Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2019

«Έμαθε τ’ αρνί να τρώει κλαρί…»

(Εικόνα με μεταφορική έννοια)

     Αν και στην ιστοσελίδα μου αποφεύγω να δημοσιεύω προσωπικές μου τοποθετήσεις και  περιορίζομαι
 σε αναρτήσεις λαογραφικού και λογοτεχνικού/πνευματικού περιεχομένου, αυτή τη φορά δεν θ' ακολουθήσω την πεπατημένη, επειδή το θέμα στο οποίο πολύ επιγραμματικά αναφέρομαι, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θρησκευτική και ιστορική παράδοσή μας.
     Το τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται ένθεν και ένθεν για το διαχωρισμό Εκκλησίας και Κράτους. Και δεν εναντιώνομαι κατά εκείνων που με θέσεις και υπεύθυνες τοποθετήσεις υποστηρίζουν το διαχωρισμό αυτόν, για την καλύτερη λειτουργία και των δύο θεσμών. Όπως, επίσης, δεν θα ταχθώ υπέρ ή κατά της μισθοδοσίας των κληρικών από το Κράτος. Θυμώνω, όμως, με όσους «πετάνε κορώνες» και πολύ περισσότερο με κάποιους, που χωρίς να ξέρουν τί εστί Εκκλησία, έχουν… άποψη!
     Πόσο, στ’ αλήθεια, αγνώμονες και αμνήμονες γινόμαστε/είμαστε, αν αναλογιστούμε  πόσους αιώνες η Εκκλησία στήριξε και στηρίζει το Κράτος! Πόσους αιώνες η Εκκλησία έκανε όσα έπρεπε να κάνει το Κράτος και έσωσε από τον αφανισμό την Ελλάδα, αφού Κράτος δεν υπήρχε. Πόσο και σήμερα η Εκκλησία είναι αρωγός της Πολιτείας! Και τώρα που ορισμένοι νοιώθουν ότι το Κράτος ενδυναμώθηκε, θεωρούν την Εκκλησία «βαρίδι» και ζητούν μετ’ επιτάσεως να μπει «στην άκρη». Ίσως είναι και της άποψης ότι «δεν την έχουν πλέον ανάγκη»! Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους κληρικούς. Άνθρωποι με ελάχιστες γραμματικές γνώσεις πολλοί ιερωμένοι των τετρακοσίων χρόνων υποδούλωσης, που όμως αναδείχθηκαν σε Μορφές που εμψύχωσαν, στήριξαν και καθοδήγησαν το λαό προς αποτίναξη του ζυγού. Τους σύγχρονους καιρούς, όμως, οποίον χλευασμόν δέχονται! Και επικεντρώνομαι στο χλευασμό ως προς το Σχήμα τους και όχι τόσο στις ανθρώπινες αδυναμίες, που ενδεχομένως σε ορισμένους κληρικούς υπάρχουν, αν κι εδώ η κριτική δεν είναι ό,τι καλύτερο, πολλώ μάλλον ο χλευασμός.
      Μήπως ανάλογη αγνωμοσύνη δεν επιδεικνύεται και σε Μορφές που μας χάρισαν την Ελευθερία; «Έλληνες αεί παίδες εισίν», μας πληροφορεί ο Πλάτων από την εποχή του κι αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά στις μέρες μας. Φροντίζουμε να καταργούμε από τα σχολικά βιβλία τους σημαντικότερους σταθμούς της Ιστορίας μας και με μεγάλη ευκολία να αποκαθηλώνουμε από δημόσιους χώρους και σχολικές αίθουσες ιερές εικόνες και να υποστέλλουμε εθνικά σύμβολα και εικόνες ηρώων, στους οποίους οφείλουμε την ύπαρξή μας.
     Ένα συγγενές θέμα, που επίσης αναπαράγεται ελαφρά τη καρδία, είναι και η κατάργηση της προσευχής από τα σχολεία. Ουδέποτε η Ελλάδα ήταν άθεο κράτος, είτε προ είτε μετά Χριστόν. Γιατί κάποιοι έχουν βαλθεί σήμερα να την αλλαξοπιστήσουν και να την «αλλαξοϊστορίσουν»;
     Αυτά τα φαινόμενα, τόσο του διαχωρισμού Εκκλησίας και Κράτους, όσο και της κατάργησης της προσευχής στα σχολεία, καθώς και άλλα «συγγενή», που ίσως ορισμένοι ως «παπαγαλάκια» αναπαράγουν και μετ’ επιτάσεως, θυμίζει την παροιμία που λέμε στο τόπο μου: «Έμαθε τ’ αρνί να τρώει κλαρί, λύκος να φάει τη μάνα του»! Το ερώτημα, όμως, που εγείρεται είναι αυτό: Έμαθε όντως τ’ αρνί να τρώει κλαρί;

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος

Ομιλία
σε εκδήλωση* προς τιμήν του Καθηγητού μου
κ. Δημήτρη Χατζόπουλου-Κοινωνιολόγου
(Ναύπλιο, 23.02.2019)



     Είναι περισσότερα από τριάντα χρόνια από τότε που ήμουν σπουδαστής του κ. Δημήτρη Χατζόπουλου, αλλά τόσο ο ίδιος, όσο και η διδασκαλία του είναι από τις αξίες που δεν ξεθωριάζουν στο χρόνο.
     Τον γνώρισα ως καθηγητή μου στις σπουδές Νοσηλευτικής. Από την πρώτη στιγμή είδα στα μάτια του μια γλυκιά μελαγχολία, αλλά και μια αρχοντιά στο ντύσιμό του, στη συμπεριφορά και στους τρόπους του. Η κίνηση των χεριών έδινε τέτοια έμφαση στα όσα δίδασκε, που μαγνήτιζε τα βλέμματα επάνω του. Πολύ σύντομα διαπίστωσα ότι είναι καθηγητής και όχι καθοδηγητής. Με την ίδια άνεση και ισονομία δίδασκε Μάρξ και Μάξ Βέμπερ.  
     Ιδιαίτερα προσιτός και ως άνθρωπος, πολύ σύντομα με άλλους συναδέλφους και συμφοιτητές του θέσαμε την αφελή ερώτηση, «πού ανήκει πολιτικά». Η απάντησή του ήρθε ύστερα από πιέσεις και ήταν αποστομωτική: «Είμαι αναρχοαυτόνομος»!
     Ο κ. Δημήτρης Χατζόπουλος έχει το αριστοτεχνικό χάρισμα να συνεπαίρνει το ακροατήριό του και να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον και την εγρήγορση στην αίθουσα διδασκαλίας. Δεν θυμάμαι να κοιτάξαμε ποτέ ρολόι για το διάλειμμα! Δεδομένη, όμως, ήταν η κατάχρηση του διαλείμματος, αφού η ώρα του μαθήματος ποτέ δεν έφτανε!
     Προέβλεπε από τότε ο κ. Δημήτρης Χατζόπουλος τον ευτελισμό και την κρίση που ερχόταν να αλώσει τις παραδοσιακές μας Αξίες μας. Προσπαθούσε με κάθε τρόπο να προλάβει και να αποτρέψει την κάθε χαλαρότητα στο θέμα αυτό, ως καθηγητής, ως κοινωνιολόγος και ως άνθρωπος.
     Στο κύτταρο της κοινωνίας, την οικογένεια, και στη διατήρηση των ισορροπιών του γάμου έδινε ιδιαίτερα μεγάλη βαρύτητα. Θυμάμαι και θα θυμάμαι πάντα τα λόγια του: «Τα υγιή κύτταρα κάνουν τον υγιή οργανισμό».
     Ένα άλλο χαρακτηριστικό που τον διέκρινε, ήταν η αυστηρότητα στο μάθημά του. Την αυστηρότητά του, όμως, την «απορροφούσαν» δύο άλλα χαρίσματά του: η αντικειμενικότητα και η δικαιοσύνη. 
     Την κάθε προσωπική μου άποψη, έρχονται να επιβεβαιώσουν και οι στίχοι συναδέλφου και ποιήτριας, από ποίημά της, αφιερωμένο στον κ. Χατζόπουλο: 
«Είσαι ο δίκαιος και ο καλός,
της δικαιοσύνης ο φρουρός».
     Και, βέβαια, δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα στιγμιότυπο, στο οποίο άθελά μου βρέθηκα αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας: Ήμουν για προσωπικό μου θέμα κοντά στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο οποίο ο κ. Χατζόπουλος ήταν Διευθυντής του Υπουργικού Γραφείου και πέρασα για ένα στιγμιαίο χαιρετισμό. Με υποδέχθηκε πολύ χαρούμενος, όπως έκανε πάντα. Στην κουβέντα μας με ενημέρωσε ότι ήταν θέμα ημερών η μετακίνησή του στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, στην αντίστοιχη θέση. Τη στιγμή που μιλούσαμε, εισήλθε στο γραφείο η Διευθύντρια Προσωπικού, τόσο πολύ φορτισμένη συναισθηματικά εν όψει της μετακίνησής του, που πραγματικά έμεινα άναυδος! Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου τα λόγια της προς τον κ. Χατζόπουλο: «Ασκείτε τα καθήκοντά σας με πολιτική και δικαιοσύνη! Θα κινήσουμε γη και ουρανό να μην φύγετε!».
     Με την ακεραιότητα του χαρακτήρα του ο κ. Χατζόπουλος έχει πετύχει και κάτι άλλο στη ζωή του: τηρεί τα όσα διδάσκει ως καθηγητής. Τα τηρεί στην οικογένειά του, στον επαγγελματικό, στον κοινωνικό του κύκλο.
     Να σημειώσω, τελειώνοντας, ότι φοιτήτρια του κ. Χατζόπουλου υπήρξε και η σύζυγός μου. Διπλή, λοιπόν, η εμπειρία, διπλές οι αναμνήσεις, διπλός ο σεβασμός, διπλή η εκτίμηση, διπλή η αγάπη!  Και το σημαντικότερο: αμοιβαία!
     Κύριε Δημήτρη Χατζόπουλε,
     Μας δείξατε και μας δείχνετε πάντα στο δρόμο της αρετής. Υπήρξατε χαρισματικός ΔΑΣΚΑΛΟΣ, όχι απλά με «Δ» κεφαλαίο, αλλά με όλα τα γράμματα κεφαλαία. Υπήρξατε από τους καθηγητές μας, που όταν ανατρέχουμε στη διδασκαλία σας, το σχολείο δεν τελειώνει ποτέ!
     Σας ευχαριστούμε για το «εύ ζην»!
=============================

  *  Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Βουλευτικό του Ναυπλίου, με διοργάνωση του Δήμου Ναυπλιέων, προς τιμήν του Καθηγητή μου στις σπουδές Νοσηλευτικής, Κοινωνιολόγου κ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΙΩΑΝ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ. Θερμές οι ευχαριστίες μου και μεγάλη η τιμή για την ταπεινότητά μου, που προτάθηκα από τον ίδιο και επελέγην ως ένας εκ των τριών βασικών ομιλητών.
     Το Βουλευτικό κτίστηκε το 1730 ως τζαμί στο κέντρο του Ναυπλίου. Αργότερα στέγασε την πρώτη Βουλή της Νεότερης Ελλάδος (φθινόπωρο 1825-άνοιξη 1826). Στην πορεία του χρόνου, η αίθουσα έχει χρησιμοποιηθεί και για πολλούς ακόμα σκοπούς, όπως φυλακή και σχολείο. Αξιοσημείωτο να υπογραμμιστεί ότι λειτούργησε και ως δικαστήριο, στη δίκη των Θ. Κολοκοτρώνη και Δ. Πλαπούτα. Σήμερα το καλοσυντηρημένο Βουλευτικό λειτουργεί ως χώρος συνεδρίων, διαλέξεων, εκθέσεων, συναυλιών και άλλων πολιτιστικών εκδηλώσεων.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2019

Εκοιμήθη εις Κύριον ο Μητροπολίτης Γλυφάδας




     Με συντριβή πληροφορήθηκα σήμερα το πρωί (19.2.2019) το δυσάρεστο νέο. Ο Μητροπολίτης Γλυφάδας Παύλος ο Α΄, ήταν ένα φωτισμένος Ιεράρχης - μια εξέχουσα προσωπικότητα της Εκκλησίας, που αφήνει ανεξίτηλη τη σφραγίδα του και δυσαναπλήρωτο κενό. Διακόνησε την Εκκλησία ως απλός κληρικός, αλλά και ως ιεροκήρυκας πολλών Μητροπόλεων της Ελλάδος. Ως κληρικός της Μητροπόλεως Νικαίας, έσκυψε με πολλή στοργή, αλλά και υλική βοήθεια στους κρατουμένους των φυλακών Κορυδαλλού. Άλλη μια πολυετής και επιτυχημένη δραστηριότητα της διακονίας του ήταν η εξωτερική Ιεραποστολή. Θυμάμαι, κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, έβλεπα αμέτρητα και ογκώδη τα δέματα με ρουχισμό και είδη διατροφής για το σκοπό αυτό. Πάντα έπαιρνε στην αγκαλιά του τα παιδιά μου και πάντα τους έδινε λιχουδιές και παιχνίδια από τη συλλογή του αυτή.
     Πριν την εκλογή του και χειροτονία του εις επίσκοπον, είχε διατελέσει για πολλά χρόνια Διευθυντής Οικοτροφείου της Ανωτέρας Ιερατικής Σχολής της Εκκλησίας στην Κηφισιά και μετά Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πετράκη. Η προσωπική σχέση που με συνέδεε μαζί του, ήταν τόσο δυνατή, που για το γάμο μας ήλθε από τη Θάσο να μας στεφανώσει και επέστρεψε αυθημερόν (28.7.1985).

28.7.1985...
   Παύλου, του Σεβασμιωτάτου και Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου, της αγιωτάτης Μητροπόλεως Γλυφάδας, αιωνία η μνήμη.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 19.02.2019

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Οι µεθυσµένες κουρούνες!




     Πάντα οι γονείς ετοίµαζαν από το βράδυ το φαΐ της επόµενης ηµέρας για το χωράφι, που τις περισσότερες φορές ήταν ψωµί µε τυρί1, διπλωµένο στην πολύ συνηθισμένη κόκκινη καρό πετσέτα κουζίνας. Στην καλύτερη περίπτωση να βάζανε και κάνα δυο αυγά, «για τα παιδιά», όταν πηγαίναµε κι εµείς µαζί. Το ταγάρι περιελάμβανε ακόµα κι ένα δοχείο µε νερό κι ένα αλουµινένιο κύπελλο. Όσο για το «καλό» φαΐ στο χωράφι, αυτό ήταν σπάνιο και το παίρναµε µόνο όταν είχαµε και εργάτες για βοήθεια.
      Δεν είχαν µείνει πολλές µέρες για ν’ ανοίξουν τα σχολεία, το Σεπτέµβρη του 1971 και θα πηγαίναµε το άλλο πρωί µε τον πατέρα να µαζέψουµε φασόλια στο «µεγάλο χωράφι». Κάθε φορά που ήταν να πάµε στο χωράφι αυτό, δυσανασχετούσα και χαιρόµουνα µαζί: Δυσανασχετούσα γιατί ήταν µεγάλο, άρα είχε και πολλή δουλειά! Χαιρόµουν όµως, και χαιρόµουνα πολύ, γιατί «ακούµπαγε» στο δρόµο και δεν θα έχανα κανένα αυτοκίνητο που θα πέρναγε! Με το που το έβλεπα από µακριά, παράταγα τη δουλειά και έτρεχα να το δω από απόσταση λίγων µέτρων! Να νοιώσω τη σκόνη του στο χωματόδρομο και να… μυρίσω τη βενζίνη του, σαν ένα είδος… πολιτισμού! Χαιρόµουν ακόµα, γιατί µου άρεσε να βλέπω τον κόσµο που πέρναγε από το δρόµο, πηγαίνοντας και γυρνώντας από τις δουλειές του και µας χαιρετούσε.
     Αφού, λοιπόν, είχε ετοιμαστεί το «γεύµα» της ηµέρας, ξεκινήσαµε πρωί-πρωί με τον πατέρα και το γαϊδουράκι για το χωράφι. Φτάνοντας, κρέµασε το ταγάρι σ’ ένα χαµηλό κλωνάρι της καρυδιάς που ήταν στην άκρη του χωραφιού, που δεν θα πήγαιναν εύκολα εκεί τα µυρµήγκια. Μπήκαµε στο χωράφι, κάναµε το σταυρό µας, όπως πάντα και ξεκινήσαµε τη δουλειά, χωρίς να βλέπουµε τίποτα άλλο, παρά µόνο ουρανό µε ήλιο και γη µε ψηλές καλαμποκιές και τις φασολιές!
     ∆εν πέρασε πολλή ώρα κι ακούγαµε πολλές κουρούνες να φωνάζουνε (να κράζουνε) συνέχεια, αλλά δεν δώσαµε καµία σηµασία. Ύστερα από µιάµιση – δυο ώρες δουλειάς, βγήκαµε από το χωράφι να αδειάσουµε σε µεγαλύτερα σακιά, τα φασόλια που είχαµε µαζέψει. Ήταν και ευκαιρία να καθίσουμε για λίγο δυτικά του καλυβιού, που είχε σκιά, να πάρουµε µια ανάσα και να πιούµε µια γουλιά νερό. Βλέπαµε τότε τις κουρούνες να πετάνε σε χαµηλό ύψος και να κράζουνε, αλλά και πάλι δεν δώσαµε σηµασία. Το µόνο που παρατηρήσαμε, ήταν που οι περισσότερες πέταγαν από τη µεγάλη καρυδιά και ξαναπήγαιναν εκεί.
     Όταν ήρθε η ώρα του μεσημεριανού φαγητού, ο πατέρας  πήγε στη καρυδιά να φέρει το ταγάρι µε το ψωµί και το τυρί να φάµε. Ένα σµήνος από κουρούνες πέταξε µόλις πλησίασε στο δέντρο, κράζοντας όλες µαζί και πολύ δυνατά! Πριν προλάβω να πω µέσα µου «τι έγινε», βλέπω τον πατέρα να στέκεται στο σηµείο που το είχε κρεµάσει και να κάνει όλο απορία το σταυρό του! Έτρεξα κι εγώ εκεί αλλά δε µπόρεσα να καταλάβω τί είχε γίνει και τον ρώτησα.
     «∆εν βλέπεις; Σκίσανε οι κουρούνες το ταγάρι και µας φάγανε το ψωµί!», µου απάντησε, δείχνοντάς µου προς τα εκεί.
     Κοιτάζω και τι να δω! Το είχαν κάνει κοµµάτια! Το µισό που έλλειπε ήταν ξεφτισµένο πάνω στα χορτάρια, µαζί µε την κόκκινη πετσέτα! Απόρησα και χαµογέλασα κρύα. Και φυσικά, δεν πήγε καθόλου το µυαλό µου στο «τι θα φάµε τώρα;». Τον πατέρα όµως, αυτό τον απασχολούσε περισσότερο.
     Χωρίς να χάσει χρόνο, ξεκίνησε και πήγε έξω από το γειτονικό µε το χωράφι µας σπίτι και φώναξε δυνατά ν’ ακουστεί:
     «Ρε, Γληγόρη!... Γληγόρη!...».
    ∆υο σκυλιά που ήταν δεµένα στην αυλή γάβγιζαν δυνατά και τραβιόντουσαν, θέλοντας να κόψουν τις αλυσίδες τους και να τον κυνηγήσουν. Άνοιξε η πόρτα και βγήκε έξω η γυναίκα του, η Αγγέλω. Τα µάλωσε κι αυτά κάθισαν στη θέση τους περιορισµένα, αλλά ανήσυχα.
     «Τ’ είναι, ρε Χρήστο;...»
     «Μωρ’ Αγγέλω, µε συγχωρείς!... Θα είχατε ξαπλώσει!...».
     «Μπα! Ετοιµάζουµε να φάµε... Θέλεις κάτι; Σε βλέπω κάπως είσαι...».
     «∆εν ξέρεις τι έπαθα!... Είχα κρεµάσει το ψωµί και µου το φάγανε οι κουρούνες! Κάνανε κομμάτια και το ταγάρι και την πετσέτα και δε µας αφήκανε ούτε ψίχουλο! Και δε µε νοιάζει για µένα... Για το παιδί στενοχωριέμαι… Έχεις να µου δώσεις λίγο ψωµί και λίγο τυρί;».
    «Τι λες, ρε Χρήστο, που δεν έχω!» και έκανε ένα βήµα πίσω να µπει στο σπίτι της, να φέρει το ψωµί και τυρί που της ζήτησε. Αµέσως όµως ξαναβγήκε στην πόρτα.
     «Χρήστο, παρ’ το παιδί σου κι ελάτε µέσα να φάµε!...».
      «Όχι, µωρ’ Αγγέλω! Μη σας βασανίζω! ∆ώσ’ µου λίγο ψωµί και θα βολευτούµε!».
     Βγήκε τότε στην πόρτα χαµογελώντας και ο άντρας της, ο Γρηγόρης, που είχε ακούσει το πάθηµά µας.
     «Τι έπαθες, ρε; Σ’ αφήκαν’ οι κουρούνες νηστικό;», είπε γελώντας πολύ δυνατά και συνέχισε, παίρνοντας αµέσως σοβαρό ύφος:
     «Παρ’ το παιδί κι ελάτε µέσα να φάµε, σαν ανθρώποι κι άσε το ψωμί και το τυρί!».
     ∆ιστακτικός και κάπως ντροπιασµένος ο πατέρας για το πάθημά του από τις κουρούνες, µου έκανε νόηµα µε το χέρι του να πάω κι εγώ.
     Μόλις µπήκαµε και είδα το τραπέζι στρωµένο και την Αγγέλω µε τις τρεις κόρες της να σερβίρουν κότα µε χυλοπίτα, µου πέρασε από το νου η σκέψη:
     «Μωρέ, ήµαστε πολύ τυχεροί που µας φάγανε το ψωµί οι κουρούνες!».
     Συνεσταλµένος την ώρα του φαγητού, χωρίς όμως ο πατέρας να έχει τις ίδια αναστολές. Με το Γρηγόρη ήσαν σχεδόν συνοµήλικοι και είχανε µεγαλώσει µαζί.
     «Μωρ’, Αγγέλω», είπε µόλις τελειώσαµε το φαί και σηκωθήκαµε να φύγουµε, «δώσε µου λίγο ψωµί και λίγο κρασί...».
     «Τι θα το κάνεις, ρε, αφού φάγαµε; ∆ε χόρτασες; ...Ή θα ντο κάµεις κρασόσουπα2;», παρενέβη ο Γρήγορης, γελώντας κάπως κοροϊδευτικά.
     «Άσ’ τον άνθρωπο, χριστιανέ µου! Μπορεί τ’ απόγιοµα να θέλει να βάλει κάτι στο στόµα του!», λέει η Αγγέλω.
     «...Θα σας πω τι το θέλω, άµα πιάσει το κόλπο που σκέφτοµαι...».
     Έκοψε µε το µαχαίρι ένα καλό κοµµάτι ψωµί, του το έδωσε στο ένα χέρι και στο άλλο ένα αλουµινένιο κύπελλο µε κρασί, που έβαλε από τη µπουκάλα. Ήµαστε όλοι περίεργοι για το «κόλπο» που είχε σκεφτεί, αλλά σε κανέναν δεν έλεγε τί ήταν αυτό.
     Γυρίσαµε για λίγο στη σκιά του καλυβιού. Πού όρεξη για δουλειά µετά από ένα λουκούλλειο γεύµα, και µε τέτοιο φαΐ! Μ’ ένα χαµόγελο ικανοποίησης ο πατέρας, βέβαιος για την επιτυχία που θα είχε το «κόλπο» του, έβαλε σε µια παλιά µικρή γαβάθα το ψωµί και το περιέχυσε µε το κρασί, να µουσκέψει καλά. Η περιέργειά µου όλο και µεγάλωνε. Στις επανειλημμένες ερωτήσεις μου δεν απαντούσε, παρά μόνο χαμογελούσε.
     Σε λίγο σηκώθηκε, πήγε και άφησε το καλά μουσκεμένο ψωµί εκεί που ήσαν οι κλωστές του ταγαριού και της πετσέτας. Γύρισε αµέσως, κρατώντας ένα µακρύ ξύλο, που τράβηξε από το φράχτη. Ούτε κι αυτό µπορούσα να καταλάβω τί το ήθελε.
     «Τώρα θα δεις τι έχει να γίνει!», µου είπε, σαν να µονολογούσε.
     «Τι;», ρώτησα µε µεγαλύτερη περιέργεια και τότε µου αποκάλυψε το µυστικό του:
     «Θα πάνε να φάνε οι κουρούνες το ψωµί και θα µεθύσουνε! Ε, ρε γέλια που έχουµε να κάνουµε!»!!!
     Χαµογέλασα, λίγο κρύα, γιατί δεν πίστευα σε κάτι τέτοιο... Συνεχίσαμε τη δουλειά στο χωράφι, μα ο πατέρας δεν άφηνε καθόλου το βλέμμα του από το κρασόψωµο, που σχεδόν αµέσως από τη στιγµή που το έβαλε για δόλωμα, οι κουρούνες άρχισαν να ξαναµαζεύονται, να πετάνε τριγύρω και να φωνάζουνε δυνατά!
     «Τήρα! Τήρα!», µου είπε σε λίγο ενθουσιασµένος, δείχνοντας µε το δάχτυλό του προς τα εκεί! Γυρίζω και τι να δω: Τρεις – τέσσερις κουρούνες δεν τις κράταγαν τα φτερά τους στον αέρα και πέφτανε στη γη και σέρνονταν! Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Αµέσως ο πατέρας τρέχει προς το µέρος τους, κρατώντας και το ξύλο που είχε πάρει από το φράχτη! Πλησιάζει και µία από αυτές που δεν μπορούσε να πετάξει, έκραζε δυνατά από φόβο και όχι από... ευφορία! Σηκώνει τότε το ξύλο, της δίνει µια, µετά δεύτερη και... πάει. Πιο πέρα, άλλη κουρούνα... µεθυσµένη! Πηγαίνοντας κοντά να την πιάσει, είδε τις άγριες διαθέσεις της, να τον τσιµπήσει µε το ράµφος της και δεν το πολυπροσπάθησε! Μια µε το ξύλο, πάει κι αυτή! Σε λίγο και τρίτη!
     Εγώ παρακολουθούσα το θέαµα άναυδος και από απόσταση... ασφαλείας! Αμέσως μετά τις έδεσε µ’ ένα ψιλό σύρµα από τα πόδια, χωριστά την κάθε µια κι ανέβηκε και τις κρέµασε στην καρυδιά, σε σηµείο που να φαίνονται καλά.
     «Να τις βλέπουνε οι άλλες και να φοβούνται και να µην έρχονται να µας τρώνε το καλαμπόκι!...», µου είπε ικανοποιηµένος.
     Το απογευµατάκι, που ο Γρηγόρης βγήκε στην πόρτα, µετά τη ολιγόωρη µεσηµεριανή χαλάρωση, φώναξε του πατέρα:
     «Ρε, Χρήστοοοο!».
     «Τι είναι;», ρώτησε, σηκώνοντας το κεφάλι του από το καλαμπόκι
     «Τι την έκαµες, ρε, την κρασόσουπα; Είχες βαρέσει πουθενά και την έβαλες κατάπλασµα; ...Ή το ήπιες κι έπεσες για ύπνο, ρε;», ρώτησε ειρωνικά, αλλά καλοπροαίρετα.
     «Βλέπεις εκεί;», του είπε και του έδειξε µε το χέρι του τις... κρεμασμένες κουρούνες.
     Άφησε για λίγο τη δουλειά, και πήγε κοντά να του εξηγήσει, κάπως µε καµάρι, αλλά και κάπως δικαιωµένος πως... τις εκδικήθηκε! Ακολούθησα κι εγώ...
     «Ρε, τέτοιο πράµα δε θα πέρναγε ποτέ από το µυαλό µου», είπε ο Γρηγόρης, επιβραβεύοντας την εξυπνάδα και την εφευρετικότητα του πατέρα!
===========================

1 Δείτε/διαβάστε περισσότερα για το ψωμί και το τυρί εδώ:
2 Για τον τρόπο παρασκευής της «κρασόσουπας» και τις θεραπευτικές ιδιότητες, διαβάστε στον κύκλω δημοσιευμάτων «πρακτική ιατρική περασμένων δεκαετιών» στο https://www.kalavrytanews.com/, εδώ:


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.02.1019

Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2019

Το λάλημα της κότας και άλλοι κακοί οιωνοί, προερχόμενοι από ζώα και πτηνά




      Από τα πρώτα του βήματα στη γη ο άνθρωπος αγωνιούσε για το τί του επιφυλάσσει το μέλλον, το άμεσο και το απώτερο. Για το λόγο αυτό άρχισε να παρατηρεί και να προσπαθεί να ερμηνεύσει διάφορα φαινόμενα, είτε επίγεια, είτε ατμοσφαιρικά, είτε αστρικά, για να βγάλει συμπεράσματα που θα του φανούν χρήσιμα. Τα ζώα και τα πτηνά, και ειδικά εκείνα που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή του, μπορούσε και μπορεί να τα παρακολουθεί καλύτερα. Έτσι, η αλλαγή στη συμπεριφορά τους ίσως να προμηνύει καλούς ή κακούς οιωνούς. Και επειδή μια ευχάριστη εξέλιξη είναι πάντα καλοδεχούμενη στη ζωή και δεν απαιτεί προετοιμασία και προφύλαξη, η βαρύτητα πάντα δινόταν και δίνεται στα κακά σημάδια. Στη συνέχεια θα δούμε, θα θυμηθούμε το σωστότερο, πώς η λαογραφία μας ερμηνεύει ακόμα και σήμερα συμπεριφορές των ζώων και ειδικά αυτών που βρίσκονται κοντά στη ζωή του ανθρώπου.
     Πέρα όμως από τη λαογραφία μας, οι άνθρωποι που ζουν κοντά στα ζώα, ξέρουν και τη «γλώσσα» τους. Το κακάρισμα της κότας με το που θα γεννήσει το αυτό, π.χ., είναι διαφορετικό από το κακάρισμά της όταν αντιμετωπίζει κάποιον κίνδυνο. Χαρακτηριστικό και διαφορετικό είναι και το κακάρισμα τη στιγμή που βρίσκει τροφή και καλεί («μαυλάει»-αυ=αβ) τις άλλες κότες, όπως χαρακτηριστικό και τη στιγμή που «μιλάει» στον άνθρωπο για να τον ευχαριστήσει που τη φροντίζει!
     Το λάλημα του κόκορα ήταν (και είναι) το γνωστό πρωινό ξυπνητήρι για τους ανθρώπους των αγροτικών περιοχών. Αν όμως ο κόκορας λαλήσει το βράδυ, αυτό είναι προάγγελος μεταβολής του καιρού. Είναι και κάποιες φορές που η κότα μιμείται τον κόκορα στο λάλημα! Αυτό θεωρείται δυσοίωνο προμήνυμα και για να μην επαληθευτεί («στρέξει») στους ανθρώπους, συνήθως φροντίζουν να… επαληθευτεί στην ίδια την κότα(!): Παρακολουθούν ποια είναι που «λαλάει» και αμέσως μετά τη θυσία και τη «βάφτιση» σε ζεματιστό νερό, παίρνει… θέση στο τραπέζι. Οι προβλέψεις συνεχίζονται με το «διάβασμα» του στήθους του («στηθαμιού») την ώρα του φαγητού, που αν κι εκεί οι ενδείξεις δεν είναι καλές, οι άνθρωποι μπορεί και να τροποποιούν το πρόγραμμα των εργασιών τους, π.χ. αναβάλλουν για λίγες μέρες κάποιες επικίνδυνες εργασίες, αποφεύγουν να χρησιμοποιούν μεγάλα κοπτερά αντικείμενα (όπως τσεκούρια), προσέχουν ιδιαίτερα σε δύσβατα περάσματα, κλπ.
     Άλλος ένας κακός οιωνός από τα οικόσιτα πουλερικά, μπορεί να προέρχεται από το «σημαδαύγουλο». Αυτό είναι αυγό διαφορετικού του κανονικού μεγέθους (συνήθως μικρό και χωρίς κρόκο), που όσοι ξέρουν να το «διαβάζουν», προβλέπουν και τι πιθανόν να συμβεί!
     Άλλα κακά προμηνύματα μπορεί να προέρχονται από μη οικόσιτα ζώα και πτηνά. Π.χ., το κράξιμο του κόρακα πάνω από το χωριό, προμηνύει θάνατο κάποιου χωριανού. Το κουτσούλισμα συγκεκριμένου μεγάλου πουλιού (πελαργού;) στο κοπάδι, προμηνύει ξεκλήρισμά του από αρρώστια ή από επιδρομή λύκων. Κακό σημάδι μπορεί να είναι και το κουτσούλισμα πουλιού στο κεφάλι ανθρώπου. Μπορεί όμως να είναι ακριβώς το αντίθετο, αν η κουτσουλιά προέρχεται από περιστέρι.
     Άσχημα προμηνύματα για την οικονομία της οικογένειας, ίσως να είναι η είσοδος «αμάλαιγου» ζώου στο σπίτι, π.χ. βατράχου, κάβουρα, σαύρας, ενώ το φίδι θεωρείται και καλό σημάδι!
     Η επιστροφή του κοπαδιού στο σπίτι σε μη αναμενόμενη ώρα και χωρίς την παρέμβαση του βοσκού, μπορεί να προμηνύει κακοκαιρία. Επίσης, η ανησυχία των ζώων στο στάβλο, ίσως να προμηνύει σεισμό. Μην ξεχνάμε ακόμα, ότι και στην αρχαιότητα τα σπλάχνα των προς θυσία ζώων εξετάζονταν από τους μάντεις, οι οποίοι έδιναν διάφορες ερμηνείες, π.χ. για την έκβαση των πολέμων.
     Γνωστά ακόμα και το «κλάμα» του σκύλου και η φωνή του Γκιώνη τη νύχτα, ως κακά προμηνύματα, όπως και πολλά ακόμα. Για το κλάμα του Γκιώνη δείτε/διαβάστε περισσότερα εδώ: 
https://www.kalavrytanews.com/2015/11/blog-post_94.html

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 09.02.2019


Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Το σκιάχτρο


Σκιάχτρο  «φίλαθλος» με μπάλα ένα… κολοκύθι, έτοιμος να «σουτάρει», 
αλλά και «φύλακας» καλαμποκιού!
Εικόνα: https://m.eirinika.gr/article/110453/ti-allo-tha-doyme-antras-stin-argentini-pethane-apo-sex-me-skiahtro

     Το σκιάχτρο, ή και με οποιεσδήποτε άλλες ονομασίες μπορεί να το γνωρίζουμε, είναι συνήθως ομοίωμα ανθρώπου, κυρίως άνδρα, και η «εποχή» του συμπίπτει με την εποχή της αγροτικής παραγωγής και συγκομιδής. Τότε οι καλλιεργητές των χωραφιών, των περιβολιών και των αμπελιών το βάζουν στα χωράφια τους να «φοβίζει» (να «σκιάξει») τα αγριοπούλια ή και άλλα ζώα, για να μην του προκαλούν ζημιές στη σοδειά τους.
     Δεν λείπει και εδώ η εφευρετικότητα, που αρκετές φορές προκαλεί γέλιο! Βλέπουμε, π.χ., σκιάχτρα να κρατάνε «απειλητικά» ένα ξύλο στο χέρι, ή άλλα επάνω σε ευλύγιστα ξύλα που με τον αέρα κουνιούνται, για να δίνουν την εντύπωση πραγματικού ανθρώπου έτοιμου να... επιτεθεί! Βλέπουμε ακόμα και σκιάχτρα με το εσώρουχο έξω από το παντελόνι, ή με έγχρωμο γυναικείο «προκλητικό» εσώρουχο(!), ίσως και με πολλές ακόμα επινοήσεις! Παρά, όμως, την όποια εφευρετικότητα του παραγωγού, οι «εχθροί» της σοδειάς του πολύ συχνά συνυπάρχουν με τα σκιάχτρα. Δεν είναι καθόλου απίθανο, λοιπόν, να βλέπουμε αγριοπούλια να «σταθμεύουν» για λίγο επάνω σε αυτά!  
     Αξίζει, όμως, να καταγραφεί και μια μικρή εύθυμη ιστορία, που το σκιάχτρο έγινε η αιτία να φιλιώσουν και πάλι δύο άνθρωποι, ο Μήτσος κι ο Ανδρέας,  που είχαν μαλώσει για ασήμαντο λόγο και για αρκετό χρονικό διάστημα δεν μιλούσαν.
     Την ευκαιρία που αναζητούσε ο Μήτσος να τα «ξαναφτιάξει» με τον Ανδρέα, τού την έδωσε το σκιάχτρο, που είχε βάλει ο δεύτερος στο χωράφι του, να «διώχνει» τα πουλιά από το καλαμπόκι που είχε αρχίσει να ωριμάζει. Ο Μήτσος έκοψε ένα καλαμπόκι και το έβαλε στο… επίμαχο σημείο των γεννητικών οργάνων του σκιάχτρου, σε μορφή και εικόνα «στύσης»! Όταν ο Ανδρέας έμαθε από γείτονές του ποιος «φιλοτέχνησε» περισσότερο από τον ίδιο το κατασκεύασμά του, πήγε βρήκε το Μήτσο, έκαναν στην άκρη όσα τους χώριζαν και γέλασαν και οι δυο με την καρδιά τους!   

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 06.02.2019

Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019

Τί είναι το κουτρούλι, τί το «σημαδεμένο» ξύλο και τί κοινό έχουν μεταξύ τους



Κουτρούλια στο χωράφι


α: Το κουτρούλι

          Το κουτρούλι είναι ένας μικρός αλλά ορατός σωρός από χώμα μέσα στο χωράφι, ο οποίος συγκεντρώνεται με το ξινάρι. Αυτό είναι μια ενημέρωση/«προειδοποίηση» πως δεν επιτρέπεται η βοσκή ζώων εκεί. Το κουτρούλι το «βάζει» σε χέρ(ι)σο χωράφι ο ιδιοκτήτης του ή ο ενοικιαστής του, όταν για δικούς του λόγους δεν θέλει να το βοσκήσουν ξένα κοπάδια. Εναλλακτικά, το σωρό χώμα, μπορούν να αντικαταστήσουν μερικές πέτρες, βαλμένες/«χτισμένες» η μία πάνω στην άλλη, που κι αυτό έχει την ίδια έννοια και που είναι γνωστά και ως «πίτσα κουτρούλια» ή «πίτσος κουτρούλια»1. Εξυπακούεται πως στο χωράφι που καλλιεργείται (είναι σπαρμένο), η βοσκή δεν επιτρέπεται κι αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο.
   Πρέπει να ειπωθεί ακόμα, ότι κάποιοι χωριανοί  «ξεκαθάριζαν» τους... λογαριασμούς τους με τα κουτρούλια! Κουτρούλιαζαν τα χωράφια τους επιλεκτικά και μόνο για κάποιους συγχωριανούς τους με τους οποίους είχαν διαφορές κι αν εκείνοι, οι συγκεκριμένοι μόνο, παραβίαζαν τον άγραφο αυτό νόμο, οι συνέπειες ήταν δεδομένες, αφού η λύση δινόταν και από τα δικαστήρια! Ένα είδος «εμφυλίου πολέμου», δηλαδή! Για όλους τους άλλους τα χωράφια τους μπορεί να ήταν ελεύθερα στη βοσκή!    
     Να σημειώσουμε ακόμα ότι με μορφή «κουτρούλιασμα» σκάβουν και τα αμπέλια2. Αυτό όμως γίνεται σε όλο το αμπέλι και σκοπό έχει να βοηθήσει στην ανάπτυξη του κλήματος και στην καρποφορία. Φυσικά, αυτά τα κουτρούλια καμία σχέση δεν έχουν με εκείνα της φύλαξης των χωραφιών, αφού σε καμία περίπτωση το αμπέλι δεν προσφέρεται για βοσκή ζώων.
---------------------------
1,2: Τις λεπτομέρειες αυτές μου θύμισαν αντίστοιχα και συμπεριέλαβα στο κείμενο οι φίλοι και συντοπίτες μου οι Κώστας Σκαρπέλος (συμμαθητής μου στο γυμνάσιο) και Θοδωρής Χαμάκος, τους οποίους και ευχαριστώ. 

β: Το «σημαδεμένο» ξύλο

     Ένα μεγάλο ξύλο, π.χ. δέντρο που θα πέσει, είναι περιζήτητο για το τζάκι. Εκείνος που θα το δει πρώτος μπορεί να το πάρει, αν αυτό δεν βρίσκεται μέσα σε ιδιόκτητο χώρο/περιοχή. Όμως, αν δεν έχει τα απαραίτητα εργαλεία να το κόψει/τεμαχίσει εκείνη τη στιγμή, οι πιθανότητες να το βρει εκεί τις επόμενες μέρες ή τις επόμενες ώρες, είναι μικρές. Τι ίσχυε/ισχύει λοιπόν: εκείνος που θέλει να το κατοχυρώσει, το «σημαδεύει». Βάζει, δηλαδή, μία ή δυο πέτρες, τη μία πάνω στην άλλη, που αυτό σημαίνει ότι το ξύλο είναι «σημαδεμένο», κατοχυρωμένο, δηλαδή, και δεν επιτρέπεται να το πάρει κανένας άλλος.


«Σημαδεμένο» ξύλο

γ: Η κοινή σχέση μεταξύ τους 

  Το κοινό χαρακτηριστικό τους, και αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί, είναι ότι τα κουτρούλια θεωρούνταν άγραφοι νόμοι, που η τήρησή τους είχε την ισχύ των γραπτών και ακόμα μεγαλύτερη. Κανένας δεν μπορούσε να τα εκμεταλλευτεί, πλην του ιδιοκτήτη (ή ενοικιαστή) του χωραφιού και του πρώτου που σημάδεψε το ξύλο, όσο χρονικό διάστημα μεσολαβούσε μέχρι να το τεμαχίσει και να το πάρει. Να σημειωθεί πως όταν οι «νόμοι» αυτοί ορισμένες φορές παραβιάζονταν από κάποιους «τολμηρούς». Αν αυτοί γίνονταν αντιληπτοί από τους έχοντες τη «νόμιμη» χρήση, οι διαπληκτισμοί, ορισμένες φορές και οι ξυλοδαρμοί ήταν σχεδόν βέβαιοι. Κάποιες άλλες φορές οι υποθέσεις μπορεί να ακολουθούσαν τη δικαστική οδό και η δικαίωση εκεί ίσως να μην ήταν πάντα δεδομένη.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 04.02.2019