Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Η τιμωρία του Μίδα

     Για την αδιαφιλονίκητη παιδαγωγική αξία των παλιότερων σχολικών εγχειριδίων, και ιδιαίτερα των αναγνωστικών του δημοτικού, έχουν γραφεί και ειπωθεί πάρα πολλά και σημαντικά. Ξεφυλλίζοντας πρόσφατα το αναγνωστικό της Δ΄ τάξης, που διδάχθηκε από το 1955 ως το 1973, διάβασα ένα από τότε αγαπημένο και πολύ διδακτικό παραμύθι: Την "τιμωρία του Μίδα". Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο (λείπει μόνο το πολυτονικό σύστημα), όχι απαραίτητα προς νοσταλγία των μεγαλύτερων, αλλά προς διδασκαλία των νεότερων:    
 
     Τον παλαιόν καιρόν ήτο κάποιος βασιλεύς, ο οποίος ελέγετο Μίδας. Ήτο ο πλουσιότερος βασιλεύς του κόσμου. Δεν ήτο όμως ευχαριστημένος από τα πλούτη του και ήθελε ν’ αποκτήσει και άλλα.
     Όταν εβασίλευε ο ήλιος και έβλεπε τα χρυσά τα σύννεφα εις τον ουρανόν, έλεγεν:
      –  Αχ και να  ήσαν όλα εκείνα τα σύννεφα χρυσάφι και το χρυσάφι να ήταν όλον ιδικόν μου!
     Είχε και μίαν θυγατέραν, την οποίαν ηγάπα όσο και τον χρυσόν. Εκείνη όμως ηγάπα πολύ τα λουλούδια. Κάθε τόσον έκαμνεν ωραίας ανθοδέσμας και τα προσέφερεν εις τον πατέρα της. Αλλά εκείνος αναστέναζεν βαθέως και της έλεγεν:
      – Αν ήσαν χρυσά τα λουλούδια σου, πόσον περισσότερον θα ήξιζαν!
 
     Μίαν ημέραν εκάθητο ο Μίδας εις την αίθουσαν του παλατίου του και εσυλλογίζετο πώς θα πληθύνει τους θησαυρούς του. Έξαφνα, βλέπει εις το κατώφλιον ένα ξένον, ο οποίος εκοίταζε με θαυμασμόν. Τότε ήκουσε να του λέγη:
     –  Τί πλουσία και χρυσοστόλιστος αίθουσα; Εδώ μέσα και αυτός ο Ζευς θα εκάθητο με ευχαρίστησιν! Ευτυχισμένε βασιλεύ, που τίποτα δεν σου λείπει...
     –   Έχεις λάθος! Είπεν με στεναγμόν ο Μίδας. Εκείνο το οποίον επιθυμεί η καρδία μου, δεν το έχω.
      –  Και ποίον είναι εκείνον το οποίο επιθυμεί η καρδία σου; ερωτά ο ξένος.
      –  Θέλω ό,τι αγίζω να γίνεται χρυσάφι! αποκρίνεται ο βασιλεύς.
      –  Δεν πιστεύω να το λέγης σοβαρά; είπεν ο ξένος. Εγώ είμαι από τους θεούς, τον οποίον έχεις πολύ ευχαριστήσει. Ειπέ μου, τί θέλεις από εμέ;
      –  Θέλω ό,τι αγγίζω να γίνεται χρυσάφι, είπεν πάλι ο Μίδας.
      –  Ας γίνει το θέλημά σου. Από αύριον το πρωί ό,τι εγγίζης θα γίνεται χρυσός.
 
     Όλην τη νύχτα ο φιλάργυρος βασιλεύς δεν εκοιμήθη. Δεν έβλεπεν την ώραν να εξημερώση, δια ν’ αρχίση το θαύμα.
     Και μόλις είδεν από το παράθυρόν του να ροδίζη η ανατολή, εσηκώθη βιαστικά από την κλίνη του.
     Και αληθινά, το θαύμα ήρχισεν αμέσως. Ότι ήγγιζεν με τα ς χείρας του εγίνετο χρυσός.
     Τρελλός από την χαράν του, κατέβη εις τον κήπον. Λουλούδια, λαχανικά, κλαδιά, καρποί, όσα και αν ήγγιζεν, ευθύς εγίνοντο ολόχρυσα.
     Από τον κήπον ο βασιλεύς ανέβη εις την τραπεζαρίαν. Ύστερα από λίγην ώραν ήλθε και η κόρη του εις την τραπεζαρίαν. Και καθώς είδεν τα λουλούδια χρυσωμένα είπεν:
      –  Ω! τί άσχημα λουλούδια! Καμίαν γλυκείαν ευωδίαν δεν έχουν!
      –  Δεν ηξεύρεις τί λέγεις. Κάθισε τώρα να φάγωμεν! της λέγει ο πατήρ της.
     Αλλά πώς ήτο δυνατό να φάγη, αφού ό,τι ήγγιζεν εγίνετο χρυσός;
     Τότε ενόησε το κακόν που έπαθε και ήρχισε να φωνάζει:
      –  Δυστυχία μου! Πώς θα ζήσω τώρα;
     Τί έχεις πατέρα μου; του λέγει τρομαγμένη η κόρη του και τρέχει να τον αγκλιάση.
     Ήνοιξε κι εκείνος την αγκάλην του, αλλά μόλις την ήγγισεν, έγινε η κόρη του ολόχρυσον άγαλμα.
     Ο Μίδας, καθώς είδεν την κόρην του, ήρχισε να κλαίη και να φωνάζη:
     –   Ακριβή μου κόρη, εγώ με την απληστία μου σε εσκότωσα! Ας ήτο δυνατό να σε ίδω πάλιν ζωντανήν, ν’ ακούσω την φωνήν σου, και ας γίνω ο πλέον πτωχός άνθρωπος του κόσμου.
     Τότε παρουσιάσθη πάλιν ο ξένος και του λέγει:
      –  Βλέπω πως η καρδία σου δεν έχει παραδοθεί ολόκληρος εις τον χρυσόν, αφού τόσον αγαπάς την κόρην σου. Ελπίζω να έμαθες τώρα, ότι τα πλούτη δεν είναι η μεγαλυτέρα ευτυχία εις τον άνθρωπον. Πήγαινε εις τον ποταμόν να φέρης νερόν και να ραντίσεις όσα πράγματα θέλεις να γίνουν πάλιν όπως ήσαν πρότερον.
     Έτρεξε αμέσως ο Μίδας και έφερε νερόν. Και πρώτον ερράντισε την κόρην του. Αμέσως έλαβε ζωή εκείνη. Κατέβη τότε μαζί της εις τον κήπον και ερράντισαν τα άνθη, τα δέντρα, τους καρπούς και κάθε τι, το οποίον είχε εγγίσει με τας χείρας του ο φιλάργυρος βασιλεύς. Όλα έγιναν όπως ήσαν και πριν.
 
     Επέρασαν πολλά έτη και ο Μίδας διηγείτο το πάθημά του εις τους μικρούς εγγόνους του και έλεγεν εις αυτούς:
     –   Τα ξανθά σας μαλλιά, παιδάκια μου, αξίζουν περισσότερον και από το λαμπρότερον χρυσάφι.
 
Μυθολογικά στοιχεία:
 
     Στην ελληνική μυθολογία ο Μίδας ήταν βασιλιάς της Φρυγίας, γιος ενός φτωχού αγρότη, του Γόρδιου, απόγονος του Μακεδονικού γένους των Βριγών. Έφτασε στη Φρυγία, επιβαίνοντας σ’ ένα κάρο κι επειδή επαληθεύθηκε έτσι ένας παλαιότερος χρησμός, που έλεγε ότι ο μελλοντικός βασιλιάς θα έρθει με κάρο, ανέβηκε στο θρόνο και απέκτησε αμύθητα πλούτη. Όταν οι Κιμμέριοι εισέβαλαν στη Φρυγία, κατέλυσαν το βασίλειό κι εκείνος από τη λύπη του αυτοκτόνησε.
 
               Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.11.2020

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

Τί είναι το τσακλοκούδουνο;

 

     «Τσακλοκούδουνο»: Μια λέξη που χρησιμοποιούμε συχνά, όταν θέλουμε να υποτιμήσουμε, να ειρωνευτούμε ή να «προσδιορίσουμε»(!) κάποιον. Ποια είναι η σημασία του, όμως;
     Τα μεγάλα και βαριά κουδούνια που κρεμιούνται στο λαιμό των ζώων και ειδικότερα των τράγων, συνήθως δεν έχουν βαρίδι (γλωσσίδι) και αντί αυτού έχουν ένα δεύτερο, μικρότερο κουδούνι, που ούτε κι αυτό έχει γλωσσίδι, αλλά χρησιμεύει το ίδιο για γλωσσίδι του μεγάλου κουδουνιού. Αυτό είναι το «τσακλοκούδουνο», όπως μας έλεγαν παραδοσιακοί κτηνοτρόφοι. Η μεταφορική του έννοια, λοιπόν, όταν χρησιμοποιείται σε άνθρωπο, είναι ότι ο ίδιος δεν έχει προσωπικότητα και χωρίς τη βοήθεια άλλων είναι άπραγος, «βουβός», «ανύπαρκτος».
     Αν δούμε κι αν εξετάσουμε, όμως, με περισσότερη προσοχή το αντικείμενο και το φαινόμενο, παρατηρούμε ότι, ναι μεν το τσακλοκούδουνο δεν έχει βαρίδι, αλλά χτυπάει το μεγάλο κουδούνι και χωρίς την ύπαρξή του θα ήταν κι εκείνο «βουβό». Ως κουδούνι έχει ήχο, βεβαίως, και με την κρούση, ενισχύει τον ήχο του μεγάλου. Επομένως, η αξία του τσακλοκούδουνου δεν πρέπει να υποτιμάται! Ισχύει και εδώ η παροιμία «το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο»!  
     Μπορείτε να δείτε πολλά περισσότερα για «κουδούνια και τσοκάνια» στο ομώνυμο παλαιότερο άρθρο μου του κύκλου δημοσιευμάτων «στο κατώι του χρόνου», στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚAΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, εδώ: http://www.kalavrytanews.com/2014/09/blog-post_52.html
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.11.2020

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

Δασυνόμενες λέξεις σε «ποιηματάκια»!

    Ποιοι και πόσοι θυμόμαστε και περισσότερο ποιοι και πόσοι χρησιμοποιούμε σήμερα το πολυτονικό σύστημα; Μεγάλο κεφάλαιο της γραμματικής. Μεταξύ εκείνων που «εξοστράκισαν» οι συνεχείς και «μεγάλες εκπτώσεις» της παιδείας, είναι και η ψιλή (᾿) και τη δασεία (), τα πνεύματα των λέξεων που αρχίζουν από φωνήεν.
     Οι περισσότερες λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν παίρνουν ψιλή, ενώ εκείνες που δασύνονται είναι πολύ λιγότερες. Στο δημοτικό σχολείο μαθαίναμε «ποιηματάκι» τις δασυνόμενες, χωρίς ποτέ να μάθουμε τον ποιητή τους. Ας τις ανασύρουμε από την αχλή του χρόνου, ας νοσταλγήσουμε, ας πλουτίσουμε τις γνώσεις μας, ας δούμε από τα πνεύματα και μόνο το μεγαλείο της Ελληνικής γλώσσας:
 
Α
 
Ἅδης, ἅγιος, ἁγνός                
ἅμα, ἅμαξα, ἁπλός
αἷμα, ἁμαρτάνω, ἅπαξ,
ἅλυσις, ἁρπάζω, ἅρπαξ,
ἁψίς, ἁπλώνω, ἁπαλός,
ἅλας, Ἁλικαρνασσός,
αἵρεση, ἅλωση και ἁρμονία,
Αἷμος, ἁβρός, ἁψιμαχία,
ἅρμα, ἁλιεύω, ἁλωνίζω,
ἁπλοῦς, ἁφή, ἁρμόζω και ἁγνίζω.
 
Ε
 
Ἕνα, ἕξι, ἑκατό,                      
ἕδρα, ἕλκος, ἑρπετό,
Ἕκτωρ, Ἕλλη και Ἑλλάς,
Ἑλικών και ἑβδομάς
ἕλος, εἵλωτας, Ἑλένη,
νωση και εἱμαρμένη,
ἑορτή, ἑστία, Ἑρμῆς,
ἑαυτός, εὑρίσκω και ἑξῆς,
ἑπτά, ἑσπέρα, ἑρμηνεία,
ἕτερος και ἑταιρεία
Ἕβρος, εὕρημα, ῾Εβραῖος,
ἑπομένως, ἕτοιμος και ἕως,   
νεκα και ἑνιαίος.

Η
 
Ἥρα, ἥρως, Ἡρακλής
ἧττα, ἥμερος, ἡδύς,
ἡμέρα, ἧπαρ, ἥλιος                                             
Ἥφαιστος και ἧλος
ἥσυχος καὶ ἡλικία
ἡγοῦμαι, ἡσυχία.
Ἡσίοδος και ἥβη,
Ἡρόδοτος, Ἡρώδης
ἥμερος, ἡγεμονία
ἡδονή και τα νία.
 
Ι
 
Ἵνα, ἵππος, ἱερός,
Ἱερουσαλήμ, ἱδρώς
ἵπταμαι και ἱλαρός,
ἵσταμαι και ἱκανός
ἱερεύς και ἱκεσία,
ἱέραξ κι η ἱστορία,
ἱμάντας, ἵλεως, ἱστίο,
ἱμάτιον, ἱστός, ἱδρύω.
 
Ο
 
Ὅμοιος, ὁμοῦ, ὁδός,
ὅρκος, ὅπλο, ὁδηγός,           
ὅρμος, ὅριον, ὁρμή,
ὅμως, ὅσιος, ὁπλή,
ὅμιλος, ὁμίχλη, ὁμαλός,
Ὅμηρος, ὅρασις, ὁμὰς,
ὁρίζω, ὅστις, ὅρος,
ὅτε, ὅσος, ὅλος.
 
Υ
 
Όλες οι λέξεις που αρχίζουν από «Υ, υ», δασύνονται!
 
Ω
 
Ὥρα, ὥριμος, ὡραῖος,
ὥστε, ὧδε και  ὡσαύτως.
 
Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνστατόπουλος, 24.11.2020

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Εκατό η αλεπού, εκατόν ένα τ’ αλεπουδάκι»!

     Ένας ήχος γδούπου ακούστηκε μέσα στη σπίτι, τη στιγμή που η Γιούλα με το γιό της, τον Ηλία, καθόντουσαν στην αυλή, απολαμβάνοντας την απογευματινή δροσιά, εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα. Κάπως ανήσυχη, σηκώθηκε από τη θέση της να μπει μέσα, να δει τί έγινε. Μα μόλις έκανε δυο βήματα, έβγαινε έξω ο άντρας της, ο Βαγγέλης.
     «Τί ήταν αυτό;», τον ρώτησε.
     «Τίποτα… Σκότωσα ένα σαμιαμίδι...», της απάντησε.
     «Α! Ωραία! Θα σου συγχωρεθούν σαράντα αμαρτίες», σχολίασε χαριτολογώντας η Γιούλα.
     Ο Βαγγέλης έδειξε ν’ απορεί…
     «Α, δεν το ξέρεις; Το σαμιαμίδι είναι καταραμένο από τον παπά, γιατί έπεσε μέσα στο δισκοπότηρο κι άμα το σκοτώσεις, σου συγχωρούνται σαράντα αμαρτίες!», συμπλήρωσε η Γιούλα.
     «Α, έτσι;… Μείον μία που θα κάνω απόψε μαζί σου, βάλε τριάντα εννιά!», είπε πονηρά χαμογελώντας εκείνος.
     «Μαμά, τί είναι αμαρτία;», ρώτησε με απορία ο μικρός Ηλίας.
     «Να ρωτήσεις τον πατέρα σου να σου πει», του απάντησε, κοιτάζοντάς τον με πονηρό χαμόγελο κι εκείνη, δίνοντας στον εαυτό της και την ευκαιρίανα βγει από τη δύσκολη θέση.
     «Μπαμπά, τί είναι αμαρτία;», ξαναρώτησε το παιδί, απευθυνόμενο στον πατέρα του αυτή τη φορά.
     «...Άμα μεγαλώσεις θα σου εξηγήσω…», ήταν η απάντησή του.
     Την άλλη μέρα το πρωί, με το που ο Ηλίας ξύπνησε, ρώτησε τον πατέρα του:
     «Μπαμπά, την έκανες απόψε την αμαρτία;».
     Ο πατέρας του δαγκώθηκε, κοίταξε τη γυναίκα του και ψέλλισε με χαμόγελο:
     «Εκατό η αλεπού, εκατόν ένα τ’ αλεπουδάκι»!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.11.2020

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Εύθυμες ιστορίες του χωριού-το γυναικείο παντελόνι

     Γνωστός για τη θυμοσοφία του μπάρμ’-Αντρέας, όχι μόνο στο χωριό του, αλλά και στα γύρω χωριά. Είχε τελειώσει το σχολαρχείο και ήταν πολυδιαβασμένος και καλλιεργημένος, από τους λίγους σοφούς στον τόπο του. Μέχρι και δυο τρία παιδιά από το χωριό που πήγαιναν στο γυμνάσιο, απ’ αυτόν ζητούσαν να τους βοηθήσει να λύσουν τις ασκήσεις των μαθηματικών, απ’ αυτόν να τους πει δυο λόγια να γράψουν καλή έκθεση. Αλλά και πολλοί μεγάλοι, πριν ξεκινήσουν για κάποιο σοβαρό τόλμημά τους, πάντα ζήταγαν τη γνώμη του.
     Ο μπάρμπ’ Αντρέας είχε κι ένα άλλο χάρισμα: Να συνθέτει εύκολα σατυρικά τετράστιχα, στηλιτεύοντας έτσι τα στραβά ανάποδα της εποχής του, αλλά και όσους τον πείραζαν κακοπροαίρετα.
     Μια φορά πήγε στην Αθήνα, στα παιδιά του. Σπάνια ταξίδευαν τότε οι άνθρωποι για την Αθήνα και όσοι το κατόρθωναν θεωρούνταν πολύ τυχεροί και «κοσμογυρισμένοι». Και μετά την επιστροφή τους στον τόπο τους, ο βομβαρδισμός από ερωτήσεις φίλων συγγενών, γειτόνων και συγχωριανών ήταν αναπόφευκτος. Οι πιο συνηθισμένες ερωτήσεις ήταν «πώς πέρασες» και «τί είδες στην Αθήνα». Στη δεύτερη ο μπάρμπ’-Αντρέας έδινε πάντα την ίδια απάντηση:
     «Αρσενικοί και θηλυκοί γινήκαν ένα πράμα»!
     Ήταν η εποχή που το γυναικείο παντελόνι εισέβαλε στη μόδα!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 21.11.2020

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2020

Το πιάτο του Κωστάκη (διήγημα)

     Ο ενοχλητικός θόρυβος των σκουριασμένων μεντεσέδων ακουγόταν συνέχεια και μονότονα στην πόρτα του τρίτου θαλάμου του γηροκομείου. Το προσωπικό  έμπαινε κι έβγαινε συνέχεια, να τακτοποιήσει και τις τελευταίες λεπτομέρειες της μεταφοράς των τροφίμων στη νέα μονάδα που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, δωρεά μεγαλοβιομήχανου της πόλης.
     Ο περισσότερος εξοπλισμός είχε μεταφερθεί κι έμενε ο απαραίτητος για τη διαβίωση των γερόντων, μαζί και τα προσωπικά τους αντικείμενα στα κομοδίνα τους και στις ντουλάπες τους. Το προσωπικό του ιδρύματος εκείνη την ημέρα πακετάριζε σε χαρτόκουτα και σακούλες τα αντικείμενά τους αυτά. Δυο νοσοκόμες, η Γεωργία και η Μερόπη, έφτασαν και στο κομοδίνο της κυρά-Κατίνας, που ήταν και το τελευταίο στη γωνία του θαλάμου, δίπλα στο κρεβάτι της.
     Η κυρά-Κατίνα ήταν μια αυτοεξυπηρετούμενη γιαγιά, γύρω στα ογδόντα πέντε. Ένα μυαλό ακονισμένο και μάτι αετίσιο, που δεν της ξέφευγε τίποτα. Δίδασκε πάντα με τις συμβουλές της, συνομηλίκους και νεότερούς της. Είχε πάντα τον τρόπο να κάνει το συνομιλητή της και τον ακροατή της να κρέμονται από τα χείλη της. Το προσωπικό, και ιδίως οι νοσοκόμες, άκουγαν πάντα με πολύ ενδιαφέρον και χαρά τις διάφορες ιστορίες που έλεγε, οι περισσότερες από τη ζωή της, είτε ήταν ευχάριστες είτε όχι κι αυτό ήταν ο λόγος που είχε κερδίσει την αγάπη, το σεβασμό και τη συμπάθεια όλων.  «Κόρη μου» και «γιέ μου», ήταν η προσφώνησή της σε όλους τους νεότερούς της, που πραγματικά αυτή την προσφώνηση την ένοιωθε, αφού τη δική της κόρη την είχε χάσει.
     Λίγες χαρτοπετσέτες, ένα παλιό μαχαίρι, το κουτάλι της, το πιρούνι της, ένα παλιό μικρό ραδιόφωνο με μπαταρίες και μισό πακέτο μπισκότα ήταν όλο το «βιός» της κυρά-Κατίνας στο συρτάρι του κομοδίνου της. Ανοίγοντας οι κοπέλες αποκάτω, το ντουλάπι του, μαζί με τα λίγα ακόμα πράγματά της, βρήκαν ένα καλά κλεισμένο χάρτινο κουτί από λουκούμια, με καμιά δεκαριά φωτογραφίες κι άλλες ακόμα φωτογραφίες σε κορνίζα, προσεκτικά διπλωμένες με μια νάιλον διάφανη σακούλα. Η μία, ολόσωμη, ενός άντρα αξιοπρόσεκτου με κουστούμι και γραβάτα και η άλλη μιας πολύ όμορφης νεαρής κοπέλας. Πόσες και πόσες φορές η κυρά-Κατίνα τις έβγαζε από το κουτί και το νάιλον, τις χάιδευε, τις φίλαγε και κουβέντιαζε μαζί τους! Οι δυο νοσοκόμες κοιτάχτηκαν και τις έβαλαν προσεκτικά μέσα στο κιβώτιο με τα άλλα προσωπικά της είδη. Κάτω από τις φωτογραφίες ήταν κι ένα παλιό αλουμινένιο πιάτο. Και οι δυο τους απόρησαν, αφού το φαγητό σερβιρόταν σε δίσκους. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Μερόπη που το κράταγε ήταν έτοιμη να το βάλει στη μεγάλη μαύρη σακούλα με τα άχρηστα αντικείμενα για τα σκουπίδια. Τότε η κυρά Κατίνα που παρακολουθούσε κάθε τους κίνηση, τινάχτηκε επάνω:
     «Μη! Μη μου το κάνετε αυτό! Αυτό είναι το πάτο του Κώστα μου! Εδώ έτρωγε! Δώστε το μου εδώ!» και με μια κίνηση σαν ελατήριο και με κίνδυνο να πέσει από το κρεβάτι, το άρπαξε από τα χέρια της Μερόπης!
     Οι δυο κοπέλες κοιτάχτηκαν με μεγάλη απορία.
     «Εδώ έτρωγε ο Κώστας μου!», τους είπε αυστηρά. Νοιώθοντας να έχει στην «απόλυτη κατοχή» της τώρα το αλουμινένιο πιάτο, χαλάρωσε η κυρά-Κατίνα. Παρά το φόρτο της δουλειάς που είχαν οι κοπέλες, δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη γνωστή αφηγηματική δεινότητά της. Κάθισαν σε δυο καρέκλες φορμάικας, δεξιά κι αριστερά του κρεβατιού, εκείνη πήρε μια ανάσα ανακούφισης και τους διηγήθηκε μια ακόμα ιστορία της και την ιστορία του πιάτου:
     «Με τον Κώστα μου πηγαίναμε μαζί στο σχολείο, στο νησί. Στην απάνω γειτονιά του χωριού το σπίτι του ενός, στην κάτω του άλλου, αλλά στο σχολείο σμίγαμε και είμαστε πάντα μαζί. Ήτανε λίγο μικροκαμωμένος τότε και η δασκάλα τον έλεγε “Κωστάκη”. “Κωστάκη” τον έλεγα κι εγώ κι αυτό το όνομα του ’μεινε. Έτσι τον ξέρανε και οι περισσότεροι και όταν μεγάλωσε… Είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλον, πως άμα μεγαλώσουμε θα παντρευτούμε! Παιδιάστικες κουβέντες, αλλά το πιστεύαμε… Και δεν ξέραμε να πονηρευτούμε για έρωτες και τέτοια εμείς τότε…  
     »Όταν τελειώσαμε το σχολείο, βλεπόμαστε πολύ σπάνια. Ούτε που θα μπορούσα να σκεφτώ να πω στους δικούς μου ότι θα πάω στην απάνω γειτονιά, γιατί έπρεπε να δώσω λόγο τί θα έκανα εκεί. Μικρό κοριτσάκι ήμουν ακόμα κι ας μου φαινόταν εμένα ότι μεγάλωσα που τέλειωσα το σχολείο. Λαχταρούσα πότε θα με στείλουν στην αγορά, που εκείνος ήταν κάθε μέρα εκεί και θα βλεπόμαστε για λίγο...
     »Από φτωχές οικογένειες ήμαστε και οι δυο και η κατοχή μας είχε κάνει πολύ φτωχότερους. Μόλις φύγανε οι Γερμανοί, ο Κωστάκης αναγκάστηκε να πάει στα καράβια. Είχε-δεν είχε κλείσει τα δεκαπέντε.  Ίδιας ηλικίας κι εγώ, τα “έβαψα μαύρα”, αλλά σε ποιόν να έλεγα τον πόνο μου και ποιός να με καταλάβαινε;… Ένα χρόνο μετά, μια θεία μου με προξένεψε μ’ ένα παιδί από το άλλο χωριό. Οι δικοί μου το θεωρήσανε καλή ευκαιρία και με παντρέψανε. Δεν είχα κλείσει ακόμα τα δεκάξι. Τον άντρα μου τον είδα για πρώτη φορά στην εκκλησία, που με περίμενε για τα στέφανα! Στέφανο τον λέγανε, πολύ καλός άνθρωπος ήτανε, μα δεν μπόρεσα να τον αγαπήσω. Ο νους μου ήταν ολοένα στον Κωστάκη! Στους έξι μήνες έμεινα έγκυος και γέννησα την κόρη μου…
     »Στα τρία χρόνια ο άντρας μου πέθανε και μ’ άφησε μ’ ένα μικρό κοριτσάκι στην αγκαλιά. Ευτυχώς που ήταν ακόμα οι γονιοί μου νέοι και με βοηθήσανε να το αναθρέψω, γιατί τα πεθερικά μου και τα κουνιάδια μου ποτέ δεν μου δώσανε σημασία, ούτε πριν το θάνατο του άντρα μου, ούτε και μετά.  Είχα μια κρυφή ελπίδα μέσα μου, πως όταν ερχότανε ο Κωστάκης θα καταλάβαινε τον πόνο μου, αλλά μ’ ένα ξένο παιδί στην αγκαλιά, ούτε που θα γύριζε να με κοιτάξει.
     »Αρχές του 1960, ένα νέο μας συντάραξε: Στο καράβι που ήταν ο Κωστάκης, ήτανε άλλοι τρεις ακόμα από το νησί, το αιχμαλωτίσανε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Κάθε βράδυ όλοι οι άντρες μαζευότανε σ’ ένα από τα καφενεία που είχε ραδιόφωνο, μπας και μάθουνε κάνα νέο. Όταν γυρίζανε σπίτι, περιμέναμε οι γυναίκες κι εμείς τα παιδιά με κομμένη την ανάσα να μας πούνε κάτι. Άλλος τα έλεγε έτσι, άλλος τα έλεγε αλλιώς, άκρη κανένας δεν μπορούσε να βγάλει. Σαν περάσανε δυο μήνες και δεν είχαμε νέα τους, κάποιες γυναίκες στο νησί μαυροφορεθήκανε, όπως εμένα κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι ο Κωστάκης θα γυρίσει και θα είναι καλά.
     »Ο καιρός όμως πέρναγε, τα χρόνια πέρναγαν και ποτέ δεν ξανακούστηκε τίποτα γι’ αυτούς. Ήθελα-δεν ήθελα το πήρα κι εγώ απόφαση να τον βγάλω από τις ελπίδες μου, όχι όμως από την καρδιά μου.
     »Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Κωστάκης γύρισε από την αιχμαλωσία. Μόνος του. Οι άλλοι τρεις είχανε πεθάνει από τις κακουχίες και τις φυλακές. Σαν πάτησε το πόδι του στο νησί, ήρθε πρώτα στο δικό μου σπίτι και μετά πήγε στο δικό του. Ήταν σκελετωμένος και πολύ αδυνατισμένος. Αγνώριστος. Ήταν ατέλειωτες οι περιπέτειές του στην αιχμαλωσία κι όταν μου έλεγε τις ιστορίες του, πάντα έκλαιγα. Το πώς κατάφερε και γύρισε ζωντανός, ούτε και ο ίδιος μπορούσε να το πιστέψει. Πάντα με έλεγε "ψιψίνα" χαϊδευτικά. "Η δικιά σου σκέψη και η αγάπη με κράτησαν ζωντανό, ψιψίνα μου", τελείωνε κάθε φορά τις φρικτές περιπέτειές του. Σιγά-σιγά συνήλθε και παντρευτήκαμε. Τί γάμο να ευχαριστιόμουνα, όμως, αφού δεν είχε περάσει ένας χρόνος από το θάνατο της κόρης μου; Δυστυχώς, δεν μου έκανε τη χάρη ο Θεός να μου τον αφήσει. Οχτώ χρόνια μόνο ζήσαμε μαζί...   
     »Σε τούτο το αλουμινένιο πιάτο έτρωγε ο Κώστας μου! Γι’ αυτό το κρατάω! Μου θυμίζει όμορφα χρόνια! Αυτό, η φωτογραφία του και οι αναμνήσεις είναι τα μόνα που μου έχουν μείνει από κείνον!...
     »Άντε, τώρα. Να μην σας κρατάω άλλο. Συνεχίστε τη δουλειά σας», έκλεισε την κουβέντα της, συνεχίζοντας να κρατάει σφιχτά το πιάτο στην αγκαλιά της και να το χαϊδεύει.
     Η Μερόπη τη χάιδεψε στα μαλλιά κι έσκυψε και τη φίλησε μητρικά στο δεξί μάγουλο. Ένα δάκρυ της, που δεν μπόρεσε να το κρατήσει, κύλισε στα χιονισμένα μαλλιά της κυρά-Κατίνας.
 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.11.2020
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

«Αλλοτινές μου εποχές» (διήγημα)


     Παρασκευή απόγευμα και οι ανοιξιάτικες μέρες είναι καλύτερη η μία από την άλλη. Το κρύο του χειμώνα ανήκει στο παρελθόν και οι πασχαλιάτικοι στολισμοί στα καταστήματα της μεγαλούπολης έχουν την τιμητική τους, αφού η Μεγάλη Βδομάδα απέχει μια ανάσα. Ακόμα και σε μικρομάγαζα μπορεί να δει το μάτι σου από πολύχρωμες λαμπάδες και φαναράκια για το Άγιο Φως, μέχρι και κάθε λογής λαμπριάτικα στολίδια. Τα πεζοδρόμια έχουν γεμίσει από πλανόδιους μικροπωλητές, κάποιοι εκ των οποίων επιδίδονται στο εμπόριο μικρών κλωσόπουλων, έναντι ευτελούς αξίας το καθένα. Κι αυτά, με το απεγνωσμένο και μονότονο «τσι-τσι-τσι» τους, προσκαλούν και τα ίδια τους φιλέσπλαχνους αγοραστές. Ίσως έτσι γλιτώσουν από το μεγάλο συνωστισμό που τους παρέχει η «φιλοξενία» του διακινητή-εμπόρου και πολύ συχνά ο συνωστισμός αυτός είναι και αιτία θανάτου.
     Ο παππούς ο Τάκης έχει πάρει από το χέρι τον εγγονό του, που έχει και τ’ όνομά του, και έχουν βγει μαζί σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Το συνήθιζαν κάθε Παρασκευή, αφού μετά τα πρωινά μαθήματα στην δευτέρα δημοτικού, η επόμενη μέρα ήταν χαλαρή για το παιδί. Το μάτι του παππού φαίνεται αχόρταγο, αν και έχει δει και ξαναδεί πολλές φορές Πασχαλινό διάκοσμο, τόσα χρόνια στη ζωή του. Το μικρό Τάκη δεν φαινόταν να του έκανε κάτι ιδιαίτερο εντύπωση. Ήθελε να πάνε γρήγορα στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, για να δει στη βιτρίνα το τάμπλετ που ήταν συνέχεια ανοιχτό και έδειχνε διάφορες εικόνες, ιδίως κινουμένων σχεδίων. Κάθε φορά που πέρναγαν από εκεί, με τον παππού ή με τους γονείς του, τους κράταγε από το χέρι να μην φύγουν και να μείνει όσο περισσότερο μπορούσε να το απολαύσει.
     Η «μεγάλη στιγμή» για το μικρό Τάκη δεν άργησε να ’ρθει, αφού ο παππούς ήξερε την αδυναμία του και δεν ήθελε να του χαλάει χατίρι. Κι ο λόγος γι’ αυτή τη συνεχή υποχώρηση στον εγγονό του δεν ήταν άλλος, αφού και ο ίδιος και οι γονείς του παιδιού δεν συνηγορούσαν να του πάρουν το «παιχνίδι» εκείνο από αυτή της ηλικία. Ένοιωθαν τη λαχτάρα του και πόσο άβολα και μειονεκτικά ένοιωθε κι εκείνο έναντι των συνομηλίκων του, που  σχεδόν όλοι το κράταγαν στα χέρια τους, αλλά δεν είχαν σκοπό ακόμα να ενδώσουν.
     Κολλημένος στη βιτρίνα του καταστήματος, παρακολουθούσε από την άκρη του πεζοδρομίου τις χωρίς ήχο εναλλασσόμενες εικόνες στο τάμπλετ, έχοντας κολλημένο το βλέμμα του εκεί. Τι κι αν πέρασαν δύο φίλοι του με τους γονείς τους και του μίλησαν, ο ένας μάλιστα τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, δεν τους πολυέδωσε σημασία. Σήκωσε μόνο το δεξί του χέρι, κι αυτό μηχανικά, ανταποδίδοντάς τους έτσι το χαιρετισμό, αλλά δεν γύρισε το βλέμμα του καθόλου προς το μέρος τους.      
     Ο παππούς ο Τάκης έκανε δυο-τρία βήματα πίσω και κάθισε στο παγκάκι, αφήνοντας τον εγγονό του να χορτάσουν τα ματάκια του. Εξεπλάγη σε λίγα λεπτά, όταν είδε δίπλα από το κατάστημα κινητής τηλεφωνίας ένα άλλο με βιβλία και παιδικά παιχνίδια, που πριν ήταν ξενοίκιαστο. Άφησε το παγκάκι και πήγε να το «εξερευνήσει», παρακολουθώντας παράλληλα και ανελλιπώς και το μικρό Τάκη. Είδε κούκλες, κουκλάκια, υφασμάτινα και πλαστικά, μα εκεί που σταμάτησε το βλέμμα του ήταν τα αυτοκινητάκια. Αν δεν σκεφτόταν ότι θα γίνει περίγελως του καταστήματος και των περαστικών, πολύ θα ήθελε να πάρει ένα από αυτά και να παίξει στις πλάκες του πεζοδρομίου! Τα αυτοκινητάκια ήταν τα παιχνίδια που δεν χόρτασε στα παιδικά του χρόνια ο παππούς ο Τάκης. Η οικονομική δυσχέρεια των γονιών του στο χωριό, τα πρώτα χρόνια μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή, δεν επέτρεπαν τέτοια ανοίγματα, ούτε στη σκέψη. Τέσσερα-πέντε αυτοκινητάκια όλα κι όλα στην παιδική του ηλικία που έφτασαν στα χέρια του, ήταν από την αγαπημένη του θεία.
     Πώς θα μπορούσε, όμως, να ξεχάσει κι εκείνο το «κουρσάκι του περιπτερά»! Σ’ ένα από τα λίγα ταξίδια που έκανε με τη μητέρα του στην πόλη, συνάντησαν έξω από ένα περίπτερο έναν συγχωριανό τους και πιάσανε την κουβέντα. Ο μικρός τότε Τάκης βρήκε την ευκαιρία και πήγε στο πίσω μέρος του περιπτέρου που ήταν κάτι παιχνίδια. Προσπαθούσε να τα χορτάσει με τα μάτια τη λίγη ώρα που είχε στη διάθεσή του. Μάλλον ο περιπτεράς είδε τη λαχτάρα του, βγήκε από το περίπτερο, πήρε ένα μικρό μπλε κουρσάκι και του το χάρισε! Ξεχνιέται ποτέ αυτή η ευλογημένη στιγμή;
     Έτρεξε γρήγορα στη μητέρα του και της το είπε, δείχνοντάς της το κατενθουσιασμένος! Περήφανη κι αυτή καθώς ήταν, ήθελε να το επιστρέψει στον περιπτερά. Έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια του ο γιος της, μήπως και αλλάξει γνώμη εκείνος, αλλά της είπε ότι το «χαρίζει με την καρδιά του στο παιδί».
     Το έπαιζε αχόρταγα, κοιμόταν με αυτό κάτω από το μαξιλάρι του, μα κι όταν δεν έπαιζε, το είχε συνέχεια στην τσέπη του. Φανταζόταν ότι κάπως σαν αυτό θα ήταν το αληθινό αυτοκίνητο που θα έπαιρνε όταν μεγαλώσει, να κάνει πολλούς να ζηλέψουν, να ταξιδέψει και να γνωρίσει πολύ κόσμο και να δει πώς ζουν οι άνθρωποι σε άλλους τόπους. Και στο χωριό που γύρισε, δεν ήταν μικρότερη η χαρά του, όταν έπαιζε μ’ αυτό με τους φίλους του, φτιάχνοντας «δρόμους» στις αυλές τους, να περνάει το κουρσάκι του. Χώρια που πάντα είχε τον πρώτο λόγο στις ζωγραφιές του.
     Γύριζε συνέχεια το κεφάλι του ο παππούς ο Τάκης και παρακολουθούσε τον εγγονό του, που απομονωμένος και με αφοσίωση έβλεπε το παιχνίδι της δικής του αρεσκείας. «Βρε, πώς αλλάζουν οι καιροί», ψέλλισε. Από ένα αυτοκίνητο που περνούσε εκείνη τη στιγμή με ανοιχτά παράθυρα, ακουγόταν ένα τραγούδι ίδιο με τις σκέψεις του, αλλά με δισφορετικά λόγια: «Αλλοτινές μου εποχές, αλλοτινοί μου χρόνοι», με το Στέλιο Καζαντζίδη!
     Κοίτα σύμπτωση, αναλογίστηκε ο παππούς ο Τάκης και κούνησε με σκεπτικισμό το κεφάλι του!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.11.2020
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ  )