Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

Σύντομη αναφορά στην ιστορία της σημαίας της Ακροπόλεως, στη μνήμη του ήρωα Μανώλη Γλέζου, που πέθανε σαν σήμερα, 30.3.2020


     Η Αθήνα απελευθερώθηκε από του τούρκους στις 31 Μαρτίου του 1833. Ο τελευταίος τούρκος φρούραρχος παρέδωσε την πόλη στον Βαυαρό υπολοχαγό Χριστόφορο Νέζερ, πρώτο φρούραρχο της ελεύθερης Αθήνας. Αν και οι Βαυαροί εκπροσωπούσαν το νέο Ελληνικό Βασίλειο, δεν διακατέχονταν από ιδιαίτερα Ελληνικά πατριωτικά συναισθήματα κι έτσι δεν σκέφτηκαν ότι όφειλαν να υψώσουν την Ελληνική σημαία στην Ακρόπολη. Ένα Χιώτης καπετάνιος, γνωστός ως «καπετάν Δημήτρης», νοιώθοντας την ανάγκη αυτή, κατέβηκε στο πλοίο του στον Πειραιά, πήρε από αυτό την Ελληνική σημαία και επιστρέφοντας στον ιερό βράχο άρχισε να παρακαλεί τους Βαυαρούς να του επιτρέψουν να την υψώσει εκεί. Ο Νέζερ βρήκε δικαιολογημένο το αίτημα του Χιώτη καπετάνιου και, πράγματι ο ίδιος ο «καπετάν Δημήτρης» ύψωσε τη σημαία του πλοίου του στον Παρθενώνα, ενώ ο γιος του που στέκονταν δίπλα του φώναξε «Ζήτω η Ελλάς»!
    Το ιερό αυτό σύμβολο της πατρίδας μας υπεστάλη τον Απρίλιο του 1941 και στη θέση του ανέβηκε η γερμανική σβάστικα, με την κατάληψη της πόλης από τους νέους κατακτητές της, τους γερμανούς. Την νύχτα της 30ής Μαΐου του ίδιου έτους, οι πατριώτες Απόστολος (Λάκης) Σάντας (22 Φεβρουαρίου 1922 - 30 Απριλίου 2011) και Μανώλης Γλέζος (9 Σεπτεμβρίου 1922 - 30 Μαρτίου 2020), με μια καθ’ όλα ηρωική τους επιχείρηση κατέβασαν τη σημαία του κατακτητή και ύψωσαν τη γαλανόλευκη στην Ακρόπολη, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στον εισβολέα. Όμως, «τα πολλά λόγια είναι φτώχια» και καλύτερα θα ήταν να παρακολουθήσετε το βίντεο της εκπομπής της σειράς «αλάτι και πιπέρι» (1982), του αξέχαστου Φρέντυ Γερμανού ΕΔΩ. Αξίζει! Πιστέψτε με! Θα μάθετε πολλά που, ίσως, δεν γνωρίζετε, ιδίως οι νεότεροι!

Μια μεταλλική πλάκα στο χώρο γράφει την ιστορία...


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.3.2023

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

Σκέψεις του Γιάννη και του Μεμέτη (ποίημα)


                            Να ’ρχονται πρέπει συμφορές οι αγκαλιές ν’ ανοίγουν;
                        Να τρέμ’ η γης συθέμελα οι δρόμοι μας να σμίγουν;
                        Σαν το θεό κι ο γείτονας. Το ξέρουν οι μεγάλοι;
                        Γιατ’ οι μικροί το ξέρουνε, κι αν η ειρήνη θάλλει,
                        τότε προκόβουν οι λαοί κι ευημερούν τα έθνη.
                        Το χάσμα που έκλεισ’ ο σεισμός, κλειστό πάντα να μένει!


Εικόνα από διαδικτυακή ανάρτηση:
Έλληνες και Τούρκοι διασώστες συνεργάζονται αρμονικά,
 διασώζοντας εγκλωβισμένους
μετά τον καταστροφικό σεισμό στην Τουρκία.
Αριστερά της εικόνας: Εκφράσεις ευγνωμοσύνης Τούρκων στους Έλληνες!

Απαραίτητες σημειώσεις:
 
      Ο Γιάννης και ο Μεμέτης είναι τα πρόσωπα του πολύ γνωστού τραγουδιού «μες του «Βοσπόρου τα στενά», σε στίχους του Πυθαγόρα, μουσική του Απόστολου Καλδάρα και πρώτη εκτέλεση του Γιώργου Νταλάρα. Το παραπάνω ποίημα το έγραψαν τα συναισθήματα και τα ερωτήματα μαζί, που προκάλεσε η πρόσφατη συμφορά στην Τουρκία. Απαγγέλθηκε από τον γράφοντα σε διεθνή συνάντηση Ελλήνων ποιητών και ποιητών της Διεθνούς Οργάνωσης «Ποιητές για την Ειρήνη», στο Σκεπαστό Καλαβρύτων, στις 26 Μαρτίου 2023. Το θέμα της συνάντησης-εκδήλωσης ήταν: «Ποίηση: Η γλώσσα πέρα από τα σύνορα» και τιμήθηκαν ταυτόχρονα η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης (21 Μαρτίου) και η Εθνική μας Παλιγγενεσία (25 Μαρτίου), ενώ μέσα από τα ποιήματα, την εν γένει εκδήλωση και τους λόγους του Δημάρχου Καλαβρύτων και όλων των ομιλητών στάλθηκαν μηνύματα για την αδελφοσύνη των λαών.

     Η λαμπρή εκδήλωση πραγματοποιήθηκε με ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ σε δύο μέρη: Το Α΄ ΜΕΡΟΣ στην αίθουσα «Ο Κήπος του Μουσείου», στην οδό Πατησίων στην Αθήνα στις 23.3.2023 και το Β΄ ΜΕΡΟΣ στο Σκεπαστό Καλαβρύτων. Εκφράστηκαν απ’ όλους πολύ θερμές ευχαριστίες στην εκ Σκεπαστού σκηνοθέτρια και ποιήτρια κ. Παρασκευή (Βούλα) Μέμου, που συνέλαβε την όμορφη και πρωτότυπη αυτή ιδέα και η ίδια φρόντισε για την τέλεια και πολύ επιτυχημένη διοργάνωσή της. Εκφράζω και προσωπικά τις θερμότερες των ευχαριστιών μου και καταθέτω την ευγνωμοσύνη μου στην αγαπημένη φίλη Βούλα, για την ιδιαιτέρως τιμητική πρόσκληση της συμμετοχής μου και τη φιλοξενία. Θέλω, ακόμα, να ενώσω την ευχή μου με την ευχή της Βούλας, ώστε αυτή η πρώτη διεθνής συνάντηση ποιητών στη χώρα του φωτός και του πολιτισμού, στην Ελλάδα μας, να είναι ο θεμέλιος λίθος μιας λογοτεχνικής γέφυρας αδελφοσύνης των λαών. Ομοίως ευχαριστώ και ευχαριστούμε όλοι οι συμμετέχοντες τον Δήμο Καλαβρύτων, την τοπική Κοινότητα, τον Πολιτιστικό Σύλλογο Σκεπαστού και τους κατοίκους του πανέμορφου χωριού για την υποδοχή και την καθ' όλα Αβραμιαία φιλοξενία.
     Μετά την εκδήλωση οι προσκεκλημένοι μεταβήκαμε για προσκύνημα στην ιστορική μονή Αγίας Λαύρας και αμέσως μετά στον Τόπο Θυσίας (εκτέλεσης) των Καλαβρυτινών από τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής (13 Δεκεμβρίου 1943). Εκεί απαγγέλθηκε το επικό ποίημα από τον γράφοντα «Ύμνος στην Καλαβρυτινή Μάνα», του εκ Καμανιάνων Καλαβρύτων λογοτέχνη Κωνσταντίνου Νικολόπουλου-Καμενιανίτη, και μπορείτε να το δείτε/διαβάσετε ΕΔΩ . Νοιώσαμε όλοι μέσα από του στίχους του, τόσο την απότιση φόρου τιμής στην πολυχαροκαμένη Καλαβρυτινή Μάνα που με τη δύναμη της ψυχής της ανέστησε και πάλι τα Καλάβρυτα, όσο και στους Καλαβρυτινούς εκτελεσθέντες-μάρτυρες, στέλνοντας παράλληλα κι από εκεί ένα ακόμα μήνυμα ειρήνης.
     Οι φωτογραφίες που ακολουθούν είναι του αδελφικού φίλου Νίκου Κυριαζή και των εφημερίδων ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS και ΩΡΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ. Άπειρες ευχαριστίες!

Τα συγχαρητήρια του Δημάρχου Καλαβρύτων κ. Θανάση Παπαδόπουλου
μετά την απαγγελία

Η απαγγελία στον λόφο του Καπή, τόπος εκτέλεσης-θυσίας των Καλαβρυτινών

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.3.2023

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Παροιμιώδεις εκφράσεις από την εποχή της Επαναστάσεως του 1821 που λέγονται και σήμερα


Σύντομος πρόλογος-περιεχόμενα:
 
     Ίσως είναι μια καλή ευκαιρία ημέρες της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας ν’ αναφερθούμε σε εκφράσεις που έχουν τις ρίζες τους σ’ εκείνη την εποχή και που λέγονται πολύ συχνά και σήμερα, σημειώνοντας και λίγα λόγια για την ιστορία τους. Στην παρούσα πεντασέλιδη (Α4) εργασία θα δούμε:
«Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε»
«Αλά Μπουρνέζικα»
«Ανάθεμα την ευλογιά»
«Βρωμάει μπαρούτι»
«Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει»
«Για το διάολο πεσκέσι»
«Δεν χαρίζει κάστανα»
«Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα»
«Η νίλα του Μάμαλη»
«Καλαμαράς»
«Μας κάνει το Γκιουλέκα»                                                            
«Σε χλωρό κλαρί»
«Σήκωσε μπαϊράκι»
«Σπουδαία τα λάχανα»
«Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά»
«Υπογράφω με τα δυο χέρια»
«Φάτε μάτια ψάρια»
«Χαιρέτα μου τον πλάτανο»
 
«Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε»: Λέγεται ότι ο στενός φίλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη Αγγελάκης Νικηταράς, τον ειδοποίησε να πάει να του βαφτίσει το παιδί που περίμενε να γεννηθεί. Του μήνυσε, μάλιστα, ότι πρώτη του σκέψη ήταν να δώσει το όνομα Γιάννης στο παιδί, αλλά θέλοντας να τιμήσει τον φίλο του, άλλαξε γνώμη και θα το ονόμαζε Θεόδωρο. Η παραγγελία, όμως, στάλθηκε πολύ νωρίς, πριν ακόμα η γυναίκα του γεννήσει, ξέροντας πως ο νουνός (Θ. Κολοκοτρώνης) θ’ αργούσε, λόγω των μαχών που μαίνονταν. Ο Κολοκοτρώνης πήγε για το μυστήριο πριν περάσει ένας μήνας από την ημέρα που έλαβε το μήνυμα. Μπαίνοντας στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κάποια προετοιμασία για το μυστήριο και εξέφρασε την απορία του. Τότε ο Αγγελάκης τον ενημέρωσε ότι το παιδί… δεν είχε ακόμα γεννηθεί! «Αχ, μωρέ, Αγγελάκη! Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε», ήταν το σχόλιο του Γέρου του Μοριά!

«Αλά Μπουρνέζικα»: Είναι λέξη που χρησιμοποιούμε να δείξουμε ότι είναι τελείως ακαταλαβίστικα τα λόγια κάποιου. Μαζί με το στρατό του Ιμπραήμ, ήρθαν να πολεμήσουν μαζί του τους Έλληνες και στρατιώτες από τη φυλή Μπουρνού του Σουδάν, των οποίων η γλώσσα ήταν τελείως άγνωστη στους Έλληνες και την ονόμασαν «Μπουρνέζικα».

«Ανάθεμα την ευλογιά»: Σύμφωνα με ιστορικέ πηγές, ο ήρωας των Αγράφων Κατσαντώνης είχε προσβληθεί από ευλογιά, η οποία του στερούσε τις δυνατότητες να πολεμήσει όπως εκείνος ήθελε. Τα λόγια προέρχονται από το δημοτικό τραγούδι, «Ανάθεμα την ευλογιά που μ’ έκαμε κουφάρι / και σούλεγα παληότουρκε, ποιος είν’ ο Κατσαντώνης». Σήμερα επαναλαμβάνονται σε περιπτώσεις που κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο μας στερεί δυνατότητες δραστηριοτήτων, όπως τις είχαμε φανταστεί και προγραμματίσει. Να σημειωθεί εδώ, ότι το όνομα Κατσαντώνης, εφάμιλλο του Κολοκοτρώνη στον ηρωισμό, δεν είναι το πραγματικό του. Το πραγματικό του ήταν Αντώνης Μακρυγιάννης, αλλά επειδή όταν άρχισε να ενηλικιώνεται και δεν μπορούσε ν’ αντέξει τη σκλαβιά, αποφάσισε να βγει στα βουνά αρματολός. Λόγω, όμως, της νεαρής ακόμα ηλικίας του, προσπαθούσαν οι δικοί του να τον εμποδίσουν, λέγοντάς του «κάτσε Αντώνη», του οποίους ποτέ δεν άκουσε, και έμεινε με αυτό το όνομα στην ιστορία. Το όνομά του έχει δοθεί σε χωριά, σε τοπωνύμια και σε γεφύρια (π.χ. γεφύρι του Κατσαντώνη).
«Βρωμάει μπαρούτι»: Μεγάλη ήταν η παραγωγή πυρίτιδας (μπαρουτιού) για τον αγώνα στους μπαρουτόμυλους τη Δημητσάνας. Κάποτε αναγκάστηκαν να παραδώσουν μεγάλες ποσότητες, γιατί στη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχαν άλλη επιλογή, αν και ήξεραν ότι με το μπαρούτι αυτό θα σκοτώνονταν Έλληνες. Όταν όμως το χρησιμοποίησαν οι τούρκοι, γρήγορα κατάλαβαν ότι ήταν κακής ποιότητος και δύσοσμο (βρωμούσε) και γι’ αυτό έλεγαν «βρωμάει το Δημητσανίτικο μπαρούτι». Σήμερα λέγεται όταν κάποιος κίνδυνος απειλεί.
«Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει»: Ο γενναίος πολεμιστής του Κολοκοτρώνη Γιάννης Θυμιούλας ήταν πανύψηλος και ανίκητος. Μπορούσε, λέει, να φάει στην καθισιά του ένα ολόκληρο αρνί και πάλι πεινασμένος σηκωνόταν. Μετά από κάθε νικηφόρα μάχη το γιόρταζε δεόντως και έπινε πολύ. Μια φορά πολιορκήθηκε με τους συντρόφους του στη σπηλιά ενός βουνού, αλλά με ηρωικές και κατάλληλες κινήσεις και χειρισμούς, κατόρθωσε να ξεφύγει από τους πολιορκητές του μαζί με τα παλληκάρια του. Στο πρώτο χωριό που έφτασαν, έσφαξε τρία αρνιά, τα σούβλισε, παρήγγειλε κι ένα βαρέλι κρασί κάπου είκοσι οκάδες και το έριξαν στο γλέντι, κερνώντας κάθε περαστικό. Ο Κολοκοτρώνης που περνούσε κι αυτός από κοντά, ρώτησε να μάθει τί συνέβη κι έστησαν έχουν γλέντι. «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει, στρατηγέ μου», του απάντησε ένας χωρικός!
«Για το διάολο πεσκέσι»: Ο Ναύαρχος και ήρωας της Επανάστασης Ανδρέας Μιαούλης σε νεαρή ηλικία ήταν μέθυσος, γυναικάς και καβγατζής, δηλαδή, «για το διάολο πεσκέσι», όπως λέγεται ότι έλεγε γι’ αυτόν ο πατέρας του. Αργότερα, στους αγώνες για την Ελευθερία της Πατρίδος, αποδείχθηκε έκτακτος πολεμιστής και αγωνιστής. Πέταξε στη θάλασσα τις πίπες του, έκοψε το κρασί, δεν τον ενδιέφεραν ούτε το κάπνισμα ούτε οι γυναίκες, παρά μόνο η Ελευθερία της Ελλάδος. Σημειώνεται ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρέας Βώκος και το προσωνύμιο του «Μιαούλης» αποκτήθηκε όταν φώναζε/διέταζε τους πολεμιστές στη μάχη «με μία ούλοι» (με μία έφοδο όλοι μαζί να νικήσουμε). 
«Δεν χαρίζει κάστανα»: Οι Μανιάτες ήταν γενναίοι πολεμιστές και η Μάνη δεν τουρκοπατήθηκε. Για τα χωριά τους δεν έλεγαν πόσους κατοίκους έχουν, αλλά «πόσα ντουφέκια». Φτάνοντας εκεί ο Ιμπραήμ, γρήγορα κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τους κατακτήσει, παρά μόνο με μπαμπεσιά. Έτσι, επιστράτευσε κατασκόπους μεταμορφωμένους σε καστανάδες και τους έστειλε στα χωριά, τάχα να προσφέρουν δωρεάν κάστανα στους κατοίκους, κάτι που του έβαλε σε υποψία. Ειδοποίησαν τότε οι χωριανοί τους αρματολούς και κατέβηκαν από τα βουνά οπλισμένοι, αναγκάζοντας τους κατασκόπους να ομολογήσουν τρομοκρατημένοι ποιος ήταν ο σκοπός τους. Τότε οι Μανιάτες τους απάντησαν ότι «εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα», δηλαδή η τιμωρία σας θα είναι αυτή που σας αξίζει.
«Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα»: Λέγεται ότι όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης έριζε με τον Τσάρο της Ρωσίας για το ποιος από τους δύο θα έπαιρνε την Πολωνία, σχολίασε: «Δηλαδή, δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα»!
«Η νίλα του Μάμαλη» ή «θα γίνει του Μάμαλη» ή «έγινε του Μάμαλη»: Τον καιρό της Επανάστασης, στη Ναύπακτο κυβερνούσε ένας σκληρός αγάς, ο Ιμάμ Αλής, που δεν άφηνε τους Έλληνες να «σταθούν σε χλωρό κλαρί». Κάποια στιγμή, οι καπεταναίοι της Ναυπάκτου επαναστάτησαν κι εκείνος «βλέποντας τα σκούρα» κλείστηκε στο κάστρο της πόλης με το ασκέρι του. Οι Έλληνες κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στα τείχη και μπαίνοντας μέσα στο κάστρο ακολούθησε ναι φονική μάχη. Πάνω στο μακελειό ο Ιμάμ Αλής προσπάθησε να δραπετεύσει. Τότε μια σφαίρα από την πλευρά των επαναστατημένων Ελλήνων τον βρήκε στο στήθος και τον άφησε στον τόπο. Μη μπορώντας ν’ αντισταθούν άλλο οι τούρκοι, παραδόθηκαν άνευ όρων. Η «νίλα» του Ιμάμ Αλή, έγινε τότε «νίλα του Μάμαλη».
«Καλαμαράς»: Η λέξη με την οποία αποκαλούμε ειρωνικά κάποιες φορές τους υπαλλήλους γραφείων ή κάποιων διοικητικών θέσεων, είχε τη σημασία τούρκου αξιωματούχου. «Καλέμ» = κονδυλοφόρος και οι άνθρωποι που τους χρησιμοποιούσαν εθεωρούντο μορφωμένοι.
«Μας κάνει το Γκιουλέκα»: Η φράση αυτή που δανειζόμαστε για να πούμε, μάλλον ειρωνικά, ότι κάποιος μας κάνει τον «καμπόσο», έχει την εξής ιστορία: Ο τομέας εξουσίας του πολύ αυταρχικού Γκιώνη Λέκα Ζεϊνέλμπεη ήταν στην Νότιο Αλβανία.Από εκεί εξεστρέτευσε νότια, να κατακτήσει τα Γιάννενα, όπου τον αντιμετώπισε στράτευμα του Σουλτάνου και τον κατατρόπωσε. Μέχρι να φτάσει στα Γιάννενα με το στρατό του, όμως, δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, λεηλατώντας και αφανίζοντας τα πάντα, μέχρι και το αρχοντικό του Μάρκου Μπότσαρη στον Κακόλακκο. Στα Γιάννενα που «τα βρήκε σκούρα, έμεινε ειρωνικά και τ’ όνομά του (Γκιώνης Λέκας = Γκιολέκας = Γκιουλέκας).
«Σε χλωρό κλαρί»: Στον φλογερό λόγο του ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, στην ορκωμοσία των αγωνιστών στην Αγία Λαύρα, είπε μεταξύ άλλων: «[…]Παιδιά μου, ήρθε η άνοιξη. Οι κάμποι και τα δέντρα λουλουδίζουν απ’ άκρη σ’ άκρη και η Ελλάδα μας είναι ακόμη σκλαβωμένη. Όλα αυτά που βλέπετε γύρω σας είναι δικά μας, γι’ αυτό δεν θ’ αφήσουμε τους ξένους να τα καταπατούν. Και το τελευταίο χλωρό κλαρί μας ανήκει[…].
«Σήκωσε μπαϊράκι»: Δεν ήταν λίγες οι διαφωνίες και τα επεισόδια των αρματολών του 1821 για το ποιος θα έχει το «καπετανιλίκι» σε μια ομάδα. Οι μεγαλύτεροι και παλαιότεροι είχαν και την γνώση και την εμπειρία του πολέμου, αλλά κάποιες φορές οι νεότεροι θέλοντας να δείξουν τις ικανότητές τους και να πάρουν αυτοί το μπαϊράκι (τη σημαία της ομάδας), έπειθαν και κάποιους άλλους κι έτσι αποχωρίζονταν από την μεγαλύτερη ομάδα με δική τους σημαία. Σήκωναν, δηλαδή, δικό τους μπαϊράκι.
«Σπουδαία τα λάχανα»: Γνωστή η δυσβάστακτη φορολογία τη δεκάτης επί τουρκοκρατίας. Όταν οι δύο ή τρεις φοροεισπράκτορες, πήγαν να εισπράξουν τους φόρους σε κάποιο χωριό, οι χωριανοί απάντησαν ότι λάχανα ήταν η παραγωγή τους, τα οποία ήταν αδύνατον να τα φορτώσουν στα ζώα τους οι χαρατσήδες. Τότε ένας εκ των φοροεισπρακτόρων είπε ότι θα έστελναν περισσότερα ζώα σε λίγες μέρες για να φορτώσουν αυτά. «Σπουδαία τα λάχανά μας», είπαν οι χωριανοί, που εν τω μεταξύ είχαν χρόνο να μαζέψουν λάχανα για να πληρώσουν του φόρους του και να γλιτώσουν τ’ άλλα εισοδήματά τους.
«Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά»: Στις μάχες της Πελοποννήσου ο Κολοκοτρώνης είχε έναν πολύ έξυπνο και γενναίο πολεμιστή, καλόγερο από το Άγιο Όρος, το Μιχάλη Φούντα. Όπου μάχη, μπροστά ο καλόγερος και με πολλές επιτυχίες. Μια φορά, όμως, περικυκλώθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Μόλις το έμαθε ο Γέρος του Μοριά, κατέστρωσε ένα σχέδιο: Πρόσταξε κάποιους από τους πολεμιστές του να πιάσουν αιχμάλωτο έναν τούρκο αξιωματούχο, για να τον ανταλλάξει με τον Μιχάλη Φούντα! Έτσι κι έγινε και ο Κολοκοτρώνης ζήτησε την ανταλλαγή του. Ο τούρκος αγάς που κρατούσε τον καλόγερο αιχμάλωτο αιφνιδιάστηκε, γιατί δεν είχε φανταστεί πως θα του ζητηθεί κάτι τέτοιο για ένα ιερωμένο. «Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, αγά μου, κι εγώ δεν αλλάζω το Μιχάλη Φούντα με χίλιους σαν εσένα», ήταν η απάντηση του Κολοκοτρώνη!
«Υπογράφω με τα δυο χέρια»: Έτσι λέμε όταν συμφωνούμε απόλυτα με κάποιον, όπως είπε και ο Κολοκοτρώνης όταν του ζητήθηκε η γνώμη για τον διορισμό του Γεώργιου Καραϊσκάκη αντιστράτηγου της Ρούμελης.
«Φάτε μάτια ψάρια»: Ένα μεγάλο μέρος από τα ψάρια που έπιαναν οι Γιαννιώτες στη λίμνη της πόλης τους, στην Παμβώτιδα, άλλοτε και όλη την ψαριά τους, τους την έπαιρναν οι τούρκοι. Βλέποντας κάποτε ένας ψαράς να χάνει από τους ανθρώπους του Αλή Πασά όλη την ψαριά της νύχτας, κούνησε απελπισμένα το κεφάλι του και είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο» («έφαγε» ψάρια μόνο με τα μάτια του και ειρωνικά γέμισε η κοιλιά του. Περίδρομος: Μία από της ερμηνείες της λέξης είναι και η υπερβολική ποσότητα φαγητού).   
«Χαιρέτα μου τον πλάτανο»: Συχνά επαναλαμβάνουμε τη φράση αυτή, όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε τις πράξεις, τα λόγια ή τη συμπεριφορά κάποιου. Άλλοτε πάλι με τα λόγια αυτά στέλνουν χαιρετίσματα στο χωριό τους οι ξενιτεμένο, και συγκεκριμένα στο γερο-πλάτανο της πλατείας, που έχουν πολλές αναμνήσεις. Για την προέλευση της έκφρασης έχουν καταγραφεί δύο εκδοχές. Εκδοχή πρώτη: Πιθανότατα δανεισμένη από το δημοτικό τραγούδι: «Σαν πας πουλί μου στο Μοριά, σαν πας στην Άγια Λαύρα, / χαιρέτα μου τον πλάτανο[…]. Προφανώς οι ήρωες που κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων και ορκίστηκαν στην Ελευθερία κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, είχαν τις δικές τους αναμνήσεις. Άλλη μία σκέψη είναι ότι «πλάτανο» αποκαλούσαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Εκδοχή δεύτερη: Πιστευόταν ότι στις ρίζες ή πλησίον κάποιου πλατάνου είχε κρύψει ο Αλή Πασάς το θησαυρό του και το μυστικό αυτό ίσως το γνώριζε μόνο ο Κατσαντώνης, μπορεί και κάποιοι-λίγοι έμπιστοί του. Όταν ο ήρωας ένοιωθε ότι το τέλος του πλησίαζε, έστειλε «χαιρετίσματα» με κάποιον πολύ έμπιστό του στον πλάτανο αυτό.
 ---------------------------------
Πηγές: «Παροιμιώδεις εκφράσεις» του Τάκη Νατσούλη
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.3.2023

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Καθημερινές φράσεις με ρίζες στην αρχαιότητα (ΜΕΡΟΣ Β΄)

 (Μπορείτε να δείτε/διαβάσετε και το ΜΕΡΟΣ Α΄ ΕΔΩ)


Το φυτό "φλώμος", που μας... φλωμόνει στα ψέματα!
 
«Αποδιοπομπαίος τράγος»: Σύμφωνα με μια παλιά Αιγυπτιακή και Ιουδαϊκή συνήθεια, οι τελετές των θυσιών άρχιζαν με δύο τράγους. Ο ένας εξ αυτών θυσιαζόταν, ύστερα από κλήρωση μεταξύ των δύο προς εξιλασμόν, ο άλλος αφηνόταν ελεύθερος, αφού πρώτα ο ιερέας της τελετής «εναπόθετε» στο κεφάλι του το αμάρτημα/τα αμαρτήματα ολοκλήρου της φυλής. Ο τράγος αυτός που «απεπέμπετο» εθεωρείτο «αμαρτωλός» και δεν επιτρεπόταν να τον πλησιάζουν «δίκαιοι» άνθρωποι! Στη σημερινή  επανάληψη η έκφραση λέγεται για κάποιον που είναι απορριπτέος από μια κοινωνία, λόγω πολύ σοβαρού παραπτώματος.   
«Δουλεύει σαν το σκυλί»: Αν και το σκυλί τον τελευταίο καιρό το βλέπουμε να καλοπερνάει και τη ζωή που του προσφέρεται  να την ζηλεύουν πολλοί άνθρωποι, φαίνεται ότι η φράση περιέγραφε τα τσοπανόσκυλα, που βρίσκονται σε πλήρη ετοιμότητα  νυχθημερόν, επιφορτισμένα με τη φύλαξη του κοπαδιού από τα αρπακτικά ζώα του δάσους, με τα οποία πολλές φορές χρειάζεται να δώσουν σκληρές μάχες. Αναφορά στο σκυλί κάνει και ο Αισχύλος στην τραγωδία του «Αγαμέμνων»: «…Τους θεούς παρακαλώ να με γλιτώνουν από τα βάσανα αυτά, που ολάκερο ένα χρόνο σαν το σκυλί στις στέγες των Ατρειδών …».
«Έκανε τζίρο»: Η εμπορική ορολογία της καθημερινότητας «τζίρος», προέρχεται από την Ενετική ziro, προερχόμενη και αυτή από την Ελληνική «γύρος», εννοώντας το «γύρο» του (γυρολόγου) εμπόρου.
«Κάθαρμα»: Η φράση «είναι κάθαρμα» συνηθίζεται να λέγεται σε δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο για άτομα κακής διαγωγής. Προφανώς έχει επικρατήσει από τους αρχαίους χρόνους, που όταν σε μια πόλη εκδηλωνόταν επιδημία, έκαναν μέχρι και ανθρωποθυσίες, για να εξευμενίσουν τους θεούς. Του θυσιαζόμενους τους ονόμαζαν «καθάρματα», λέξη από την οποία προέρχεται και η λέξη «κάθαρσις».
«Κάθε κατεργάρης στον πάγκο του»: Όταν οι μηχανές ήταν ακόμα άγνωστες στα καράβια, η κίνησή τους επιτυγχανόταν από του κωπηλάτες, οι οποίοι στα κουρσάρικα πλεούμενα πολλές φορές ήταν κατάδικοι, άνθρωποι των κάτεργων, «κατεργάρηδες». Σαν δεν φυσούσε ούριος άνεμος να δώσει κίνηση στο καράβι, η δυνατή φωνή του καπετάνιου έδινε την εντολή στους κωπηλάτες να καθίσουν στους μακρείς ξύλινους πάγκους και να κινήσουν το σκάφος με τα κουπιά. Λέγεται ότι η διαταγή δινόταν με αυτά τα λόγια: «κάθε κατεργάρης στον πάγκο του». Η φράση έμεινε ατόφια και με παρόμοια σημασία: Μετά από κάποιο διάλειμμα ή διακοπές, ο καθένας επιστρέφει στη δουλειά του/στο πόστο του. 
«Και οι τοίχοι έχουν αυτιά»: Από τους αρχαιότατους χρόνους η άμυνα μιας πόλης ήταν τα τείχη της, που κατασκευάζονταν από δούλους ή κατάδικους. Οι μηχανικοί, όμως, ήταν άνθρωποι της απολύτου εμπιστοσύνης των αρχόντων κάθε πόλης. Λέγεται ότι ενδιάμεσα στα τείχη της Ακροκορίνθου υπάρχουν «μυστικές» κι αόρατες κεραμοσωλήνες, που μέσω αυτών μεταφερόταν ο ήχος από τη συνομιλίες στα υπόγεια στις επάλξεις του πύργου. Τα υπόγεια χρησιμοποιούσαν για φυλακές και από το άνω μέρος των τειχών (τις επάλξεις) ο έμπιστος φρουρός του άρχοντα φρουρός παρακολουθούσε μέσω των κεραμικών «ωτίων» και ενημέρωνε σχετικά το αφεντικό του. «Έχουν κι οι τοίχοι αυτιά», λέμε και σήμερα, όταν προτρέπουμε τους συνομιλητές μας να μιλούν πολύ χαμηλόφωνα, για να μην μας ακούσει κανείς. Η σημερινή σημασία της λέξης κατεργάρης, είναι πονηρός,  άνθρωπος με δόλιες διαθέσεις.
«Κάτσε στ’ αυγά σου»: Η κότα που κλωσάζει τ’ αυγά της (κλώσα), δεν μετακινείται από τη θέση της και γι’ αυτή της την στασιμότητα την οδηγεί το ένστικτό της. Θα μετακινηθεί μόνο για λίγο, για το φαγητό της και τη σωματική της ανάγκη. Η μεταφορική αυτή σημασία στον άνθρωπο έχει την έννοια του «κάτσε ήσυχος» - «μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις». Παρόμοια φράση χρησιμοποιούσαν παραφθαρμένη και ο Όμηρος και ο Δημοσθένης.
«Μας φλόμοσε στα ψέματα»: Φλόμος ή φλώμος είναι γενικότερη ονομασία φυτών της οικογένειας βερβάσκον. Ένα είδος της οικογένεια αυτής, με την ίδια ονομασία, είναι ήπιο δηλητηριώδες, που χρησιμοποιείται και σε παράνομη ερασιτεχνική αλιεία. Σε δρόμους (χωματόδρομους τότε) της παλιάς Αθήνας που δεν είχαν καθαριστεί καλά, έντονες ήταν οι αναθυμιάσεις του φυτού φλώμος, που φύτρωνε δεξιά κι αριστερά. Η δυσοσμία που ενοχλούσε τους κατοίκους της πόλης, έμεινε και ως παροιμιώδης έκφραση για ορισμένους που δημιουργούν «αποπνικτική ατμόσφαιρα» με τα ψέματά τους. Λέγεται, όμως, και σε περιπτώσεις έντονη δυσοσμίας, όπως συνέβαινε και στην παλιά Αθήνα: "Φλομόσαμε από τη βρώμα" ή "μας φλόμοσε η βρώμα του". 
«Μήλον τη έριδος»: Όταν κάποιος προκαλεί με τις αρχές του και με τη στάση του οπαδούς του και αντιπάλους του, οι οποίοι ερίζουν μεταξύ τους, τότε γίνεται «μήλον της έριδος». Η Έρις ήταν αδελφή του θεού του Πολέμου Άρη και κατά τον Ησίοδο κόρη τη νύχτας, μητέρα όλων των κακών και χαιρόταν κάθε φιλονικία. Στο γάμο του Πηλέα και της Θέτιδας, γονέων του Αχιλλέα, από τη ζήλεια της που δεν την είχαν καλέσει, πήγε κι έριξε ανάμεσα στις προσκεκλημένες θεές, την Ήρα, την Αθηνά και την Αφροδίτη, ένα μήλο με την επιγραφή «να το πάρει η  πιο όμορφη». Ο Πάρις που ορίστηκε κριτής, το έδωσε στην Αφροδίτη. Η κρίση αυτή έφτασε αργότερα να έχει σαν επακόλουθο τον Τρωικό πόλεμο και το «μήλο της Έριδος» έμεινε παροιμιώδης έκφραση για κάτι που γίνεται αφορμή φιλονικίας και επεισοδίων ή για κάτι που διεκδικούν πολλοί και όχι με ειρηνικούς τρόπους.
«Την περνώ ή την πέρασα Σπαρτιάτικα»: Γνωστή η λιτή διατροφή των αρχαίων Σπαρτιατών, από την οποία προέρχεται και η συνήθης αυτή έκφραση, π.χ. σε περιόδους νηστείας ή και φτώχιας. Από την «αναγκαστική» νηστεία λόγω φτώχιας, προέρχεται και η παροιμία «νηστεύει ο δούλος του Θεού, γιατί ψωμί δεν έχει».  «Την έβγαλα Σπαρτιάτικα» ακούγεται κάποιες φορές και από εργάτες που δεν τους πρόσεξαν με καλό και αρκετό φαγητό οι εργοδότες τους.
«Το μαρτύριο του Ταντάλου»: Έτσι συνηθίζουμε να λέμε μεταφορικά, όταν μια μεγάλη περιπέτεια ή ένας κίνδυνος μας βασανίζει πολύ. Η φράση προέρχεται από το βασιλιά τη Τανταλίδας (Λυδία και Φρυγία), που κάλεσε κάποτε σε συμπόσιο τους θεούς και τους πρόσφερε βραστό το γιο του Πέλοπα! Αυτή του η ενέργεια ήταν εκείνη που εξόργισε τους καλεσμένους του, αφού είχαν προηγηθεί κι άλλες που τους προσέβαλαν και αποφάσισαν να τον τιμωρήσουν. Ο Όμηρος τον παρουσιάζει τον Τάνταλο βυθισμένον σε μια λίμνη, στις όχθες της οποίας υπήρχαν καρποφόρα δέντρα. Μόλις άπλωνε τα χέρια του να φτάσει τους καρπούς τους, εκείνα ξαφνικά ψήλωναν και όταν έσκυβε να πιεί νερό η λίμνη τραβούσε τα νερά της. Κατά τον Πίνδαρο και τον Ευριπίδη το μαρτύριο ήταν διαφορετικό: Κρεμόταν μια μεγάλη πέτρα πάνω από το κεφάλι του και από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να πέσει και να τον «λιώσει». Και τις δύο αυτές εκδοχές απέδωσε ο ζωγράφος Πολύγνωτος.
«Τον Αύγουστο που είναι παχιές οι μύγες»: Στην αρχαία Ολυμπία γίνονταν  τα δεήσεις στο Δία τα καλοκαίρια, ν’ απαλλάξει ο «πατέρας» θεός του ανθρώπους από τα πολλά και μεγάλα σμήνη μυγών στην περιοχή. Τα σμήνη αυτά έγιναν και παροιμιώδης έκφραση και απειλή για απείθαρχους: «Θα σε στείλω τον Αύγουστο στην Ολυμπία να κάνεις παρέα με τις μύγες». Οι θεατές των Ολυμπιακών αγώνων εκεί υπέφεραν πολύ από τις «μυγοεπιθέσεις», δεδομένης και της ζέστης, της πολυκοσμίας και των μειωμένων ποσοτήτων νερού. Όταν ο Θαλής ο Μιλήσιος πήγε σε μεγάλη ηλικία να παρακολουθήσει για τελευταία φορά τους αγώνες, πέθανε εκεί από ανακοπή, που ενδεχομένως προήλθε από δυσφορία. Ίσως η γνωστή μας σήμερα «ευχή», «να ’σαι καλά τον Αύγουστο, που ’ναι παχιές οι μύγες», είναι απήχηση στα χρόνια εκείνα και στο θλιβερό γεγονός του θανάτου εκεί ενός εκ των επτά σοφών της αρχαίας Ελλάδος.
«Του ήρθε κεραμίδα»: Πολύ συνηθισμένη και επαναλαμβανόμενη έκφραση για κάποιον που βρέθηκε προ  μεγάλης δυσαρέστου εκπλήξεως ή που του προέκυψε μια απρόσμενη συμφορά και προέρχεται από το τέλος του βασιλιά Πύρρου της Ηπείρου. Πολεμώντας στο Άργος, δέχθηκε ένα ελαφρύ χτύπημα με το δόρυ ενός στρατιώτη. Προσπαθώντας να αντεπιτεθεί, και ενώ είχε βγάλει την προστατευτική περικεφαλαία του, δέχθηκε ένα κεραμίδι στο κεφάλι από την μητέρα που στρατιώτη, που ήταν στη στέγη και παρακολουθούσε τη σώμα με σώμα μάχη.
«Του σκοινιού και του παλουκιού»: Μία μορφή τιμωρίας των μεγάλων εγκληματιών στην αρχαιότητα, ήταν να τους δένουν σε μεγάλους πασσάλους, μέχρι να πεθάνουν. Η φράση σήμερα χαρακτηρίζει άτομα με πολύ βεβαρημένο ποινικό παρελθόν. Λέγεται, ακόμα, και για γυναίκες ελευθέρων ηθών.
Τρόπαιο της νίκης»: «Τρόπαιο» ήταν μένα πρόχειρο μνημείο που έστηναν οι νικητές στο πεδίο της μάχης ή όπου επραγματοποιείτο η «τροπή» της μάχης. Αρχικά αυτό ήταν ένας μεγάλο ξύλινος πάσσαλος, πάνω στον οποίο στερέωναν δοκάρια, που σ’ αυτά κρεμούσαν διάφορα λάφυρα που είχαν πάρει από τους νικημένους, π.χ. ασπίδες, κράνη κλπ. Από τη λέξη προέρχεται και ο τροπαιούχος ή τροπαιοφόρος. Στις μέρες μας έχει τη σημασία επάθλου μεγάλης αξίας για τον νικητή ή τους νικητές, που είναι συνάμα και αναμνηστικό της επικράτησής τους.
«Φτύνει τον κόρφο του»: Είναι μια κίνηση των προληπτικών, για να «διώξουν» μ’ αυτόν τον τρόπο κάποιο μακριά τους κάποιο κακό που τους απειλεί. Τη συχνή, θα έλεγε κανείς αυτή τακτική ορισμένων, συνήθιζαν και οι αρχαίο Μακεδόνες πολεμιστές, που πίστευαν έτσι ότι μειωνόταν η δύναμη του αντιπάλου.

Συνεχίζεται...
 
Πηγές: Τάκη Νατσούλη «Παροιμιώδεις Εκφράσεις»
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.3.2023
 

Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Καθημερινές φράσεις με ρίζες στην αρχαιότητα (ΜΕΡΟΣ Α΄)

"Της έδωσε τα παπούτσια στο χέρι"!

Σύντομο εισαγωγικό σημείωμα

     Δεν είναι λίγες οι φορές που στο λόγο μας δανειζόμαστε γνωστές παροιμιώδεις φράσεις, χωρίς να γνωρίζουμε πάντα την σημασία τους ή την προέλευσή τους, επειδή απλά «δένουν» με όσα λέμε και τα «σφραγίζουν». Ακολουθεί μια ενδεικτική αναφορά σε ορισμένες και στην ιστορική προέλευσή τους, με την υπόσχεση ότι η όμορφη αυτή εργασία θα συνεχιστεί και θα ακολουθήσει και Β΄ και Γ΄ ΜΕΡΟΣ.  

***

«Αλαλαγμός», «αλαλάζω»: «Αλαλά», φώναζαν οι νικητές στη μάχη, λέξη χωρίς κάποιο νόημα, αλλά φωνή ενθουσιασμού, πανηγυρισμού και εκτόνωσης. Σχετική και η αναφορά του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στο ποίημα του «Σαμουήλ», αφιερωμένο στον καλόγερο του ιστορικού Κουγκίου του Σουλίου: «[…]Φωνές ακούγονται, χτυπιές, αλαλαγμός κι αντάρα, / πλακώσανε οι άπιστοι. Καλόγερε τί κάνεις;[…]»
«Αναγκαίο κακό»: Τη φράση διαβάζουμε σε στίχους του Μενάνδρου, στην αναφορά του στο γάμο: «Εάν τις την αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, αλλ’ αναγκαίον κακόν» (εάν κάποιος θέλει να δει την πραγματικότητα,  ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά αναγκαίο κακό). Σε άλλο σημείο και αναφερόμενος στη γυναίκα, γράφει: «Αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή» (η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό).
«Άρες, μάρες, κουκουνάρες» (Αρά=κατάρα, μάρα=θλίψη): Πρόκειται, μάλλον, περί «ασύντακτου λόγου», στον οποίο επιτυγχάνεται και η ομοιοκαταληξία. Η λέξη «κουκουνάρα» προστίθεται ως κάτι «κούφιο», όπως και η ίδια, θέλοντας να καταδείξουμε ότι τα λόγια ή οι πράξεις κάποιου είναι κι αυτά ασυναρτησίες (κούφια) και με τον τρόπο αυτό να εκφράσουμε την αδιαφορία μας. Γνωστοί και οι στίχοι από το σατιρικό ποίημα «ύλη» του Γ. Σουρή: «Άρες μάρες πια, μούσα μου μην ψάλλεις, / καιρός είναι τα μέτρα ν’  αφήσεις, / έλα γνώση ολίγη να βάλεις, / και με κόσμο και ύλη να ζήσεις».
«Για ψύλλου πήδημα»: Η χαριτωμένη, αλλά και τραγική ιστορία μας έρχεται από την αρχαία Ρώμη, όπου ένας τρόπος ξεματιάσματος ήταν με… ψύλλους! Οι «ξεματιάστρες» είχαν μαζεμένους ψύλλους, τους οποίους έβαζαν και πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν έπεφταν μέσα και πνίγονταν, τότε αυτός που είχε ματιάσει τον επισκέπτη-πελάτη τους ήταν εχθρός του. Αν δεν πνίγονταν, το μάτιασμα προερχόταν από φίλο και θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια ξεματιάστρα υπέδειξε στον πελάτη της τον εχθρό του που τον είχε ματιάσει κι εκείνος πήγε τον βρήκε και τον σκότωσε, επειδή τον… αποκάλυψε ο ψύλλος με το πήδημά του και τον πνιγμό του!
«Δεν ιδρώνει τ’ αυτί του»: Μιας νεαρή κοπέλα προσευχήθηκε κάποτε στο θεό της ιατρικής, τον Ασκληπιό, να κάνει τον νέο που αγαπούσε να την αγαπήσει κι εκείνος. Ο θεός της απάντησε να τον ακολουθεί κι όταν δει ότι ιδρώσει το αυτί του, τότε να καταλάβει ότι την έχει αγαπήσει, διαφορετικά να μην τρέφει ψεύτικες ελπίδες. Αλλά ούτε και σήμερα «ιδρώνουν» τα αυτιά των αναίσθητων και των αδιάφορων!
«Δίνω τόπο στην οργή» (υποχωρώ χάριν της ηρεμίας/της ειρήνης): Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή διαβάζουμε «είκε θυμώ και μετάστασιν δίδου» (είκε-υποχώρησε). Παρόμοια φράση και της θεάς Αθηνάς στις Ευμενίδες του Αισχύλου, καθώς και σε επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους.
«Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη»: Ένας μύθος του Αισώπου λέει ότι κάποτε ένας άσωτος νέος είχε σπαταλήσει όλη του την περιουσία και του είχε απομείνει μόνο ένας καινούργιος εξωτερικός μανδύας. Κάποια μέρα που είδε ένα μόνο χελιδόνι, τον πούλησε κι αυτόν, νομίζοντας ότι είχε έλθει η άνοιξη και δεν τον χρειαζόταν άλλο. Ο χειμώνας, όμως, ακόμα δεν είχε περάσει και σε λίγες μέρες το τσουχτερό κρύο επανήλθε. Με αφορμή αυτόν τον μύθο, οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν την παροιμία «μία χελιδών, έαρ ου ποιεί», ακριβώς αντίστοιχη με τη σύγχρονη δική μας με τον κούκο.
«Καβάλησε το καλάμι»: Λέγεται ότι το έλεγαν οι Σπαρτιάτες, πειράζοντας έτσι τον βασιλιά της πόλης Αγησίλαο. Ένεκα της αγάπης του στα παιδιά ο Αγησίλαος, έπαιζε μαζί τους καβαλώντας ένα καλάμι, τάχα ότι ήταν άλογο. Κάποτε, όμως, τον είδε ένας φίλος του σ’ αυτή του τη δραστηριότητα και ο βασιλιάς τον παρακάλεσε να μην πει σε κανέναν τίποτα και γελοιοποιηθεί. Ο φίλος του, αν και του το υποσχέθηκε, δεν κράτησε το λόγο του και το θέμα έγινε γρήγορα γνωστό στην πόλη. Στη σημερινή επανάληψη έχει τη σημασία ότι κάποιου «πήραν τα μυαλά του αέρα».
«Κάλλιο αργά, παρά ποτέ»: Όταν ο Σωκράτης αποφάσισε να μάθει κιθάρα, βρισκόταν σε μεγάλη ηλικία. Κάποιοι φίλοι του που πέρασαν και τον είδαν, θέλησαν να τον πειράξουν και του είπαν: «Γέρων ών, κίθαριν μανθάνεις;». Εκείνος τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής παραμένειν» (ή=παρά).
«Κατά φωνή κι ο γάιδαρος»: Λέγεται ότι όταν ακουγόταν η φωνή ενός γαϊδάρου πριν μια μάχη στην αρχαιότητα, τότε οι θεοί προειδοποιούσαν για τη νίκη. Λέγεται, επίσης, πως όταν ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί κατά του Φιλίππου της Μακεδονίας, καθυστερούσε την επίθεση, μέχρι να φτάσει η βοήθεια από τους Αθηναίους, σύμφωνα με υπόσχεσή τους. Και ενώ ξεκίνησε να δώσει το παράγγελμα για την υποχώρηση των στρατευμάτων του, ακούστηκε η φωνή ενός γαϊδάρου! «Κατά φωνή κι ο γάιδαρος», είπε τότε ενθουσιασμένος και ανακάλεσε αμέσως την εντολή υποχώρησης, με αποτέλεσμα να νικήσει, αφ’ ενός, η φράση να μείνει ακέραια, αφ’ εταίρου, και να την επαναλαμβάνουμε κι εμείς σήμερα, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιον που δεν τον περιμένουμε.
«Κοράκιασα από τη δίψα» ή «κοράκιασα για νερό»: Προέρχεται, μάλλον, από αρχαιοελληνικό μύθο, για τον εξής λόγο: Σε κάποια πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι ετοίμαζαν θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το απαραίτητο νερό για τη θυσία ήταν ιερό και πήγαζε ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια, που κανένας δεν μπορούσε ν’ αναλάβει την αποστολή αυτή. Ξαφνικά, ακούστηκε η φωνή ενός κόρακα πάνω από ένα δέντρο, που προσφέρθηκε ν’ αναλάβει εκείνος το τολμηρό εγχείρημα. Παρά την έκπληξη όλων, αποφάσισαν, τελικά, να του αναθέσουν την ιερή αποστολή. Του έβαλαν στο ράμφος ένα σκεύος και το μαύρο πουλί πέταξε για το φαράγγι. Πριν φτάσει, όπως, είδε μια συκιά, γεμάτη σύκα, που ακόμα δεν είχαν ωριμάσει. Περιμένοντας εκεί, πεινασμένος και λιχούδης καθώς ήταν, μέχρι  να ωριμάσουν, ξεχάστηκε. Όταν, τέλος, ωρίμασαν, έφαγε και αφού χόρτασε, θυμήθηκε την αποστολή του του είχε ανατεθεί. Πέταξε προς την πηγή, γέμισε το δοχείο, αλλά έπρεπε να βρει και μια πιστευτή δικαιολογία για τον κόσμο που περίμενε το ιερό νερό. Τότε είδε ένα φίδι και το άρπαξε με τα νύχια του. Επιστρέφοντας στον τόπο της θυσίας, είπε ότι βρήκε το φίδι στην πηγή που έπινε συνέχεια όλο το νερό που έβγαινε, μη μπορώντας ο ίδιος να γεμίσει. Όταν κάποια στιγμή το φίδι κοιμήθηκε, τότε μπόρεσε και πήρε το νερό, πιάνοντας και το φίδι στα νύχια του, ως «αποδεικτικό στοιχείο». Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και έγινε η θυσία, έστω με καθυστέρηση λίγων ημερών. Όμως, το φίδι ήταν του θεού Απόλλωνα, ο οποίος θύμωσε και τιμώρησε τον κόρακα για το ψέμα του: Κάθε φορά που πήγαινε να πιεί νερό σε κάποια πηγή, εκείνη στέρευε και το μαρτύριο του μαύρου πουλιού κράτησε πολύ. Τελικά, ο θεός το λυπήθηκε και τον έκανε αστερισμό στον ουρανό, τον οποίο παρατήρησε για πρώτη φορά ο Πτολεμαίος (αστερισμός Κόραξ στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, λατινικά Corvus, συντομογραφία Crv).
«Κροκοδείλια δάκρυα»: Αν και ο κροκόδειλος φαίνεται να μην ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες και οι μακρινοί πρόγονοί μας να έμαθαν γι’ αυτόν από άλλους λαούς, π.χ. από του Φοίνικες, η ονομασία του είναι Ελληνική (κρόκη=βότσαλο + δρίλος=σκουλήκι), που μάλλον σήμαινε μεγάλη σαύρα με ουρά. Λέγεται ότι το τεράστιο αυτό ερπετό των ποταμών και των λιμνών υποκρίνεται ότι «κλαίει» με φωνή μικρού παιδιού, ώστε να νομίσουν οι άνθρωποι πως κάποιο μικρό παιδί θέλει βοήθεια, ώστε να τρέξουν γι’ αυτό και να τους κάνει θύματά του. Σε άλλη πηγή έχουμε διαβάσει ότι οι φωνές αυτές του κροκόδειλου δεν είναι υποκριτικό κλάμα, αλλά φωνές πόνου από την δυσπεψία που προκαλεί η μεγάλη ποσότητα φαγητού που έχει καταναλώσει. Φράση της αρχαιότητας και τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέγεται και σήμερα για την υποκριτική στάση κάποιου, να παραπλανήσει για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη ή για να αποδείξει έτσι την αθωότητά του. 
«Ο κλέψας του κλέψαντος»: Πιθανόν να προέρχεται από την αρχαία παροιμία «αλωπεκίζειν προς ετέρα αλώπεκα» (αλωπεκίζω = φέρομαι δόλια, όπως η αλεπού). Στην αρχαιοπρεπή σημασία της: «Κλέβω τον κλέφτη».
«Σε τρώει η μύτη σου; Θα φας ξύλο!»: Πολλοί προκλητικοί και στις μέρες μας «εξετάζουν» και λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τους διάφορα σημάδια, τα οποία και θεωρούν «προμηνύματα» για κάτι καλό ή κακό. Λέγεται ότι στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι ο κνησμός (φαγούρα) ήταν προάγγελος κάποιων γεγονότων, ανάλογα το σημείο που την ένοιωθε ο άνθρωπος. Φαγούρα στις πατούσες των ποδιών, σήμαινε ότι «είχε δρόμο» (ταξίδι), φαγούρα στην αριστερή παλάμη ότι θα λάμβανε δώρα, ενώ στη δεξιά ότι θα έδινε. Αυτό ισχύει και σήμερα: Στη φαγούρα του αριστερού χεριού «λεφτά θα πάρεις», ενώ στη δεξιά «θα δώσεις»! Η φαγούρα στη μύτη από την αρχαιότητα προμήνυε… ξυλοδαρμό!
«Τα σπάσαμε» (π.χ. για το κέφι μας): Λέγεται ότι στην αρχαία Κρήτη, την παραμονή του γάμου τους οι μελλόνυμφοι συγκέντρωναν σ’ ένα μεγάλο χώρο ή δωμάτιο διάφορα πήλινα βάζα, τραγουδούσαν και χόρευαν, σπάζοντας ένα-ένα, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη χαρά τους και το κέφι τους. Πιστεύεται, επίσης, ότι τα πιάτα που σπάνε οι γλεντζέδες στα διάφορα κέντρα διασκεδάσεως σε μεγάλα κέφια, είναι γιατί με τον τρόπο αυτό εκδικούνται την πείνα της κατοχής!-(ανάρτηση του δημοσιογράφου-ερευνητή-συγγραφέα-λογοτέχνη κ. Άγγελου Σακκέτου). Η φράση «τα σπάσαμε», όμως, λέγεται και σε όταν «τα χαλάμε» με κάποιους φίλους μας (τα σπάσαμε=διαλύσαμε τη σχέση μας) και πρέπει να είναι «μάγκικη» έκφραση. «Σπάσε» ή «στρίβε», άλλωστε, είναι λέξεις που χρησιμοποιούν οι μάγκες και σημαίνουν «φύγε».
«Του έδωσα τα παπούτσια στο χέρι»: Φράση που συνηθίζουμε να λέμε σε διάφορες περιπτώσεις που απομακρύνουμε κάποιον από κοντά μας για την άσχημη συμπεριφορά του ή για τις κακές πράξεις του. Λέγεται ότι ήταν μια συνήθεια των αρχαίων Βαβυλωνίων, που υιοθέτησαν αργότερα και οι Βυζαντινοί. Όταν οι βασιλείς της Βαβυλωνίας ήθελαν να αντικαταστήσουν κάποιον αυλικό του για την ανεπάρκειά του ή για τα σφάλματά του, του έστελναν ένα ζευγάρι παπούτσια με γραμμένο το όνομά του στη σόλα τους. Εκείνος γνώριζε τη σημασία της χειρονομία του βασιλιά του και απομακρυνόταν χωρίς άλλο. 
«Του πήρε τον αέρα»: Τα στρατεύματα που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν καλύτερα τον αέρα στις ναυμαχίες της αρχαιότητος και να κινηθούν καλύτερα με τα πλοία τους, είχαν περισσότερες πιθανότητες και να νικήσουν ευκολότερα τον αντίπαλο, δηλαδή «έπαιρναν τον αέρα». «Αέρα» και η πολεμική ιαχή νίκης του 1940.
«Τρώει τα νύχια του για καβγά»: Από τα αγαπημένα θεάματα των αρχαίων Ρωμαίων η ελεύθερη πάλη, σ’ αυτή επιτρέπονταν τα πάντα, όπως κουτουλιές κλωτσιές, γροθιές κλπ, απαγορεύονταν όμως οι γρατζουνιές. Στο αγώνισμα αυτό έπαιρναν μέρος κυρίως σκλάβοι ή κατάδικοι κι αν νικούσαν κέρδιζαν την ελευθερία τους. Επειδή τα νύχια τους ήταν σκληρά από τις χειρωνακτικές εργασίες που έκαναν και μεγάλα επειδή δεν τα περιποιόντουσαν, φρόντιζαν πριν βγουν στην αρένα να τα κόψουν με τα δόντια τους, αφού δεν είχαν άλλο μέσο, για να μην γρατζουνίσουν τον αντίπαλό τους, που στην περίπτωση αυτή θα έχαναν. Έτσι, έμεινε από τότε και η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
Χτύπα ξύλο: Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως σε δέντρα κατοικούσαν οι θεότητες Νύμφες (Δρυάδες) και συχνά χτυπούσαν τους κορμούς τους, για να επικαλεστούν την προστασία τους. Αυτή η συνήθεια έχει και σήμερα εφαρμογή, προκειμένου να αποφύγουμε κάτι δυσάρεστο ή οδυνηρό που «έρχεται» στην κουβέντα μας ή στη σκέψη μας. Κατά έμμεσο τρόπο, δηλαδή, ζητάμε «βοήθεια» από ανώτερη δύναμη μέσω του ξύλου, όπως και μακρινού πρόγονοί μας.
Συνεχίζεται…
 
Πηγές: Τάκη Νατσούλη «Παροιμιώδεις Εκφράσεις»
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 8.3.2023

Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

Οι φράσεις «θα σε χορέψω στο ταψί», «το ξύλο της αρκούδας» και η προέλευσή τους


     Αν και με νόμο του 1969 απαγορεύτηκε η αιχμαλωσία, η κατοχή, η έκθεση σε δημόσια θέα και ο φόνος της καφέ αρκούδας στην Ελλάδα, αρκετές φορές έχουμε δει και μεταγενέστερα το δυστυχισμένο ζώο να βασανίζεται χάριν του «δημοσίου θεάματος», προς τέρψη και ψυχαγωγία του «φιλοθεάμονος κοινού» σε πανηγύρια ή δημόσιους χώρους με μεγάλης συγκεντρώσεις  και περαστικούς.
     Ο «αρκουδιάρης» ήταν συνήθως τσιγγάνος, όπως τον αναφέρει και το ομώνυμο τραγούδι, σε στίχους του Κώστα Βίρβου, μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, σε πρώτη εκτέλεση με την Βίκυ Μοσχολιού, και η εικόνα του σχεδόν πάντα «στερεότυπη»: Καθόλου προσεγμένη ενδυμασία και μια παλιά τραγιάσκα στο κεφάλι, μ' ένα σχοινί δεμένο στη μέση του, η άλλη άκρη του οποίου συγκρατούσε της αρκούδα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα ρόπαλο, που αν το δύστυχο ζώο δεν υπάκουγε στις εντολές του, το ξυλοφόρτωνε βάναυσα. Στο άλλο χέρι κρατούσε, συνήθως, ένα ντέφι ή τουμπερλέκι, που, εκτός από τη μουσική που παρήγαγε με τις ανάλογες κινήσεις του χεριού του, το χρησιμοποιούσε και σαν «δίσκο», μέσα στον οποίο έριχναν οι θεατές τον οβολό τους για την αμοιβή του, μόλις τελείωνε το ολιγόλεπτο «νούμερό» του και μέχρι ν’ αρχίσει το επόμενο. Αρκετά συνηθισμένο ήταν κι ένα κασετόφωνο δίπλα, από το οποίο ακουγόταν μουσική, στους ρυθμούς της οποίας «λικνιζόταν» το ζώο, σίγουρα χωρίς τη θέλησή του, ενώ κάποιες φορές ακούγονταν τα ουρλιαχτά της, είτε ως διαμαρτυρία, είτε από τον πόνο του ξυλοδαρμού.  Η «αμοιβή» της, αν ο χορός της ικανοποιούσε το αφεντικό της ή το «φιλοθεάμον κοινό», μπορεί να ήταν κάποιο γλύκισμα, ένα κομμάτι κρέας ή κάποιο ψάρι που είχε μαζί του ο αρκουδιάρης, π.χ. παστή ρέγκα.
     Για να φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο «προόδου» η αρκούδα, είχε προηγηθεί μακρόχρονη «εκπαίδευση», στην πραγματικότητα διαρκής βασανισμός. Είχε συλληφθεί/αιχμαλωτιστεί σε πολύ μικρή ηλικία από τον «αρκουδιάρη», ή μπορεί να υπήρχαν και «μονάδες» αναπαραγωγής του ζώου. Ένα ταψί πολύ μεγάλης διαμέτρου χρησίμευε ως «πίστα εκμάθησης χορού» της, το οποίο θερμαινόταν σταδιακά πάνω σ’ ένα λάκκο με φωτιά. Όσο αυξανόταν η θερμοκρασία, έπαιζε και πιο έντονα η μουσική. Το μικρής ηλικίας ακόμα ζώο προσπαθώντας να αποφύγει/απαλλαχθεί από το ταψί που έκαιγε, σήκωνε εναλλάξ τα πόδια της ή «χοροπήδαγε». Αυτή η κίνησή της που συνδυαζόταν με τη μουσική ήταν η «εκπαίδευσή» της, σε συνδυασμό με πολύ ξυλοδαρμό, για να ακούει στα παραγγέλματα. Το μόνο από το οποίο απαλλασσόταν μετά από αρκετό χρονικό διάστημα, και αφού είχε «μάθει» τα «βήματα» του χορού, ήταν το θερμαινόμενο ταψί, ενώ ο εξαναγκασμός στα χορευτικά «λικνίσματα» και ο ξυλοδαρμός συνεχίζονταν ισοβίως.
     Το μαρτύριο του βασανισμένου και σε άθλια βιολογική κατάσταση και εμφάνιση ζώου, «γέννησαν» τις φράσεις «θα σε χορέψω στο ταψί» και «το ξύλο της αρκούδας», που τις χρησιμοποιούμε ή περνάνε από τη σκέψη μας για άτομα τα οποία σκοπεύουμε/θέλουμε να υποβάλουμε σε κάποια όχι ευχάριστη δοκιμασία, να τους κάνουμε «καψόνια» κατά το κοινώς λεγόμενο, να τα τιμωρήσουμε ή να τα εκδικηθούμε.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.3.2023

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Η νύφη ήταν γριά!


     Πάνε ίσα και με σαράντα χρόνια από τότε που η γιαγιά Κοντύλω έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία της και γέλαγε και η ίδια, αν και σίγουρα δεν ήταν μόνο για γέλια. Αλλά κάποιες φορές, το γέλιο μπορεί να είναι μηχανισμός άμυνας για την αντιμετώπιση δύσκολων και πονεμένων καταστάσεων. Και είχε ένα «βαθύ», «χοντρό» γέλιο η συχωρεμένη, που ίσως γι’ αυτό την παρακινούσαν ορισμένοι να τους την διηγηθεί και να την ξαναδιηγηθεί, αφού εύρισκαν και το γέλιο της χαριτωμένο. Το ήξερε, βέβαια, και η ίδια αυτό, μα πάντα πρόθυμη δεν χάλαγε χατίρι. Αφού έπαιρνε μια βαθιά ανάσα, ανάσα αναστεναγμού περισσότερο, χωρίς ν' αφήνει το πλεκτό της ή τη ρόκα της και το γνέσιμο, ξεκίναγε με χαμόγελο και το βλέμμα χαμηλωμένο:
     «Εγώ ήμουνα μοναχοκόρη. Είχα εφτά αδέρφια και όλοι δουλεύανε να με προικίσουνε, γιατί η μάνα μας κι ο πατέρας μας ήτανε φτωχοί. Στην κατοχή δεν πεινάσαμε, γιατί δεκάξι χέρια κι άλλα τέσσερα των γονιών μας στην οικογένεια, δόξα των Θεώ, δεν στερηθήκαμε το ψωμάκι. Πεταχτούλα και ζωντανή πάντα ήμουνα, αλλά ούτε οι γονιοί μου ούτε τ’ αδέρφια μου θέλανε να με δώκουνε σ’ όποιον κι όποιον. Θέλανε να έχει τον τρόπο του, για να περάσω κι εγώ καλά στη ζωή μου και να μη στερηθώ, γιατί με είχανε καλομαθημένη. Εγώ όμως δεν χαμπάριαζα. Ένοιωθα και ήμουν αντρογυναίκα. Δούλευα σκληρά, όπως και τ' αδέρφια μου. Πηγαίνανε κι ερχότανε τα προξενιά, κι όλα τα διώχνανε, μέχρι να χτυπήσει την πόρτα ο κατάλληλος, αφού και οι περισσότεροι ήτανε ξεβράκωτοι (γέλια). Και τ’ αδέρφια μου και οι γονιοί μου λέγανε ότι όλους τους ενδιέφερε η προίκα μου, γιατί ξέρανε ότι έχω τον τρόπο μου.
     Είχα περάσει τα τριάντα και κάμποσοι λέγανε ότι θα έμενα γεροντοκόρη (γέλια). Στα τριάντα δυο μου ήρθε ένα προξενικό από το άλλο χωριό. Οι δικοί μου τους είδανε καλοντυμένους και τα ζωντανά τους καλοταϊσμένα. Τέσσεροι ήτανε και τους θυμάμαι σαν να τους βλέπω τώρα μπροστά μου. Οι δυο, μάλιστα, ήρθαν με άλογα κι άλλοι δυο με μουλάρια. Οι περισσότεροι από τους προηγούμενους ερχότανε με γαϊδούρια (γέλια).
     Οι δικοί μου δεν απαντήσανε, ούτε ναι, ούτε όχι. Ρωτήσανε, κι αφού μάθανε ότι ήτανε από καλοστεκούμενη οικογένεια ο γαμπρός, ειδοποιήσανε τον προξενητή να τους απαντήσει με «ναι», κάπως “μαζωμένοι”, όμως, γιατί εγώ ήμουν και δυο χρόνια μεγαλύτερη από το γαμπρό. Σε λίγες μέρες ξαναήρθανε για να κλείσουνε τη δουλειά. Εμένα κανείς δεν με ρώτησε, αλλά και αν με ρώταγε, έπρεπε να πω «ναι», αφού εκείνοι το είχαν αποφασίσει, γιατί αν έλεγα «όχι» θα είχαμε ιστορίες (γέλια).
     Έγινε ο γάμος, αλλά δεν είδανε οι δικοί μου πολλά πολλά από τους συμπεθέρους. Μάλλον φτωχικά πράγματα. Εκείνοι, παιδί μου, κάνανε τον καμπόσο, αλλά δεν ήτανε όπως φαινότανε. Έξι αδέρφια ήτανε, τέσσερα παιδιά και δυο κοπέλες. Μαζί με την προίκα που μου δώκανε οι δικοί μου, σκουτιά, κατσαρολικά χωράφια κι άλλα τέτοια, μου δώκανε και τρία κτήματα. Ένα μήνα μετά το δικό μας γάμο, παντρέψανε τη μεγάλη κοπέλα τους, που την είχανε έτοιμη και της δώσανε προίκα το ένα από τα τρία δικά μου χωράφια! Αμ εμένα, μου δώκανε και λίρες οι δικοί μου, κάμποσες λίρες! Εγώ έβαλα λίρες και φτιάξαμε το σπίτι, που το είχανε μισοτελειωμένο. “Καλή η νύφη”, “καλή η νύφη”, λέγανε και ξαναλέγανε όλοι τους. Όλο με παίνιες (παινέματα) και με γλυκόλογα μου μιλάγανε και με πολλές παίνιες και με γλυκόλογα μιλάγανε και στον κόσμο για μένα. Μέσα κι εγώ σε όλες τις δουλειές και όλο το χωριό με καμάρωνε και με παίνευε. “Να γίνεις άξια σαν την Κοντύλω”, λέγανε οι μεγαλύτεροι στα κορίτσια τους κι εκείνο εμένα μου άρεσε. Όμως, κάτι όλο μ’ έτρωγε μέσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όλο έβλεπα να κροφοκουβεντιάζουνε  μεταξύ τους τα κουνιάδια μου και με ζώναν τα φίδια. Αλλά τι να έκανα, που ήμουνα και γκαστρωμένη το πρώτο μου παιδί; Ένα βράδυ, τάχα έκανα πως δεν ήμουνα καλά από τη γκαστριά και είπα ότι θα πήγαινα να κοιμηθώ. Έλα μου, όμως, που έστησα αυτί και τους άκουσα να λένε ότι έπρεπε να κρατήσουνε μερικές λίρες, για να παντρέψουνε την άλλη κοπέλα, που ήτανε κι άσχημη! “Το προικιό παντρεύει το χτικιό”, είπα μέσα μου, που το έλεγε και η μανούλα μου κι έγινα τούρκος. Ούλη νύχτα δεν ησύχασα και δεν έκλεισα μάτι από τη στενοχώρια μου. Ο άντρας μου που ήρθε αργότερα στο κρεβάτι, ούλο με ρώταγε τί έχω. “Ανησυχία από τη γκαστριά” του έλεγα για να δικαιολογηθώ. Όμως, εκείνη η ανησυχία με βοήθησε να καταστρώσω το σχέδιό μου και να πάρω τις αποφάσεις μου. Σκέφθηκα ότι τους “είχα στο χέρι” με το παιδί στην κοιλιά.
     Το πρωί τους έφτιασα τραχανά να φάνε, για να φύγουνε για τις δουλειές τους. Μόλις μαζωχτήκανε ούλοι στο τραπέζι, άνοιξα το στόμα μου και τους μίλησα ορθά κοφτά:
     “...Χτες βράδυ που κουβεντιάζατε σιγά, άκουσα τι λέγατε.  Δεν φτάνει που σας έφτιασα το σπίτι και παντρέψατε τη μια κοπέλα σας με την προίκα μου, δεν φτάνει που είμαι δούλα σας, θέλετε να βάλτε χέρι και στις λίγες λίρες που μείνανε. Θα τις πάρω μαζί με το παιδί που έχω στην κοιλιά μου και θα γυρίσω στους δικούς μου. Άμα μάθουνε εκείνοι τα καμώματά σας, θα με μαζέψουνε…”.
     Λες και τους βάρεσε κεραυνός. Μείνανε ούλοι μαρμαρωμένοι.
     “Ώστε κρυφακούς;, μου είπε αγριεμένος ο μικρότερος κουνιάδος μου, ο Θοδωρής.
     Ο μεγάλος τους αδερφός, ο Παναγής  που τον λογαριάζανε και για δεύτερο πατέρα ούλοι τους, του έκοψε την κουβέντα και τον μάλωσε. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι του ντροπιασμένος. Πέρασε λίγη ώρα και κανείς δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του, ούτε είπανε κουβέντα. Μόνο αλλάζανε βλέμματα μεταξύ τους. Τότε μίλησε ο Παναγής και για τους άλλους τέσσαρους:
     “Άκου να σου ειπώ, νύφη. Στο σπίτι που ήρθες, έχεις και κάποιες υποχρεώσεις…. Εγώ δεν έχασα χρόνο και του έκοψα την κουβέντα:
     Αν λέτε ότι δεν είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου, ένας λόγος παραπάνω να φύγω. Σας είπα ότι οι δικοί μου θα με μαζέψουνε και θα με βοηθήσουνε να μεγαλώσω και το παιδί που θα γεννήσω. Και δεν θα πιστέψουνε εσάς. Εμένα θα πιστέψουνε.
     Ξανακοιταχτήκανε ανήσυχοι, αλλά ποτέ δεν μου ξαναείπανε κουβέντα. Σε λίγες μέρες ο Παναγής με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
     “Νύφη, κάμε μόνη σου κουμάντο τις λίρες της προίκας σου, με ό,τι καταλαβαίνεις πως έχει ανάγκη το σπίτι...”.
     Μέχρι να ’ρθει η μέρα να γεννήσω, είχαμε τελειώσει και το σπίτι και τελειώσανε και οι λίρες. Μόλις τελειώσανε οι λίρες, κοπήκανε οι παίνιες, κοπήκανε και τα γλυκόλογα! “Γριά η νύφη, γριά η νύφη, λέγανε τότε!  “Γριά η νύφη”, λέγανε και μετά τη γέννα μου. “Δεν ξέρουμε αν θα πιάσει άλλο παιδί” (πολλά και δυνατά γέλια). Μα ο Θεός μ’ αξίωσε κι έκαμα τέσσαρους λεβέντες που ούλοι τούς καμαρώνουνε και μια κοπέλα, που χαμογελάει και βγαίν' ο ήλιος», τέλειωνε την κουβέντα της με υπερηφάνεια.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπολος, 6.3.2023

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Τσέπες με καβούρια…

      

     Το ήξερε όλο το χωριό ότι η Βαρβάρα θα πήγαινε στη Σύρο, που παντρευότανε ο ανιψιός της, γιος της αδερφής της. Η χαρά της και για το γάμο και για το ταξίδι δεν κρυβότανε και πρωί, μεσημέρι, βράδυ δεν έλεγε τίποτα άλλο, σε όποιον κι αν εύρισκε.
     «Να δούμε τι θα μας φέρεις», της έλεγαν πειράζοντάς της κάποιοι συγχωριανοί της, ξέροντας ότι οι τσέπες της ήταν γεμάτες καβούρια. Άλλοι της εύχονταν να είναι η θάλασσα ήρεμη και να μην «θαλακουνηθεί», γιατί οι «θαλασσοκουνημένοι» είναι και λίγο «λοξοί»!
     «Μπουμπουνιέρες από το γάμο! Τι άλλο να σας φέρω; » ήταν πάντα η απάντησή της.
     Το πρωί της ημέρας που έφευγε, αρκετοί την συνόδεψαν μέχρι τη δημοσιά που πέρναγε το λεωφορείο, να την χαιρετίσουν.
     Μεγάλο το ταξίδι και η Βαρβάρα γύρισε στο χωριό πέντε ημέρες μετά. Και τί δεν είχε να αφηγηθεί από τη μοναδική αυτή εμπειρία της για το γάμο, το νησί, τον κόσμο που γνώρισε, το μεγάλο γλέντι μετά το μυστήριο, που ήτανε κι ο δεσπότης. Είχε φέρει και κάμποσες μπουμπουνιέρες και τις μοίρασε στους πιο κοντινούς της συγγενείς, να ευχηθούν στο ζευγάρι.
     Κάνα δυο μέρες μετά, πήγε να επισκεφθεί  την καλύτερη φίλη της, την Ιουλία. Με τις ώρες κι εκεί οι διηγήσεις της. Κάποια στιγμή της είπε για τα συριανά λουκούμια:
     «Μωρ’ τι λουκούμια ήταν εκείνα! Τι γλύκισμα! Τι άρωμα! Λιώνουνε στο στόμα σου! Δεν έχω ξαναδοκιμάσει τέτοιο πράγμα!...» και από μια τσάντα που κρατούσε, έβγαλε ένα κουτί, που έγραφε με κόκκινα κεφαλαία γράμματα «ΣΥΡΙΑΝΑ ΛΟΥΚΟΥΜΙΑ». Πολλές οι ευχαριστίες της Ιουλίας, που ήδη της έτρεχαν τα σάλια της από την περιγραφή και μόνο. Μα όταν άλωσε το χέρι της να το πάρει, έμεινε άφωνη! Το κουτί ήταν σχεδόν άδειο!
     «…Δυο λουκούμια σου έφερα, να τα δεις και να τα δοκιμάσεις! Αν σου αρέσουνε και πάει κανείς άλλος, ή αν πας εσυ καμιά φορά, να ξέρεις τι να ζητήσεις», συνέχισε την κουβέντα της η Βαρβάρα, αφήνοντας στήλη άλατος τη φιλενάδα της!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.3.2023