Σαν πρόλογος…
Το «προσκύνημα στην “αγία Παρασκευή του
δράκου”», είναι μια καταγραφή και «μείξη» βιωματικών αφηγήσεων της συζύγου μου
Ελένης και άλλων ακόμα συγγενών από το χωριό της, με αναφορές στη δεκαετία του
1970 και νωρίτερα. Ο λόγος για τον οποίο καταγράφονται και δημοσιοποιούνται,
είναι για να καταδειχθεί η δύναμη των συναισθημάτων πίστης και σεβασμού στο Θείον,
που αψηφούσε κάθε εμπόδιο, προκειμένου οι άνθρωποι να νοιώσουν στήριγμα και προστασία
και ν' αντλήσουν δύναμη για ν' αντιμετωπίσουν τις διάφορες δυσκολίες. Μυημένα
και τα παιδιά πριν κάποια χρόνια σ’ αυτές τις εκδηλώσεις λατρείας, ακόμα κι
αυτά της προσχολικής ηλικίας, ακολουθούσαν, όχι μόνο χωρίς αντιρρήσεις και
γογγυσμό, αλλά πρόθυμα και με πραγματική πηγαία πίστη.
Ένας ακόμα λόγος της καταγραφής αυτής,
είναι ότι το «προσκύνημα στην αγία Παρασκευή» δεν έχει διαφορές από κάθε άλλο
προσκύνημα σε οποιοδήποτε άλλο ξωκκλήσι, μοναστήρι ή ναό σε όλη την Ελλάδα κι
αν έχει αυτές θα είναι ελάχιστες. Πολλοί εξ ημών, άλλωστε, έχουμε βιώσει τέτοιες
εμπειρίες στα παιδικά μας χρόνια. Όλες
οι αφηγήσεις υπερήλικων, αλλά και νεότερων σήμερα προσκυνητών στην «αγία
Παρασκευή του δράκου», αλλά και αφηγήσεις προσκυνητών σε διάφορες άλλες περιοχές
και εκκλησίες της χώρας μας, συγκλίνουν στην ίδια σκέψη: Η πίστη και η αφοσίωση
στο Θείον, είναι καταφυγή και προστασία, σύμφωνα και τον ιερό παρακλητικό
κανόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η πολύωρη πεζοπορία και μετάβαση ως εκεί, ήταν
μέρος του τελετουργικού, ήταν, αναμφισβήτητα, κι ένα είδος θυσίας, ως ιδιαίτερα
κοπιαστική προσπάθεια. Το «τάμα», μάλιστα, που ίσως και να μην ήταν μόνο
τάμα, αλλά και καθιερωμένη συνήθεια, είτε ως ομολογία πίστεως, είτε ως μέσο
εξαγνισμού, είτε ως επίκληση του Θείου, προκειμένου η Χάρις Του να είχε «μεγαλύτερη»
επίδραση. Θεωρείται βέβαιο δε, ότι τόσο η μετάβαση, όσο και η παραμονή και η
διανυκτέρευση στην εκκλησία και παρακολούθηση του εσπερινού, της αγρυπνίας, του
όρθρου και της πρωινής Θείας Λειτουργίας, έκανε τους πιστούς κι ένοιωθαν και
νοιώθουν πάντα αναβαπτισμένοι και με περισσότερο στερεωμένη την πίστη.
Σήμερα τα προσκυνήματα αυτά έχουν γίνει πολύ πιο χαλαρά, με μετάβαση χωρίς
κούραση με τα αυτοκίνητα και χωρίς τη συμμετοχή στη θεία λατρεία με την ίδια
προσήλωση, πιθανότατα και με διαφορετική κατάνυξη. Καθόλου μην μας διαφεύγει
ότι σ’ ένα σύγχρονο προσκύνημα/πανηγύρι, ειδικά στις πόλεις, αφιερώνουμε
ελάχιστο χρόνο να προσκυνήσουμε βιαστικά, ίσως και με «στριμωξίδι»(!) τον άγιο
που γιορτάζει, για να αφιερώσουμε αμέσως μετά πολύ περισσότερο χρόνο στους πάγκους
με τα πολλών εκατοντάδων είδη των εμπόρων των παζαριών.
*** «[…]Για την αγία Παρασκευή οι ετοιμασίες
ξεκίναγαν από δυο-τρεις μέρες πριν. Ίσως για τους μεγαλύτερους να είχε γίνει
ένα είδος ρουτίνας και αναπόφευκτου, αλλά εκούσιου καθήκοντος, για εμάς τα
παιδιά, όμως, ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι. Περιμέναμε την ημέρα εκείνη
περισσότερο κι από τη Λαμπρή! Ατέλειωτα μπουλούκια θα φεύγαμε από τα χωριά, θα
περνούσαμε μέσα από δυο και τρία, μπορεί και περισσότερα άλλα χωριά για να
φτάσουμε ως εκεί. Ολόκληρο ταξίδι, δηλαδή. Και σάμπως, ποιος υπολόγιζε κούραση;
Μας έφτανε μόνο που θα βλέπανε τα μάτια μας τον κόσμο και πίσω από το βουνό και
κάτι τέτοιες ευκαιρίες ήταν μια, άντε δυο φορές το χρόνο!
Από μέρες, λοιπόν, οι μανάδες και οι
γιαγιές ετοίμαζαν τα πράγματα που θα παίρναμε μαζί: Τα ρούχα για να στρώσουμε
να κοιμηθούμε το βράδυ, αλλά και ρούχα να φορέσουμε, γιατί μετά το νύχτωμα
έκανε κρύο. Ετοίμαζαν και τα φαγητά: Τί άλλο; Ψωμί, ελιές και καμιά ντομάτα αν
είχαν γίνει. Βλέπεις, νηστεύαμε για να κοινωνήσουμε. Το τυρί και τα βραστά αυγά, που κι απ’ αυτά παίρναμε μαζί, τα είχαμε για την άλλη μέρα, για μετά τη Θεία Κοινωνία.
Η λαχτάρα μας εμάς ήταν και ο άρτος από
την εκκλησία. "Ψωμί με ζάχαρη"(!), είχα ακούσει να τον λένε άλλα μικρότερα
παιδιά. Πού να μας χόρταινε, όμως, ένα κομματάκι, λίγο μεγαλύτερο από το
αντίδωρο! Κόσμος πολύς κι έπρεπε να φτάσει για όλους. Οι μητέρες μας μας έδιναν και το δικό τους! "Λιχουδιές" για το δρόμο τ’
αχλάδια, κι αυτά στην καλύτερη μισογινωμένα! Όπου βλέπαμε αχλαδιά, εμείς τα
παιδιά ειδικά, τρέχαμε! Ανέβαιναν επάνω τα μεγαλύτερα αγόρια, έτρωγαν εκείνα κι
έριχναν και σ’ εμάς που τα περιμέναμε αποκάτω ως μάννα εξ ουρανού! Οι φωνές των
γονιών μας "πνιγμένες", να μας αποτρέψουν χωρίς ν’ ακουστούν, γιατί αν μας
έβλεπε κάποιος αγροφύλακας ή και ιδιοκτήτης του δέντρου, πέρα από την προσβολή,
θεωρούνταν κλοπή και μπορεί να είχε και δικαστική συνέχεια.
Φεύγαμε από το χωριό την παραμονή το
μεσημέρι όλο το τσούρμο. Παιδιά, γονείς, θείοι, γείτονες… Στα σπίτια έμεναν οι
ανήμποροι κι ένας ή δύο άντρες μόνο για τα πιο απαραίτητες δουλειές και κυρίως
για τα ζωντανά, με την αδιαμφισβήτητη εντολή και τον οβολό τους ν’ ανάψουμε και
γι’ αυτούς "ένα κερί". Το ταγάρι με τα φαγητά μας και τα μεγαλύτερα ταγάρια με
τα ρούχα για το βράδυ, άλλαζαν από ώμο σε ώμο των μεγάλων. Τρεις και τέσσερις
ώρες δρόμος, το φορτίο έπρεπε να μοιραστεί δίκαια σε όλους. Κάποιοι έπαιρναν
και ζώα και τα φόρτωναν σ’ αυτά.
"Καλό δρόμο! Βοήθειά σας! Και του χρόνου"! "Σε λιγο θα ξεκινήσουμε κι εμεις!...",
εύχονταν κι έλεγαν στα ατέλειωτα μπουλούκια των περαστικών οι κάτοικοι των άλλων χωριών
που περνούσαμε.
Μια πραγματική λαοθάλασσα μέσα και έξω από
την εκκλησία. Περιμέναμε αρκετή ώρα στην ουρά για να προσκυνήσουμε. Ξεχωριστή μεγαλοπρέπεια
στα μάτια μας και οι πολλοί παππάδες, αφού στα χωριά μας λειτουργούσε πάντα
ένας. Λίγο μετά τον κατανυκτικό εσπερινό, ακολουθούσε νυχτερινή Λειτουργία
(αγρυπνία) και ήταν κανόνας να την παρακολουθήσουμε σιωπηλά και υπομονετικά,
μέσα ή έξω από την εκκλησία, κι ας μην ακούγαμε καθόλου τους παππάδες και τους
ψάλτες. Σπάνια θυμόμαστε μικροφωνικές… Μόνο αν απομακρυνόσουν λίγα μέτρα
άκουγες το βόμβο από τις χαμηλόφωνες κουβέντες των μεγάλων, που έσμιγαν από
διάφορα χωριά και είχαν πολλά να πουν. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, που τέλειωνε η
αγρυπνία, άνοιγαν και τα ταγάρια και στρώνονταν πρόχειρα κατά γης οι πετσέτες για το νηστήσιμο δείπνο. Η κούραση και η εξοχή είχαν ανοίξει την
όρεξη και το ψωμί με τις ελιές μας φαινόταν πραγματική αμβροσία!
Μια κάποια περιπέτεια, αλλά και μια διαφορετική εμπειρία και ο ύπνος. Ξαπλώναμε
πολλά παιδιά μαζί στα πρόχειρα στρωσίδια που ετοίμαζαν οι μανάδες, το ένα δίπλα στο άλλο, και δεν χάναμε την ευκαιρία για «πνιγμένα»
πειράγματα και παιχνίδια. Κι όταν ο Μορφέας ερχόταν να μας αγκαλιάσει, τραβούσαμε
ο ένας σκεπάσματα από τον άλλον, γιατί το νυχτερινό κρύο έτσουζε όλο και
περισσότερο, όσο κόντευε το πρωί. Στο πρόγραμμα και τα αγουροξυπνήματα και η
σχετική γκρίνια με το χτύπημα της καμπάνας, πριν ακόμα βγει ο ήλιος.
Μετά την πρωινή Λειτουργία στην εκκλησία,
οι ευχές, οι αγκαλιές οι χαιρετισμοί και οι ατέλειωτες ευχάριστες συζητήσεις με
μεγάλα και πλατειά χαμόγελα είχαν το λόγο. Συγγενείς από άλλα χωριά με τους
οποίους συναντιόμαστε και είχαν καιρό να μας δουν, μας θαύμαζαν εμάς τα παιδιά
που είχαμε μεγαλώσει! Επαίνους και λόγια τιμητικά στην κάθε μάνα που μας είχε
προσεγμένα και πειθαρχημένα.
Σχεδόν πάντα, γνωστοί ή συγγενείς από τα
κοντινότερα χωριά μας καλούσαν και για καφέ και φαγητό στο σπίτι τους. Πόσο
πραγματικά το λαχταρούσαμε εκείνο το φαγητό, ύστερα μάλιστα από την εβδομαδιαία
αυστηρή νηστεία για να κοινωνήσουμε! Ημέρα πανηγυριού ήταν και πάντα είχαν κάτι
καλό!
Η επιστροφή στο χωριό δεν είχε καμία σχέση
με τη μετάβαση. Το "πανηγύρι", η "εκδρομή", η "φυγή από την καθημερινότητα",
εντός ή εκτός εισαγωγικών, είχαν τελειώσει και μαζί τους είχαν πάρει και τον
ενθουσιασμό και είχαν φέρει την κούραση, συχνά και την κατήφεια.
Επιστρέφαμε πάλι στην καθημερινότητα, βλέποντας, όμως, με τη φαντασία
περισσότερο, κάπου πολύ μακριά στον ορίζοντα κάποιο επόμενο προσκύνημα. Και
σίγουρα, την επιστροφή στο χωριό δεν ακολουθούσε η χαλάρωση και η ξεκούραση. Οι
δουλειές στο σπίτι, στα χωράφια και στα ζωντανά είχαν μείνει πίσω και δεν
περίμεναν. Η εμπειρία, όμως, μας άφηνε πάντα κάτι το ξεχωριστό, με δεδομένα και
τα θρησκευτικά συναισθήματα του προσκυνήματος στην αγία Παρασκευή του δράκου, του
κάθε παρόμοιου προσκυνήματος, ως αναβάπτισμα.
Με παρόμοιο τρόπο πηγαίναμε και σε άλλες
εκκλησίες που γιόρταζαν και γίνονταν πολύ μεγάλα πανηγύρια, όπως στη
Φανερωμένη. Εδώ η πεζοπορία ήταν μεγαλύτερη, αλλά πάντα άξιζε[…]».
Ιστορικά στοιχεία και θρύλοι
Ο Ναός της Αγίας Παρασκευής του Δράκου δεν
είναι μεγάλων διαστάσεων και βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα βόρεια της Άρτας, κοντά
στα χωριά Αμπέλια και Χανόπουλο. Αν και γραπτές πηγές δεν φαίνεται να υπάρχουν,
η ίδρυσή του χρονολογείται τον 10ο ή 11ο αιώνα και αναφέρεται
ότι έχει πυρποληθεί επί τουρκοκρατίας. Εργασίες ανακατασκευής και συντήρησης
έγιναν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, πιθανότατα, λίγο μετά τον Β΄
παγκόσμιο πόλεμο. Παρά την έλλειψη τοιχογραφιών στο εσωτερικό του, θεωρείται
μνημείο μεγάλου ενδιαφέροντος και έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο, καθώς ανήκει
στο τέλος της Βυζαντινής και μεταβυζαντινής περιόδου και είναι δείγμα
αρχιτεκτονικής του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Στον αύλειο χώρο υπάρχει άνοιγμα σπηλιάς
με μεγάλους και επιβλητικούς σταλακτίτες. Το άνοιγμά της είναι διαστάσεων 4Χ4
και το βάθος της 30 μέτρα, περίπου. Κατά μία εκδοχή, η υπόγεια, και φυσικά
ανεξερεύνητη συνέχειά της φτάνει μέχρι το χωριό Γρίμποβο της Άρτας. Στο
βάθος της διακρίνονται ερείπια παλαιού κτίσματος, ενδεχομένως κάποιου
περεκκλησίου, που, πιθανότατα, αποτελούσε χώρο λατρείας, κάτι που συμβαίνει και
σήμερα, με τους προσκυνητές να κατεβαίνουν ως εκεί με ασφάλεια από τη σκάλα που έχει
κατασκευαστεί για το λόγο αυτόν.
Το άνοιγμα-είσοδος της "σπηλιάς του δράκου" επάνω και ο χώρος λατρείας στο βάθος της |
Σύμφωνα μ’ έναν θρύλο, στη σπηλιά αυτή
κατοικούσε ένας δράκος και μια φορά το χρόνο εμφανιζόταν στο χωριό κι έπαιρνε
ένα όμορφο κορίτσι. Μη έχοντας άλλη διέξοδο οι κάτοικοι, παρακάλεσαν την αγία
Παρασκευή να τους απαλλάξει απ' αυτό το κακό. Η αγία συγκρούστηκε μαζί του και
τον σκότωσε. Προς τιμήν της κάτοικοι έχτισαν ναό στο όνομά της ή επέκτειναν το
μικρότερο ναΰδριο ή μεγαλύτερου ναού που υπήρχε εκεί.
Ένας άλλος θρύλος, που και σήμερα είναι
«ζωντανός», αναφέρεται στην εμφάνιση σκορπιών την ημέρα της γιορτής της αγίας
Παρασκευής. Το τσίμπημά τους θεωρείται ευλογία, θεραπεύει και προλαμβάνει
αρρώστιες και κάποιοι προσκυνητές επιδιώκουν να τους τσιμπήσουν. Πιστεύεται,
ακόμα, ότι είναι καλό για τον ίδιον που θα τον τσιμπήσει ο σκορπιός, το σπίτι
του, τις δουλειές του και την οικογένειά του.
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.9.2023
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.9.2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου