Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019


Εύθυμες ιστορίες του χωριού:
Η… τηλεόρα!


     Το φύσαγε και δεν κρύωνε η  Σοφία η Θανάσαινα. Με το που άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και μπήκε μέσα, αμέσως τα δυο παιδιά της και η πεθερά της διάβασαν στο πρόσωπό της. Έδειχνε πολύ στενοχωρημένη.
     «Τί έπαθες, μάνα;», ρώτησε ο μεγάλος της γιος, ο Αντώνης, που περπάταγε στα δεκαπέντε του και πήγαινε στο γυμνάσιο. Ο δεύτερος, όπως και η πεθερά της, κάρφωσαν τα μάτια τους επάνω της και με το βλέμμα τους έκαναν την ίδια ερώτηση, περιμένοντας με αγωνία μια απάντηση.
     Μιλιά. Καμία απάντηση η Σοφία. Κατακόκκινη από τη ντροπή της προσπαθούσε να κρυφτεί, αλλά ήταν αδύνατο.
     «Τί έπαθες, μωρή;», τη ρώτησε και η πεθερά της σε λίγα δευτερόλεπτα, που τις περισσότερες φορές οι δυο τους τα πήγαιναν σαν το σκύλο με τη γάτα.
     Παρ’ όλο που δεν ήθελε να πει για το... ρεζίλεμά της, «αναγκάστηκε» να μιλήσει για να το μοιραστεί μαζί τους, αλλά και για να μην αγωνιούν, πιστεύοντας ότι της συνέβη κάτι πολύ φοβερό.
     «Μπήκα στο μαγαζί να πάρω δυο πραγματάκια που χρειάζεται το σπίτι. Τί το ’θελα; Είχε βάλει ο Θεμιστοκλής ο μαγαζάτορας εκείνο το κουτί, την τηλεόρα ντε, που δείχνει κάποιους ανθρώπους που μιλάνε. Μίλαγε μια γυναίκα και με το που με βλέπει, μου λέει με θυμό:
     “Κι εσύ, κυρά μου, ξένη γυναίκα, δεν ντρέπεσαι; Τί μου ήρθες εδώ και με τηράς σαν χαζή;… Δουλειές δεν έχεις στο σπίτι σου;…”!
     Μού ’ρθε ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί! Τί της έκανα εγώ και μου μίλησε έτσι;…»!
     «Μάνα, πρώτα από απ’ όλα, δεν το λένε "κουτί", ούτε “τηλεόρα”», της εξήγησε ο μεγάλος της γιος, που έβαλε τα γέλια. «Τη λένε τηλεόραση κι αυτή που είπε έτσι, δεν το είπε σ’ εσένα! Κάποιο θεατρικό έργο θα ήτανε και μίλαγε με κάποιους άλλους, μέσα στην τηλεόραση».
     «Τί λες, μωρέ! Αφού με τήραγε στα μάτια!... Αυτοί από ’κει μέσα μας βλέπουνε, όπως τους βλέπουμε κι εμείς!!!
     Ο Αντώνης ξανάβαλε τα γέλια, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Το ίδιο έκανε και ο μικρότερος. Η πεθερά της ούτε κι αυτή πολυκατάλαβε τί έγινε, γέλασε όμως ειρωνικά εις βάρος της νύφης της.
     Όσο κι αν προσπάθησε ο Αντώνης να δώσει στη μάνα του να καταλάβει ότι «αυτοί μου μιλάνε στην τηλεόραση δεν βλέπουν εμάς, αλλά μόνο εμείς αυτούς, και ότι εκείνη την ώρα παίζανε θέατρο, μάταιος ο κόπος! Ήταν η εποχή που οι πρώτες ασπρόμαυρες τηλεοράσεις είχαν φτάσει στα χωριά και τις είχαν προμηθευτεί τα μαγαζιά, συνήθως καφενεία-παντοπωλεία.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.12.2019
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Το πρώτο λαχείο




    Σε ειδική-πανηγυρική εκδήλωση στις 13 Δεκεμβρίου 2019, απενεμήθησαν οι τιμητικές διακρίσεις του καθιερωμένου ετήσιου Πανελλήνιου και Πακγκύπριου λογοτεχνικού διαγωνισμού, της ιστορικής ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ. Μεταξύ των πνευματικών έργων πού διακρίθηκαν, είναι και το διήγημα «το πρώτο λαχείο» της ταπεινότητάς μου.

   
                  Η επίδοση του Βραβείου από τον Πρόεδρο της ΕΕΛ κ. Λευτέρη Τζόκα

     Ολόθερμες οι ευχαριστίες μου στον Πρόεδρο του Δ.Σ. της Ένωσης, κ. Λευτέρη Τζόκα, όλα τα Μέλη του Δ.Σ., καθώς και στην Κριτική Επιτροπή.
    Μπορείτε στη συνέχεια να διαβάστε και το διήγημα:

Το πρώτο λαχείο

     Πάνε κάπου σαράντα χρόνια από τότε που η Στεφανία είχε τραυματιστεί στην Κέρκυρα, σ’ ένα αυτοκινητικό ατύχημα κι έμεινε με βαριά αναπηρία, μόλις είχε κλείσει τα είκοσι έξι της. Ένα μικρό φορτηγό την είχε χτυπήσει λίγο έξω από το κέντρο της πόλης του νησιού κι από τότε δεν ξαναπερπάτησε. Καθηλώθηκε στο κρεβάτι και μπορούσε να μετακινηθεί μόνο με βοήθεια και με αναπηρικό καροτσάκι. Τί ειρωνεία της τύχης, όμως, και τί λαχείο ήταν αυτό που της έδωσε η ζωή, σ’ αυτή τη γεμάτη σφρίγος ηλικία! Μόλις λίγες μέρες πριν είχε πάρει στα χέρια της το μεταπτυχιακό τίτλο στην κοινωνιολογία, ύστερα από το πτυχίο γεωπονίας που είχε προηγηθεί με άριστα και ήταν έτοιμη ν’ ανοίξει τα φτερά της για να πετάξει στη ζωή.
     Τί και δεν είχαν κάνει οι γονείς της για να μπορέσει να περπατήσει, έστω και με πατερίτσες, που πίστευαν ότι σιγά-σιγά θα τις πέταγε κι αυτές και θα ήταν όπως και πριν, έστω και με κάποια μικρή δυσκολία. Πούλησαν χωράφια, πούλησαν ζωντανά, δανείστηκαν κιόλας από δικούς τους ανθρώπους, μα μάταια. Γιατροί κι άλλοι γιατροί, φάρμακα κι άλλα φάρμακα, λεφτά κι άλλα λεφτά, κάμποσα ταξίδια στο εξωτερικό, όλα πήγανε στράφι.
     Σ’ όλη της αυτή τη δοκιμασία, στάθηκε ακούραστος δίπλα της και ο Γρηγόρης, το παλληκάρι με το οποίο από το σχολειό υπήρχε μια αμοιβαία έλξη και σκέψη να ενώσουν τις ζωές τους. Παρ’ όλο που η σχέση τους δεν είχε επισημοποιηθεί, παρ’ όλο που στην κλειστή κοινωνία του οικογενειακού και κοινωνικού τους κύκλου δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό, ως το ανεπίσημο, ο Γρηγόρης τη στήριζε με όλες του τις δυνάμεις και όλα του τα αισθήματα. Μαζί στο πήγαιν’-έλα στους γιατρούς, μαζί στα ταξίδια στο εξωτερικό για την υγεία της, και πάντα με ενδιαφέρον και πάντα με πολλές ελπίδες. Η κόπωση όμως άρχισε να φαίνεται στα μάτια του κι αυτό το έβλεπε η Στεφανία, ειδικά όσο πέρναγε ο καιρός και οι ελπίδες σιγόσβηναν.
    Τρία χρόνια μετά το σοβαρό ατύχημά της, βρήκε τη δύναμη και πήρε την οριστική απόφαση να «απομακρύνει» από κοντά της το Γρηγόρη. Όσο κι αν το θεωρούσε δυσβάστακτο για την ίδια, όσο κι αν ένοιωθε ότι τον είχε ανάγκη, όσο κι αν διαισθανόταν ότι ο χωρισμός τους θα της επιδείνωνε την κατάσταση σε κάθε τομέα, κυρίως όμως συναισθηματικά, έπρεπε να το κάνει. Ήταν πλέον ξεκάθαρο μέσα της ότι δεν μπορούσε να τον κρατήσει κοντά της, αφού οι προοπτικές να φτιάξει τη ζωή της μαζί του εξανεμίζονταν μαζί με τα όνειρά της. Με την κοπέλα που συνδέθηκε αργότερα ο Γρηγόρης έκαναν οικογένεια σε μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό τη Στεφανία την έκανε και να πονέσει, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και ν’ ανακουφιστεί, γιατί του αναγνώριζε κάθε δικαίωμα να φτιάξει τη δική του ζωή.
     Σε όσους προσπαθούσαν να βρούνε να της πούνε δυο λόγια και να την ενθαρρύνουν στις δυσκολοδιάβατες ανηφοριές της, κούναγε το κεφάλι απελπισμένη και η απάντησή της ήταν στερεότυπη: «Ήμουνα νιά και γέρασα»! Στην πραγματικότητα, όμως, δεν το έβαζε κάτω. Με πολλή θέληση είχε εξασκήσει τη δύναμη των χεριών της και με τη βοήθεια ενός δεύτερου ατόμου ανέβαινε σχετικά εύκολα από το κρεβάτι στο καροτσάκι και γύριζε σχεδόν καθημερινά την πόλη. Οι γονείς της είχαν προσθέσει και κατάλληλη ράμπα στα πέντε σκαλοπάτια από το δρόμο στο σπίτι τους κι αυτό ήταν μεγάλη ευκολία για το παιδί τους.    
     Έβλεπε η Στεφανία και τη φυσική φθορά των γονιών της, που ο καημός του μονάκριβου παιδιού τους είχε επισπεύσει τα γεράματά τους. Τότε πήρε άλλη μια μεγάλη απόφαση: Τούς ζήτησε να τη βάλουν στο ίδρυμα αναπήρων, αφού η ζωή της έβαινε οριστικά σε αδιέξοδο και θα γινόταν πολύ μεγαλύτερο μετά απ’ αυτούς. Αντέδρασαν πολύ αρνητικά στην επιθυμία της, τελικά όμως τους κατάφερε. Το γάμο της Γιώτας με τον Ανέστη, τρόφιμων του ιδρύματος και των δύο με ελαφρά αναπηρία, που έγινε και πρωτοσέλιδο στις τοπικές εφημερίδες, τον χρησιμοποίησε κατάλληλα και συνετέλεσε κάπως θετικά σ’ αυτό: στους γονείς της έλεγε επίμονα ότι εκεί θα βρει κοινά ενδιαφέροντα με ανθρώπους της ηλικίας της και οι αντιρρήσεις τους σιγά-σιγά κάπως άρχισαν να κάμπτονται. Όχι πως πίστεψαν ποτέ ότι θα εύρισκε και η ίδια μια τέτοια τύχη εκεί, αλλά έβλεπαν και οι ίδιοι ότι τα γεράματα ήρθαν.
     Μετά την εγκατάστασή της στο ίδρυμα, οι γονείς της την επισκέπτονταν ο ένας το πρωί και ο άλλος το απόγευμα κάθε μέρα. Κοντινούς συγγενείς δεν είχαν πολλούς, που και αυτοί οι λίγοι άρχισαν σταδιακά να απομακρύνονται.
     Από τις πρώτες της δραστηριότητες στο ίδρυμα αναπήρων, ήταν να βγαίνει με τις ημερήσιες άδειές της και να γυρίζει όλη την πόλη, συνήθεια που είχε και πριν. Τις Κυριακές εκκλησιαζόταν, ενώ πολύ συχνά τα απογεύματα πήγαινε σε προβολές κινηματογραφικών ταινιών, σε θεατρικές παραστάσεις κι άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, γεμίζοντας έτσι ευχάριστα τη ζωή της. Γενικά η πνευματική καλλιέργεια ήταν πάντα στα πρώτα της ενδιαφέροντα και τα βράδια και τις κρύες και βροχερές μέρες το διάβασμα γινόταν μια άλλη ευχάριστη κι αγαπημένη της διέξοδος. Οι υπόλοιποι συνασθενείς της κι όλο το προσωπικό του ιδρύματος τη θαύμαζαν και την είχαν βαφτίσει «βιβλιοφάγο».
     Αργότερα, και με την άδεια της διοίκησης του ιδρύματος, εξασφάλισε  πρόσβαση στο μαγειρείο. Τα διάφορα γλυκίσματα και τα κέικ που έφτιαχνε εκεί, σε συνεργασία με το προσωπικό, γινόταν ανάρπαστα και πάντα τα απολάμβαναν όλοι με όλες τους τις αισθήσεις και τις καλύτερες κριτικές τους: το «μμμμμ!» της απόλαυσης!  
     Ολοένα όμως κάτι την «έτρωγε» μέσα της: Οι σκέψεις πως πολλές φορές τα όνειρα γκρεμίζονται, κομματιάζονται, συνθλίβονται, γίνονται σκόνη, «ονειρόσκονη», όπως έλεγε συχνά. Την απασχολούσε και η πραγματικότητα, πως οι αναμνήσεις ζουν ακέραιες, δεν κομματιάζονται και δεν γίνονται «αναμνησόσκονη». Μ’ αυτές τις αναμνήσεις αποφάσισε υπηρετήσει τις φιλοδοξίες και να τις πραγματοποιήσει με άλλους σχεδιασμούς: να διδάξει, να παραδειγματίσει, να αφυπνίσει, να μοιράσει αγάπη, παιδεία και πολιτισμό, αξιοποιώντας τις επιστήμες της, μα προ πάντων τη θέλησή της και τη δυναμική της που ποτέ δεν της έλειψαν. Κάτι που ακόμα περισσότερο ήθελε να διώξει μακριά από πάνω της, ήταν ο οίκτος με τον οποίο έβλεπε να την αντιμετωπίζουν κάποιοι άνθρωποι του κοντινού και του μακρινού περιβάλλοντός της. Έτσι, σε συνεργασία με τον τοπικό δήμο, συλλόγους κι άλλους φορείς, γρήγορα άρχισε να διοργανώνει με πολλή μεγάλη επιτυχία ομιλίες, διαλέξεις και συνέδρια, με θέματα γεωπονίας και κοινωνιολογίας, σε συνεδριακά κέντρα, σε αίθουσες του Δήμου και σε σχολεία.
     Σύντομα η φήμη της ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια του νησιού της κι έγινε αντικείμενο θαυμασμού και για τη δράση της αυτή, κυρίως όμως για τον αγώνα της και τη θέλησή της για τη ζωή. Τα θέματα τα οποία ανέπτυσσε ανακοινώνονταν έγκαιρα μέσω του Τύπου και συνέρεαν και τα παρακολουθούσαν επιστήμονες από πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού.
     Όσο, όμως, κι αν όλες αυτές οι πολυδιάστατες  δραστηριότητες της έδιναν ζωή, έρχονταν ώρες που ένοιωθε το Γολγοθά της όλο και πιο ανηφορικό. Της έλειπε πάνω απ’ όλα η οικογένεια, η ελεύθερη κίνηση, ο χορός, η άθληση, ο περίπατος στο δάσος και στην παραλία, το κολύμπι, όπως και κάθε τι ακόμα που για τον καθένα θεωρείται δεδομένο. Τα προβλήματα υγείας που συσσωρεύονταν το ένα μετά το άλλο όσο τα χρόνια περνούσαν, στα εξήντα της τής είχαν περιορίσει κατά πολύ την κινητικότητα, που ήταν η κύρια δύναμη που της έδινε ζωή το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Η ανημπόρια και ο θάνατος των γονιών της επέδρασαν ακόμα πιο αρνητικά στην ψυχολογία της, αφού δεν είχε άλλον κοντινό συγγενή να νοιώσει στήριξη. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια ψυχιατρική διάγνωση, αυτή της κατάθλιψης, φαινόταν ότι είχε επιδεινώσει κι εκείνη με το δικό της τρόπο την υγεία της και τη συμπεριφορά της.  Ακμαιότατη πάντα η αντίληψή της, όμως, αντιλαμβανόταν τη συμπάθεια και σε κάποιες περιπτώσεις τον οίκτο του προσωπικού του ιδρύματος, που τόσα χρόνια τους γνώριζε και αυτούς ένοιωθε για δικούς της ανθρώπους. Αυτό την καταρράκωνε ακόμα περισσότερο, αφού είχε αναγκαστεί να περιορίσει και πολλές ζωτικής σημασίας δραστηριότητες για την ίδια και παντού ήταν αναγκασμένη να ζητά τη βοήθειά τους, ακόμα και σε πολύ απλά πράγματα.
     Ένα μουντό χινοπωριάτικο απόγευμα, μουντό στην ατμόσφαιρα και μαύρο για τη Στεφανία, μια πολύ ευχάριστη έκπληξη ήρθε να της αλλάξει τη διάθεση: Πήγε και την επισκέφθηκε ο πρωτοξαδερφός της ο Χαράλαμπος, που είχε έρθει από την Αυστραλία. Ούτε και η ίδια τον γνώρισε κι αυτός με τη βοήθεια του προσωπικού ενημερώθηκε πως ήταν στο δεύτερο από τα τρία κρεβάτια του θαλάμου. Ο χρόνος είχε αφήσει αμείλικτα το πέρασμά του επάνω και στους δυο τους.
     Χαρές και ξεφωνητά μόλις γνωρίστηκαν! Είχαν να ειδωθούν από το σχολείο και τα συναισθήματα ήταν απερίγραπτα, αφού πάντα τους άρεσε η παρέα που έκαναν στα παιδικά τους χρόνια. Η Στεφανία άρχισε να γελάει, να λάμπει το πρόσωπό της, να θέλει προσέξει τον εαυτό της. Όλη αυτή τη χαρά ήρθε να την απογειώσει μια πρόταση του ξαδέρφου της, που είχε και το όνομα του παππού τους. Προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει να βγούνε μαζί έξω, να πάνε στο θέατρο και μετά να φάνε στο καλύτερο εστιατόριο του νησιού!
     Με τη βοήθεια του προσωπικού φόρεσε το φόρεμα που κάποτε φόραγε μόνο στην Ανάσταση. Ο Χαράλαμπος την πήρε με το καροτσάκι και βγήκαν έξω, περιμένοντας κάτω από τα σκαλιά, μέχρι να έρθει το αυτοκίνητο που είχε ειδοποιήσει ο ίδιος.
     Πόσο καιρό είχε να κατέβει τις σκάλες του ιδρύματος! Πόσο καιρό είχε να νοιώσει το χάδι του αέρα στο πρόσωπό της, ν’ ακούσει το ρυθμικό ήχο από τα πέταλα των αλόγων που έσερναν τις άμαξες, να νοιώσει τη μυρωδιά από την αλμύρα και το ιώδιο της θάλασσας, να φτάσει καθαρά στ’ αυτιά της το σφύριγμα του καραβιού που έμπαινε στο λιμάνι… Με μια βαθειά ανάσα, με χαμόγελο ευτυχίας, με το άνοιγμα των χεριών της και το κλείσιμο των ματιών της απόλαυσε όλα αυτά που τόσο είχε στερηθεί και που κάποτε ήταν καθημερινό κομμάτι της ζωής της.
     Τότε πέρασε από μπροστά τους ένα πλανόδιος λαχειοπώλης, με μια τσάντα στον ώμο και τέσσερα πέντε λαχεία που κράταγε σε κάθε χέρι.
    «Πάρτε λαχεία! Μείνανε τα τελευταία και είναι τυχερά!», τους είπε. Αμέσως η Στεφανία, με έκδηλη την ευτυχία κι ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, του απάντησε:
     «Τί να τα κάνω τα δικά σου λαχεία, φίλε μου! Το λαχείο που κέρδισα εγώ απόψε, αξίζει πολύ περισσότερο από τον πρώτο λαχνό αυτών που κρατάς!».

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.12.2019
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )






Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Προσμονή πρωτοχρονιάς (ποίημα)


Κι αν την πλάτη μας βαραίνει
ένας παραπάνω χρόνος,
η ζωή μας κι αν κονταίνει
κι αν ανηφορίζει ο δρόμος,

με ελπίδες και με δώρα,
φώτα και βεγγαλικά
θα προσμένουμε την ώρα
που ’ρχεται πρωτοχρονιά!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.12.2019

«Αρνάδες, κατσ’κάδες»!



     Ένα πολύ όμορφο έθιμο που συναντάμε κυρίως στην Ήπειρο, ανήμερα τα Χριστούγεννα, είναι και το εξής:
     Αμέσως με το που θα γυρίσουν από την Εκκλησία, μετά τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, ρίχνουν στη φωτιά μικρά κλωνάρια χλωρού πουρναριού. Εκείνα μόλις αρχίσουν να καίγονται, τρίζουν, «σκάνε», κάνοντας έναν θόρυβο λες και ακούγεται πολυβόλο! Τότε εύχονται στο νοικοκύρη και μεταξύ τους: 
     «Χρόνια πολλά! Αρνάδες, κατσ'κάδες». 
     Η ευχές «αρνάδες, κατσ'κάδες» και «νύφες, γαμπρούς», φαίνεται να έχει την ίδια βαρύτητα με την κατ' εξοχήν ευχή της ημέρας, τα «χρόνια πολλά». Εύχονται έτσι να γεννηθούν θηλυκά αρνιά και κατσίκα για ν’ αυγατίσει το κοπάδι και να πάει καλά η οικονομία του σπιτιού! 
     Αμέσως μετά τα κορίτσια, που σημειωτέον δεν πάνε (δεν πήγαιναν) για κάλαντα την παραμονή, παρά μόνο τ' αγόρια, κάνουν επισκέψεις στα σπίτια του χωριού, κρατώντας κι εκεί στα χέρια τους μικρά κλωνάρια χλωρού πουρναριού. Μπαίνοντας κάνουν το ίδιο και δίνουν τις ίδιες ευχές. Μετά τις ευχαριστίες των νοικοκυραίων, την ανταπόδοση των ευχών και το καθιερωμένο κέρασμα, φεύγουν για το επόμενο σπίτι.  
     Δείτε το σύντομο σχετικό βίντεο:



Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.12.2019

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Ο μυλωνάς και οι καλικάντζαροι


Εικόνα: Παλαιό αναγνωστικού Δ΄ δημοτικού


    Προπαραμονή πρωτοχρονιάς και πολύ πρωί, πριν ακόμα χαράξει άφησε το ζεστό του κρεβάτι του ο μπάρμπα-Μήτσος ο μυλωνάς και κρατώντας το λαδοφάναρο για να βλέπει, κατέβηκε στο μύλο. Είχε πολλά αλέσματα κι έπρεπε μέχρι το βράδυ να τα τελειώσει, γιατί ο κόσμος ήθελε τα γεννήματά του. 
     Ήτανε αγαθός άνθρωπος ο μπάρμπα-Μήτσος κι απέφευγε να δουλέψει το μύλο τα δωδεκάημερα. Είχε ακούσει πολλά για τους καλικαντζάρους, που με τις ζαβολιές τους δεν αφήνουν ήσυχο τον κόσμο αυτές τις μέρες. Η αδυναμία τους, όμως, στους μύλους και τους μυλωνάδες, τον κράταγε ακόμα πιο διστακτικό. Και τί δεν είχε ακούσει: ότι πάνε κι ανακατεύουνε το αλεύρι του ενός με του άλλου, άλλοτε το σταρένιο με το καλαμποκίσιο, άλλες φορές κατουράνε μέσα και το μαγαρίζουνε, ότι το σκορπάνε και γεμίζει ο τόπος και πολλά άλλα τέτοια για να βάλουνε σε μπελάδες το μυλωνά. Τί να έκανε όμως που τα αλέσματα είχαν μαζευτεί βουνό;
     Πάντα μέσα στο μύλο είχε ένα πρόχειρο εικονοστάσι, αλλά μιας και θα άλεθε τέτοιες μέρες, έβαλε ακόμα εκεί από την προηγούμενη και την εικόνα της Γέννησης του Χριστού κι ένα μπουκαλάκι αγιασμό που είχε στο σπίτι. Έκανε το σταυρό του και άνοιξε την πόρτα του μύλου. Μα πριν προλάβει να μπει καλά-καλά μέσα, δέχθηκε δυο απανωτά χτυπήματα με αλεύρι στο πρόσωπο! Πήγε αλεύρι και στα μάτια του κι όσο να προσπαθούσε να τα τρίψει να δει κάπως στο σκοτάδι, τού ήταν αδύνατο και τον τσούζανε περισσότερο. Με τον αιφνιδιασμό, του έφυγε και το λαδοφάναρο από τα χέρια, χωρίς να μπορεί να εντοπίσει πού βρισκόταν, γιατί κι αυτό έσβησε. Σε ποιόν να μιλήσει και τί να πει; Προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του, έκανε το σταυρό του κι έτριβε συνέχεια τα μάτια του να τον ανακουφίσει ο πόνος και σχεδόν μπουσουλώντας ξανανέβηκε στο σπίτι.
     Με το που φτάνει στο κρεβάτι που κοιμόταν η μυλωνού, η γυναίκα του, την κουνάει να ξυπνήσει και της λέει τρομαγμένος:
     «Σήκω! Με στραβώσαν οι Καλικάντζαροι!».
     Εκείνη, μισοκοιμησμένη άναψε το λυχνάρι που ήταν δίπλα από το κεφάλι της και μόλις βλέπει τον άντρα της κάτασπρο από τα αλεύρια, βάζει τις φωνές:
     «Παναγία μου! Χριστέ μου! Τί είν’ αυτό που μας βρήκε;»!
     Γυναίκα τετραπέραντη η Σοφία η μυλωνού, όμως, δεν τη γέλαγε εύκολα άνθρωπος. Σηκώθηκε σαν λάστιχο από το κρεβάτι και λέει επιτακτικά στον άντρα της:
     «Κάτσε εδώ μέχρι να γυρίσω…».
     Έριξε ένα χοντρό ρούχο επάνω της και με γρήγορα βήματα κατέβηκε στο μύλο, κρατώντας στα χέρια της το αναμμένο λυχνάρι. Με το που μπαίνει μέσα, βλέπει μια μεγάλη ακαταστασία, αλεσμένα και ανάλεστα σακιά με γεννήματα χυμένα και τη μεσόπορτα μισάνοιχτη. Ξαναβγαίνει γρήγορα έξω και προσπάθησε να δει στο φως του φεγγαριού στο δρόμο που χανόταν για το χωριό. Σχεδόν αμέσως βάζει τις φωνές, αλλά άδικα: δυο σακιά αλεύρι, φορτωμένα σε δυο ανθρώπινες πλάτες, χάνονταν σε μεγάλη απόσταση στο καταράχι, πριν τα πρώτα σπίτια!
     Ανεβαίνει ξανά στο σπίτι, βρίζοντας τον άντρα της, που ακόμα έτριβε τα μάτια του από τον πόνο:
     «Βρε, αναθεματισμένε, δεν σου έχω πει να μη λύνεις το σκυλί από την πόρτα του μύλου; Πηλαλάει από δω κι από κει με τις σκύλες του ενός και του άλλου και μένει ο μύλος αφύλαχτος! ...Δεν ήτανε καλικάντζαροι, ρε κακομοίρη! Κλέφτες ήτανε που πήρανε δυο σακιά αλεύρι… Δύο είδα... Δεν ξέρω μήπως ήτανε κι άλλοι... »!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.12.2019