Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019


Εύθυμες ιστορίες του χωριού:
Όταν αγνοί άνθρωποι βρεθούν μακριά από τον δικό τους κόσμο,
χάνουν τα "νερά" τους


     Γύρω στα δεκαοχτώ-δεκαεννιά του ο Μιλτιάδης, Μίλτο τον έλεγαν όλοι, κατάφερε να ξεφύγει από το ορεινό και άγονο χωριό του για την Αθήνα, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Εκεί «τρούπωσε» στην Αστυνομία Πόλεων, κατά την παλιά ατάκα του Κώστα Βουτσά στην ταινία «ένα έξυπνο μούτρο». Σταδιακά μπόρεσε ν’ αποβάλλει τη συστολή του «χωριάτη» που τον χαρακτήριζε και όλο και περισσότερο κάθε φορά που πήγαινε στο χωριό του, είχε, μάλλον έδειχνε, τον «αέρα» του «πρωτευουσιάνου», του χειραφετημένου, του πετυχημένου. Κουστουμαρισμένος, γραβατωμένος και ατσαλάκωτος στις δημόσιες εμφανίσεις του εκεί, από «ένα χαμένο» που ήταν πριν φύγει, εξελισσόταν σιγά-σιγά σε περιζήτητος γαμπρός ή, τουλάχιστον, αυτό ήθελε να πιστεύει ο ίδιος! Σίγουρα όλα αυτά τα επίκτητα «πλεονεκτήματα» τού τα προσέδιδε και το επάγγελμα εξουσίας που ασκούσε.
     Επιστέφοντας από το χωριό του, μετά από κάποιο ταξίδι του, πήρε μαζί του και τη μάνα του, για κάποια μικροπροβλήματα υγείας. Περνώντας μια μέρα μαζί της από την Ομόνοια, συνάντησε δυο φίλους του κι έπιασαν για λίγο την κουβέντα. Σε λίγο, γύρισε και της λέει:
     «Μάνα, κάτσε για δυο λεπτά εδώ στο παγκάκι, να πάω να δείξω κάτι στους φίλους μου. Μην σηκωθείς και μη φύγεις από τη θέση σου, γιατί θα χαθούμε! Δεν θ’ αργήσω καθόλου…».
     «Εντάξει, παιδάκι μου…», απάντησε εκείνη και αφού βεβαιώθηκε ο Μίλτος για την «υπακοή» της μητέρας του, έλειψε για λίγο με τους φίλους του.
     Πραγματικά, μόλις γύρισε τη βρήκε στο σημείο που την άφησε.
     «Μάνα, ανησύχησες μην αργήσω;», τη ρώτησε.
     «Όχι παιδάκι μου...».
     Παρατήρησε όμως στο πρόσωπό της μια έκφραση απορίας.
     «Μάνα, τί έχεις; Νομίζω πως κάτι σε απασχολεί…». τη ρώτησε.
     «Τίποτα, παιδάκι μου!… Να… Μου φαίνεται παράξενο που πέρασε τόσος κόσμος από μπροστά μου και δεν μου είπε κανείς καλημέρα…»!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.9.2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου