Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Το τζάκι του χωριού: Εργαστήρι γνώσης και σοφίας, περιβόλι πνευματικής ευωδίας.


(Ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου:
«Χειμωνιάτικες βραδιές στο τζάκι», Δεκέμβ. 2016)

                                                                                              
     Τζάκι: Είναι πάντα συνυφασμένο με την αριστοκρατική καταγωγή και την αρχοντιά. Γνωστή η φράση: «κρατάει από τζάκι». Είναι όμως συνυφασμένο και με τη φτώχεια, γιατί όσοι δεν έχουμε το προνόμιο του πλούτου, ο νους μας πάει περισσότερο στη φωτιά που καίει και μας ζεσταίνει εκεί.
     Σίγουρα η πιο αγαπημένη και πολυσύχναστη γωνιά του σπιτιού το χειμώνα. Οπωσδήποτε αναπόσπαστα συνδεδεμένο και με το πατρικό μας σπίτι, ειδικά όσων προερχόμαστε από ορεινές και αγροτικές περιοχές. Συχνά και δωμάτιο ύπνου. Τόπος ανταλλαγής σκέψεων και λήψης οικογενειακών αποφάσεων. Εκεί μάθαινε και νέα της γειτονιάς και του χωριού η οικογένεια. Κι αν έπεφτε καμιά εφημερίδα στα χέρια κανενός, τότε είχαμε και νέα από τον έξω κόσμο. Ας ήταν και παλιά, ενός και δύο μηνών! Και σίγουρα χώρος εργασίας, επικοινωνίας, διδασκαλίας, μαγειρικής, ζαχαροπλαστικής, ψυχαγωγίας, θαλπωρής και χαλάρωσης. Η αφετηρία και ο τερματικός σταθμός των περισσοτέρων μας.  
     Σαν πέφτει το βράδυ και μαζεύονται οι δουλειές, μας καλεί κοντά του. Από εκεί και το πρωινό μας ξεκίνημα. Αδιαπραγμάτευτη η παρουσία όλων των μελών της διευρυμένης οικογένειας με τον παππού και τη γιαγιά. Σε πολλές περιπτώσεις, όχι μόνο μία, αλλά δύο ή και τρεις πολυμελείς οικογένειες στο ίδιο σπίτι των λίγων τετραγωνικών τα προηγούμενα χρόνια, που όμως ζούσαν αρμονικά. Μαζί με όλους αυτούς και κάποιοι επισκέπτες τα βράδια, γιατί «χίλιοι καλοί χωράνε»!
        Έχει πάντα την τιμητική του το χειμώνα και δίνει την απόλαυση των κόπων του καλοκαιριού. Η φωτιά είναι και συντροφιά. Η θέα της δεν ζεσταίνει μόνο, αλλά είναι και ποιητική! Το σκάσιμο των ξύλων που καίγονται, οι πύρινες γλώσσες με τον απαλό θόρυβο της φλόγας και η απολαυστική ζέστη, κάνουν το τζάκι να μιλάει, να απαγγέλλει και να τραγουδάει! Και μ’ ένα καρφί στο τοίχο το λυχνάρι, ή η λάμπα πετρελαίου, που σκορπούσαν περήφανα το φως τους. Μα όταν τα χωριά μας ηλεκτροδοτήθηκαν, αποχώρησαν ταπεινωμένα για το χρονοντούλαπο!
     Και σαν άνοιγε η μάνα ή η γιαγιά τη γάστρα, ένα σύννεφο ατμού ανείπωτης μοσχοβολιάς απλωνόταν από το ταψί, όχι μόνο σ’ όλο το σπίτι, μα κι έξω απ’ αυτό!
     Το σερβίρισμα του φαγητού γινόταν πάντα με αυστηρή τήρηση της ιεραρχίας. Το πρώτο πιάτο στον παππού, το δεύτερο στη γιαγιά, ο πατέρας, τα παιδιά κατά σειρά ηλικίας και τελευταία η νοικοκυρά μάνα! Ούτε μπορούσε να μιλάει ο καθένας όποτε ήθελε ή όλοι μαζί. Πρώτα οι μεγάλοι. Και οι πολύ σοβαρές και βαρύνουσας σημασίας κουβέντες γίνονταν αργά, όταν τα παιδιά πήγαιναν για ύπνο.
     Με πραγματική κατάνυξη η προσευχή πριν πιάσουμε το κουτάλι να φάμε. Αληθινή μυσταγωγία και το θυμίαμα με αυτοσχέδιες προσευχές τα Σαββατόβραδα! Σαν εσπερινός και προετοιμασία για τον εκκλησιασμό της Κυριακής!
     Και μετά το βραδινό φαγητό, η χαλάρωση και η θαλπωρή! Και μαζί μ’ αυτά η κουβέντα, η άμεση και δια ζώσης επικοινωνία της οικογένειας, χωρίς μηνύματα στα κινητά, χωρίς facebook και twitter, χωρίς ανταλλαγή e-mail με greeklish, μέχρι ο Μορφέας να βαρύνει τα βλέφαρα! Κι όταν ερχόταν γράμμα από τον ξενιτεμένο, μεγάλη στιγμή για την οικογένεια! Το διάβαζε δυνατά ο αρχηγός, για να το ακούσουν όλοι. Τα συναισθήματα αναπόφευκτα.
     Και τι ακόμα δεν μαθαίναμε από τους μεγαλύτερους μπροστά στο τζάκι! Ιστορία, λαογραφία, γεωγραφία, πατριδογνωσία, αριθμητική, φυσική, θρησκευτικά. Ακόμα και αστρονομία και ιατρική. Την ώρα τους είχαν και τα αστεία, τα πειράγματα, οι γρίφοι, τα ανέκδοτα και οι σπαζοκεφαλιές για το ακόνισμα του μυαλού.
     Ποτέ και η μάνα δεν έχανε την ευκαιρία να παραδίδει μαθήματα οικοκυρικής, μαγειρικής, γνεσίματος, πλεξίματος και κεντήματος στα κορίτσια. Ένα μεγάλο μέρος της προίκας τους μπροστά στο τζάκι ετοιμαζόταν! Εκεί έφτιαχναν και τα περισσότερα βότανα και τα διάφορα πρακτικά γιατρικά εκείνοι που ήξεραν, για να ανακουφιστεί ο άρρωστος.
     Στις ιστορίες με θρύλους, φαντάσματα, δράκους, ξωτικά και νεράιδες κυριαρχούσε το δέος! Και μετά που πηγαίναμε για ύπνο, δεν αφήναμε ούτε τρίχα από τα μαλλιά μας έξω από τα σκεπάσματα από το φόβο μας!
     Μήπως δεν ήταν διδασκαλία και τα παραμύθια της γιαγιάς, που είχαν μια αλλιώτικη χάρη στη θαλπωρή του τζακιού; Κάλπαζαν τη φαντασία μας και πάντα ταυτιζόμαστε με τον «καλό» και τον «δυνατό» του παραμυθιού! Πάντα θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του! Κι όταν η γιαγιά έφτανε στο «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», το μυαλό μας συνέχιζε να μένει για ώρες και για ημέρες στο παραμύθι και τα μηνύματα πέρναγαν και τα διδάγματα έμεναν!
     Διδασκαλία ήταν και οι εμπειρίες ζωής, τα παθήματα, οι περιπετειώδεις αλλά και οι εύθυμες ιστορίες της καθημερινότητας από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους, όταν τις διηγούνταν ο ένας στον άλλον. «Άκουγε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώμη», λέμε στον τόπο μου.
     Μήπως και το ίδιο το τζάκι δεν ήταν αντικείμενο διδασκαλίας στα σχολεία, τότε που τα βιβλία ήταν ανθρωποκεντρικά και Αξιοκεντρικά; Πώς μπορούν να ξεχαστούν και οι σοφές συμβουλές των μεγαλύτερων, που πολλές φορές  μάς έρχονται στο νου, ακριβώς τη στιγμή που τις έχουμε ανάγκη!
     Ήταν και τόπος μελέτης αυτή η αγαπημένη γωνιά του σπιτιού. Τα παιδιά εκεί διαβάζαμε κάθε απόγευμα κι εκεί ετοιμάζαμε τα μαθήματά μας για την επόμενη ημέρα στο σχολείο. Στη θαλπωρή του διάβαζαν και οι μεγάλοι κάποιο βιβλίο, αν για οποιοδήποτε λόγο έμεναν σπίτι.
     Είναι ακόμα το τζάκι και χώρος τήρησης πολλών εθίμων, όπως το γνωστό «πάντρεμα της φωτιάς» στην Ήπειρο και το Πελοποννησιακό έθιμο, με το ψήσιμο των αυγών στη χόβολη, το βράδυ της αποκριάς.
     Σαν και πόσους ανθρώπους του πνεύματος δεν ενέπνευσε το τζάκι! Και θα συνεχίσει να εμπνέει, κι ας μη βιώνουμε τόσο συχνά το ρομαντισμό του! Μήπως λίγες φορές έχει εκφραστεί και η λαϊκή σοφία γι’ αυτό;
     Κάποτε, όμως, στη ζωή μας κυριαρχούν τα οξύμωρα σχήματα. Έτσι κι εδώ. Τότε που τα χωριά μας είχαν κόσμο, τα σπίτια ήταν φτωχικά. Σήμερα βλέπεις τα σπίτια ανακαινισμένα και σύγχρονα, με αρχοντικά τζάκια, που όμως είναι κλειστά. Μας περιμένουν μόνο για λίγες μέρες το καλοκαίρι και για λιγότερες το χειμώνα. Κι αν τα τζάκια των πατρικών μας σπιτιών δεν μας ζεσταίνουν σωματικά, μας ζεσταίνουν συναισθηματικά, με τη νοσταλγία και τις πάντα ζωντανές αναμνήσεις που είμαστε φορτωμένοι. Εκεί είναι το καλύτερο από κάθε άλλο απάγκιο. Εκεί νοιώθουμε περισσότερο προστατευμένοι από το κρύο και τους ανέμους.
    Μ’ αυτή τη ζεστασιά, λοιπόν, που δίνει το τζάκι όχι μόνο στο σώμα μας, αλλά και στις καρδιές μας, κυρίως στις καρδιές μας,  μπορούμε να μεταλαμπαδεύουμε και στους επερχόμενους τις Αξίες που κράτησαν ψηλά οι πρόγονοί μας, σε ιδιαίτερα χαλεπούς καιρούς, και μας τις παρέδωσαν ακέραιες. Οι μπόρες, οι θύελλες και οι σεισμοί είναι στο διάβα της ζωής. Όταν όμως το οικοδόμημα έχει γερά θεμέλια, δεν κινδυνεύει. Ή, τουλάχιστον, κινδυνεύει λιγότερο.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.1.2017

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019


Το «νοστιμότερο»  ψάρι
(Διήγημα)



     Έμπαινε το καλοκαίρι του 1970. Ο Θανάσης πήρε στα χέρια του το απολυτήριο του δημοτικού, έτοιμος να πετάξει στη ζωή. Πολύ καλός ο βαθμός του, άριστα, μα οι φόβοι για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο τον κράταγαν κάπως μουδιασμένο. Παρά τη βεβαιότητα του δασκάλου του, τα καλά λόγια και τα θάρρος που έδινε ο ίδιος και σ’ αυτόν και στους γονείς του, τού ήταν αδύνατο να χαλαρώσει.
     Το χωριό του Θανάση ήταν ορεινό και σε μεγάλο υψόμετρο, μακριά από τον πολιτισμό της μεγαλούπολης, ή έστω κάποιας μικρής πόλης. Δεν είχε φύγει ποτέ από εκεί και το πρώτο του ταξίδι  με το λεωφορείο θα ήταν για το γυμνάσιο, κάνα δυο ώρες μακριά! Μα πέρα από το μούδιασμα των εξετάσεων στο γυμνάσιο που τον κράταγε συνεσταλμένο, ονειρευόταν πολλά άλλα θετικά που θα πρωτοαντίκρυζαν για πρώτη φορά τα μάτια του. Τα φανταζόταν στο μυαλό του, έτσι όπως του τα περιέγραφαν οι γονείς του, ή όπως τα είχε διαβάσει σε βιβλία, ή όπως τα άκουγε από άλλους. Κι ένα από εκείνα που στριφογύριζαν περισσότερο και ολοένα στο μυαλό του, ήταν τα ψάρια που θα έβλεπε μέσα σε τελάρα στο ψαράδικο!
     Τα ψάρια του άρεσαν πάρα πολύ του Θανάση, αλλά μόνο λίγες φορές είχε φάει μέχρι την ηλικία αυτή! Δύσκολα ερχόταν ο ψαράς με το μικρό μπλε φορτηγάκι από την πόλη και ακόμα πιο δύσκολα η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του επέτρεπε να αγοράσουν, έστω και λίγα! Η γιαγιά και η μητέρα του έκαναν καλό κουμάντο κάτι φορές και φύλαγαν τα αυγά από τις κότες. Ξέροντας και οι δυο τη λαχτάρα του Θανάση, πήγαιναν στον ψαρά όταν ερχόταν και τα λίγα αυγά τα αντάλλασσαν με ψάρια!
     Η μέρα των εισαγωγικών εξετάσεων στο γυμνάσιο ήρθε. Μαζί με τη μητέρα του και άλλους συμμαθητές και συμμαθήτριες του χωριού του, που τους συνόδευαν κι αυτούς οι γονείς τους, κατηφόρισαν πολύ πριν ξημερώσει στη δημοσιά, για να πάρουν το λεωφορείο που θα πέρναγε λίγο μετά την ανατολή του ηλίου για το κεφαλοχώρι που ήταν το γυμνάσιο. Το καρδιοχτύπι του το ίδιο με τα άλλα παιδιά, που όλα σχεδόν φουσκώνανε και ξεφουσκώνανε από την αγωνία τους. Μπαίνοντας στο λεωφορείο σχεδόν ξεχάστηκαν και όλα κοίταζαν γύρω τους: τα καθίσματα, τον κόσμο που ήταν γεμάτο, τον εισπράκτορα που με δυσκολία πέρναγε από το διάδρομο ανάμεσα από τους στριμωγμένους όρθιους επιβάτες για να κόψει εισιτήρια, τα διάφορα στολίδια στα μπροστινά τζάμια, το μικρό εικονοστάσι με το φωτάκι-καντηλάκι που έκαιγε πάνω από το κεφάλι του οδηγού… Κοίταζαν ακόμα και θαύμαζαν τον ίδιο τον οδηγό, τον «αφέντη» του αυτοκινήτου, πόσο αφοσιωμένος ήταν στη δουλειά του και πώς τόσο εύκολα κουμαντάριζε ένα ολόκληρο «θηρίο». Το ίδιο μαγεύτηκαν με τα σπίτια, τα δέντρα κι όλα τα άλλα αντικείμενα που «έφευγαν» πίσω τους, καθώς το λεωφορείο έτρεχε!
     Το κουδούνι χτύπησε στο γυμνάσιο και η αγωνία του Θανάση και όλων των άλλων υποψηφίων μαθητών γυμνασίου, έφτασε στο αποκορύφωμά της. Βλοσυρό το βλέμμα των καθηγητών, δεν άφηνε πολλά περιθώρια επιείκειας για κάποιο μικρό ή  μεγαλύτερο λάθος στο γραπτό του.
     Όταν τελείωσε και παρέδωσε την κόλα του, ένοιωθε χαλαρωμένος, αφού πίστευε πως έγραψε αρκετά καλά στο πρώτο μάθημα κι αυτό τον όπλιζε με θάρρος για τη συνέχεια. Μαζί με τη μητέρα του και άλλους δύο ακόμα συμμαθητές και τους γονείς τους ανηφόρισαν για το κέντρο του μεγάλου χωριού. Με τα πρώτα βήματά τους στην αγορά, κοίταζε γύρω του ο Θανάσης να μην χάσει από το βλέμμα του το ψαράδικο!
     Καθώς βάδιζαν, η μητέρα του χαιρέτισε με μια εγκάρδια καλημέρα έναν κύριο, που ήταν ακουμπισμένος στο κάσωμα της ανοιχτής πόρτας του εστιατορίου του. Με την ίδια εγκαρδιότητα ανταπέδωσε κι εκείνος το χαιρετισμό και τους κάλεσε να περάσουν μέσα στο μαγαζί να τους κεράσει. Ανταποκρίθηκε πρόθυμα η ίδια, πιάνοντας από το χέρι το γιο της και μπήκαν μαζί στο εστιατόρια, αφήνοντας την υπόλοιπη παρέα να προχωρήσει και θα συναντιόντουσαν αργότερα, αφού τους ζήτησαν συγνώμη. Τι πολλές και ανακατωμένες μυρωδιές από φαγητά έφταναν στη μύτη του, μα απ’ όλες υπερίσχυε το τηγανητό ψάρι!
     Κάθισαν σ’ ένα τραπέζι που του είπε ο εστιάτορας, ο κυρ-Γιάννης, και μετά τις πρώτες κουβέντες τους έφερε τις πορτοκαλάδες, όπως του παρήγγειλαν.
     «Ήρθατε για το γυμνάσιο; Δίνει το παιδί;», ρώτησε ο κυρ-Γιάννης.
     «Ναι, ήρθε κι εμάς ο καιρός μας», απάντησε η μητέρα του.
     «Βρε, πώς περνάν τα χρόνια! Σαν χτες μου φαίνεται πως ήταν που έμαθα ότι γέννησες!... Καλή επιτυχία», ευχήθηκε ο κυρ-Γιάννης, γυρνώντας προς το παιδί και χαμογελώντας του. Από την κουβέντα με τη μητέρα του ο Θανάσης κατάλαβε πως τους συνέδεε κάποια συγγένεια, όχι και τόσο κοντινή.
     Όλη την ώρα που έμειναν εκεί και κουβέντιαζαν η μητέρα του με τον κυρ-Γιάννη, το βλέμμα του Θανάση είχε καρφωθεί στο βάθος του εστιατορίου που ήταν η κουζίνα. Εκεί μια γυναίκα κάπως προχωρημένης ηλικίας με μεγάλη ποδιά και άσπρο σκούφο στο κεφάλι τηγάνιζε ψάρια, ενώ ταυτόχρονα άνοιγε κάμποσες κατσαρόλες και ανακάτευε τα φαγητά! Του Θανάση του έτρεχαν τα σάλια και από την εικόνα και από τη μοσχοβολιά τους! Πίστευε πως το κέρασμα της πορτοκαλάδας θα συμπλήρωνε ένα ψάρι, που τόσο λαχταρούσε! Με τη φαντασία του «έφτιαχνε» τη στιγμή εκείνη που ο κυρ-Γιάννης θα σηκωνόταν από την καρέκλα του, θα πήγαινε στην κουζίνα και θα γύριζε κρατώντας ένα ψαράκι αχνιστό και ξεροτηγανισμένο για να του το προσφέρει!
    Η ώρα όπως πέρναγε, χωρίς η επιθυμία του να πραγματοποιείται. Σε λίγο σηκώθηκε πρώτη η μητέρα του, χαιρετήθηκαν με τον κυρ-Γιάννη κι έφυγαν. Για τη λαχτάρα του για ένα μικρό ψαράκι, ούτε σκέψη, ούτε λόγος από τον εστιάτορα! Το μυαλό του τότε γύρισε έξι χρόνια πίσω, στο πρώτο του σχολικό βιβλίο, το αλφαβητάριο της πρώτης δημοτικού, που κι εκεί έβλεπε αχόρταγα την «κυρία Φανή» με τρία ψάρια στο πιάτο, έτοιμα για το τηγάνι! Ούτε κι απ’ αυτά μπορούσε να φάει! 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.01.2019

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019


Πολυπληθής «παρουσία»
κορυφαίων των Γραμμάτων μας
σε έκθεση του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου


     Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση άνοιξε τις πύλες της πριν λίγες μέρες στο κοινό, σε αίθουσες του Ιστορικού Αρχείου του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, στην οδό Σκουφά 45 στο Κολωνάκι. Θέμα της οι «Λογοτεχνικές Αρχειολογίες στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 19ος & 20ος αιώνας» και στο πλαίσιο της ενότητας «Ανοιχτές Συλλογές» της διοργάνωσης του Δήμου Αθηναίων «Αθήνα 2018 Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου».
      Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί και να ξεναγηθεί στο φωτογραφικό, έντυπο, χειρόγραφο, δακτυλογραφημένο υλικό, βιβλία. όπως και σε τίτλους σπουδών από το Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου. Όλα αυτά τα άριστα ταξινομημένα εκθέματα ανήκουν σε κορυφαίους της λογοτεχνίας μας, των οποίων η συμβολή έφερε τη μεγάλη άνθηση των γραμμάτων και του πολιτισμού μας, από την απελευθέρωση και μετά μέχρι τις μέρες μας. Λέξεις εδώ, που θα μπορούσαν να δώσουν «βαρύτητα» στο υλικό της έκθεσης, όπως «πολύ πλούσιο», «σπάνιο», «πρωτότυπο», «αξιοθαύμαστο» κλπ, πραγματικά  χάνουν την αξία τους, αφού ο επισκέπτης κυριολεκτικά απορροφάται στο μεγαλείο της.
     Η ημέρα των εγκαινίων της έκθεσης, την Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019, ήταν ιδιαίτερα ξεχωριστή. Πέραν των εισηγήσεων, της περιήγησης και ξενάγησης του κοινού στις αίθουσες και τα εκθέματα, φοιτητές διάβασαν αποσπάσματα μεγάλων της λογοτεχνίας μας. Μεταξύ των κειμένων αυτών, ήταν του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, του Άγγελου Τερζάκη, της Μαρίας Πολυδούρη, του Γεωργίου Σουρή, του Νίκου Καζαντζάκη και πολλών ακόμα. Την επιμέλεια έχει η κάτοχος διδακτορικού τίτλου του Πανεπιστημίου κ. Χάιδω Μπάρκουλα, την οποία στο σύντομο χαιρετισμό του ο Καθηγητής και Διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου κ. Ευάγγελος Καραμανωλάκης, χαρακτήρισε «ψυχή της έκθεσης».
     Τα κείμενα αυτά, εύθυμου περιεχομένου τα περισσότερα, στην πλειοψηφία τους αναφέρονταν στη ζωή των τότε φοιτητών και μετέπειτα κορυφαίων λογοτεχνών μας. Το κοινό πραγματικά τα απόλαυσε.   
     Θέλω να εκφράσω τις θερμές ευχαριστίες μου στην αγαπητή μου συγχωριανή, τη Χάιδω Μπάρκουλα, για την πρόσκληση στην ταπεινότητά μου, δίνοντάς μου έτσι τη δυνατότητα να κοινωνήσω σ’ αυτή τη μυσταγωγία. Θέλω, επίσης, να της εκφράσω ολόθερμα τις ευχές μου να κατακτήσει σύντομα ύπατα αξιώματα της Πανεπιστημιακής Κοινότητος.
     Η έκθεση θα παραμείνει ανοιχτή στο κοινό για ένα μήνα, δηλαδή μέχρι την 15 Φεβρουαρίου 2019, εργάσιμες ημέρες 10 π.μ. – 14 μ.μ..










Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019


 Ο Αθωνίτης
Πατριάρχης του Γένους & Μέγας Εθνομάρτυς
Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄



    Ένα εξαιρετικά καλαίσθητο, ογκώδες και υπερπολυτελούς έκδοσης βιβλίο, με τίτλο «Ο Αθωνίτης Πατριάρχης του Γένους & Μέγας Εθνομάρτυς Άγιος Γρηγόριος ο Ε΄», στολίζει τη βιβλιοθήκη μου και πλουτίζει τις γνώσεις μου εδώ και λίγες μέρες. Ένα βιβλίο, ανεκτίμητος θησαυρός, που μου παρέδωσε ο συμμαθητής μου στα γυμνασιακά χρόνια, συντοπίτης μου και πνευματικός συνοδοιπόρος Κωνσταντίνος Νικολόπουλος-Καμενιανίτης, κατόπιν προτροπής του αυταδέλφου του Μοναχού στην Ιερά Μονή Ιβήρων του Αγίου Όρους, Μαξίμου Ιβηρίτου Νικολόπουλου, ο οποίος είναι και ο συγγραφέας του. 
      Το  βιβλίο αυτό το θεωρώ πραγματικό απόκτημα και μεγάλη ευλογία από τα χέρια του συγγραφέα του, κι αυτό για δύο λόγους: ο πρώτος ένεκα της ευλάβειάς μου στον αοίδιμο Πατριάρχη και ο δεύτερος ένεκα του μεγάλου σεβασμού στο συγγραφέα,  που έχω την τιμή να τον γνωρίζω και προσωπικά. (Δείτε/διαβάστε σχετικά το «Β΄ ΜΕΡΟΣ» από το πρόσφατο προσκύνημα/οδοιπορικό μας στο Άγιο Όρος,  εδώ:


Από την πρώτη σελίδα του ανεκτίμητου πονήματος
ενημερώνεται ο αναγνώστης-μελετητής του για το "βαρύ" περιεχόμενό του!
  
     Το μνημειώδες αυτό πόνημα του πολυγραφότατου και διακρινόμενου για την ταπεινότητά του γέροντος Μαξίμου, είναι αποτέλεσμα πολυετών και άοκνων ερευνών του ιδίου, για τη ζωή, το έργο, το μαρτύριο, καθώς και την μετά θάνατον ευρεία αναγνώριση της προσφοράς στην Ορθοδοξία και στο Έθνος, όπως και για την αγιοκατάταξη του Πατριάρχη. Τα σπάνια στοιχεία, τα πολλά άγνωστα μέχρι σήμερα γραπτά ντοκουμέντα, το εξαιρετικά αξιόλογο και πολύ πλούσιο φωτογραφικό υλικό που παρατίθενται και η εν γένει επιμελέστατα ταξινομημένη εργασία του αθόρυβου εργάτη και προσηλωμένου αταλάντευτα στις Αξίες συγγραφέα, ξετυλίγονται μέσα από τις 473 σελίδες μεγάλων διαστάσεων βιβλίου (30Χ21.5 cm) και κάνουν λέξεις,  όπως «θαυμασμός», «εντυπωσιασμός», «έκσταση», να χάνουν την αξία τους! Για την αγάπη και την ιδιαίτερη σχέση του γέροντος με τον Εθνομάρτυρα, διαβάστε και σε άρθρο του γράφοντος στην έγκριτη ηλεκτρονική εφημερίδα  ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, εδώ:
     Σεβαστέ γέροντα Μάξιμε, αιτούμενος πάντα τις μεσιτείες σας προς τον Ύψιστο, την Κυρία της Μονής Ιβήρων και του Αγίου Όρους, τον Άγιο Γρηγόριο και Πάντες τους Αγίους, καθώς και τη δική σας ευλογία, σας εκφράζω τις εκ βάθους καρδίας ευχαριστίες μου και την ευγνωμοσύνη μου για ένα ακόμα ανεκτίμητο δώρο σας στην ταπεινότητά μου! Το έργο σας αυτό, όπως και ο μεγάλος αριθμός όσων έχουν προηγηθεί εκ των χειρών σας, προσφέρεται για επισταμένη και σε βάθος μελέτη!


Νικόλαος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.01.2019

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Ιστορίες της ζωής: Σ’ ευχαριστώ, κυρά-Μαρία!




     Η μικρή ιστορία που ακολουθεί σε μορφή διηγήματος, είναι πέρα για πέρα αληθινή, χωρίς κάποια αλλοίωση ή υπερβολή. Διαφοροποιημένο το όνομα της ηρωίδας μόνο, για τη διαφύλαξη του ιατρικού απορρήτου. To παράδειγμά της έρχεται να μας διδάξει ότι οι ανήμποροι και οι απόμαχοι της ζωής, αφανείς και ασήμαντοι ίσως για πολλούς, έχουν καταθέσει αθόρυβα τη δική τους προσφορά και έχουν αφήσει τη δική τους παρακαταθήκη.

***

    Έτριξαν και πάλι εκνευριστικά εκείνο το απόγευμα οι μεντεσέδες της τζαμένιας πόρτας της παθολογικής κλινικής του νοσοκομείου. Οι τεχνικοί που ειδοποιήθηκαν από το πρωί να τους «λαδώσουν», δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί. Μια κυρία, κάπου πενήντα χρονών, με μαύρα, αλλά προσεγμένη στο ντύσιμό της, μπήκε κοιτάζοντας ερευνητικά γύρω της. Το βλέμμα της έδειχνε ν’ αναζητεί κάποιον υπεύθυνο. Προχώρησε αργά λίγα βήματα στο διάδρομο κι εκείνη στιγμή βγήκε από το γραφείο ο εφημερεύων γιατρός, κρατώντας στο ένα χέρι κάτι χαρτιά και στο άλλο το στηθοσκόπιο (τα ακουστικά). Η ερώτηση της επισκέπτριας τον έκανε να σταματήσει και να γυρίσει προς το μέρος της:
- Γιατρέ, συγνώμη…
- Παρακαλώ…
- Μήπως νοσηλεύεται εδώ μια κυρία με το όνομα Κωστάκη, ή Κωνσταντίνου, ή Κωνσταντινάκη Μαρία; Κάπως έτσι είναι το όνομά της… Δεν το ξέρω ακριβώς και μου είπαν ότι ίσως είναι στην κλινική σας…
     Ο γιατρός κατέβασε το βλέμμα προς το δάπεδο, σκεπτόμενος. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σήκωσε τα μάτια του προς την επισκέπτρια και απάντησε:
- …Έχουμε μια ασθενή με παρόμοιο όνομα, αλλά εσείς τί τής είστε; Φαντάζομαι, όχι κοντινή συγγενής, αφού δεν ξέρετε καλά το όνομά της.
- Γιατρέ μου, σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ πολύ! Μια γυναίκα με αυτό το όνομα με έχει ευεργετήσει και ψάχνω πολύ καιρό να τη βρω. Μπορώ να τη δω λίγο; Ίσως να είναι αυτή…
- Περιμένετε, είπε ο γιατρός και μπήκε στον απέναντι θάλαμο των ασθενών. Η κυρία με τα μαύρα τον περίμενε απέξω. Σε λίγο που βγήκε, την ξαναρώτησε:
- Δηλαδή, εσείς τώρα ζητάτε μια ασθενή, που στην πραγματικότητα δεν γνωρίζετε καν τ’ όνομά της. Ξέρετε, κυρία μου, αυτά τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Δεν μπορεί ο καθένας να μπαίνει σ’ ένα νοσοκομείο και να ζητάει να ενημερωθεί για έναν άγνωστο…
- Γιατρέ μου, σας παρακαλώ πολύ! Σας εκλιπαρώ! Μόνο να τη δω θέλω, είπε η επισκέπτρια, διακόπτοντας το γιατρό. Το αυστηρό και μάλλον βλοσυρό βλέμμα του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε ότι δεν είναι πρόθυμος να συνηγορήσει στο αίτημά της, έκαμψαν τα χέρια της που τα σταύρωσε στο ύψος του στήθους της και το σώμα της όλο που είχε πάρει στάση προσευχής.
- Ελάτε μαζί μου, της είπε και την οδήγησε στον προτελευταίο θάλαμο. Η γιαγιά στο δεύτερο κρεβάτι είναι η κυρία Κωστάκη. Δείτε αν ζητάτε αυτή, της είπε και ο ίδιος έμεινε στην πόρτα, παρακολουθώντας την, γιατί παρά την όποια ειλικρίνεια έδειχνε η γλώσσα του σώματος, δεν έπαψε να την θεωρεί ύποπτη ή περίεργη.
    Με το που η επισκέπτρια είδε το πρόσωπο της κυρά-Μαρίας, «χύθηκε» πραγματικά επάνω της και την αγκάλιασε σφιχτά, κλαίγοντας με λυγμούς και  μη μπορώντας να ακουστούν καθαρά τα όσα της έλεγε από τα κλάματα. Μία συνοδός που ήταν εκείνη την στιγμή δίπλα στο προσκεφάλι της, έμεινε εμβρόντητη.
- Κυρά Μαρία μου, σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ, κυρά Μαρία μου με όλη τη δύναμη της ψυχής μου!... Να ήξερες πόσο παιδεύτηκα να σε βρω να σ’ ευχαριστήσω… Να σου φιλήσω τα άγιά σου χέρια!... Να σου φιλήσω και τα πόδια, πού ατέλειωτα χιλιόμετρα έχουν κάνει για μένα! Ο Στέλιος μου, κυρά Μαρία, που τον χόρευες στα γόνατά σου, τελείωσε το πανεπιστήμιο και ορκίστηκε ! Έγινε γιατρός!
     Η κυρά-Μαρία τίποτα δεν κατάλαβε από όλα αυτά. Όσην ώρα της μιλούσε η επισκέπτρια, κοίταζε με απλανές βλέμμα το ταβάνι και χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση. Μόνο ύστερα από αρκετή ώρα κίνησε το δεξί της χέρι, σαν να ήθελε να κάνει το σταυρό της και είπε με πολύ αδύναμη φωνή:
- Δόξα Σοι ο Θεός!
     Πιο έντονα τα δάκρυα της επισκέπτριας τώρα, μετά το «δόξα Σοι ο Θεός», που δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να της φιλάει τα χέρια, λούζοντάς τα με τα δάκρυά της.
- Δεν περίμενα να σε βρω έτσι, κυρά, Μαρία μου! Όχι!... Όχι!... Δεν το περίμενα, της είπε, μόλις συνειδητοποίησε την πολύ σοβαρή κατάστασή της. Ύστερα γύρισε προς το μέρος του γιατρού, που ήταν ακόμα στην πόρτα στην πόρτα και του είπε:
- Συγνώμη, γιατρέ μου! Θα σας εξηγήσω. Έχετε δίκιο να απορείτε. Συγνώμη και σ’ εσάς, είπε στη συνοδό.
     Λίγη ώρα αργότερα η επισκέπτρια στο διάδρομο, εξηγούσε χαμηλόφωνα στο γιατρό, σκουπίζοντας συνέχεια τα δάκρυά της με το μαντήλι της. Εκείνος την άκουγε με ενδιαφέρον:
- Γιατρέ μου, συγνώμη… Ίσως ήμουν λίγο υπερβολική… Χρωστάω πολλά στην κυρά Μαρία. Έχασα νέο τον άντρα μου κι έμεινα με τρία μικρά παιδιά, το τρίτο στην κούνια. Η κυρά Μαρία με βοήθησε και τα μεγάλωσα. Ήταν επίτροπος στην εκκλησία της ενορίας μας και πότε μου έφερνε ρούχα, πότε πρόσφορα, πότε χρήματα. Άσε από τρόφιμα. Κονσέρβες, ζυμαρικά, γάλα, όσπρια… Πάντα βράδυ ερχόταν και μου τα έφερνε, παρακαλώντας να μην πω σε κανέναν τίποτα. Δεν ήθελε να μαθαίνει ο κόσμος τί έκανε. Έτσι ήταν αθόρυβη σε όλη της τη ζωή. Πολύ αργότερα έμαθα ότι και σε άλλα σπίτια που πήγαινε, που είχαν κι αυτά ανάγκη, κι εκεί παρακαλούσε να μην μαθευτεί.  Όλο τον κόσμο βοηθούσε. Μέχρι και τα παιδιά μου φρόντιζε και μπορούσα εγώ να πάω να δουλέψω. Αγία γυναίκα, γιατρέ μου. Θα βγάλει μύρο το χώμα της!... Θα μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτήν;
- Δεν έχει οικογενειακό περιβάλλον… Κάποιοι μακρινοί συγγενείς ελάχιστα την επισκέπτονται. Μιλήστε με την προϊσταμένη κι εκείνη θα σας πει αν χρειάζεται να βοηθήσετε και πώς. Επειδή όμως δεν είστε συγγενείς, πρέπει οπωσδήποτε να μας αφήσετε τα στοιχεία σας.
     Η επισκέπτρια ευχαρίστησε και πάλι με υπόκλιση το γιατρό κι εκείνος, αφού της χαμογέλασε, κατευθύνθηκε στο γραφείο του και η ίδια στο γραφείο τη προϊσταμένης.

     Σαν επίλογο αυτής της αληθινής ιστορίας παραθέτω μια παράγραφο από τα «προλεγόμενα» στο βιβλίο μου «αθόρυβοι εργάτες»:
     «Οι Αρχές και οι Αξίες που υπηρετούν απλοϊκοί, συνήθως, άνθρωποι, που χωρίς να το επιδιώκουν και να το γνωρίζουν γίνονται πρότυπα, προκαλεί πάντα το θαυμασμό. Οι ελάχιστες ή και ανύπαρκτες γραμματικές τους γνώσεις δεν τους εμποδίζουν να έχουν αποκτήσει σοφία και καλή παιδεία. Είναι σχεδόν πάντα αγωνιστές του καθημερινού μόχθου, πιστοί στο δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της αρετής, που προτίμησαν να παραμείνουν στην αφάνεια σε όλη τους τη ζωή και γίνονται περισσότερο γνωστοί όταν πεθαίνουν. Στην ερώτηση «ποιος ήταν αυτός;», έρχεται η απάντηση που κάνει πολλούς να θαυμάζουν: ήταν ο πατέρας του επιστήμονα ή η μάνα του βιομήχανου, του επιχειρηματία, του κάθε έντιμου μεροκαματιάρη…».

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.01.201

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019


«Σαν του λαγού τα παιδιά»



     Λέγεται πως ο θηλυκός λαγός δεν αφήνει τα παιδιά του στο ίδιο σημείο. Τα διασκορπίζει σε διάφορα άλλα, ώστε να προστατεύονται καλύτερα από εχθρικές επιθέσεις. Το αρπακτικό, δηλαδή, ή άλλος εχθρός από τον οποίο κινδυνεύουν, δεν θα τα εντοπίσει όλα μαζί, επομένως οι πιθανότητες να μην γίνουν όλα λεία του και να επιζήσουν κάποια από αυτά, είναι μεγαλύτερες.
     Η τακτική αυτή, να «σκορπάει» ο λαγός τα παιδιά του, εκφράζεται και με τη λαϊκή ρήση «σαν του λαγού τα παιδιά» και ήταν πολύ εύχρηστη στα χρόνια της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης, που τα μέλη κάθε οικογένειας «σκορπούσαν» τόσο στις κοντινότερες μεγαλουπόλεις, όσο και στα διάφορα μήκη και πλάτη της γης για μια καλύτερη ζωή.
     Επίκαιρη και σήμερα για την Ελλάδα μας η μεγάλη μετακίνηση των πληθυσμού της, μακριά από αυτήν, πραγματική «αιμορραγία» για την Πατρίδα. Κι εδώ συμβαίνουν πολλά κακά μαζί: Η Ελλάδα εξειδικεύει επιστήμονες με το δικό της ιδρώτα, ξένες χώρες όμως τους παίρνουν «έτοιμους» και χωρίς οφέλη για την ίδια!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.01.2019


Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

«Ευχή και κατάρα»: Η διπλή έννοια της έκφρασης και η «ανοιχτή ώρα»




     Η λαϊκή δοξασία θέλει η δύναμη της ευχής, όπως και αυτή της κατάρας, να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του ανθρώπου. Όλοι μας, λίγο-πολύ, έχουμε ακούσει για τη δύναμη αυτή, όπως και για ανθρώπους που διήνυσαν μεγάλες αποστάσεις για να «πάρουν» την ευχή πολύ κοντινών συγγενών τους, λίγο πριν αυτοί φύγουν από τη ζωή. Πολλοί, και ίσως όλοι μας, επίσης, έχουμε ακούσει για ανθρώπους, που, επειδή τους βάραινε κάποια κατάρα, η ζωή «δεν τους πήγε καλά», όπως και το αντίθετο.
     Μια άλλη στερεότυπη έκφραση που ακούμε συχνά και έχει διπλή έννοια, είναι «σου αφήνω ευχή και κατάρα». Αυτό σημαίνει πως αν τηρηθούν οι συμβουλές  από εκείνους στους οποίους απευθύνονται, να τους συνοδεύει ευχή και σε ενάντια περίπτωση κατάρα. Να σημειωθεί, ακόμα, ότι η φράση «να έχεις την κατάρα μου», δεν λέγεται οπωσδήποτε για να βρουν συμφορές εκείνον ή εκείνους στους οποίους απευθύνεται, αλλά χρησιμοποιείται ως απειλή, ώστε ν’ αναγκασθούν να τηρήσουν τις οδηγίες, τις εντολές ή τις συμφωνίες που δέχονται.
     Άλλες δοξασίες, όπως οι κατάρες δεν «πιάνουν» τους «Σαββατογεννημένους», δεν φαίνονται ιδιαίτερα «σοβαρές». Εκείνες, όμως, που λέγονται με κακία, πιστεύεται ότι «πιάνουν» περισσότερο. Ορισμένοι πάλι πιστεύουν πως για να «πιάσει καλύτερα» μια κατάρα, πρέπει την ώρα που εκστομίζεται να συνοδεύεται από κάποιες κινήσεις, π.χ. να λέγεται με την πλάτη γυρισμένη σ’ αυτόν που απευθύνεται ή να συνδυάζεται με ανοιχτές τις παλάμες (μούντζες) εναντίον του και άλλα παρόμοια. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις ευχές, που κι αυτές «πιάνουν» σε κατάλληλη στιγμή, π.χ. όταν πέφτει ένα αστέρι. Γενικότερα όμως, και όσον αφορά τις κατάρες, πιστεύει η λαϊκή δοξασία πως πρέπει να είναι «ώρα ανοιχτή» για να ντ’ ακούσει». Κι επειδή δεν ξέρουμε πότε μπορεί να είναι «ανοιχτή» η ώρα, οι προτροπές των μεγαλύτερων στα παιδικά μας χρόνια ήταν: «Να μην λέτε κατάρες, ούτε να βλαστημάτε, γιατί και η βλαστήμια κατάρα είναι και όταν είναι ώρα “ανοιχτή”, “τ’ ακούει” και πιάνουν».
     Σε αντίθεση με την ευχαριστήρια απάντηση στην έκφραση της ευχής, στο άκουσμα της κατάρας πιστεύεται πως, πέραν των προσευχών και της σύντομης επίκλησης του Θείου (όπως «Χριστός και Παναγιά»), διάφορες κινήσεις ή εκφράσεις μπορούν να τις αποτρέψουν. Π.χ., το «χτύπημα του ξύλου», η μετακίνηση από τη θέση («κουνήσου απ’ τη θέση σου») κλπ.
     Γνωστές από την αρχαιότητα, τέλος, και η ευχή και η κατάρα, τις συναντάμε, π.χ.: α) Στις «Ευμενίδες» του Αισχύλου, όπου η Κατάρα είναι μία από τις Eρινύες. β) Σε μικρό αμφορέα που βρέθηκε σε ανασκαφές στην Ιθάκη και επάνω γράφει: «ευχήν τω Οδυσεί»  (ευχή στον Οδυσσέα). γ. Σε εδάφια της Αγίας Γραφής.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2019

«Μια θέση, παρακαλώ»!


     Εξεπλάγην πολύ δυσάρεστα πριν λίγες μέρες, όταν μέσα στο λεωφορείο μπήκε μια κυρία σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Όχι μόνο οι θέσεις των καθημένων είχαν καταληφθεί, αλλά και οι όρθιοι ήταν κατά πολύ συνωστισμένοι.  
     «Μια θέση, παρακαλώ, για την κυρία που είναι έγκυος», είπε ο οδηγός πριν ξεκινήσει.
     Ένας από τους τέσσερις νεαρούς, σε ηλικία γυμνασίου ή λυκείου, που είχαν «στρογγυλοκαθίσει» σε αντικριστές θέσεις και αστειεύονταν μεταξύ τους με δυνατές φωνές, παίζοντας με τα κινητά τους τηλέφωνα, απάντησε χωρίς κανένα όνειδος, χωρίς αναστολές και με περισσό θράσος:
     «Όποιος είναι έγκυος να κάτσει σπίτι του»!!!  
    Ένας μεσήλικας, όμως, είχε ήδη παραχωρήσει τη θέση του στην κυρία, πριν προλάβει να τελειώσει ο οδηγός την προτροπή του, πριν προλάβει ο νεαρός ν’ απαντήσει.
     Η εικόνα και το γεγονός έκανε τους περισσότερους επιβάτες να σφίξουν τα χείλη τους και να κουνήσουν αποδοκιμαστικά το κεφάλι τους. Προσωπικά, μου έφερε στο νου μνήμες από τα παιδικά-μαθητικά χρόνια της γενιάς μου, βεβαίως και προγενέστερα και μεταγενέστερα, που η παραχώρηση θέσης στα ΜΜΜ, και όχι μόνο, από το μικρότερο στο μεγαλύτερο ήταν άγραφος νόμος και η τήρησή του ήταν καλύτερη και από γραπτό. Ο οδηγός ή ο τότε εισπράκτορας του λεωφορείου, δεν «προλάβαινε» να πει τη φράση «μια θέση, παρακαλώ!», γιατί σε «άτομα χρήζοντα βοηθείας» η προθυμία ήταν δεδομένη και μάλιστα όχι από έναν, αλλά από πολλούς επιβάτες, οπωσδήποτε όμως από τους μικρής ηλικίας.
     Αυτό δεν σημαίνει ότι ο σεβασμός σε άτομα που χρειάζονται βοήθεια σήμερα έχει χαθεί, όμως φαίνεται να υπάρχει μια «τάση» προς αυτή την κατεύθυνση. Στο παρελθόν ήταν αδιανόητο νεαρός, και ειδικά μαθητής, να συμπεριφερθεί με απρέπεια σε πολλούς τομείς, όπως και στη παραχώρηση της θέσης του. Αν αυτό συνέβαινε και ακολουθούσε σχετική καταγγελία, μέχρι και η διαγωγή του στο σχολείο κινδύνευε να εκπέσει! Αν «προτρέξει» κανείς να ισχυριστεί ότι αυτό ήταν ακραίο, πιστεύω πως η πιο σωστή ερώτηση/απάντηση είναι: «Παρόμοιες σημερινές εικόνες δεν είναι ακραίες;». 
     Ίσως το «παζλ» να «συμπληρώνει καλύτερα» μια σύγχρονη, ευτυχώς, όχι ιδιαίτερα συνηθισμένη εικόνα σε ΜΜΜ, που ενώ είναι ασφυκτικά γεμάτα και οι όρθιοι πολύ στριμωγμένοι, θέσεις έχουν καταλάβει μικροαποσκευές νεαρών επιβατών, ενώ οι ίδιοι παίζουν αδιάφορα με το κινητό τους!


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.01.2019

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Το «γόνα» (γόνατο) - παλιά «μονάδα μέτρησης» του ύψους του χιονιού





     Περιμένουμε να ρίξει λίγο χιονάκι και έχουμε «παροπλιστεί» προκαταβολικάΠόσοι, όμως, αναλογιστήκαμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι των χωριών μας, όχι από πλευράς μετακίνησης μόνο, αλλά κυρίως από πλευράς κάλυψης των προσωπικών τους αναγκών, των αναγκών των κοπαδιών των κτηνοτρόφων και γενικά των γεωργικών εργασιών. Και τούτο, αν σκεφθεί κανείς και τα παλαιότερα χρόνια, που η χιονόπτωση ήταν πολύ περισσότερη. Σαν «μονάδα μέτρησης» ύψους του χιονιού ήταν το γόνα (γόνατο) και οι μεγάλες δυσκολίες άρχιζαν όταν το ύψος του ξεπέρναγε το συγκεκριμένο ύψος. Από «ένα γόνα χιόνι» και πάνω υπολογιζόταν ως  πολύ και τότε μετρίαζαν τις δραστηριότητές τους. Και ποιος μπορεί να ξεχάσει τις διαδρομές που κάναμε για «δυο κλίτσες γράμματα», αφού ούτε τα σχολεία έκλειναν μ’ αυτές τις δυσκολίες! Τα κοντινά χωριά με τα γυμνάσια της επαρχίας μας, των αποστάσεων τριών και τεσσάρων χιλιομέτρων, θεωρούνταν… προνομιούχα(!), αν υπολογίσει κανείς  ότι μαθητές έκαναν τέσσερις ώρες διαδρομή το πρωί (ίσως και περισσότερες) κι άλλες τόσες το μεσημέρι, για την επιστροφή τους! Και δεν μιλάμε μόνο για μαθητές γυμνασίου, αλλά και του δημοτικού!
    Αυτές οι εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, που σήμερα δεν γίνονται εύκολα πιστευτές, δεν εμπόδισαν να «βγάλουν» προσωπικότητες τα χωριά μας. Και δεν εννοούμε προσωπικότητες των «μεγάλων πολυθρόνων» και των πολυτελών γραφείων, αλλά προσωπικότητες και υπηρέτες των αξιών και των ιδανικών, αφανείς εν πολλοίς.  

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 09.01.2019

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019

Μποναμάς: Ένα όμορφο πρωτοχρονιάτικο έθιμο




    Συνηθισμένες φράσεις για το μποναμά (ή μπουλαμά), που χρησιμοποιούμε σήμερα με σαρκαστική διάθεση κάποιες φορές, π.χ. «μου ήρθε μποναμάς από την εφορία», «έχω έναν μποναμά από την τροχαία» κλπ, βρίσκονται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από την πραγματική έννοια του πραγματικού όρου μποναμάς. Στην πραγματικότητα, ο μποναμάς είναι μια πρωτοχρονιάτικη όμορφη συνήθεια, που τηρείται από πολλούς και σήμερα, χωρίς όμως να δίνεται και ιδιαίτερη σημασία σ’ αυτό. Ίσως κάποιοι να την έχουν αντικαταστήσει με το σε είδος πρωτοχρονιάτικο δώρο ή και το «δώρο του αϊ-Βασίλη».
     Ανήμερα την πρωτοχρονιά και κατά προτίμηση μετά την εκκλησία, οι παππούδες έκαναν δώρο στα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και τ’ ανίψια τους ένα μεταλλικό νόμισμα, που ίσως η αξία του ήταν ευτελής. Το χαρτονόμισμα ήταν εξαιρετικά σπάνιο. Αξίζει, να υπογραμμιστεί πάντως, ότι ένα δίδραχμο ήταν πολύ καλός μποναμάς κι ένα πεντάδραχμο (τάλιρο) μεγάλος και «πλούσιος»! Το ίδιο έκαναν και γονείς στα παιδιά τους, τα ανίψια τους, αλλά και ο σύζυγος στη σύζυγο. 
     Ο συνηθέστερος τρόπος και η καταλληλότερη στιγμή επίδοσης του καθιερωμένου αυτού πρωτοχρονιάτικου δώρου, ήταν τη στιγμή του χαιρετισμού (χειραψίας) και της ανταλλαγής ευχών για τον καινούργιο χρόνο. Τότε, π.χ. ο παππούς, έβαζε στο χέρι του παιδιού του ή του εγγονού του το νόμισμα κι εκείνο τον ευχαριστούσε κι έσκυβε και του φιλούσε το χέρι. Να σημειωθεί ακόμα, ότι ο ασπασμός της δεξιάς του μεγαλύτερου, ιδίως του παππού και της γιαγιάς, ήταν πάντα άγραφος νόμος στη χειραψία των ευχών και της συνάντησης. Για τον ασπασμό της δεξιάς διαβάστε περισσότερα εδώ: ΕΔΩ.  
     Η σε ορισμένες περιπτώσεις ευτελής αξία του νομίσματος, μπορεί να έφτανε μόνο για την αγορά μια μικρής σοκολάτας, για λίγες καραμέλες, ή και για ένα γλειφιτζούρι. Αρκετά ήταν τα παιδιά που σκεπτόμενα έξυπνα, συγκέντρωναν τους μποναμάδες όλων των συγγενών τους κι έπαιρναν κάτι πολύ πιο χρήσιμο από τις γνωστές λιχουδιές.
     Εκτός από τα παιδιά και τα εγγόνια οποιασδήποτε ηλικίας, ο μποναμάς δινόταν και σε ανίψια, νύφες, γαμπρούς, παιδιά φιλικών οικογενειών, ακόμα και γειτονόπουλα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τηρούνταν απαρέγκλιτα ο ασπασμός του χεριού.
     Ο μποναμάς μπορεί να «καθυστερούσε» λίγες μέρες για συγγενείς, κυρίως παιδιά και εγγόνια, που δεν συγκατοικούσαν ή δεν βρίσκονταν σε κάποια απόσταση από τους παππούδες. Όμως ήταν άγραφος νόμος, που είχε την ισχύ γραπτού, ίσως και μεγαλύτερη.
     Το έθιμο συνηθιζόταν, πιο χαλαρά και την ημέρα των Θεοφανείων. Και σήμερα, όμως, αν και οι καιροί έχουν γίνει «αγνώριστοι» , κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το όμορφο αυτό έθιμο έχει εκλείψει, αλλά ούτε και μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει τη μαγεία που είχε πριν λίγες δεκαετίες.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.1.2019

Παροιμίες και τραγούδια για το Γιάννη


    Την τιμητική του έχει ο Γιάννης στις 7 Ιανουαρίου, που το όνομά του συγκεντρώνει τις περισσότερες λαϊκές παροιμίες, ως, ίσως,  το πιο «συνηθισμένο» από όλα τ’ άλλα ονόματα. Ας θυμηθούμε μερικές:

-  Σαράντα πέντε Γιάννηδες στον άγιο Γιάννη πάνε.
-  Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό τον Γιάννη.
-  Τι κάνεις Γιάννη; - Κουκιά σπέρνω.
-  Σπίτι χωρίς Γιάννη προκοπή  δεν κάνει.
-  Γιάννη είχα, Γιάννη έχω κι αν ποτέ μου θα χηρέψω, πάλι Γιάννη θα γυρέψω.
-  Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει.
-  Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τoν εβγάλαμε.
-  Αν είχαν γνώσ’ οι Γιάννηδες, θα δάνειζαν καμπόση.
-  Να σε κάψω Γιάννη, να σ’ αλείψω μέλι (ή λάδι).
-  Κόψε κέδρο φτιάξ’ Αντώνη κι από πλάτανο Θανάση, και αν πεις και για το Γιάννη, όποιο ξύλο να ’ναι κάνει.
-  Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
-  Τ’ είχες Γιάννη τι είχα πάντα.
-  Όλοι μιλούν για τ’ άρματα και ο Γιάννης για την πίτα.
-  Άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη.
-  Όχι Γιάννης, Γιαννάκης.
-  Γιάννης πήγε, Γιάννης γύρισε.
-  Σε μια πολύ γνωστή παροιμία, όμως, υπάρχει και απάντηση από τον «θιγόμενο» Γιάννη, στην προσβολή που δέχεται: 
«Σαράντα πέντε Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση».
Εδώ ο Γιάννης απαντάει: 
«Κι εσύ που το ανέφερες, δεν έχεις ούτε τόση»!!!

     Ισοδύναμη, θα μπορούσε να πει κανείς με τις παροιμίες, και η έκφραση μέσω του στίχου και της μουσικής για το Γιάννη, παραδοσιακής, έντεχνης και λαϊκής:
-  Γιάννη μου το μαντήλι σου.
-  Μπάρμπα Γιάννης Κανατάς.
-  Έτσι είναι μπάρμπα-Γιάννη.
-  Γιαννάκη ομορφόπαιδο, Γιαννάκη λεβεντόπαιδο.
-  Πώς μπόρεσ' η καρδιά σου το Γιάννη να πικράνει (συμβιβασμούς δεν κάνω).
-  Ο Γιάννης ο μπεκρής.
-  Ο Γιάννης ο φονιάς.
-  Μα δεν δε λένε Γιάννη (τον έρωτα ρωτάω, νέο τραγούδι-Ελευθερία Αρβανιτάκη).
-  Γιάννη μου-Γιάννη μου (νέο τραγούδι-Ελένη Ττσαλιγοπούλου).
-  Έρωτας είν' ο Γιάννης (Γιάννης Ζουγανέλης).
-  Γιάννη, σβήσε τις φωτιές (Αφροδίτη Μάνου).

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΓΙΑΝΝΗΔΕΣ
ΚΑΙ ΤΙΣ ΙΩΑΝΝΕΣ!!!

Επιμέλεια: Ν.Π., 07.01.2019


Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019


Αιχμάλωτοι του Ιμπραήμ
από την περιοχή των Καλαβρύτων

Ο Ιμπραήμ
Εικόνα από την
«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ»
του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου
εκδόσεις «ΦΑΡΟΣ»

     Μια ανείπωτα ευχάριστη έκπληξη μου επεφύλασσε πρωτοχρονιάτικα ο ανεκτίμητος διαδικτυακός φίλος και πατριώτης, λαογράφος και ιστοριοδίφης κ. Ηλίας Τουτούνης! Μετά τα «άγνωστα Λειβαρτζινά τραγούδια» που μου έστειλε και τα οποία δημοσίευσα στην προσωπική μου ιστοσελίδα (δείτε/διαβάστε εδώ:
μου έστειλε ένα ακόμα πιο σημαντικό «δώρο»! Κατάλογο με τα ονόματα 218 αιχμαλώτων του Ιμπραήμ, εκ των οποίων οι περισσότεροι από τους 200 ήταν από την περιοχή των Καλαβρύτων, που συμπεριλαμβάνεται στο προσωπικό του αρχείο!
     H δράση και οι λεηλασίες του Ιμπραήμ πασά, του «Μπαΐμη», όπως ακούγαμε το όνομά του Ελληνοποιημένο από τους παππούδες στα παιδικά μας χρόνια, είναι γνωστές και στον τόπο μας. Στο Λειβαρτζινό, μάλιστα, υπάρχει σχετικό τοπωνύμιο, το «Μπαϊμοκατάραχο», όπου εκεί διεξήχθη μάχη με πολεμιστές της περιοχής.  
     Ο κατάλογος αυτός συμπεριλαμβάνεται: 1) Στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ)-Καποδιστριακό Αρχείο και, 2) σε περιοδική έκδοση του Ιδρύματος Μελετών της Χερσονήσου του Αίμου, με τον τίτλο «ΒΑΛΚΑΝΙΚΑ ΣΥΜΜΕΙΚΤΑ», ανάτυπο, τεύχος 8, 1996, επιμέλεια Γιώργου Β. Νικολάου και με βάση τον ανέκδοτο κατάλογο του 1828 και μεταγενεστέρων εγγράφων.
     Σύμφωνα με την έκδοση αυτή, ο τότε Έκτακτος Επίτροπος στην Αχαΐα Γεώργιος Μαυρομμάτης υποβάλλει στον Κυβερνήτη (Ιωάννη Καποδίστρια) κατάλογο αιχμαλώτων της επαρχίας Καλαβρύτων, με το παρακάτω διαβιβαστικό, στο οποίο σημειώνεται ότι διατηρείται η ορθογραφία του χειρόγραφου:

Ελληνική Πολιτεία
Προς τον Εξοχώτατον Κυβερνήτην
Ο κατά την Αχαΐαν Έκτακτος Επίτροπος

     Η αιτία της πανώλης, η οποία εδυσκόλευσε την κοινωνίαν των μερών τούτων, και επεφόρτισεν όχι μικράς ενασχολήσεις εις εμέ και τους υπαλλήλους μου, μ’ εμπόδισαν άχρι τούδε να φέρω εις έκβασιν όσα δια της υπ’ αριθ. 2652 διαταγής σας διετατόμην περί των αιχμαλώτων. ήδη ότε τα πράγματα ευκολύνθησαν σπεύδω να σας διευθύνω κατάλογον αιχμαλώτων χωρίων τινών της επαρχίας Καλαβρύτων. Γινάτια φροντίς να καταγραφώσι  και οι λοιποί όλου του τμήματος αιχμάλωτοι, και τους καταλόγους αυτών θέλω σας διευθύνω επομένως. Μένω με βαθύτατον σέβας.
                                                          Εν Βοστίτση τη 27 Αυγούστου 1828
                                                               (Τ Σ) Ο έκτακτος επίτροπος
                                                                  Γεώργιος Μαυρομμάτης

     Σημειώσεις για τις ευδιάκριτες φωτογραφίες του αρχείου, που παρατίθενται στη συνέχεια:
       1: Ο κατάλογος-πίνακας των αιχμαλώτων, ανδρών, γυναικών και παιδιών, με αύξοντα αριθμό 1-218 περιλαμβάνει το όνομα, το επίθετο (επώνυμο) ή αντί αυτού το πατρώνυμο ή το όνομα συζύγου της γυναίκας, την ιδιαίτερη πατρίδα, τον τόπο και τη χρονολογία που αιχμαλωτίσθηκε, καθώς και τον τόπο που διέμενε κατά την αποστολή του καταλόγου στον Κυβερνήτη.
       2: Οι διάφορες περιοχές-χωριά των αιχμαλώτων, αναφέρονται με την ονομασία της εποχής, π.χ. Χιαλμός (Χελμός), Κραστιεούς (προφανώς Κραστικούς), Λυχούρι (προφανώς Λεχούρι), Τζορωτά (Τσορωτά, σήμερα Λευκάσιο) κλπ. Με την ίδια ονομασία αναφέρεται και τόπος που αιχμαλωτίστηκαν, καθώς και ο τόπος που βρίσκονταν οι αιχμάλωτοι το χρόνο της αποστολής του καταλόγου, π.χ. Χλουμνούτζι (της Ηλείας), Μοθώνη (Μεθώνη) κλπ.
       3: Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ονόματα αιχμαλώτων συμπεριλαμβάνονται και στο «ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ», του εκλεκτού και υπερ-πολύτιμου συμπατριώτη κ. Αθανασίου Τζώρτζη. Ενδεικτικά αναφέρουμε τον Δημήτριο Γιαννακόπουλο, από το Λειβάρτζι, για τον οποίο ο κ. Τζώρτζης στο μοναδικό για τον τόπο πόνημά του αναφέρει πολλές λεπτομέρειες, που συμφωνούν με τα στοιχεία του καταλόγου.
     Διαβάστε περισσότερα για το «ΛΕΞΙΚΟ» εδώ:
και εδώ:
https://nikolpapak.blogspot.com/2018/07/blog-post_7.html  
     Επιπλέον, ο κ. Αθανάσιος Τζώρτζης, συμπεριλαμβάνει από τον Μάιο του 2017 εξ' ολοκλήρου το θέμα σε ανάρτησή του στη σελίδα «Γκέρμπεσι ( Προφήτης Ηλίας ) Αχαΐας» και συγκεκριμένα εδώ:
       4. Σημειώνεται πως η έρευνα θα συνεχιστεί στα ΓΑΚ, για αναζήτηση περισσότερων στοιχείων.
        5. Για μεγέθυνση στις φωτογραφίες, κάντε «κλικ» επάνω σ' αυτές.
     Υπογραμμίζεται, τέλος, ότι η παρούσα ανάρτηση/δημοσιοποίηση έχει την έγκριση του ανεκτίμητου φίλου  κ. Ηλία Τουτούνη, στον οποίο  εκφράζω και πάλι τις ολόθερμες ευχαριστίες μου και την ευγνωμοσύνη μου, τόσο προσωπικά, όσο και εξ’ όλης της περιοχής Καλαβρύτων. Του εύχομαι καλή, ευλογημένη και δημιουργική χρονιά και του υπόσχομαι πως με πρώτη ευκαιρία θα επιδιώξω συνάντησή μας, για την εκ του σύνεγγυς συνεργασία μας.















Σημείωση: Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση, χωρίς αναφορά στην πηγή.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 03.01.2019