Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2017

Γιατί νοσταλγούμε τα παιδικά μας χρόνια;


Εικόνα: Από το παλιό αλφαβητάριο της Α΄ Δημοτικού

     Βρισκόμαστε στα μέσα  του δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και οι σκέψεις όλων των μεγαλύτερων στριφογυρίζουν στα παιδικά μας χρόνια. Αν κι αυτό δεν γίνεται μόνο αυτές τις μέρες, αλλά ολοένα και πολλές φορές κάθε μέρα, τώρα στις γιορτές το νοιώθουμε πολύ εντονότερα. Και πάντα το πισωγύρισμα αυτό μας φέρνει μελαγχολικά συναισθήματα, γιατί η παιδική/νεανική μας ηλικία έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, γιατί εκεί βρίσκονται η ανεμελιά, η αθωότητα και η αγνότητα. Οι όποιες μικρές ευθύνες στην ηλικία αυτή, είναι κύριον λόγον προσωπικές, χωρίς έννοιες και φροντίδες για την οικογένεια και την εξασφάλιση των προς το ζην για τα υπόλοιπα μέλη της, ούτε και του εαυτού μας, φυσικά, αφού και γι’ αυτό φροντίζουν οι γονείς και οι μεγαλύτεροι. Το ίδιο ισχύει και για επαγγελματικές σκοτούρες, για το λόγο ότι και τέτοιες δραστηριότητες είναι ανύπαρκτες.
     Ίσως θεωρήσει κανείς περίεργο που οι νοσταλγίες και οι παλινδρομήσεις στα παιδικά χρόνια ισχύουν ατόφιες και για όσους μεγαλώσαμε υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, ειδικά στις ορεινές περιοχές. Η έλλειψη γρήγορων μεταφορικών μέσων, η μεγάλη ανεπάρκεια των συγκοινωνιακών υποδομών σε συνδυασμό με την πολύ κακό οδικό δίκτυο (και όπου αυτό υπήρχε), έκαναν την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη. Έτσι, οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να διανύουν μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις με τα πόδια για να φτάσουν  στις δουλειές τους. Φυσικά, τα παιδιά δεν αποτελούσαμε εξαίρεση, αφού για να μάθουμε λίγα «κολλυβογράμματα», περπατούσαμε πολλές ώρες κάθε μέρα σε ατραπούς και με όλες τις καιρικές συνθήκες. Αξίζει, βεβαίως να υπογραμμιστεί εδώ ότι τα σχολεία τότε έκλειναν μόνο αν η πρόσβαση ήταν παντελώς αδύνατη, αν το χιόνι, π.χ., ήταν πάνω από 20-30 εκατοστά! 
     Έπειτα, η συνεχής και δύσκολη ενασχόληση στις κοπιαστικές αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες της οικογένειας, ήταν επιτακτική ανάγκη και υποχρέωση και των παιδιών και πολλές φορές χωρίς χαλάρωση και ελαφρυντικά. Παράλληλα, οι διατροφικές ανάγκες και συνήθειες καλύπτονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα προϊόντα παραγωγής του κάθε σπιτιού (συνήθως αγροτοκτηνοτροφικά), ενώ η πρόσβαση στο εμπόριο ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη, λόγω των οικονομικών δυσχερειών.
     Μια ακόμα άγνωστη πτυχή του πολιτισμού σε πολλές ορεινές περιοχές ήταν και το ηλεκτρικό ρεύμα, κάνοντας τη δύσκολη ζωή των κατοίκων κατά πολύ δυσκολότερη. Και επειδή ακριβώς ήταν κάτι που δεν γνωρίζαμε, θεωρούσαμε τις δυσκολίες αυτές τρόπο ζωής.
     Και όμως, πολλοί από εμάς που βιώσαμε τέτοιες καταστάσεις, νοσταλγούμε αφάνταστα την παιδική μας ηλικία, παρ’ όλο που κάποιες φορές αναφερόμενοι σ’ εκείνα τα χρόνια, επαναλαμβάνουμε τη στερεότυπη φράση: «ζωή μαρτύριο»!
     Ας δούμε, λοιπόν, κάποιους λόγους, πέρα από την ανεμελιά, την αγνότητα και την αθωότητα, που μας κάνουν να αναζητάμε τα παιδικά χρόνια και κάποιες φορές να μένουμε «κολλημένοι» εκεί. Η εκτίμηση υποκειμενική πάντα.
     Μία από τις βασικότερες αιτιολογίες είναι ότι ήμαστε νέοι με όλο το σφρίγος της ηλικίας, έχοντας το μέλλον μας τη ζωή μας όλη μπροστά μας. Τα όνειρά μας ήταν ξέφρενα και κάλπαζαν σαν αχαλίνωτο άτι. Έπειτα, οι στερήσεις που βιώναμε, αλλά και οι φιλοδοξίες των μεγαλύτερων-αν και κάποιες φορές περισσότερο συγκρατημένες από τις δικές μας-, μάς έδιναν την απόλυτη βεβαιότητα ότι το αύριο θα ήταν πολύ καλύτερο σε ποιότητα ζωής, αν όχι πλουσιοπάροχο.
     Άλλος ένας πολύ σημαντικός λόγος ήταν η μεγάλη συνοχή της διευρυμένης οικογένειας, που μας έκανε και νοιώθαμε ασφαλείς. Η αυστηρή τήρηση των εθίμων και των συνηθειών, χωρίς ξενόφερτες «προσμίξεις», ήταν μία ακόμα παράμετρος που ενίσχυε τη συνοχή αυτή και περιμέναμε τις χρονιάρες μέρες όχι «τυποποιημένα», αλλά παραδοσιακά και με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Και βέβαια, το έθιμο ήταν γιορτή, ήταν πανηγύρι, ήταν μυσταγωγία! Έπειτα, τα αγαθά με τα οποία γέμιζε το τραπέζι των γιορτινών ημερών, φτιάχνονταν όλα από τα χέρια της νοικοκυράς και με το τελετουργικό τους το καθένα, δίνοντας πάντα τη δική τους ξεχωριστή χάρη. Εξ ίσου σημαντικό και το ότι πολλά από τα εορταστικά εδέσματα παρασκευάζονταν μόνο για εκείνες τις μέρες, γι’ αυτό και τα περιμέναμε με ξεχωριστή λαχτάρα. Ένας από τους λόγους, άλλωστε, που ο άγιος των Ελληνικών γραμμάτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κατέχει πολύ μεγάλη θέση στην Ελληνική λογοτεχνία, είναι ότι στα διηγήματά του συναντά ο αναγνώστης το λαϊκό βίωμα του συγγραφέα.
     Τελικά, όταν μεγαλώσουμε/όσο μεγαλώνουμε, συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο ότι τα παιδικά μας χρόνια, από τα οποία θέλαμε τότε να «ξεφύγουμε»(!), ήταν και παραμένουν τα καλύτερα της ζωής μας, μόνο που είναι παντελώς ανέφικτο να ξαναβρεθούμε σ’ αυτά με άλλον τρόπο, παρά μόνο με τις αναμνήσεις.
     Κλείνοντας αυτό το σύντομο αφιέρωμα και ευχόμενος σε όλες και όλους ΚΑΛΗ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΝΕΑ ΧΡΟΝΙΑ, θεωρώ, και πιστεύω πολλοί ακόμα, πως αυτές οι αναμνήσεις είναι ισότιμες και ισοδύναμες με τις ευχές των γονέων μας και μας στηρίζουν!


                                  Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.12.2017

Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2017

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: «Φόβος ή έρωτας;», της Κωνσταντίνας Μπάρλα. Εκδόσεις «ΩΚΕΑΝΟΣ», 2017




     Προσκεκλημένος από κοινούς συγγενείς με την συγγραφέα Κωνσταντίνα Μπάρλα, την γνώρισα στην παρουσίαση του πρώτου της βιβλίου, με τίτλο «Φόβος ή έρωτας;». Ήταν μια πραγματικά αξιόλογη εκδήλωση με μεγάλο ακροατήριο στις 23 Νοεμβρίου 2017.
     Από την πρώτη στιγμή που το άνοιξα, ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στις πρώτες παραγράφους του μέσα στην αίθουσα παρουσίασής του, με εντυπωσίασε η καλαισθησία του, η επιμέλεια της έκδοσής του και, φυσικά,  ο τρόπος γραφής της συγγραφέως, κάτι που επιβεβαιωνόταν όλο και περισσότερο σελίδα με σελίδα, μέχρι την τελευταία.
     Η Κωνσταντίνα Μπάρλα εισέρχεται δυναμικά στο λογοτεχνικό στερέωμα με το μυθιστόρημά της αυτό και πολύ εύκολα κερδίζει τον αναγνώστη με τη συγγραφική της ευχέρεια. Τον ταξιδεύει με θαυμαστή δεξιοτεχνία και χωρίς να τον κουράζει μέσα από τις σελίδες του, όχι μόνο σε πολλές πόλεις και χώρες, αλλά κάνει και μια βαθειά διείσδυση στην ιστορία τους και τον πολιτισμό τους. Όμως, δεν είναι και λίγες οι φορές που τον κάνει και να καρδιοχτυπήσει για τη συνέχεια και την εξέλιξη της δράσης των πρωταγωνιστών της, αφού πρώτη η ίδια μπαίνει στο μεδούλι του ρόλου τους.
     Η πλοκή των 670 σελίδων του έργου, που βρίθει λογοτεχνικού πλούτου, «αναγκάζει» ακόμα τον αναγνώστη ν’ αναρωτηθεί πολλές φορές αν, τελικά, πρέπει να αφήνει τη ζωή του να κυλάει όπως τού έρχεται, ή αν πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες και ν’ αναλάβει δράση το μυαλό του, ο «μεγάλος επαναστάτης». Όμως, οι άνθρωποι από καταβολής κόσμου σ’ αυτές τις δυο μεγάλες κατηγορίες ανήκουμε. «Φόβοι» και «έρωτες» συμβαδίζουν, εναλλάσσονται, αμφιταλαντεύονται ή παραμερίζονται, καταστάσεις δεν μπορούν να διαχειριστούν εύκολα, λάθος προσανατολισμοί και εκτιμήσεις υπερισχύουν και οι «μεγάλοι επαναστάτες» δεν αποτελούν πάντα την πλειοψηφία, γιατί και η ζωή είναι απρόβλεπτη και πολλές φορές οι πρωταγωνιστές της γίνονται θύτες και θύματα ταυτόχρονα. Και κάποτε, πολύ συχνά, οι ουτοπίες των παραμυθιών και οι φαντασιώσεις του νου, παραμένουν ανεκπλήρωτες.
     Αγαπητή Κωνσταντίνα, πολλά τα ταξίδια, πολλές οι εμπειρίες, πολλές οι προκλήσεις, όμως σαν την Αρκαδία σου, τη δική σου Ιθάκη,  πουθενά, κι αυτό μου υπαγορεύει να σου υποκλιθώ! Σου εύχομαι να πατάς πάντα στις πιο ψηλές κορυφές του  λογοτεχνικού «Μαινάλου» και να απολαμβάνεις τις χάρες τους! Δανείζομαι ακόμα τις δύο τελευταίες λέξεις του μυθιστορήματός σου, για να σου ευχηθώ «καλή αντάμωση» με την έκδοση του επόμενου βιβλίου σου!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.12.2017

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Εκείνα τα κάλαντα του 1969... (αληθινή ιστορία)



     Πολλές και έντονες συγκινητικές στιγμές από τα παιδικά μας χρόνια, στριφογυρνάνε στο μυαλό μας, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή αυτές τις άγιες μέρες που έρχονται. Απ’ άκρη σ’ άκρη τα χωριά και οι μαχαλάδες, οι γειτονιές, τα σπίτια όλα άνω κάτω από τις προετοιμασίες, τα γλυκά, το Χριστόψωμο, τη Βασιλόπιτα και τόσα και τόσα έθιμα που είναι γεμάτη η ανεκτίμητη παράδοσή μας! Κι εμείς παιδιά ανέμελα, τρέχαμε από πόρτα σε πόρτα να πούμε τα κάλαντα για το πενηταράκι ή τη δραχμούλα, μα πιο πολύ για τη χαρά των ημερών!
     Με μια πολύ συγκινητική ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια, λοιπόν, εύχομαι ολόθερμα ευφρόσυνα Χριστούγεννα σε όλες και όλους σας, φίλες και φίλοι και με ένα σύντομο κείμενο, του οποίου πηγή είναι το πρώτο βιβλίο μου, το «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ!», έκδοση 2002:

   «[...]Με τι νοσταλγία και συγκίνηση  θυμόμαστε μια ομάδα παιδιών που είχαμε ανεβεί στη συνοικία του Αϊ-Γιάννη, στο Λειβάρτζι, να πούμε κι εκεί τα κάλαντα: Αφού περάσαμε μερικά σπίτια, φτάσαμε στο σπίτι του Αλιβίζου. Η πόρτα ήτανε κλειστή. Αρχίσαμε να τα λέμε όλα μαζί και δυνατά. Σε λίγο η πόρτα άνοιξε και βγήκε η θειά-Ντίνα*, η Αλιβίζαινα.  Μας κοίταγε στα μάτια με πλατύ και πηγαίο χαμόγελο, ευχαριστημένη. Μας καμάρωνε! Στο ένα χέρι κράταγε ένα αλουμινένιο βαζάκι, σκεπασμένο με το καπάκι του.  Στο άλλο χέρι ένα κουταλάκι. Περίμενε ν’ ακούσει όλα τα κάλαντα, μέχρι το τέλος.
- …Και του χρόνου!, ευχηθήκαμε μόλις τελειώσαμε.
- Και του χρόνου, παιδάκια μου! Καλά Χριστούγεννα στα σπίτια σας και τις οικογένειές σας, μας ευχήθηκε και η θειά-Ντίνα, με μάτια γεμάτα καλοσύνη!
- Ελάτε να σας γλυκάνω, πρόσθεσε με πιο πολύ χαμόγελο και ευχαρίστηση και συνέχισε: Δεν έφτασα γλυκά ακόμα... Το απόγιομα θα τα φτιάσω!....
      Άνοιξε το βαζάκι και μας φίλεψε μια κουταλίτσα ζάχαρη το κάθε παιδί, με το ίδιο κουτάλι, σαν τον παπά που μας κοινωνάει! Και πραγματικά, όλα τα παιδιά της παρέας, νοιώσαμε και θυμόμαστε ακόμα εκείνο το φίλεμα σαν πραγματική μεταλαβιά
     Κι αμέσως μετά μας έδωσε από τη τσέπη της ποδιάς της ένα μεταλλικό νόμισμα[...]».
     Μέχρι που τελειώσαμε το δημοτικό σχολείο και «σκορπίσαμε» όλη εκείνη η παρέα των αγοριών, λέγαμε συχνά για τη γλύκα που είχε μείνει στο στόμα μας από εκείνη την κουταλίτσα ζάχαρη της θειά-Ντίνας! Προσωπικά την νοιώθω ακόμα, όπως είμαι βέβαιος και όλοι οι υπόλοιποι!  
     Να είσαι πάντα καλά, σαν τα ψηλά βουνά, Λειβαρτζινή αρχόντισσα, θειά-Ντίνα!!!
     ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!
-------------------------------------------------------

* Θείε ή μπάρμπα, θεία ή θειά, συνηθίζουμε να αποκαλούμε και τους μη συγγενείς μεγαλύτερούς μας, σε ένδειξη σεβασμού.


                        Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 21.12.2017

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017


Η αλεπού κι ο κόρακας
(Από τους μύθους του Αισώπου, για τους μικρούς μας φίλους)



     Μια φορά μια αλεπού είδε πάνω σ’ ένα δέντρο έναν κόρακα να κρατάει στο ράμφος του ένα μεγάλο κομμάτι τυρί και της έτρεχαν τα σάλια, πεινασμένη καθώς ήταν. Δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ, όμως, αφού η πονηρία της τη βοήθησε εύκολα.
     «Τί όμορφο πουλί είσαι και πόσο δυνατό είναι το ράμφος σου, καλέ μου κόρακα! Πόσο γυαλιστερά είναι τα πούπουλά σου και τα φτερά σου τί μεγάλο άνοιγμα έχουν! Αν είχες και δυνατή φωνή, σίγουρα θα ήσουν βασιλιάς των πουλιών!», τού είπε κολακευτικά.
     Εκείνος, θέλοντας να αποδείξει ότι και η φωνή του είναι ανάλογη με τα άλλα προσόντα του, πιστεύοντας τα λόγια της παμπόνηρης «κυρά-Μάρως», άνοιξε το ράμφος του και προσπάθησε να φωνάξει όσο πιο πολύ μπορούσε. Τότε του έπεσε το τυρί και, αρπάζοντάς το η αλεπού, του λέει:
     «Τι κρίμα, καημένε κόρακα! Αν είχες και λίγο μυαλό, μπορεί να γινόσουν και βασιλιάς των πουλιών»!


                                    Επιμέλεια Ν.Π. 15.12.1017

Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Η κλώσα



     Η σύγχρονη τεχνολογία και η αστυφιλία έχουν στερήσει στις νέες γενιές την εμπειρία και τη γνώση για το φυσικό τρόπο αναπαραγωγής της κότας. Ίσως, λοιπόν, δεν γνωρίζουν πως όταν το πλέον οικόσιτο αυτό πτηνό μπει σε διαδικασία της διαιώνισης του είδους, αλλάζει η φωνή της και αντί του γνωστού κακαρίσματος «κο, κο, κο» ακούγεται το «κλο, κλο, κλο», απ’ όπου, πιθανότατα, πήρε και το όνομά της «κλώσα», το οποίο διατηρεί και αρκετό χρόνο μετά την εκκόλαψη των αυγών, αφού και μετά την εκκόλαψη συνεχίζει να «κλώθει».
     Έτσι, λοιπόν,  όταν οι γιαγιάδες μας και οι μανάδες μας άκουγαν την κότα να «κλώθει», της έβαζαν τόσα αυγά που να μπορούσε να τα σκεπάσει με τα φτερά της, συνήθως μονού αριθμού. Με τη θερμοκρασία του σώματός της τα αυγά εκκολάπτονται και βγαίνουν τα κλωσόπουλα. Θεωρείται ότι σε σπίτι με πρόσφατο πένθος, η κλώσα δεν βγάζει κλωσόπουλα, αλλά και αν τα βγάλει, σύντομα θα ψοφήσουν. Γι' αυτό και δεν της έβαζαν αυγά προς εκκόλαψη.  
     Όλο αυτό το χρονικό διάστημα της εκκόλαψης, η κλώσα μένει κλεισμένη/«φυλακισμένη», (π.χ. κάτω από ένα καζάνι)! Την βγάζουν μόνο για λίγο και σε τακτά χρονικά διαστήματα για φαγητό, νερό και τις σωματικές ανάγκες της, πάντα υπό επιτήρηση και για περιορισμένο χρόνο, για να μην παγώσουν τα αυγά. Η κλώσα δεν αφοδεύει ποτέ στα αυγά που εκκολάπτει!
     Η τοποθέτηση της κλώσας στο σημείο εκκόλαψης των αυγών, γίνεται, συνήθως, σε άχυρα ή παλιά ζεστά ρούχα, ιδίως μάλλινα. Η νοικοκυρά τη σταυρώνει και λέει χαμηλόφωνα ή «από μέσα της» κάποιες σύντομες ευχές ή προσευχές. Το τελετουργικό καθ' όλη τη διάρκεια της εκκόλαψης απαιτεί κι ένα μέταλλο, συνήθως πέταλο, σε πολύ κοντινή απόσταση, που να μην έρχεται σε επαφή, όμως, με τ' αυγά, για να μη σπάσουν. Αυτό θεωρείται ότι τα προστατεύει όταν μπουμπουνίζει δυνατά. 
     Όταν βγουν τα πουλάκια (οι νεοσσοί) και για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά, η κλώσα συνεχίζει να κλώθει. Την γνωστή της φωνή («κο, κο»), την χρησιμοποιεί μόνο εν όψει κινδύνου και με χαρακτηριστικό τρόπο. Τότε τα κλωσόπουλα τρέχουν να κρυφτούν και να προφυλαχτούν κάτω από τα φτερά της! 
     Την κλώσα την χρησιμοποίησε και ο Χριστός ως παράδειγμα στοργικής μητέρας, εκφράζοντας το παράπονό Του στους Γραμματείς και τους Φαρισαίους: «[…]Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, η αποκετείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν, ποσάκις ηθέλησα επισυνάξαι τα τέκνα σου, όν τρόπον όρνις τα εαυτής νοσσία υπό τα πτέρυγάς της και ουκ ηθελήσατε[…]» (Ματθαίου ΚΓ΄, 3).

     Αν και η λέξη (ρήμα) «κλώθω» στη σημερινή εποχή λέγεται ειρωνικά περιφρονητικά ή υποτιμητικά για κάποιον, στην αρχαιότητα είχε τη σημασία του ρήματος γνέθω. Παρατονισμένη η λέξη («Κλωθώ»), ήταν μία από τις τρεις μοίρες της Ελληνικής μυθολογίας. Οι άλλες δύο ήταν η Λάχεση και η Άτροπος.
    «Κλώθεις, κλώθει», λοιπόν, στη σύγχρονη εποχή, λέγεται σε κάποιον/για κάποιον που κωλυσιεργεί, που καθυστερεί. Λέγεται ακόμα και για ανήμπορο, που δεν έχει επιστρέψει στις δραστηριότητές του, ενώ, ίσως, θα μπορούσε. Φυσικά, το ρήμα δεν χρησιμοποιείται σε πρώτο πρόσωπο, γιατί κανείς δεν ειρωνεύεται και δεν μιλάει περιφρονητικά για τον εαυτό του! Η εμπαικτική αυτή σημασία της λέξης, μας παραπέμπει μεταφορικά στην κλώσα, που κάποιες φορές δεν βγάζει σωστά τα πουλιά ή καθυστερεί πέραν του αναμενόμενου χρόνου, που υπολογίζεται σε 21 μέρες. Γνωστό, άλλωστε, και το δημοτικό τραγούδι, «κλώσα τα πουλιά, δεν τα 'βγαλες σωστά».
     Επίσης, η έκφραση «είσαι κλώσα» (ή κότα), δηλ. φοβισμένος/η, καθηλωμένος/η, χωρίς πρωτοβουλίες και δράση, λέγεται, πιθανότατα, όχι επειδή η κλώσα είναι φοβισμένη, αλλά καθηλωμένη λόγω των καθηκόντων της. Αλίμονο σ' εκείνον που θα τολμήσει να αποπειραθεί να προξενήσει κακό στα αυγά της ή στα πουλιά της! Τότε γίνεται πολύ επιθετική και επικίνδυνη, στοχεύοντας με το ράμφος της στα μάτια του εχθρού! 
     Να σημειωθεί, τέλος, ότι από τη στιγμή που η κότα αρχίζει να κλώθει, μέχρι να μεγαλώσει και να αποχωριστεί τα πουλάκια της και να σταματήσει το κλώσιμο, είναι ακατάλληλη να φαγωθεί. Το ίδιο ισχύει και για την κότα που θα κλώξει, χωρίς να βγάλει πουλάκια, μέχρι που και αυτή θα "ξεκλώξει".      
       
                          Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.12.2017

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

Τα πιατίνια του ντραμς (διήγημα)

Σύντομος πρόλογος:

    Δεκέμβρης. Μήνας μνήμης του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής (13-12-1943). Το διήγημα «τα πιατίνια του ντραμς» αναφέρεται στη θηριωδία αυτή. Έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό της ΠΑΓΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ «ΠΑΓΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΟΝ ΒΗΜΑ», (τεύχος 154-155, 2016) και συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο μου «Επιλεγμένα - ποιήματα, διηγήματα», που εκδόθηκε το καλοκαίρι του 2018, από τις εκδόσεις «Άπειρος Χώρα»

***



     Η Έλλη ήταν μοναχοκόρη και άριστη μαθήτρια και σημαιοφόρος στο δημοτικό σχολείο των Καλαβρύτων. Οι αγρότες γονείς της ονειρεύονταν να την κάνουν δασκάλα, που ήταν και δική της φιλοδοξία. Από τις πρώτες τάξεις του σχολείου θαύμαζε τη δασκάλα της και ήθελε όταν μεγαλώσει να της μοιάσει.
     Μια μέρα, στα μέσα του Μάρτη του 1937, που στο σχολείο έκαναν πρόβες για την Εθνική Γιορτή, πήγε και η μουσική μπάντα της μικρής πόλης και συμμετείχε, αφού θα έπαιζε κι αυτή στο θεατρικό που η Έλλη πρωταγωνιστούσε. Τότε εκεί τη μάγεψε μια νεαρή μουσικός με το ταλέντο της και τη χάρη της και της γιγαντώθηκε μέσα της η επιθυμία που από καιρό στριφογύριζε στο μυαλό της: να σπουδάσει μουσική, παράλληλα με τις άλλες σπουδές της.
     Τις αντιδράσεις των γονιών της έκαμψε η επιμονή της, αλλά και οι θετικές προς την επιθυμία της παρεμβάσεις της θείας Αντιγόνης, δασκάλας μουσικής στην Πάτρα. Έτσι η Έλλη βρέθηκε σε ηλικία μόλις δεκατριών χρονών στην πρώτη τάξη του δευτέρου γυμνασίου της Αχαϊκής πρωτεύουσας, υπό την προστασία και τη φιλοξενία της αγαπημένης θείας.
     Από τις πρώτες κιόλας μέρες της σχολικής χρονιάς, οι καθηγητές της μίλαγαν με τα καλύτερα λόγια στη θεία Αντιγόνη, για την πρόοδο και την αγωγή του κοριτσιού. Λίγες βδομάδες αργότερα, μέσα στον Οκτώβρη, η θεία τής ανήγγειλε την εγγραφή της στο ωδείο Πατρών μ’ έναν πρωτότυπο τρόπο: Μόλις γύρισε από το σχολείο, τής είχε επάνω στην τραπεζαρία ένα πολύ σημαντικό δώρο, που ήταν πολύ νωρίς να περάσει από τη φαντασία της Έλλης: ένα βιολί! Το κορίτσι χύθηκε στην αγκαλιά της, μη ξέροντας με τι τρόπο να την ευχαριστήσει!
     Της Έλλης τής άρεσε πολύ και το ντραμς και μαζεύοντας πενηνταράκι-πενηνταράκι από το χαρτζιλίκι της, πήρε ένα ζευγάρι πιατίνια χειρός. Η υπερηφάνεια της θείας για όλ’ αυτά έφτανε πολύ γρήγορα στους γονείς του παιδιού στα Καλάβρυτα, που γίνονταν  κι αυτοί όλο και πιο πολύ υπερήφανοι.
     Ο καιρός περνάει χωρίς να το καταλαβαίνει κανείς και τα Χριστούγεννα του 1939 ήρθαν. Με το βιολί στις αποσκευές της η Έλλη, έφτασαν με τη θεία στο σπίτι της στα Καλάβρυτα, να γιορτάσουν όλοι μαζί.
     Αυτό που είχε στο μυαλό της για τη γιορτή του πατέρα της, το οργάνωνε από καιρό και είχε κάνει πολλές πρόβες. Αφού φάγανε και τραγουδήσανε το βράδυ των Χριστουγέννων, η Έλλη έβγαλε από τη θήκη το βιολί της. Όλων τα βλέμματα έπεσαν επάνω της και δεν ακουγόταν ούτε οι ανάσες! Τότε άρχιζε να παίζει το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα της, τον «αμάραντο», και όλοι την παρακολουθούσαν με θαυμασμό! Η ίδια ένοιωθε πως έδινε την πρώτη της μουσική παράσταση, μα τα συναισθήματά της κορυφώθηκαν μόλις είδε τον πατέρα της να δακρύζει από συγκίνηση! Το παρατεταμένο χειροκρότημα των καλεσμένων στο τέλος ήταν η μεγάλη της αμοιβή, μα ακόμα πιο μεγάλη ήταν οι αγκαλιές, τα φιλιά και τα πνιγμένα από τη συγκίνηση λόγια των γονιών της και πιο πολύ του πατέρα της που γιόρταζε!
     Ο πόλεμος το 1940 αποδιοργάνωσε κάθε δραστηριότητα. Η Αχαϊκή πρωτεύουσα βομβαρδίστηκε ανελέητα, μα ο καθένας προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του. Με το άγρυπνο βλέμμα της θείας Αντιγόνης η Έλλη συνέχιζε τις σπουδές της στο γυμνάσιο και στο ωδείο, αφού σιγά-σιγά η κατάσταση έδειχνε να καλυτερεύει. Ήρθαν όμως οι γερμανοί και τα πράγματα χειροτέρεψαν. Στα μέσα του Δεκέμβρη του 1943 το νέο έπεσε σαν κεραυνός και στην Πάτρα: Στα Καλάβρυτα οι Γερμανοί εκτελέσανε όλον τον αντρικό πληθυσμό και κάψανε όλα τα σπίτια!
     Τί να πει κανείς και πώς να το πει. Με τι τρόπο να δώσει λίγη δύναμη και λίγη ελπίδα η θεία Αντιγόνη στο κορίτσι, που έμοιαζε τελείως, μα τελείως χαμένο. Αφού πέρασαν λίγες μέρες και κάπως τα πράγματα ηρέμησαν, πήραν με χίλιους φόβους και άλλες τόσες επιφυλάξεις το τραίνο, κατέβηκαν στο Διακοφτό και με τον οδοντωτό έφτασαν παραμονές Χριστουγέννων στα Καλάβρυτα. Με το που σταμάτησαν στη Ζαχλωρού και άνοιξαν οι πόρτες, ένοιωσαν έντονα τη μυρωδιά του καμένου και η καρδιά τους σφίχτηκε περισσότερο. Από τα στόματα των σαράντα, περίπου, επιβατών του τραίνου ακουγόταν μόνο αναστεναγμοί και βαριές ανάσες πόνου, χωρίς καμία κουβέντα. Με μια τελευταία και πολύ βιαστική κίνηση η Έλλη είχε βάλει μέσα στη μικρή βαλίτσα της και το βιολί της, πριν ξεκινήσουν. Ήταν κάτι τόσο απρογραμμάτιστο, σαν να είχε περάσει κάποια αστραπιαία σκέψη τη στιγμή εκείνη από το μυαλό της…
    Κόλαση παντού! Η πόλη, φάντασμα πλέον, και η μυρωδιά του θανάτου ανακατεμένη με τα αποκαΐδια και την παγωνιά έφερνε περισσότερη φρίκη. Που και πού έβλεπαν καμιά γυναίκα χαμένη μέσα στα μαύρα και παιδιά μικρής ηλικίας να βγαίνουν για λίγο, βιαστικά και φοβισμένα από τα χαλάσματα. Με γρήγορο βήμα θεία και ανιψιά κατευθύνονταν προς το σπίτι τους. Φοβόντουσαν πως η καρδιά τους δεν θα αντέξει μόλις το αντικρίσουν. 
    Το βρήκαν γκρεμισμένο, αγνώριστο και το μόνο που διακρινόταν ήταν οι μαυρισμένοι από τους καπνούς τέσσερις τοίχοι, που κι αυτοί μόλις έστεκαν.  Από τα κλάματα και τις φωνές απελπισίας φάνηκε η μάνα της Έλλης πίσω από το βορινό τοίχο. Εκεί είχε βάλει και είχε στηρίξει πρόχειρα ένα φύλλο τσίγκο, να κρατάει την πολλή βροχή. Κάτω ακριβώς δυο-τρεις κουβέρτες κατάχαμα και μια παλιά κατσαρόλα πάνω στην πυροστιά. Αυτό ήταν όλο της το νοικοκυριό πλέον!
     Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις μαζί και το μόνο που ακουγόταν ήταν το δυνατό και γοερό κλάμα τους και οι κατάρες στους δήμιους, πνιγμένες στ’ αναφιλητά. Ύστερα τις οδήγησε η μάνα της στο λόφο του Καπή και στο σημείο που είχε θάψει με τα χέρια της τον πατέρα, σύζυγο και αδελφό. Εκεί, πάνω από τον τάφο, ανάμεσα σε τόσους άλλους, κανείς δεν ξέρει πώς η Έλλη βρήκε τη δύναμη κι έβγαλε σε λίγο το βιολί της κι άρχιζε κλαίγοντας να παίζει το αγαπημένο τραγούδι του πατέρα της, τον «αμάραντο», αλλά αυτή τη φορά σαν μοιρολόι! Ένοιωσε ν’ ανακουφίστηκε λίγο, αλλά της φάνηκε πως το ποτισμένο με φρέσκο αίμα χώμα που τον σκέπαζε σαν ν’ αναταράχτηκε! Ποιος ξέρει; Μπορεί να ένοιωσε κι εκείνος κάτω εκεί τα συναισθήματά της και αυτή να ήταν η αντίδρασή του!
     Λίγο πριν φτάσουν επιστρέφοντας και οι τρεις στο «σπίτι», η Έλλη ξαφνικά μαρμάρωσε και κόλλησε το βλέμμα της στην πρόχειρη «κουζίνα», έξω από το καμένο σπίτι της θειά-Ανδρομάχης, της γειτόνισσας, που κι αυτή έθαψε με τα χέρια της τα δυο μεγαλύτερα αγόρια της και τον άντρα της. Πριν καλά-καλά να καταλάβουν μάνα και θεία τι συμβαίνει, η Έλλη είχε γονατίσει κάτω, χτύπαγε με απελπισία τις παλάμες στο βρεγμένο και παγωμένο χώμα κι έκλαιγε δυνατά. Οι δυο γυναίκες κοιταζόντουσαν μεταξύ τους, προσπαθώντας μαντέψουν η μία από την άλλη τί μεσολάβησε και τήν έκανε να ξεσπάσει έτσι. Εκείνη, συνεχίζοντας τις κινήσεις απελπισίας, φώναζε κι έκλαιγε γοερά, επαναλαμβάνοντας πολλές φορές την ίδια φράση:
- Σαν το σπίτι μας και τη ζωή μας καταντήσανε κι αυτά! Σαν το σπίτι μας και τη ζωή μας!...
     Ήταν η στιγμή που είδε ένα από τα πιατίνια του ντραμς, που τόσο αγαπούσε, να έχει γίνει καπάκι στον παραμορφωμένο και μουτζουρωμένο τέντζερη της θεια-Ανδρομάχης, για να φτιάξει κάτι πρόχειρο να φάνε τα δυο μικρότερα παιδιά που της είχαν απομείνει!
 
                               Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.12.2017
                   https://nikolpapak.blogspot.com/2021/08/blog-post_29.html