Η «διήγηση» έγινε σ’ έναν επισκέπτη του
λαογραφικού μουσείου κάποιου ορεινού χωριού της Στερεάς Ελλάδος, στο οποίο η
γερασμένη σχολική τσάντα αποτελούσε έκθεμα. Ο επισκέπτης αυτός, το πιθανότερο της
κοντινής ηλικίας με αυτή, πέρασε από πολλά άλλα εκθέματα, μπροστά της, όμως, σταμάτησε περισσότερο, το βλέμμα του έμεινε αρκετή ώρα κολλημένο επάνω της και τα χείλη του κάτι να ψέλλιζαν.
Μια μικρή πλαστικοποιημένη ετικέτα που ήταν καρφιτσωμένη επάνω της έγραφε: «Η
πρώτη σχολική τσάντα του Αρεοπαγίτη Αριστείδη Βάλαρη στο δημοτικό. Σχολικό έτος
1955-56». Φαίνεται πως κάποιες προσωπικές του αναμνήσεις του επιασκέπτη άρχισαν μέσα του
να ξυπνάνε κι αυτό η τσάντα το κατάλαβε. Χωρίς χρονοτριβή άρχισε αμέσως να του
διηγείται τη δική της ιστορία:
«Καλώς ήρθατε, κύριε! Βλέπω
τα μάτια σας που με κοιτάνε με συμπάθεια και νοσταλγία και κάτι θέλετε να μου πείτε. Απ' αυτό παίρνω το
θάρρος να σας μιλήσω για τη ζωή μου...
Γέρασα, καλέ μου κύριε, και γέρασα ξεχασμένη και περιφρονημένη! Πάνε κάπου περισσότερα από πενήντα χρόνια τώρα, που το αφεντικό μου με παράτησε μέσα σε μια παλιά αποθήκη με πολλά άλλα άχρηστα πράγματά του. Για καλή μου τύχη, είχα και δυο βιβλία κι ένα τετράδιο μέσα και δεν ένοιωθα πολλή μοναξιά, αλλά καταπλακωμένη καθώς ήμουν, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Έλεγα πως θα σαπίσω εκεί. Σκοτάδι, πυκνό σκοτάδι εκεί, σκοτάδι που το έκοβες με το μαχαίρι! Το φως της ημέρας είχα ξεχάσει πώς είναι. Άσε που με είχε πνίξει η σκόνη! Ένα παχύ στρώμα είχε κάτσει επάνω μου και δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε το χρώμα μου! Σύννεφο σηκώθηκε με το που δυο χέρια με έβγαλαν και με τίναξαν! Το ότι άντεξα το χρωστάω στο καλό δέρμα με το οποίο είμαι φτιαγμένη και την καλή επεξεργασία που του έκανε ο τεχνίτης που μ' έφξιαξε. Και ευτυχώς πώς, που χρειάστηκε να διαμορφώσουν και να φτιάξουν δωμάτιο την αποθήκη τους για το εγγονάκι τους ,που πριν λίγο καιρό είχε γεννηθεί κι έτσι είχα κι εγώ καλή τύχη και βρήκα μια θέση που νομίζω ότι μού αξίζει!
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα
από την αρχή. Ήμουν σ’ ένα ράφι μεγάλου βιβλιοπωλείου στην Αμερική και καμάρωνα
για την περίοπτη θέση μου. Πολλοί πελάτες ρωτούσαν για την αξία μου το
βιβλιοπώλη, αλλά πάντα προτιμούσαν κάποια άλλη, φθηνότερη. Ένα φθινοπωρινό
πρωινό, μπήκε ένας φίλος του βιβλιοπώλη στο μαγαζί, που πέρναγε συχνά από εκεί
και τα λέγανε. Θυμάμαι ακόμα την κουβέντα τους, στα Ελληνικά εκείνη την ημέρα:
“Καλημέρα, Σάββα! Τί κάνεις;…”.
“Καλώς τον Πέτρο! Καλά! Εσύ;… Έχεις κάνα νέο
από την Ελλάδα;”.
“Χτες είχα γράμμα από τον
αδελφό μου το Σωτήρη και πολύ το χάρηκα! Ο γιος του ο Αρίστος είναι πολύ καλός
μαθητής και θέλω να τού στείλω μια καλή τσάντα για το σχολείο, έτσι σαν έπαθλο
για τις επιδόσεις του”!
“Μπράβο! Συγχαρητήρια στον
ανιψιό σου! Καλή πρόοδο! Αν θες να με
ακούσεις, θα πάρεις αυτή την τσάντα, που είναι αθάνατη. Θα την έχουν και όλα τα
μικρότερα αδέλφια του”, κι έδειξε εμένα.
Χωρίς να το πολυσκεφτεί ο
κύριος Πέτρος, έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε ένα κάμποσα δολάρια.
“Αφού μου το λες εσύ, θα την
πάρω! Κατέβασε τη!”, είπε στο φίλο του το Σάββα.
Σε λίγο βρισκόμουν
προσεκτικά πακεταρισμένη από τα χέρια του βιβλιοπώλη, έτοιμη για το μεγάλο
υπερατλαντικό ταξίδι μου, που κράτησε κάνα μήνα. Κουνήθηκα, κτυπήθηκα μαζί με
άλλες αποσκευές, συνταξιδιώτες στο υπερωκεάνιο, αλλά φτάσαμε όλοι σώοι στον
Πειραιά. Μαζί με άλλες αποσκευές και πολύ κούνημα μέσα στο καράβι, ούτε που καταλάβαινα αν ήταν μέρα ή νύχτα. Ούτε και πόσες μέρες ταξιδαύαμε. Πάντως, ήταν πολλές... Με το που άνοιξαν το δέμα στο σπίτι του νέου μου φίλου, του
Αρίστου, επιφωνήματα ενθουσιασμού γέμισαν τον αέρα! Προσωπικά να σου πως
απογοητεύτηκα, με το που βγήκα και είδα το φτωχόσπιτό τους, γιατί εγώ ήμουνα
αλλιώς μαθημένη… Ακολούθησαν ευχές από τους γονείς και τους παππούδες του
Αρίστου, μόλις με έδωσαν στα χέρια του, μα εκείνος ο καημένος είχε μείνει
αποσβολωμένος.
“Θα με κοροϊδεύουν τ’ άλλα
παιδιά, που εκείνα θα εξακολουθούν να έχουν ταγάρια για τα βιβλία τους και τα
τετράδιά τους…”. “Και το δικό μου το ταγάρι, που έχω μέχρι σήμερα, τί θα το
κάνω;…”. “Έπειτα, αυτή η τσάντα είναι μεγάλη για μένα…”, ήταν κάποιες από τις
αντιρρήσεις του.
“Αν είναι λίγο μεγάλη τώρα,
σε λίγο που θα μεγαλώσεις περισσότερο, θα σου είναι τέλεια για το γυμνάσιο. Τ’
άλλα παιδιά δεν θα σε κοροϊδεύουνε. Θα σε θαυμάζουνε και θα ζηλεύουνε”, του
απάντησαν εκείνοι.
Όμως, τ’ άλλα παιδιά ποτέ
δεν έδειξαν θαυμασμό για τον Αρίστο! Από την πρώτη στιγμή που με είδαν στα
χέρια του, ομαδική καζούρα και χειρονομίες και πράξεις εκφοβισμού, μέχρι και άγριο μπούλινγκ γνώριζε από
τους “φίλους” του, και συχνά γύριζε κλαμένος στο σπίτι. Μέχρι και οι γονείς του
τον συνόδευαν στο σχολειό, για να εμποδίσουν τις φραστικές επιθέσεις και τις
χειρονομίες των άλλων εναντίον του. Χρειάστηκε πολύς καιρός να εκτονωθεί αυτή η
κατάσταση και να ξεπεράσει τους φόβους και τις ντροπές ο Αρίστος…
Μετά τον Αρίστο με πήρε ο
αδελφός του ο Θανάσης και μετά η αδελφή τους η Σωτηρία. Άλλαξα κάνα δυο χέρια
ακόμα σε ξαδέλφια τους και τελικά κατέληξα σε μια αποθήκη, όπου εκεί έμεινα
πολλά χρόνια. Πόσα, μην με ρωτάς. Δεν ξέρω!... Μα και τι να πρωτοθυμηθώ. Αυτό που ποτέ δεν φεύγει από τη μνήμη μου, είναι που στριμώχνονταν μέσα μου τα βιβλία με το κολατσιό των παιδιών - ψωμί και τυρί πάντα διπλωμένο στην πετσέτα - και μοσχοβόλαγα κι εγώ από εκείνο το κολατσιό.
Πέρασαν χρόνια που ήμουν καταχωνιασμένη στην αποθήκη και κάποια στιγμή μπήκαν δύο
άνθρωποι να καθαρίσουν το χώρο. Τα χέρια που με βρήκαν, ήταν έτοιμα να
με πετάξουν μαζί με τ’ άλλα άχρηστα αντικείμενα στα σκουπίδια. Τότε ακούστηκε η
φωνή του δεύτερου ατόμου που βοηθούσε στον καθαρισμό και με είδε:
“Τί είναι’ αυτό;”.
“Για παλιά σχολική τσάντα
μοιάζει…”.
Αμέσως με πήρε εκείνος στα
χέρια του και με χτύπησε δυο τρεις φορές στον τοίχο να φύγει από πάνω μου η
σκόνη. Αμέσως άρχισε να φτερνίζεται. Με άνοιξε με δυσκολία, αφού η μικρή
κλειδαριά μου είχε σκουριάσει και ξεφύλλισε τα βιβλία και το τετράδιο.
“Ρε συ! Αυτή είναι η τσάντα
του θείου του Αρίστου από το δημοτικό!”, είπε με πολύ ενθουσιασμό!
“Ε, και;”, απάντησε ο άλλος.
“Τί ΄΄ε, και΄΄”; Θα
συγκινηθεί πολύ άμα τη δει!”.
Με φύλαξαν σε μια γωνιά του
σπιτιού και σε λίγες μέρες βρισκόμουν στα χέρια του πρώτου αφεντικού μου, του
Αρίστου, παππούς πλέον! Πόσα θυμηθήκαμε μαζί από τα νιάτα μας! Πόσες
συγκινήσεις νοιώσαμε!... Ευχάριστα, δυσάρεστα, εύκολα, δύσκολα, ανακατεύτηκαν
όλα στις θύμησές μας, που θα γέμιζαν πολλές βιβλιοθήκες, αν καθόμουν να τα γράψω!...
Σε λίγο που ήρθε και η
γυναίκα του και της ανακοίνωσε την απόφασή του:
“Αύριο κιόλας, θα την
παραδώσω στον υπεύθυνο του λαογραφικού μουσείου! Πιστεύω να τον ενδιαφέρει…”.
Έτσι κι έγινε! Με καθάρισε
πολύ καλά, με προσοχή, στοργή και αγάπη το παλιό μου αφεντικό, μου. Μου μίλαγε
και με χάιδευε συγκινημένος. Ύστερα φρεσκάρισε το χρώμα μου με βερνίκι και,
όπως βλέπετε, εδώ βρήκα παλιούς και καλούς φίλους μου: Δυο θρανία δεξιά μου, τον
παλιό σχολικό πίνακα απέναντι κι από την άλλη μεριά κάποια βιβλία της εποχής
μας. Ξανασμίξαμε όλοι μαζί ύστερα από τόσα χρόνια στην ίδια σχολική αίθουσα που
ανταμώναμε και τότε. Λέμε συχνά τα δικά μας, τις αναμνήσεις μας τα παράπονά
μας, τις χαρές μας και τις στενοχώριες μας… Άλλοτε κλαίμε κι άλλοτε γελάμε…
Περνάμε πολύ καλά, όμως! Γνωρίσαμε και κάναμε και πολλούς άλλους φίλους εδώ,
συνομίληκους μας, μεγαλύτερους, αλλά και μικρότερους: Υφαντά, πλεκτά, εργόχειρα, εργαλεία
της γης, σκεύη του σπιτιού, εθνικές και πολεμικές ενδυμασίες, όπλα από τους
πολέμους… Ευτυχώς που κάποιοι άνθρωποι έχουν παραπάνω ενέργεια και ευαισθησίες
και φροντίζουν για τα μουσεία, γιατί αλλιώς, ούτε κι εσείς θα μας γνωρίζατε,
ούτε κι εμείς θα μπορούσαμε να σας διηγηθούμε την ιστορία μας, καλέ μου κύριε!...».
-------------------------------------------
Σημείωση:
Πιθανή ομοιότητα με ονόματα, είναι τυχαία.
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.9.2023
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.9.2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου