Καθισμένος στην πολυθρόνα ο παππούς ο
Γρηγόρης, κοντά στο καλοριφέρ, νανουρίστηκε από τη θαλπωρή. Στο νανούρισμα «βοήθησε»
και η τηλεόραση, που έδειχνε κινούμενα σχέδια και ακουγόταν χαμηλόφωνα. Είχε
γείρει το κεφάλι του και τον είχε πάρει λίγο ο ύπνος. Τον ξύπνησαν και ερωτήσεις της εγγονούλας του, της Ασπασίας, που έκανε μισοκοιμισμένη με την κόρη του και μαμά της.
«Ε,
μαμά; Θα είναι ωραίο το ταξίδι που θα κάνουμε σε λίγες μέρες; Τί θα δούμε εκεί
που θα πάμε;»
«Τα όσα θα δούμε σ’ αυτό το ταξίδι, Ασπασία μου, θα είναι τόσα πολλά που
δεν θα χορταίνει το μάτι σου!...», ήταν
η απάντησή της.
Τότε ο παππούς γύρισε το βλέμμα του και με
τα μισάνοιχτα μάτια του κοίταξε την εγγονούλα του, με συναισθήματα νοσταλγίας.
Το μυαλό του πισωγύρισε στα δικά του παιδικά χρόνια, και μέσα στο γλυκοξύπνημα,
ξανάκανε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το πρώτο του ταξίδι με τραίνο, που μένει πάντα ολοζώντανο στη θύμησή του...
Από μέρες πριν η μάνα του ετοίμαζε τα ρούχα
τους σε μια παλιά ξύλινη βαλίτσα. Εκείνος ήταν μόλις έξι χρονών τότε και με τί
λαχτάρα το περίμενε εκείνο το ταξίδι στην Αθήνα! Μια «δυσλειτουργία του
εντέρου», όπως άκουσε από το στόμα του γιατρού, έβαλε τους γονείς του σε
μεγάλες περιπέτειες: Στο άγχος και στις στενοχώριες του μονάκριβου Γρηγόρη τους,
ήρθε να προστεθεί κι ο γολγοθάς ενός ταξιδιού για «περαιτέρω διερεύνηση» σε
νοσοκομείο της πρωτεύουσας. Τί καταλάβαινε από όλα αυτά εκείνος, όμως, αφού μια
τέτοια εμπειρία θα τού ήταν πρωτόγνωρη και τίποτ’ άλλο δεν τον απασχολούσε!
Κρατώντας η μάνα του στο ένα χέρι τη
βαλίτσα και στο άλλο το γιό της, κατηφόρισαν εκείνο το πρωινό για την πλατεία
του χωριού, που θα πέρναγε το τοπικό λεωφορείο για την Πάτρα. Λίγο πριν είχαν
χαιρετίσει τους παππούδες, που τα μάτια τους ήταν δακρυσμένα και η φωνή τους
πνιγμένη:
«Γρήγορα
και με το καλό να ξανάρθετε!», ήταν η ευχή τους. Προβληματισμένοι όλοι τους
για την υγεία του παιδιού, δεν μπορούσαν να κρύψουν την αγωνία τους. Ο Γρηγόρης, όμως, τίποτα δεν καταλάβαινε από όλα αυτά και άλλοτε χοροπήδαγε στο δρόμο για
την πλατεία, άλλοτε τραγουδούσε κι άλλοτε αφηνόταν από το χέρι της μητέρας του
να τρέξει προς την πλατεία. Τους συνόδεψε και ο πατέρας μέχρι εκεί, που κι
αυτού η αγωνία δεν κρυβόταν. Μετέφερε κι αυτός τη βαλίτσα να ξεκουράσει την γυναίκα του κι έμεινε μαζί τους μέχρι που ήλθε το λεωφορείο. Προσπαθούσαν όλες οι κουβέντες να είναι «κρυπτογραφημένες»,
για να μην βάζουν σε μεγαλύτερες ανησυχίες και το παιδί τους.
Από τη στιγμή που το λεωφορείο ξεκίνησε, ο
Γρηγόρης στεκόταν όρθιος και κρατιόταν γερά από το μπροστινό κάθισμα και
κοίταζε αχόρταγα έξω, για να μη χάσει ούτε στιγμή και να μην του ξεφύγει το
παραμικρό από τη διαδρομή. «Μάνα, τί είν’ τουτο;», «τί είν’ κείνο», «κι αυτό τί
είναι;», ρώταγε και ξαναρώταγε στο κάθε τι που έβλεπε για πρώτη φορά και τον εντυπωσίαζε.
Μα κι όταν είδε τη θάλασσα, εκεί να έβλεπες χαρές και απορίες!
Η συνέχεια με το τραίνο ήταν πιο
μαγευτική. Ο ανοιξιάτικος καιρός ήταν ο καλύτερος σύμμαχός τους και η μυρωδιά
της θάλασσας που έφτανε στη μύτη του στο σταθμό, τού άρεσε πολύ κι έπαιρνε
βαθειές εισπνοές να τη χορτάσει! Μελίσσι κι ο κόσμος που περίμενε κι αυτός, και
ο βόμβος από της κουβέντες τους του θύμιζε τις δέκα –δώδεκα κυψέλες μελισσών
που είχαν στο σπίτι τους. Τού έδινε την εντύπωση ότι βρισκόταν και ο ίδιος στην
είσοδο μιας μεγάλης και ανοιχτής κυψέλης! Οι αχθοφόροι με τις αποσκευές των
ταξιδιωτών επάνω στα καροτσάκια τους με τις τρεις ρόδες, βάδιζαν γρήγορα σπρώχνοντάς τα, για να
προλάβουν να τους εξυπηρετήσουν όλους και να κερδίσουν περισσότερα χρήματα. Ένα
μεγάλο καράβι που ξεκίναγε εκείνη των ώρα από το λιμάνι σφύριξε δυνατά και ο
Γρηγόρης κόλλησε στην αγκαλιά της μάνας του από το φόβο του! Μόλις εκείνη του
εξήγησε τί είναι, την τράβαγε από το χέρι να πάνε κοντά να το δούνε! Ήταν θέμα
λίγων λεπτών η άφιξη του τραίνου, όμως, κι αυτό του στέρησε την μοναδική αυτή
εμπειρία.
Σε λίγο ακούστηκε από μεγάλα «χωνιά» του
σταθμού μια αντρική φωνή να λέει:
«Η
αμαξοστοιχία Κυπαρισσία-Πάτρα-Κόρινθος-Αθήνα πλησιάζει στο σταθμό μας.
Παρακαλούνται οι επιβάται να είναι έτοιμοι, γιατί θα αναχωρήσει αμέσως»!
Αμέσως ακούστηκε και το σφύριγμά του από μακριά και η καρδιά του Γρηγόρη άρχισε να χτυπάει γρήγορα και δυνατά. Η
στιγμή της πρωτόγνωρης εμπειρίας έφτανε!
Το στριμωξίδι μέχρι ν’ ανέβουν τις σκάλες
του και να βρουν τη θέση τους κάπου στη μέση του βαγονιού, ήταν άνευ
προηγουμένου. Η δική του θέση του στο παράθυρο «κατοχυρωμένη», που κι εκεί, σε όρθια
θέση πάντα, το βλέμμα του περιπλανιόταν ασταμάτητα.
Ένα μακροσκελές σφύριγμα και το τραίνο
ξεκίνησε! Πολύ σιγά στην αρχή, μα η ταχύτητά του όλο και γινόταν μεγαλύτερη.
Όσο κι αν τον νανούριζαν το κούνημα και ο ρυθμικός θόρυβος «τσαφ-τσουφ,
τσαφ-τσουφ», τα συνεχή σφυρίγματα και το κάθε τι που «έφευγε» προς τα πίσω πολύ
γρήγορα, τον ξαγρυπνούσαν. Ένας κύριος με μπλε-κόκκινη στολή και «καπέλο» που
μπήκε σε λίγο να ελέγξει τα εισιτήρια, έλεγε σε όλους πως σε λίγο θα φτάσουν
στο Αίγιο και όσοι θα κατέβουν εκεί να ετοιμαστούν. Πέρασε αρκετή ώρα όμως,
έτσι του φάνηκε του Γρηγόρη, για να σταματήσουν εκεί.
Σε κάθε σημείο που ο «δρόμος» του τραίνου, όπως παραστατικά έκανε με τους δείκτες των χεριών του τις σιδηρογραμμές ο Γρηγόρης, συναντιόταν «σταυρωτά»
με τα αυτοκίνητα. Κάτι «μακριά-μεγάλα, βαμμένα άσπρα και κόκκινα ξύλα», με κόκκινες σημαίες που ανέμιζαν από τον αέρα, έκλειναν
το δρόμο των αυτοκινήτων. Εκείνα σταματούσαν μέχρι να περάσει και το τελευταίο βαγόνι.
«Μάνα,
είδες που τ’ αυτοκίνητα σταματάνε για να περάσουμε εμείς; Γιατί; Είμαστε
καλύτεροι;»!
«Ναι», του απάντησε εκείνη, με
την κλίση του κεφαλιού της και με χαμόγελο.
Άλλο μελίσσι κόσμος στον επόμενο σταθμό,
στο Αίγιο, κι ανάμεσά τους κάποιοι άνθρωποι με άσπρο «σακάκι», κρατούσαν στα
χέρια τους ένα δίσκο γεμάτο με ψημένα σουβλάκια και φέτες κάτασπρο ψωμί.
«Σουβλάκια! Φρέσκα, πεντανόστιμα, καλοψημένα και ζεστά σουβλάκια» φώναζαν!
Άλλοι πάλι κρατούσαν δίσκους με γλυκίσματα
και λιχουδιές για τους ταξιδιώτες και με τον ίδιο τρόπο ο καθένας τους
διαλαλούσε τα προϊόντα του. Οι περισσότεροι επιβάτες κρεμάστηκαν στα παράθυρα
του τραίνου να πάρουν κάτι.
«Σουβλάκι, μάνα! Σουβλάκι! Θέλω σουβλάκι!», παρακαλούσε και ξαναπαρακαλούσε ο Γρηγόρης, αλλά οι οδηγίες του
γιατρού δε το επέτρεπαν. Τα κλάματα ήρθαν γρήγορα, μα η μάνα του δεν ενέδωσε,
όσο κι αν την έσφαζε η λαχτάρα του παιδιού της. Έβγαλε από μια τσάντα που
κρατούσε στα χέρια ένα μεζέ κότα βραστή που είχε πάρει μαζί της, και σύμφωνα με
τις οδηγίες του γιατρού, να τον «ξεγελάσει» μ’ αυτό. Στον επόμενο σταθμό πάλι
τα ίδια και πάλι το κοτόπουλο έδωσε την εναλλακτική λύση.
«Ά, ρε μάνα! Άμα γίνω καλά, κάθε μέρα σουβλάκια θα σε βάλω να μου
ψήνεις», της είπε με παράπονο και
αποδίδοντάς της ευθύνη. Εκείνη του απήντησε με ένα χαμόγελο, που, μάλλον,
σήμαινε «ναι» στην επιθυμία του.
Όταν το ταξίδι τελείωσε αργά το απόγευμα της
ίδιας μέρας, κοιμήθηκε πάνω στην καρέκλα του θείου που τους υποδέχθηκε και τους
φιλοξενούσε, λίγο μετά που έφτασαν. Λίγες μέρες αργότερα, γύρισαν χαρούμενοι
στο χωριό με τη μητέρα του, αφού όλες οι εξετάσεις ήταν καλές. Όλοι χαιρόντουσαν
με την αίσια εξέλιξη, μα ο Γρηγόρης νοσταλγούσε όλη αυτή την εμπειρία. Ασταμάτητες και οι παραστατικές διηγήσεις τους στον πατέρα, στον παππού και τη γιαγιά. Πιο πολύ
νοσταλγούσε την προετοιμασία και την αναμονή. Αυτή η αναμονή τον έκανε να
ονειρεύεται για το τί θα δει και η φαντασία του έφτανε πολύ μακριά. Φανταζόταν
πως θα έβλεπε πολλά πράγματα, έτσι όπως τα άκουγε στα παραμύθια, να μαγευτεί
στο αντίκρισμά τους. Όμως, κάποιες φορές η πραγματικότητα τον απογοήτευσε!
«Το
καλύτερο κομμάτι και η μεγαλύτερη χαρά του ταξιδιού, είναι μέχρι ν’ αρχίσει,
Ασπασία μου! Αυτή η προετοιμασία και η ευχάριστη αναμονή είναι που έχει τη
μεγαλύτερη αξία, γιατί όταν το ταξίδι αρχίσει, μετράει αντίστροφα το τέλος του! ...Ναι, ξεχωριστές οι εμπειρίες κάθε ταξιδιού, αλλά τα ταξίδια της φαντασίας είναι
τα καλύτερα!», είπε στην εγγονή του.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.10.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου