Κυριακή 29 Μαρτίου 2020



ΜΕ ΔΙΑΘΕΣΗ ΧΙΟΥΜΟΡ!
(λόγω του εγκλεισμού της πανδημίας)

Δεν είναι κρίμα κι άδικο,
απ’ το φεγγίτη, μόλις,
την άνοιξη να βλέπουμε
στις ερημιές της πόλης;

Δεν είναι κρίμα κι άδικο,
που ’ναι φθηνή η βενζίνη,
ένας νεόφερτος ιός
στα σπίτια να μας κλείνει;

Ν.Π., 29.3.2020

Εσπερινός, προσκύνημα και αγρυπνία (αφήγημα)






     Ήτανε το καλοκαίρι, µεταξύ δευτέρας και τρίτης γυµνασίου. Μεγάλη δουλειά το γυµνάσιο εκείνη την εποχή: Ξεχώριζε γιατί ήταν σχολείο των λιγότερων και όχι των περισσότερων! «Μαθαίνει γράµµατα να ξεφύγει», λέγανε όλοι, µπροστά σου και πίσω σου και σε δείχνανε µε σεβασµό, σαν παράδειγµα προς µίµηση. Μα σήµαινε και κάτι ακόµα να είσαι µαθητής γυµνασίου: Παιδί πειθαρχηµένο και µετρηµένο, µε σεβασµό προς τους άλλους, µε καλλιέργεια πνεύµατος και επίπεδο. Σήµαινε και ότι ξέρεις περισσότερα από τους συνοµηλίκους σου, αλλά και από µεγαλύτερούς σου. Σήµαινε όµως και κάτι παραπάνω, πιο «πρακτικό»: Έχοντας τελειώσει τρεις τάξεις του γυµνασίου, εύκολα εύρισκες δουλειά, και καλή δουλειά. Όχι «διευθυντής», αλλά σαν υπάλληλος µπορούσες να κάνεις καλή καριέρα. Έχοντας δε τελειώσει και εξατάξιο, µια διευθυντική θέση ήταν εύκολη, ύστερα από λίγα χρόνια υπαλληλικής καριέρας.
     Λίγες µέρες, λοιπόν, µετά το τέλος εκείνης της σχολικής χρονιάς, µου είχε υποσχεθεί ο πατέρας ότι θα µ’ έστελνε να µείνω ένα βράδυ στο βουνό µε τον παππού στα πρόβατα, ακλουθώντας το δικό του πρόγραµµα. Μου το είπε µε τρόπο, µάλλον «πανηγυρικό», σαν να ήθελε να µε ανταµείψει που τελείωσα κι αυτή την τάξη και που προβιβάστηκα µε καλό βαθµό. Κάτι σαν να λέµε, δηλαδή, σ’ ένα σηµερινό παιδί, ότι του «κάνουµε δώρο» δέκα µέρες διακοπές σε προορισµό της επιλογής του και µε πολύ «ενισχυµένο» χαρτζιλίκι!
     ∆εν µε ενθουσίασε η πρότασή του, για δύο λόγους: Πρώτον, στον παππού δεν είχα το θάρρος που είχα στον πατέρα και, δεύτερον, γιατί τη νύχτα φοβόµουνα να βγω µόνος µου έξω! Πώς µπορούσα να σκεφτώ ότι θα ξενυχτούσα στο βουνό, αφού είχα ακούσει για «στοιχειά», για νεράιδες, για ξωτικά, για φαντάσµατα, για ζουλάπια και για φίδια; Στη θέα και µόνο, ακόµα και του πιο µικρού φιδιού, µ’ έκοβε κρύος ιδρώτας και... τρέξτε ποδαράκια µου! Και πώς ακόµα θα µπορούσα να µιλήσω για το ο,τιδήποτε µε απασχολούσε στον παππού; Πώς θα µπορούσα να του ξεστοµίσω ότι φοβάµαι, αφού δεν εύρισκα το θάρρος να συζητήσω µαζί του για πολύ καθηµερινά µου πράγµατα; Έτσι, σαν πρόταση µε άφηνε αδιάφορο και µε µια γκριµάτσα έδειξα ότι την απορρίπτω, παρ’ όλο που πολλές φορές είχα ακούσει τη γιαγιά να µιλάει πολύ νοσταλγικά για τα δικά της παιδικά χρόνια στο βουνό µε το κοπάδι. Τότε, που κοριτσόπουλο ακόµα ανέβαινε συχνά τα καλοκαιρινά βράδια κι έµενε εκεί δεκαπέντε και είκοσι µέρες µε τους δικούς της. Πάντα στην κουβέντα της ήθελε να φανεί πώς κάθε φορά ήταν σαν να µεταλάβαινε και κάτι καινούργιο από το µεγαλείο της φύσης!
     Θα µπορούσα να βρω την πρόταση του πατέρα κάπως ενδιαφέρουσα, αν ήτανε να πάω µαζί του. Απ ότι φάνηκε, κατάλαβε και ό ίδιος από την πρώτη στιγµή την άρνησή µου και δε µου το ξανάκανε κουβέντα. ∆εν πέρασαν πολλές µέρες και, µάλλον το ξέχασα...
     Λίγο καιρό αργότερα ο παππούς γύρισε κουτσαίνοντας από το βουνό ένα πρωί και έπιασε το κρεβάτι. Κάπου γλίστρησε και χτύπησε στο γοφό, όχι ιδιαίτερα σοβαρά. Πέρασαν καµιά δεκαπενταριά µέρες µέχρι να ξαναπάει τσοπάνης και ο πατέρας αναγκάστηκε να αλλάξει τότε το δικό του πρόγραµµα: Πήγαινε στις δουλειές στα χωράφια για λίγες ώρες το πρωί. Το απόγευµα και τη νύχτα ακολουθούσε το πρόγραµµα του κοπαδιού, µέχρι το επόµενο πρωί, που τότε αναλάµβανε η µάνα, µαζί µε τις άλλες δουλειές του σπιτιού.
     Το δεύτερο ή το τρίτο πρωί, που γύρισε µε το κοπάδι, τον είδα να έχει µια ευχάριστη έκφραση στο πρόσωπο, σαν κάτι καλό να είχε στο νου του. Πριν ξεκινήσει το άρµεγµα, έκατσε για λίγο στον παχύ ίσκιο, κάτω από τη µεγάλη ακακία στην αυλή µας, να πάρει µια ανάσα. Όσο µου άρεσε τα καλοκαίρια εκείνο το δέντρο, τόσο µε νευρίαζε κάθε χινόπωρο, γιατί γέµιζε τον τόπο µε φύλλα και µε βάζανε και τα σκούπιζα! Μόλις του πήγα την αλουµινένια κανάτα µε κρύο νερό από τη βρύση, που µου είχε ζητήσει να πιεί, γυρνάει και µου λέει µε πλατύ χαµόγελο, κάπως βέβαιος πως η απάντησή µου θα είναι θετική:
     «Τί λες; Θέλεις να πάµε να µείνουµε στο βουνό απόψε και να γυρίσουµε αύριο το πρωί; ...Θα δεις πόσο όµορφα θα είναι!...».
     Τον κοίταξα κάπως ξαφνιασµένος, γιατί σχεδόν είχα ξεχάσει την πρότασηπου µου είχε κάνει καµιά εικοσαριά µέρες πριν. Γύρισα και κοίταξα τη µάνα, ανιχνεύοντας και τη δική της σκέψη, αν και το θέµα δεν µε πολυενδιέφερε. Με κοίταξε κι αυτή µε χαµόγελο, που υπονοούσε τη συγκατάθεσή της. Σχεδόν αµέσως συµπλήρωσε ο πατέρας:
     «Εγώ δε θέλω να σε κάνω τσοπάνη. Εσύ έχεις αρχίσει να χαράζεις το δικό σου δρόµο. Θέλω όµως να δεις ότι τα βουνά έχουν κι αυτά τις οµορφιές τους και να τα θυµάσαι όλα αυτά όταν µεγαλώσεις».
     Το στριφογύρισα και το ξαναστριφογύρισα πολλές φορές στο µυαλό µου, µέσα σε λίγα λεπτά. Πώς να ξεπερνούσα τους φόβους µου για τη νύχτα; Η σιγουριά όµως, αφού θα ήµουν µαζί µε τον πατέρα, µου έδινε άλλον αέρα και σιγά – σιγά έµπαινα σε πειρασµό.
     Το µεσηµέρι, που καθίσαμε να φάµε, είχα πάρει την απόφασή µου και την ανακοίνωσα στον πατέρα – και έµµεσα στη µάνα –, αν και κάποιες επιφυλάξεις επέµεναν µέσα µου:
     «Πατέρα, λέω να ’ρθω κι εγώ µαζί σου το βράδυ στο βουνό!...».
     Λιτές κι απέριττες οι ετοιµασίες για την περιπέτεια που είχα αποφασίσει να ζήσω: ∆υο µάλλινες, όχι ιδιαίτερα χοντρές κουβέρτες, γιατί τη νύχτα έκανε κρύο εκεί ψηλά, µπλούζα, σακάκι, ψωµί, τυρί, τρεις ντοµάτες και τέσσερα αυγά βραστά. Μαζί κι ένα µικρό δοχείο µε νερό, που ήταν επί πλέον φορτίο για τον πατέρα, φυσικά. Εγώ, κρατώντας µόνο ένα ξύλο, για «γκλίτσα» και να... βοηθάω στο σαλάγισµα, αλλά και, πολύ περισσότερο για στήριγμα σε δύσκολα σηµεία της διαδροµής. Τα µόνα που µε... βάραιναν, ήταν δυο «σπυράκια» λιβάνι και µια µικρή εικόνα της Παναγιάς κι άλλη µια µικρότερη του Αγίου Νικολάου στην τσέπη. Τα πήρα για φυλαχτό, από τα... στοιχειά της νύχτας! Φυσικά, δεν το ήξερε κανένας άλλος, εκτός από µένα, γιατί ήµουν σίγουρος ότι θα γέλαγαν µαζί µου!
     Ανηφορίζοντας, κι όσο αποµακρυνόµαστε από το σπίτι, ένοιωθα κάτι σαν δέος, για το πώς κοιµούνται οι άνθρωποι (οι τσοπάνηδες) στα βουνά. Ο πατέρας, θέλοντας να µου διώξει και τις τελευταίες ανησυχίες, συνέχεια µε ενθάρρυνε, λέγοντας ότι τίποτα κακό δεν υπάρχει και ότι ο ίδιος ποτέ δεν είχε ακούσει κάποιος κάτι να πάθει. Τέλειωσε την κουβέντα του έτσι:
     «Αυτά τα λένε οι γυναικούλες, που µαζεύονται στις αυλές να κουτσοµπολέψουνε και όταν δεν έχουνε τι άλλο να πούνε, πλάθουνε µε το νου τους διάφορες ιστορίες και τις λένε η µία στην άλλη, τάχα να δείξουνε ότι κάτι ξέρουνε...».
     Με καθησύχαζαν τα λόγια του, αλλά όσο συνειδητοποιούσα ότι το βράδυ θα είµαι µακριά από το σπίτι, να πάλι µπροστά µου οι φόβοι! ∆εν µου ήσαν ιδιαίτερα «γνώριµες» οι µεγάλες αποστάσεις και µάλιστα σε βουνοκορφές, µέσα στην άγρια νύχτα.
     Ανεβαίνοντας, ανταµωθήκαµε και µε άλλους τσοπάνηδες, που µε τον πατέρα έπιαναν κουβέντα για τα πρόβατα και τις άλλες δουλειές. Όλοι ρωτούσαν για το «πώς πάει ο γέρος», εννοώντας τον παππού. Εµένα µε ρωτούσαν «πώς πήγε το σχολείο» και µετά δυο – τρεις ερωτήσεις, ακολουθούσε το «µπράβο» τους µε πολλά θαυµαστικά. Κι ο πατέρας, φυσικά καµάρωνε.
     Φτάσαµε ύστερα από τρεισήµισι ώρες στον προορισµό µας: ήταν ένα µικρό ξέφωτο οροπέδιο λίγων στρεµµάτων και η νύχτα ήθελε καμιά ώρα ακόµα να πέσει. Πιο πέρα, που άρχιζε το βουνό πάλι ν’ «αναβαίνει», µια πηγή µε άφθονο γάργαρο νερό, πού κύλαγε λίγα µέτρα και µετά γκρεµιζόταν στο βράχο, έκανε έναν µικρό καταρράκτη, που έσπαζε µονότονα την ησυχία του βουνού. Γύρω οι πλαγιές γεµάτες κοπάδια και οι πιο κοντινοί τσοπαναραίοι πείραζαν καλοπροαίρετα τον πατέρα:
       «Ρε, Χρήστο, έχεις και τσοπανάκο σήµερα;».
     Με ενοχλούσε αυτή τους η ερώτηση, ή άλλες παρόµοιες, νοµίζοντας ότι µε υποτιµούσαν και µέσα µου θύµωνα, χωρίς να το δείχνω. Έκανα πως χαµογελούσα, αλλά κρύα.
     Κρέµασε ο πατέρας το ταγάρι σ’ ένα κλαρί, προφυλάσσοντας έτσι το δείπνο μας από έντομα κι ερπετά. Το ηλιοβασίλεµα αργούσε κάνα µισάωρο ακόµα και µπορούσα ακούραστα κι αχόρταγα ν’ αγναντέψω γύρω, παρά τη σωµατική κούραση, από το ανέβασµα και µε τον ήλιο κατακούτελα. Μακριά στο βάθος φαίνονταν τρία χωριουδάκια, φωλιασµένα το καθένα στο απάγκιο του βουνού του. Το δικό µας χωριό δε φαινότανε από εκεί, όσο κι αν προσπαθούσα να το δω.
     Η στιγμή που έδυε ο ήλιος, ήταν πολύ ξεχωριστή! Μαγική! Τα λιγοστά µικρά σύννεφα χρύσιζαν περισσότερο από πριν, συµπληρώνοντας τον καµβά του ουρανού που απλωνόταν ως τη γη! Κοίταζα προς κάθε σηµείο του ορίζοντα, νοιώθοντας πως είχα τον έλεγχο και την εξουσία του τοπίου!
     Πιο σκοτεινή η ανατολή, παραχωρούσε τώρα το µεγαλείο της στη δύση! Τα αγριοπούλια είχαν κιόλας πάει να κουρνιάσουν, δίνοντας σιγά – σιγά τη θέση τους στις νυχτερίδες, που είχαν αρχίσει το τρελό πέταγµά τους από δω κι από κει. Η γαλήνη µε όλο της το µυστήριο, που μ’ έκανε να ζω µια έκσταση!
     Τα κουδούνια των κοπαδιών, που είχαν γεµίσει τις πλαγιές, ακούγονταν πιο καθαρά τώρα. Φάνταζαν σαν γλυκές µελωδίες, σαν κατανυκτική «ευχαριστήριος δέησις» προς τον Ύψιστο, από τον ίδιο το «λαό» και το «βασιλιά» του, για τα αγαθά που χαρίζει απλόχερα στη φύση! Μια πραγµατική µυσταγωγία, ένας υπαίθριος εσπερινός, χωρίς παπά και ψάλτες, µακριά από τον κόσµο και κοντινότερα στον ίδιο το ∆ηµιουργό, έκανε την καρδιά να πληµµυρίζει µ’ ένα αλλιώτικο, ένα πρωτόγνωρο δοξαστικό και παρακλητικό µαζί «κατευθυνθήτω η προσευχή µου ως θυµίαµα ενώπιόν Σου»! Το απαλό χαϊδευτικό αεράκι συμπλήρωνε την κατάνυξη, φέρνοντας σαν από θυµίαµα κι αυτό εναλλασσόµενες µεθυστικές µοσχοβολιές από το κάθε τι: έλατο, τσάι, ρίγανη, θυµάρι, χαµοµήλι...
     Εκείνη την ώρα του «εσπερινού» είδα ένα µεσόκοπο «βασιλιά», το συγχωριανό µας µπάρµπα-Βασίλη, να ξεκόβει ολότελα ξένοιαστος από τα ζωντανά του, πού έτσι κι αλλιώς έβοσκαν ανέµελα, χωρίς να έχουν ανάγκη την παρουσία του και την επίβλεψή του. Ακουµπώντας µε τη γκλίτσα του έφτασε µε αργά βήµατα στην πηγή, κατέβασε το ταγάρι του από τον ώµο και το απίθωσε λίγο πιο κει. Ύστερα έβγαλε και το καπέλο του και γονάτισε να πιεί, ακουµπώντας και τα χέρια του σε δυο µικρές πέτρες κι έσκυψε µέχρι που έφρασε το στόµα του στο νερό. Από τη θέση εκείνη έπινε αργά και απολαυστικά, µέχρι να ξεδιψάσει. Μετά σηκώθηκε και, χορτασµένος κι ευχαριστηµένος μαζί, σκουπίστηκε µε το µέσα µέρος της δεξιάς του παλάµης, για να στρώσει και το µεγάλο γκρίζο µουστάκι, µια από δω και µια από κει. Ήταν µια εικόνα, που σαν την έβλεπες, σε µάγευε! Πόσες φορές δεν είχα σκύψει κι εγώ µε τον ίδιο τρόπο σε πηγές να ξεδιψάσω, ποτέ όµως δεν είχα νοιώσει την ικανοποίηση του µπάρµπα-Βασίλη, που τον είδα και χόρταινε νεράκι! Ένοιωσα τότε πως αυτή η γονυκλισία  ήταν στο ∆ηµιουργό, αλλά και στη χάρη και µεγαλείο της φύσης από το «βασιλιά» του «λαού», όπως αποκαλεί  ο Παύλος Νιρβάνας τον τσοπάνη και το κοπάδι, σε ένα από τα χρονογραφήµατά του.
     Εκείνο το βράδυ δεν είχε φεγγάρι κι έχανες από τα µάτια σου ακόµα και...τη µύτη σου, όταν σιγά - σιγά έπηζε το σκοτάδι! Τα πιο λαµπερά αστέρια δήλωναν εντονότερα την παρουσία τους, σαν να ήθελαν να το αναπληρώσουν. Κάνα οχτάρι τσοπάνηδες που ήταν απλωµένοι στην ίδια περιοχή, άλλος µε φακό, άλλος «ψάχνοντας», άλλος µε αναπτήρα, µαζεύτηκαν στον ίδιο χώρο που ήµαστε κι εµείς. Τι αστεία, τι πειράγµατα, τι γέλια φωναχτά! Άλλο να σου τα λένε κι άλλο να τα ακούς! Ύστερα από αρκετό κουβεντολόι, κάτσανε κυκλικά και βγάλανε ό,τι τους είχε κάνει κουµάντο η νοικοκυρά τους από το σπίτι. Στρώσανε κατάχαµα για µεσάλι την πετσέτα που είχαν διπλωµένο το «δείπνο» κι ύστερα κάνοντας έναν γρήγορο σταυρό, αρχίσανε να τρώνε! Ο πατέρας ετοίµασε και το δικό µας φαΐ, αφού στήριξε σε τρεις µικρές πέτρες µια πασχαλινή λαµπάδα που είχε πάρει µαζί του. Η απόλυτη άπνοια την άφηνε να απλώνει όλο της το φέγγος στο «τραπέζι» µας.
     «Μπα, Χρήστο, έχεις και φωτερό απόψε;», ρώτησε ο µπάρµπα-∆ήµος, χαριτολογώντας.
     «Την πήρα για το παιδί, που δεν είναι µαθηµένο...».
     «Πάρτε µεζέ, ρε! Έσφαξε κόκορα σήµερα η κυρά και µου έβαλε ένα µπούτι µαζί», είπε ο µπάρµπα-Πάνος, µε το που έστρωσε κι αυτός το «τραπέζι» του κι άρχισε να τρώει.
     «Τι να φάµε εµείς από το µπούτι του κόκορα, τι να µείνει και για σένα!», είπε σαν σχόλιο και απάντηση µαζί ο πατέρας.
     «∆ώσε λίγο στο παιδί, τουλάχιστον...», εννοώντας εµένα, συµπλήρωσε ο µπάρµπα-Πάνος.
     «Κι εγώ, έχω µισό ρέγκο... Όποιος θέλει ας πάρει», είπε ο µπάρµπα-Θανάσης.
     ∆αγκώθηκα στο άκουσµα του ρέγκου, που τον είχα µόνιµη λαχτάρα, αλλά ντροπαλός καθώς ήµουν πάντα, προσποιήθηκα ότι δε θέλω, κι έτσι, ούτε µεζέ, ούτε ρέγκο πήρα, κι ας µου τρέχανε τα σάλια! «Αρκέστηκα» στα συνηθισµένα: βρεγµένο ψωµί – για να «µαλακώσει» – τυρί, αυγό και ντοµάτα, που είχαµε πάρει από τον πλανόδιο µανάβη, γιατί οι δικές µας δεν είχαν ωριμάσει ακόµα. Τελειώνοντας το δείπνο, έστρωσε ο καθένας το... κρεβάτι του, γυρίσανε προς την ανατολή, κάνανε το σταυρό τους, και µετά την «καληνύχτα» πέσανε να κοιµηθούνε. Ο πατέρας έκανε και για µένα κουµάντο, να κοιµηθούµε µαζί. Συνεσταλµένος από την παρουσία τόσων γύρω µου, έκανα µια σύντοµη προσευχή κι έπεσα. Σκληρό ήτανε το «κρεβάτι», σκληρό και το «στρώµα», αλλά βολεύτηκα σχετικά εύκολα. Με τόσους παρέα, που ήξεραν κι από βουνό κι από αφέγγαρη νύχτα, ένοιωθα σιγουριά και κάθε φόβος µου είχε αποµακρυνθεί. Έµεινα ανάσκελα και µε τα µάτια ορθάνοιχτα, κοιτάζοντας τον ουρανό.
     Τι ήταν αυτή η αστροφεγγιά! ∆εν υπήρχε το παραµικρό σύννεφο, αλλά ούτε φως γύρω κι από την πεντακάθαρη ατµόσφαιρα µπορούσα να διακρίνω κάποια πολύ µικρά αστέρια που τρεµόσβηναν. Το µεγάλο «ποτάµι» (ο γαλαξίας) σε όλο του το µεγαλείο, χώριζε στη µέση τον ουρανό, µε µια φωτεινότητα ξεχωριστή, πολύ πιο ξεχωριστή απ’ ότι την έβλεπα από την αυλή του σπιτιού µας. Η γη αχνοφωτιζόταν και µε λίγη καλή προσπάθεια µπορούσες να περπατήσεις, ακόµα και στα µικρότερα µονοπάτια! Τρεµόσβηναν όµως και τα «επίγεια» φωτάκια, µακριά στα χωριά, που µόλις λίγο καιρό πριν το ηλεκτρικό τους είχε φέρει τον πολιτισµό. Παράλληλα µε τα µεγαλόπρεπα και µυστηριακά θεάµατα, έρχονταν να προστεθούν και τα διάφορα ακροάµατα, που καθένα µε τη δική του µουσική και το δικό του µυστήριο µου άγγιζε το νου και την καρδιά. Χαιρόµουν ολόψυχα, σαν ένοιωθα να απλώνεται γύρω µια µακρόσυρτη και κατανυκτική «συµφωνία» µε αµέτρητες µελωδίες. Καθεµιά είχε µε το δικό της ήχο και τον ξεχωριστό της ρυθµό, που οφειλόταν στα διαφορετικά κουδούνια, καθώς τα ζωντανά νυχτοβοσκούσαν. Μαζί τους ανακατεύονταν και οι κραξιές από νυχτοπούλια και αγριοζούλαπα, οι ρυθµικές τρίλιες των τριζονιών, τα κελαηδήµατα των αηδονιών. Τα γουργουρίσµατα και τα σιγανά αλυχτίσµατα των τσοπανόσκυλων, βεβαίωναν πως οι φρουροί είναι ακοίµητοι στη σκοπιά τους!
     Ένοιωθα να βρίσκοµαι σε µια «κατανυκτική αγρυπνία», την πρώτη της ζωής µου, µετέωρος µεταξύ ουρανού και γης. Μόνο κάποιο αεροπλάνο περνούσε που και που να µου διακόψει την ονειροπόληση, «χαιρετώντας» µε τα κόκκινα φωτάκια του που αναβόσβηναν. Κι αφού κόντευε να χαθεί στον ορίζοντα, µόλις που ακουγόταν και η βουή του!
     Όσο και να ήθελα και να προσπαθούσα να µη χάσω την έκσταση και να κρατάω τα µάτια µου ανοιχτά εκείνη την αλλιώτικη νύχτα, ο Μορφέας είχε ήδη έλθει και είχε αρχίσει µε κερδίσει. Όµως, εκείνη τη στιγµή έγινε κάτι που συµπλήρωσε τη µαγική βραδιά: Μια πολύ έντονη και ξαφνική λάµψη χύθηκε από ένα αστέρι που «έπεφτε» και φώτισε γύρο τα βουνά, σαν µια δυνατή και παρατεινόµενη αστραπή που σπάθισε τον ουρανό! Που να ήξερα τότε, ότι αν έκανα µια ευχή, θα «έπιανε»! Έτσι κι αλλιώς όµως, όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που δεν είχα καν χρόνο να σκεφτώ τι να ευχηθώ! Οι περισσότεροι γύρω ροχάλιζαν ήδη και κανένας δεν πήρε χαµπάρι. Όχι µόνο µε ξαγρύπνησε το φαντασµαγορικό αυτό φαινόµενο, αλλά και οι απορίες άρχισαν να µου έρχονται η µία µετά την άλλη: Πώς ετούτο, πώς εκείνο, πώς το άλλο; Τα όσα είχα µάθει µέχρι τότε στο σχολείο για τα ουράνια σώµατα και το σύµπαν, δεν ήσαν αρκετά να τις λύσουν. Είδε κι ο πατέρας το αστέρι που έπεφτε, που ούτε αυτός είχε κοιµηθεί ακόµα.
     «Κοιµάσαι;», µε ρώτησε ψιθυριστά και µε επιφύλαξη, να µην ξυπνήσει τους άλλους, πιθανολογώντας ότι κι εµένα µε είχε πάρει ο ύπνος.
     «Όχι!», απάντησα.
     «Το είδες αυτό;».
     «Ναι! Τι ήτανε;».
     Τότε άρχισε να µου λέει τα όσα έµαθε κάποτε από ένα βιβλίο για το σύµπαν, την παγκόσµια έλξη, την ταχύτητα που έχει το φως και πολλά άλλα. Είχανε περάσει χρόνια από τότε που τα διάβασε, αλλά του φανήκανε τόσο σπουδαία και τόσο παράξενα, που τα θυµότανε σαν να τα είχε διαβάσει λίγη ώρα πριν! ...Και είχε πάει µόνο «µιάµιση» τάξη στο δηµοτικό!
     Κάποια από αυτά τα ήξερα κι εγώ από το σχολείο, αλλά τα έλεγε τόσο όµορφα και τόσο γλαφυρά, που µε τίποτα δεν ήθελα να τον διακόψω.
     «...∆εν τα µάθατε αυτά στο σχολείο;», µε ρώτησε, αφού µου είχε πει πάρα πολλά.
     «...Μερικά τα µάθαµε...», του απάντησα...
     «Όσο µαθαίνεις γράµµατα, θα µάθεις πολλά περισσότερα από µένα», µου συµπλήρωσε και συνέχισε: «Έτσι τα έχει φτιάξει ο Θεός, όταν δηµιούργησε τον κόσµο. Οι πλανήτες δε χτυπάνε ο ένας τον άλλον και το κάθε τι είναι φτιαγµένο να δουλεύει τέλεια. Κι αν έχεις ακούσει στην εκκλησία που λέει ο παπάς: "Ως εµεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας", αυτό θέλει να πει».
     «Το έχω ακούσει», απάντησα και µου ήλθαν στο µυαλό τα «γράµµατα» στον Αγιασµό των Θεοφανείων: «Μέγας εί, Κύριε, και θαυµαστά τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύµνον των θαυµασίων Σου».   Θυµήθηκα µαζί και το θεολόγο µας στο γυµνάσιο, που πολλές φορές επανέλαβε τον ψαλµό «και γαρ εστερέωσε την οικουµένην, ήτις ου σαλευθήσεται», όταν µας µίλαγε για την τελειότητα της ∆ηµιουργίας, στο µάθηµα των θρησκευτικών.
     Πρέπει να κόντευε να ξηµερώσει που µε πήρε ο ύπνος. Κάποια στιγµή, όταν έφτασαν στο πρόσωπό µου οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, ξύπνησα. Πολλά έντοµα πέταγαν τότε ενοχλητικά από δω κι από κει, περνώντας και χτυπώντας µε τα φτερά τους τον αέρα γύρο από τα αυτιά µου και πολλά ζουζούνια περπατούσαν γύρω µας. Το µεροκάµατο είχε αρχίσει για όλα!
     Ο πατέρας είχε σηκωθεί νωρίτερα και είχε πάει να µαζέψει τα πρόβατα και τις γίδες, που ήταν όλα ένα κοπάδι, να φύγουµε πριν αρχίσει ο ήλιος να καίει. ∆εν ήταν τόσο αυτό η αιτία της βιαστικής αναχώρησής µας, αλλά το ότι αν δεν γύριζαν τα ζωντανά σπίτι και να γίνει στην ώρα του το άρµεγµα, θα τα «ζεµάτιζε» το γάλα.
     Σιγά-σιγά λοιπόν «συµµαζευτήκαµε», όπως κι οι άλλοι τσοπάνηδες γύρω, και ξεκινήσαµε, άλλος για τα «γρέκι» κι άλλος για το σπίτι του.
     Πολύ πριν το µεσηµέρι είχαµε γυρίσει στο χωριό. Ούτε ξεκούραστος ήµουν, ούτε αναπαυτικά είχα κοιµηθεί το βράδυ και µετά το µεσηµεριανό φαγητό έπιασα αµέσως το κρεβάτι. Την αξία αυτής της πρωτόγνωρης τότε εµπειρίας, άρχισα να την καταλαβαίνω χρόνια αργότερα, όταν είχα φύγει πλέον από το χωριό και µου έλειπε η φύση. Κι από τότε, ανεξίτηλα συναισθήµατα, ολοζώντανες εικόνες και µεγάλη νοσταλγία µε ακολουθούσαν και θα µε ακολουθούν για πάντα. Είναι σίγουρα ότι έχουν παίξει σηµαντικό ρόλο και στην αγάπη µου για τη βουνίσια ζωή.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος,29.3.2020
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ)

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

O σώγαμπρος και το αυγό

     Η πανδημία του κορωνοϊού που έχει εισβάλει στη ζωή μας, στη ζωή όλου του πλανήτη, δεν είναι καθόλου αστεία υπόθεση. «Αστεία» τείνουν να γίνουν σε ορισμένες περιπτώσεις τα αποκαλούμενα «φέικ νιουζ», όπως έχει επικρατήσει να λέγεται διεθνώς η «στρατιωτική ορολογία», γνωστή ως «ράδιο αρβύλα»! Αυτή, λοιπόν, η κατάσταση μου θύμισε ένα παραμύθι που μου έλεγε ο πατέρας μου στην προσχολική-πρώτη σχολική ηλικία, που περισσότερο έχει τη μορφή ανεκδότου. Το μοιράζομαι, λοιπόν, μαζί σας:  
     Μια φορά ένας παντρεύτηκε και πήγε σώγαμπρος σε άλλο χωριό. Πολύ γρήγορα διαπίστωσε ότι εκεί η διάδοση ανυπόστατων και συνήθως κακόβουλων φημών, το γνωστό μας κουτσομπολιό, έπαιρνε πάντα μεγάλες διαστάσεις. Η περιέργειά του να δει μέχρι «πού φτάνει», τον έκανε να παρουσιάσει στη γυναίκα του μια φανταστική ιστορία ως αληθινή:
     Ένα πρωί γύρισε, τάχα τρομαγμένος, από την τουαλέτα και κράταγε στα χέρια του ένα αυγό. Δείχνοντάς το στη γυναίκα του, της είπε πως κάτι δεν πάει καλά με την υγεία του και ότι το… έκανε στην τουαλέτα, αλλά την όρκισε να μην πει πουθενά τίποτα και τον κοροϊδεύει ο κόσμος.
     «Τι λες, που θα πω τέτοια κουβέντα!», του απάντησε εκείνη ανήσυχη. Του ζήτησε, μάλιστα, πως αν ξανασυμβεί, να πάνε στο γιατρό.
     Δεν πρόλαβε, όμως, να απομακρυνθεί από το σπίτι για τη δουλειά του και η γυναίκα του έτρεξε στη γειτόνισσα, λέγοντάς πως ο άντρας της έκανε δύο αυγά(!) και την παρακάλεσε να μην πει σε κανένα τίποτα και τον εκθέσει! Εκείνη την διαβεβαίωσε με τον πλέον σαφή τρόπο, μα μόλις η γυναίκα του «παθόντος» βγήκε από το σπίτι της, έτρεξε στη διπλανή γειτόνισσα, να της αναγγείλει το γεγονός με… τέσσερα αυγά αυτή τη φορά!
    Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο αστυνόμος κάλεσε τον «παθόντα».
     «Δεν μου λες, τί συμβαίνει με σένα και όλο το χωριό έχει αναστατωθεί; Είσαι πολύ άρρωστος;», τον ρώτησε.
     «Δεν έχω τίποτα, κυρ-αστυνόμε… μια χαρά είμαι…».
     «Μα, εσύ δεν είσαι που έκανες τα… εκατό αυγά; Πρέπει να ξέρουμε αν έχεις κάτι. Πρέπει να φροντίσουμε κι εσύ πρέπει να γίνεις καλά και να μην κολλήσεις κι εμάς»!
     Μόλις εκείνος εξήγησε στον αστυνόμο τί συνέβη στην πραγματικότητα, αυτός απάντησε!
     «Χμ… Μπορεί και να έχεις δίκιο… Κι εγώ για ενενήντα εννιά αυγά άκουσα…»!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.3.2020
https://nikolpapak.blogspot.com/2017/05/blog-post_22.html

Κυριακή 22 Μαρτίου 2020


«Το αλάτι της γης» στα Καλάβρυτα!!!


     Από τις κορυφαίες τηλεοπτικές εκπομπές και ύμνος στη μουσική μας παράδοση, τη δημοτική ποίηση και την ιστορία «το αλάτι της γης» της ΕΡΤ1 με τον διαπρεπή μουσικολόγο κ. Λάμπρο Λιάβα, την Κυριακή 22 Μαρτίου φιλοξένησε τα Καλάβρυτα και όλη τη γύρω περιοχή!
     Είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι από τις σύντομες διαφημιστικές προβολές, τα γνωστά «σποτ» που είχαν προηγηθεί, πολλοί εξ ημών που προερχόμεθα από την ιστορική και μαρτυρική αυτή γη, είχαμε προσαρμόσει ανάλογα το πρόγραμμά μας να την παρακολουθήσουμε και οι λάτρεις της παράδοσης ακόμα περισσότερο! Βέβαια, τα περιοριστικά μέτρα και το «μένουνε σπίτι», συνέβαλαν ευνοϊκά σ’ αυτό. Και πράγματι, ήταν μια εκπομπή ανάλογη τον προσδοκιών μας! Με την ξεχωριστή άνεση που τον διακρίνει κ. Λιάβας παρουσίασε γνωστούς καλλιτέχνες, αγαπημένους και καταξιωμένους και, κατά το δυνατόν, το έργο τους. Μεταξύ των παρευρισκομένων της εκπομπής, σύσσωμη η πασίγνωστη μουσική οικογένεια του Γιώργου Δαλιάνη (οι «Δαλιάνηδες», όπως είπε και ο Λ. Λιάβας), ο Πρόεδρος της Παγκαλαβρυτινής Ενώσεως κ. Δημήτρης Βαρβιτσιώτης, ο καταξιωμέ νος και πολυβραβευμένος κ. Χαράλαμπος Γιαννόπουλος, ο χοροδιδάσκαλος της χορευτικής ομάδας της Λυκούριας Καλαβρύτων κ. Σωκράτης Μούσιος και πολλοί άλλοι.
     Ιδιαίτερες όλες οι στιγμές της εκπομπής, θα ήθελα όμως να σταθώ στη σύντομη παρουσίαση του έργου «Τα Καλαβρυτινά… με το νερό τ’ αθάνατο», κι αυτό γιατί με αγγίζει και προσωπικά.
     «Τα Καλαβρυτινά… με το νερό τα’ αθάνατο» είναι μια πολυτελής έκδοση της ιστορικής ΠΑΓΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ, που αποτελείται από τέσσερις δίσκους CD με Καλαβρυτινά τραγούδια κι ένα βιβλίο διακοσίων σελίδων, με τον ίδιο τίτλο, στο οποίο καταγράφεται η ιστορία των τραγουδιών αυτών και πολλά ακόμα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία της περιοχής. Το μεγάλο αυτό έργο είναι αποτέλεσμα πολυετούς προσπάθειας τριών συντελεστών: Της ΠΑΓΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ, των παραδοσιακών συγκροτημάτων Γιώργου Δαλιάνη και Ρωμιοσύνης και της πολυδιάστατης προσωπικότητας του κ. Δημητρίου  Σταθακόπουλου. Το προσωπικό «άγγιγμα», για το οποίο και νιώθω υπερήφανος, όντας και Μέλος του Δ.Σ. της Παγκαλαβρυτινής Ενώσεως, είναι η τιμή που μου έγινε από τους συντελεστές και ανέλαβα τη φιλολογική επιμέλεια. Η έκδοση πραγματοποιήθηκε για τα εκατόν είκοσι χρόνια δράσεων της βραβευμένης και από την Ακαδημία Αθηνών ΠΑΓΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗΣ ΕΝΩΣΕΩΣ (ιδρύθηκε το 1896).

Τα 4 CD με «Τα Καλαβρυτινά… με το νερό τ’ αθάνατο»
και το διακοσίων σελίδων βιβλίο που τα συνοδεύει

     Στο διακοσίων σελίδων βιβλίο που συνοδεύει την πολυτελή έκδοση των τραγουδιών, διαβάζουμε στο «εισαγωγικό σημείωμα»,  σελίδα 10:
     (Στο έργο) Περιέχονται:
Α. Βιβλιογραφική Ενότητα για τα τραγούδια που τραγουδήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή Καλαβρύτων.
Β. Μουσική Ενότητα 4 συλλογών σε CD, με αποτύπωση στιγμών της παράδοσης από τα Καλαβρυτοχώρια:
Συλλογή 1 : Ιστορικά και Επαναστατικά τραγούδια
Συλλογή 2 : Τραγούδια της φιλοξενίας, της παρέας και του έρωτα.
Συλλογή 3: Τραγούδια του πανηγυριού, του γλεντιού, αλλά και της χαράς του έρωτα.
Συλλογή 4: Τραγούδια του γάμου.

     Στον «πρόλογο» του βιβλίου, στη σελίδα 18, διαβάζουμε: «[…] Η Παγκαλαβρυτινή ένωση από πολλών ετών είχε αναλάβει σειρά από ενέργειες, σημαντικής αποτελεσματικότητος, για τη αποτύπωση των ιστορικών στοιχείων της περιοχής των Καλαβρύτων, είτε μέσω των ετησίων εκδόσεων της Επετηρίδας[…] είτε μέσω άλλων ενεργειών, όπως, π.χ. αποτύπωση σε κινηματογραφικά φιλμ, video κλπ[…]» Εντέλει, η προσπάθεια άρχισε να παίρνει μορφή για την υλοποίησή της, μετά από συνάντηση των Δημητρίου Σταθακόπουλου, Γιώργου Δαλιάνη και του σημερινού Προέδρου της Παγκαλαβρυτινής Ενώσεως Δημητρίου Βαρβιτσιώτη στις αρχές του 2015.
     Επίσης, στη σελίδα 19  (πρόλογος): […]Το οικονομικό σκέλος για το ξεκίνημα της ιδέας επιφορτίστηκε ο σημερινός Πρόεδρος της Παγκαλαβρυτινής Ενώσεως Δημήτριος Βαρβιτσιώτης. Ο Συγγαραφέας και Μέλος του Δ.Σ. της Παγκαλαβρυτινής κ. Νίκος Παπακωνσταντόπουλος συνέδραμε στην τελική προσπάθεια, με την επιμέλεια των διορθώσεων των κειμένων.
     Πολύτιμη υπήρξε η μουσική συμμετοχή και συνεργασία των Δημήτρη Σταθακόπουλου, Γιώργου Δαλιάνη και των παιδιών του, εξαίρετων παραδοσιακών μουσικών, Σταυρούλας, Χρήστου και Νικόλα, καθώς επίσης και των μουσικών του συγκροτήματος Δαλιάνη, όπως και του Πανελλήνιου Συλλόγου “ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ”, οι οποίοι στο σύνολο τους, αφιλοκερδώς συμμετείχαν στις δεκάδες ώρες ηχογραφήσεων, σε συνολικά δυο από τα πλέον σύγχρονα στούντιο της Αθήνας[…].


    Εξεπλάγην όμως και δεν εξεπλάγην ευχάριστα, διαπιστώνοντας την απουσία του Δημήτρη Σταθακόπουλου από την εκπομπή, που σε κάθε διάσταση της προσωπικότητάς του ο όρος «διακεκριμένος» επιβάλλεται: Νομικός-Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου, ιστορικός, ερευνητής, συγγραφέας, οθωμανολόγος, μουσικολόγος, μουσικός, μουσικός παραγωγός, πτυχιούχος βυζαντινής μουσικής.
    Στον πολύ αγαπητό Δημήτρη Σταθακόπουλο, τον οποίο βλέπουμε πολύ συχνά και στην τηλεόραση, σε κοινωνικά, οθωμανολιγικά, ιστορικά, πολιτιστικά και πολλά άλλα θέματα και με τιμάει με τον ιερό θεσμό της φιλίας, ανήκει η πολυετής έρευνα του έργου της Παγκαλαβρυτινής Ενώσεως «Τα Καλαβρυτινά… με το νερό τ’ αθάνατο». Ο ίδιος  είναι κι ένα μεγάλο «κομμάτι» της Καλαβρυτινής μουσικής. Για τους λόγους αυτούς, και παρ’ όλο που και η συγκεκριμένη εκπομπή «το αλάτι της γης» ήταν επιτυχημένη, προσωπικά τη θεωρώ «μισή», αφού το ένας από τους τρεις συντελεστές της δεν ήταν παρόν.
     Να σημειώσω ακόμα, πως ούτε και στον Πρόεδρο της Παγκαλαβρυτινής Ενώσεως κ. Δημήτρη Βαρβιτσιώτη, που επωμίστηκε το συντονισμό και το οικονομικό βάρος της έκδοσης δόθηκε ο λόγος.

Ο Δρ κ. Δημήτρης Σταθακόπουλος (εικόνα από τηλεοπτική εκπομπή) 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.3.2020
Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

Οι βελιότες της Κυριακής της Σταυροπροσκυνήσεως



     Σε πολλά χωριά το Σάββατο, παραμονή της Γ΄ Κυριακής Νηστειών, της Σταυροπροσκυνήσεως, τα παιδιά -κυρίως τα κορίτσια-  ξεχύνονται στους αγρούς. Από τα λουλούδια που έχουν ανθίσει τις πρώτες μέρες της άνοιξης, είναι και οι βελιότες, κατά την τοπική Καλαβρυτινή ονομασία, κάτι μικρά μοβ μανουσάκια. Με δεδομένο το συναγωνισμό για το ποια θα έχει περισσότερα, τα μαζεύουν προσεκτικά στα καλαθάκια τους και την επόμενη μέρα (ή και το ίδιο βράδυ στον εσπερινό) τα πάνε στην εκκλησία. Εκεί, ο παπάς τα μεταφέρει από το ιερό με πομπή στο κέντρο του ναού, όπου  τελείται η ακολουθία της Σταυροπροσκυνήσεως, όπως ορίζει το τυπικό. Στη συνέχεια, ή μετά το σχόλασμα, περνούν ένας-ένας οι πιστοί, ασπάζονται το Σταυρό και παίρνουν λίγες «διαβασμένες» βελιότες για το σπίτι, που τις ξέρουμε και ως Σταυρολούλουδα. Στις εκκλησίες των πόλεων το «Σταυρολούλουδο» είναι, συνήθως, το δεντρολίβανο. Στο σπίτι η θέση τους είναι στο εικόνισμα, όπως τα λουλούδια και των άλλων μεγάλων γιορτών, του Επιταφίου και της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Με αυτά θυμιάζουν για την αρρώστια, τα άρρωστα ζώα να γίνουν καλά, για τη βασκανία, το σπόρο για την καλή σοδειά, τη νέα σοδειά που θα μπει στο σπίτι, για την υποχώρηση της κακοκαιρίας και για πολλά ακόμα, όπως ακριβώς και με το λιβάνι. Είναι πολύ συνηθισμένο, επίσης, πηγαίνοντας την ίδια μέρα στο νεκροταφείο για να βάλουν ένα κερί και ν' ανάψουν το καντήλι στα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει, να αφήνουν και στους τάφους Σταυρολούλουδα.
     Να σημειωθεί, τέλος, πως η Κυριακή της Σταυροπροσκύνησης είναι μεγάλη Δεσποτική γιορτή, σε ανάμνηση της ευρέσεως του Τιμίου σταυρού από την αγία Ελένη. Ο συμβολισμός της ημέρας είναι που οι Χριστιανοί ατενίζουν και προσκυνούν το Σταυρό, για να ενισχυθούν και να συνεχίσουν τη νηστεία και τον πνευματικό αγώνα μέχρι το Πάσχα, αφού η Κυριακή αυτή είναι στη μέση της μεγάλης σαρακοστής.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 21.3.2020
 (Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Η τελευταία μέρα στο "Γυμνάσιον Α' Κύκλου Αροανίας"


Η τελευταία μέρα στο «Γυμνάσιον Α΄ Κύκλου Αροανίας»
(Το 17ο αφήγημα από τη συλλογή «Η Φωτογραφία»,
εκδόσεις ΑΠEΙΡΟΣ ΧΩΡΑ, πρώτη έκδοση 2012, δεύτερη 2019)


Το οπισθόφυλλο του βιβλίου μου «Η Φωτογραφία» - συλλογή αφηγημάτων

     Είχανε περάσει τρία χρόνια στο γυμνάσιο του Σοποτού, από την ημέρα που πρωτοπατήσαμε εκεί. Τρία χρόνια με τις ανεμελιές, αλλά και το άγχος και τα καρδιοχτύπια των θρανίων (όχι τα ερωτικά, βέβαια), τις ταλαιπωρίες του πήγαιν’ – έλα, τις συγκινήσεις, τις αισιοδοξίες και τις απογοητεύσεις, αλλά και κάποιες μοναδικές ευχάριστες ή δυσάρεστες σχολικές εμπειρίες.
     Κάθε χρόνο ένοιωθα και πιο ολοκληρωμένος, όπως όλοι, άλλωστε, που περνάμε αυτό το στάδιο, είτε τότε, είτε σήμερα. Ένοιωθα να έχω και περισσότερο «αέρα», κάτι σαν τη λέξη που πρώτη φορά άκουσα στο στρατό: ότι είχα «ξεψαρώσει»!
     Έβλεπα, και βλέπαμε όλοι, του μαθητές της πρώτης τάξης «αφ’ υψηλού» και, φυσικά, ένοιωθα και από τη δευτέρα κατά πολλά σκαλοπάτια ψηλότερα. Μπροστά στους καθηγητές όχι τόσο «ψαρωμένος», αλλά ο σεβασμός και  πολλές φορές ο φόβος, ήταν όπως και την πρώτη μέρα.       
     Προσπαθούσα να δω, να φανταστώ μάλλον, όσα θα εύρισκα μπροστά μου. Περισσότερη βαρύτητα, όμως, έδινα σε όσα άφηνα πίσω μου, γιατί δεν ήθελα να βγει από μέσα μου η καταξίωση που ένοιωθα παίρνοντας στα χέρια μου το απολυτήριο του γυμνασίου «Α΄ Κύκλου». 
     Θυμάμαι ήταν Σάββατο προς το τέλος του Ιούνη του 1973, όταν γράφαμε εξετάσεις στο τελευταίο μάθημα, στα θρησκευτικά. Επιτηρητής μας ο ίδιος ο καθηγητής του μαθήματος – και διευθυντής του γυμνασίου –, ο θεολόγος Γεώργιος Πανουτσόπουλος, από το γειτονικό Πεύκο (Τσαρούχλι). Νοιώθαμε πολύ χαλαροί, γιατί και το μάθημα ήταν πανεύκολο και ο καθηγητής μας «πολύ καλός», όπως το ίδιο καλός ήταν στα θέματα που έβαζε στις εξετάσεις. Φυσικά, ούτε και το άγχος μην «κοπούμε» στο μάθημα αυτό υπήρχε, αφού όλων μας η βαθμολογία ήταν πολύ καλή από το πρώτο κιόλας εξάμηνο.
     Τελειώνοντας ένας – ένας, περιμέναμε απελευθερωμένοι και ξένοιαστοι στο προαύλιο και τους υπόλοιπους φίλους και συμμαθητές, να αποχαιρετιστούμε. Ήταν ακόμα νωρίς και το λεωφορείο ήθελε περισσότερο από δυο ώρες να περάσει. Περιμένοντας, λοιπόν, βγήκε από το γραφείο ο Πανουτσόπουλος και φώναξε δυνατά ν’ ακούσουν και όσοι ήσαν μακριά:
     «Από τους μαθητάς της τρίτης να μη φύγει κανείς! Όταν τελειώσουν όλοι, σας θέλω… Οι μαθήτριες μπορούν να φύγουν…».
     «Θα χάσουμε το «λεφορείο», κύριε καθηγητά!», φώναξε κάποιος.
     «Μην ανησυχείτε… Θα το προλάβετε! Μόνο για λίγο σας θέλω… Θα είστε ελεύθεροι πολύ πριν έλθει το λεωφορείο», απάντησε ν’ ακούσουν και όσοι άλλοι είχαν κάποια αντίρρηση.  
     Άρχισαν τα «τι θέλει πάλι αυτός», αφού μας είχε συνηθίσει σε αγγαρείες! Πιθανολογούσαμε ότι θέλει να μεταφέρουμε θρανία, να είναι έτοιμα για τις εισαγωγικές των μαθητών του δημοτικού, που θα γίνονταν σε λίγες μέρες. Η μεταφορά θρανίων, άλλως τε, ήταν η πιο συχνή και συνηθισμένη δουλειά που μας έβαζε να κάνουμε.
     Σε λίγη ώρα βγήκε και πάλι ο Πανουτσόπουλος από το γραφείο και μας κάλεσε να μαζευτούμε κοντά του. Στην προσπάθειά μας να κάνουμε «γραμμές», μας είπε:
     «Όχι, παιδιά μου! Δεν χρειάζεται να κάνετε γραμμές! Δυο λόγια θέλω να σας πω μόνο».  Πολυσυνηθισμένη, ζεστή και πολυεπαναλαμβανόμενη η προσφώνηση «παιδιά μου!»,  που πάντα τον κοροϊδεύαμε για αυτό, χωρίς, φυσικά, να το ξέρει… Κάτι σαν το «σήμα κατατεθέν» του!
     Αμέσως μετά την πρώτη του κουβέντα, να μην κάνουμε «γραμμές», συνέχισε:
     «Παιδιά μου, σήμερα είναι η τελευταία μέρα στο σχολειό σας αυτό, που για τρία χρόνια σας φιλοξένησε και σας έδωσε φτερά και εφόδια για τη ζωή. Αν και παύετε από αυτή τη στιγμή να είστε στη δική μας δικαιοδοσία, θέλω, παιδιά μου να σας παρακαλέσω να κάνετε μια καλή πράξη σήμερα! Θεωρείστε το ότι είναι μια αποχαιρετιστήρια πράξη, μια πράξη σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης στο σχολείο σας και σε όσα σας έμαθαν εδώ οι καθηγηταί σας. Αυτό που θα κάνετε σήμερα, θα φέρνει νοσταλγίες και μνήμες, πρώτα απ’ όλα και σε σας του ίδιους, αύριο μεγαλώσετε. Θα σας θυμίζει περισσότερο έντονα τα γυμνασιακά σας χρόνια, τις εμπειρίες σας και κάποιες περισσότερο ή λιγότερο ευχάριστες στιγμές σας εδώ. Μα θα είναι όμως και μια πράξη για το περιβάλλον, που τόσο πολύ ο άνθρωπος το μαστιγώνει.
     »Από τη δεντροφύτευση που κάναμε στις αρχές της άνοιξης, παιδιά μου, μας έμειναν ορισμένες ακακίες, που τις διατηρήσαμε στο νερό να μην ξεραθούν. Σκέφτηκα, λοιπόν, αυτές τις λίγες ακακίες – δεν πρέπει να είναι παραπάνω από πενήντα –, να τις φυτέψετε σήμερα στο πίσω μέρος του σχολείου μας. Μας δάνεισε η Κοινότητα πέντε τσάπες γι’ αυτή τη δουλειά. Δεν είναι, βέβαια, εποχή δεντροφύτευσης, αλλά μας υποσχέθηκε ο κύριος πρόεδρος της Κοινότητος ότι θα φροντίσει ο ίδιος να ποτίζονται τακτικά το καλοκαίρι για να μην ξεραθούν. Σε μισή ώρα, τρία τέταρτα το πολύ, πιστεύω να τελειώσετε και θα είσθε ελεύθεροι.
    »Καλό καλοκαίρι, παιδιά μου, και καλή πρόοδο, όσοι συνεχίσετε το σχολείο, και καλό είναι να το συνεχίσετε όλοι. Σε όλους σας, βεβαίως, εύχομαι κι εγώ και οι άλλοι δύο συνάδελφοι καλή πρόοδο και στη ζωή και να μην ξεχνάτε ποτέ ότι με έργα αρετής ανεβαίνει ψηλά ο άνθρωπος και ξεχωρίζει. Έργα που γίνονται για το θεαθήναι, ή με ιδιοτέλεια, είναι εφήμερα και γρήγορα ξεχνιούνται…».
     Τα λόγια του μας συγκίνησαν, αλλά μας «έριξε» και στο φιλότιμο. Δυο – τρεις είπαν αργότερα ότι αυτό επεδίωκε και μας καλόπιανε. Όμως δεν ήταν έτσι. Συγκινημένος φαινόταν και ίδιος και αυτά που μας έλεγε έδειχνε να βγαίνουν από την ψυχή του. Σε δυο – τρία σημεία μάλιστα, νοιώσαμε τη φωνή του να «πάλλεται». Ήξερε κι αυτός ότι από την επόμενη σχολική χρονιά θα έπαιρνε μετάθεση για την Πάτρα κι αυτό τον φόρτιζε. Είχε υπηρετήσει κάπου μια δεκαετία στο Σοποτό, μπορεί και εκεί να πρωτοδιορίστηκε και, οπωσδήποτε, είχε δεθεί με τον κόσμο και τον τόπο.
     Κανένας μας δεν του έφερε αντίρρηση. Αλλά και τι αντίρρηση θα μπορούσαμε να φέρουμε, αφού τέτοια περιθώρια δεν μας έπαιρνε να έχουμε, είτε από σεβασμό, είτε και από φόβο. Το μόνο που επιδιώκαμε πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις, ήταν να βρούμε έναν τρόπο να τελειώνουμε γρήγορα τη δουλειά για να μας μείνει καιρός να «λουφάρουμε».  
     Σηκώσαμε το μεγάλο βαθύ καζάνι που είχε τις ακακίες σε νερό, πιάνοντάς το από χερούλια, και όχι με ιδιαίτερη διάθεση αρχίσαμε τη «δεντροφύτεση», πίσω από το γυμνάσιο και κάτω από τον καυτό ήλιο. Μία φυτεύαμε, τρεις πετάγαμε στο ρέμα, έξω από το συρματόπλεγμα! Επειδή η πρώτη από τις ακακίες που φύτεψα εγώ ήταν ακριβώς στη νοτιοανατολική γωνία, είχα στο μυαλό μου πάντα ποια είναι και ήξερα πως αν πήγαινα, θα τη «γνώριζα» αμέσως! Ποτέ όμως από την ημέρα που πήρα το απολυτήριο δεν ξαναπέρασα την αυλόπορτα του γυμνασίου.
     Αφού τέλειωσε η «δενδροφύτευση» και παραδώσαμε το καζάνι στο γυμνασιάρχη, με κάλεσε ιδιαιτέρως στο γραφείο, για να μου ανακοινώσει διακριτικά πως μόλις τον ενημέρωσε ο πατέρας με το τηλέφωνο ότι πέθανε ο παππούς μου. Μου κόπηκαν τα πόδια. Όλη η διάθεση που είχα για τις διακοπές και το καλοκαίρι που ανοιγόταν μπροστά μου, χάθηκε μονομιάς και τη θέση της πήραν τα κλάματα και ο πόνος, αν και λίγο – πολύ είχα αρχίσει να προετοιμάζομαι από το προηγούμενο βράδυ για κάτι τέτοιο.  
      Τα χρόνια περνούσαν. Κάποιες φορές κατεβαίνοντας με το λεωφορείο από την Αθήνα για το χωριό μου, έβλεπα τις ακακίες να έχουν πιάσει, να μεγαλώνουν και να θεριεύουν και το μυαλό μου γύρναγε στα θρανία και στην εποχή που τις φυτέψαμε. Την άνοιξη και το καλοκαίρι που η φυλλωσιά τους έδινε περισσότερο όγκο και χάρη, μου θύμιζαν πιο έντονα την τελευταία μέρα στο γυμνάσιο του Σοποτού, που ήταν και η μέρα που πέθανε ο παππούς μου.
     Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα από τότε, που η μεγάλη μου κόρη είχε τε-λειώσει το δημοτικό, την πήρα και πήγαμε στο Σοποτό να της δείξω το σχολείο μου. Κατηφορίσαμε την οδό «Γυμνασίου» και μια βουβαμάρα κυριαρχούσε παντού. Κλειστά τα περισσότερα σπίτια, χωρίς να βλέπεις ρούχα απλωμένα στα σύρματα, ούτε και τις αυλές φροντισμένες, ούτε κάτι άλλο που να δείχνει ότι οι καιροί δεν έχουν αλλάξει. Οι πινακίδες με την ονομασία του δρόμου είχαν σκουριάσει από τα χρόνια και τα γράμματα είχαν μισοσβηστεί. Κρατώντας το παιδί από το χέρι, συντροφιά μας έκαναν τα πουλιά με τα τζιτζίκια και καμιά σαύρα που έτρεχε να κρυφτεί, ενοχλημένη από το πέρασμά μας. Το δρομάκι μέχρι το γυμνάσιο, αν και κάπως συντηρημένο, είχε πνιγεί από τα ξεροχόρταρα και τους θάμνους που ήθελαν με κάθε τρόπο να το καταργήσουν. Κι όλα αυτά, μόνο μέσα σε λίγα χρόνια!
     Μπαίνοντας στη μεγάλη σιδερένια μισογκρεμισμένη αυλόπορτα, βλέπαμε ότι ήμαστε πιο κοντοί από τα χορτάρια, αν και λίγο καιρό πριν το τεράστιο προαύλιο του γυμνασίου και το γήπεδο κολλητά σ’ αυτό, χρησιμοποιούνταν για βοσκότοπος!
     «Γνώρισα» αμέσως την πρώτη ακακία που φύτεψα, μόλις φτάσαμε εκεί και την έδειξα στην κόρη μου! Την κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω, ψιθυρίζοντας: «Πολύ συγκινητικό!». Την καμάρωνα κι εγώ, βλέποντας ότι έχει θεριέψει, όπως και όλες οι άλλες, και έχουν γίνει δύο και τρεις φορές ψηλότερες από το κτίριο του γυμνασίου! Μια βεργούλα ήταν τότε η καθεμιά τους και όλες μαζί έκαναν – δεν έκαναν ένα δεμάτι πού χώραγε στη μια μασχάλη!
     Περπατήσαμε γύρω – γύρω στο γυμνάσιο και τα περισσότερα τζάμια του ήταν σπασμένα, είτε από όπλα κυνηγών, είτε από των παιδιών τον πετροπόλεμο, είτε από τον αέρα, που τα ανοιγόκλεινε κάθε φορά που φύσαγε. Πολλά από τα θρανία του έλλειπαν από τη θέση τους, ενώ κάποια άλλα ήταν σπασμένα ή αναποδογυρισμένα. Κάποια γράμματα, κάποιες λέξεις – μερικές ανορθόγραφες – και κάποιες ζωγραφιές υπήρχαν ακόμα στους πίνακες και των τριών τάξεων, ποιος ξέρει από πότε και από ποιους επίδοξους «μαθητές» ή «καλλιτέχνες». Πολλή μούχλα απλωμένη από την υγρασία στους τοίχους και τα ταβάνια, ενώ τα σπασμένα κεραμίδια φαίνονταν από πολύ μακριά, από το δρόμο!
    Λίγες μέρες πριν να είναι έτοιμο αυτό το βιβλίο για το τυπογραφείο, κατέβηκα στο γυμνάσιο να το φωτογραφίσω, για το πίσω εξώφυλλο. Μια ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη με περίμενε, όταν είδα να έχουν αλλαχθεί όλες οι πόρτες και τα παράθυρα, με καινούργια αλουμινένια και να έχουν τοποθετηθεί σώματα καλοριφέρ. Οι τοίχοι και τα ταβάνια δεν είχαν μούχλα, αλλά και οι πίνακες ήσαν καθαροί στη θέση τους!  Ο δρόμος από τον Άγιο Γεώργιο μέχρι τη σιδερένια αυλόπορτα έχει στρωθεί με τσιμέντο και η εύκολη πρόσβαση με αυτοκίνητο είναι πλέον γεγονός!
     Κατάλαβα ότι για «κάτι καλό» ετοιμάζεται! 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.3.2020
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ)

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Εύθυμες στορίες του χωριού: «Όπου γάμος και χαρά…»



     «Όνομα και πράμα», όπως λέει η παροιμία ήταν η Βασίλω. Δεν άφηνε γιορτή, δεν άφηνε βάφτιση, δεν άφηνε γάμο… «Όταν τη χάσουμε, ξέρουμε που θα τη βρούμε: όπου έχει γάμους και χαρές», έλεγαν χαριτολογώντας, αλλά και με κάποια συναισθήματα εμπαιγμού οι δικοί της, όταν δεν μπορούσανε να τη «μαζέψουνε» από το αγαπημένο της «πάθος». Πρώτη πήγαινε, τελευταία έφευγε και πάντα είχε μαζέψει αρκετό «υλικό» για τις καλοπροαίρετες αφηγήσεις της των επόμενων ημερών.
     Αυτή η τακτική της ξεπέρναγε κατά πολύ τα όρια του χωριού της. Σε χαρές σε γύρω χωριά, οι δύο και τρεις ώρες ποδαρόδρομος δεν την πτοούσαν. Κι εκεί πάντα φρόντιζε έγκαιρα και για κατάλυμα, αφού τη νύχτα φοβόταν να βγει και από την πόρτα του σπιτιού της. Μα ούτε και σε δυσάρεστα γεγονότα δήλωνε ποτέ απούσα και πάντα συμπαραστεκόταν σε όσους έχαναν δικό τους άνθρωπο. Άλλοι την έβλεπαν με συμπάθεια, άλλοι με οίκτο κι άλλοι δεν έχαναν την ευκαιρία να την ειρωνευτούν για «αλαφρόμυαλη», θέλοντας να δείξουν ότι «να, εμείς δεν είμαστε σαν κι εσένα»!
     Μα δεν ήταν μόνο αυτή η Βασίλω. Πάντα έτρεχε πρώτη, πρόθυμα και ανυστερόβουλα στις ανάγκες των συγχωριανών της. Να βοηθήσει τους κάπως ανήμπορους στις διάφορες μικροδουλειές, να τους κρατήσει λίγο συντροφιά, να του πει δυο λόγια παρηγοριάς. Να πάρει τα παιδιά των γειτόνων της από το σχολείο, όταν εκείνοι ήταν στις δουλειές τους κι ας μην είχε εκείνη δικά της. Κι αυτό γινόταν όχι μόνο στη γειτονιά της και στο μαχαλά της, αλλά και στους άλλους δύο μαχαλάδες, που δεν ήταν και κοντά. Γι’ αυτό και τα περισσότερα σπίτια του χωριού ήταν «δικά» της. Έμπαινε κι έβγαινε χωρίς δισταγμούς, μα και οι νοικοκυραίοι πάντα φιλικοί μαζί της, μοιραζόντουσαν πρόθυμα  μαζί της κι αυτοί ό,τι είχαν στη φτώχεια τους.
     Της άρεσαν και δεχόταν τα καλοπροαίρετα πειράγματα, ήταν όμως λίγο απρόβλεπτη: ένα αστείο που σήμερα μπορεί να την έκανε να το αποδεχτεί και να γελάσει, αύριο με το ίδιο αστείο μπορούσε να αντιδράσει τελείως διαφορετικά.      
     Όσο κι αν είχε την ικανότητα της αφήγησης στα όσα έβλεπε, στα όσα άκουσε και στα όσα την ενθουσίασαν σε κάθε «εορταστική» έξοδό της, μια φορά πραγματικά είχε καταπιεί τη γλώσσα της. Κοιτάχτηκαν όλες οι άλλες με απορία, την οποία τους έλυσε σχεδόν αμέσως η ίδια: Ήταν κάπως ενοχλημένη, γιατί ως απρόσκλητη στο γάμο που είχε πάει, είχε νοιώσει άβολα!
     Δεν έχασαν καιρό και «πήρανε στο ψιλό» οι συγχωριανές της κι άρχισαν το τραγούδι, άλλη πλέκοντας κι άλλη γνέθοντας στην αυλή που είχαν μαζευτεί:

Όπου γάμος και χαρά
η Βασίλω πρώτη,
περιδρόμιαζε γερά
κι έφτιαχνε συκώτι.

Μα τους έδινε κι ευχές
συμπεθέροι, γεια σας,
κι όσες λεύτερες μαθές,
άει και στα δικά σας.

Όπου γάμος και χαρά
πρώτη η Βασίλω,
έφαγ’ όμως μια φορά
η ρημάδα ξύλο.

Στην κηδεία μια φορά
της κυρα-Θανάσας
η Βασίλω είχε πει
άει και στα δικά σας.

     Το περισσότερο αστείο εδώ ήταν που και και η ίδια η Βασίλω τραγουδούσε και γελούσε μαζί τους και χτύπαγε παλαμάκια!
     «Γι’ αυτό σε χαιρόμαστε, μωρ’ Βασίλω, γιατί είσαι πάντα όξω καρδιά» της είπε η Γιωργίτσα, η κοντινότερη γειτόνισσά της και συγγενής, που πραγματικά έτσι το ένοιωθε.
     «...Και σε κάθε σπίτι που έχει ανάγκη, πρώτη τρέχει η Βασίλω κι ας την κοροϊδεύουμε καμπόσοι… Και σ’ εκείνους που την κοροϊδεύουνε, πρώτη τρέχει», συμπλήρωσε με έμφαση η πρωτοξαδέρφη της η Καλλιόπη.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 16.3.2020

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Στον Υγειονομικό Λειτουργό


                               

Εσένα που ετάχθηκες
τον πόνο να γλυκαίνεις,
στον άρρωστο να γέρνεις,
χαρίζοντας στοργή,
ποτίζεις την ελπίδα
και γίνεσαι σφραγίδα
σ’ αγάπη αληθινή.

Εσύ στο καλωσόρισμα
κι εσύ πρωταναγγέλλεις
την ώρα π’ ανατέλλει
η νέα η ζωή.
Και με καρδιά σφιγμένη,
εσύ είσαι ταγμένη
στην ύστερη στιγμή.

Στα μάτια σου τη μάνα του
βλέπει ο πονεμένος.
Κι όταν θεραπευμένος
στο σπίτι του γυρνά,
κι εσύ το έχεις νοιώσει
πως κάτι έχεις δώσει
να σου χαμογελά.

Στην πόρτα του Παράδεισου,
διάπλατ’ ανοιγμένη,
εκεί σε περιμένει
Θεία πληρωμή,
για να σε στεφανώσει
για όσα έχει δώσει
η αγάπη σου στη γη.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.3.2020
(Σύντομο βιογραφικό δείτε  ΕΔΩ )