Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Η Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου (Καλαβρύτων), μέσα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους

 Ανάρτηση 2η:
Ομαδικό αίτημα κατοίκων του Λειβαρτζίου Καλαβρύτων
για τη σύσταση Ελληνικού Σχολείου στον τόπο τους

     Από τις πρώτες αγωνίες και φροντίδες των κατοίκων του Λειβαρτζίου των Καλαβρύτων, μετά τη διάλυση της Μονής Αγίας Τριάδος το 1828, ήταν η συνέχιση της λειτουργίας του φημισμένου σχολείου της, που είχε ιδρυθεί σ’ αυτήν επί τουρκοκρατίας και συνέχιζε να λειτουργεί και τα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση του 1821. Παρατίθεται ομαδικό αίτημά τους προς την Πολιτεία σε πιστή αντιγραφή:

Πρός τήν επί τών Εκκλησιαστικών καί τής Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Β.1 Γραμματείαν τής Επικρατείας

     Οι υπογραφόμενοι κάτοικοι τής κωμοπόλεως λιβαρτζίου τής επαρχίας Καλαβρύτων αναφέρομεν ευσεβάστως, ότι, επειδή ευρίσκετο εις τόν τόπον μας ένα μοναστήριον επ’ ονόματι τής αγίας Τριάδος, καί εκαταφθείρετο(;) από τούς κατά καιρούς καλογήρους. Εις τά 1828: συναινέση και τού τότε Αρχιερέως μας, του νύν Αργολίδος κ. Κυρίλλου, κοινή τή γνώμη μεταφέραμεν(;) τό ρηθέν μοναστήριον εις ελληνικόν Σχολείον, διά νά φωτισθούν τά δυστυχή τέκνα μας καί τών πέριξ χωρίων, καί επί τούτου εμισθώσαμεν διδάσκαλον, όστις επληρώνετο τακτικώς τόν μισθόν του από τά εισοδήματα τού μοναστηρίου, καί εξακολούθησεν(;)) έως τέλος Ιουνίου τού π.ε..2 Αλλ’ επειδή η Κυβέρνησις διέλυσε τό αυτό μοναστήριον, τά έλαβεν εις τήν άμεσον προστασίαν της εγγένη3 τά κινητά καί ακίνητα κτήματά του, καί εσχάτως τά μέν εκποίησε, τά δέ ενοικίασε, καί ο διδάσκαλος ως εκ τούτου …4 καί η δυστυχής νεολαία μας …5 υπέρ τών 150: παίδων, διαφθήρεται καί περιπλανάται ένθεν κακείθεν, μή έχοντας ημείς κατάστασιν νά μισθώσωμεν διδάσκαλον, καταφεύγομεν εις τήν προστασίαν τής Β. ταύτης Γραμματείας καί παρακαλούμεν θερμότατα, όπως ευσπλαχνισθείσα την πτωχήν(;) καί δυστυχεστάτην νεολαίαν μας, καί εκείνην τών πέριξ χωρίων συστήση έν ελληνικόν Σχολείον εις τόν τόπον μας, καί μισθώση εκ τού εκκλησιαστικού ταμείου έν καλόν ελληνικόν διδάσκαλον διά νά σπουδάζουν οι νέοι, καί μέ τόν καιρόν νά γίνουν ευπειθείς υπήκοοι τού τρισεβάστου Βασιλέως μας, καί χρήσιμοι διά τήν φιλτάτην πατρίδα.
     Πεπειθότες(;) εις τήν προαστασίαν τής Β. ταύτης Γραμματείας διά τήν ταπεινήν αίτησίν μας ταύτην, υποσημειούμεθα βαθυσεβάστως.
                                                                                Οι ευπειθέστατοι
Εν λιβαρτζίω την 21 Μαρτίου 1835

        Ακολουθούν πέντε υπογραφές, με δυσανάγνωστες την πρώτη, την τέταρτη και την πέμπτη. Η τρίτη και η τέταρτη είναι του Γεωργάκη Τομαρά και του Βασίλη Χρυσανθόπουλου, αντίστοιχα.
===========================

1 Προφανώς «Βασιλικήν».
2  π.ε.: πιθανώς «παρελθόντος έτους».
3 Προφανώς «εν γένει».
4  Μία λέξη δυσανάγνωστη.
5  Μία λέξη δυσανάγνωστη.
===========================

Σημείωση:
Στο κάτω μέρος του εγγράφου, σε κόκκινη επισήμανση, είναι ενυπόγραφο σημείωμα κάποιου αρμοδίου, που "εντέλλει":
«νά πηγαίνουν οι παίδες εις το πλησιέστερον σχολείον, έως ότου συστηθή και εις… (δυσανάγνωστες δύο λέξεις)».

                                          

Φάκελος στα ΓΑΚ, στον οποίο πιθανόν είχε αρχειοθετηθεί η ομαδική αίτηση των Λειβαρτζινών, με αριθ. πρωτοκόλλου 250. στις 6 Ιουνίου του 1836 

Δείτε παρόμοια ανάρτηση εδώ:

https://nikolpapak.blogspot.com/2017/09/blog-post_28.html

Πηγή: ΓΑΚ

       Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30 Σεπτ. 2017

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Η Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου, μέσα από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους


Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου
(Φωτ.: αρχές δεκαετίας 1960, από το λεύκωμα του Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας
«Το Λειβάρτζι χθες και... σήμερα», έκδοση 2005

     Δεν είναι εύκολο να κρατήσει κανείς τα συναισθήματά του για τον εαυτό του, όταν βρίσκει ανεκτίμητους θησαυρούς! Και η ανακάλυψη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) εγγράφων της ιστορικής μονής Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου των Καλαβρύτων, δεν θα μπορούσε ν’ αποτελέσει εξαίρεση. Πολύ περισσότερο μάλιστα, αφού μια ιδιαίτερη σχέση με συνδέει με το μοναστήρι αυτό, τόσο για λόγους μικρής αποστάσεως από την πατρική κατοικία, όσο και για λόγους θρησκευτικών συναισθημάτων, χώρος προσευχής και καταφύγιο ελπίδας. Είναι όμως κάτι παραπάνω από βέβαιο πως όλοι οι Λειβαρτζινοί έχουμε μια ανάλογη σχέση με τον ιερό αυτό χώρο, που είναι και η υπ’ αριθμόν ΕΝΑ θρησκευτική και πολιτιστική κληρονομιά αιώνων για το χωριό μας. Πέραν αυτού, οι νοσταλγίες των παιδικών χρόνων και των σχολικών εκδρομών -οι περισσότερες των οποίων γίνονταν εκεί-, το προσκύνημα που συνδυάζεται με απογευματινό περίπατο, οι αρκετές Θ. Λειτουργίες, τα τάματα και τα μυστήρια όλο το χρόνο, καθώς και το πανηγύρι του χωριού, αναμφισβήτητα έχουν συμβάλει σ’ αυτό.
     Ήδη περισσότερα από 120 έγγραφα που αναφέρονται στις πρώτες δεκαετίες μετά την επανάσταση του 1821 και αφορούν το Μοναστήρι και το Ελληνικό Σχολείο Λειβαρτζίου μελετώνται.
     Αν και τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια η μονή είχε διαλυθεί μαζί με πολλές ακόμα, με απόφαση της Πολιτείας για την ανασύσταση του νέου Ελληνικού Κράτους, η πλούσια αυτή αλληλογραφία καταδεικνύει την οικονομική της ευρωστία, αλλά και το σπουδαίο πνευματικό έργο  που συνέχιζε να επιτελεί, έστω και διαλυμένη, με έναν ή δύο εναπομείναντες μοναχούς. Κι αν γυρίσει κανείς στη μεγάλη της ακμή στα χρόνια της τουρκοκρατίας, η συμβολή της στον αγώνα για την Ελευθερία υπήρξε ανεκτίμητη.
     Τα γραπτά αυτά ντοκουμέντα αφορούν αλληλογραφία με διάφορους αξιωματούχους για θέματα της μονής και του Ελληνικού Σχολείου της, συμφωνητικά ενοικίασης ακινήτων της, συμβόλαια, παραστατικά διακίνησης προϊόντων της παραγωγής της κλπ. Να σημειωθεί ότι πλούσιο αρχειακό υλικό για την αγία Τριάδα Λειβαρτζίου επικαλείται και το «ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ», του πολύ αγαπητού και πολύτιμου συντοπίτη κ. Αθανασίου Τζώρτζη (διαβάστε εδώ
Το ίδιο λεξικό επικαλείται πολλά ακόμα έγγραφα των ΓΑΚ και για το ίδιο το χωριό (το Λειβάρτζι) και πάμπολλες προσωπικότητές του.
     Λίγα μόνο άρθρα θα αναρτηθούν στον προσωπικό μου ιστότοπο (nikolpapak.blogspot.com), με ντοκουμέντα από τα ΓΑΚ, ενώ πολλά περισσότερα στοιχεία θα συμπεριληφθούν στο βιβλίο μου «Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου», εάν και εφ’ όσον εξασφαλισθεί η χορηγία της έκδοσής του, αφού οι οικονομικές δυνατότητές μου αδυνατούν να καλύψουν το χρηματικό ποσό που απαιτείται, το οποίο δεν είναι ευκαταφρόνητο.
     Το πρώτο έγγραφο που ενδεικτικά παραθέτω αφορά την κατασκευή και ενοικίαση του ταμπακόμυλου του μοναστηριού, το έτος 1831. Οι αριθμοί, π.χ. (1), παραπέμπουν σε σημειώσεις. Αξίζει ν’ αναφερθεί ακόμη, ότι, εκτός από τον ταμπακόμυλο, είχε στην ιδιοκτησία της η μονή και δύο ακόμα αλευρόμυλους και πολύ μεγάλη ακίνητη περιουσία.
     Δείτε ακόμα στην ηλεκτρονική εφημερίδα http://www.kalavrytanews.com/  εν συντομία την ιστορία της μονής:


-------------------------------------------------------------------------------------------

Πρός τον Β.(1) έπαρχον Κυναίθης

     Οι υπογράφοντες επίτροποι της ιεράς μονής αγίας Τριάδος …(2) αναφερόμεθα κατά τες(;) 1831 οικοδομήσαμεν έν ταμπακόμυλον του αυτού μοναστηρίου κείμενον πλησίον του χωρίου μας, τον οποίον μύλον τον ενοικιάσαμεν προς τον κον Μήτρον Παναγιώτου ταμπακολόγον δια χρόνια τρία ολόκληρα, καθώς αποδεικνύεται από τα ανά χείρας του έγγραφά  μας.
     Σεβ.(3) επαρχείον, όταν οικοδομήσαμεν τον ειρημένον μύλον δεν είχαμε χρήματα δια να φτιάσωμεν και την ταράτζαν του αυτού μύλου οπού(4) η οποία αναγκαιοί εις όλους τους ταμπακόμυλους ηναγκάσθη ο άνω ενοικιαστής να φτιάση την ταράτζαν με χρήματα ειδικά του … … … … …(5) με το ενοίκον, καθώς και την … … … … …(6)  γρόσια τριακόσια πέντε και είκοσι οκτώ λεπτά αριθ. γρ. 305.28.     Παρακαλούμεν το Σεβ. επαρχείον τούτο(;) να ασφαλίση τα άνω χρήματα … … …(7) μας οικοδόμησε την ειρημένην ταράτζαν. κ΄ υποφαινόμεθα με σέβας …(8).

Οι επίτροποι της ειρημένης μονής και του αυτού μύλου
Τη 25 Μαρτίου 1834                                      Σακελλάριος.
Εν Λιβαρζίω.                                           Γεωργάκης Τομαράς
                                                          Παλαιολόγος Παπαδόπουλος

Δια το ακριβές της αντιγραφής
Την 17 Απριλίου 1834 Ναύπλιον
              (υπογραφή)
-------------------------------------------------------------------------------------------

(1) Προφανώς «Βασιλικόν».
(2) Μία λέξη δυσανάγνωστη.
(3) Προφανώς «Σεβαστόν».
(4) οπού(;)
(5) Πέντε λέξεις δυσανάγνωστες, πιθανόν να γράφει: «και θα τα ασφαλίσωμεν»).
(6) Πέντε λέξεις δυσανάγνωστες).
(7) Τρεις λέξεις δυσανάγνωστες).
(8) Μία λέξη δυσανάγνωστη).

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.92017

Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

Η φωτογραφία του ξενιτεμένου

«ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΑΓΑΠΗΣ», από το 1945!
(Χρήστος Κ. Παπακωνσταντόπουλος, Στρατιώτης Υγειονομικού, Σουφλί Έβρου)

     Η φωτογραφία στη σημερινή της μορφή και ο τρόπος διακίνησής της, δεν έχει καμία σχέση με εκείνη ελάχιστων δεκαετιών πριν. Η πολύ καλής ποιότητος φωτογραφία σήμερα, μπορεί να βρίσκεται με τα σύγχρονα μέσα της τεχνολογίας στα χέρια αγαπημένων προσώπων στην άλλη άκρη του κόσμου ή και… λίγα εκατοστά δίπλα μας, την ίδια στιγμή της φωτογράφισης και από τον καθένα μας! Τότε γινόταν από επαγγελματία φωτογράφο, πλανόδιο ή στο κατάστημα του, και εμφανιζόταν κάτι μέρες αργότερα. Υπήρχαν και οι «στιγμιαίες», δεν είχαν όμως την επιτυχία της «εβδομαδιαίας».
     Ερασιτέχνες φωτογράφους, κατόχους μηχανής κι αυτή μέσης ή κατώτερης ποιότητος, βλέπαμε μεγαλύτερους συγγενείς τα καλοκαίρια που έρχονταν στο γενέθλιο τόπο για τις διακοπές τους. Μας φωτογράφιζαν και μας τις έστελναν πολύ αργότερα κι εμείς τις φυλάγαμε μαζί με ό,τι άλλο πολύτιμο είχαμε! Πόσο τους ζηλεύαμε και πόσο τους θαυμάζαμε τότε! Πόσο λαχταρούσαμε να είχαμε κι εμείς μία μηχανή, έστω και κατώτερης ποιότητος και κάθε λίγο και λιγάκι να παγώναμε το χρόνο!
     Οι ξενιτεμένοι έστελναν τις φωτογραφίες τους στ’ αγαπημένα τους πρόσωπα στο χωριό (το αντίθετο εξαιρετικά σπάνιο) και σχεδόν πάντα έγραφαν στο πίσω μέρος δυο λόγια αγάπης και νοσταλγίας. Τα συναισθήματα πάντα περίσσευαν! Πολλοί προτιμούσαν κάποια «στιχάκια», που μπορεί να ήταν δικής τους επινόησης, ή να τα είχαν δανειστεί από άλλους. Άλλοτε πάλι η φωτογραφία ήταν πολύ προσεγμένη, να δείξουν και να πείσουν ότι πέρναγαν καλά, άσχετα αν αυτό ήταν πάντα και η πραγματικότητα. Εκεί που εύρισκε κανείς στιχάκια ή κείμενα με περισσότερο παράπονο, ήταν σε φωτογραφίες των φαντάρων, που σε δύσκολους καιρούς για την ειρήνη φόρτιζαν ακόμα περισσότερο τους δικούς τους.
     Ανασύροντας φωτογραφίες από το προσωπικό μου αρχείο, παραθέτω ενδεικτικά τετράστιχα από την πίσω πλευρά, σε ιαμβικό οκτασύλλαβο και επτασύλλαβο:

«Φτωχή η φωτογραφία μου,
μην την περιφρονήσεις.
Μόνο μια χάρη σου ζητώ:
να μη με λησμονήσεις».
***
«Τέσσερα φύλα έχ’ η καρδιά,
τα δυο τα ’χεις παρμένα.
Τα άλλα δυο τα άφησες
κομμένα, μαραμένα».
***
«Στρατώνες να χαλάσουνε,
πύλες να γκρεμιστούνε,
που πήραν το κορμάκι μου
και το ταλαιπωρούνε»


       Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.9.2017

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

Ψωμί και τυρί




     Το λευκό τυρί, η αγαπημένη μας και πεντανόστιμη φέτα, που σήμερα έχει κατακτήσει τον κόσμο και κοντεύει να καταντήσει είδος πολυτελείας, συνοδεύοντας συμπληρωματικά την ποικιλία των φαγητών στο τραπέζι μας, ήταν μέχρι πριν λίγες δεκαετίες μαζί με το ψωμί του οικογενειακού ξυλόφουρνου το πλέον συνηθισμένο φαγητό όλο το χρόνο. Η σπιτική παραγωγή εξασφάλιζε πάντα το σιτάρι για το ψωμί της χρονιάς και το γάλα για το τυρί της, έστω κι από «λίγο χωραφάκι», έστω κι από το πολύ μικρό κοπάδι και κάθε νοικοκυριό είχε αυτάρκεια στα δύο αυτά βασικά είδη διατροφής.
     Το ψωμί και το τυρί έθρεψαν γενιές και γενιές, ως  μοναδικό φαγητό για κάθε στιγμή. Κι αν αναλογιστεί κανείς ότι στην κατοχή ήταν κι αυτά δυσεύρετα, μπορεί εύκολα να αντιληφθεί την ωφέλειά τους. Η θρεπτική τους αξία αναμφίβολα σημαντική, αφού ο οργανισμός ήταν γερός και μπορούσε ν’ ανταποκριθεί στις δύσκολες και ιδιαίτερα κοπιαστικές δουλειές της ξωμαχιάς. Τελικά, η υπερεπάρκεια αγαθών και η ποιότητα ζωής των τελευταίων δεκαετιών, δεν είναι σίγουρο ότι μας έχουν φέρει και ευρωστία!
     Στην πολύ συχνή ερώτηση «τι θα φάμε σήμερα;», ακουγόταν και η επίσης συνηθισμένη απάντηση «Ψωμί και τυρί» που σήμερα μπορεί να φαντάζει... απαρχαιωμένη! Ψωμί και τυρί στην τσάντα του μαθητή για το διάλειμμα στο σχολείο, ψωμί και τυρί για το κολατσιό και το μεσημεριανό στο ταγάρι του εργάτη στο χωράφι και του τσοπάνη στο βουνό. Μπορεί, μάλιστα, να το έτρωγαν ακόμα και στο δρόμο, κερδίζοντας έτσι χρόνο για τις δουλειές τους! Εύκολο, γρήγορο, πάντα χορταστικό, έλυνε και τα χέρια της νοικοκυράς, αφού ένα τύλιγμα με την πετσέτα ήταν αρκετό για το ταγάρι ή τη σχολική σάκα. Και μπορεί πάλι ψωμί και τυρί στη βραδινή συγκέντρωση της οικογένειας γύρω από το τζάκι και «δόξα τω Θεώ που το έχουμε», μόλις έτρωγαν κι έκαναν το σταυρό τους! Κι αν είχε κάμποσες μέρες που είχε βγει από το φούρνο και είχε ξεραθεί, κανένα εμπόδιο. Βρεγμένο με νεράκι, το ίδιο γευστικό-απολαυστικό και χορταστικό  με το σπιτικό τυρί! 
     Άσε που αν το φέρουμε στο νου μας ζεστό-ζεστό, μόλις έβγαινε το καρβέλι από το φούρνο με το τυρί πού έσταζε άρμη από το βαρέλι! Τι αμβροσία αξέχαστη!!! 
     Ο όρος «ψωμοτύρι» χρησιμοποιείται και μεταφορικά για κάποιον που επαναλαμβάνει συχνά την ίδια (και όχι καλή) συνήθεια, π.χ., «έχει τη βλαστήμια ψωμοτύρι», θέλοντας έτσι να ειπωθεί ότι ο συγκεκριμένος βλαστημάει τόσο συχνά και εύκολα, σαν να τρώει ψωμοτύρι! 
   
Δείτε περισσότερα για την παρασκευή του τυριού εδώ:
Και του ψωμιού εδώ:
                                                                                                                           

         Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10 Σεπτ. 2017

Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Οι πρώτες μέρες στο σχολείο (παιδικές αναμνήσεις)



     Ο πατέρας πολύ λίγα γράµµατα ήξερε και καθόλου η µάνα. Πού ευκαιρίες εκείνη την εποχή και πού οικονοµικές δυνατότητες για τέτοιες δουλειές, λίγο πριν το Β΄ παγκόσµιο πόλεµο. Τού άρεσε πολύ, όµως, του πατέρα το διάβασµα και τα γράµµατα γενικότερα. Δεν άφηνε αδιάβαστο κανένα χαρτί που πέρναγε από τα χέρια του, αν και δυσκολευότανε ακόµα και να συλλαβίσει. Αυτό του το µεράκι κοίταζε µε κάθε τρόπο να το περάσει και σε µας, τα παιδιά του, πριν ακόµα πάµε σχολείο.
     Η µάνα και η γιαγιά µάς λέγανε πολλές φορές παραµύθια το βράδυ που µάς βάζανε για ύπνο κι αυτό µάς άρεσε, όπως αρέσει σε κάθε παιδί. Η τελετουργική διαδικασία του πατέρα όµως ήταν το κάτι άλλο: Έβγαζε µόλις ξαπλώναµε ένα από τα µικρά βιβλία µε παραµύθια που είχε µέσα σ’ ένα ξύλινο  κασελάκι, κάτω από το κρεβάτι, καθότανε δίπλα µας και µας το διάβαζε! Πόσο µε µάγευε και µε ικανοποιούσε η τελική επικράτηση του αδύναµου, όταν ο «κακός» προσπαθούσε µε κάθε τι να τού καταπατήσει το δίκιο! Πόσο µε µάγευαν και η πλοκή, η δράση, η περιπέτεια, που όσο κι αν το παραμύθι μού ήταν γνωστό από τις πολλές φορές που είχα ακούσει, πίστευα πως θα µπορούσαν πολλά ν’ ανατραπούν και να έχει άλλη έκβαση! Πόσο περισσότερο ακόµα µε µάγευαν τα βιβλία των παραµυθιών με εικόνες στις σελίδες τους! Εκεί που διάβαζε ο πατέρας, τον σταµατούσα και τού ζήταγα να τις δω και να τις ξαναδώ, αχόρταγα κάθε φορά, όπως όταν τις πρωτοέβλεπα. Φαντασιωνόμουν τότε και βρισκόμουν σε ονειρεμένους κόσµους, όπως όλα τα παιδιά που στερούνται και τα απαραίτητα για τα προς το ζην και γίνονται ευτυχισμένα με το νου τους.
     ∆εν σταματούσαν, όµως, εδώ οι φιλοδοξίες του πατέρα. ∆εν άφηνε την κάθε ευκαιρία που του δινότανε και μας μάθαινε σιγά-σιγά πώς να πιάνουµε το µολύβι. Κι ύστερα, µε πολλή θέληση και πολύ υποµονή, µας έβαζε να γράφουµε µικρές λεξούλες.
     Όταν ήλθε ο καιρός του σχολείου µε πήρε από το χέρι να µε πάει να µε «γράψει». Με το που µπαίνουµε, µας καλωσόρισε ο διευθυντής στο γραφείο του. Ήταν ο πρώτος µου δάσκαλος, ο αείµνηστος «Τάσος» Παναγόπουλος, από το γειτονικό με το χωριό μου Βερσίτσι σήμερα Σειρές Καλαβρύτων:
     «Βρε, καλώς το µαθητή!».
     «Καληµέρα σας!», είπε ο πατέρας, απευθυνόµενος και στον άλλο δάσκαλο και στη δασκάλα που ήταν στο γραφείο, με χαρακτηριστική κλίση της κεφαλής του που έδειχνε σεβασμό.
     «Θέλεις να µάθεις γράµµατα;», µε ρώτησε χαµογελώντας!
     «Ξέρω γράµµατα!», απάντησα µε σχετικό θάρρος και περισσότερη αυτοπεποίθηση.
     «Για να δούµε, ποιά γράµµατα ξέρεις να µας τα γράψεις», µου είπε και µου έδωσε ένα χαρτί κι ένα µολύβι.
     Τα πήρα, έκατσα στη γωνία του γραφείου του, που εκεί µού έβαλε µια καρέκλα η δασκάλα και έγραψα τις λέξεις: «Νίκοσ» και «∆άσοσ». Το έδωσα πάλι στο διευθυντή, το κοίταξε και επαίνεσε τους γονείς µου για την προετοιµασία.
     Όλες αυτές οι προσπάθειες των γονιών µας, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην ανατροφή µας. Λίγες µέρες µετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς, πήρα και το πρώτο µου σχολικό βιβλίο, το Αλφαβητάριο, και συνειδητοποίησα ότι είχα κι εγώ κάτι που ήτανε εντελώς δικό µου κι ένοιωθα τόση ευτυχία, όση λίγες φορές µέχρι τότε είχα νοιώσει! Τι όµορφο, τι καθαρό, τι πολλές «ζωγραφιές», τι προσεγµένο και µε χοντρό εξώφυλλο να µη... «χαλάει»! Το πήρε κι ο παππούς στα χέρια του το βράδυ που γύρισε από τα πρόβατα και το ξεφύλλιζε, θαυµάζοντάς το.


     «Αυτό είναι βιβλίο, όµορφο και γερό! Αυτό μάλιστα! Βιβλίο που σε μαθαίνει γράμματα!» είπε, κι εγώ καµάρωνα που ανήκε σε µένα.
     Τα πρώτα βράδια το ξεφύλλιζα για πολλή ώρα και ταξίδευα µε τις εικόνες του και τη φαντασία µου κι όταν ο ύπνος βάραινε τα µάτια µου το έβαζα κάτω από το µαξιλάρι µου. Λίγη ώρα µετά, που είχα πλέον κοιµηθεί, ερχότανε ο πατέρας και το «τράβαγε» σιγά – σιγά, να µη µε ξυπνήσει. Την άλλη µέρα το πρωί το έψαχνα και, ξέροντας ότι µού το «ξαναπήρε», τον μάλωνα!
     Τι ήταν κι αυτή η µυρωδιά του καινούργιου βιβλίου! Το άνοιγα, «έχωνα» τη µύτη µου στα φύλλα του, έσφιγγα µε τις παλάµες µου τα χοντρά εξώφυλλα στο πρόσωπό µου και «ρούφαγα» αχόρταγα και µε βαθιές ανάσες τη µυρωδιά του, κλείνοντας τα µάτια για περισσότερη απόλαυση!
     Στα µεγάλα γράµµατα των πρώτων σελίδων του, δεν έδωσα και πολλή σηµασία. Οι εικόνες του με ενθουσίαζαν πολύ περισσότερο. Η µία καλύτερη και οµορφότερη από την άλλη! Τι η οικογένεια, που πήγαιναν όλοι µαζί στην Εκκλησία, τι που ήταν όλοι καθισµένοι στο τραπέζι και τρώγανε, τι τα παιδιά που παίζανε... Και το πόσο γελούσα κάθε φορά που έβλεπα δεµένα κι ανακατεµένα τα γράµµατα µέσα σε ένα σακί! Πόσο χάζευα και τη γριούλα που καθότανε και ζεσταινότανε στο τζάκι! Μού θύµιζε τη δική μας γιαγιά, που όταν κρύωνε πολύ και «χωνότανε» ολόκληρη κάτω από το τζάκι μας να ζεσταθεί! Σε άλλη εικόνα η ίδια γριούλα µε µια κατσαρόλα γάλα και η γάτα να γυροφέρνει και να χαϊδεύεται στα πόδια της. Από τα πολύ αγαπηµένα µου ζώα η γάτα, µαζί µε τα αρνάκια και τα κατσικάκια, που πολλές φορές «συµµετείχαν» στο παιχνίδι µου. Πάντα ήθελα να τα φροντίζω περισσότερο από τα άλλα ζωντανά, δείχνοντάς τους τα συναισθήµατά µου. Ήθελα όµως και να τα «αναγκάζω» με τον τρόπο αυτό να µου ανταποδίδουν και τη δική τους αγάπη και να... έρχονται πρόθυµα να παίζουµε!
     Ζωγραφισµένη λίγο-πολύ η ίδια µας η ζωή, η ζωή των µικρών και των µεγάλων, µέσα σ’ εκείνο το αλφαβητάριο. Σε κάθε σελίδα του, σε κάθε κείµενό του η έµφαση στην οικογένεια και στη φύση δεν πέρναγε απαρατήρητη. Ακόµα και τα παιχνίδια των παιδιών ήταν τα ίδια µε τα δικά µας, χωρίς να προβάλλονται διαφορές και «παιδιά άλλων ταχυτήτων». Γι αυτό το αγάπησα και το ένοιωσα από την πρώτη στιγμή κάτι πολύ δικό µου, σαν κάτι που να µε εκφράζει.
     ∆εν εξέφραζε, όµως, µόνο εκείνα που ήξερα. Εξέφραζε και όλα εκείνα που ήθελα και εκείνα που ονειρευόµουνα στα πολύ παιδικά µου όνειρα. Εικόνες λιγότερο ή καθόλου γνώριµες στη ζωή του τόπου µας που µού εξήπταν τη φαντασία. Εικόνες που τις κοίταζα πολύ πιο αχόρταγα από τις άλλες, τις γνώριµες, και ζήλευα, γιατί δεν είχα κι εγώ την τύχη να βρίσκοµαι σε τόπους που οι άνθρωποι ζουν καλύτερα. Εικόνες σαν κι αυτή µε τα τρία «κόκκινα» ψάρια σ’ ένα πιάτο, που το κράταγε µε τα δυο της χέρια η «κυρία Φανή» και πίσω να ακολουθεί η κόρη της, η «Άννα», κρατώντας αυτή το τηγάνι και τη µπουκάλα µε το λάδι. Πολύ προσεγµένη η «κυρία Φανή», με τα μαλλιά της κότσο, έμοιαζε της μητέρα μου. Πολύ προσεγµένη και η «Άννα», απόδειξη της αξιοσύνης της νοικοκυράς, αλλά και µαρτυρία μιας κάποιας οικονοµικής δύναμης.   
     Κι άλλες εικόνες, άπιαστα όνειρα, όπως αυτές µε αυτοκίνητα: Ένα που το κυνηγούσε το σκυλί, η «Αύρα», κι άλλο ένα, στο οποίο είχε ανεβεί όλη η οικογένεια και πήγαιναν στη θάλασσα. Η γιαγιά που έµενε πίσω και τους χαιρετούσε καθώς έφευγαν... Κι εγώ φανταζόµουν... εκείνους που κάποια στιγµή θα χαιρέτετούσαν κι εµένα, όταν θα έφευγα αναζητώντας την δική μου τύχη και όταν πάλι θα µε περίµεναν στο γυρισµό!
     Πόσο ονειρευόµουνα τη στιγµή που θα είχα µεγαλώσει και θα µπορούσα να φύγω, όχι απαραίτητα µε δικό µου αυτοκίνητο, γιατί κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο τότε. Οι φιλοδοξίες για την απόκτηση ενός µεταφορικού µέσου, έφταναν µέχρι... ένα συµπαθητικό τετράποδο! Μέχρι εκεί µπορούσαµε ν’ «απλώσουμε τα χέρια μας», κάτι που είχαµε συνειδητοποιήσει πολύ καλά και τα παιδιά της πρώτης σχολικής ηλικίας. Ονειρευόµουνα, λοιπόν, να ταξιδέψω µε τον πολιτισµό και χωρίς κόπο να βρεθώ έξω από τον τόπο µου, να γνωρίσω και κάτι διαφορετικό, κάτι άγνωστο, κάτι σαν αυτά που έβλεπα στα παραμύθια και στο αλφαβητάριο!.
     Και προς το τέλος το αλφαβητάριό µου, είχε ακόµα µια πολύ φανταστική εικόνα, που µου εξήπτε περισσότερο την φαντασία: ένα µεγάλο τραίνο! Ήθελα να μπορούσα να στριμωχτώ κι εγώ μέσα σε ένα από τα βαγόνια του να δω πώς είναι και μέχρι πού πάει. Καταλάβαινα ότι µπορεί να φτάσει κάπου πολύ µακριά κι εκεί ήθελα να βρεθώ κι εγώ, να δω πως ζούνε αλλού οι άνθρωποι!
     Πόσες και πόσες φορές πάλι, ζωγράφιζα αυτές τις εικόνες «ξεπατικοσούρα»! Αυτό µου έδινε κάποια ικανοποίηση, γιατί συµµετείχα «ενεργά» στα «ταξίδια» και αφηνόµουν στις απολαύσεις τους!
     Όσα βιβλία και να πέρασαν από τα χέρια µου σε όλα τα επόµενα χρόνια µέχρι σήµερα, κανένα δε µε ταξίδεψε και δε µε σαγήνευσε τόσο πολύ, όσο το «αγαπηµένο µου αλφαβητάριο»! Κα όσο για τη φυγή που αναζητούσα από το γενέθλιο τόπο, χρειάστηκε να περάσουν περισσότερο από τρεις δεκαετίες για να καταλάβω τη σηµασία των πέντε λέξεων που µού έλεγε ο παππούς µου κάθε φορά που έλεγα ότι θέλω να μεγαλώσω για να φύγω:
     «Σαν το τόπο σου, πουθενά!».

                                   Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11 Σεπτ. 2017 

Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Όταν η αγάπη και η ευαισθησία γίνονται έργο!



     Μεταξύ του μεγάλου αριθμού προσκεκλημένων που παρέστησαν στην εκδήλωση προς τιμή της ταπεινότητάς μου στο Λαογραφικό Μουσείο-Πύργο του Λεχουρίτη ήταν και ο Εκπαιδευτικός-Σχολικός Σύμβουλος κ. Θεόδωρος Θανόπουλος.
     Προσωπικός μου προσκεκλημένος στην εκδήλωση ο κ. Θανόπουλος, διήνυσε πολλές δεκάδες χιλιόμετρα να έλθει στο Λεχούρι, όπως και πολλοί φίλοι ακόμα. Μα δεν ήταν μόνο αυτό: όπως και ορισμένοι άλλοι, ήρθε με δώρα! Συγκεκριμένα, μου προσέφερε δύο καλαίσθητα και πολύ προσεγμένα βιβλία του με ιδιόχειρες προσωπικές αφιερώσεις, που καταδεικνύουν την αγάπη του και την εκτίμησή του προς το άτομό μου: το «ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΤΟΞΟΥ»  και το «για την ειρηνη και την ελπιδα».
     Η εν αρχή διαδικτυακή γνωριμία μας με τον εκλεκτό κ. Θανόπουλο, εξελίχθηκε σε φιλία και οι εκ του σύνεγγυς συναντήσεις μας την ισχυροποιούν όλο και περισσότερο. Καταλυτικό ρόλο στην εν ενδυνάμωσή της παίζει και η πνευματική μας ενασχόληση και συμπόρευση. Φυσικά, δεν μπορώ να κρύψω και τα συναισθήματά μου, όταν μου είπε ότι ως δάσκαλος πρωτοδιορίστηκε στο χωριό μου και «πιάσαμε την κουβέντα» για κοινούς αγαπημένους, πολλοί από τους οποίους μας βλέπουν τώρα από ψηλά.
     Όχι μόνο δεν είναι υπερβολή, αλλά θα ήταν και λίγο να ειπωθεί πως ο κ. Θεόδωρος Θανόπουλος είναι η προσωποποίηση της αγάπης και της ευαισθησίας! Με μεγάλη ευχέρεια και μέσα από μικρές αληθινές ιστορίες που συνάντησε στην εκπαιδευτική του πορεία σε ειδικά σχολεία, ξεδιπλώνει στις σελίδες των βιβλίων του τη δύναμη της θέλησης των παιδιών και των «μικρών» ανθρώπων, την αξία της επιμονής, το δικαίωμα στην ελπίδα, αν και η ζωή δεν τους έδειξε το καλό της πρόσωπο, όπως σε άλλους! Πόσο, στ’ αλήθεια, σε καθηλώνουν και οι τιτάνιοι αγώνες φτωχόπαιδων, που οι ανάγκες τα καλούν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους, πριν ακόμα κι από την πρώτη εφηβεία! Και τα πρωινά να ρουφούν τη γνώση στο φυσικό τους χώρο, στο σχολείο!
     Με την ίδια ευχέρεια ξεδιπλώνει και τις ενοχές κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, για την κάθε κατάντια, την κάθε αναλγησία, την κάθε αδιαφορία, την κάθε απαξίωση, την ίδια στιγμή που ορισμένοι θεωρούμε φυσιολογικό και δεδομένο να έχουμε κάθε δικαίωμα στη ζωή!
     Αλλά και η αισιοδοξία και η ελπίδα σε όλο της το μεγαλείο στα βιβλία του πολύ αγαπητού Θεόδωρου. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού όταν μιλάς σ’ ένα παιδί, έτσι επιβάλλεται να μιλάς. Να το ενθαρρύνεις, να του δώσεις δύναμη, να του ενισχύσεις την πίστη, να ποτίσεις την ελπίδα του.
     Ως λειτουργός σε έναν άλλο ευαίσθητο τομέα της ζωής και ο γράφων, την υγεία, συνηθίζω πάντα να υπενθυμίζω στους συνεργάτες μου, στους υφισταμένους μου, αλλά και να «δείχνω» διακριτικά και στους προϊσταμένους μου, ότι πάντα η ηθική αμοιβή έχει πολύ μεγαλύτερη αξία από την υλική. Και βλέπει με τον πλέον ευδιάκριτο τρόπο μέσα από τα βιβλία ο αναγνώστης, ότι ο εκπαιδευτικός και συγγραφέας κ. Θεόδωρος Θανόπουλος εισπράττει πολύ συχνά μεγάλες ηθικές αμοιβές! Μεγάλες ηθικές αμοιβές, που μπορεί να εκδηλώνονται πολύ απλά μέσα: με το χαμόγελο του μαθητή του, τη θερμή χειραψία από τον πατέρα του παιδιού και το ευχαριστώ της καρδιάς της μητέρας του! Τόσο απλά πράγματα, που όμως έχουν πολύ μεγάλη δύναμη: σε ενισχύουν ψυχικά, σε οπλίζουν με δύναμη να συνεχίσεις, σε απογειώνουν συναισθηματικά! Μεγάλες πάντα οι ηθικές αμοιβές, όταν καμαρώνεις την επιτυχία με σάρκα και οστά!
     Ακάματος εργάτης της παιδείας, συνεχίζει να την υπηρετεί με τον ίδιο ζήλο και την ίδια αγάπη και μετά τη συνταξιοδότησή του. Διδάσκει μέσα τα βιβλία του, την πολύ πλούσια αρθρογραφία του και, φυσικά, με το ήθος του και το παράδειγμά του.
     Αγαπητέ μου Θεόδωρε, Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ για την αγάπη σου και τα ανεκτίμητα δώρα σου! Διαβάζοντάς τα, συλλογιέμαι πως ο «σπόρος» δεν φυτρώνει αμέσως, ούτε και όλος. Όσο όμως πιο πολύ σπέρνεις, τόσο περισσότερο θα θερίσεις, εσύ ή οι «κληρονόμοι» σου. Πάντα υπάρχει «γη αγαθή» και το σε αυτή «φυέν ποιεί καρπόν εκατονταπλασίονα».
     Με πολλή συγκίνηση να σου πω, πως διάβασα ορισμένα από τα ποιήματά σου (επικεντρώνοντας στην «άνοιξη»), σ’ ένα παιδάκι πολύ φιλικής μου οικογένειας, που αυτόν τον καιρό περνάει μια μεγάλη δοκιμασία. Το σχόλιό του μαζί με το χαμόγελό του, με το που τελείωσα, ήταν: «Αχ! πόσο μού αρέσει η άνοιξη!». Και πιστεύω ακράδαντα πως πολύ πριν (ξανα)έρθει η άνοιξη, θα έχει έρθει στο Γιωργάκη η δική του άνοιξη! 

     Δείτε για την εκδήλωση στο Λαογραφικό Μουσείο-Πύργο του Λεχουρίτη εδώ:
και εδώ:
και εδώ:
και εδώ:


                                           Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.9.2017

Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

Οι ακακίες πίσω από γυμνάσιο του Σοπωτού και η ιστορία τους

(Αποσπάσματα από το αφήγημα «Η τελευταία µέρα στο «Γυµνάσιο Α΄ Κύκλου Αροανίας» του βιβλίου μου «Η Φωτογραφία», εκδόσεις «ΑΠΕΙΡΟΣ ΧΩΡΑ», 2012)

Το «Γυμνάσιον Α΄ Κύκλου Αροανίας»

     […]Θυµάµαι ήταν Σάββατο προς το τέλος του Ιούνη του 1973, όταν γράφαµε εξετάσεις στο τελευταίο µάθηµα, στα θρησκευτικά. Επιτηρητής µας ο ίδιος ο καθηγητής του µαθήµατος – και διευθυντής του γυµνασίου –, ο θεολόγος Γεώργιος Πανουτσόπουλος, από το γειτονικό Πεύκο[…].
     Τελειώνοντας ένας – ένας, περιµέναµε απελευθερωµένοι και ξένοιαστοι στο προαύλιο και τους υπόλοιπους φίλους και συµµαθητές, να αποχαιρετιστούµε. Ήταν ακόµα νωρίς και το λεωφορείο ήθελε περισσότερο από δυο ώρες να περάσει. Περιµένοντας, λοιπόν, βγήκε από το γραφείο ο Πανουτσόπουλος και φώναξε δυνατά να ακούσουν και όσοι ήσαν µακριά.
     «Από τους µαθητάς της τρίτης να µη φύγει κανείς! Όταν τελειώσουν όλοι, σας θέλω... Οι µαθήτριες µπορούν να φύγουν...».
     «Θα χάσουµε το «λεφορείο», κύριε καθηγητά!», φώναξε κάποιος.
     «Μην ανησυχείτε... Θα το προλάβετε! Μόνο για λίγο σας θέλω... Θα είστε ελεύθεροι πολύ πριν έλθει το λεωφορείο», απάντησε ν’ ακούσουν και όσοι άλλοι είχαν κάποια αντίρρηση.
     Άρχισαν τα «τι θέλει πάλι αυτός», αφού µας είχε συνηθίσει σε αγγαρείες. Πιθανολογούσαµε ότι θέλει να µεταφέρουµε θρανία, να είναι έτοιµα για τις εισαγωγικές των µαθητών του δηµοτικού, που θα γίνονταν σε λίγες µέρες. Η µεταφορά θρανίων, άλλως τε, ήταν η πιο συχνή και συνηθισµένη δουλειά που µας έβαζε να κάνουµε.
     Σε λίγη ώρα βγήκε και πάλι ο Πανουτσόπουλος από το γραφείο και µας κάλεσε να µαζευτούµε κοντά του. Στην προσπάθειά µας να κάνουµε «γραµµές», µας είπε:
     «Όχι, παιδιά µου! ∆εν χρειάζεται να κάνετε γραµµές! ∆υο λόγια θέλω να σας πω µόνο».
     Πολυσυνηθισµένη και πολυεπαναλαµβανόµενη η προσφώνηση «παιδιά µου!», που πάντα τον κοροϊδεύαµε καλοπροαίρετα γι’ αυτό, χωρίς, φυσικά, να το ξέρει...!
     Αµέσως µετά την πρώτη του κουβέντα, να µην κάνουµε «γραµµές», συνέχισε:
     «Παιδιά µου, σήµερα είναι η τελευταία µέρα στο σχολειό σας αυτό, που για τρία χρόνια σας φιλοξένησε και σας έδωσε φτερά και εφόδια για τη ζωή. Αν και παύετε από αυτή τη στιγµή να είστε στη δική µας δικαιοδοσία, θέλω, παιδιά µου να σας παρακαλέσω να κάνετε µια καλή πράξη σήµερα! Θεωρείστε το ότι είναι µια αποχαιρετιστήρια πράξη, µια πράξη σαν ένδειξη ευγνωµοσύνης στο σχολείο σας και σε όσα σας έµαθαν εδώ οι καθηγηταί σας. Αυτό που θα κάνετε σήµερα, θα φέρνει νοσταλγίες και µνήµες, πρώτα απ’ όλα και σε σας του ίδιους, όταν µεγαλώσετε. Θα σας θυµίζει περισσότερο έντονα τα γυµνασιακά σας χρόνια, τις εµπειρίες σας και κάποιες περισσότερο ή λιγότερο ευχάριστες στιγµές σας εδώ. Μα θα είναι όµως και µια πράξη για το περιβάλλον, που τόσο πολύ ο άνθρωπος το µαστιγώνει.
     »Από τη δεντροφύτευση που κάναµε στις αρχές της άνοιξης, παιδιά µου, µας έµειναν ορισµένες ακακίες, που τις διατηρήσαµε στο νερό να µην ξεραθούν. Σκέφτηκα, λοιπόν, αυτές τις λίγες ακακίες – δεν πρέπει να είναι παραπάνω από πενήντα –, να τις φυτέψετε σήµερα στο πίσω µέρος του σχολείου µας. Μας δάνεισε η κοινότητα πέντε τσάπες γι’ αυτή τη δουλειά. ∆εν είναι, βέβαια, εποχή δεντροφύτευσης, αλλά µας υποσχέθηκε ο κύριος πρόεδρος της κοινότητος ότι θα φροντίσει ο ίδιος να ποτίζονται τακτικά το καλοκαίρι για να µην ξεραθούν. Σε µισή ώρα, τρία τέταρτα το πολύ, πιστεύω να τελειώσετε και θα είσθε ελεύθεροι.
     »Καλό καλοκαίρι, παιδιά µου, και καλή πρόοδο, όσοι συνεχίσετε το σχολείο, και καλό είναι να το συνεχίσετε όλοι. Σε όλους σας, βεβαίως, εύχοµαι κι εγώ και οι άλλοι δύο συνάδελφοι καλή πρόοδο και στη ζωή και να µην ξεχνάτε ποτέ ότι µε μόνο με έργα αρετής ανεβαίνει ψηλά ο άνθρωπος και ξεχωρίζει. Έργα που γίνονται για το θεαθήναι, ή µε ιδιοτέλεια, είναι εφήµερα και γρήγορα ξεχνιούνται...».
     Τα λόγια του µας συγκίνησαν, αλλά µας «έριξε» και στο φιλότιµο. ∆υο – τρεις είπαν αργότερα ότι αυτό επεδίωκε. Όµως, δεν ήταν έτσι. Συγκινηµένος και ίδιος και αυτά που µας έλεγε έδειχνε να βγαίνουν από την ψυχή του. Σε δυο – τρία σηµεία, µάλιστα, νοιώσαµε τη φωνή του να πάλλεται. Ήξερε κι αυτός ότι από την επόµενη σχολική χρονιά θα έπαιρνε µετάθεση για την Πάτρα κι αυτό τον φόρτιζε. Είχε υπηρετήσει κάπου µια δεκαετία στο Σοποτό, µπορεί και εκεί να πρωτοδιορίστηκε και, οπωσδήποτε, είχε δεθεί µε τον κόσµο και τον τόπο.
     Κανένας µας δεν του έφερε αντίρρηση. Αλλά και τι αντίρρηση θα µπορούσαµε να φέρουµε, αφού τέτοια περιθώρια δεν µας έπαιρνε να έχουµε, είτε από σεβασµό, είτε και από φόβο. Το µόνο που επιδιώκαμε πάντα σε παρόµοιες περιπτώσεις, ήταν να βρούµε έναν τρόπο να τελειώνουµε γρήγορα τη δουλειά για να µας µείνει καιρός να «λουφάρουµε»[...]
     Σηκώσαµε το µεγάλο βαθύ καζάνι που είχε τις ακακίες σε νερό, πιάνοντάς το από χερούλια, και όχι µε ιδιαίτερη διάθεση αρχίσαµε τη «δεντροφύτεση», πίσω από το γυµνάσιο και κάτω από τον καυτό ήλιο. Μία φυτεύαµε, τρεις πετάγαµε στο ρέµα, έξω από το συρµατόπλεγµα! Επειδή η πρώτη από τις ακακίες που φύτεψα εγώ ήταν ακριβώς στη νοτιοανατολική γωνία, είχα στο µυαλό µου πάντα ποια είναι και ήξερα πως αν πήγαινα, θα τη «γνώριζα» αµέσως!
     Τα χρόνια περνούσαν. Κάποιες φορές κατεβαίνοντας µε το λεωφορείο από την Αθήνα για το χωριό µου, έβλεπα τις ακακίες κάθε χρόνο και μεγαλύτερες και το µυαλό µου γύρναγε στα θρανία και στην εποχή που τις φυτέψαµε. Την άνοιξη και το καλοκαίρι που η φυλλωσιά τους έδινε περισσότερο όγκο και χάρη, µου θύµιζαν πιο έντονα την τελευταία µέρα στο γυµνάσιο του Σοποτού.
     Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα από τότε, που η µεγάλη µου κόρη είχε τελειώσει το δηµοτικό, την πήρα και πήγαµε στο Σοποτό να της δείξω το σχολείο µου. Κατηφορίσαµε την οδό «Γυµνασίου» και µια βουβαµάρα κυριαρχούσε παντού. Κλειστά τα περισσότερα σπίτια, χωρίς να βλέπεις ρούχα απλωµένα στα σύρµατα, ούτε και τις αυλές φροντισµένες, ούτε κάτι άλλο που να δείχνει ότι οι καιροί δεν έχουν αλλάξει. Οι πινακίδες µε την ονοµασία του δρόµου είχαν σκουριάσει από τα χρόνια και τα γράµµατα είχαν µισοσβηστεί. Κρατώντας το παιδί από το χέρι, συντροφιά µας έκαναν τα πουλιά µε τα τζιτζίκια και καµιά σαύρα που έτρεχε να κρυφτεί, ενοχληµένη από το πέρασµά µας. Το δροµάκι µέχρι το γυµνάσιο, αν και κάπως συντηρηµένο, είχε πνιγεί από τα ξεροχόρταρα και τους θάµνους που ήθελαν µε κάθε τρόπο να το καταργήσουν. Κι όλα αυτά, µόνο µέσα σε λίγα χρόνια!
     Μπαίνοντας στη µεγάλη σιδερένια µισογκρεµισµένη αυλόπορτα, βλέπαµε ότι ήµαστε πιο κοντοί από τα χορτάρια, αν και λίγο καιρό πριν το τεράστιο προαύλιο του γυµνασίου και το γήπεδο κολλητά σε αυτό, χρησιµοποιούνταν για βοσκότοπος!
     «Γνώρισα» αµέσως την πρώτη ακακία που φύτεψα, µόλις φτάσαµε εκεί και την έδειξα στην κόρη µου! Την κοίταζε από πάνω µέχρι κάτω, ψιθυρίζοντας:
     «Πολύ συγκινητικό!...».
     Την καµάρωνα κι εγώ, βλέποντας ότι έχει θεριέψει, όπως και όλες οι άλλες, και έχουν γίνει δύο και τρεις φορές ψηλότερες από το κτίριο του γυµνασίου! Μια λουρίτσα ήταν τότε η καθεµιά τους και όλες µαζί έκαναν – δεν έκαναν ένα δεµάτι πού χώραγε στη µια αµασχάλη!
     Περπατήσαµε γύρω – γύρω στο γυµνάσιο και τα περισσότερα τζάµια του ήταν σπασµένα, είτε από όπλα κυνηγών, είτε από των παιδιών τον πετροπόλεµο, είτε από τον αέρα, που τα ανοιγόκλεινε κάθε φορά που φύσαγε. Πολλά από τα θρανία του έλλειπαν από τη θέση τους, ενώ κάποια άλλα ήταν σπασµένα ή αναποδογυρισµένα. Κάποια γράµµατα, κάποιες λέξεις – µερικές ανορθόγραφες – και κάποιες ζωγραφιές υπήρχαν ακόµα στους πίνακες και των τριών τάξεων, ποιος ξέρει από πότε και από ποιους επίδοξους «µαθητές» ή «καλλιτέχνες». Πολλή µούχλα απλωµένη από την υγρασία στους τοίχους και τα ταβάνια, ενώ τα σπασµένα κεραµίδια φαίνονταν από πολύ µακριά, από το δρόµο!
     Λίγο καιρό αργότερα, μια ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη µε περίµενε, όταν ξαναπήγα και είδα να έχουν αλλαχθεί όλες οι πόρτες και τα παράθυρα, µε καινούργια αλουµινένια και να έχουν τοποθετηθεί σώµατα καλοριφέρ. Οι τοίχοι και τα ταβάνια δεν είχαν µούχλα, αλλά και οι πίνακες δεν ήσαν πια στη θέση τους! Ο δρόµος από τον Άγιο Γεώργιο µέχρι τη σιδερένια αυλόπορτα έχει στρωθεί µε τσιµέντο και η εύκολη πρόσβαση µε αυτοκίνητο είναι πλέον γεγονός! Κατάλαβα ότι για «κάτι καλό» ετοιµάζεται!


                                 Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 3 Σεπτ. 2017

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2017

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Η λογική με το γαρύφαλλο!



     Προς το τέλος της δεκαετίας του 1970 και η άνοιξη ξεδιπλωνόταν κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Τα μπουμπούκια στα κλαριά άνοιγαν, ο τόπος έπαιρνε σιγά-σιγά το πράσινο ζωηρό χρώμα του και οι συναυλίες των πουλιών πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα. Μια ανείπωτη πανδαισία λουλουδένιων χρωμάτων γέμιζε κάθε κομμάτι γης σε κάμπους, ρεματιές και πλαγιές, συμπληρώνοντας την αισιοδοξία της καλύτερης εποχής του χρόνου. Τα τζάκια όλο και λιγότερο κάπνιζαν σε όλη την περιοχή των Καλαβρύτων και τα βαριά χειμωνιάτικα ρούχα έπαιρναν το ένα μετά το άλλο την καλοκαιρινή θέση τους.
     Στην παιδική-εφηβική μας ηλικία, τότε, το ξανάνιωμα αυτό της φύσης τράνευε και τη δική μας αισιοδοξία και ζωντάνια, που, αν και σε συνεσταλμένους καιρούς, δεν λογαριάζαμε πάντα καθωσπρεπισμούς και οι μικροπαρεκτροπές είχαν κι αυτές θέση και στη δική μας ζωή.
     Εκείνο το πρωινό το πρώτο μάθημα στην τελευταία τάξη του εξαταξίου γυμνασίου ήταν η γεωμετρία. Μετά την προσευχή, την έπαρση της σημαίας στο προαύλιο του σχολείου και την «καλημέρα» στο μαθηματικό μας στην αίθουσα, άνοιξε ο κατάλογος για την εξέταση. Ξεφύλλισε δυο-τρία φύλλα ο καθηγητής και φώναξε το όνομα του εξεταζόμενου να βγει στον πίνακα. Το αντικείμενο εκείνης την ημέρας ήταν ο όγκος του κώνου, εύκολο μάθημα και δεν μας διακατείχε καρδιοχτύπι.
     Ενώ ο πρώτος εξεταζόμενος, ο συμμαθητής μας ο Στάθης έλυνε με ευχέρεια την άσκηση στον πίνακα, στα πίσω θρανία γινόταν με κάθε… διακριτικότητα «διακίνηση» του βιβλίου της λογικής μεταξύ του Θανάση και της Αθηνάς! Η διακίνηση συνοδευόταν με χαμόγελα και θετικά συναισθήματα ζωγραφισμένα στα πρόσωπα και των δύο, ενώ οι παρακαθήμενοι προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τα πονηρά χαμόγελά τους, φύσει αδύνατον να μην τα αντιληφτεί ο μαθηματικός.
     Τι είχε τραβήξει κι αυτό το βιβλίο της λογικής! Με πολύ μικρές και εύκολες παρεμβάσεις, πολλοί από εμάς το είχαμε μετατρέψει σε… «ΑΘΕΙΚΗ», «διορθώνοντας» το Λ σε Α, το Ο σε Θ και το Γ σε Ε! Τη… θέση τους είχαν και τα διαλυτικά πάνω στο Ι
     «Πω! Πω! Τι μαθαίνουνε στα παιδιά!…», έλεγαν ορισμένοι μεγαλύτεροι, όταν το έβλεπαν!
     Σε λίγο, ο μαθηματικός διακόπτει το Στάθη που έφτανε στο τέλος της λύσης της άσκησης και λέει στο Θανάση:
     «Για… έλα στον πίνακα, Γαλανόπουλε, να βοηθήσεις το συμμαθητή σου!».
     Δυο τρεις άλλοι συμμαθητές γύρω από Θανάση δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα χαμόγελά τους, τα οποία μετετράπησαν σε πνιγμένα γέλια, που όμως κόπηκαν απότομα, με το αγριοκοίταγμα του μαθηματικού.
     Εκτός τόπου και χρόνου ο Θανάσης(!), αφού τον είχε συνεπάρει το «πήγαιν’ έλα» της λογικής και το… περιεχόμενό του, δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα. Μόνο το άκουσμα του ονόματός του και το σχεδόν ταυτόχρονο σκούντημα του διπλανού του με τον αγκώνα τον αιφνιδίασαν και τινάχτηκε σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα!
     «Τι είναι, κύριε καθηγητά;».
     «Δεν άκουσες; ‘Ελα στον πίνακα, λέω, να βοηθήσεις το συμμαθητή σου».
     «Μα… γιατί, κύριε καθηγητά; Αφού… μια χαρά τα καταφέρνει μόνος του!».
     «Έλα στον πίνακα και άσε το πνεύμα…».
     Μουδιασμένος ο Θανάσης σηκώνεται με αργά βήματα, κοιτάζοντας γύρω του συμμαθητές και συμμαθήτριες, να μπορέσει να «διαβάσει» κάτι από τα χείλη τους για το «πού βρισκόμαστε και τι να κάνει».
     «Για συνέχισε και ολοκλήρωσε τη λύση της άσκησης που άρχισε ο συμμαθητής σου», του είπε ο μαθηματικός, που έβγαλε και σκούπισε τα γυαλιά του μ’ ένα μαντήλι.
     Προσπαθώντας να συντονιστεί και μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη, παρεμβαίνει μετά από διάστημα μισού λεπτού απόλυτης σιωπής στην αίθουσα ο καθηγητής:
     «Δεν είσαι στο μάθημα, Γαλανόπουλε, και ξέρω ότι έχεις θέσει υψηλούς στόχους. Οι μεγάλες πόρτες δεν ανοίγουν εύκολα… Τι μάθημα έχεις την επόμενη ώρα;».
     «Λογική, κύριε καθηγητά».
     «Ελπίζω στη λογική να έχεις διαβάσει!».
     «Μάλιστα!...».
     «Θα πω στην καθηγήτριά σου να σ’ εξετάσει!... Κάθισε στη θέση σου και πρόσεχε!».
     Και προτού να φτάσει στο θρανίο του, συνεχίζει ο μαθηματικός:
     «Μήπως θέλεις να έρθεις να συνεχίσεις εσύ, Χωραφοπούλου;», απευθυνόμενος στην Αθηνά.
     «Όχι, όχι!», ήταν η ξεκάθαρη απάντησή της.
     Ο καθηγητής κούνησε το κεφάλι του…
     Με το που κάθεται στο θρανίο του ο Θανάσης, λέει ανακουφισμένος και ψιθυριστά στο διπλανό του, μόλις ο μαθηματικός γύρισε προς τον πίνακα:
     «Ουφ!... Ευτυχώς που δεν μου ζήτησε να δει τη λογική!... Της είχα βάλει κι ένα γαρύφαλλο μέσα, μαζί μ' ένα ραβασάκι! Αν το έπαιρνε χαμπάρι, θα τρώγαμε αποβολή και οι δύο!».
     Κι αμέσως μετά με νοήματα ζήτησε από την Αθηνά να του δώσει το βιβλίο, να διαβάσει για την επόμενη ώρα!

    Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2 Σεπτ. 2017