Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Οι µεθυσµένες κουρούνες!




     Πάντα οι γονείς ετοίµαζαν από το βράδυ το φαΐ της επόµενης ηµέρας για το χωράφι, που τις περισσότερες φορές ήταν ψωµί µε τυρί1, διπλωµένο στην πολύ συνηθισμένη κόκκινη καρό πετσέτα κουζίνας. Στην καλύτερη περίπτωση να βάζανε και κάνα δυο αυγά, «για τα παιδιά», όταν πηγαίναµε κι εµείς µαζί. Το ταγάρι περιελάμβανε ακόµα κι ένα δοχείο µε νερό κι ένα αλουµινένιο κύπελλο. Όσο για το «καλό» φαΐ στο χωράφι, αυτό ήταν σπάνιο και το παίρναµε µόνο όταν είχαµε και εργάτες για βοήθεια.
      Δεν είχαν µείνει πολλές µέρες για ν’ ανοίξουν τα σχολεία, το Σεπτέµβρη του 1971 και θα πηγαίναµε το άλλο πρωί µε τον πατέρα να µαζέψουµε φασόλια στο «µεγάλο χωράφι». Κάθε φορά που ήταν να πάµε στο χωράφι αυτό, δυσανασχετούσα και χαιρόµουνα µαζί: Δυσανασχετούσα γιατί ήταν µεγάλο, άρα είχε και πολλή δουλειά! Χαιρόµουν όµως, και χαιρόµουνα πολύ, γιατί «ακούµπαγε» στο δρόµο και δεν θα έχανα κανένα αυτοκίνητο που θα πέρναγε! Με το που το έβλεπα από µακριά, παράταγα τη δουλειά και έτρεχα να το δω από απόσταση λίγων µέτρων! Να νοιώσω τη σκόνη του στο χωματόδρομο και να… μυρίσω τη βενζίνη του, σαν ένα είδος… πολιτισμού! Χαιρόµουν ακόµα, γιατί µου άρεσε να βλέπω τον κόσµο που πέρναγε από το δρόµο, πηγαίνοντας και γυρνώντας από τις δουλειές του και µας χαιρετούσε.
     Αφού, λοιπόν, είχε ετοιμαστεί το «γεύµα» της ηµέρας, ξεκινήσαµε πρωί-πρωί με τον πατέρα και το γαϊδουράκι για το χωράφι. Φτάνοντας, κρέµασε το ταγάρι σ’ ένα χαµηλό κλωνάρι της καρυδιάς που ήταν στην άκρη του χωραφιού, που δεν θα πήγαιναν εύκολα εκεί τα µυρµήγκια. Μπήκαµε στο χωράφι, κάναµε το σταυρό µας, όπως πάντα και ξεκινήσαµε τη δουλειά, χωρίς να βλέπουµε τίποτα άλλο, παρά µόνο ουρανό µε ήλιο και γη µε ψηλές καλαμποκιές και τις φασολιές!
     ∆εν πέρασε πολλή ώρα κι ακούγαµε πολλές κουρούνες να φωνάζουνε (να κράζουνε) συνέχεια, αλλά δεν δώσαµε καµία σηµασία. Ύστερα από µιάµιση – δυο ώρες δουλειάς, βγήκαµε από το χωράφι να αδειάσουµε σε µεγαλύτερα σακιά, τα φασόλια που είχαµε µαζέψει. Ήταν και ευκαιρία να καθίσουμε για λίγο δυτικά του καλυβιού, που είχε σκιά, να πάρουµε µια ανάσα και να πιούµε µια γουλιά νερό. Βλέπαµε τότε τις κουρούνες να πετάνε σε χαµηλό ύψος και να κράζουνε, αλλά και πάλι δεν δώσαµε σηµασία. Το µόνο που παρατηρήσαμε, ήταν που οι περισσότερες πέταγαν από τη µεγάλη καρυδιά και ξαναπήγαιναν εκεί.
     Όταν ήρθε η ώρα του μεσημεριανού φαγητού, ο πατέρας  πήγε στη καρυδιά να φέρει το ταγάρι µε το ψωµί και το τυρί να φάµε. Ένα σµήνος από κουρούνες πέταξε µόλις πλησίασε στο δέντρο, κράζοντας όλες µαζί και πολύ δυνατά! Πριν προλάβω να πω µέσα µου «τι έγινε», βλέπω τον πατέρα να στέκεται στο σηµείο που το είχε κρεµάσει και να κάνει όλο απορία το σταυρό του! Έτρεξα κι εγώ εκεί αλλά δε µπόρεσα να καταλάβω τί είχε γίνει και τον ρώτησα.
     «∆εν βλέπεις; Σκίσανε οι κουρούνες το ταγάρι και µας φάγανε το ψωµί!», µου απάντησε, δείχνοντάς µου προς τα εκεί.
     Κοιτάζω και τι να δω! Το είχαν κάνει κοµµάτια! Το µισό που έλλειπε ήταν ξεφτισµένο πάνω στα χορτάρια, µαζί µε την κόκκινη πετσέτα! Απόρησα και χαµογέλασα κρύα. Και φυσικά, δεν πήγε καθόλου το µυαλό µου στο «τι θα φάµε τώρα;». Τον πατέρα όµως, αυτό τον απασχολούσε περισσότερο.
     Χωρίς να χάσει χρόνο, ξεκίνησε και πήγε έξω από το γειτονικό µε το χωράφι µας σπίτι και φώναξε δυνατά ν’ ακουστεί:
     «Ρε, Γληγόρη!... Γληγόρη!...».
    ∆υο σκυλιά που ήταν δεµένα στην αυλή γάβγιζαν δυνατά και τραβιόντουσαν, θέλοντας να κόψουν τις αλυσίδες τους και να τον κυνηγήσουν. Άνοιξε η πόρτα και βγήκε έξω η γυναίκα του, η Αγγέλω. Τα µάλωσε κι αυτά κάθισαν στη θέση τους περιορισµένα, αλλά ανήσυχα.
     «Τ’ είναι, ρε Χρήστο;...»
     «Μωρ’ Αγγέλω, µε συγχωρείς!... Θα είχατε ξαπλώσει!...».
     «Μπα! Ετοιµάζουµε να φάµε... Θέλεις κάτι; Σε βλέπω κάπως είσαι...».
     «∆εν ξέρεις τι έπαθα!... Είχα κρεµάσει το ψωµί και µου το φάγανε οι κουρούνες! Κάνανε κομμάτια και το ταγάρι και την πετσέτα και δε µας αφήκανε ούτε ψίχουλο! Και δε µε νοιάζει για µένα... Για το παιδί στενοχωριέμαι… Έχεις να µου δώσεις λίγο ψωµί και λίγο τυρί;».
    «Τι λες, ρε Χρήστο, που δεν έχω!» και έκανε ένα βήµα πίσω να µπει στο σπίτι της, να φέρει το ψωµί και τυρί που της ζήτησε. Αµέσως όµως ξαναβγήκε στην πόρτα.
     «Χρήστο, παρ’ το παιδί σου κι ελάτε µέσα να φάµε!...».
      «Όχι, µωρ’ Αγγέλω! Μη σας βασανίζω! ∆ώσ’ µου λίγο ψωµί και θα βολευτούµε!».
     Βγήκε τότε στην πόρτα χαµογελώντας και ο άντρας της, ο Γρηγόρης, που είχε ακούσει το πάθηµά µας.
     «Τι έπαθες, ρε; Σ’ αφήκαν’ οι κουρούνες νηστικό;», είπε γελώντας πολύ δυνατά και συνέχισε, παίρνοντας αµέσως σοβαρό ύφος:
     «Παρ’ το παιδί κι ελάτε µέσα να φάµε, σαν ανθρώποι κι άσε το ψωμί και το τυρί!».
     ∆ιστακτικός και κάπως ντροπιασµένος ο πατέρας για το πάθημά του από τις κουρούνες, µου έκανε νόηµα µε το χέρι του να πάω κι εγώ.
     Μόλις µπήκαµε και είδα το τραπέζι στρωµένο και την Αγγέλω µε τις τρεις κόρες της να σερβίρουν κότα µε χυλοπίτα, µου πέρασε από το νου η σκέψη:
     «Μωρέ, ήµαστε πολύ τυχεροί που µας φάγανε το ψωµί οι κουρούνες!».
     Συνεσταλµένος την ώρα του φαγητού, χωρίς όμως ο πατέρας να έχει τις ίδια αναστολές. Με το Γρηγόρη ήσαν σχεδόν συνοµήλικοι και είχανε µεγαλώσει µαζί.
     «Μωρ’, Αγγέλω», είπε µόλις τελειώσαµε το φαί και σηκωθήκαµε να φύγουµε, «δώσε µου λίγο ψωµί και λίγο κρασί...».
     «Τι θα το κάνεις, ρε, αφού φάγαµε; ∆ε χόρτασες; ...Ή θα ντο κάµεις κρασόσουπα2;», παρενέβη ο Γρήγορης, γελώντας κάπως κοροϊδευτικά.
     «Άσ’ τον άνθρωπο, χριστιανέ µου! Μπορεί τ’ απόγιοµα να θέλει να βάλει κάτι στο στόµα του!», λέει η Αγγέλω.
     «...Θα σας πω τι το θέλω, άµα πιάσει το κόλπο που σκέφτοµαι...».
     Έκοψε µε το µαχαίρι ένα καλό κοµµάτι ψωµί, του το έδωσε στο ένα χέρι και στο άλλο ένα αλουµινένιο κύπελλο µε κρασί, που έβαλε από τη µπουκάλα. Ήµαστε όλοι περίεργοι για το «κόλπο» που είχε σκεφτεί, αλλά σε κανέναν δεν έλεγε τί ήταν αυτό.
     Γυρίσαµε για λίγο στη σκιά του καλυβιού. Πού όρεξη για δουλειά µετά από ένα λουκούλλειο γεύµα, και µε τέτοιο φαΐ! Μ’ ένα χαµόγελο ικανοποίησης ο πατέρας, βέβαιος για την επιτυχία που θα είχε το «κόλπο» του, έβαλε σε µια παλιά µικρή γαβάθα το ψωµί και το περιέχυσε µε το κρασί, να µουσκέψει καλά. Η περιέργειά µου όλο και µεγάλωνε. Στις επανειλημμένες ερωτήσεις μου δεν απαντούσε, παρά μόνο χαμογελούσε.
     Σε λίγο σηκώθηκε, πήγε και άφησε το καλά μουσκεμένο ψωµί εκεί που ήσαν οι κλωστές του ταγαριού και της πετσέτας. Γύρισε αµέσως, κρατώντας ένα µακρύ ξύλο, που τράβηξε από το φράχτη. Ούτε κι αυτό µπορούσα να καταλάβω τί το ήθελε.
     «Τώρα θα δεις τι έχει να γίνει!», µου είπε, σαν να µονολογούσε.
     «Τι;», ρώτησα µε µεγαλύτερη περιέργεια και τότε µου αποκάλυψε το µυστικό του:
     «Θα πάνε να φάνε οι κουρούνες το ψωµί και θα µεθύσουνε! Ε, ρε γέλια που έχουµε να κάνουµε!»!!!
     Χαµογέλασα, λίγο κρύα, γιατί δεν πίστευα σε κάτι τέτοιο... Συνεχίσαμε τη δουλειά στο χωράφι, μα ο πατέρας δεν άφηνε καθόλου το βλέμμα του από το κρασόψωµο, που σχεδόν αµέσως από τη στιγµή που το έβαλε για δόλωμα, οι κουρούνες άρχισαν να ξαναµαζεύονται, να πετάνε τριγύρω και να φωνάζουνε δυνατά!
     «Τήρα! Τήρα!», µου είπε σε λίγο ενθουσιασµένος, δείχνοντας µε το δάχτυλό του προς τα εκεί! Γυρίζω και τι να δω: Τρεις – τέσσερις κουρούνες δεν τις κράταγαν τα φτερά τους στον αέρα και πέφτανε στη γη και σέρνονταν! Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Αµέσως ο πατέρας τρέχει προς το µέρος τους, κρατώντας και το ξύλο που είχε πάρει από το φράχτη! Πλησιάζει και µία από αυτές που δεν μπορούσε να πετάξει, έκραζε δυνατά από φόβο και όχι από... ευφορία! Σηκώνει τότε το ξύλο, της δίνει µια, µετά δεύτερη και... πάει. Πιο πέρα, άλλη κουρούνα... µεθυσµένη! Πηγαίνοντας κοντά να την πιάσει, είδε τις άγριες διαθέσεις της, να τον τσιµπήσει µε το ράµφος της και δεν το πολυπροσπάθησε! Μια µε το ξύλο, πάει κι αυτή! Σε λίγο και τρίτη!
     Εγώ παρακολουθούσα το θέαµα άναυδος και από απόσταση... ασφαλείας! Αμέσως μετά τις έδεσε µ’ ένα ψιλό σύρµα από τα πόδια, χωριστά την κάθε µια κι ανέβηκε και τις κρέµασε στην καρυδιά, σε σηµείο που να φαίνονται καλά.
     «Να τις βλέπουνε οι άλλες και να φοβούνται και να µην έρχονται να µας τρώνε το καλαμπόκι!...», µου είπε ικανοποιηµένος.
     Το απογευµατάκι, που ο Γρηγόρης βγήκε στην πόρτα, µετά τη ολιγόωρη µεσηµεριανή χαλάρωση, φώναξε του πατέρα:
     «Ρε, Χρήστοοοο!».
     «Τι είναι;», ρώτησε, σηκώνοντας το κεφάλι του από το καλαμπόκι
     «Τι την έκαµες, ρε, την κρασόσουπα; Είχες βαρέσει πουθενά και την έβαλες κατάπλασµα; ...Ή το ήπιες κι έπεσες για ύπνο, ρε;», ρώτησε ειρωνικά, αλλά καλοπροαίρετα.
     «Βλέπεις εκεί;», του είπε και του έδειξε µε το χέρι του τις... κρεμασμένες κουρούνες.
     Άφησε για λίγο τη δουλειά, και πήγε κοντά να του εξηγήσει, κάπως µε καµάρι, αλλά και κάπως δικαιωµένος πως... τις εκδικήθηκε! Ακολούθησα κι εγώ...
     «Ρε, τέτοιο πράµα δε θα πέρναγε ποτέ από το µυαλό µου», είπε ο Γρηγόρης, επιβραβεύοντας την εξυπνάδα και την εφευρετικότητα του πατέρα!
===========================

1 Δείτε/διαβάστε περισσότερα για το ψωμί και το τυρί εδώ:
2 Για τον τρόπο παρασκευής της «κρασόσουπας» και τις θεραπευτικές ιδιότητες, διαβάστε στον κύκλω δημοσιευμάτων «πρακτική ιατρική περασμένων δεκαετιών» στο https://www.kalavrytanews.com/, εδώ:


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.02.1019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου