Σάββατο 22 Ιουλίου 2023

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Δικό σου το λάθος και όχι δικό μου…»!

Σύντομη εισαγωγή


     Καθημερινό φαινόμενο και πολλές φορές την ημέρα η αποποίηση ευθυνών από πολλούς ανθρώπους. Πρόσφατα, μάλιστα, διαβάζουμε ότι για θανατηφόρο τροχαίο που προκάλεσε υπερήλικη παραβιάζοντας τον ερυθρό σηματοδότη, δικαιολογήθηκε ότι… έφταιγε το αυτοκίνητο! Αυτή η «παγιωμένη» τακτική θυμίζει και μια διδακτική ιστορία, από τις πολλές που μας έλεγε ο κατά τα άλλα αγράμματος πατέρας μας και την μοιράζομαι μαζί σας, φίλες και φίλοι του ιστολογίου μου.
***
     Ανάμεσα στις άλλες ετοιμασίες για το χειμώνα και παρά τα γεράματά τους η  θειά-Κατίγκω και ο μπάρμπα-Γρηγόρης, συγκέντρωσαν το γάλα είκοσι εικοσιπέντε ημερών από τα λίγα ζωντανά τους τον Αύγουστο, έφτιαξαν και με τη βοήθεια κάποιων γειτόνων τον τραχανά τους. Νόστιμο, θρεπτικό και απαραίτητο φαγητό για το χειμώνα για τους ίδιους και τα παιδιά τους στην πόλη, αλλά κι ένα μικρό φίλεμα και σε ορισμένους συγχωριανούς τους που είχαν υποχρεώσεις. Αφού τέλειωσαν και ευχήθηκαν ο ένας στον άλλον «και του χρόνου», τον άπλωσαν στην αυλή τους να λιαστεί. Σαν νύχτωσε, αποφάσισαν να τον αφήσουν εκεί και τη νύχτα, αποφεύγοντας τη φασαρία να τον μαζέψουν και το άλλο πρωί να το ξαναπλώσουν. Κάποια συννεφάκια στον ουρανό, όμως, τους έβαλαν σε σκέψεις.
     «Γυναίκα, στρώσε μου εμένα να κοιμηθώ στην αυλή, να έχω το νου μου μην πιάσει καμιά ψιχάλα, να προλάβουμε να τον μαζέψουμε. Εσύ κοιμήσου μέσα και άμα κάνει πως βρέχει, θα σε φωνάξω να με βοηθήσεις…»
     Έτσι κι έγινε. Τη νύχτα, που ο μπάρμπα-Γρηγόρης ένοιωσε τις πρώτες ψιχάλες στο πρόσωπό του, τράβηξε την κουβέρτα μέσα στον ύπνο του και σκεπάστηκε! Μόλις η κουβέρτα μούσκεψε καλά και η υγρασία έφτασε στο κορμί του, ξύπνησε! Πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι όλος ο τραχανάς τους είχε γίνει ζυμάρι και ήταν για πέταμα! Όλος τους ο κόπος είχε πάει χαμένος! Τρέχει μέσα στο σπίτι και βάζει τις φωνές στη γυναίκα του, που ξύπνησε τρομαγμένη!
     «…Μα… εσύ κοιμήθηκες όξω να έχεις το νου σου», απάντησε δικαιολογημένα εκείνη.
     «Εγώ ήμουν σκεπασμένος και δεν την κατάλαβα τη βροχή! Εσύ, μωρή, δεν την άκουσες που έκανε “πρι-πρι-πρι” στη σκεπή να μου φωνάξεις;… Δικό σου το λάθος και όχι δικό μου!... Αλλά πότε το παραδέχτηκες;...»!  
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.7.2023

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2023

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Ο… θαλασσόλυκος

Εικόνα: Από την Ελληνική ταινία ο «θαλασσόλυκος»
με τους αξέχαστους Κώστα Χατζηχρήστο και Νίκο Φέρμα (διαδίκτυο)


     Από μικρός που ήταν ακόμα ο Βασίλης, εκεί κάπου στα δώδεκα-δεκατρία, η οικογένειά του μετακόμισε από το χωριό και κατοίκησαν σε μια παραλιακή πόλη, αφού εκεί διορίστηκε ο πατέρας του σε θέση του δημοσίου. Ο Βασίλης ποτέ δεν κατόρθωσε να μάθει να κολυμπάει στη θάλασσα, είτε γιατί δεν τον ενδιέφερε, όπως έλεγε, είτε γιατί… φοβόταν το νερό, που αυτή ήταν και η πραγματικότητα. Όσες προσπάθειες κι αν έκαναν και οι γονείς του και η μεγαλύτερη αδελφή του, εκείνος με το που έμπαινε μέχρι τον αστράγαλο στο νερό, «πιανόταν η αναπνοή του» και ζήταγε βοήθεια!
     Τα χρόνια πέρασαν και ο Βασίλης μεγάλωσε, δούλευε και παντρεύτηκε μια εξαιρετική κοπέλα, την Κανέλλα, μα κολύμπι δεν έμαθε. Και μαζί που πήγαιναν στη θάλασσα, αυτός «βούταγε» μέχρι το γόνατο, το πολύ, και ξανάβγαινε! Αν και ένοιωθε μειονεκτικά απέναντι στη γυναίκα του που εκείνη ανοιγόταν στα βαθιά, δεν έκανε κάτι παραπάνω. Το είχε σαν απωθημένο, όμως, ο καημένος, και όταν άρχισε λίγο να σταθεροποιεί το βάδισμά του ο γιος τους ο Αντωνάκης, πήγαν στη θάλασσα ν’ αρχίσει να μαθαίνει εκείνος, τουλάχιστον, με δασκάλα τη μητέρα του.   
     Μα μόλις ο μικρός Αντωνάκης ένοιωσε το θαλασσινό νερό στα πόδια του, βαλάντωσε από το κλάμα. Όχι μόνο η δεύτερη, η τρίτη προσπάθεια και όλες οι επόμενες είχαν το ίδιο αποτέλεσμα, αλλά και μόλις ο Αντωνάκης έβλεπε από μακριά τη θάλασσα έκλαιγε γοερά!
     Αποφασισμένος ο πατέρας του να μην κυριαρχήσει στο γιο του η δική του φοβία με το νερό, τα έβαζε με τη γυναίκα του που δεν ήταν… αποφασιστική, άσχετα αν αυτός καθόταν στον ίσκιο και απαιτούσε από εκείνη την πρόοδο του παιδιού του στο μπάνιο! Μια φορά, που νευρίασε πολύ, άρχισε να φωνάζει δυνατά και στη γυναίκα του και στο παιδί, κάνοντας παράλληλα κινήσεις απελπισίας με τα χέρια του και με το σώμα του όλο, στην πραγματικότητα να «χτυπιέται» σε κατάσταση εκτός εαυτού:
     «Δεν είναι δικό μου παιδί αυτό!... Δεν είναι δικό μου!...»!
     Η ήρεμη πάντα Κανέλλα, χαλαρώνοντας για λίγο τις προσπάθειες να μπει το παιδί στη θάλασσα, γύρισε με βλέμμα ειρωνικό, επικριτικό και χιουμοριστικό μαζί στον άντρα της, λέγοντάς του:
     «Σιγά, βρε, θαλασσόλυκε εσύ! Σιγά, που δεν είναι δικό σου το παιδί!»!
 
                      Νίκος  Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.7.2023
           https://nikolpapak.blogspot.com/2021/08/blog-post_29.html

Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Το δώρο του Μουρλοθόδωρου (διήγημα)


     Το είχε από γεννησιμιού του το πρόβλημα ο Θοδωρής, αλλά όσο μεγάλωνε και μέχρι να καβαλήσει τα είκοσι-εικοσιδυό, φαινόταν όλο και περισσότερο. Το συμπαθητικό του ψεύδισμα και η έλλειψη από το λόγο του άρθρων και μορίων, όπως «έρθει Κώστας» (θα έρθει ο Κώστας) ή «δώκεις τούτο Θανάση» (να το δώσεις τούτο στο Θανάση), ήταν γνωστά σε μικρούς και μεγάλους στο χωριό του. Κάποιοι τον μιμούνταν στην ομιλία, είτε για αστείο, είτε για εμπαιγμό, αλλά και κάποιες φορές για συμπάθεια. Κάμποσα παιδιά μιμούνταν πολλές φορές και το βάδισμά του όταν τον έβλεπαν, που είχε και σ’ αυτό μια δυσκολία. Αυτοί ήταν οι λόγοι που δεν πήγε και σχολείο. Τις πρώτες μέρες στην πρώτη τάξη τον πήγαινε η μάνα του και μετά συνέχισε μόνος του, αλλά σχεδόν κάθε μέρα γύριζε κλαίγοντας, αφού πολλά από τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν. Έτσι, οι γονείς του αποφάσισαν να τον σταματήσουν, παρά το θάρρος με το οποίο προσπαθούσε να τους ενισχύσει ο δάσκαλος.
     Μεγάλωσε ο Θοδωρής με το προσωνύμιο «το χαζό». Στη στρατιωτική επιτροπή που τον συνόδευσε ο πατέρας του να περάσει περιοδεύων, απορρίφθηκε ως Ι5 (γιώτα πέντε) και σαν τα χρόνια περνούσαν άλλαξε και το προσωνύμιό του: Από «το χαζό», έγινε «Μουρλοθόδωρος». Κάπου εκεί στα εικοσιπέντε, επιδεινώθηκε και το βάδισμά του και κούτσαινε περισσότερο. Από εκείνη τη νεαρή ηλικία, το ξεκίνημα τη ζωής για όλους, ο Θοδωρής τις περισσότερες φορές κράταγε μαγκούρα να στηρίζεται καλύτερα.  
     «Κάθε χωριό θέλει να έχει τον τρελό του, για να τον δείχνουν όλοι και να λένε: Να, εμείς δεν είμαστε σαν αυτόν», είχε πει μια φορά ένας γυρολόγος, που πέρναγε σε όλα τα χωριά με την πραμάτεια του φορτωμένη στο γάιδαρό του, από βελόνες και κουβαρίστρες, μέχρι και «είδη προικός» για τις ελεύθερες κοπέλες.
     Από την εκκλησία δεν έλειπε καμία Κυριακή και καμία γιορτή. Σχεδόν πάντα ντυνόταν παπαδάκι και βοηθούσε τον παπά είτε μέσα στο ιερό, είτε στη Μικρή και τη Μεγάλη Είσοδο, είτε να κρατήσει τη λαμπάδα αναμμένη μπροστά στο λειτουργό την ώρα της ανάγνωσης του Ευαγγελίου, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία.
     Δεν ήταν λίγες οι φορές που ξάφνιαζε τους συγχωριανούς του με την εξυπνάδα του, εκεί που δεν το περίμεναν κι αυτό έκανε κάποιους να τον συμπαθούν. Για τους περισσότερους, όμως, ήταν «τυχαίο» ή 
«κάπου αλλού το άκουσε». «Φορτωνόταν» πολύ συχνά αστοχίες συγχωριανών του. Στην ερώτηση «ποιος το έκανε αυτό;», η απάντηση ήταν γνωστή: «Ο Μουρλοθόδωρος»! Όπως κάποτε, που πήγε ο γείτονάς του, ο Γρηγόρης, στο περιβόλι του να δει την πορεία του ποτίσματος και το νερό είχε εκτραπεί κι έτρεχε στο δρόμο. Βέβαιος ότι τη ζαβολιά την έκανε ο «Μουρλοθόδωρος», με το που τον είδε στην αυλή του σπιτιού του τού άστραψε ένα ξεγυρισμένο σκαμπίλι και σαν «συμπλήρωμα» μια καλή κλωτσιά με πολλές βρισιές. Όσο κι αν διαμαρτυρήθηκε ο καημένος, όσο κι αν προσπάθησε με κλάματα να του πει ότι δεν είχε δίκιο, ήταν πλέον αργά: Τις είχε φάει ξεγυρισμένες. Αυτή η άδικη χειροδικία του Γρηγόρη, ήταν η αιτία που οι δυο οικογένειες δεν ξαναμίλησαν κι ας ήταν μια πόρτα. Αυτό κράτησε πολύ καιρό, μέχρι που ο Μουρλοθόδωρος έπεσε από μια κορομηλιά που είχε ανέβει να φτάσει κορόμηλα κι έμεινε στη γης ακίνητος, φωνάζοντας δυνατά από τους πόνους. Τότε πρώτος ο Γρηγόρης έτρεξε κοντά του να τον βοηθήσει κι αμέσως μετά φώναξε τον μπάρμπα-Θύμιο, τον πρακτικό που έσαζε τα σπασίματα και τον γιάτρεψε. Ίσως ήταν και μια πράξη έμπρακτης μεταμέλειάς του κι ας ήρθε μετά από τόσον καιρό να ξαναμιλήσουν οι δυο οικογένειες.   

     Κοινό μυστικό που της Μάρως που έμενε στην άκρη του χωριού της «άρεσαν τα ξινά». Κάμποσοι άντρες όλο την γλυκοκοίταζαν, αφού την θεωρούσαν «εύκολη», ενώ όλες σχεδόν οι γυναίκες την «έθαβαν» όταν έπιαναν ψιλοκουβέντα. Μα κι όταν περνούσε από μπροστά τους, της γύριζαν περιφρονητικά την πλάτη, με μια ταυτόχρονη γκριμάτσα αποστροφής. Κάποια στιγμή, όμως, η κοιλιά της φούσκωνε κι αυτό άρχισε και φαινόταν. Την έκλεισαν μέσα ο πατέρας της και η μάνα της και τη σάπισαν στο ξύλο. Η μάνα της τη έχωνε μια πετσέτα στο στόμα να μην ακούγονται τα κλάματά της και οι φωνές της από τον πόνο του ξυλοδαρμού του πατέρα της, με τον πλάστη που άνοιγε φύλο!
     «Πες μου, μωρή, ποιος είναι, να πάω να τον πιάσω να τον μουνουχίσω στη μέση της πλατείας του χωριού», τη ρωτούσε επίμονα ο πατέρας της ο Αλέκος και ο πλάστης ανέβαινε και κατέβαινε ασταμάτητα στο κορμί της.
     «Ο Μουρλοθόδωρος είναι», είπε από τα πολλά η Μάρω!
     Σταμάτησε να τη δέρνει και μ’ ένα σάλτο βγήκε από το σπίτι.
     «Μα, με το Μουρλοθόδωρο, μωρή;», ήταν αυτό που δεν μπορούσε να χωνέψει η μάνα της και της έκανε την ίδια ερώτηση ξανά και ξανά. «Μα, με το Μουρλοθόδωρο, μωρή;», ενώ προσπαθούσε να της γλυκάνει τους πόνους από το ξύλο του πατέρα της στο κορμί της με μια βρεγμένη πετσέτα.
     Πέρασε σαν σίφουνας ο Αλέκος από την πλατεία και όλοι που ήταν εκεί κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκε απέξω από το σπίτι του Μουρλοθόδωρου και έβριζε και κατέβαζε καντήλια ασταμάτητα. Έγινε μεγάλη φασαρία.
     «Τι να του πεις, που είναι άντρας τριάντα χρονών;», αναρωτιόταν ο πατέρας του και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
     Πολλοί χωριανοί, άλλοι από περιέργεια κι άλλοι να «σβήσουν τη φωτιά», είχαν μαζευτεί έξω από το σπίτι. Των περισσότερων οι σκέψεις και τα αναθεματίσματα πήγαιναν κατά τη Μάρω, που στην «ευκολία» της επάνω, έφτασε και μέχρι το Μουρλοθόδωρο.
     Ο καιρός περνούσε, η κοιλιά της όλο και φούσκωνε κι εκείνη περιφρονημένη και δακτυλοδεικτούμενη είχε κλειστεί στο σπίτι της. Ένα απόγευμα χτύπησε η πόρτα. Με το που άνοιξε η μάνα της, ήταν ο Μιχαλιός, ο γιος του μπακάλη.
     «Θέλω να δω τον άντρα σου, κυρ’-Αλέξαινα», της είπε εκείνος.
     Με το που άκουσε τη φωνή του η Μάρω μέσα από το δωμάτιο που ήταν κλεισμένη, μαρμάρωσε. Αν την έσφαζες, δεν θα έβγαζε ούτε μια σταγόνα αίμα.
     «Μέσα είναι… Πέρασε», του είπε εκείνη, με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και στη στάση της, αφού δεν είχε περάσει ποτέ ούτε έξω από το σπίτι τους.
     «Δικό μου είναι το παιδί που έχει η Μάρω στην κοιλιά της και θέλω να την κάνω γυναίκα μου! Από σήμερα και πέρα θα σε λέω πατέρα! Μόλις σαραντίσει θα κάνουμε και το γάμο!», του είπε κι έσκυψε και του φίλησε το χέρι!
     Μαλάκωσε η καρδιά του Αλέξη, μαλάκωσε και τη Αλέξαινας και η Μάρω ένοιωσε τρισευτυχισμένη με την υπευθυνότητα του Μιχαλιού.
     Σαν γύριζε από την εκκλησία που είχε πάει να σαραντίσει με το παιδί στην αγκαλιά η Μάρω και οι ετοιμασίες του γάμου ήταν στο αποκορύφωμά τους, βγήκε στο δρόμο μπροστά της κουτσαίνοντας ο Μουρλοθόδωρος. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του, έβγαλε ένα δίδραχμο κι άπλωσε να της το δώσει:
     «Πάρεις σοκολάτα παιδιού!» (να πάρεις σοκολάτα του παιδιού!) της είπε με χαμόγελο και με βλέμμα κατεβασμένο από ντροπή!
     Η Μάρω χαμογέλασε αυθόρμητα, αλλά αμέσως έσκυψε στη γη, από πραγματική ντροπή εκείνη, αναλογιζόμενη σε τί περιπέτειες είχε βάλει το Θοδωρή, την οικογένειά του, την οικογένειά της και όλο το χωριό με το ψέμα της.
     Οι λίγοι που έμαθαν για τη χειρονομία ανθρωπιάς εκείνη του Θοδωρή, θαύμασαν κι ένοιωσαν ενοχές. Πόσο μακριά στέκονταν από την αγνή και άδολη ψυχή του!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 8.7.2023