Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2019

Προσκύνημα στο Μυστρά

Ερείπια και το κάστρο του Μυστρά στην κορυφή του λόφου

Περιεχόμενα:

Σύντομος πρόλογος-εκκίνηση
Άφιξη, περιήγηση
Επίσκεψη στον Καιάδα
Ολιγόλεπτη περιήγηση στην πόλη της Σπάρτης
Σύντομη ιστορική αναδρομή
----------------------

Σύντομος πρόλογος-εκκίνηση

     Ιδιαίτερα αγαπημένος ο αρχαιολογικός χώρος του Μυστρά και όχι για έναν μόνο λόγο. Τον επισκέφθηκα πρώτη φορά όταν υπηρετούσα στο στρατό, στο Κέντρο Μεταφορών στο Ξηροκάμπι, λίγα χιλιόμετρα μετά τη Σπάρτη, προς το Γύθειο. Τον επισκέφθηκα πάλι με τη σύζυγό μου, στο γαμήλιο ταξίδι μας. Και δεν είναι μόνο οι νοσταλγικές επισκέψεις. Πάντα τα συναισθήματα είναι έντονα, λόγω της ιστορίας του, με «αποκορύφωμα» τον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, που στέφθηκε εκεί. Κι είναι ακόμα ένας λόγος: Διωκόμενοι κάτοικοί του/οικογένειες από τούρκους κατακτητές, ήλθαν κι εγκαταστάθηκαν στο χωριό μου -το Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων-, στο οποίο η οικονομική τους δύναμη έφερε μεγάλη άνθηση. Αυτός ήταν και ο λόγος που μια από τις συνοικίες του στις οποίες διέμειναν, το Μεσοχώρι, ονομάσθηκε και «Αρχοντομαχαλάς».
     Δικαιολογημένα, λοιπόν, η πρόταση του εξαδέλφου Παναγιώτη για την ημερήσια εξόρμηση υιοθετήθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη και με ενθουσιασμό.
     Αν και στα μέσα του Οκτώβρη, τη ξημέρωμα της προγραμματισμένης ημέρας έμοιαζε περισσότερο ανοιξιάτικο, αφού
«καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι»,
φτιάχνοντας περισσότερο τη διάθεση όλων  μας!
     Από τα πρώτα κιόλας χιλιόμετρα του λεωφορείου, άρχισαν τα κεράσματα, με χίλια δυο καλούδια! Είναι από τις στιγμές που ακούγονται και οι περισσότερες αντιρρήσεις, λόγω «δίαιτας», του τύπου «τραβάτε με κι ας κλαίω»(!), στις οποίες οι απαντήσεις δίνονται πάντα στερεότυπες: «Από Δευτέρα δίαιτα»! Μαζί με τα κεράσματα ήρθαν και οι γνωριμίες, που στα ταξίδια με το ΙΧ έχει χαθεί αυτή η όμορφη κοινωνική συνεύρεση και επικοινωνία που γίνεται στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Αρκετοί ήταν εκείνοι που μίλαγαν για κοινούς γνωστούς κι έτσι οι οικειότητες ζεστάθηκαν πολύ γρήγορα.
     Κάποιοι συνταξιδιώτες μας, που δεν γνώριζαν τη διαδρομή, μας ρωτούσαν συχνά για τα μέρη που περνούσαμε. Με προθυμία ανταποκρινόμαστε και τους παρείχαμε πληροφορίες, σε ρόλο ξεναγού. Προχωρώντας και αντικρίζοντας τα βουνά του Ταΰγετου, διημείφθη ευρεία συζήτηση για τον καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη, αφού ο ίδιος τον επέλεξε για τελευταία του κατοικία. Λίγο πριν φτάσουμε στον προορισμό μας, τα μάτια όλων μας μαγνήτισαν τα πολλά και μεγάλα καλάμια στις όχθες του ποταμού Ευρώτα, που χρησίμευαν για τα στρώματα των αρχαίων Σπαρτιατών πολεμιστών, ως ένας από τους τρόπους λιτότητας, εκπαίδευσης και άσκησής τους.

Άφιξη, περιήγηση

     Η ξεναγός μας περίμενε στο προκαθορισμένο σημείο και η ξενάγηση άρχισε από τα ψηλότερα σημεία της ιστορικής καστροπολιτείας. Η ατμόσφαιρα ήταν πεντακάθαρη και τα βλέμματά περιπλανιόνταν αχόρταγα το Λακωνικό κάμπο και τη Σπάρτη που απλωνόταν στα πόδια μας. Τότε μια κυρία της παρέας μας, άρχισε να σιγοτραγουδάει το τραγούδι «κάποια γιορτή», των Στέλιου Φωτιάδη-Κυριάκου Ντούμου, με ερμηνεύτρια τη Γλυκερία, που σιγοσυνοδέψαμε όλοι μας, διακόπτοντας την ξεναγό, παρασύροντάς την κι αυτή στους στίχους και στις νότες!
«Κάποια γιορτή, κάποιο μπαλκόνι κάποιο Μάρτη
και την αγάπη να ξυπνάει στο Μυστρά,
πάνω στο κάστρο αγναντεύοντας τη Σπάρτη
και τον Ευρώτα να κυλάει σαν τη χαρά».

«Αγναντεύοντας τη Σπάρτη»!…

     Πρώτος μεγάλος σταθμός στην ξενάγησή μας, η μονή της Του Θεού Σοφίας, στην άνω πόλη, λίγο κάτω από το κάστρο. Ένα από τα πάμπολλα μοναστήρια και εκκλησίες του Μυστρά με πολλές φθορές και χωρίς να λειτουργεί. Μεγάλες φθορές έχουν υποστεί και οι τοιχογραφίες. Ανάμεσα στις σωζόμενες παραστάσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η απεικόνιση του ένθρονου Χριστού στη μεσαία  κόγχη του Ιερού Βήματος, στο σημείο που σε όλες σχεδόν τις εκκλησίες απεικονίζεται η Πλατυτέρα. Ο ναός οικοδομήθηκε τον 14ο αιώνα, από τον πρώτο δεσπότη του Μυστρά, Μανουήλ Κατακουζηνό. Στον προαύλιο χώρο βρίσκονται δύο πηγάδια, απαραίτητα για την άρδευση και ύδρευση της μονής στην ακμή της. Από εκεί θαυμάσαμε και τα παλάτια των δεσποτών λίγο πιο κάτω, τα οποία δεν είναι προσβάσιμα, λόγω εργασιών συντήρησης.
    
Με τα πρώτα λόγια της ξεναγού, θυμήθηκα τη σχολική έκθεση της μεγάλης μας κόρης, με θέμα «μια επίσκεψη σε αρχαιολογικό χώρο», που πραγματικά συνέπεσε μετά από επίσκεψή μας στο συγκεκριμένο χώρο. Έγραφε, λοιπόν: «[…]Σαν μπήκαμε, μετά τον έλεγχο των εισιτηρίων, με ξάφνιασε μια μεγάλη πελεκημένη πέτρα που άρχισε να μιλάει! “Να μπορούσατε να φανταστείτε ποια ήταν η θέση μου εδώ κάποτε, ίσως καταλαβαίνατε πολλά περισσότερα, απ’ όσα έχετε διαβάσει κι απ’ όσα ακούτε από την ξεναγό σας![…]
».  


Η αγία Σοφία
Τα παλάτια των δεσποτών

     Μια ημερήσια εκδρομή δεν σου δίνει και πολύ μεγάλη ευχέρεια να επισκεφθείς όλο τον αρχαιολογικό χώρο, γι’ αυτό και χωρίς χρονοτριβή κατηφορίσαμε προς τον επόμενο σταθμό, τη μονή αγίων Θεοδώρων, όπου και εδώ οι φθορές είναι εμφανέστατες και εργασίες επισκευής και συντήρησης είναι σε εξέλιξη από την Ε΄ Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων.

Οι άγιοι Θεόδωροι

 
    
Βλέποντας ο επισκέπτης τα τόσα κυπαρίσσια στον ιστορικό και ιερό αυτό αρχαιολογικό χώρο, η σκέψη του αυθόρμητα οδηγείται στο θρύλο για το «κυπαρίσσι του Μυστρά», που ήταν και κείμενο στο παλαιό αναγνωστικό της ΣΤ΄ δημοτικού. Λέει αυτός ο θρύλος, λοιπόν:
   
     «Όταν οι τούρκοι ήταν ακόμη στον τόπο μας, ένας πασάς πήγε μια μέρα στην κορυφή του λόφου του Μυστρά να πάρει αέρα. Εκεί είχε δώσει διαταγή στους δούλους του να του ψήσουν ένα αρνί στη σούβλα, που την έφτιαξαν από ένα κορμό μικρού κυπαρισσιού. Είχε μαζί του κι ένα νεαρό Έλληνα βοσκό ο πασάς, που τον υπηρετούσε. Όταν το αρνί ψήθηκε και κάθισε να φάει, το Ελληνόπουλο αναστέναξε.
     «Τι έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε ο πασάς.
     «Πώς να μην αναστενάζω, πασά μου, όταν ξέρω ότι ο ωραίος αυτός τόπος με τα τρεχούμενα νερά, τον κάμπο και τα βουνά ήταν δικά μας κι εσείς μας τα πήρατε».
     «Έτσι ήθελε ο Αλλάχ», ήταν η απάντηση του πασά.
     «Μα όχι για πάντα, πασά μου, γιατί κάποτε θα ξαναγίνουν δικά μας!».
     Τότε ο πασάς θύμωσε πολύ κι άρπαξε τη μισοκαμένη ξύλινη σούβλα και την έμπηξε στη γη.
     «Όταν αυτό το καμένο ξερόκλαδο βγάλει κλαδιά και φύλλα, τότε μπορείς να ελπίζεις ότι ο τόπος αυτός θα ξαναγίνει δικός σας», απάντησε ο πασάς με πολύ οργή.
     Την άλλη μέρα το πρωί εκείνο το ξερόκλαδο από το κυπαρίσσι έβγαλε κλαδιά και φύλλα! Σιγά-σιγά μεγάλωσε κι έγινε το μεγαλύτερο κυπαρίσσι του κόσμου. Ο νεαρός βοσκός που πολέμησε για την απελευθέρωση της Ελλάδας, έφερνε τα παιδιά του και τα εγγόνια του κάτω από το κυπαρίσσι και τους έλεγε πώς αυτό φύτρωσε και μεγάλωσε».
     Το τελευταίο χρονολογικά μοναστήρι στο Μυστρά είναι η Παντάνασσα.  Κτίστηκε λίγο πριν τη άλωση (1428), από τον υψηλόβαθμο αξιωματούχο του Δεσποτάτου Ιωάννη Φραγκόπουλο. Κατέχει περίοπτη θέση, στο κεντρικό σημείο της ανατολικής πλαγιάς της καστροπολιτείας, διατηρείται καλύτερα απ' όλα τ’ άλλα μνημεία και είναι το μοναδικό στο οποίο εγκαταβιώνουν μοναχές. Συνδυάζει τρίκλιτη βασιλική στο ισόγειο και σταυροειδή πεντάτρουλο στον όροφο. 
     Αποτελεί εξαίρετο συνδυασμό βυζαντινών και δυτικών στοιχείων, με πιο έντονες τις φράγκικες επιδράσεις στο εντυπωσιακό τετραώροφο καμπαναριό της. Χαρακτηριστική και η περίτεχνα σκαλισμένη πρόσοψη της μονής και η ανάγλυφη κεραμοπλαστική της, αποτελούν σημαντικό αξιοθέατο.Τα γλυπτά του ναού ποικίλλουν ως προς την τεχνοτροπία και παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τα κιονόκρανα, τα επιθήματα και η πύλη που οδηγεί από το νάρθηκα στο ναό. Οι τοιχογραφίες των θόλων και των υπερώων έχουν υψηλή ποιότητα και ξεχωρίζουν για τη δύναμη του χρώματος.

Η Παντάνασσα

     Λίγο πιο κάτω,  η μονή αγίου Δημητρίου, η Μητρόπολη, στην οποία στέφθηκε ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, το 1449. Το καθολικό της μονής είναι σε καλύτερη κατάσταση από τις την αγία Σοφία και τους αγίους Θεοδώρους και λειτουργεί τρεις φορές το χρόνο: την 29η Μαΐου, ημέρα της επετείου της αλώσεως, όπου συχνά παρευρίσκεται και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στη μνήμη του αγίου Δημητρίου (26 Οκτώβρη) και στους τέταρτους χαιρετισμούς.
     

Ο άγιος Δημήτριος
Το σημείο όπου έγινε η στέψη του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου
στον άγιο Δημήτριο

Ο άμβωνας και φθαρμένες τοιχογραφίες στον άγιο Δημήτριο

Η σαρκοφάγος στον αύλειο χώρο της Μητρόπολης

    
Λέγεται ότι η στέψη του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου έγινε κάτω ακριβώς από τον παντοκράτορα του τρούλου, στο σημείο του δαπέδου που βρίσκεται σε σκαλισμένο μάρμαρο ο δικέφαλος αετός, σύμβολο των Παλαιολόγων και της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Μια σε καλή κατάσταση σαρκοφάγος στον αύλειο χώρο, με παραστάσεις των  θεών Διονύσου και Πάνα να χορεύουν, χρησιμοποιήθηκε μεταγενέστερα και ως κρήνη(!), όπως μαρτυρεί μια τρύπα στο πλάι της, στο κάτω μέρος.


Επίσκεψη στον Καιάδα

     Η μαγεία μας είχε απορροφήσει και καμία «βιοτική μέριμνα» δεν μας απασχολούσε. Ο υπεύθυνος της εκδρομής, όμως, μας ενημέρωσε ότι είχαμε ήδη απόκλιση από το πρόγραμμα, η ώρα ήταν περασμένη και στο εστιατόριο το οποίο είχε επιλεγεί για το γεύμα στο χωριό Τρύπη, στους πρόποδες του Ταϋγέτου, μας περίμεναν για φαγητό. Ίσα-ίσα που μας δόθηκε λίγος χρόνος για επίσκεψη στο μουσείο, ρίχνοντας «μια ματιά» στα εκθέματα.
     Φάνηκε κι εδώ η αρτιότητα της οργάνωσης της εκδρομής, αφού λίγα μέτρα μετά το χωριό αυτό ευρίσκεται το βάραθρο του Καιάδα, στο οποίο διδαχθήκαμε ότι οι αρχαίοι Σπαρτιάτες πέταγαν τα βρέφη που γεννιούνταν με προβλήματα αναπηρίας. Πρόσφατες έρευνες όμως απέδειξαν ότι τα ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν εκεί ήταν ενηλίκων, πιθανότατα εγκληματιών και άλλα κατά πολύ μεταγενέστερα, πιθανότατα από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, καταρρίπτοντας έτσι το μύθο που προκαλεί αποτροπιασμό. Βιαστική κι εδώ η επίσκεψη αφού πλησίαζε το βράδυ και ο οδηγός του λεωφορείου άρχισε να κορνάρει.

Το βάραθρο του Καιάδα, κοντά στο χωριό Τρύπη

Ολιγόλεπτη περιήγηση στην πόλη της Σπάρτης

     Το μικρό χρονικό διάστημα που απέμεινε μέχρι την αναχώρησή μας, ορισμένοι αξιοποίησαν σ’ έναν καφέ στην Κεντρική πλατεία της Σπάρτης. Η μικρή παρέα μας προτίμησε μια σύντομη περιήγηση στην πόλη, όπου περνώντας από την οδό Λυκούργου, «ξανάζησα» τη στρατιωτική παρέλαση εκεί, το 1980! Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στο άγαλμα του Λεωνίδα, ως ελάχιστη απότιση φόρου τιμής στο Σπαρτιάτη βασιλιά και στο «μολών λαβέ» στις Θερμοπύλες, όπου παρέμεινε αταλάντευτα προσηλωμένος στα «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι».

Ο βασιλιάς Λεωνίδας

     Ένα ακόμα σημείο που εντυπωσίασε την ολιγομελή παρέα μας, ήταν η μεγάλη μαρμάρινη πλάκα, κοντά στο κέντρο της πόλης, στην οποία αναγράφονται τα ονόματα όλων των Λακεδαιμόνων Ολυμπιονικών, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα! «Η πατρίς ευγνωμονούσα», είπε ο Παναγιώτης και όλοι συμφωνήσαμε μαζί του, με συναισθήματα συγκίνησης.

«Η πατρίς ευγνωμονούσα»:
 Τα ονόματα των Λακεδαιμόνιων Ολυμπιονικών, από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα! 

     Είχε ήδη πέσει νύχτα, και πραγματικά αναβαπτισμένοι και φορτωμένοι συναισθήματα, επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο, παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής.


Επιγραμματική ιστορική αναδρομή

     Μετά την πρώτη σταυροφορία (1204), το ενδιαφέρον του Βυζαντίου μετατοπίστηκε προς τις δυτικές επαρχίες του (Βενετία, Γένοβα κ.ά.), αναβαθμίζοντας έτσι τη σημασία των εμπορικών κέντρων της Πελοποννήσου. Λίγα χρόνια μετά (1249), στην απότομη και στρατηγικής σημασίας κορυφή του κωνοειδούς απομονωμένου από τον υπόλοιπο Ταΰγετο λόφου, στο ανατολικό μέρος της οροσειράς, προς την αρχαία Σπάρτη, ο πρίγκιπας των Φράγκων Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος, έκτισε ισχυρό τείχος και κάστρο, εδραιώνοντας έτσι την κυριαρχία του στην περιοχή. Η ονομασία «Μυστράς»  προέρχεται από το ίδιο το ύψωμα, το οποίο ονομαζόταν «Μυζηθράς», πιθανότατα ένεκα του σχήματος.
     Το 1259 οι Φράγκοι ηττήθηκαν  και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος συνέλαβε τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο, με αποτέλεσμα την παραχώρηση των κάστρων του Μυστρά και άλλων περιοχών στο Βυζάντιο. Η πόλη αναπτύχθηκε ταχύτατα και γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατά τον 13ο-15ο αιώνα.
     Το 1429 δημιουργήθηκε ένα δεύτερο δεσποτάτο στο Μοριά, με έδρα τη Γλαρέντζα, ηγέτης του οποίου ορίστηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ενώ το 1430 ιδρύθηκε και τρίτο, με έδρα τα Καλάβρυτα, με δεσπότη τον Θωμά Παλαιολόγο, αδερφό του Κωνσταντίνου και του Θεόδωρου Β΄ Παλαιολόγου. Το «Αρχοντικό της Παλαιλογίνας» στα Καλάβρυτα υπήρξε παλάτι των Παλαιολόγων, όπως προκύπτει και από έρευνες του έγκριτου  δημοσιογράφου κ. Ιωάννη Αγαπητού.  
     Αργότερα ο Μυστράς, και γενικότερα η Πελοπόννησος, γνώρισε νέα οθωμανική επιδρομή. Ακολουθούν εμφύλιες συγκρούσεις των δεσποτών. Λίγα χρόνια μετά την άλωση και την κατάληψη της περιοχής από τους τούρκους, στις 30 Μαΐου 1460, ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε χωρίς μάχη τον Μυστρά στους Οθωμανούς και πιθανότατα ο ίδιος προσκολλήθηκε στην αυλή του σουλτάνου.
     Όλος ο Αρχαιολογικός χώρος του Μυστρά έχει ανακηρυχθεί Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESKO.
===============
Πηγές:
-  Πληροφορίες από την ξεναγό
-  Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
-  Βικιπαίδεια

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.10.2019
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε   ΕΔΩ )

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019


Για τους μικρούς μας φίλους (και όχι μόνο)
Ο βασιλιάς Μίδας* και το χρυσάφι


     Μια φορά κι ένα καιρό, ήταν ένας πολύ πλούσιος βασιλιάς που τον έλεγαν Μίδα. Μα όσο πλούσιος κι αν ήταν, όσο χρυσάφι κι αν είχε, πάντα ήθελε περισσότερο, γι’ αυτό και ποτέ του δεν ήταν ευχαριστημένος.
      Ένα πρωί με το που ξύπνησε, του ήρθε μια ιδέα: Να παρακαλέσει τους θεούς, ό,τι πιάνει στα χέρια του να γίνεται χρυσάφι! Χωρίς να χάσει καιρό, λοιπόν, έταξε δώρα στους θεούς και συνέχεια προσευχόταν να πραγματοποιηθεί η επιθυμία του. Ο θεός Διόνυσος άκουσε την προσευχή του και ήθελε να του πραγματοποιήσει την επιθυμία.
     «Πρόσεξε, όμως», του είπε ο θεός. «ότι πιάνεις και γίνεται χρυσάφι, δεν θα μπορεί να ξαναγίνει όπως ήταν πριν!».
     «Αυτή είναι η επιθυμία μου», απάντησε ο άπληστος βασιλιάς στο θεό.
     «Από αύριο πρωί, λοιπόν, με το που θα βγει ο ήλιος, ότι πιάνεις με τα χέρια σου, θα γίνεται χρυσάφι», του υποσχέθηκε ο θεός Διόνυσος.
     Πού να κοιμηθεί όλη τη νύχτα ο απερίσκεπτος βασιλιάς Μίδας από τη χαρά του και την αγωνία του! Με το που φάνηκε ο ήλιος στην ανατολή, βγήκε γρήγορα από το παλάτι κι άρχισε να πιάνει διάφορα αντικείμενα: λουλούδια, πέτρες, ξύλα, σίδερα και πολλά ακόμα. Την ίδια στιγμή όλα αυτά γίνονταν χρυσάφι!
     «Θεέ μου, σ’ ευχαριστώ, φώναξε κατενθουσιασμένος! Είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου!».
     Σαν ήρθε το μεσημέρι, οι υπηρέτες του τού έφεραν το φαγητό. Μα μόλις άγγιξε του κουτάλι, έγινε αμέσως χρυσό! Το ίδιο και το ψωμί και το πιάτο και το φαγητό που είχε μέσα!
     «Ω! Συμφορά μου», φώναξε! Τί είν’ αυτό που έπαθα! Πώς θα τρώω τώρα;».
     Από τις φωνές του βγήκε ανήσυχη η κόρη του από το πριγκιπικό δωμάτιό της. Μα μόλις εκείνος την άγγιξε να την αγκαλιάσει και να μοιραστεί μαζί της τη δυστυχία του, εκείνη αμέσως μεταμορφώθηκε σε ένα χρυσό άγαλμα! Άρχισε να κλαίει τότε απαρηγόρητος ο Μίδας και να παρακαλεί το θεό Διόνυσο να τον κάνει όπως ήταν πριν κι ας είναι ο πιο φτωχός άνθρωπος του κόσμου! Ο θεός τον λυπήθηκε και πράγματι άκουσε τις προσευχές του.
     «Θα πας στο ποτάμι και θα πλύνεις τα χέρια σου πολύ πρωί, πριν βγει ο ήλιος. Μετά θα πιάσεις ό,τι έγινε χρυσάφι, για να γίνει όπως ήταν πριν», του είπε ο θεός.
     Από την αγωνία του ο Μίδας ξημέρωσε στην όχθη του ποταμού και πολύ πρωί έπλυνε τα χέρια του. Αμέσως μετά έτρεξε στο παλάτι και άγγιξε πρώτα την κόρη του. Εκείνη αμέσως έγινε όπως ήταν πριν και του χαμογελούσε! Γρήγορα, πήγε και άγγιξε κάθε τι που είχε γίνει χρυσάφι και ευχαριστούσε το θεό που τον έκανε κι αυτόν όπως πρώτα.
========================

* «Ο Μίδας και το χρυσάφι» ήταν ένα παραμύθι που μου είχε χαρίσει ο πατέρας μου στα παιδικά μου χρόνια, χωρίς να θυμάμαι το συγγραφέα του.

Σημείωση: Στην Ελληνική μυθολογία, ο Μίδας αναφέρεται ως ένας βαθύπλουτος βασιλιάς της Φρυγίας. Ο Ηρόδοτος τον αναφέρει ως γιο ενός φτωχού αγρότη, του Γόρδιου, που έζησε το 700 π.Χ, περίπου.

Επιμέλεια: Ν.Π., 5.10.2019

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019


Το πιο νοσταλγικό ταξίδι
Διήγημα



     Καθισμένος στην πολυθρόνα ο παππούς ο Γρηγόρης, κοντά στο καλοριφέρ, νανουρίστηκε από τη θαλπωρή. Στο νανούρισμα «βοήθησε» και η τηλεόραση, που έδειχνε κινούμενα σχέδια και ακουγόταν χαμηλόφωνα. Είχε γείρει το κεφάλι του και τον είχε πάρει λίγο ο ύπνος. Τον ξύπνησαν οι χαρούμενες φωνές και ερωτήσεις της εγγονούλας του, της Ασπασίας, στο διάλογο που είχε με την κόρη του και μαμά της:
     «Ε, μαμά; Θα είναι ωραίο το ταξίδι που θα κάνουμε σε λίγες μέρες; Τί θα δούμε εκεί που θα πάμε;»
     «Τα όσα θα δούμε σ’ αυτό το ταξίδι, Ασπασία μου, θα είναι τόσα πολλά που δεν θα χορταίνει το μάτι σου!...», ήταν η απάντησή της.
     Τότε ο παππούς γύρισε το βλέμμα του και με τα μισάνοιχτα μάτια του κοίταξε την εγγονούλα του, με συναισθήματα νοσταλγίας. Το μυαλό του πισωγύρισε στα δικά του παιδικά χρόνια, και μέσα στο γλυκοξύπνημα, ξανάκανε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το πρώτο του ταξίδι με τραίνο, που μένει πάντα ολοζώντανο στη θύμησή του.
   Από μέρες πριν η μάνα του ετοίμαζε τα ρούχα τους σε μια παλιά ξύλινη βαλίτσα. Εκείνος ήταν μόλις έξι χρονών τότε και με τί λαχτάρα το περίμενε εκείνο το ταξίδι στην Αθήνα! Μια «δυσλειτουργία του εντέρου», όπως άκουσε από το στόμα του γιατρού, έβαλε τους γονείς του σε μεγάλες περιπέτειες: Στο άγχος και στις στενοχώριες του μονάκριβου Γρηγόρη τους, ήρθε να προστεθεί κι ο γολγοθάς ενός ταξιδιού για «περαιτέρω διερεύνηση» σε νοσοκομείο της πρωτεύουσας. Τί καταλάβαινε από όλα αυτά εκείνος, όμως, αφού μια τέτοια εμπειρία θα τού ήταν πρωτόγνωρη και τίποτ’ άλλο δεν τον απασχολούσε!
     Κρατώντας η μάνα του στο ένα χέρι τη βαλίτσα και στο άλλο το γιό της, κατηφόρισαν εκείνο το πρωινό για την πλατεία του χωριού, που θα πέρναγε το τοπικό λεωφορείο για την Πάτρα. Λίγο πριν είχαν χαιρετίσει τους παππούδες, που τα μάτια τους ήταν δακρυσμένα και η φωνή τους πνιγμένη:
     «Γρήγορα και με το καλό να ξανάρθετε!», ήταν η ευχή τους. Προβληματισμένοι όλοι τους για την υγεία του παιδιού, δεν μπορούσαν να κρύψουν την αγωνία τους. Ο Γρηγόρης, όμως, τίποτα δεν καταλάβαινε από όλα αυτά και άλλοτε χοροπήδαγε στο δρόμο για την πλατεία, άλλοτε τραγουδούσε κι άλλοτε αφηνόταν από το χέρι της μητέρας του να τρέξει προς την πλατεία. Τους συνόδεψε και ο πατέρας μέχρι εκεί, που κι αυτού η αγωνία δεν κρυβόταν. Μετέφερε κι αυτός τη βαλίτσα να ξεκουράσει την γυναίκα του κι έμεινε μαζί τους μέχρι που ήλθε το λεωφορείο. Προσπαθούσαν όλες οι κουβέντες να είναι «κρυπτογραφημένες», για να μην βάζουν σε μεγαλύτερες ανησυχίες και το παιδί τους.
     Από τη στιγμή που το λεωφορείο ξεκίνησε, ο Γρηγόρης στεκόταν όρθιος και κρατιόταν γερά από το μπροστινό κάθισμα και κοίταζε αχόρταγα έξω, για να μη χάσει ούτε στιγμή και να μην του ξεφύγει το παραμικρό από τη διαδρομή. «Μάνα, τί είν’ τουτο;», «τί είν’ κείνο», «κι αυτό τί είναι;», ρώταγε και ξαναρώταγε στο κάθε τι που έβλεπε για πρώτη φορά και τον εντυπωσίαζε. Μα κι όταν είδε τη θάλασσα, εκεί να έβλεπες χαρές και απορίες!
     Η συνέχεια με το τραίνο ήταν πιο μαγευτική. Ο ανοιξιάτικος καιρός ήταν ο καλύτερος σύμμαχός τους και η μυρωδιά της θάλασσας που έφτανε στη μύτη του στο σταθμό, τού άρεσε πολύ κι έπαιρνε βαθειές εισπνοές να τη χορτάσει! Μελίσσι κι ο κόσμος που περίμενε κι αυτός, και ο βόμβος από της κουβέντες τους του θύμιζε τις δέκα –δώδεκα κυψέλες μελισσών που είχαν στο σπίτι τους. Τού έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν και ο ίδιος στην είσοδο μιας μεγάλης και ανοιχτής κυψέλης! Οι αχθοφόροι με τις αποσκευές των ταξιδιωτών επάνω στα καροτσάκια τους με τις τρεις ρόδες, βάδιζαν γρήγορα σπρώχνοντάς τα, για να προλάβουν να τους εξυπηρετήσουν όλους και να κερδίσουν περισσότερα χρήματα. Ένα μεγάλο καράβι που ξεκίναγε εκείνη των ώρα από το λιμάνι σφύριξε δυνατά και ο Γρηγόρης κόλλησε στην αγκαλιά της μάνας του από το φόβο του! Μόλις εκείνη του εξήγησε τί είναι, την τράβαγε από το χέρι να πάνε κοντά να το δούνε! Ήταν θέμα λίγων λεπτών η άφιξη του τραίνου, όμως, κι αυτό του στέρησε την μοναδική αυτή εμπειρία.
     Σε λίγο ακούστηκε από μεγάλα «χωνιά» του σταθμού μια αντρική φωνή να λέει:
     «Η αμαξοστοιχία Κυπαρισσία-Πάτρα-Κόρινθος-Αθήνα πλησιάζει στο σταθμό μας. Παρακαλούνται οι επιβάται να είναι έτοιμοι, γιατί θα αναχωρήσει αμέσως»!
     Αμέσως ακούστηκε και το σφύριγμά του από μακριά και η καρδιά του Γρηγόρη άρχισε να χτυπάει γρήγορα και δυνατά. Η στιγμή της πρωτόγνωρης εμπειρίας έφτανε!
     Το στριμωξίδι μέχρι ν’ ανέβουν τις σκάλες του και να βρουν τη θέση τους κάπου στη μέση του βαγονιού, ήταν άνευ προηγουμένου. Η δική του θέση του στο παράθυρο «κατοχυρωμένη», που κι εκεί, σε όρθια θέση πάντα, το βλέμμα του περιπλανιόταν ασταμάτητα.
     Ένα μακροσκελές σφύριγμα και το τραίνο ξεκίνησε! Πολύ σιγά στην αρχή, μα η ταχύτητά του όλο και γινόταν μεγαλύτερη. Όσο κι αν τον νανούριζαν το κούνημα και ο ρυθμικός θόρυβος «τσαφ-τσουφ, τσαφ-τσουφ», τα συνεχή σφυρίγματα και το κάθε τι που «έφευγε» προς τα πίσω πολύ γρήγορα, τον ξαγρυπνούσαν. Ένας κύριος με μπλε-κόκκινη στολή και «καπέλο» που μπήκε σε λίγο να ελέγξει τα εισιτήρια, έλεγε σε όλους πως σε λίγο θα φτάσουν στο Αίγιο και όσοι θα κατέβουν εκεί να ετοιμαστούν. Πέρασε αρκετή ώρα όμως, έτσι του φάνηκε του Γρηγόρη, για να σταματήσουν εκεί.
     Σε κάθε σημείο που ο «δρόμος» του τραίνου, όπως παραστατικά έκανε με τους δείκτες των χεριών του τις σιδηρογραμμές ο Γρηγόρης, συναντιόταν «σταυρωτά» με τα αυτοκίνητα. Κάτι «μακριά-μεγάλα, βαμμένα άσπρα και κόκκινα ξύλα», με κόκκινες σημαίες που ανέμιζαν από τον αέρα, έκλειναν το δρόμο των αυτοκινήτων. Εκείνα σταματούσαν μέχρι να περάσει και το τελευταίο βαγόνι.
    «Μάνα, είδες που τ’ αυτοκίνητα σταματάνε για να περάσουμε εμείς; Γιατί; Είμαστε καλύτεροι;»!
    «Ναι», του απάντησε εκείνη, με την κλίση του κεφαλιού της και με χαμόγελο.
     Άλλο μελίσσι κόσμος στον επόμενο σταθμό, στο Αίγιο, κι ανάμεσά τους κάποιοι άνθρωποι με άσπρο «σακάκι», κρατούσαν στα χέρια τους ένα δίσκο γεμάτο με ψημένα σουβλάκια και φέτες κάτασπρο ψωμί.
    «Σουβλάκια! Φρέσκα, πεντανόστιμα, καλοψημένα και ζεστά σουβλάκια» φώναζαν!
     Άλλοι πάλι κρατούσαν δίσκους με γλυκίσματα και λιχουδιές για τους ταξιδιώτες και με τον ίδιο τρόπο ο καθένας τους διαλαλούσε τα προϊόντα του. Οι περισσότεροι επιβάτες κρεμάστηκαν στα παράθυρα του τραίνου να πάρουν κάτι.
    «Σουβλάκι, μάνα! Σουβλάκι! Θέλω σουβλάκι!», παρακαλούσε και ξαναπαρακαλούσε ο Γρηγόρης, αλλά οι οδηγίες του γιατρού δε το επέτρεπαν. Τα κλάματα ήρθαν γρήγορα, μα η μάνα του δεν ενέδωσε, όσο κι αν την έσφαζε η λαχτάρα του παιδιού της. Έβγαλε από μια τσάντα που κρατούσε στα χέρια ένα μεζέ κότα βραστή που είχε πάρει μαζί της, και σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού, να τον «ξεγελάσει» μ’ αυτό. Στον επόμενο σταθμό πάλι τα ίδια και πάλι το κοτόπουλο έδωσε την εναλλακτική λύση.
     «Ά, ρε μάνα! Άμα γίνω καλά, κάθε μέρα σουβλάκια θα σε βάλω να μου ψήνεις», της είπε με παράπονο και αποδίδοντάς της ευθύνη. Εκείνη του απήντησε με ένα χαμόγελο, που, μάλλον, σήμαινε «ναι» στην επιθυμία του.
     Όταν το ταξίδι τελείωσε αργά το απόγευμα της ίδιας μέρας, κοιμήθηκε πάνω στην καρέκλα του θείου που τους υποδέχθηκε και τους φιλοξενούσε, λίγο μετά που έφτασαν. Λίγες μέρες αργότερα, γύρισαν χαρούμενοι στο χωριό με τη μητέρα του, αφού όλες οι εξετάσεις ήταν καλές. Όλοι χαιρόντουσαν με την αίσια εξέλιξη, μα ο Γρηγόρης νοσταλγούσε όλη αυτή την εμπειρία. Ασταμάτητες και οι παραστατικές διηγήσεις τους στον πατέρα, στον παππού και τη γιαγιά. Πιο πολύ νοσταλγούσε την προετοιμασία και την αναμονή. Αυτή η αναμονή τον έκανε να ονειρεύεται για το τί θα δει και η φαντασία του έφτανε πολύ μακριά. Φανταζόταν πως θα έβλεπε πολλά πράγματα, έτσι όπως τα άκουγε στα παραμύθια, να μαγευτεί στο αντίκρισμά τους. Όμως, κάποιες φορές η πραγματικότητα τον απογοήτευσε!  
     «Το καλύτερο κομμάτι και η μεγαλύτερη χαρά του ταξιδιού, είναι μέχρι ν’ αρχίσει, Ασπασία μου! Αυτή η προετοιμασία και η ευχάριστη αναμονή είναι που έχει τη μεγαλύτερη αξία, γιατί όταν το ταξίδι αρχίσει, μετράει αντίστροφα το τέλος του! ...Ναι, ξεχωριστές οι εμπειρίες κάθε ταξιδιού, αλλά τα ταξίδια της φαντασίας είναι τα καλύτερα!», είπε στην εγγονή του.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.10.2019
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε  ΕΔΩ )