιτιστικό του ενδιαφέρον, ανεδείκνυε και τις περιοχές διέλευσής του. Η διοργάνωσή του ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από την ΕΛΠΑ και ένα από τα ιδρυτικά του μέλη ο Απόστολος Νικολαΐδης. Το 1960 ο αγώνας συμπεριλαμβάνεται στο Ευρωπαϊκό και από το 1973 και στο παγκόσμιο πρωτάθλημα οδηγών και κατασκευαστών αυτοκινήτων. Από το 2013 δεν προσμετράται στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα λόγω οικονομικών δυσχερειών, ενώ το τελευταίο χρονικό διάστημα αυτό επανεξετάζεται. Η εκκίνησή του δινόταν κάτω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης και ο τερματισμός του γινόταν στο Ζάππειο.

* Πηγή: Βικιπαίδεια
-----------------------------

     Πέρα από το Πάσχα και τις πασχαλινές διακοπές, την αναγέννηση της φύσης, την αισιοδοξία και την ευχάριστη διάθεση της άνοιξης, είχαµε κι άλλον έναν λόγο στα πρώτα γυµνασιακά µας χρόνια να θέλουµε να έλθει αυτή η εποχή: Το ράλι «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»!
     Ένα κοµµάτι της διαδροµής ήταν και το πέρασµα από τα χωριά µας, στο δρόµο Κλειτορία – Σοποτό – Τριπόταµα. Μέσα, λοιπόν, στο ήρεµο και γαλήνιο περιβάλλον των τόπου µας, το θέαµα αυτό, που δεν ήταν απλό και συνηθισµένο, µπορούσαµε να απολαύσουµε ζωντανά! Το ενδιαφέρον και η αγωνία, µα προ πάντων η οπτική και ακουστική επαφή, έδιναν την απόλυτη µοναδικότητα και µας έκαναν να το θεωρούµε σαν κάτι το πολύ φαντασµαγορικό. Το ζούσαµε πάρα πολύ έντονα και σε συνδυασµό µε την υπαρκτή πιθανότητα να «τραφιαστούν» αυτοκίνητο οδηγός και το συνοδηγός, ανέβαζε κατακόρυφα και τη δική µας αδρεναλίνη. Γι’ αυτό το περιµέναµε µε λαχτάρα και το παρακολουθούσαµε µε πραγµατικό δέος!
     Οι αγώνες γίνονταν στο τέλος του Μάη ή στις αρχές του Ιούνη, ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, την περίοδο των γραπτών εξετάσεων. Ποιος έδινε όµως σηµασία σε διαβάσµατα και εξετάσεις, αφού το ράλι ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον. Οι «δοκιµαστικές» διελεύσεις ξεκίναγαν κάνα µήνα πριν τους αγώνες, που για µας δεν είχαν µικρότερο ενδιαφέρον από τον «τελικό». Τα νέα είχαν κυκλοφορήσει αρκετές µέρες νωρίτερα και µαθεύονταν, από πού αλλού, από συµµαθητές και φίλους που διάβαζαν αθλητικές εφηµερίδες. Από την πρώτη στιγµή βρισκόµαστε σε εγρήγορση και είχαµε επισηµάνει έγκαιρα το «στρατηγικό» σηµείο που θα µας έδινε το πλεονέκτηµα να βλέπουµε περισσότερο και καλύτερα, τόσο στις επικίνδυνες στροφές, όσο και στις «ευθείες». Με το που ακουγόταν ο δαιµονιστικός και ταυτόχρονα «ηδονιστικός» θόρυβος της βουής του αυτοκινήτου, που ξανάφαινε από το Μαυροχόρτι, τρέχαµε στις... προεπιλεγµένες θέσεις! Σε ελάχιστα λεπτά τα πρώτα αυτοκίνητα έφταναν στο Αγρίδι. Χειροκροτήµατα, φωνές, επιφωνήµατα, χειρονοµίες θαυµασµού και επιδοκιµασίας! Χαµός! Όλες αυτές οι εκδηλώσεις γίνονταν µεγαλύτερες και πιο ενθουσιώδεις, όταν πέρναγαν οι Έλληνες ραλίστες, γνωστοί ως και τον τελευταίο µας, όπως ο Μοσχούς, ο Ιαβέρης, ο Στρατισίνο, ο Λιβιεράτος. Βέβαια, είχαµε ενηµερωθεί προηγουµένως για τη µάρκα και το νούµερο του αυτοκινήτου του καθενός, αφού δεν υπήρχε δυνατότητα να τους δούµε και να τους αναγνωρίσουµε. Ένα µεγάλο και πολύ πυκνό σύννεφο σκόνης – «ντεκόρ» που σηκωνότανε και «ακολουθούσε», σιγά – σιγά απλωνότανε γύρω και προς τα πάνω. Το σύννεφο αυτό γινόταν πολύ µεγαλύτερο αν ήταν άπνοια και τα αυτοκίνητα πέρναγαν σε µικρές αποστάσεις το ένα από το άλλο.
     Ακολουθούσαµε το θέαµα µε το βλέµµα σε όλη αυτή τη διαδροµή, όσο είχαµε οπτική επαφή, µέχρι που «σκαπέταγαν», λίγο πριν το «Καλογερικό Μύλο». ∆ύο ήταν τα καταλληλότερα σηµεία:  Ένα στην «Ξερόµαντρα», λίγο µετά το Αγρίδι προς το Σοποτό και το δεύτερο στη στροφή «στ’ Αλώνια», στο έµπα του χωριού από δυτικά. Το δεύτερο σηµείο το προτιµούσαµε περισσότερο, γιατί πολύ γρήγορα και εύκολα µπορούσαµε να βρεθούµε εκεί. Η «Ξερόµαντρα» έδινε περισσότερο θέαµα, αλλά ήταν µακριά. Τυχερός ήταν κανείς, αν βρισκόταν στη θέση εκείνη την ώρα που ξανάφαιναν στο Μαυροχόρτι. Κι αν το ράλι πέρναγε πρωί και σε ώρα µαθήµατος, πολύ µεγάλη τύχη! Συνήθως πηγαίναµε εκδροµή να το απολαύσουµε από εκεί!!!
     Κάπως ριψοκίνδυνα, σαν παιδιά, θέλαµε να ζυγώσουµε όσο γίνεται κοντύτερα στο δρόµο, ει δυνατόν στην άκρη, να το απολαύσουµε καλύτερα, να «ακουµπήσουµε» τα αγωνιστικά αυτοκίνητα, αν γινόταν, και να φτάσει στη μύτη μας η σκόνη που σήκωναν! Ποιος έδινε και πολύ σηµασία στις επίµονες συµβουλές των καθηγητών µας και κάθε µεγαλύτερου, να παρακολουθούµε από µεγάλες αποστάσεις και με ασφάλεια! Το ίδιο συνέβαινε και µε τις παροτρύνσεις των χωροφυλάκων, που µε τη σφυρίχτρα στο στόµα, έπιαναν κι αυτοί καίρια σηµεία κατά µήκος της διαδροµής, να ελέγχουν και να αποµακρύνουν περίεργους και «φιλάθλους», κυρίως παιδιά, για την αποφυγή ατυχήματος.
     Όταν τελείωνε το θέαµα, άρχιζαν αµέσως τα σχόλια, αλλά και η µελαγχολία. Σχόλια για το κάθε αγωνιστικό αυτοκίνητο και το πώς έτρεχε, µε µεροληπτική πάντα κριτική για τους Έλληνες αγωνιζόµενους και µελαγχολία, που τελείωσε! Από τη στιγμή εκείνη αρχίζαµε να ζούµε µε την αναµονή του επόµενου αγώνα, σ’ ένα χρόνο!
     Είχα ακούσει από ένα αρκετά µεγαλύτερό µου παιδί και τούτο το παράδοξο και µου είχε σφηνωθεί στο µυαλό:
     «Αν κάτσεις κάτω από ένα γεφύρι, θα ζήσεις µια ξεχωριστή εµπειρία... Θα νοµίσεις πως σηκώνεται αεροπλάνο, τη στιγµή που περνάει το ράλι από πάνω...»!
    Ήθελα να «βιώσω» αυτήν την «εµπειρία του αεροπλάνου(!)», έστω και µέσα από ψευδαισθήσεις, έστω και µε τη φαντασία. Τα αεροπλάνα τα «ξέραµε» βλέποντάς τα µόνο να πετάνε, σε δεκάδες κάποιες χιλιάδες πόδια από πάνω µας, και σε µέγεθος µικρού πουλιού! Για το «εγχείρηµά» µου αυτό κατάφερα να πείσω και το συµµαθητή µου και φίλο µου, το Σταμάτη, να µε ακολουθήσει, κόντρα σε όλους τους άλλους που προτιµούσαν να βλέπουν και να ακούν. Αυτό που καταφέραµε µε το Σταμάτη, ήταν να χάσουµε το καλύτερο κοµµάτι από το θέαµα, αφού τρέξαµε να είµαστε κάτω από το µικρό γεφύρι, λίγα δευτερόλεπτα πριν φτάσουν τα πρώτα αγωνιστικά αυτοκίνητα. Και το µόνο που νοιώσαµε εκεί, ήταν ο στιγµιαίος θόρυβος της µηχανής των πρώτων δύο – τριών, που πέρασαν και τις πέτρες µαζί µε χώµατα που πετάγονταν από τη µια κι από την άλλη πλευρά του γεφυριού. Ευτυχώς, καταλάβαµε γρήγορα την... «αποκοτιά» µας και το εγκαταλείψαµε, «πιάνοντας» ένα σηµείο, µε κάποια οπτική επαφή!
     Για πολύ καιρό µετά µε ακολουθούσε η δικαιολογηµένη κοροϊδία και ειρωνεία του συµµαθητή µου και πολλών άλλων ακόµα, όταν μάθαιναν πώς την
έπαθα!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.5.2019

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019


ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
της ηλικίας δύο (2) χρόνων προσωπικής μου ιστοσελίδας

     Δύο ήταν οι κύριοι λόγοι για τη δημιουργία της προσωπικής μου ιστοσελίδας «Νικόλαος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος Blog», στη διεύθυνση https://nikolpapak.blogspot.com/ : Ο πρώτος, η κατά το δυνατόν καταγραφή και διάσωση της λαϊκής παράδοσης του τόπου μου, που έρχεται να ενισχύσει προηγούμενα άρθρα μου αυτού του περιεχομένου σε έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Ο δεύτερος, η ανάγκη έκφρασης και επικοινωνίας, μέσω λογοτεχνικών θεμάτων. 
     Από την πρώτη στιγμή η ανάρτηση της σελίδας έγινε αποδεκτή με ενθαρρυντικά και κολακευτικά σχόλια. Τώρα, μετά την συμπλήρωση δύο χρόνων «ζωής» (22.5.2019), πιστεύω ότι δικαιούμαι να κάνω έναν πολύ επιγραμματικό απολογισμό.    
     Στη διετία αυτή έγιναν συνολικά 187 αναρτήσεις, εκ των οποίων οι 138 είναι με λογοτεχνικά και λαογραφικά θέματα και οι υπόλοιπες με διάφορα άλλα, όπως κοινωνικά, ιστορικά, βιβλιοπαρουσιάσεις, πολιτιστικές εκδηλώσεις.

Ενδεικτική εικόνα της σελίδας 15 Απριλίου - 15 Μαΐου 2019

Περιοχές του πλανήτη που παρακολουθείται η σελίδα

     Παράλληλα με το σύντομο αυτό απολογισμό, θέλω να σας ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΩ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ, φίλες και φίλοι, για τις ΠΟΛΛΕΣ ΔΕΚΑΛΔΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΤΗΤΑ.  Θέλω να σας ευχαριστήσω ακόμα για την προβολή που γνωρίζει η σελίδα μου στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από τις κοινοποιήσεις των θεμάτων της που κάνετε πολλοί από εσάς.
     Η συνέχεια είναι αυτονόητη! 


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.5.2019

     

Παρασκευή 17 Μαΐου 2019

Σχολικά βιβλία του χθες και του σήμερα


     Είναι ορισμένες φορές, που η σύγκριση «έρχεται»/γίνεται «αυτόματα» στη σκέψη μας, σε διάφορους τομείς και θέματα. Αυτό συμβαίνει και όταν βλέπουμε/διαβάζουμε σύγχρονα σχολικά βιβλία. Χωρίς να το επιδιώκουμε, το μυαλό μας γυρνάει στα δικά μας μαθητικά χρόνια και η «αντιπαραβολή» έρχεται από μόνη της. Οι περισσότερες αναμνήσεις και τα περισσότερα συναισθήματα, φυσικά, μας προκύπτουν από τα πρώτα σχολικά, που για πολλούς εξ ημών ήταν και η πρώτη μας επαφή με το βιβλίο.   
     Ξεφυλλίζοντας κανείς, λοιπόν, ένα σύγχρονο βιβλίο της Α΄ δημοτικού, βλέπει εικόνες και κείμενα, που πραγματικά τον ξενίζουν. Και τον ξενίζουν για το όχι καλό επίπεδό τους και ποιότητά τους.
     Μεταξύ άλλων, στις πρώτες σελίδες ενός σύγχρονου βιβλίου γλώσσας της Α΄ τάξης του δημοτικού, βλέπουμε να διδάσκει γραμματική ένα... σαλιγκάρι! Φυσικά, δεν θα μπορούσε να αμφισβητήσει κανείς πως και από το σαλιγκάρι μπορούμε να αντλήσουμε διδάγματα, αλλά για άλλα θέματα και για άλλους λόγους, τελείως διαφορετικούς. Αυτόματα τότε το μυαλό μας πισωγυρίζει στο παλιό αλφαβητάριο που διδάχθηκαν μεγαλύτερες γενιές (π.χ. της δεκαετίας του 1960) και στην εικόνα που η δασκάλα καθισμένη στην έδρα να διδάσκει, σε αρμονική συνεργασία με τους μαθητές της. 

H δασκάλα διδάσκει
(Εικόνα από το παλιό αλφαβητάριο)
Το σαλιγκάρι… διδάσκει γραμματική!
(Εικόνα από μεταγενέστερο βιβλίο γλώσσας Α’ δημοτικού)

     Σε άλλο σημείο του σύγχρονου σχολικού βιβλίου βλέπουμε/διαβάζουμε: «Ο ποντικός προσκαλεί για φαγητό την οχιά, τον παπαγάλο και το άλογο». Και αλλού: «Ο παπαγάλος χάθηκε και τον ψάχνουν ένας γορίλας, το άλογο και ο ιπποπόταμος». Επικεντρώνεται, δηλαδή, η διδασκαλία στην «οικογένεια» και τις κοινωνικές σχέσεις των ζώων και όχι των ανθρώπων.
     Και στις δύο αποσπασματικές, αλλά και ενδεικτικές περιπτώσεις του σημερινού βιβλίου, ο παράγων άνθρωπος, ο παράγων πρότυπο, ο παράγων οικογένεια απουσιάζουν. Κι αν δεν απουσιάζουν παντελώς από τα βιβλία αυτά, η παρουσία τους είναι περιορισμένη. Με ανάλογο τρόπο έχουν υποβαθμιστεί και σε βιβλία μεγαλύτερων τάξεων παραδοσιακές Αξίες της φυλής μας, π.χ. ιστορία.
     «Το είπε ο δάσκαλος/η δασκάλα», συνηθίζουμε να λέμε ακόμα και σήμερα σε μεγάλη ηλικία. Και το είπε από «ηγετική» και υπεύθυνη θέση: από την έδρα, με σοβαρότητα και με πειθώ. Η εικόνα που ίσως αποτυπωθεί στο σημερινό παιδί, όμως, από το σύγχρονο βιβλίο και από τη «διδασκαλία»  του σαλιγκαριού, μπορεί να είναι και αυτή: «το είπε το σαλιγκάρι»! Λίγο ακραίο, ίσως, αλλά όχι οπωσδήποτε εξωπραγματικό.
     Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι τα σημερινά βιβλία του σχολείου είναι όλα του ίδιου επιπέδου. Όμως, η πρώτη επαφή με το σχολικό βιβλίο είναι καθοριστική και η βαρύτητα που δίνεται εδώ εκτιμάται ότι θα πρέπει να είναι πιο σοβαρή, πιο επιστημονική.
     Μην μας διαφεύγουν, εξάλλου, και τα πολλά αποφθέγματα των μεγάλων των γραμμάτων για την παιδεία. Μεταξύ αυτών και του Πλάτωνος: «Η παιδεία είναι ο δεύτερος ήλιος για τον άνθρωπο». Καλό, λοιπόν, θα είναι να φωτίζει σωστά.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.5.2019

Δευτέρα 13 Μαΐου 2019

Το αναξιοποίητο Σπήλαιο του Λειβαρτζίου


Αναδημοσίευση από την εφημερίδα
«ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΥΤΩΝ»

 1

 2



    Ναι! Σωστά διαβάσατε! Ένα σπήλαιο που βρίσκεται στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων, δεν έχει μείνει μόνο αναξιοποίητο αλλά και άγνωστο! Είναι λίγο πιο πάνω από τα τελευταία σπίτια της συνοικίας Περιτσαίοι και όχι μακριά από το κέντρο του χωριού. Στο παρελθόν, και κατόπιν σχετικού αιτήματος τοπικών παραγόντων και επί του τότε Προέδρου του Συλλόγου της Πάτρας, του αειμνήστου Λάμπη Παπαμικρού, το είχαν επισκεφθεί ειδικοί, οι οποίοι το χαρακτήρισαν αξιοποιήσιμο και ενδιαφέρον, χωρίς όμως να δρομολογηθεί το παραμικρό για κάτι τέτοιο. Η μικρής εμβέλειας διαφήμιση που έλαβε τότε, οδήγησε επισκέπτες μέχρι τα πρώτα του μέτρα, κάτι που είχε και συνέπειες: Ορισμένοι απέκοπταν κομμάτια από σταλακτίτες, ενώ ο κίνδυνος για τραυματισμούς ήταν ορατός και μεγάλος. Αυτό ανάγκασε ντόπιους κατοίκους και τοπικούς παράγοντες να «κλείσουν» με μεγάλες πέτρες την είσοδό του.
     Ευχή μας και διακαής πόθος μας, αυτή το φορά να φτάσει σε ευήκοα ώτα και διορατικούς οφθαλμούς.


Το άρθρο στην εφημερίδα ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
     Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 13.5.2019

Σάββατο 11 Μαΐου 2019

Ένας διαφορετικός-παραδοσιακός τρόπος ανάμματος του καντηλιού




     Όσο ακραίο και μακρινό κι αν φαίνεται το άναμμα του καντηλιού με φυσικό φυτιλάκι (λουμίνι), είναι μια πραγματικότητα που πρόλαβε και η γενιά των σημερινών εξηντάρηδων, ίσως και νεότερων. Το αποξηραμένο άνθος του φυτού λουμινιά αποτελούσε και στα δικά μας παιδικά χρόνια την πρώτη και πολλές φορές την αποκλειστική επιλογή για τη θρησκευτική αυτή ανάγκη του Σαββατόβραδου, αλλά και κάθε φορά που ανάβαμε το καντήλι.
     Ο ανθός της λουμινιάς έχει κωνικό σχήμα, με πλατειά βάση. Αν τοποθετηθεί επάνω στην καντηλήθρα μένει σταθερός. Η ικανότητά του να απορροφάει λάδι του προσθέτει βάρος και το σταθεροποιεί περισσότερο στη θέση αυτή. Έτσι, η κορυφή του καίει όπως και με κάθε άλλο φυτιλάκι (τεχνητό-εμπορικό λουμίνι ή βαμβάκι). Δείτε με τη σειρά τις εικόνες που ακολουθούν.

Το φυτικό-φυσικό λουμίνι έδωσε το όνομά του και στο τεχνητό-εμπορικό

     Να σημειωθεί, τέλος, πως το για λόγους ευλάβειας, προτιμούσαν τα σπίρτα για το άναμμα του καντηλιού και όχι αναπτήρες πετρελαίου που κυκλοφορούσαν τότε, επειδή το πετρέλαιο είναι δύσοσμο, άρα και όχι αρεστό στο εικονοστάσι του σπιτιού. Εκτός τούτου, για το πετρέλαιο γίνονται πόλεμοι, κάτι αυστηρά ασυμβίβαστο με τη Χριστιανική πίστη.

Το φυτό λουμινιά
Αποξηραμένος ανθός λουμινιάς

Άναμμα καντηλιού με φυσικό λουμίνι
Παρόμοιο άρθρο:


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.5.2019

Τα γραφικά εκκλησάκια στους δρόμους: «κομμάτι» της παράδοσής μας



     Σε πολλά σημεία των δρόμων βλέπουμε μικρά εκκλησάκια/προσκυνητάρια/εικονοστάσια. Ο νους μας πάει αμέσως τότε ότι εκεί έχει γίνει κάποιο ατύχημα και το εκκλησάκι είναι τάμα του διασωθέντος ή στη μνήμη του θύματος. Ορισμένοι, μάλιστα, τα θεωρούν ότι επέχουν θέση και «προειδοποιητικών σημάτων» της τροχαίας! Ας δούμε, όμως, αν στο παρελθόν ίσχυε το ίδιο.
     Τα παραδοσιακά εικονοστάσια στους δρόμους δεν χρησίμευαν ούτε ως «σήματα της τροχαίας», ούτε είχαν τοποθετηθεί στη μνήμη κάποιου θύματος, αφού τα αυτοκινητιστικά ατυχήματα ήταν ανύπαρκτα, για τον απλό λόγο ότι ανύπαρκτα ήταν και τα αυτοκίνητα ή έστω κυκλοφορούσαν πολύ ελάχιστα. Συνήθως τοποθετούνταν από πιστούς, προς τιμήν κάποιας εκκλησίας που δεν ήταν κοντά στο δρόμο, ως δέηση των ίδιων και της οικογενείας τους. Έδιναν και δίνουν έτσι τη δυνατότητα και στους περαστικούς ν’ ανάβουν το καντήλι και να προσεύχονται διερχόμενοι, αντλώντας πνευματική δύναμη.
     Άλλος ένας λόγος τοποθέτησής τους, ήταν για την προστασία των περαστικών από το σημείο εκείνο, επειδή, πιθανότατα «κρατούσε» (δείτε περισσότερα πότε ένας τόπος-ένα σημείο «κρατεί» ΕΔΩ).
     Από τη στιγμή της τοποθέτησής τους, η φροντίδα τους ήταν άγραφος νόμος για τους περαστικούς. Θεωρούσαν ευλογία και για τους ίδιους και τις οικογένειές τους να τα καθαρίζουν, να τα εφοδιάζουν με  λιβάνι, λάδι, λουμίνια και σπίρτα για το άναμμα του καντηλιού, που σπάνια ήταν σβηστό. Ευλογία ένοιωθαν, επίσης, να ρίχνουν τον οβολό τους στο μικρό κλειδωμένο παγκάρι, το οποίο ενίσχυε τον ναό στον οποίο ανήκε. Ειδικά το θέμα του οβολού, είχε εμπεδωθεί και σ’ εμάς τα παιδιά από τους γονείς μας και τους παππούδες μας. Έτσι, κάθε φορά που περνούσαμε από εκεί, τους ζητούσαμε κάποιο νόμισμα ευτελούς, έστω, αξίας, ως προσφορά, και μαζί με την προσευχή μας, δέηση για την προστασία από τον τιμώμενο άγιο.
     Τα βλέπαμε άλλοτε πετρόχτιστα με περισσή τέχνη κι άλλοτε καλοβαμμένα μεταλλικά, καθαρά και πάντα φροντισμένα. Η εικόνα του αγίου οπωσδήποτε πάνω σε πλεκτό πετσετάκι ή σε κέντημα. Βρισκόντουσαν εκεί και βάγια, βασιλικός, δεντρολίβανο και μπουκαλάκι με αγιασμό, από τις αντίστοιχες γιορτές της Εκκλησίας μας. Άλλη μια γραφική εικόνα που έρχεται πάντα στο μυαλό μας, ήταν οι γυναίκες, που πολλές φορές τις βλέπαμε κυριολεκτικά αφιερωμένες στη φροντίδα τους.
     Τις νύχτες το αναμμένο καντηλάκι εξέπεμπε μια ξεχωριστή αγαλλίαση, που ήταν και προστασία για τους περαστικούς, αφού σε μεγάλη ακτίνα γύρω από το εικονοστάσι δεν πλησίαζε «ξωτικό»!
     Τα εκκλησάκια αυτά ήταν και σημείο αναφοράς, ισάξια τοπωνύμιων, π.χ. «στο εικονοστάσι του αγίου Γεωργίου», για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου σημείου στο συνομιλητή.
     «Κομμάτι» της παράδοσής μας, λοιπόν, τα γραφικά εκκλησάκια στους δρόμους, που πάντα εξέπεμπαν και εκπέμπουν θρησκευτικά συναισθήματα.

 Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.5.2019

Παρασκευή 10 Μαΐου 2019

Εύθυμες ιστορίες του χωριού:
Η  γιορτή του αγίου Παύλου Αροανίας (Σοπωτού)
και μια σύντομη… ξενάγηση στο εκκλησάκι


     Μια έκπληξη μας περίμενε το πρωινό στις 22 του Μάη του 1971 στο γυμνάσιο του Σοπωτού. Μετά την πρωινή προσευχή και την έπαρση της σημαίας στο προαύλιο του σχολείου, τα λόγια του διευθυντή ήχησαν πολύ ευχάριστα στ’ αυτιά μας:
-     Παιδιά μου, σήμερα δεν θα κάνουμε μάθημα! Όπως είμαστε θα πάμε στην εκκλησία. Είναι η μνήμη του αγίου Παύλου, που γεννήθηκε εδώ, στην Αροανία, και μαρτύρησε στην Τρίπολη επί τουρκοκρατίας!...
     Χαράς ευαγγέλια για όλους μας, αφού θα γλιτώναμε το μάθημα και πραγματική ανακούφιση, γιατί ποιος είχε όρεξη μέσα στην καρδιά της άνοιξης και σε όλο το μεγαλείο της φύσης να κλειστεί στην αίθουσα!
     Μετά από λίγη ώρα ανηφορική πεζοπορία, φτάσαμε στο μικρό εκκλησάκι, νότια του χωριού. Η χωρητικότητά του ήταν πολύ μικρή και εκτός από το παπά, τον ψάλτη και τρία-τέσσερα ακόμα άτομα, δεν υπήρχε χώρος για άλλους. Έξω, δεξιά της εισόδου και η εικόνα του αγίου για το προσκύνημα και δίπλα της το μανουάλι για το άναμμα των κεριών.
     Παραμείναμε σε παράταξη και σχετικά στριμωγμένοι στο μικρό προαύλιο χώρο και οι ογδόντα-ενενήντα μαθητές και μαθήτριες του σχολείου, με την αυστηρή επιτήρηση των καθηγητών πάντα. Αρκετά πριν η εκκλησία σχολάσει, οι ακτίνες του ήλιου έφταναν πολύ ζεστές και μας προκαλούσαν δυσφορία και η δυσφορία ανησυχία. Ευτυχώς, όμως, την προσοχή μας απέσπασαν δυο-τρεις συμμαθητές μας, που μας «ξενάγησαν», δείχνοντας τα σημεία μέσα στο μικρό τότε πευκοδάσος στον περιβάλλοντα χώρο του ναού, που κατέφευγαν για το σκασιαρχείο τους! Παρά τα παρατεταμένα «σσσσσσ!» των καθηγητών που εύκολα μας αντιλαμβάνονταν, η «ξενάγηση» συνεχίστηκε πολύ ψιθυριστά, ενώ κάθε προσπάθεια να πνιγούν να αυθόρμητα γέλια που έβγαιναν από μέσα μας, δεν είχε πάντα επιτυχία!  
     Στη συνέχει ήταν περισσότερο επεξηγηματικοί:
-    Κάτω από εκείνο το πεύκο αράζει ο Τάσος. Από το διπλανό ο Γιώργης. Παραπέρα ο Ντίνος!... Ρίχνουμε κάτι ύπνους ξεγυρισμένους! Κι άμα σχολάσει το σχολείο, ακολουθούμε τα άλλα παιδιά για τα χωριά μας κι εμείς!
     Εύλογη, όμως, και η ερώτηση συμμαθήτριας προς τους «κοπανατζήδες»:
-    Και γιατί κάνετε τόσο δρόμο από τα χωριά σας, αφού δεν ερχόσαστε σχολείο;
    Αν και η απάντηση δεν χώραγε άλλες ερωτήσεις, σκόρπισε πιο δυνατά τα γέλια όσων συμμετείχαν στο πηγαδάκι:
-    Γιατί αν μας δει κάνα μάτι συγχωριανών μας, να έχουμε τη μαρτυρία του ότι ήρθαμε! Δεν θα πιστέψουν οι γονείς μας ότι φτάσαμε ως εδώ, μόνο για το σκασιαρχείο! Εδώ ο άγιος Παύλος μας προστατεύει!
    Ευτυχώς, σε λίγα λεπτά ακούστηκε το «δι’ ευχών» και απαλλαχτήκαμε από τα «σσσσσσ» των καθηγητών και τη δυσφορία της ανοιξιάτικης ζέστης.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.5.2019

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019

Ο Ιερός Ναός 
του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στο Λειβάρτζι
και η ομώνυμη συνοικία («αϊ-Γιάννης»):
Σύντομο αφιέρωμα

Η είσοδος και το καμπαναριό του ναού
του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου

     Τιμώντας τη μνήμη του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού, που εορτάζουμε δύο φορές το χρόνο (8 Μαΐου και 26 Σεπτέμβρη), αποτίουμε φόρον τιμής και στο μακαριστό εφημέριο του χωριού μας, τον π. Σωτήριο Κλεπετούνα, που για πέντε δεκαετίες διακόνησε άξια το ποίμνιό του. Με ιδιαίτερα θαυμαστό τρόπο ο «παπα-Σωτήρης» αγωνίστηκε να συντηρηθούν το μοναστήρι και οι δώδεκα εκκλησίες και ξωκλήσια που στολίζουν το χωριό, αφήνοντας στις νεότερες γενιές πλούσια θρησκευτική και πολιτιστική κληρονομιά.
     Αντί άλλου άρθρου, λοιπόν, για τον Ιερό Ναό του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, στη συνοικία Άγιος Ιωάννης («Αϊ-Γιάννης»), στο Λειβάρτζι, παραθέτουμε το κείμενο που ευρίσκεται σε κορνίζα δεξιά της εισόδου του ναού, εσωτερικά:

«ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙΟΥ

     Αληθώς ο ναός ούτος, εξ ού και η ονομασία της συνοικίας, είναι ο Παρθενών του Λειβαρτζίου με τα έξοχα σκαλίσματα και τας λαμπράς εικόνας του τέμπλου.
Ούτος εκτίσθη το 1831 (Αυγούστου 5), αποτεφρωθείς δε εκ τυχαίας πυρκαϊάς ανωκοδομήθη το 1873. Εις τα 1882 εγένετο το ωραίον τέμπλον μετά της αμπέλου, επιμελεία του εκ της συνοικίας ταύτης Ιατρού κ. Παναγιώτου Μπρίμη, αντί δαπάνης 2000 δραχμών, με τεχνίτας Ηπειρώτας.
     Το 1857 ανηγέρθη το περίφημον κωδωνοστάσιον με εκλεκτάς πέτρας, μεταφερομένας πέραν του διασέλου, τη ευλαβεία των τότε γυναικών. Εις τα 1898 ηγοράσθη ο μέγας Κώδων αντί δραχμών 520, το δε 1964 με εισφορά των ενοριτών εγένετο η περιστροφική κλίμακα (σκάλα), αξίας 4000 δραχμών και εις τα 1966 ηλλάγη η εκ πλακών στέγη δι’ ευρωπαϊκών κεράμων, δαπάναις της εν Η.Π.Α. ευρισκομένης εκ Λειβαρτζίου καταγομένης κ. Τασίας Λούβαρη, το γένος Σωκράτους Θούα, εις μνήμην του συζύγου της Ανέστη.
     Ευλαβών αφιερωτών εικόνων ονόματα αναγράφονται: Αντ. και Χαραλάμπους Μεϊντάνη, αδελφών Χρήστου και Γεωργίου Γιαννακόπουλων, Γεωργίου Σακελαροπούλου, Ανδρέου Πονήρη, Θεοδώρας Κ. Παπαμικρού, Χαραλάμπους Μασούρα, Χρήστου Σοφιανοπούλου, Τασίας Μανωλοπούλου, Αναστασίου Θούα ή Τασάνη κομίσαντος εξ Αμερικής τον Εσταυρωμένον, Ευθυμίου Αβραμιάδου Μοναχού, Ανδρέου Βασιλοπούλου, Νικολάου Νταερέ και Δημητρίου Νταερέ το Ιερόν και Άγιον Ευαγγέλιον.
Το παρόν εγράφη την 26ην Σεπτεμβρίου 1966.
Ο Εφημέριος Λειβαρτζίου
ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΛΕΠΕΤΟΥΝΑΣ ΙΕΡΕΥΣ»
(Με σφραγίδα και υπογραφή)

     Να αναφερθεί δε συμπληρωματικά, πως μία από τις μεταγενέστερες του παραπάνω κειμένου προσφορές στο ναό, είναι και τα στασίδια, από τον ίδιο τον ιερέα και την πρεσβυτέρα Θεοδώρα, το 1997.

Ο μακαριστός «παπα-Σωτήρης»

Λίγα λόγια για τη συνοικία

     Ο ιερός ναός του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου γιορτάζει στις 8 Μάη και στις 26 Σεπτέμβρη και μαζί του γιορτάζει όχι μόνο η συνοικία, που έχει τον άγιο ως προστάτη της και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα ενοριακό ναό, αλλά και όλο το χωριό. Προσκυνητές έρχονται ακόμα και από τα γύρω χωριά, με πολλή πίστη και ευλάβεια, κρατώντας τα τάματά τους.

Η συνοικία «αϊ-Γιάννης» στο Λειβάρτζι

     Τα σπίτια του μαχαλά είναι ορθάνοιχτα και μετά το σχόλασμα της εκκλησίας κανείς δεν φεύγει, χωρίς τη Λειβαρτζινή-Αϊ-Γιαννίτικη φιλοξενία. Είναι μια συνήθεια - «νόμος» για κάθε μαχαλά και κάθε χωριό της επαρχίας μας και μας φέρνει στο νου το φαγοπότι και το γλέντι με τα ταβούλια από σπίτι σε σπίτι, μέχρι και τη άλλη μέρα, στη γιορτή του αγίου του χωριού κάποια χρόνια πριν.
     «Μπαλκόνι» του χωριού έχουν πει το Αϊ-Γιαννίτικο καταράχι, και απόλυτα δικαιολογημένα, αφού από εκεί η θέα, τόσο βόρεια και βορειοανατολικά, όσο ανατολικά και νοτιοανατολικά είναι φανταστική! Τα ανοιξιάτικα και τα καλοκαιρινά απογεύματα βγαίνουν πολλοί κάτοικοι της συνοικίας στο καταράχι και απολαμβάνουν τη δροσιά, τα καταπράσινα δάση μας, τους άλλους μαχαλάδες, τα βουνά γύρω, το απέραντο γαλάζιο του ουρανού, την αστροφεγγιά και την πανσέληνο τη νύχτα.
     Στο καταράχι αυτό γράφηκε ένα από τα πολύ γνωστά προεπαναστατικά γεγονότα του 1821 στη χώρα μας: Η εκτέλεση ενός ή δύο «σπαχήδων» (τούρκων εισπρακτόρων του χαρατσίου) από τον Ξαντάκη Τομαρά, που, ερχόμενοι από τα πίσω χωριά, κατηφόριζαν στο Αϊ-Γιαννίτικο Καταράχι με ύβρεις και απειλές κατά των Λειβαρτζινών αν δεν είχαν να πληρώσουν το χαράτσι. (Οι ιστορικοί Τρικούπης και ο Καρατζάς αναφέρουν για δύο «σπαΐδες»).

Μνημείο-μάρτυρας ιστορίας!
  
   Στη συνοικία Περιτσαίοι υπήρχε ο πύργος του Ξαντάκη Τομαρά, στον οποίο κατοικούσε ο ίδιος. Σύμφωνα με μαρτυρίες γερόντων, καταγόταν από την περιοχή του Τόμαρου της Ηπείρου, όπως δηλώνει και το όνομά του. Παρενθετικά να σημειωθεί, σύμφωνα με τα λεγόμενα των παππούδων μας πάντα, πως μια μεγάλη έκταση κοντά στο μοναστήρι μας, στην Αγία Τριάδα, ήταν δικό του αμπέλι, που και σήμερα εκεί ο τόπος έχει την ονομασία «τομαραίικο αμπέλι».
     Στη δεκαετία του 1970 ο Σύλλογος, Λειβαρτζινών της Αθήνας ανήγειρε μνημείο – «μάρτυρα» στο Αϊ-Γιαννίτικο Καταράχι (μαρμάρινη στήλη), το οποίο όμως λίγα χρόνια μετά καταστράφηκε. «Επανήλθε» ο Σύλλογος και στη δεκαετία του 1990 τοποθέτησε νέο. Με τη φροντίδα της γνήσιας Λειβαρζινής και κατοίκου της συνοικίας Ντίνας Αλιβίζου,  τοποθετήθηκε και σημαία δίπλα ακριβώς από τη μαρμάρινη στήλη, που κυματίζει υπερήφανα από τότε, μέρα και νύχτα στο «μπαλκόνι» του χωριού, «βροντοφωνάζοντας» την ιστορία! Το μνημείο, η σημαία και το εικονοστάσι του Αγίου Ιωάννου μας καλωσορίζουν ανεβαίνοντας, και πριν φτάσουμε στα πρώτα σπίτια της συνοικίας.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 8.5.2019

Κυριακή 5 Μαΐου 2019

Αναστάσιος Παναγόπουλος: Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ!


Ο Αναστάσιος Παναγόπουλος με τη σύζυγό του Θεοπίστη, σε νεαρή ηλικία.
Εικόνα: Από το βιβλίο μου «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!», έκδοση 2002

     Ήταν κάπου δεκαπέντε χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα όσα άφησε πίσω του, όταν  πρωτοήλθε στο χωριό μου, στο Λειβάρτζι (δημοτικό διαμέρισμα σήμερα του Δήμου Καλαβρύτων), ένας νεαρός δάσκαλος από το γειτονικό Βερσίτσι, σήμερα Σειρές, γεμάτος φιλοδοξίες, αφοσίωση στο λειτούργημά του και πολλή όρεξη για δουλειά. Το όνομά του ήταν Αναστάσιος Παναγόπουλος και πριν λίγο είχε αποφοιτήσει με άριστα  από την Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Χάρηκαν οι χωριανοί όταν έμαθαν ότι ήταν από το γειτονικό Βερσίτσι (σήμερα Σειρές) και γρήγορα έγινε για όλους «ο δάσκαλος ο Τάσος». Στο Λειβάρτζι υπηρέτησε ένδεκα (11) συναπτά έτη, όχι απλά ως δάσκαλος και διευθυντής του 3/θέσιου Δημοτικού Σχολείου, αλλά και ως ένας πραγματικός αναμορφωτής, αφήνοντας πολύ μεγάλη τη σφραγίδα του.
     Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Την πατρική του στοργή στους μαθητές του – «στα παιδιά» του, όπως ο ίδιος έλεγε; Το ότι μίλαγε πάντα για το «κύτταρο της κοινωνίας», την οικογένεια, δημιουργώντας ο ίδιος μια οικογένεια πρότυπο; Το ότι κάθε καλοκαίρι που τα σχολεία έκλειναν, με πολύ συγκίνηση και με δάκρυα αποχαιρετούσε τους μαθητές του; Τα φροντιστήρια που έκανε αφιλοκερδώς στους απόφοιτους του Δημοτικού, μέχρι τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Γυμνάσιο; Την πρωτοποριακή  λειτουργία του σχολείου, με μουσείο, με σχολικό κουρείο, με ομάδα Α΄ βοηθειών αποτελούμενη από μαθητές, με σχολικό συνεταιρισμό, με κατασκευή σύγχρονων λουτρών από δωρεές των Συλλόγων Αθήνας και Αμερικής; Τις δόξες που γνώρισε ο σχολικός μας ανθόκηπος; Την υποδειγματική λειτουργία των σχολικών μαγειρείων; Τους πάμπολλους επαίνους που έλαβε το Δημοτικό Σχολείο του χωριού μας, για την υποδειγματική λειτουργία του, επί των ημερών του, από Επιθεωρητές, από Νομάρχες και Υπουργούς;  Ή μήπως το πρώτο και μοναδικό Παιδαγωγικό Συνέδριο που έγινε με δική του πρωτοβουλία και διοργάνωση στο σχολείο του Λειβαρτζίου; Στο συνέδριο αυτό περευρέθησαν και το παρακολούθησαν πολλές προσωπικότητες των Γραμμάτων και ο τότε Υπουργός Παιδείας!
     Όμως, δεν περιορίστηκε στα του σχολείου μόνο. Με τις πρωτοποριακές ιδέες του συμμετείχε και συνέβαλε στην αναμόρφωση ολόκληρου του χωριού. Έζησε μαζί μας τα ομορφότερα χρόνια της ζωής σου, όπως και ο ίδιος έλεγε. Χόρεψε στη χαρά μας και έκλαψε στον πόνο μας. Δεν έχανε καμία ευκαιρία να δηλώνει υπερήφανα ότι νοιώθει «Λειβαρτζινός»! Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού εκεί δημιούργησε την οικογένειά του με την, επίσης εκπαιδευτικό, εκ Δίβρης (Λαμπείας Ηλείας) Θεοπίστη Καρυανού και εκεί, στο ναό της Αγίας Παρασκευής, βάφτισαν τα παιδιά τους, τον Κώστα, Διευθύνοντα Σύμβουλο της γνωστής εταιρίας ALCO και το Γιώργο, διαπρεπή δικηγόρο.
     Μετά από ένδεκα χρόνια έφυγε από το χωριό μας και λίγο αργότερα προήχθη σε Επιθεωρητή και μετά Νομαρχιακό Επιθεωρητή Α΄/βάθμιας Εκπαίδευσης. Για το Λειβάρτζι, όμως, είναι και θα μείνει, όχι απλά «Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ» με το άρθρο υπογραμμισμένο και με «Δ» κεφαλαίο, αλλά με όλα τα γράμματα κεφαλαία!
     Μα και μετά τη συνταξιοδότησή του, ποτέ δεν «ησύχασε». Πέρα από την επιτυχή ενασχόλησή του με τα κοινά, δημοσίευε συνεχώς άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, συνεχίζοντας να υπηρετεί την παιδεία που τόσο αγάπησε και με αυτόν τον τρόπο. Και βέβαια, αξέχαστος μένει σε όλους μας ο ιδιαίτερα καλλιτεχνικός τρόπος γραφής του.

Γράμμα (5.6.2001) του αείμνηστου πρώτου δασκάλου μου
ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
από την προσωπική του αλληλογραφία με
την κόρη μου Μαρίνα, μαθήτρια ΣΤ΄ δημοτικού τότε.
(Για μεγέθυνση της εικόνας "πατήστε" επάνω σ΄αυτή)
     Όλα τα επόμενα χρόνια «ο δάσκαλος ο Τάσος» ήταν το μέτρο σύγκρισης για όλους τους μετέπειτα δασκάλους που υπηρέτησαν στο χωριό. Αν, μάλιστα, ληφθούν υπ' όψιν και οι μεγάλες και σε πολλές περιπτώσεις ανυπέρβλητες δυσκολίες εκείνης της εποχής, που σήμερα μπορεί να ακούγονται ως εξωπραγματικές, η προσφορά του λαμβάνει πολύ μεγαλύτερη αξία.  Η μνήμη του, τ’ όνομά του και η προσφορά του μένουν και θα μένουν ανεξίτηλα στις καρδιές, όχι μόνο των Λειβαρτζινών, αλλά και των δεκάδων ακόμα χιλιάδων μαθητών του και συνεργατών του.

                                Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 5.5.2019