Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

Η σκούπα και διάφορα λαογραφικά της


     Κατασκευασμένη από ειδικούς τεχνίτες ή και από καθέναν που «πιάνει το χέρι του», από την ομώνυμο φυτό η παραδοσιακή σκούπα, το «σάρωθρον» της καθαρεύουσας, είναι το «δεξί χέρι» της νοικοκυράς στην καθαριότητα, αλλά και μέσο προβολής τη αξιοσύνης της. Γνωστό ακόμα και με την ονομασία «καλαμποκιά» το φυτό σκούπα, ο βλαστός του συγγενεύει με την, επίσης γνωστή συνονόματή της, ο καρπός της όμως είναι διαφορετικός, όπως και το ύψος της: Η σκούπα-καλαμποκιά είναι αρκετά πιο ψηλή και ο καρπός της βγαίνει στην κορυφή. Είναι πιο μικρός, διαφορετικού σχήματος (σφαιρικού) και με κόκκινο-καφέ φλοιό. Κι αυτό το καλαμπόκι (η σκούπα), όμως, στην κατοχή έγινε αλεύρι και ψωμί και έσωσε πολύ κοσμάκη από την πείνα.

Το φυτό σκούπα (ή καλαμποκιά) και ο καρπός του
Από το μέρος του βλαστού που καταλήγει στον καρπό
κατασκευάζεται η παραδοσιακή σκούπα

    
Οι προλήψεις που αναφέρονται στη σκούπα και στο σκούπισμα δεν είναι λίγες και, πιθανότατα, διαφέρουν από τόπο σε τόπο. Στην παρούσα καταγραφή θα επικεντρωθούμε σε προλήψεις στην περιοχή των Καλαβρύτων.
     Δεν επιτρέπεται να σκουπίσουμε όταν κάποιος ετοιμάζεται να ταξιδέψει, αλλά ούτε και πριν φτάσει στον προορισμό του, για να έχει καλό ταξίδι και να φτάσει καλά. Άλλωστε, το σκούπισμα παρόντος του ταξιδιώτη ή του επισκέπτη, έχει την έννοια ότι θέλουμε να τον διώξουμε.
     Αν η σκούπα είναι τοποθετημένη ανάποδα στην είσοδο του σπιτιού, αυτό σημαίνει ότι ο επισκέπτης δεν πρέπει να μπει μέσα (π.χ. αν είναι πρώτη του μήνα ή αν υπάρχει λεχώνα που δεν έχει σαραντίσει).
     Κάποιες φορές είναι και «εργαλείο» ξεματιάσματος(!), ενώ άλλοτε τοποθετείται σε εμφανές σημείο του σπιτιού να αποτρέψει το μάτιασμα, γι' αυτό «επέχει θέσιν» και θαλασσί χάντρας. Γνωστές και οι πολύ μικρές-διακοσμητικές σκούπες που τοποθετούνται την πρωτοχρονιά στην είσοδο των σπιτιών, όπως η «κρεμμύδα» ή το πέταλο, για να φέρει γούρι. Γνωστό και το ημερολόγιο τοίχου σε μια μικρή σκουπίτσα, «για να πάει καλά όλη η χρονιά». Λέγεται, ακόμα, ότι κομμάτια από το χόρτο της γίνονται «εργαλεία» σε μάγια και σε ξόρκια.
     Το νεογέννητο δεν πρέπει να κοιμάται μόνο του, μέχρι να σαραντίσει. Αν κάποιες ανάγκες επιτάσσουν και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά για λίγο, βάζουν δίπλα από την κούνια του τη σκούπα!
     Να σημειωθεί ακόμα ότι τις κατασκευάζουν πολύ συχνά οι νοικοκυραίοι ή οι κτηνοτρόφοι και με άλλα θυσανωτά φυτά, που είναι και περισσότερο ανθεκτικές, π.χ. από σπάρτο. Αυτές τις χρησιμοποιούν για τις ανάγκες καθαριότητας στην αυλή και στο μαντρί. Όσο κι αν η τεχνολογία έχει την αντικαταστήσει με πλαστικές ίνες, ηλεκτρικές ή και σκούπες ρομπότ, η παραδοσιακή σκούπα εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί στην καθαριότητα των εξωτερικών χώρων, αστικών και μη περιοχών.

Αυτοσχέδιες σκούπες από σπάρτο

     Αυτό το παραδοσιακό «δεξί χέρι» της νοικοκυράς, είναι και από τα πολύ γνωστά εργαλεία των μαγισσών σε διάφορα παραμύθια.
     Καθημερινό όργανο της καθαριότητας, και με λαογραφικές προεκτάσεις, λοιπόν, δεν θα μπορούσε να μην αποτελέσει και αντικείμενο παροιμιών ή παροιμιωδών εκφράσεων, π.χ., «του είπε όσα μαζεύει η σκούπα», «η καινούργια σκούπα καθαρίζει καλά, αλλά η παλιά ξέρει ακόμη και τις γωνίες».

=============================


Νίκος Χρ. Παπακωνστανόπουλος, 24.9.2019

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019


Εύθυμες ιστορίες του χωριού:
Όταν αγνοί άνθρωποι βρεθούν μακριά από τον δικό τους κόσμο,
χάνουν τα "νερά" τους


     Γύρω στα δεκαοχτώ-δεκαεννιά του ο Μιλτιάδης, Μίλτο τον έλεγαν όλοι, κατάφερε να ξεφύγει από το ορεινό και άγονο χωριό του για την Αθήνα, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Εκεί «τρούπωσε» στην Αστυνομία Πόλεων, κατά την παλιά ατάκα του Κώστα Βουτσά στην ταινία «ένα έξυπνο μούτρο». Σταδιακά μπόρεσε ν’ αποβάλλει τη συστολή του «χωριάτη» που τον χαρακτήριζε και όλο και περισσότερο κάθε φορά που πήγαινε στο χωριό του, είχε, μάλλον έδειχνε, τον «αέρα» του «πρωτευουσιάνου», του χειραφετημένου, του πετυχημένου. Κουστουμαρισμένος, γραβατωμένος και ατσαλάκωτος στις δημόσιες εμφανίσεις του εκεί, από «ένα χαμένο» που ήταν πριν φύγει, εξελισσόταν σιγά-σιγά σε περιζήτητος γαμπρός ή, τουλάχιστον, αυτό ήθελε να πιστεύει ο ίδιος! Σίγουρα όλα αυτά τα επίκτητα «πλεονεκτήματα» τού τα προσέδιδε και το επάγγελμα εξουσίας που ασκούσε.
     Επιστέφοντας από το χωριό του, μετά από κάποιο ταξίδι του, πήρε μαζί του και τη μάνα του, για κάποια μικροπροβλήματα υγείας. Περνώντας μια μέρα μαζί της από την Ομόνοια, συνάντησε δυο φίλους του κι έπιασαν για λίγο την κουβέντα. Σε λίγο, γύρισε και της λέει:
     «Μάνα, κάτσε για δυο λεπτά εδώ στο παγκάκι, να πάω να δείξω κάτι στους φίλους μου. Μην σηκωθείς και μη φύγεις από τη θέση σου, γιατί θα χαθούμε! Δεν θ’ αργήσω καθόλου…».
     «Εντάξει, παιδάκι μου…», απάντησε εκείνη και αφού βεβαιώθηκε ο Μίλτος για την «υπακοή» της μητέρας του, έλειψε για λίγο με τους φίλους του.
     Πραγματικά, μόλις γύρισε τη βρήκε στο σημείο που την άφησε.
     «Μάνα, ανησύχησες μην αργήσω;», τη ρώτησε.
     «Όχι παιδάκι μου...».
     Παρατήρησε όμως στο πρόσωπό της μια έκφραση απορίας.
     «Μάνα, τί έχεις; Νομίζω πως κάτι σε απασχολεί…». τη ρώτησε.
     «Τίποτα, παιδάκι μου!… Να… Μου φαίνεται παράξενο που πέρασε τόσος κόσμος από μπροστά μου και δεν μου είπε κανείς καλημέρα…»!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.9.2019


Γιορτή ψωμιού στον Πειραιά!

     Πόσες, στ’ αλήθεια, δραστηριότητες, που απαιτούσαν πολύ αγώνα, ήταν όμως «ραχοκοκαλιά» στη ζωή του ανθρώπου μέχρι πριν λίγες δεκαετίες, συναντάμε σήμερα ως «γιορτές»! Π.χ., γιορτή τσίπουρου, γιορτή κάστανου, γιορτή τρύγου, γιορτή φασολάδας κι ένα σωρό ακόμα! Καθόλου τυχαία, φυσικά, γιατί και τότε είχαν το χρώμα της γιορτής, αφού συμμετείχαν όλοι, πολύ συχνά και τα βρέφη μέσα στην κούνια σε μια άκρη του χωραφιού!  Η συγκομιδή, άλλωστε, ήταν χαρά και γιορτή για το σπίτι, την οικογένεια και την κοινωνία, αφού έφερνε τον πλούτο.
     Μια τέτοια «γιορτή» διοργανώνουν αυτές τις μέρες στο Πασαλιμάνι στον Πειραιά (πλατεία Κανάρη), ο  Σύνδεσμος Αρτοποιών Πειραιώς και Νήσων (Σ.Α.Ν.Π.) και οι «Μύλοι Λούλη». Εκεί, εκτός από την προμήθεια ψωμιού, προσφέρονται δωρεάν στον επισκέπτη και διάφορα αρτοσκευάσματα. Σ’ έναν από του χώρους της έκθεσης, η αλευροβιομηχανία «Λούλη», αναπαριστά σε μικρογραφία τον παραδοσιακό αλευρόμυλο και τη λειτουργία του, σε κατασκευή από ξύλο. Δείτε παρακάτω τις εικόνες και το σύντομο βίντεο. Μπορείτε ακόμα να δείτε σχετικό άρθρο μου στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, ΕΔΩ .
     Σημειώνεται, τέλος, ότι:
     1: Η παρούσα ανάρτηση δεν γίνεται για προβολή/διαφήμιση της προαναφερόμενης αλευροβιομηχανίας, αλλά για την αναφορά στην παράδοση.
     2: Οι  φωτογραφίες και το σύντομο βίντεο που ακολουθούν, είναι με τη σύμφωνη γνώμη των παραγόντων τη έκθεσης.





Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.9.2019
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ)

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019


Μια παλιά σχολική τσάντα διηγείται…


Αφιερώνεται στον Πρόεδρο του Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας, κ. Παναγιώτη Φράγκο, που χάρη στο πείσμα του και στους άοκνους αγώνες του, δημιουργήθηκε και λειτουργεί στο χωριό μας ένα από τα λίγα πολυθεματικά Λαογραφικά Μουσεία στην Ελλάδα, το Κέντρο Λαογραφίας και Λειβαρτζινής Παράδοσης (ΚΕ.ΛΑ.ΛΕΙ.ΠΑ.)   


     Η "διήγηση" έγινε σ’ ένα επισκέπτη του λαογραφικού μουσείου κάποιου ορεινού χωριού της Στερεάς Ελλάδος, στο οποίο η γερασμένη σχολική τσάντα αποτελούσε έκθεμα. Ο επισκέπτης αυτός, το πιθανότερο συνομήλικός της, πέρασε από πολλά άλλα εκθέματα, όμως μπροστά της σταμάτησε περισσότερο και το βλέμμα του έμεινε αρκετή ώρα κολλημένο σ’ αυτήν. Μια μικρή πλαστικοποιημένη ετικέτα που ήταν καρφιτσωμένη επάνω της έγραφε: «Η πρώτη σχολική τσάντα του Αρεοπαγίτη Αριστείδη Βάλαρη στο δημοτικό. Σχολικό έτος 1955-56». Φαίνεται πως κάποιες προσωπικές του αναμνήσεις άρχισαν μέσα του να ξυπνάνε κι αυτό η τσάντα το κατάλαβε. Χωρίς χρονοτριβή άρχισε αμέσως να του "διηγείται" τη δική της ιστορία:

     «Καλώς ήρθατε, κύριε! Βλέπω τα μάτια σας που με κοιτάνε με συμπάθεια και νοσταλγία κι από κει παίρνω το θάρρος να σας μιλήσω για τη ζωή μου. 
     Γέρασα, καλέ μου κύριε, και γέρασα ξεχασμένη και περιφρονημένη! Πάνε κάπου περισσότερα από πενήντα χρόνια τώρα, που το αφεντικό μου με παράτησε μέσα σε μια παλιά αποθήκη με πολλά άλλα άχρηστα πράγματά του. Για καλή μου τύχη, είχα και δυο βιβλία κι ένα τετράδιο μέσα και δεν ένοιωθα πολλή μοναξιά, αλλά καταπλακωμένη καθώς ήμουν, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Έλεγα πως θα σαπίσω εκεί. Το φώς της ημέρας είχα ξεχάσει πώς είναι. Άσε που με είχε πνίξει η σκόνη! Ένα παχύ στρώμα είχε κάτσει επάνω μου και δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε το χρώμα μου! Σύννεφο σηκώθηκε με το που με έβγαλαν και με τίναξαν! Το ότι άντεξα το χρωστάω στο καλό δέρμα με το οποίο είμαι φτιαγμένη και την καλή επεξεργασία που του έκανε ο τεχνίτης. Και ευτυχώς πώς, που χρειάστηκε να διαμορφώσουν και να φτιάξουν δωμάτιο την αποθήκη τους για το εγγονάκι τους που πριν λίγο καιρό είχε γεννηθεί κι έτσι είχα κι εγώ καλή τύχη και βρήκα μια θέση που νομίζω ότι  μού αξίζει!
     Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ήμουν σ’ ένα ράφι μεγάλου βιβλιοπωλείου στην Αμερική και καμάρωνα για την περίοπτη θέση μου. Πολλοί πελάτες ρωτούσαν για την αξία μου το βιβλιοπώλη, αλλά πάντα προτιμούσαν κάποια άλλη, φθηνότερη. Ένα φθινοπωρινό πρωινό, μπήκε ένας φίλος του βιβλιοπώλη στο μαγαζί, που πέρναγε συχνά από εκεί και τα λέγανε. Θυμάμαι ακόμα την κουβέντα τους στα Ελληνικά εκείνη την ημέρα:
     “Καλημέρα, Σάββα! Τί κάνεις;”.
     “Καλώς τον Πέτρο! Καλά! Εσύ;… Έχεις κάνα νέο από την Ελλάδα”.
     “Χτες είχα γράμμα από τον αδελφό μου το Σωτήρη και πολύ το χάρηκα! Ο γιος του ο Αρίστος είναι πολύ καλός μαθητής και θέλω να τού στείλω μια καλή τσάντα για το σχολείο, έτσι σαν έπαθλο για τις επιδόσεις του”!
     “Μπράβο! Συγχαρητήρια στον ανιψιό σου! Καλή πρόοδο! Αν θες να  με ακούσεις, θα πάρεις αυτή την τσάντα, που είναι αθάνατη. Θα την έχουν και όλα τα μικρότερα αδέλφια του”, κι έδειξε εμένα.
     Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο κύριος Πέτρος, έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε ένα κάμποσα δολάρια.
     “Αφού μου το λες εσύ, θα την πάρω! Κατέβασε τη!”, είπε στο φίλο του το Σάββα.
     Σε λίγο βρισκόμουν προσεκτικά πακεταρισμένη από τα χέρια του βιβλιοπώλη, έτοιμη για το μεγάλο υπερατλαντικό ταξίδι μου, που κράτησε κάνα μήνα. Κουνήθηκα, κτυπήθηκα μαζί με άλλες αποσκευές/συνταξιδιώτες στο υπερωκεάνιο, αλλά φτάσαμε όλοι σώοι στον Πειραιά. Σε λίγες μέρες που άνοιξαν το δέμα στο σπίτι του νέου μου φίλου, του Αρίστου, επιφωνήματα ενθουσιασμού γέμισαν τον αέρα! Προσωπικά να σου πως απογοητεύτηκα, με το που βγήκα και είδα το φτωχόσπιτό τους, γιατί εγώ ήμουνα αλλιώς μαθημένη… Ακολούθησαν ευχές από τους γονείς και τους παππούδες του Αρίστου, μόλις με έδωσαν στα χέρια του, μα εκείνος ο καημένος είχε μείνει αποσβολωμένος.
     “Θα με κοροϊδεύουν τ’ άλλα παιδιά, που εκείνα θα εξακολουθούν να έχουν ταγάρια για τα βιβλία τους και τα τετράδιά τους…”. “Και το δικό μου το ταγάρι, που έχω μέχρι σήμερα, τί θα το κάνω;…”. “Έπειτα, αυτή η τσάντα είναι μεγάλη για μένα…”, ήταν κάποιες από τις αντιρρήσεις του.
     “Αν είναι λίγο μεγάλη τώρα, σε λίγο που θα μεγαλώσεις θα σου είναι τέλεια. Τ’ άλλα παιδιά δεν θα σε κοροϊδεύουνε. Θα σε θαυμάζουνε και θα ζηλεύουνε”, του απάντησαν εκείνοι.
     Όμως, τ’ άλλα παιδιά ποτέ δεν έδειξαν θαυμασμό για τον Αρίστο! Από την πρώτη στιγμή που με είδαν στα χέρια του, ομαδική καζούρα και χειρονομίες και πράξεις εκφοβισμού γνώριζε από τους “φίλους” του, και συχνά γύριζε κλαμένος στο σπίτι. Μέχρι και οι γονείς του τον συνόδευαν στο σχολειό, για να εμποδίσουν τις φραστικές επιθέσεις και τις χειρονομίες των άλλων εναντίον του. Χρειάστηκε πολύς καιρός να εκτονωθεί αυτή η κατάσταση και να ξεπεράσει τους φόβους και τις ντροπές ο Αρίστος…
     Μετά τον Αρίστο με πήρε ο αδελφός του ο Θανάσης και μετά η αδελφή τους η Σωτηρία. Άλλαξα κάνα δυο χέρια ακόμα σε ξαδέλφια τους και τελικά κατέληξα σε μια αποθήκη, όπου εκεί έμεινα πολλά χρόνια. Πόσα, μην με ρωτάς. Δεν ξέρω!...
     Κάποια στιγμή, μπήκαν δύο άνθρωποι στην αποθήκη να την καθαρίσουν. Τα χέρια που με βρήκαν, ήταν έτοιμα να με πετάξουν μαζί με τ’ άλλα άχρηστα αντικείμενα στα σκουπίδια. Τότε ακούστηκε η φωνή του δεύτερου ατόμου που βοηθούσε στον καθαρισμό και με είδε:
     “Τί είναι’ αυτό;”.
     “Για παλιά σχολική τσάντα μοιάζει…”.
     Αμέσως με πήρε εκείνος στα χέρια του και με χτύπησε δυο τρεις φορές στον τοίχο να φύγει από πάνω μου η σκόνη. Αμέσως άρχισε να φτενίζεται. Με άνοιξε με δυσκολία, αφού η μικρή κλειδαριά μου είχε σκουριάσει και ξεφύλλισε τα βιβλία και το τετράδιο.
     “Ρε συ! Αυτή είναι η τσάντα του θείου του Αρίστου από το δημοτικό!”, είπε με πολύ ενθουσιασμό!
     “Ε, και;”, απάντησε ο άλλος.
     “Τί ΄΄ε, και΄΄”; Θα συγκινηθεί πολύ άμα τη δει!”.
     Με φύλαξαν σε μια γωνιά του σπιτιού και σε λίγες μέρες βρισκόμουν στα χέρια του πρώτου αφεντικού μου, του Αρίστου, παππούς πλέον! Πόσα θυμηθήκαμε μαζί από τα νιάτα μας! Πόσες συγκινήσεις νοιώσαμε!... Ευχάριστα, δυσάρεστα, εύκολα, δύσκολα, ανακατεύτηκαν όλα στις θύμησές μας.
      Σε λίγο που ήρθε και η γυναίκα του, της ανακοίνωσε την απόφασή του:
     “Αύριο κιόλας, θα την παραδώσω στον υπεύθυνο του λαογραφικού μουσείου! Πιστεύω να τον ενδιαφέρει…”.
     Έτσι κι έγινε! Με καθάρισε πολύ καλά το παλιό μου αφεντικό, μου φρεσκάρισε το χρώμα μου με βερνίκι και όπως βλέπετε, εδώ βρήκα παλιούς και καλούς φίλους μου: δυο θρανία δεξιά μου, ο παλιός σχολικός πίνακας απέναντι κι από την άλλη μεριά κάποια βιβλία της εποχής μας. Ξανασμίξαμε όλοι μαζί ύστερα από τόσα χρόνια στην ίδια σχολική αίθουσα που ανταμώναμε και τότε. Λέμε συχνά τα δικά μας, τις αναμνήσεις μας τα παράπονά μας, τις χαρές μας και τις στενοχώριες μας… Άλλοτε κλαίμε κι άλλοτε γελάμε… Περνάμε πολύ καλά, όμως! Γνωρίσαμε και κάναμε και πολλούς άλλους φίλους εδώ, συνομίληκους, μεγαλύτερους, αλλά και μικρότερους: υφαντά, πλεκτά, εργόχειρα, εργαλεία της γης, σκεύη του σπιτιού, εθνικές και πολεμικές ενδυμασίες, όπλα από τους πολέμους… Ευτυχώς που κάποιοι άνθρωποι έχουν παραπάνω ενέργεια και ευαισθησίες και φροντίζουν για τα μουσεία, γιατί αλλιώς, ούτε κι εσείς θα μας γνωρίζατε, ούτε κι εμείς θα μπορούσαμε να σας διηγηθούμε την ιστορία μας!...».
-------------------------------------------

Σημείωση: Πιθανή ομοιότητα με ονόματα, είναι τυχαία.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 13.9.2019
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Για μια σοκολάτα! (Διήγημα)



     Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ξημέρωσε Σάββατο και χαράς ευαγγέλια για τα παιδιά του γυμνασίου του Σοποτού: Θα πήγαιναν στα χωριά τους, στους δικούς τους, όπως κάθε Σάββατο, αφού όλη τη βδομάδα έμεναν εκεί για το σχολείο τους!  
     Με άλλη, πολύ διαφορετική και χαρούμενη διάθεση σηκώθηκε πρωί-πρωί και ο Θοδωρής και ετοίμασε βιαστικά τα βιβλία στην τσάντα του. Έφαγε δυο μπουκιές ψωμί για «πρωινό», που κι αυτό είχε ξεραθεί έξι μέρες τώρα κι έφυγε για το σχολείο. Μαζί του πήρε και μια άλλη, φθαρμένη νάιλον τσάντα, με τα λίγα άπλυτα ρούχα του μέσα, για να μην είναι αναγκασμένος να γυρίσει σπίτι μετά το μάθημα, με κίνδυνο να χάσει το λεωφορείο. Αυτή την τσάντα την είχε ετοιμάσει από το βράδυ, την είχε δέσει καλά, έτσι που να μην φαίνεται το περιεχόμενό της και τον κορόιδευαν τ' άλλα παιδιά! Τελευταία κίνηση πριν κλείσει την πόρτα πίσω του, ήταν να βεβαιωθεί ότι είχε στην τσέπη του τις τελευταίες του δραχμές, ίσα-ίσα που έφταναν για το μαθητικό εισιτήριο.
     Στους συμμαθητές του που συνάντησε στο δρόμο, απάντησε ότι μέσα στη δεμένη τσάντα είχε μια παραγγελία του πατέρα από την αγορά, όταν η περιέργειά τους και η «ετοιμότητα» για πειράγματα τα έκαναν να τον ρωτήσουν τί περιείχε. Πείστηκαν εκείνα κι άρχισαν άλλες κουβέντες, που περιστρέφονταν, πού αλλού, στα χωριά τους που θα πήγαιναν το μεσημέρι και μια βδομάδα τώρα είχαν νοσταλγήσει τους δικούς τους και τα σπίτια τους.
     Κάθε μάθημα που τελείωνε, κάθε διάλειμμα που ερχόταν, κάθε λεπτό  που πέρναγε, έφερνε πιο κοντά το πάντα πολυπόθητο ταξίδι της επιστροφής! Στο τρίτο διάλειμμα ο Θοδωρής είδε μια συμμαθήτριά του να τρώει σοκολάτα. Τί ήταν να τη δει! Του τρέξανε τα σάλια και του φάνηκε ότι θα λιποθυμήσει από τη λιγούρα, μα προσπάθησε να το ξεπεράσει. Αδύνατο όμως, αφού δεν έφευγε με τίποτα από το μυαλό του η εικόνα και προπάντων η λαχτάρα. Όσο κι αν μέτραγε και ξαναμέτραγε τις λίγες δραχμούλες που είχε στην τσέπη, αυτές έφταναν μόνο για το εισιτήριο. Τότε άρχισαν οι σκέψεις και τα ερωτηματικά να έρχονται βασανιστικά το ένα μετά το άλλο:
     «Θα πάρω μια σοκολάτα και θα πάω με τα πόδια στο χωριό!...». «Μα είναι είκοσι έξι χιλιόμετρα δρόμος!... Θα φτάσω αργά…». «Ε, και; Τί έγινε! Σάμπως θα είναι η πρώτη φορά ή η τελευταία;». Αυτά στριφογύρισαν ελάχιστα λεπτά στο μυαλό του και χωρίς άλλη αναβολή κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα στο μικρό κυλικείο της κυρά-Χαρίκλειας, που ήταν και επιστάτρια και καθαρίστρια και πάντα έδειχνε την αγάπη της στα παιδιά.
     Τί το ήθελε κι αυτή η χριστιανή, να του δώσει από τη συσκευασία που εκείνη τη στιγμή άνοιξε και περιείχε είκοσι ολάκερες σοκολάτες μέσα! «Να τις είχα όλες αυτές!», σκέφθηκε ο Θοδωρής, μα αρκέστηκε στη μία, που την απόλαυσε με όλες του τις αισθήσεις! Η λιχουδιά έλιωνε στο στόμα του κι αν μπορούσε θα έκλεινε τα μάτια του για μεγαλύτερη απόλαυση!    
     Με την τελευταία μπουκιά χτύπησε και το κουδούνι, εκείνος όμως ένοιωθε ότι είχε στυλωθεί στα πόδια του!
     Τη Δευτέρα το πρωί, που συνάντησε τους συμμαθητές του στο λεωφορείο για το σχολείο, εφοδιασμένοι οι περισσότεροι με το ψωμί, το τυρί και στην καλύτερη περίπτωση κάνα δυο κομμάτια λαχανόπιτα, για να περάσουν τη βδομάδα, απάντησε στις ερωτήσεις τους, με τί πήγε στο χωριό το Σάββατο:
-  Με τα πόδια…
-  Γιατί;    
-  Για το χατίρι μιας σοκολάτας!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.9.2019
( Σύντομο βιογραφικό  εδώ )

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2019


«Ιστορία της Επαρχίας Καλαβρύτων»

     Ένα δίτομο, ογκώδες, καλογραμμένο, με υπερπλούσια εικονογράφηση και πολυτελούς έκδοσης έργο, έχω την τιμή να κρατάω στα χέρια μου, αφιερωμένο από τον πολυβραβευμένο συντοπίτη συγγραφέα (από το Λεχούρι Καλαβρύτων) κ. Νίκο Σακελλαρόπουλο!
     Ό,τι και να πει κανείς για την πολύ μεγάλη αυτή πνευματική δημιουργία των εννιακοσίων σελίδων, είναι λίγο! Προς το παρόν παραθέτω τον πλούτο που αντικρίζει ο αναγνώστης με το πρώτο άνοιγμα των βιβλίων: Τα περιεχόμενα!

     Εκφράζω τις πιο θερμές ευχαριστίες μου στον φτασμένο στην κορυφή πνευματικό δημιουργό κ. Νίκο Σακελλαρόπουλο για το ανεκτίμητο δώρο του, υποσχόμενος να επανέλθω στο θέμα εν ευθέτω χρόνω.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 3.9.2019

Για μεγέθυνση των εικόνων, «πατήστε» επάνω σε αυτές

ΤΟΜΟΣ Α΄







ΤΟΜΟΣ Β΄