Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Ο κλέψας του κλέψαντος-το πάθημα του τσέλιγκα!


     «Χρόνια πολλά, άρχοντα! Να είσαι καλά και να χαίρεσαι τη φαμίλια σου και το βιός σου», ευχήθηκε ο Γληγόρης ο τσέλιγκας στον «άρχοντα» το Θανασό, με το που βγήκαν από την εκκλησία, ανήμερα του αγίου Αθανασίου και του έσφιξε το χέρι.
     «Σ’ ευχαριστώ, ωρέ Γληγόρη: Να είσαι καλά και να χαίρεσαι κι εσύ τη φαμίλια σου», του απάντησε εκείνος και αφού με μια κίνηση του ώμου έφερε στη θέση της τη γιορτινή, βαριά κάπα του, που είχε ανάρριχτα στην πλάτη να τον προστατεύει από το τσουχτερό Γεναριάτικο κρύο, συνέχισε στρίβοντας το μουστάκι:
     «Έλα, ωρέ, το βράδυ με τη νοικοκυρά σου από το κονάκι. Θα έχουμε νταραβέρι. Το καλεί η μέρα, ωρέ!
».

     «Θα ’ρθω, ωρέ, Θανασό. Θα ’ρθούμε με την κυρά να σε τιμήσουμε, ωρέ», απάντησε, αποδεχόμενος πρόθυμα την πρόσκληση και του έδωσε την ταμπακέρα να κάνει τσιγάρο.
     Ο Θανασός ήταν ο «άρχοντας», όχι μόνο του χωριού, αλλά όλης της περιοχής. Πολλοί μπορεί και να μην ήξεραν το πραγματικό του επώνυμο, αφού όλοι «άρχοντα» τον αποκαλούσαν κι αυτός καμάρωνε. Είχε το μεγαλύτερο κοπάδι από κάθε άλλο βοσκό και το κονάκι του (το σπίτι του) ήταν ένα πραγματικό αρχοντικό. Εκτός από τα τέσσερα παιδιά του, αγόρια, είχε κι άλλους πότε δύο, πότε τρεις και πότε τέσσερις στη δούλεψή του, που έτσι μπορούσε να φέρνει γύρω όλες τις δουλειές στο κοπάδι και στα χωράφια του. Ο Γληγόρης είχε κι αυτός μεγάλο κοπάδι, αλλά κατά πολύ μικρότερο του Θανασού. Ήταν κι εκείνος τσέλιγκας, αλλά ο Θανασός ήταν αρχιτσέλιγκας. 
     Το βράδυ, στη γιορτή, μεγάλα τεντζερέδια γεμάτα κοψίδια άδειαζαν το ένα μετά το άλλο στο μεγάλο τραπέζι για τους καλεσμένους και οι νταμιτζάνες με το κρασί γέμιζαν και ξαναγέμιζαν από τα τεράστια κρασοβάρελα του κατωγιού. Το τραγούδι και ο χορός δεν άργησαν από το νταούλι και τις πίπιζες που είχαν προσκληθεί, με πρώτο τον εορτάζοντα να ξεδιπλώνει τις λεβέντικες κινήσεις του στο τσάμικο. Όλοι έφυγαν ευχαριστημένοι, με πολλές ευχές και πάλι στον άρχοντα και την οικογένειά του.
     Αφού πέρασαν λίγες μέρες, ρωτάει με πονηρό βλέμμα το Γρηγόρη ο γείτονάς του ο Περικλής, που ποτέ του δεν είχε δείξει τη συμπάθειά του για το Θανασό, όπως και αρκετοί άλλοι, άλλωστε, ούτε και καλή κουβέντα είχε πει ποτέ γι’ αυτόν:
     «Τι κρέας σας τάισε προχτές στη γιορτή του ο φίλος μας ο “άρχοντας;”».
     «Πρατίνα» (προβατίνα) κι αρνιά. Τι θες να πείς;», απάντησε και ρώτησε εκείνος.
     «Ξέρεις καλά τι θέλω να πω…»
   Η πονηρή ματιά του Περικλή και τα ολοφάνερα υπονοούμενά του, έβαλαν σε σκέψεις το Γληγόρη. Αμέσως του στριφογύριζαν στο νου δυο προβατίνες που του έλειπαν τις τελευταίες μέρες και η «αγαπημένη συνήθεια» του «άρχοντα», να μην τρώει ποτέ κρέας από δικά του ζωντανά, παρά μόνο κλεψιμέικα! Το είχε κι αυτό σε καμάρι και πολύ συχνά το παινευότανε! Κι άλλοι έκαναν την ίδια «δουλειά» στο χωριό και στα γύρω χωριά, μα την πρωτιά του Θανασού δεν μπορούσε να την ξεπεράσει κανείς! Με τους χωροφύλακες των αποσπασμάτων τα είχε καλά και ήταν πάντα φίλοι. Ήξεραν κι αυτοί τη δράση του, αλλά ήξερε καλύτερα κι αυτός να φυλάγεται και ποτέ δεν τον είχαν «τσακώσει». Κάποιοι λέγανε ότι μπορεί και να τρώγανε μαζί τα κλεψιμέικα!
     Δεν πέρασαν πολλές μέρες και έφτασε στ’ αυτιά του Γρηγόρη ότι παραμονές του αγίου Αθανασίου ένα «χαϊβάνι» του χωριού είδε τους δυο μεγάλους γιους του Θανασού να μπαίνουν στην αυλόπορτα του σπιτιού τους με μια προβατίνα στον ώμο ο καθένας.  Κοινό μυστικό οι ζωοκλοπές εκείνη την εποχή, «άγραφος νόμος», γι' αυτό και δεν έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Καθένας ήξερε ότι: «Μου έκλεψαν; Θα κλέψω κι εγώ!» Τα υπονοούμενα και το αξέχαστο βλέμμα του Περικλή, όμως, αλλά και η γνωστή σε όλους και στα γύρω χωριά «αδυναμία» του «άρχοντα», μεγαλύτερη από τον καθένα, έκαναν τον Γρηγόρη ν’ αναστενάξει από στενοχώρια και θυμό, ψιθυρίζοντας:
     «Α, τον αγύρτη! Από τις δικές μου προβατίνες με τάισε!» και χαμογέλασε με σαρκασμό, στη σκέψη ότι «όπου να ’ναι θα φάω κι εγώ από τα δικά του!» Και σε λίγο σκέφθηκε καλύτερα: «Φτάνει και τ' αϊ-Γληγορίου! Θα του κάνω το ίδιο χ'νέρ' (χουνέρι)…»!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.9.2023

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2023

Προεκλογικές «διελκυστίνδες»

Διελκυστίνδα ως παιδικό παιχνίδι (εικόνα από το διαδίκτυο)


     Η διελκυστίνδα είναι ένα άθλημα, που πολύ συχνά γινόταν και ομαδικό παιδικό παιχνίδι. Και αναφερόμαστε σε παρελθόντα χρόνο, γιατί με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και με την απασχόληση των παιδιών στο κινητό τηλέφωνο και το τάμπλετ, πολύ σπάνια έως καθόλου βλέπουμε φυσικά ομαδικά παιχνίδια. Στο παιχνίδι, δύο αντίπαλες παιδικές ομάδες τραβούσαν ένα σχοινί από αντίθετη κατεύθυνση και καθεμιά προς το μέρος της, για το ποια θα επικρατήσει. Στον αθλητισμό, η διελκυστίνδα είνα αγώνισμα, που είχε συμπεριληφθεί και στους Ολυμπιακούς αγώνες, από το 1900 ως το 1920 στην Μεσολυμπιάδα, δηλαδή δύο χρόνια μετά την Ολυμπιάδα και δύο χρόνια πριν την επόμενη.
     Όσο κι αν όλοι μιλάμε για «πολιτικό πολιτισμό», είναι ωμή πραγματικότητα πως, όχι μόνο κάθε φορά που έχουμε εκλογές, αλλά πολύ συχνότερα οι πολιτκές κόντρες και οι εντάσεις ανεβαίνουν. Κάθε πολιτική ομάδα τραβάει προς το μέρος της το «σχοινί» και «μαίνεται» ο «πόλεμος χαρακωμάτων» στις αντίπαλες παρατάξεις. Παραμονές εκλογών, βεβαίως, ο «πόλεμος» αυτός εντείνεται. Και μιλάμε για εκλογές σε όλες τους τις εκφάνσεις: Από την «ανώτερη» πολιτική, στις δημοτικές παρατάξεις, στις εκλογές οργανισμών, ακόμα και στις εκλογές μικρών σωματείων. 
     Πολλοί από τους υποψηφίους «ξοδεύουν» μεγάλο μέρος της προεκλογικής τους εκστρατείας, στο να κατηγορούν και να καταγγέλλουν τους αντιπάλους τους, ενώ αφιερώνουν μόνο το έλασσον της δραστηριότητάς τους στην ανάπτυξη και ανάλυση του δικού τους προγράμματος.
     Το ερώτημα, αλλά και η διαπίστωση που προκύπτει εδώ, είναι ότι με την τακτική του «κατηγορώ» αρκετές/πολλές φορές πείθουν και αποκτούν οπαδούς. Το ερώτημα που προκύπτει, όμως, είναι τούτο: Πόσο επικοινωνιακός είναι και πόσο «πουλάει» αυτός ο τρόπος» για την επικράτηση; Γιατί φαίνεται ότι πράγματι «πουλάει» και αφού «πουλάει», σημαίνει και ότι στην «αγορά» αυτό το «προϊόν» ζητείται.
     Εύκολα διαπιστώνει κανείς, ότι η τακτική αυτή βρίσκει εφαρμογή και στην καθημερινή μας ζωή. Συχνά κατηγορούμε κάποιον, υπονοώντας, εμμέσως πλην σαφώς, ότι «εμείς στη θέση του θα χειριζόμαστε τα θέματα καλύτερα απ’ αυτόν». Πρόκειται, δηλαδή, για μια τακτική, που προβάλλει αποκλειστικά και μόνον το «εγώ», σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που θυμίζει το «κάνε με εμένα πρωθυπουργό για είκοσι τέσσερις ώρες και θα δεις πόσα πράγματα θ’ αλλάξω».
     Και με την ευκαιρία της αναφοράς στο «εγώ», μπορείτε να δείτε/διαβάσετε κι ένα σατιρικό ποίημα μου, με τίτλο «εγώ κι οι άλλοι», ΕΔΩ.  

 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.9.2023

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2023

Βιβλιοπαρουσίαση: «Δάφνες, προδοσία και λευκή κλωστή», της Άρτεμις Παπανδρέου

 


     Γνωρίζοντας την συγγραφέα Άρτεμις Παπανδρέου, τόσο από το προηγούμενο βιβλίο της «Ίσκιοι στο φως», όσο και από διάφορες/πολλές αναρτήσεις της στο διαδίκτυο, μου δόθηκε η ευκαιρία να τη γνωρίσω και εκ του σύνεγγυς στις 9.9.2023, στο Φεστιβάλ του Βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως.  Ήταν μια σύντομη, αλλά όμορφη και πολύ ζεστή  γνωριμία, που μου έδωσε ιδιαίτερη χαρά, όπως και στην ίδια.
     Στην τελευταία πνευματική της δημιουργία, το 582 σελίδων μυθιστόρημά της, με τίτλο «Δάφνες, προδοσία και λευκή κλωστή», από τις εκδόσεις ΜΙΧΑΛΗ ΣΙΔΕΡΗ-Ιούνιος 2022, η ιδιόχειρη αφιέρωσή της στην ταπεινότητά μου, είναι εξόχως τιμητική.
     Το «Δάφνες, προδοσία και λευκή κλωστή», είναι πράγματι ένα έργο αξιαγάπητο. «Παρακολουθεί» τη ζωή τριών οικογενειών και των απογόνων τους στο Βόλο και στην ευρύτερη περιοχή της Μαγνησίας, από τις αρχές μέχρι και αρκετά μετά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Είναι ένα βιβλίο, που, πραγματικά «τα έχει όλα»: Πληθώρα ιστορικών στοιχείων, μεγάλο άνοιγμα στη λαογραφία και στην παράδοση, εκτενείς αναφορές στις περιπέτειες των πολέμων του αιώνα, στα περάσματα και στα γυρίσματα της ζωής των πρωταγωνιστών. Λύπες, χαρές, έρωτες, αρραβώνες, γάμοι, βαπτίσεις, «πικάντικες» ιστορίες, ανατροπές της ζωής, θάνατοι και πολλές ακόμα αναφορές, που προσφέρουν ξεκούραστη ανάγνωση, χωρίς να λείπει και η συνεχής εγρήγορση για τον αναγνώστη.
     Μέσα από τις εξαιρετικές περιγραφές και τα άπειρα καλολογικά στοιχεία της συγγραφέως, ξεπηδούν ολοζώντανες εικόνες και παραστάσεις, που εναλλάσσονται αρμονικά στις παραγράφους του έργου και μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, ο οποίος ταξιδεύει στο χρόνο και αισθάνεται να τις ζει «από κοντά». Χωρίς ίχνος υπερβολής, το μυθιστόρημα της Άρτεμις Παπανδρέου είναι από τα βιβλία εκείνα που σε κάνουν να βιάζεσαι να τελειώσεις τις δουλειές σου, για να γυρίσεις στο σπίτι και να συνεχίσεις το διάβασμα, αγωνιώντας για τη συνέχεια και την έκβαση των περιπετειών!
     Μέσα, τόσο από το τελευταίο βιβλίο της, όσο και από το εν γένει πνευματικό της έργο η Άρτεμις Παπανδρέου, καταδεικνύει και καταθέτει την απέραντη τιμή της και τον μεγάλο σεβασμό της στους προγόνους μας, που μένουν «φάροι άσβεστοι» και σε διαρκή λειτουργία «πυξίδες για τις επόμενες γενιές».
     Αγαπητή, Άρτεμις, ύστερα από αρκετή διαδικτυακή γνωριμία και φιλία, γνωριστήκαμε και από κοντά και «κατορθώσαμε» να μιλάμε στον ενικό! Σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό, όπως σ’ ευχαριστώ και για την τιμητική στο πρόσωπό μου ιδιόχειρη αφιέρωσή σου στο βιβλίο σου! Σου εύχομαι πάντα να μεγαλουργείς, τόσο πνευματικά, όσο και σε κάθε άλλη δραστηριότητα που αγαπάς!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.9.2023
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )

Πέμπτη 14 Σεπτεμβρίου 2023

Ο πλάτανος κι η βρύση

Ένα "αχώριστο" ζευγάρι: Πλάτανος και βρύση στο Λειβάρτζι!


                       Μού ήρθε κι αναστέναξα, σαν στάθηκα στη βρύση.
                       Τα παιδικά, θυμήθηκα, τα χρόνια που ’χω ζήσει,
                       παρέα με τα ξάστερα, τα κρύα τα νερά της
                       και τις δροσιές του πλάτανου που έχει συντροφιά της.
                       Μαζί μου παρασύρθηκε κι αυτή στις θύμησές της,
                       στα νιάτα, στη ζωντάνια της, στις χάρες κι όμορφιές της.
                       Την άκουσα που μίλαγε με μάτια δακρυσμένα,
                       για μυστικά που μέσα της έχει καλά κρυμμένα.
                       Kαι έλεγε στον πλάτανο που στέκεται κοντά της,
                       κι εκείνος με τα γάργαρα ψηλώνει τα νερά της,
                       που σύντροφος αχώριστος από τα πρώτα χρόνια
                       και την πρωταγκαλιάσανε τα τρυφερά του κλώνια:
 
                  –   Ό,τι κι αν μούδωσ’  ζωή, μοιράστηκα με σένα,
                       πιστέ μου, γεροπλάτανε! Τι χρόνια περασμένα
                       ομόρφαιναν τις μέρες μας! Μα τώρα στα στερνά μας
                       μαύροι και δίσεκτοι καιροί φανήκανε μπροστά μας.
                       Πού είν’ εμάς ο κόσμος μας; Που είναι οι χαρές μας;
                       Μονάχοι απομείναμε, χωρίς τις όμορφιές μας.
                       Θυμάσαι, τί γινότανε μπρος στην κορμοστασιά σου,
                       εδώ, στα κρύα μου νερά και στην παχιά σκιά σου;
                       Οι λυγερές τις στάμνες τους που ’ρχόταν να γεμίσουν,
                       με τί λαχτάρα πρόσμεναν τους νιους να συναντήσουν!
                       Πόσες φορές δεν γίναμε και μάρτυρες στους όρκους,
                       σε υποσχέσεις κι όνειρα και στους κρυφούς τους πόθους!
                       Σαν πόσα τέτοια μυστικά κρατάμε φυλαγμένα,
                       καημούς και λύπες και χαρές, στα σπλάχνα μας κρυμμένα.
                       Πώς τραγουδούσανε οι νιές, λεβέντες πώς χορεύαν!
                       Αγωνιστές της Λευτεριάς απ’ τ’ άτια ξεπεζεύαν,
                       μ’ ευγνωμοσύνη έσκυβαν εδώ και ξεδιψούσαν,
                       τη φύση και τον Ύψιστο με την ψυχή υμνούσαν.
                       Σαν λαμπερό χαμόγελο, τότε, το θρόισμά σου,
                       με χάρη μού κρυφόγνεφε κι ένοιωθα τη χαρά σου.
                       Και τι να πεις που κίναγαν στο σκάρο τα κοπάδια
                       και βγαίνανε για τη βοσκή κι ανέβαιναν στα πλάγια.
                       Θαρρούσες τα κουδούνια τους πως μελωδίες βγάζαν,
                       που συμφωνίες μουσικές, τέλεια συνταιριάζαν.
                       Πόσοι δεν ξαποστάσανε εδώ στην αγκαλιά μου,
                       πόσοι δεν επαινέψανε τα δροσερά νερά μου,
                       ξένοι και φίλοι και γνωστοί και ντόπιοι και διαβάτες,
                       του μόχθου άνθρωποι αγνοί, της ξωμαχιάς εργάτες.
                       Πόσοι δεν με παινέψαμε πως είμ’ εγώ η «μία»,
                       «μνημείο» μ’ ονομάσανε, με γράψαν σε βιβλία!
                       Κι ύστερα με ξεχάσανε κι εγώ γερνάω μόνη
                       και νοιώθω να ’χω στα μαλλιά βαρύ-βαρύ το χιόνι.
                       Παρέα, γεροπλάτανε, τον πόνο μας τον λέμε,
                       θυμόμαστε τα νιάτα μας και κάπου κάπου κλαίμε.


                  –   Μαλαματένια βρύση μου, η τέχνη σου στολίδι!
                       Τραγούδι το κελάρυσμα στης φύσης το φτιασίδι!
                       Δώρο Θεού το νάμα σου θα τρέχει κρουσταλλένιο,
                       όπως και ως τα σήμερα, από ψηλά δοσμένο.
                       Και τα πουλιά στους κλώνους μου ποτέ δεν θα σωπάσουν,
                       ύμνοι οι μελωδίες τους, τον Πλάστη θα δοξάζουν.
                       Τι κι αν οι δρόμοι κλείσανε κι οι στράτες δεν περνάνε
                       ζώα κι αγρίμια του βουνού μαζί μας πάντα θα ’ναι.
                       Αυτές είναι οι χάρες μας, αυτές και οι χαρές μας!
                       Τα νιάτα μας μάς λείπουνε και όχ' οι ομορφιές μας.
 
                       Άκουσαν την κουβέντα τους της ρεματιάς τ’ αηδόνια
                      κι αλλάζουν το κελάηδημα, τους λένε με συμπόνια:
                  –  Τα χρόνια κι αν εφύγανε κι αν καιροί περνάνε,
                      οι άνθρωποι τις ρίζες τους, εύκολα δεν ξεχνάνε!


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, από παλαιότερη έκδοσή μου
                              https://nikolpapak.blogspot.com/2021/08/blog-post_29.html

Στέλιος Καζαντζίδης: Ο τραγουδιστής που μας μεγάλωσε! (+ 14.9.2001)


     Συμπληρώνονται σήμερα 14 Σεπτέμβρη 2023, ανήμερα του Σταυρού, είκοσι δύο χρόνια από το ταξίδι του μεγάλου Στέλιου Καζαντζίδη για τις ουράνιες γειτονιές. Σύντομο και με υποκειμενικό μάτι το αφιέρωμά μας στον τραγουδιστή που ερμήνευσε τους πόθους και τους καημούς ενός ολόκληρου λαού και των Ελλήνων της ξενιτιάς.
     Ήταν η εποχή που το μόνο μέσο ψυχαγωγίας στον τόπο μας και σε κάθε ορεινή περιοχή ήταν το ραδιόφωνο κι αυτό βρισκόταν σε λίγα μόνο σπίτια. Η λήψη, ακόμα κι από τους κοντινότερους σταθμούς της Πάτρας, της Τρίπολης, της Αμαλιάδος, του Πύργου και του Μεσολογγίου ήταν κάπως έως πολύ προβληματική, αλλά δεν χορταίναμε να ακούμε, έστω και με παράσιτα τις αγαπημένες μας εκπομπές.
     Τα πολύ γνωστά τραγούδια του Στέλιου Καζαντζίδη υπερτερούσαν θα έλεγε κανείς στις «αφιερώσεις ακροατών», «αφιερώσεις» και «η ώρα των ακροατών μας» από τον Πύργο, την Αμαλιάδα και το Μεσολόγγι, αντίστοιχα. Κάθε φορά, λοιπόν, που η εκφωνήτρια/εκφωνητής έλεγε ότι το τραγούδι που ακολουθούσε είναι του Καζαντζίδη, σηκώναμε την κεραία του ραδιοφώνου, ανοίγαμε περισσότερο την ένταση της φωνής του και απαιτούσαμε από την παρέα μας να κάνει ησυχία ν’ ακούσουμε καλύτερα και να σιγο-συνοδέψουμε στους στίχους και στη μελωδία! Και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, κάθε φορά που φτάνει στ’ αυτιά μας η φωνή του, μάς έρχεται πάντα στο νου και κάποια ιδιαίτερη στιγμή στο το πατρικό μας σπίτι, τη γειτονιά μας, το χωριό μας και η νοσταλγία ξεχειλίζει!
     Λίγες μέρες πριν το θάνατό του, είχαν προηγηθεί τα γεγονότα στους δίδυμους πύργους (11 του Σεπτέμβρη 2001) και η μεγάλη αναστάτωση σε όλον τον κόσμο μας απέσπασε τη προσοχή και δεν μπορέσαμε να κλίνουμε τότε όσο ευλαβικά έπρεπε το γόνυ στο μεγάλο καλλιτέχνη. Είναι όμως σίγουρο ότι τον έχουμε πάντα στην πρώτη θέση στην καρδιά μας.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.9.2023

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2023

Μια παλιά σχολική τσάντα διηγείται...

     Η «διήγηση» έγινε σ’ έναν επισκέπτη του λαογραφικού μουσείου κάποιου ορεινού χωριού της Στερεάς Ελλάδος, στο οποίο η γερασμένη σχολική τσάντα αποτελούσε έκθεμα. Ο επισκέπτης αυτός, το πιθανότερο της κοντινής ηλικίας με αυτή, πέρασε από πολλά άλλα εκθέματα, μπροστά της, όμως, της σταμάτησε περισσότερο και το βλέμμα του έμεινε αρκετή ώρα κολλημένο επάνω της και τα χείλη του κάτι να ψελλίζουν. Μια μικρή πλαστικοποιημένη ετικέτα που ήταν καρφιτσωμένη επάνω της έγραφε: «Η πρώτη σχολική τσάντα του Αρεοπαγίτη Αριστείδη Βάλαρη στο δημοτικό. Σχολικό έτος 1955-56». Φαίνεται πως κάποιες προσωπικές του αναμνήσεις άρχισαν μέσα του να ξυπνάνε κι αυτό η τσάντα το κατάλαβε. Χωρίς χρονοτριβή άρχισε αμέσως να του διηγείται τη δική της ιστορία:
 
     «Καλώς ήρθατε, κύριε! Βλέπω τα μάτια σας που με κοιτάνε με συμπάθεια και νοσταλγία και κάτι θέλετε να μου πείτε. Απ' αυτό παίρνω το θάρρος να σας μιλήσω για τη ζωή μου...

    Γέρασα, καλέ μου κύριε, και γέρασα ξεχασμένη και περιφρονημένη! Πάνε κάπου περισσότερα από πενήντα χρόνια τώρα, που το αφεντικό μου με παράτησε μέσα σε μια παλιά αποθήκη με πολλά άλλα άχρηστα πράγματά του. Για καλή μου τύχη, είχα και δυο βιβλία κι ένα τετράδιο μέσα και δεν ένοιωθα πολλή μοναξιά, αλλά καταπλακωμένη καθώς ήμουν, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Έλεγα πως θα σαπίσω εκεί. Το φως της ημέρας είχα ξεχάσει πώς είναι. Άσε που με είχε πνίξει η σκόνη! Ένα παχύ στρώμα είχε κάτσει επάνω μου και δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε το χρώμα μου! Σύννεφο σηκώθηκε με το που με έβγαλαν και με τίναξαν! Το ότι άντεξα το χρωστάω στο καλό δέρμα με το οποίο είμαι φτιαγμένη και την καλή επεξεργασία που του έκανε ο τεχνίτης. Και ευτυχώς πώς, που χρειάστηκε να διαμορφώσουν και να φτιάξουν δωμάτιο την αποθήκη τους για το εγγονάκι τους που πριν λίγο καιρό είχε γεννηθεί κι έτσι είχα κι εγώ καλή τύχη και βρήκα μια θέση που νομίζω ότι  μού αξίζει!
     Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ήμουν σ’ ένα ράφι μεγάλου βιβλιοπωλείου στην Αμερική και καμάρωνα για την περίοπτη θέση μου. Πολλοί πελάτες ρωτούσαν για την αξία μου το βιβλιοπώλη, αλλά πάντα προτιμούσαν κάποια άλλη, φθηνότερη. Ένα φθινοπωρινό πρωινό, μπήκε ένας φίλος του βιβλιοπώλη στο μαγαζί, που πέρναγε συχνά από εκεί και τα λέγανε. Θυμάμαι ακόμα την κουβέντα τους στα Ελληνικά εκείνη την ημέρα:
     “Καλημέρα, Σάββα! Τί κάνεις;…”.
     “Καλώς τον Πέτρο! Καλά! Εσύ;… Έχεις κάνα νέο από την Ελλάδα;”.
     “Χτες είχα γράμμα από τον αδελφό μου το Σωτήρη και πολύ το χάρηκα! Ο γιος του ο Αρίστος είναι πολύ καλός μαθητής και θέλω να τού στείλω μια καλή τσάντα για το σχολείο, έτσι σαν έπαθλο για τις επιδόσεις του”!
     “Μπράβο! Συγχαρητήρια στον ανιψιό σου! Καλή πρόοδο! Αν θες να  με ακούσεις, θα πάρεις αυτή την τσάντα, που είναι αθάνατη. Θα την έχουν και όλα τα μικρότερα αδέλφια του”, κι έδειξε εμένα.
     Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο κύριος Πέτρος, έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε ένα κάμποσα δολάρια.
     “Αφού μου το λες εσύ, θα την πάρω! Κατέβασε τη!”, είπε στο φίλο του το Σάββα.
     Σε λίγο βρισκόμουν προσεκτικά πακεταρισμένη από τα χέρια του βιβλιοπώλη, έτοιμη για το μεγάλο υπερατλαντικό ταξίδι μου, που κράτησε κάνα μήνα. Κουνήθηκα, κτυπήθηκα μαζί με άλλες αποσκευές, συνταξιδιώτες στο υπερωκεάνιο, αλλά φτάσαμε όλοι σώοι στον Πειραιά. Σε λίγες μέρες που άνοιξαν το δέμα στο σπίτι του νέου μου φίλου, του Αρίστου, επιφωνήματα ενθουσιασμού γέμισαν τον αέρα! Προσωπικά να σου πως απογοητεύτηκα, με το που βγήκα και είδα το φτωχόσπιτό τους, γιατί εγώ ήμουνα αλλιώς μαθημένη… Ακολούθησαν ευχές από τους γονείς και τους παππούδες του Αρίστου, μόλις με έδωσαν στα χέρια του, μα εκείνος ο καημένος είχε μείνει αποσβολωμένος.
     “Θα με κοροϊδεύουν τ’ άλλα παιδιά, που εκείνα θα εξακολουθούν να έχουν ταγάρια για τα βιβλία τους και τα τετράδιά τους…”. “Και το δικό μου το ταγάρι, που έχω μέχρι σήμερα, τί θα το κάνω;…”. “Έπειτα, αυτή η τσάντα είναι μεγάλη για μένα…”, ήταν κάποιες από τις αντιρρήσεις του.
     “Αν είναι λίγο μεγάλη τώρα, σε λίγο που θα μεγαλώσεις περισσότερο, θα σου είναι τέλεια για το γυμνάσιο. Τ’ άλλα παιδιά δεν θα σε κοροϊδεύουνε. Θα σε θαυμάζουνε και θα ζηλεύουνε”, του απάντησαν εκείνοι.
     Όμως, τ’ άλλα παιδιά ποτέ δεν έδειξαν θαυμασμό για τον Αρίστο! Από την πρώτη στιγμή που με είδαν στα χέρια του, ομαδική καζούρα και χειρονομίες και πράξεις εκφοβισμού γνώριζε από τους “φίλους” του, και συχνά γύριζε κλαμένος στο σπίτι. Μέχρι και οι γονείς του τον συνόδευαν στο σχολειό, για να εμποδίσουν τις φραστικές επιθέσεις και τις χειρονομίες των άλλων εναντίον του. Χρειάστηκε πολύς καιρός να εκτονωθεί αυτή η κατάσταση και να ξεπεράσει τους φόβους και τις ντροπές ο Αρίστος…
     Μετά τον Αρίστο με πήρε ο αδελφός του ο Θανάσης και μετά η αδελφή τους η Σωτηρία. Άλλαξα κάνα δυο χέρια ακόμα σε ξαδέλφια τους και τελικά κατέληξα σε μια αποθήκη, όπου εκεί έμεινα πολλά χρόνια. Πόσα, μην με ρωτάς. Δεν ξέρω!...
     Κάποια στιγμή, μπήκαν δύο άνθρωποι στην αποθήκη να την καθαρίσουν. Τα χέρια που με βρήκαν, ήταν έτοιμα να με πετάξουν μαζί με τ’ άλλα άχρηστα αντικείμενα στα σκουπίδια. Τότε ακούστηκε η φωνή του δεύτερου ατόμου που βοηθούσε στον καθαρισμό και με είδε:
     “Τί είναι’ αυτό;”.
     “Για παλιά σχολική τσάντα μοιάζει…”.
     Αμέσως με πήρε εκείνος στα χέρια του και με χτύπησε δυο τρεις φορές στον τοίχο να φύγει από πάνω μου η σκόνη. Αμέσως άρχισε να φτερνίζεται. Με άνοιξε με δυσκολία, αφού η μικρή κλειδαριά μου είχε σκουριάσει και ξεφύλλισε τα βιβλία και το τετράδιο.
     “Ρε συ! Αυτή είναι η τσάντα του θείου του Αρίστου από το δημοτικό!”, είπε με πολύ ενθουσιασμό!
     “Ε, και;”, απάντησε ο άλλος.
     “Τί ΄΄ε, και΄΄”; Θα συγκινηθεί πολύ άμα τη δει!”.
     Με φύλαξαν σε μια γωνιά του σπιτιού και σε λίγες μέρες βρισκόμουν στα χέρια του πρώτου αφεντικού μου, του Αρίστου, παππούς πλέον! Πόσα θυμηθήκαμε μαζί από τα νιάτα μας! Πόσες συγκινήσεις νοιώσαμε!... Ευχάριστα, δυσάρεστα, εύκολα, δύσκολα, ανακατεύτηκαν όλα στις θύμησές μας. Θα γέμιζαν πολλές βιβλιοθήκες, αν καθόμουν να τα γράψω!...
      Σε λίγο που ήρθε και η γυναίκα του, της ανακοίνωσε την απόφασή του:
     “Αύριο κιόλας, θα την παραδώσω στον υπεύθυνο του λαογραφικού μουσείου! Πιστεύω να τον ενδιαφέρει…”.
     Έτσι κι έγινε! Με καθάρισε πολύ καλά, με προσοχή, στοργή και αγάπη το παλιό μου αφεντικό, μου. Μου μίλαγε και με χάιδευε συγκινημένος. Ύστερα φρεσκάρισε το χρώμα μου με βερνίκι και, όπως βλέπετε, εδώ βρήκα παλιούς και καλούς φίλους μου: Δυο θρανία δεξιά μου, τον παλιό σχολικό πίνακα απέναντι κι από την άλλη μεριά κάποια βιβλία της εποχής μας. Ξανασμίξαμε όλοι μαζί ύστερα από τόσα χρόνια στην ίδια σχολική αίθουσα που ανταμώναμε και τότε. Λέμε συχνά τα δικά μας, τις αναμνήσεις μας τα παράπονά μας, τις χαρές μας και τις στενοχώριες μας… Άλλοτε κλαίμε κι άλλοτε γελάμε… Περνάμε πολύ καλά, όμως! Γνωρίσαμε και κάναμε και πολλούς άλλους φίλους εδώ, συνομίληκους μας, μεγαλύτερους, αλλά και μικρότερους: υφαντά, πλεκτά, εργόχειρα, εργαλεία της γης, σκεύη του σπιτιού, εθνικές και πολεμικές ενδυμασίες, όπλα από τους πολέμους… Ευτυχώς που κάποιοι άνθρωποι έχουν παραπάνω ενέργεια και ευαισθησίες και φροντίζουν για τα μουσεία, γιατί αλλιώς, ούτε κι εσείς θα μας γνωρίζατε, ούτε κι εμείς θα μπορούσαμε να σας διηγηθούμε την ιστορία μας, καλέ μου κύριε!...».
-------------------------------------------
Σημείωση: Πιθανή ομοιότητα με ονόματα, είναι τυχαία.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.9.2023

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2023

Προσκύνημα στην «αγία Παρασκευή του δράκου», από βιωματικές αφηγήσεις

        

Σαν πρόλογος…
 
     Το «προσκύνημα στην “αγία Παρασκευή του δράκου”», είναι μια καταγραφή και «μείξη» βιωματικών αφηγήσεων της συζύγου μου Ελένης και άλλων ακόμα συγγενών από το χωριό της, με αναφορές στη δεκαετία του 1970 και νωρίτερα. Ο λόγος για τον οποίο καταγράφονται και δημοσιοποιούνται, είναι για να καταδειχθεί η δύναμη των συναισθημάτων πίστης και σεβασμού στο Θείον, που αψηφούσε κάθε εμπόδιο, προκειμένου οι άνθρωποι να νοιώσουν στήριγμα και προστασία και ν' αντλήσουν δύναμη για ν' αντιμετωπίσουν τις διάφορες δυσκολίες. Μυημένα και τα παιδιά πριν κάποια χρόνια σ’ αυτές τις εκδηλώσεις λατρείας, ακόμα κι αυτά της προσχολικής ηλικίας, ακολουθούσαν, όχι μόνο χωρίς αντιρρήσεις και γογγυσμό, αλλά πρόθυμα και με πραγματική πηγαία πίστη.
     Ένας ακόμα λόγος της καταγραφής αυτής, είναι ότι το «προσκύνημα στην αγία Παρασκευή» δεν έχει διαφορές από κάθε άλλο προσκύνημα σε οποιοδήποτε άλλο ξωκκλήσι, μοναστήρι ή ναό σε όλη την Ελλάδα κι αν έχει αυτές θα είναι ελάχιστες. Πολλοί εξ ημών, άλλωστε, έχουμε βιώσει τέτοιες εμπειρίες στα παιδικά μας χρόνια. Όλες οι αφηγήσεις υπερήλικων, αλλά και νεότερων σήμερα προσκυνητών στην «αγία Παρασκευή του δράκου», αλλά και αφηγήσεις προσκυνητών σε διάφορες άλλες περιοχές και εκκλησίες της χώρας μας, συγκλίνουν στην ίδια σκέψη: Η πίστη και η αφοσίωση στο Θείον, είναι καταφυγή και προστασία, σύμφωνα και τον ιερό παρακλητικό κανόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η πολύωρη πεζοπορία και μετάβαση ως εκεί, ήταν μέρος του τελετουργικού, ήταν, αναμφισβήτητα, κι ένα είδος θυσίας, ως ιδιαίτερα κοπιαστική προσπάθεια. Το «τάμα», μάλιστα, που ίσως και να μην ήταν μόνο τάμα, αλλά και καθιερωμένη συνήθεια, είτε ως ομολογία πίστεως, είτε ως μέσο εξαγνισμού, είτε ως επίκληση του Θείου, προκειμένου η Χάρις Του να είχε «μεγαλύτερη» επίδραση. Θεωρείται βέβαιο δε, ότι τόσο η μετάβαση, όσο και η παραμονή και η διανυκτέρευση στην εκκλησία και παρακολούθηση του εσπερινού, της αγρυπνίας, του όρθρου και της πρωινής Θείας Λειτουργίας, έκανε τους πιστούς κι ένοιωθαν και νοιώθουν πάντα αναβαπτισμένοι και με περισσότερο στερεωμένη την πίστη.
     Σήμερα τα προσκυνήματα αυτά έχουν γίνει πολύ πιο χαλαρά, με μετάβαση χωρίς κούραση με τα αυτοκίνητα και χωρίς τη συμμετοχή στη θεία λατρεία με την ίδια προσήλωση, πιθανότατα και με διαφορετική κατάνυξη. Καθόλου μην μας διαφεύγει ότι σ’ ένα σύγχρονο προσκύνημα/πανηγύρι, ειδικά στις πόλεις, αφιερώνουμε ελάχιστο χρόνο να προσκυνήσουμε βιαστικά, ίσως και με «στριμωξίδι»(!) τον άγιο που γιορτάζει, για να αφιερώσουμε αμέσως μετά πολύ περισσότερο χρόνο στους πάγκους με τα πολλών εκατοντάδων είδη των εμπόρων των παζαριών.
***
  «[…]Για την αγία Παρασκευή οι ετοιμασίες ξεκίναγαν από δυο-τρεις μέρες πριν. Ίσως για τους μεγαλύτερους να είχε γίνει ένα είδος ρουτίνας και αναπόφευκτου, αλλά εκούσιου καθήκοντος, για εμάς τα παιδιά, όμως, ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Περιμέναμε την ημέρα εκείνη περισσότερο κι από τη Λαμπρή! Ατέλειωτα μπουλούκια θα φεύγαμε από τα χωριά, θα περνούσαμε μέσα από δυο και τρία, μπορεί και περισσότερα άλλα χωριά για να φτάσουμε ως εκεί. Ολόκληρο ταξίδι, δηλαδή. Και σάμπως, ποιος υπολόγιζε κούραση; Μας έφτανε μόνο που θα βλέπανε τα μάτια μας τον κόσμο και πίσω από το βουνό και κάτι τέτοιες ευκαιρίες ήταν μια, άντε δυο φορές το χρόνο!
     Από μέρες, λοιπόν, οι μανάδες και οι γιαγιές ετοίμαζαν τα πράγματα που θα παίρναμε μαζί: Τα ρούχα για να στρώσουμε να κοιμηθούμε το βράδυ, αλλά και ρούχα να φορέσουμε, γιατί μετά το νύχτωμα έκανε κρύο. Ετοίμαζαν και τα φαγητά: Τί άλλο; Ψωμί, ελιές και καμιά ντομάτα αν είχαν γίνει. Βλέπεις, νηστεύαμε για να κοινωνήσουμε. Το τυρί και τα βραστά αυγά, που κι απ’ αυτά παίρναμε μαζί, τα είχαμε για την άλλη μέρα, για μετά τη Θεία Κοινωνία.
     Η λαχτάρα μας εμάς ήταν και ο άρτος από την εκκλησία. "Ψωμί με ζάχαρη"(!), είχα ακούσει να τον λένε άλλα μικρότερα παιδιά. Πού να μας χόρταινε, όμως, ένα κομματάκι, λίγο μεγαλύτερο από το αντίδωρο! Κόσμος πολύς κι έπρεπε να φτάσει για όλους. Οι μητέρες μας μας έδιναν και το δικό τους! "Λιχουδιές" για το δρόμο τ’ αχλάδια, κι αυτά στην καλύτερη μισογινωμένα! Όπου βλέπαμε αχλαδιά, εμείς τα παιδιά ειδικά, τρέχαμε! Ανέβαιναν επάνω τα μεγαλύτερα αγόρια, έτρωγαν εκείνα κι έριχναν και σ’ εμάς που τα περιμέναμε αποκάτω ως μάννα εξ ουρανού! Οι φωνές των γονιών μας "πνιγμένες", να μας αποτρέψουν χωρίς ν’ ακουστούν, γιατί αν μας έβλεπε κάποιος αγροφύλακας ή και ιδιοκτήτης του δέντρου, πέρα από την προσβολή, θεωρούνταν κλοπή και μπορεί να είχε και δικαστική συνέχεια.
     Φεύγαμε από το χωριό την παραμονή το μεσημέρι όλο το τσούρμο. Παιδιά, γονείς, θείοι, γείτονες… Στα σπίτια έμεναν οι ανήμποροι κι ένας ή δύο άντρες μόνο για τα πιο απαραίτητες δουλειές και κυρίως για τα ζωντανά, με την αδιαμφισβήτητη εντολή και τον οβολό τους ν’ ανάψουμε και γι’ αυτούς "ένα κερί". Το ταγάρι με τα φαγητά μας και τα μεγαλύτερα ταγάρια με τα ρούχα για το βράδυ, άλλαζαν από ώμο σε ώμο των μεγάλων. Τρεις και τέσσερις ώρες δρόμος, το φορτίο έπρεπε να μοιραστεί δίκαια σε όλους. Κάποιοι έπαιρναν και ζώα και τα φόρτωναν σ’ αυτά.
     "Καλό δρόμο! Βοήθειά σας! Και του χρόνου"! "Σε λιγο θα ξεκινήσουμε κι εμεις!...", εύχονταν κι έλεγαν στα ατέλειωτα μπουλούκια των περαστικών οι κάτοικοι των άλλων χωριών που περνούσαμε.
     Μια πραγματική λαοθάλασσα μέσα και έξω από την εκκλησία. Περιμέναμε αρκετή ώρα στην ουρά για να προσκυνήσουμε. Ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια στα μάτια μας και οι πολλοί παππάδες, αφού στα χωριά μας λειτουργούσε πάντα ένας. Λίγο μετά τον κατανυκτικό εσπερινό, ακολουθούσε νυχτερινή Λειτουργία (αγρυπνία) και ήταν κανόνας να την παρακολουθήσουμε σιωπηλά και υπομονετικά, μέσα ή έξω από την εκκλησία, κι ας μην ακούγαμε καθόλου τους παππάδες και τους ψάλτες. Σπάνια θυμόμαστε μικροφωνικές… Μόνο αν απομακρυνόσουν λίγα μέτρα άκουγες το βόμβο από τις χαμηλόφωνες κουβέντες των μεγάλων, που έσμιγαν από διάφορα χωριά και είχαν πολλά να πουν. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, που τέλειωνε η αγρυπνία, άνοιγαν και τα ταγάρια και στρώνονταν πρόχειρα κατά γης οι πετσέτες για το νηστήσιμο δείπνο. Η κούραση και η εξοχή είχαν ανοίξει την όρεξη και το ψωμί με τις ελιές μας φαινόταν πραγματική αμβροσία!
     Μια κάποια περιπέτεια, αλλά και μια διαφορετική εμπειρία και ο ύπνος. Ξαπλώναμε πολλά παιδιά μαζί στα πρόχειρα στρωσίδια που ετοίμαζαν οι μανάδες, το ένα δίπλα στο άλλο, και δεν χάναμε την ευκαιρία για «πνιγμένα» πειράγματα και παιχνίδια. Κι όταν ο Μορφέας ερχόταν να μας αγκαλιάσει, τραβούσαμε ο ένας σκεπάσματα από τον άλλον, γιατί το νυχτερινό κρύο έτσουζε όλο και περισσότερο, όσο κόντευε το πρωί. Στο πρόγραμμα και τα αγουροξυπνήματα και η σχετική γκρίνια με το χτύπημα της καμπάνας, πριν ακόμα βγει ο ήλιος.
     Μετά την πρωινή Λειτουργία στην εκκλησία, οι ευχές, οι αγκαλιές οι χαιρετισμοί και οι ατέλειωτες ευχάριστες συζητήσεις με μεγάλα και πλατειά χαμόγελα είχαν το λόγο. Συγγενείς από άλλα χωριά με τους οποίους συναντιόμαστε και είχαν καιρό να μας δουν, μας θαύμαζαν εμάς τα παιδιά που είχαμε μεγαλώσει! Επαίνους και λόγια τιμητικά στην κάθε μάνα που μας είχε προσεγμένα και πειθαρχημένα.
    Σχεδόν πάντα, γνωστοί ή συγγενείς από τα κοντινότερα χωριά μας καλούσαν και για καφέ και φαγητό στο σπίτι τους. Πόσο πραγματικά το λαχταρούσαμε εκείνο το φαγητό, ύστερα μάλιστα από την εβδομαδιαία αυστηρή νηστεία για να κοινωνήσουμε! Ημέρα πανηγυριού ήταν και πάντα είχαν κάτι καλό!
     Η επιστροφή στο χωριό δεν είχε καμία σχέση με τη μετάβαση. Το "πανηγύρι", η "εκδρομή", η "φυγή από την καθημερινότητα", εντός ή εκτός εισαγωγικών, είχαν τελειώσει και μαζί τους είχαν πάρει και τον ενθουσιασμό και είχαν φέρει την κούραση, συχνά και την κατήφεια. Επιστρέφαμε πάλι στην καθημερινότητα, βλέποντας, όμως, με τη φαντασία περισσότερο, κάπου πολύ μακριά στον ορίζοντα κάποιο επόμενο προσκύνημα. Και σίγουρα, την επιστροφή στο χωριό δεν ακολουθούσε η χαλάρωση και η ξεκούραση. Οι δουλειές στο σπίτι, στα χωράφια και στα ζωντανά είχαν μείνει πίσω και δεν περίμεναν. Η εμπειρία, όμως, μας άφηνε πάντα κάτι το ξεχωριστό, με δεδομένα και τα θρησκευτικά συναισθήματα του προσκυνήματος στην αγία Παρασκευή του δράκου, του κάθε παρόμοιου προσκυνήματος, ως αναβάπτισμα.
     Με παρόμοιο τρόπο πηγαίναμε και σε άλλες εκκλησίες που γιόρταζαν και γίνονταν πολύ μεγάλα πανηγύρια, όπως στη Φανερωμένη. Εδώ η πεζοπορία ήταν μεγαλύτερη, αλλά πάντα άξιζε[…]».
 
Ιστορικά στοιχεία και θρύλοι
 
     Ο Ναός της Αγίας Παρασκευής του Δράκου δεν είναι μεγάλων διαστάσεων και βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Άρτας, κοντά στα χωριά Αμπέλια και Χανόπουλο. Αν και γραπτές πηγές δεν φαίνεται να υπάρχουν, η ίδρυσή του χρονολογείται τον 10ο ή 11ο αιώνα και αναφέρεται ότι έχει πυρποληθεί επί τουρκοκρατίας. Εργασίες ανακατασκευής και συντήρησης έγιναν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, πιθανότατα, λίγο μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Παρά την έλλειψη τοιχογραφιών στο εσωτερικό του, θεωρείται μνημείο μεγάλου ενδιαφέροντος και έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο, καθώς ανήκει στο τέλος της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου και είναι δείγμα αρχιτεκτονικής του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
     Στον αύλειο χώρο υπάρχει άνοιγμα σπηλιάς με μεγάλους και επιβλητικούς σταλακτίτες. Το άνοιγμά της είναι διαστάσεων 4Χ4 και το βάθος της 30 μέτρα, περίπου. Κατά μία εκδοχή, η υπόγεια, και φυσικά ανεξερεύνητη συνέχειά της φτάνει μέχρι το χωριό Γρίμποβο της Άρτας. Στο βάθος της διακρίνονται ερείπια παλαιού κτίσματος, ενδεχομένως κάποιου περεκκλησίου, που, πιθανότατα, αποτελούσε χώρο λατρείας, κάτι που συμβαίνει και σήμερα, με τους προσκυνητές να κατεβαίνουν ως εκεί με ασφάλεια από τη σκάλα που έχει κατασκευαστεί για το λόγο αυτόν.

Το άνοιγμα-είσοδος της "σπηλιάς του δράκου" επάνω και ο χώρος λατρείας στο βάθος της


     Σύμφωνα μ’ έναν θρύλο, στη σπηλιά αυτή κατοικούσε ένας δράκος και μια φορά το χρόνο εμφανιζόταν στο χωριό κι έπαιρνε ένα όμορφο κορίτσι. Μη έχοντας άλλη διέξοδο οι κάτοικοι, παρακάλεσαν την αγία Παρασκευή να τους απαλλάξει απ' αυτό το κακό. Η αγία συγκρούστηκε μαζί του και τον σκότωσε. Προς τιμήν της κάτοικοι έχτισαν ναό στο όνομά της ή επέκτειναν το μικρότερο ναΰδριο ή μεγαλύτερου ναού που υπήρχε εκεί. 
     Ένας άλλος θρύλος, που και σήμερα είναι «ζωντανός», αναφέρεται στην εμφάνιση σκορπιών την ημέρα της γιορτής της αγίας Παρασκευής. Το τσίμπημά τους θεωρείται ευλογία, θεραπεύει και προλαμβάνει αρρώστιες και κάποιοι προσκυνητές επιδιώκουν να τους τσιμπήσουν. Πιστεύεται, ακόμα, ότι είναι καλό για τον ίδιον που θα τον τσιμπήσει ο σκορπιός, το σπίτι του, τις δουλειές του και την οικογένειά του.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.9.2023