Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019


Εύθυμες ιστορίες του χωριού:
Η… τηλεόρα!


     Το φύσαγε και δεν κρύωνε η  Σοφία η Θανάσαινα. Με το που άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της και μπήκε μέσα, αμέσως τα δυο παιδιά της και η πεθερά της διάβασαν στο πρόσωπό της. Έδειχνε πολύ στενοχωρημένη.
     «Τί έπαθες, μάνα;», ρώτησε ο μεγάλος της γιος, ο Αντώνης, που περπάταγε στα δεκαπέντε του και πήγαινε στο γυμνάσιο. Ο δεύτερος, όπως και η πεθερά της, κάρφωσαν τα μάτια τους επάνω της και με το βλέμμα τους έκαναν την ίδια ερώτηση, περιμένοντας με αγωνία μια απάντηση.
     Μιλιά. Καμία απάντηση η Σοφία. Κατακόκκινη από τη ντροπή της προσπαθούσε να κρυφτεί, αλλά ήταν αδύνατο.
     «Τί έπαθες, μωρή;», τη ρώτησε και η πεθερά της σε λίγα δευτερόλεπτα, που τις περισσότερες φορές οι δυο τους τα πήγαιναν σαν το σκύλο με τη γάτα.
     Παρ’ όλο που δεν ήθελε να πει για το... ρεζίλεμά της, «αναγκάστηκε» να μιλήσει για να το μοιραστεί μαζί τους, αλλά και για να μην αγωνιούν, πιστεύοντας ότι της συνέβη κάτι πολύ φοβερό.
     «Μπήκα στο μαγαζί να πάρω δυο πραγματάκια που χρειάζεται το σπίτι. Τί το ’θελα; Είχε βάλει ο Θεμιστοκλής ο μαγαζάτορας εκείνο το κουτί, την τηλεόρα ντε, που δείχνει κάποιους ανθρώπους που μιλάνε. Μίλαγε μια γυναίκα και με το που με βλέπει, μου λέει με θυμό:
     “Κι εσύ, κυρά μου, ξένη γυναίκα, δεν ντρέπεσαι; Τί μου ήρθες εδώ και με τηράς σαν χαζή;… Δουλειές δεν έχεις στο σπίτι σου;…”!
     Μού ’ρθε ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί! Τί της έκανα εγώ και μου μίλησε έτσι;…»!
     «Μάνα, πρώτα από απ’ όλα, δεν το λένε "κουτί", ούτε “τηλεόρα”», της εξήγησε ο μεγάλος της γιος, που έβαλε τα γέλια. «Τη λένε τηλεόραση κι αυτή που είπε έτσι, δεν το είπε σ’ εσένα! Κάποιο θεατρικό έργο θα ήτανε και μίλαγε με κάποιους άλλους, μέσα στην τηλεόραση».
     «Τί λες, μωρέ! Αφού με τήραγε στα μάτια!... Αυτοί από ’κει μέσα μας βλέπουνε, όπως τους βλέπουμε κι εμείς!!!
     Ο Αντώνης ξανάβαλε τα γέλια, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Το ίδιο έκανε και ο μικρότερος. Η πεθερά της ούτε κι αυτή πολυκατάλαβε τί έγινε, γέλασε όμως ειρωνικά εις βάρος της νύφης της.
     Όσο κι αν προσπάθησε ο Αντώνης να δώσει στη μάνα του να καταλάβει ότι «αυτοί μου μιλάνε στην τηλεόραση δεν βλέπουν εμάς, αλλά μόνο εμείς αυτούς, και ότι εκείνη την ώρα παίζανε θέατρο, μάταιος ο κόπος! Ήταν η εποχή που οι πρώτες ασπρόμαυρες τηλεοράσεις είχαν φτάσει στα χωριά και τις είχαν προμηθευτεί τα μαγαζιά, συνήθως καφενεία-παντοπωλεία.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.12.2019
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Το πρώτο λαχείο




    Σε ειδική-πανηγυρική εκδήλωση στις 13 Δεκεμβρίου 2019, απενεμήθησαν οι τιμητικές διακρίσεις του καθιερωμένου ετήσιου Πανελλήνιου και Πακγκύπριου λογοτεχνικού διαγωνισμού, της ιστορικής ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ. Μεταξύ των πνευματικών έργων πού διακρίθηκαν, είναι και το διήγημα «το πρώτο λαχείο» της ταπεινότητάς μου.

   
                  Η επίδοση του Βραβείου από τον Πρόεδρο της ΕΕΛ κ. Λευτέρη Τζόκα

     Ολόθερμες οι ευχαριστίες μου στον Πρόεδρο του Δ.Σ. της Ένωσης, κ. Λευτέρη Τζόκα, όλα τα Μέλη του Δ.Σ., καθώς και στην Κριτική Επιτροπή.
    Μπορείτε στη συνέχεια να διαβάστε και το διήγημα:

Το πρώτο λαχείο

     Πάνε κάπου σαράντα χρόνια από τότε που η Στεφανία είχε τραυματιστεί στην Κέρκυρα, σ’ ένα αυτοκινητικό ατύχημα κι έμεινε με βαριά αναπηρία, μόλις είχε κλείσει τα είκοσι έξι της. Ένα μικρό φορτηγό την είχε χτυπήσει λίγο έξω από το κέντρο της πόλης του νησιού κι από τότε δεν ξαναπερπάτησε. Καθηλώθηκε στο κρεβάτι και μπορούσε να μετακινηθεί μόνο με βοήθεια και με αναπηρικό καροτσάκι. Τί ειρωνεία της τύχης, όμως, και τί λαχείο ήταν αυτό που της έδωσε η ζωή, σ’ αυτή τη γεμάτη σφρίγος ηλικία! Μόλις λίγες μέρες πριν είχε πάρει στα χέρια της το μεταπτυχιακό τίτλο στην κοινωνιολογία, ύστερα από το πτυχίο γεωπονίας που είχε προηγηθεί με άριστα και ήταν έτοιμη ν’ ανοίξει τα φτερά της για να πετάξει στη ζωή.
     Τί και δεν είχαν κάνει οι γονείς της για να μπορέσει να περπατήσει, έστω και με πατερίτσες, που πίστευαν ότι σιγά-σιγά θα τις πέταγε κι αυτές και θα ήταν όπως και πριν, έστω και με κάποια μικρή δυσκολία. Πούλησαν χωράφια, πούλησαν ζωντανά, δανείστηκαν κιόλας από δικούς τους ανθρώπους, μα μάταια. Γιατροί κι άλλοι γιατροί, φάρμακα κι άλλα φάρμακα, λεφτά κι άλλα λεφτά, κάμποσα ταξίδια στο εξωτερικό, όλα πήγανε στράφι.
     Σ’ όλη της αυτή τη δοκιμασία, στάθηκε ακούραστος δίπλα της και ο Γρηγόρης, το παλληκάρι με το οποίο από το σχολειό υπήρχε μια αμοιβαία έλξη και σκέψη να ενώσουν τις ζωές τους. Παρ’ όλο που η σχέση τους δεν είχε επισημοποιηθεί, παρ’ όλο που στην κλειστή κοινωνία του οικογενειακού και κοινωνικού τους κύκλου δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό, ως το ανεπίσημο, ο Γρηγόρης τη στήριζε με όλες του τις δυνάμεις και όλα του τα αισθήματα. Μαζί στο πήγαιν’-έλα στους γιατρούς, μαζί στα ταξίδια στο εξωτερικό για την υγεία της, και πάντα με ενδιαφέρον και πάντα με πολλές ελπίδες. Η κόπωση όμως άρχισε να φαίνεται στα μάτια του κι αυτό το έβλεπε η Στεφανία, ειδικά όσο πέρναγε ο καιρός και οι ελπίδες σιγόσβηναν.
    Τρία χρόνια μετά το σοβαρό ατύχημά της, βρήκε τη δύναμη και πήρε την οριστική απόφαση να «απομακρύνει» από κοντά της το Γρηγόρη. Όσο κι αν το θεωρούσε δυσβάστακτο για την ίδια, όσο κι αν ένοιωθε ότι τον είχε ανάγκη, όσο κι αν διαισθανόταν ότι ο χωρισμός τους θα της επιδείνωνε την κατάσταση σε κάθε τομέα, κυρίως όμως συναισθηματικά, έπρεπε να το κάνει. Ήταν πλέον ξεκάθαρο μέσα της ότι δεν μπορούσε να τον κρατήσει κοντά της, αφού οι προοπτικές να φτιάξει τη ζωή της μαζί του εξανεμίζονταν μαζί με τα όνειρά της. Με την κοπέλα που συνδέθηκε αργότερα ο Γρηγόρης έκαναν οικογένεια σε μικρό χρονικό διάστημα. Αυτό τη Στεφανία την έκανε και να πονέσει, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και ν’ ανακουφιστεί, γιατί του αναγνώριζε κάθε δικαίωμα να φτιάξει τη δική του ζωή.
     Σε όσους προσπαθούσαν να βρούνε να της πούνε δυο λόγια και να την ενθαρρύνουν στις δυσκολοδιάβατες ανηφοριές της, κούναγε το κεφάλι απελπισμένη και η απάντησή της ήταν στερεότυπη: «Ήμουνα νιά και γέρασα»! Στην πραγματικότητα, όμως, δεν το έβαζε κάτω. Με πολλή θέληση είχε εξασκήσει τη δύναμη των χεριών της και με τη βοήθεια ενός δεύτερου ατόμου ανέβαινε σχετικά εύκολα από το κρεβάτι στο καροτσάκι και γύριζε σχεδόν καθημερινά την πόλη. Οι γονείς της είχαν προσθέσει και κατάλληλη ράμπα στα πέντε σκαλοπάτια από το δρόμο στο σπίτι τους κι αυτό ήταν μεγάλη ευκολία για το παιδί τους.    
     Έβλεπε η Στεφανία και τη φυσική φθορά των γονιών της, που ο καημός του μονάκριβου παιδιού τους είχε επισπεύσει τα γεράματά τους. Τότε πήρε άλλη μια μεγάλη απόφαση: Τούς ζήτησε να τη βάλουν στο ίδρυμα αναπήρων, αφού η ζωή της έβαινε οριστικά σε αδιέξοδο και θα γινόταν πολύ μεγαλύτερο μετά απ’ αυτούς. Αντέδρασαν πολύ αρνητικά στην επιθυμία της, τελικά όμως τους κατάφερε. Το γάμο της Γιώτας με τον Ανέστη, τρόφιμων του ιδρύματος και των δύο με ελαφρά αναπηρία, που έγινε και πρωτοσέλιδο στις τοπικές εφημερίδες, τον χρησιμοποίησε κατάλληλα και συνετέλεσε κάπως θετικά σ’ αυτό: στους γονείς της έλεγε επίμονα ότι εκεί θα βρει κοινά ενδιαφέροντα με ανθρώπους της ηλικίας της και οι αντιρρήσεις τους σιγά-σιγά κάπως άρχισαν να κάμπτονται. Όχι πως πίστεψαν ποτέ ότι θα εύρισκε και η ίδια μια τέτοια τύχη εκεί, αλλά έβλεπαν και οι ίδιοι ότι τα γεράματα ήρθαν.
     Μετά την εγκατάστασή της στο ίδρυμα, οι γονείς της την επισκέπτονταν ο ένας το πρωί και ο άλλος το απόγευμα κάθε μέρα. Κοντινούς συγγενείς δεν είχαν πολλούς, που και αυτοί οι λίγοι άρχισαν σταδιακά να απομακρύνονται.
     Από τις πρώτες της δραστηριότητες στο ίδρυμα αναπήρων, ήταν να βγαίνει με τις ημερήσιες άδειές της και να γυρίζει όλη την πόλη, συνήθεια που είχε και πριν. Τις Κυριακές εκκλησιαζόταν, ενώ πολύ συχνά τα απογεύματα πήγαινε σε προβολές κινηματογραφικών ταινιών, σε θεατρικές παραστάσεις κι άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις, γεμίζοντας έτσι ευχάριστα τη ζωή της. Γενικά η πνευματική καλλιέργεια ήταν πάντα στα πρώτα της ενδιαφέροντα και τα βράδια και τις κρύες και βροχερές μέρες το διάβασμα γινόταν μια άλλη ευχάριστη κι αγαπημένη της διέξοδος. Οι υπόλοιποι συνασθενείς της κι όλο το προσωπικό του ιδρύματος τη θαύμαζαν και την είχαν βαφτίσει «βιβλιοφάγο».
     Αργότερα, και με την άδεια της διοίκησης του ιδρύματος, εξασφάλισε  πρόσβαση στο μαγειρείο. Τα διάφορα γλυκίσματα και τα κέικ που έφτιαχνε εκεί, σε συνεργασία με το προσωπικό, γινόταν ανάρπαστα και πάντα τα απολάμβαναν όλοι με όλες τους τις αισθήσεις και τις καλύτερες κριτικές τους: το «μμμμμ!» της απόλαυσης!  
     Ολοένα όμως κάτι την «έτρωγε» μέσα της: Οι σκέψεις πως πολλές φορές τα όνειρα γκρεμίζονται, κομματιάζονται, συνθλίβονται, γίνονται σκόνη, «ονειρόσκονη», όπως έλεγε συχνά. Την απασχολούσε και η πραγματικότητα, πως οι αναμνήσεις ζουν ακέραιες, δεν κομματιάζονται και δεν γίνονται «αναμνησόσκονη». Μ’ αυτές τις αναμνήσεις αποφάσισε υπηρετήσει τις φιλοδοξίες και να τις πραγματοποιήσει με άλλους σχεδιασμούς: να διδάξει, να παραδειγματίσει, να αφυπνίσει, να μοιράσει αγάπη, παιδεία και πολιτισμό, αξιοποιώντας τις επιστήμες της, μα προ πάντων τη θέλησή της και τη δυναμική της που ποτέ δεν της έλειψαν. Κάτι που ακόμα περισσότερο ήθελε να διώξει μακριά από πάνω της, ήταν ο οίκτος με τον οποίο έβλεπε να την αντιμετωπίζουν κάποιοι άνθρωποι του κοντινού και του μακρινού περιβάλλοντός της. Έτσι, σε συνεργασία με τον τοπικό δήμο, συλλόγους κι άλλους φορείς, γρήγορα άρχισε να διοργανώνει με πολλή μεγάλη επιτυχία ομιλίες, διαλέξεις και συνέδρια, με θέματα γεωπονίας και κοινωνιολογίας, σε συνεδριακά κέντρα, σε αίθουσες του Δήμου και σε σχολεία.
     Σύντομα η φήμη της ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια του νησιού της κι έγινε αντικείμενο θαυμασμού και για τη δράση της αυτή, κυρίως όμως για τον αγώνα της και τη θέλησή της για τη ζωή. Τα θέματα τα οποία ανέπτυσσε ανακοινώνονταν έγκαιρα μέσω του Τύπου και συνέρεαν και τα παρακολουθούσαν επιστήμονες από πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού.
     Όσο, όμως, κι αν όλες αυτές οι πολυδιάστατες  δραστηριότητες της έδιναν ζωή, έρχονταν ώρες που ένοιωθε το Γολγοθά της όλο και πιο ανηφορικό. Της έλειπε πάνω απ’ όλα η οικογένεια, η ελεύθερη κίνηση, ο χορός, η άθληση, ο περίπατος στο δάσος και στην παραλία, το κολύμπι, όπως και κάθε τι ακόμα που για τον καθένα θεωρείται δεδομένο. Τα προβλήματα υγείας που συσσωρεύονταν το ένα μετά το άλλο όσο τα χρόνια περνούσαν, στα εξήντα της τής είχαν περιορίσει κατά πολύ την κινητικότητα, που ήταν η κύρια δύναμη που της έδινε ζωή το προηγούμενο χρονικό διάστημα. Η ανημπόρια και ο θάνατος των γονιών της επέδρασαν ακόμα πιο αρνητικά στην ψυχολογία της, αφού δεν είχε άλλον κοντινό συγγενή να νοιώσει στήριξη. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μια ψυχιατρική διάγνωση, αυτή της κατάθλιψης, φαινόταν ότι είχε επιδεινώσει κι εκείνη με το δικό της τρόπο την υγεία της και τη συμπεριφορά της.  Ακμαιότατη πάντα η αντίληψή της, όμως, αντιλαμβανόταν τη συμπάθεια και σε κάποιες περιπτώσεις τον οίκτο του προσωπικού του ιδρύματος, που τόσα χρόνια τους γνώριζε και αυτούς ένοιωθε για δικούς της ανθρώπους. Αυτό την καταρράκωνε ακόμα περισσότερο, αφού είχε αναγκαστεί να περιορίσει και πολλές ζωτικής σημασίας δραστηριότητες για την ίδια και παντού ήταν αναγκασμένη να ζητά τη βοήθειά τους, ακόμα και σε πολύ απλά πράγματα.
     Ένα μουντό χινοπωριάτικο απόγευμα, μουντό στην ατμόσφαιρα και μαύρο για τη Στεφανία, μια πολύ ευχάριστη έκπληξη ήρθε να της αλλάξει τη διάθεση: Πήγε και την επισκέφθηκε ο πρωτοξαδερφός της ο Χαράλαμπος, που είχε έρθει από την Αυστραλία. Ούτε και η ίδια τον γνώρισε κι αυτός με τη βοήθεια του προσωπικού ενημερώθηκε πως ήταν στο δεύτερο από τα τρία κρεβάτια του θαλάμου. Ο χρόνος είχε αφήσει αμείλικτα το πέρασμά του επάνω και στους δυο τους.
     Χαρές και ξεφωνητά μόλις γνωρίστηκαν! Είχαν να ειδωθούν από το σχολείο και τα συναισθήματα ήταν απερίγραπτα, αφού πάντα τους άρεσε η παρέα που έκαναν στα παιδικά τους χρόνια. Η Στεφανία άρχισε να γελάει, να λάμπει το πρόσωπό της, να θέλει προσέξει τον εαυτό της. Όλη αυτή τη χαρά ήρθε να την απογειώσει μια πρόταση του ξαδέρφου της, που είχε και το όνομα του παππού τους. Προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει να βγούνε μαζί έξω, να πάνε στο θέατρο και μετά να φάνε στο καλύτερο εστιατόριο του νησιού!
     Με τη βοήθεια του προσωπικού φόρεσε το φόρεμα που κάποτε φόραγε μόνο στην Ανάσταση. Ο Χαράλαμπος την πήρε με το καροτσάκι και βγήκαν έξω, περιμένοντας κάτω από τα σκαλιά, μέχρι να έρθει το αυτοκίνητο που είχε ειδοποιήσει ο ίδιος.
     Πόσο καιρό είχε να κατέβει τις σκάλες του ιδρύματος! Πόσο καιρό είχε να νοιώσει το χάδι του αέρα στο πρόσωπό της, ν’ ακούσει το ρυθμικό ήχο από τα πέταλα των αλόγων που έσερναν τις άμαξες, να νοιώσει τη μυρωδιά από την αλμύρα και το ιώδιο της θάλασσας, να φτάσει καθαρά στ’ αυτιά της το σφύριγμα του καραβιού που έμπαινε στο λιμάνι… Με μια βαθειά ανάσα, με χαμόγελο ευτυχίας, με το άνοιγμα των χεριών της και το κλείσιμο των ματιών της απόλαυσε όλα αυτά που τόσο είχε στερηθεί και που κάποτε ήταν καθημερινό κομμάτι της ζωής της.
     Τότε πέρασε από μπροστά τους ένα πλανόδιος λαχειοπώλης, με μια τσάντα στον ώμο και τέσσερα πέντε λαχεία που κράταγε σε κάθε χέρι.
    «Πάρτε λαχεία! Μείνανε τα τελευταία και είναι τυχερά!», τους είπε. Αμέσως η Στεφανία, με έκδηλη την ευτυχία κι ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της, του απάντησε:
     «Τί να τα κάνω τα δικά σου λαχεία, φίλε μου! Το λαχείο που κέρδισα εγώ απόψε, αξίζει πολύ περισσότερο από τον πρώτο λαχνό αυτών που κρατάς!».

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.12.2019
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )






Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2019

Προσμονή πρωτοχρονιάς (ποίημα)


Κι αν την πλάτη μας βαραίνει
ένας παραπάνω χρόνος,
η ζωή μας κι αν κονταίνει
κι αν ανηφορίζει ο δρόμος,

με ελπίδες και με δώρα,
φώτα και βεγγαλικά
θα προσμένουμε την ώρα
που ’ρχεται πρωτοχρονιά!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.12.2019

«Αρνάδες, κατσ’κάδες»!



     Ένα πολύ όμορφο έθιμο που συναντάμε κυρίως στην Ήπειρο, ανήμερα τα Χριστούγεννα, είναι και το εξής:
     Αμέσως με το που θα γυρίσουν από την Εκκλησία, μετά τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων, ρίχνουν στη φωτιά μικρά κλωνάρια χλωρού πουρναριού. Εκείνα μόλις αρχίσουν να καίγονται, τρίζουν, «σκάνε», κάνοντας έναν θόρυβο λες και ακούγεται πολυβόλο! Τότε εύχονται στο νοικοκύρη και μεταξύ τους: 
     «Χρόνια πολλά! Αρνάδες, κατσ'κάδες». 
     Η ευχές «αρνάδες, κατσ'κάδες» και «νύφες, γαμπρούς», φαίνεται να έχει την ίδια βαρύτητα με την κατ' εξοχήν ευχή της ημέρας, τα «χρόνια πολλά». Εύχονται έτσι να γεννηθούν θηλυκά αρνιά και κατσίκα για ν’ αυγατίσει το κοπάδι και να πάει καλά η οικονομία του σπιτιού! 
     Αμέσως μετά τα κορίτσια, που σημειωτέον δεν πάνε (δεν πήγαιναν) για κάλαντα την παραμονή, παρά μόνο τ' αγόρια, κάνουν επισκέψεις στα σπίτια του χωριού, κρατώντας κι εκεί στα χέρια τους μικρά κλωνάρια χλωρού πουρναριού. Μπαίνοντας κάνουν το ίδιο και δίνουν τις ίδιες ευχές. Μετά τις ευχαριστίες των νοικοκυραίων, την ανταπόδοση των ευχών και το καθιερωμένο κέρασμα, φεύγουν για το επόμενο σπίτι.  
     Δείτε το σύντομο σχετικό βίντεο:



Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.12.2019

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Ο μυλωνάς και οι καλικάντζαροι


Εικόνα: Παλαιό αναγνωστικού Δ΄ δημοτικού


    Προπαραμονή πρωτοχρονιάς και πολύ πρωί, πριν ακόμα χαράξει άφησε το ζεστό του κρεβάτι του ο μπάρμπα-Μήτσος ο μυλωνάς και κρατώντας το λαδοφάναρο για να βλέπει, κατέβηκε στο μύλο. Είχε πολλά αλέσματα κι έπρεπε μέχρι το βράδυ να τα τελειώσει, γιατί ο κόσμος ήθελε τα γεννήματά του. 
     Ήτανε αγαθός άνθρωπος ο μπάρμπα-Μήτσος κι απέφευγε να δουλέψει το μύλο τα δωδεκάημερα. Είχε ακούσει πολλά για τους καλικαντζάρους, που με τις ζαβολιές τους δεν αφήνουν ήσυχο τον κόσμο αυτές τις μέρες. Η αδυναμία τους, όμως, στους μύλους και τους μυλωνάδες, τον κράταγε ακόμα πιο διστακτικό. Και τί δεν είχε ακούσει: ότι πάνε κι ανακατεύουνε το αλεύρι του ενός με του άλλου, άλλοτε το σταρένιο με το καλαμποκίσιο, άλλες φορές κατουράνε μέσα και το μαγαρίζουνε, ότι το σκορπάνε και γεμίζει ο τόπος και πολλά άλλα τέτοια για να βάλουνε σε μπελάδες το μυλωνά. Τί να έκανε όμως που τα αλέσματα είχαν μαζευτεί βουνό;
     Πάντα μέσα στο μύλο είχε ένα πρόχειρο εικονοστάσι, αλλά μιας και θα άλεθε τέτοιες μέρες, έβαλε ακόμα εκεί από την προηγούμενη και την εικόνα της Γέννησης του Χριστού κι ένα μπουκαλάκι αγιασμό που είχε στο σπίτι. Έκανε το σταυρό του και άνοιξε την πόρτα του μύλου. Μα πριν προλάβει να μπει καλά-καλά μέσα, δέχθηκε δυο απανωτά χτυπήματα με αλεύρι στο πρόσωπο! Πήγε αλεύρι και στα μάτια του κι όσο να προσπαθούσε να τα τρίψει να δει κάπως στο σκοτάδι, τού ήταν αδύνατο και τον τσούζανε περισσότερο. Με τον αιφνιδιασμό, του έφυγε και το λαδοφάναρο από τα χέρια, χωρίς να μπορεί να εντοπίσει πού βρισκόταν, γιατί κι αυτό έσβησε. Σε ποιόν να μιλήσει και τί να πει; Προσπαθώντας να κρατήσει την ψυχραιμία του, έκανε το σταυρό του κι έτριβε συνέχεια τα μάτια του να τον ανακουφίσει ο πόνος και σχεδόν μπουσουλώντας ξανανέβηκε στο σπίτι.
     Με το που φτάνει στο κρεβάτι που κοιμόταν η μυλωνού, η γυναίκα του, την κουνάει να ξυπνήσει και της λέει τρομαγμένος:
     «Σήκω! Με στραβώσαν οι Καλικάντζαροι!».
     Εκείνη, μισοκοιμησμένη άναψε το λυχνάρι που ήταν δίπλα από το κεφάλι της και μόλις βλέπει τον άντρα της κάτασπρο από τα αλεύρια, βάζει τις φωνές:
     «Παναγία μου! Χριστέ μου! Τί είν’ αυτό που μας βρήκε;»!
     Γυναίκα τετραπέραντη η Σοφία η μυλωνού, όμως, δεν τη γέλαγε εύκολα άνθρωπος. Σηκώθηκε σαν λάστιχο από το κρεβάτι και λέει επιτακτικά στον άντρα της:
     «Κάτσε εδώ μέχρι να γυρίσω…».
     Έριξε ένα χοντρό ρούχο επάνω της και με γρήγορα βήματα κατέβηκε στο μύλο, κρατώντας στα χέρια της το αναμμένο λυχνάρι. Με το που μπαίνει μέσα, βλέπει μια μεγάλη ακαταστασία, αλεσμένα και ανάλεστα σακιά με γεννήματα χυμένα και τη μεσόπορτα μισάνοιχτη. Ξαναβγαίνει γρήγορα έξω και προσπάθησε να δει στο φως του φεγγαριού στο δρόμο που χανόταν για το χωριό. Σχεδόν αμέσως βάζει τις φωνές, αλλά άδικα: δυο σακιά αλεύρι, φορτωμένα σε δυο ανθρώπινες πλάτες, χάνονταν σε μεγάλη απόσταση στο καταράχι, πριν τα πρώτα σπίτια!
     Ανεβαίνει ξανά στο σπίτι, βρίζοντας τον άντρα της, που ακόμα έτριβε τα μάτια του από τον πόνο:
     «Βρε, αναθεματισμένε, δεν σου έχω πει να μη λύνεις το σκυλί από την πόρτα του μύλου; Πηλαλάει από δω κι από κει με τις σκύλες του ενός και του άλλου και μένει ο μύλος αφύλαχτος! ...Δεν ήτανε καλικάντζαροι, ρε κακομοίρη! Κλέφτες ήτανε που πήρανε δυο σακιά αλεύρι… Δύο είδα... Δεν ξέρω μήπως ήτανε κι άλλοι... »!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.12.2019

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2019

Η αλισίβα: παρασκευή και συνηθέστερες χρήσεις



     Η γνωστή σε πολλούς αλισίβα που έφτιαχναν οι άνθρωποι στα νοικοκυριά τους, ήταν εύκολη στην παρασκευή της, εύχρηστη στην καθαριότητα και σε πολλές ακόμα ανάγκες του σπιτιού μέχρι πρόσφατα και, όπως πολλά ακόμα είδη πρώτης ανάγκης και χρήσεως, έδωσε τη θέση της σε προϊόντα της τεχνολογίας και του του εμπορίου. 
     Παρασκευάζεται από στάχτη καμένων ξύλων και νερό, με τον εξής τρόπο: Αφού απομακρύνουμε από τη στάχτη τα μικρά και τα μεγάλα κάρβουνα (καλύτερος τρόπος είναι το κοσκίνισμα), την βάζουμε να βράσει με ανάλογη ποσότητα νερού, κατά προτίμηση βρόχινου (συνήθως μισή έως μία κουταλιά της σούπας ανά λίτρο νερού). Μετά το βράσιμο την αφήνουμε να κατακάτσει στον πάτο του σκεύους που έβρασε και με προσοχή παίρνουμε το υποκίτρινο νερό με κάποιο άλλο σκεύος, π.χ. κουτάλα, χωρίς τη στάχτη από τον πάτο, φυσικά. Η αλισίβα μας είναι έτοιμη!
     Πασίγνωστες οι χρήσεις της στην καθαριότητα, ιδίως στις μεγαλύτερες νοικοκυρές. Τα ρούχα που πλένονται με αλισίβα, πραγματικά αστράφτουν κι αυτό φαίνεται καλύτερα στα λευκά, χωρίς να κινδυνεύουν τα ίδια και τα χέρια από τις φθορές και τα καυστικά των χημικών απορρυπαντικών. Μία ακόμα χρήση της στην καθαριότητα είναι στο λούσιμο. Ίσως το καλύτερο προϊόν του εμπορίου (σαμπουάν), να μη μπορεί να δώσει στα μαλλιά τόση απαλότητα, όση η αλισίβα με το πράσινο σαπούνι!
     Η τεχνική της μπουγάδας με αλισίβα είναι η εξής: Πρώτα σαπουνίζονται τα ρούχα με το γνωστό τρόπο στη σκάφη. Μετά από ένα ξέβγαλμα τοποθετούνται σε μεγάλο κοφίνι, το «μπουγαδοκόφινο» διπλωμένα και με σειρά, το ένα πάνω στο άλλο, αφού πρώτα απλωθεί εσωτερικά του ένα μεγάλο πανί (π.χ. σεντόνι), το «μπουγαδόπανο» ή «σταχτόπανο», με τρόπο που να τα τυλίξει και να τα σκεπάσει. Όταν το κοφίνι γεμίσει, σκεπάζονται τα ρούχα με τις γωνίες του μπουγαδόπανου. Στη συνέχεια ρίχνουν οι νοικοκυρές λίγη-λίγη την αλισίβα επάνω τους, ώστε αργά αργά να «ποτίσουν» και να μείνουν έτσι για δύο-τρεις ώρες. Στο ξέβγαλμα και μετά στο άπλωμα καμαρώνουν την καθαριότητά τους!
     Οι  καθαριστικές ιδιότητες της αλισίβας οφείλονται στο ανθρακικό κάλιο που έχει η στάχτη και διαλύει τα λίπη και γενικά τους δύσκολους λεκέδες.
     Το κοφίνι της μπουγάδας χρησιμοποιείται και ως «ήπια» ύβρις, με τη φράση «της μάνας σου το μπουγαδοκόφινο»! Αυτή μπορεί να σημαίνει τα «άπλυτα» της μάνας «σου», με την πραγματική και τη μεταφορική έννοια, αλλά μπορεί και να υπονοεί κάτι πολύ πιό χυδαίο και εξαιρετικά υβριστικό.
     Εκτός από καθαριστικό μέσο, η αλισίβα χρησιμοποιείται και στη ζαχαροπλαστική, ειδικά στην παρασκευή των κουραμπιέδων, του μούστου και του πετιμεζιού. Οι απειροελάχιστες ποσότητες ανθρακικού καλίου που παίρνουμε με την κατανάλωση των προϊόντων αυτών, δεν είναι καθόλου επιβλαβείς. Αντίθετα, θεωρούνται ευεργετικές, γιατί καθαρίζουν και το έντερο από τους παθογόνους μικροοργανισμούς.    

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 25.11.2019
( Σύντομο βιογραφικό δείτε  ΕΔΩ )

Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019


Καρυδιά από… κουρούνα!


     Από τα πλέον αγαπημένα προϊόντα το καρύδι και με καλό εισόδημα. Αγρότες, καλλιεργητές, επιχειρήσεις και βιομηχανίες ασχολούνται με την παραγωγή του και την επεξεργασία του, αφού χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική.
     Πέρα, όμως, από εκείνους που δραστηριοποιούνται  στο εμπόριο φυτωρίου καρυδιάς, υπάρχει μια ακόμα «θεωρία» στους κατοίκους κάποιων χωριών, που σε πολλούς είναι άγνωστη: η αυτοφυής καρυδιά, που προέρχεται από το γνωστό πτηνό της υπαίθρου, την κουρούνα.
     Εκτός από τους ανθρώπους, τα καρύδια αρέσουν πολύ και σε πολλά ζώα και πτηνά, όπως ο σκίουρος και η κουρούνα. Το δυνατό ράμφος της κουρούνας, είναι ικανό να σπάσει το τσόφλι ακόμα και του πιο σκληρού καρυδιού, για να απολαύσει το περιεχόμενό του.
     Όταν είναι η εποχή της συγκομιδής, ένα καλό μερίδιο διεκδικούν και τα πτηνά αυτά, που με τις επιδρομές τους στις καρυδιές εξασφαλίζουν την αγαπημένη τους τροφή. Κάποιες φορές, όμως, είναι άτυχες, αφού μεταφέροντάς τα με το ράμφος τους για άμεση κατανάλωση ή αποθήκευση, τους πέφτουν! Το καρύδι, λοιπόν, που θα πέσει από το στόμα της κουρούνας και θα φυτρώσει, θεωρείται ότι το δέντρο που θα μεγαλώσει θα είναι πολύ αποδοτικό! Για το λόγο αυτό, όταν οι αγρότες που γνωρίζουν τη θεωρία αυτή, δουν σε μέρος που δεν συχνάζουν άνθρωποι και δεν είναι αλλες καρυδιές κοντά (π.χ. απόκτημα μέρη, ρεματιές κλπ) να έχει φυτρώσει μικρή καρυδιά, την θεωρούν «καρυδιά από κουρούνα», γι’ αυτό την παίρνουν με προσοχή και την μεταφυτεύουν στο χώρο τους για καλή παραγωγή.   

Φωτογραφία άρθρου: https://www.argolikeseidhseis.gr/2017/11/blog-post_984.html

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.11.2019
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2019

Βάπτιση και γάμος: Μυστήρια ή κοσμικά γεγονότα



     Όσο και να μην θέλουμε να το αποδεχτούμε, το πρώτο μυστήριο, με το οποίο ο άνθρωπος εισέρχεται στις στρατιές των χριστιανών, ως μυστήριο έχει καταστεί κατά το έλασσον και ως κοσμικό γεγονός το μείζον.
     Από τη στιγμή της γέννησης του μωρού, και ορισμένες φορές πολύ νωρίτερα, ο ανάδοχος (νουνός) έχει επιλεγεί από την οικογένεια και αυτό δεν είναι καθόλου μεμπτό. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει κι ένας μαραθώνιος από πλευράς του να ερευνήσει στην αγορά για να βρει την καλύτερη ενδυμασία του παιδιού για το μυστήριο. Το ίδιο συμβαίνει και με το σταυρό του νεοφώτιστου, που «πρέπει» να είναι κι αυτός εντυπωσιακός. Παράλληλα, ανάλογες είναι οι κινήσεις του και για τον ίδιο, για να εντυπωσιάσει. Στην περίπτωση της νουνάς, δίνεται μεγαλύτερη έμφαση για να προσελκύσει το θαυμασμό των προσκεκλημένων. Και δεν θα έλεγε κανείς ότι όλα αυτά είναι οπωσδήποτε κατακριτέα, αφού ο ανάδοχος είθισται να είναι και τιμώμενο πρόσωπο. Αλλά και οι γονείς προσπαθούν με κάθε τρόπο να φανούν αντάξιοι, που πέρα και από τη δική τους εμφάνιση, επιβάλλεται να παρουσιάσουν κι ένα πολύ καλό «δώρο κουμπάρου». Θα σχημάτιζε κανείς την εντύπωση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται άτυπος διαγωνισμός, για την «επιτυχία» της βαπτίσεως. Κοντολογίς, δηλαδή, το θέμα τείνει να λάβει οικονομική… επίδειξη!
     Μεγάλη, βεβαίως, έμφαση δίνεται και στη δεξίωση/τραπέζι μετά το μυστήριο, που αυτό κι αν θεωρείται «μείζον» γεγονός. Από εκεί και μετά, οι υποχρεώσεις του αναδόχου περιορίζονται στις τρεις φορές που πρέπει να πάει στην εκκλησία να κοινωνήσει τον/την αναδεκτό/αναδεκτή. Αλλά κι αν αυτό δεν είναι εφικτό, δεν «χάλασ' ο κόσμος»! Οι υποχρεώσεις, όμως, για την Πασχαλινή λαμπάδα, τα πασχαλινά δώρα και το σοκολατένιο αυγό, τα δώρα των Χριστουγέννων και οπωσδήποτε των γενεθλίων θεωρούνται νόμος απαράβατος. Ίσως η ονομαστική γιορτή του παιδιού και τα δώρα σ' αυτή να έχουν υποδεέστερη σημασία, κάτι που δεν συμβαίνει και στη γιορτή των γενεθλίων, που εκεί δίνεται μεγάλη έμφαση και ο εορτασμός είναι μεγάλος!
     Όσο για την πνευματική κατήχηση του παιδιού από το νουνό, εδώ «σηκώνει» μεγάλη κουβέντα. Ίσως και να κακοχαρακτηριστεί, αν τολμήσει να νουθετήσει το βαφτιστήρι του, σε αντίθεση με το παρελθόν, που οι γονείς (και οι συγγενείς γενικότερα) ένοιωθαν ευγνωμοσύνη και σέβονταν ακόμα περισσότερο το νουνό που συμβούλευε και κατηχούσε, ή ακόμα κι όταν επέπληττε  το πνευματικό του παιδί, με σκοπό την ωφέλειά του. Εδώ να σημειωθεί και τούτο: Οι καλοπροαίρετες παραινέσεις, ακόμα και οι επιπλήξεις, ήταν υποχρέωση όχι μόνο του νουνού, αλλά και του κάθε μεγαλύτερου προς τον κάθε μικρότερο.
     Δεν είναι καθόλου τυχαίος ο συμβολισμός, που σε όλη τη διάρκεια του μυστηρίου, το παιδί το έχει ο νουνός στην αγκαλιά του και η παράδοσή του στη μητέρα γίνεται με ειδικό τελετουργικό. Αυτά όλα σημαίνουν ότι ως πνευματικός πατέρας, πρέπει να παρακολουθεί στενά τον αναδεκτό του, παρεμβαίνοντας όπου χρειάζεται για την ωφέλειά του, ιδίως την πνευματική.
     Αναλόγως έχει εξελιχθεί η νοοτροπία και στο μυστήριο του γάμου, όπου ο παράνυμφος (κουμπάρος) έχει, μάλλον, διακοσμητικό και όχι ουσιαστικό χαρακτήρα. Και πέραν τούτου, ο «άτυπος διαγωνισμός» εδώ, ως προς την αμφίεση των προσκεκλημένων, γίνεται ακόμα μεγαλύτερος. Η δε στάση ορισμένων καθημένων σταυροπόδι (το ένα πόδι επάνω στο άλλο) μέσα στην εκκλησία, ανδρών και γυναικών, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο. 
     Μήπως και ο εκκλησιασμός γενικότερα δεν τείνει να λάβει παρόμοια μορφή;
     Σημειώνεται, τέλος, ότι το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί στο να καταδειχθεί η «θρησκοληψία» του γράφοντος, αλλά η απόκλιση από τις παραδοσιακές μας Αξίες, που επιφέρει συνέπειες.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.11.2019

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

Η αλεπού και το κριάρι



     Έναν διδακτικό μύθο που ακούγαμε συχνά από τους γονείς και τους παππούδες μας, «συνώνυμο» της παροιμίας «πέσε πίτα να σε φάω και της παροιμιώδους έκφρασης «(δεν) θα πέσει σαν ώριμο σύκο», είναι ο παρακάτω:

     Μια πολύ πεινασμένη αλεπού είδε σ’ ένα κοπάδι πρόβατα ότι το μεγαλόσωμο κριάρι είχε και πλούσια... γεννητικά όργανα, τα οποία με το περπάτημά του κουνιόντουσαν πολύ «πέρα-δώθε». Σκέφθηκε, λοιπόν, ότι για να επιχειρήσει να τα βάλει με το κριάρι για να τα φάει, ήταν αδύνατο. Η επόμενη σκέψη που πέρασε από το μυαλό της ήταν να το ακολουθεί μέχρι να.. πέσουν από το πολύ κούνημα, για να αντιμετωπίσει την πείνα της! Το αποτέλεσμα όμως ήταν ακριβώς το αντίθετο: Η αλεπού ψόφησε από την πείνα, αλλά το μεγάλο και χορταστικό κομμάτι «κρέας» του κριαριού που λιμπιζόταν, δεν έπεσε!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.11.2019

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2019

Βραδινές και νυχτερινές προλήψεις




     Είτε είμαστε προληπτικοί, είτε όχι, κάποιες φορές που ακούμε ότι επιδρούν υπερφυσικές δυνάμεις, λίγο-πολύ επηρεαζόμαστε. Ειδικά, όμως, όταν οι αναφορές γίνονται για νυχτερινές ώρες ή για απόκρημνα και απομακρυσμένα μέρη, που από μόνα τους προκαλούν δέος, τότε η αδρεναλίνη… υπερχειλίζει!
     Παρ’ όλο που πολλοί «φτύνουν τον κόρφο τους», ως έναν από τους τρόπους εξορκισμού του κακού, ίσως η φαντασία να παρουσιάζεται ως πραγματικότητα. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι η δημιουργία φόβητρων έχει σκοπό να αποτρέψει τα παιδιά, ειδικά τα παιδιά, από την έκθεση σε κινδύνους. Ποιος μπορεί, π.χ., να ξεχάσει  το «μπαμπούλα» ή το «δράκο» που κρύβεται στο (απόκρημνο) ρέμα! Και ποιος μπορεί  να ξεχάσει την απαγόρευση της εξόδου από το σπίτι μετά το βραδινό λούσιμο, επειδή τότε ο «οξαποδώ»... καραδοκεί! Ίσως το θέμα να μην είναι ότι «καραδοκεί» ο οξαποδώ, καραδοκεί όμως το κρυολόγημα, που μετά το μπάνιο είναι πολύ πιθανό. Αλλά και ο κάθε «κακός λύκος» δεν απέχει πολύ, ως φόβητρο, που θα «παρουσιαστεί» να «τιμωρήσει» τα άτακτα παιδιά!
     Χρονική περίοδος που προκαλεί δέος, λοιπόν, η νύχτα κι ας θυμηθούμε ορισμένες από τις προλήψεις της:
-  Δεν βγαίνουμε μετά το βραδινό λούσιμο από το σπίτι, για να μην εκτεθούμε στον «οξαποδώ».
-  Αν το βράδυ μετρήσουμε αστέρια στον ουρανό, θα βγάλουμε μπαρνταβίτσες (μυρμηγκιές) στα χέρια.
-  Δεν αφήνουμε τα ρούχα του μωρού και της λεχώνας πριν σαραντίσουν έξω, μετά τη δύση του ηλίου. Αυστηρός είναι και ο «νόμος» που απαγορεύει και στην ίδια τη λεχώνα να βγει από το σπίτι, ειδικά «περασμένη ώρα». Αν επιτακτικές ανάγκες, όμως, το επιβάλλουν, πρέπει οπωσδήποτε  να έχει μαζί της φυλαχτό.
-  Μετά τη δύση του ηλίου και μέχρι την ανατολή του την άλλη μέρα το πρωί, επίσης:
    α. Δεν πετάμε τη στάχτη από το τζάκι, για να μη φεύγει «φεύγει ο πλούτος από το σπίτι».
    β. Δεν τινάζουμε το τραπεζομάντηλο μετά το βραδινό φαγητό, για τον ίδιο λόγο .
    γ. Δεν πρέπει να βγουν αυγά από το σπίτι και να τα «δουν» τ’ αστέρια, επίσης για τον ίδιο λόγο.
     δ. Για τον ίδιο λόγο, ακόμα, η νοικοκυρά δεν δίνει/δεν δανείζει προζύμι σε άλλο σπίτι.
-  Αποφεύγουμε αν περνάμε από μέρη που «κρατάνε», ειδικά τη νύχτα. Αν αυτό δεν μπορεί ν’ αποφευχθεί, τότε πρέπει απαραίτητα να έχουμε μαζί μας φυλαχτό ή έστω λίγο ψωμί ή λιβάνι και να κάνουμε συνεχώς το σταυρό μας. Αν σε μέρος που «κρατάει» ακούσουμε φωνή ή, πολύ περισσότερο κάποιον να μας καλεί με τ' όνομά μας, να μην γυρίσουμε προς το μέρος του και προ πάντων να μην απαντήσουμε, γιατί μπορεί να μας πάρει τη φωνή (να μουγγαθούμε). («Κρατάει» ή «κρατεί»: σημείο-περιοχή όπου κατά το παρελθόν έχει συμβεί κάτι δυσάρεστο σε άλλους. Συνήθως «κρατάνε» τα σημεία όπου έχει προηγηθεί κάποιο κακό, π.χ. φόνος, θανατηφόρο ατύχημα, αυτοκτονία, κλπ). 
-  Δεν πρέπει να κοιτάζονται στον καθρέφτη, ειδικά τα παιδιά, για να μην... πεθάνει η μητέρα τους.
- Επίσης, τα παιδιά δεν πρέπει να πιάνουν φωτιές (π.χ. αναμμένα ξυλάκια από το τζάκι), γιατί τη νύχτα θα κατουρηθούν!
-  Το λάλημα της κουκουβάγιας τη νύχτα θεωρείται κακός οιωνός για το σπίτι και τη γειτονιά.
-  Κακός οιωνός θεωρείται και το λάλημα της κότας, ειδικά τις νυχτερινές ώρες. (Λάλημα κότας: όταν με τη φωνή της μιμείται τον κόκορα).
-  Το λάλημα του κόκορα αποβραδίς ή τη νύχτα, πριν το ξημέρωμα, σημαίνει αλλαγή του καιρού.
-  Δεν περνάμε έξω από νεκροταφείο, γιατί... ξυπνάνε οι νεκροί και θέλουνε κουβέντα!
-  Ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα στις προλήψεις έχουν και τα νυχτερινά όνειρα από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα. Μην μας διαφεύγει καθόλου ότι πολλά και μεγάλα βιβλία με την πιθανή ερμηνεία των ονείρων («ονειροκρίτες») έχουν γραφεί. Πιστεύεται, τέλος, ότι το όνειρο της Κυριακής επαληθεύεται μέχρι το μεσημέρι, σύμφωνα και με την παροιμία: «της Κυριακής το όνειρο το γιόμα ξεδιλυένει» (ξεδιαλύνει).

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.11.2019
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Και το όνομα αυτής, Ιφιγένεια


     Το έθιμο θέλει, ήθελε στο παρελθόν για να ήμαστε πιο συγκεκριμένοι, οι γονείς του παιδιού που βαπτιζόταν να μην πηγαίνουν στην εκκλησία για το μυστήριο! Το μωρό το πήγαινε εκεί η μαμή με το νουνό. Οι γονείς περίμεναν στο σπίτι, όπου μάθαιναν εκεί το όνομα του παιδιού τους από τα μικρά παιδιά που με το που άκουγαν στην εκκλησία κι έτρεχαν να τους ενημερώσουν («να τους πάρουν τα συχαρίκια»). Τα συχαρίκια είχαν και αμοιβή, συνήθως κάποιο φίλεμα μικρό φιλοδώρημα ή γλυκό. Να σημειωθεί  ακόμα, πως υπήρχαν και περιπτώσεις που το όνομα του παιδιού το επέλεγε αποκλειστικά ο νουνός και το κράταγε επτασφράγιστο μυστικό, μέχρι να το πει στον παπά στην εκκλησία, την ώρα του μυστηρίου. Κανένας άλλος, ούτε και οι ίδιοι οι γονείς είχαν το δικαίωμα να το ξέρουν! Ένας άλλος άγραφος νόμος, επέβαλλε να μην αποκαλεί κανείς το παιδί με το όνομά του, ακόμα κι αν το ήξερε, πριν αυτό ακουστεί από το νουνό και τον παπά.
     Το έθιμο τηρήθηκε απαρέγκλιτα και στη μικρή και αληθινή ιστορία μας, στη βάφτιση ενός κοριτσιού. Όλα έγιναν σύμφωνα με το τυπικό της παράδοσης. Σύμφωνα και με το τυπικό της εκκλησίας, στο πρώτο μέρος της βάπτισης, στην κατήχηση, ο νουνός απάντησε στα λόγια του παππά:
      «Δέσποτα, Κύριε, ο Θεός ηµών, προσκάλεσε την δούλην Σου»… «Ιφιγένεια», απάντησε ο νουνός και ο παππάς συνέχισε: «προς τὸ άγιόν Σου φώτισµα  και καταξίωσον αυτὴν της µεγάλης ταύτης χάριτος του Αγίου σου Βαπτίσµατος».
    Το άκουσμα του ονόματος «Ιφιγένεια», ήταν και το σύνθημα εκκίνησης για τα πέντε-έξι παιδιά που βρίσκονταν σε απόλυτη ετοιμότητα για τον αγώνα δρόμου μέχρι το σπίτι που περίμεναν οι γονείς. Όμως, το όνομα Ιφιγένεια ήταν πρωτάκουστο/άγνωστο, γι’ αυτά και ο πρώτος που έφτασε στο σπίτι των γονιών της νεοφώτιστης να «πάρει τα συχαρίκια», είπε δυνατά και λαχανιασμένος: «Έχει γένια», παρακούοντας το Ιφιγένεια!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.11.2019

Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019

Περί ονύχων: υγεία, φροντίδα, λαογραφία




  
     Τα νύχια (όνυχες στην καθαρεύουσα - όνυξ, όνυχος) είναι κερατοειδείς αποφύσεις που βρίσκονται και καλύπτουν την εξωτερική πλευρά της τελευταίας φάλαγγας κάθε δακτύλου, στα χέρια και στα πόδια των ανθρώπων. Ανάλογα είναι και στα περισσότερα ζώα και πτηνά, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις τα χρησιμοποιούν ως αμυντικά ή επιθετικά όπλα, π.χ. οπλή γαϊδάρου, νύχια γάτας, αετού κλπ. Και ο άνθρωπος όμως, κάποιες φορές τα χρησιμοποιεί εναντίον του αντιπάλου/εχθρού του, για να του προκαλέσει αμυχές στο πρόσωπο ή σε άλλα σημεία του σώματος του! Με το ξύσμα νυχιού, επίσης, μπορούμε να προκαλέσουμε φάρσα ή και να εκδικηθούμε, αφού αν πέσει σε οινοπνευματώδες ποτό, λέγεται ότι έχει την ίδια δράση με την καύτρα του τσιγάρου.
     Αν και τα νύχια βρίσκονται στα άκρα των άκρων μας, παίζουν σημαντικό ρόλο στη λειτουργικότητα του σώματός μας. Θεωρούνται ακόμα ο καθρέφτης της υγείας του οργανισμού, αφού μπορούν να μας δώσουν πολύτιμες πληροφορίες και να μας κινητοποιήσουν για θέματα της υγείας μας. Η εμφάνιση αλλαγών στο χρώμα ή την υφή τους, μπορεί να κρύβει παθήσεις της καρδιάς, των νεφρών, των πνευμόνων, του ήπατος, της αιματολογικής μας εικόνας, και άλλες παθολογικές καταστάσεις. Γι’ αυτό η εγρήγορση για την καθαριότητά τους και τη φροντίδα τους πρέπει να είναι συνεχής. Αδιαπραγμάτευτη η καθαριότητά τους και στις δουλειές της νοικοκυράς και ιδίως στο ζύμωμα. Σε γενικές γραμμές, νύχια άκοπα και απεριποίητα δεν καθρεφτίζουν καλή εικόνα για το άτομο.  Να σημειωθεί ακόμα ότι η άκομψη συνήθεια ορισμένων, η ονυχοφαγία, πιστεύεται ότι οφείλεται σε άγχος, στρες, αμηχανία, διάσπαση προσοχής, υπερκινητικότητα, ψυχολογική φόρτιση ή άλλες παρόμοιες καταστάσεις. 
     Ο πόνος στο νύχι είναι από τους πιο έντονους στον ανθρώπινο σώμα, γι’ αυτό και πολλές φορές οι γονείς και οι παππούδες μας τόνιζαν το τετράπτυχο «νύχι, δόντι, μάτι, αυτί». Ο πόνος, δηλαδή, και στα τέσσερα αυτά όργανά μας, είναι από τους πιο δυνατούς που μπορεί να νοιώσουμε.
     Μία από τις πιο επώδυνες καταστάσεις του νυχιού, είναι η «τρογυρίστρα», που ύστερα από φλεγμονή, «βγαίνει» και ο οργανισμός το αναπληρώνει σταδιακά με άλλο στη θέση του, που αν δεν τύχει της πρέπουσας προσοχής και φροντίδας, μπορεί να βγει «στραβό». Το καταλληλότερο πρακτικό φάρμακο για την τρογυρίστρα ήταν το «τρογυριστόχορτο», που οι ορεσίβιοι πρόγονοί μας το γνώριζαν, το συνέλεγαν από τα βουνά, το αποξήραιναν και το φύλαγαν, συνοδευόμενο πάντα με την ευχή «να είν’ αχρείαστο».
     Περισσότερο σήμερα από άλλες εποχές, αφιερώνεται πολύ χρόνος και ξοδεύονται μεγάλα χρηματικά ποσά στην περιποίηση των νυχιών, ιδίως από τις γυναίκες. Τόσο πολύ, που σχολές μανικιούρ-πεντικιούρ ασχολούνται με την εκπαίδευση νέων επαγγελματιών, νέα καταστήματα ανοίγουν συνεχώς, αλλά και οι κατ’ οίκον επισκέψεις έχουν κι αυτές μεγάλη ζήτηση. «Φυσικό επακόλουθο», λοιπόν και ο συναγωνισμός και ο άτυπος διαγωνισμός μεταξύ των γυναικών για την εμφάνιση και το χρώμα των νυχιών τους σε χέρια και σε πόδια.
     Σημαντικό όργανο, λοιπόν, τα νύχια, γι’ αυτό και η λαϊκή σοφία δεν έχει μείνει μακριά τους. Συχνά ακούμε παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις γι’ αυτά. Ας θυμηθούμε ορισμένες:
-  Δεν έχει νύχια να ξυστεί.
-  Μυρίζω τα νύχια μου.
-  Από την κορυφή ως τα νύχια.
-  Παλεύω με νύχια και με δόντια.
-  Περπατάω στα νύχια.
-  Μην πέσεις νύχια μου!
-  Αν δεν έχεις νύχια να ξυστείς μόνος σου, μην περιμένεις από άλλους.
- Ξύνει τα νύχια του για καβγά.
- Εξ απαλών ονύχων (από μικρή ηλικία).
    
     Με τα νύχια όμως ασχολούνται και οι προληπτικοί. Ορισμένοι «κανόνες» θεωρούνται από κάποιους νόμοι απαράβατοι, όπως:
-  Την Τετάρτη και την Παρασκευή δεν πρέπει να κόβονται τα νύχια. Έτσι επιτάσσει το τετράστιχο:

«Τετάρτη και Παρασκευή
τα νύχια σου μην κόψεις
και Κυριακή να μην λουστείς,
αν θέλεις να προκόψεις»

-  Δεν πρέπει να τα κόβουμε μετά τη δύση του ήλιου, και φυσικά τη νύχτα, γιατί θεωρείται γρουσουζιά. Άλλοι υποστηρίζουν ότι όταν τα κόβουμε πρέπει να τα πετάμε πίσω μας.
-  Αν πατήσουμε κομμένο νύχι στο δρόμο ή μέσα στο σπίτι, με κάποιον θα μαλώσουμε. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε πού τα πετάμε όταν τα κόβουμε.
-  Δεν πρέπει να πετάμε κομμένα νύχια στη φωτιά, γιατί θα μας βρει κάποιο κακό.
- Ορισμένοι παραδέχονται ότι χρησιμοποιούνται και σε μάγια, που «πιάνουν» καλύτερα αν είναι από νεκρό!
     Σημειώνουμε, τέλος, οι όνυχες, τα νύχια στα οποία αναφερθήκαμε, δεν έχουν καμία σχέση με την ημιπολύτιμη πέτρα, με την ίδια ονομασία. 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 8.11.2019
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )


Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2019

Οι κύριοι δήμαρχοι (διήγημα)



     Τα κορναρίσματα και ο τηλεβόας του αυτοκινήτου του δήμου ακούγονταν και στα τελευταία σπίτια της πόλης. Σε ρόλο ντελάλη ο προϊστάμενος της υπηρεσίας καθαριότητος και δεξί χέρι-«τσιράκι» του δημάρχου, όπως τον ήξεραν και τον αποκαλούσαν πολλοί στα κρυφά και στα φανερά, καλούσε τους δημότες σ’ εκείνη τη συγκέντρωση:
     «Σήμερα στις εφτά το απόγευμα, στο κινηματοθέατρο του δήμου θα μιλήσει ο κύριος δήμαρχος για το καυτό θέμα της πόλης μας, τα όμβρια ύδατα. Καλούνται όλοι οι δημότες να παρευρεθούν σ’ αυτή τη συγκέντρωση, που θα έχει μορφή ανοιχτής γενικής συνέλευσης».
     Ακουγόταν ενδιάμεσα κάποια τραγούδια, που τα διέκοπταν οι επαναλήψεις του καλέσματος. Πάλι τραγούδια, πάλι η πρόσκληση, μέχρι που μεσημέριασε.
     «Μετά τις πέντε και όσο ζυγώνει η ώρα για τη μάζωξη θα μας παλαβώσουν…», είπε ο κουρέας στο μανάβη, που ήταν δίπλα τα μαγαζιά τους και είχαν βγει στην πόρτα, για μια στιγμή που δεν υπήρχαν μέσα πελάτες, λίγο πριν κλείσουν. Ο μανάβης κούνησε το κεφάλι, συμφωνώντας μαζί του.
     Το αυτοκίνητο προχωρούσε αργά από τη μια άκρη των οριζόντιων δρόμων ως την άλλη και μετά συνέχιζε στους κάθετους. Κάποιοι κάτοικοι έκλειναν τα παράθυρά τους ενοχλημένοι ή αγανακτισμένοι από την ηχορύπανση. Κάποιοι άλλοι έβγαιναν στις βεράντες και χαιρετούσαν, δηλώνοντας με αυτόν τον τρόπο πως θ’ ανταποκριθούν στο κάλεσμα του πρώτου πολίτη της πόλης τους. Ορισμένοι που βρίσκονταν στους δρόμους της αγοράς, κουνούσαν με απαξίωση το κεφάλι τους, είτε ενοχλημένοι, είτε μπουχτισμένοι από τις πολλές προεκλογικές υποσχέσεις και, ενώ η τετραετία έφτανε στο τέλος της, δεν φαινόταν ακόμα φως για την υλοποίησή τους.
     Νωρίς το απόγευμα οι δημότες άρχιζαν να σχηματίζουν τα πρώτα μικρά και μεγαλύτερα πηγαδάκια στους δρόμους, στις πλατείες και σε άλλους ανοιχτούς χώρους. Άλλοι έλεγαν πως θα πάνε να ξεμπροστιάσουν το δήμαρχο κι άλλοι να τον υποστηρίξουν. Δεν ήθελε πολύ και τα αίματα άναβαν εύκολα. Το ίδιο γινόταν και μέσα στα καφενεία, το ίδιο και σε σύντομες συζητήσεις μεταξύ των πελατών στα εμπορικά καταστήματα.
     Το κλίμα που επεκράτησε και στη συγκέντρωση, δεν ήταν διαφορετικό. Κάποιοι διέκοπταν το δήμαρχο με τα χειροκροτήματά τους, τις επευφημίες και τις φωνές επιδοκιμασίας, ενώ άλλοι έκαναν το ίδιο με τις αποδοκιμασίες τους. Ουδετερότητα κρατούσε μόνο μια μικρή μειοψηφία.
     Εν όψει των επικείμενων εκλογών, είχαν αρχίσει από καιρό να γίνονται επαφές και ζυμώσεις από υποψηφίους δημάρχους για την κατάρτιση και τη συμπλήρωση των συνδυασμών τους και την προσέλκυση ψηφοφόρων. Ένα από τα επικρατέστερα «φαβορί» της κάλπης, ο «κυρ-Πέτρος», υποβάθμιζε συνεχώς το θέμα των ομβρίων υδάτων, προβάλλοντας μετ’ επιτάσεως το δικό του, το βιολογικό καθαρισμό, καταχειροκροτούμενους από τους οπαδούς του.
     Εν μέσω αψιμαχιών και αντεγκλήσεων έληξε τελικά η «ανοιχτή γενική συνέλευση», αργά το βράδυ. Μόνο οι οπαδοί του δημάρχου έφυγαν από το κινηματοθέατρο ικανοποιημένοι, που όπως όλα έδειχναν ήταν η μειοψηφία. Οι πλειοψηφία δεν κατάφερε να βγάλει πειστικά συμπεράσματα για το χιλιοειπωμένο θέμα που τόσα χρόνια σερνόταν, ενώ η φράση ενός καθηγητή σηματοδότησε τη συγκέντρωση: «Δεν έγινα περισσότερο σοφός».
     Το δεκάμηνο που υπολειπόταν για τις δημοτικές εκλογές πέρασε γρήγορα και η κάλπη ανέδειξε νικητή τον «κυρ-Πέτρο». Παρά τις βαρύγδουπες υποσχέσεις του «χαμένου» δημάρχου, καμία ενέργεια δεν είχε γίνει για τα όμβρια ύδατα. Οι ζημιές που προκάλεσε μια άγρια νεροποντή τις πρώτες μέρες μετά την ορκωμοσία και την ανάληψη καθηκόντων του, ανέδειξε το θέμα των ομβρίων υδάτων ως μείζον. Τότε, σε μια πολιτιστική εκδήλωση σε αίθουσα του δημαρχείου και, την ώρα που ο νέος δήμαρχος απηύθυνε χαιρετισμό, μια φωνή από το ακροατήριο το διέκοψε, λέγοντας:
     «Με το θέμα του βιολογικού καθαρισμού τί θα γίνει;».
     «Προτεραιότητα για το δήμο μας έχουν τα όμβρια ύδατα και σ’ αυτό το θέμα θα προχωρήσουμε το συντομότερο», απάντησε εκείνος.
     Πριν προλάβει να τελειώσει την απάντησή του, τον διέκοψε ο πρώην δήμαρχος, χωρίς να ζητήσει το λόγο, κάτι για το οποίο σε όλο το διάστημα της θητείας του απαιτούσε αυστηρό σεβασμό:
     «Ο δήμος μας πονάει περισσότερο στο θέμα του βιολογικού καθαρισμού και εκεί πρέπει να δοθεί προτεραιότητα!».
     Οι περισσότεροι γύρισαν και τον κοίταξαν συνοφρυωμένοι, ενώ οι πέντε λέξεις του κυρ-Χαρίλαου με το μεγάλο πολυκατάστημα περιέκλειαν όλο το νόημα του διαλόγου του τέως και του νυν δημάρχων: «Πολύ νωρίς άρχισαν οι κωλοτούμπες»!!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.11.2019
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )


Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Η… ανήμπορη «κυρία Ασπασία»



     Ήταν ανείπωτη η χαρά του Θοδωράκη, πολύ καλού μαθητή στο λύκειο του χωριού του, που με τις πανελλήνιες εξετάσεις πέρασε στην πρώτη σχολή της επιλογλης του. Και ήταν και η άλλη χαρά πολύ μεγάλη, αυτή που τον έφερε στην πόλη για τις σπουδές του. Ναι, χαρά κι αυτή, αφού το όνειρό να ξεφύγει από τη δύσκολη ζωή του χωριού έπαιρνε σάρκα και οστά. Ο πρώτος καιρός εκεί ελιχε περισσότερο ερευνητικό χαρακτήρα, αφού ο τρόπος και οι ρυθμοί ζωής δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτές του χωριού του.
     Δεν είχε περάσει ένας μήνας κι ένα απόγευμα ξεκίνησε να κάνει έναν μεγάλο περίπατο στο φθινοπωρινό φόντο της πόλης, να ξεθολώσει κι από το διάβασμα, που από τις πρώτες μέρες έβλεπε να επιβεβαιώνονται τα λόγια των καθηγητών του στο λύκειο: «Στα πανεπιστήμια τα πράγματα δεν είναι εύκολα». Πλησιάζοντας στην κεντρική πλατεία, μια γυναίκα, που το ντύσιμό της θύμιζε περισσότερο τσιγγάνα, τού έκλεισε το δρόμο. Κράταγε στα χέρια της ένα δίσκο με κάμποσα κέρματα μέσα κι έλεγε στους περαστικούς:
     «Κι εσείς κάτι για την κυρία Ασπασία…».
     «Ποιός ξέρει τί πρόβλημα έχει η καημένη…», σκέφθηκε ο Θοδωράκης κι έβαλε το χέρι στην τσέπη, πιάνοντας δυο-τρία κέρματα μικρής αξίας από τις πενιχρές του οικονομίες-υστέρημα των γονιών του για τις σπουδές του, και τα έριξε στο δίσκο.
     Φτάνοντας στην πλατεία, είδε κόσμο μαζεμένο, σ’ ένα μεγάλο «πηγαδάκι». Πλησίασε κι αυτός και «χώθηκε» ανάμεσά τους, να δει τί συμβαίνει. Ένα εύσωμος τσιγγάνος στο κέντρο του «πηγαδιού», κράταγε στο ένα χέρι ένα ντέφι και στο άλλο ένα ρόπαλο, που θύμιζε εκείνο του Ηρακλή! Στη μέση του ήταν δεμένο ένα σκοινί έξι-εφτά μέτρων και στην άλλη άκρη του δεμένη μια μεγάλη καφετί αρκούδα. Σε κοντινή απόσταση από τον τσιγγάνο κι ένα κασετόφωνο που έπαιζε τσιφτετέλια.
     «Ασπασία! Δεν χορεύεις και με στενοχωράς! Μου φαίνεται θα σου ξεναμετρήσω τα παΐδια με το ρόπαλο», ακούστηκε να της λέει με τη βροντώδη φωνή του ο τσιγγάνος!
     Ο Θοδωράκης κούνησε το κεφάλι του και ψέλλισε:
     «Την πάτησα σαν αγράμματος...»!
     Στο πρώτο γράμμα που έγραψε στους δικούς του στο χωριό, τους περιέγραψε και το πάθημά του, βάζοντας στο τέλος και κάμποσα θαυμαστικά!
     
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.11.2019
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )