Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ «Ελλάδα, η δική μου Ιθάκη», του Ελβετού σύγχρονου Φιλέλληνα Dr Julien Grivel. Έκδοση της Περιφέρειας Κρήτης, 2022


    Αν με ρωτούσε κάποιος, πώς ένοιωσα τη στιγμή που πήρα από τον ταχυδρόμο το βιβλίο - ανεκτίμητο δώρο του σύγχρονου, πολυβραβευμένου και με πολλές περγαμηνές Ελβετού Φιλέλληνα και προσωπικού μου αδελφικού φίλου Dr Julien Grivel, με ιδιόχειρη και γεμάτη αγάπη αφιέρωσή του, θα απαντούσα: «έτρεμαν τα χέρια μου»! Και τούτο με κάθε ειλικρίνεια και για πολλούς λόγους: Οι με μεγάλες ευαισθησίες και αγάπη πρόλογοι μέγιστου βεληνεκούς προσωπικοτήτων των γραμμάτων και των επιστημών στο βιβλίο του, όπως π.χ. του Γενικού Γραμματέα της Ακαδημίας Αθηνών, πολύ γνωστού φυσικού-καθηγητή της ατμόσφαιρας, κ. Χρήστου Ζερεφού, του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης κ. Γεωργίου Κοντάκη, του Πολιτικού Μηχανικού κ. Κωστή Μαυρικάκη που επιμελήθηκε και την έκδοση και του Περιφερειάρχη Κρήτης κ. Σταύρου Αρναουτάκη, δίνουν από την πρώτη στιγμή και χωρίς περιστροφές την βαρύτητα που ανήκει στο έργο αυτό. Έπειτα, ο τέλειος χειρισμός της Ελληνικής γλώσσας από τον συγγραφέα, με δεδομένη και τη συγγραφική του πληρότητα, κερδίζει πάντα τον συνομιλητή του και τον αναγνώστη του και προκαλεί θαυμασμό. Γνωρίζοντας και την τεράστια ανθρωπιστική προσφορά του κ. Grivel στην Ελλάδα και σε πολλά ακόμα μέρη του πλανήτη, θαρρείς ότι πρόκειται για έναν «γίγαντα». Μα όταν συναντιέσαι μαζί του και βλέπεις την απλότητά του, τον θαυμάζεις πολύ περισσότερο. Όμως, ο σημαντικότερος, ίσως, λόγος που έκανε τα χέρια μου πραγματικά να τρέμουν, ήταν ο τίτλος του: «Ελλάδα, η δική μου Ιθάκη», τον οποίο πραγματικά δεν γνώριζα. Πόσοι εξ ημών γηγενείς Έλληνες χρησιμοποιούμε στον γραπτό ή τον προφορικό μας λόγο μια τέτοια έκφραση;
     Είχα την πραγματική ευλογία και την ιδιαίτερη τιμή από τον συγγραφέα να γνωρίζω μεγάλο μέρος του νέου πνευματικού αυτού έργου του, αφού πολλές φορές ζήτησε και τη γνώμη της ελαχιστότητάς μου σε θέματα σύνταξης, γραμματικής και εν γένει φιλολογικής επιμέλειας, πριν αυτό οριστικοποιηθεί από τον επιμελητή της έκδοσης και φύγει για το τυπογραφείο.
     Στις 375 σελίδες της πολύ προσεγμένης έκδοσης, ο αναγνώστης δεν θα ταξιδέψει απλά. Θα πολυταξιδέψει! Η περιγραφική δεινότητα του συγγραφέα, όπως, άλλωστε, και η σωρεία πνευματικών έργων του που έχει προηγηθεί, σε πιάνει από το χέρι και σε κάνει ακούραστο συνοδοιπόρο του!
      Σε μια Ελλάδα που προλήψεις και προκαταλήψεις, ακόμα και στα μέσα της δεκαετίας του 1970 χαρακτήριζαν τη ζωή ανθρώπων και κοινωνιών, που η αποστροφή, η περιθωριοποίηση και η ρατσιστική αντιμετώπιση συνανθρώπων μας με αναπηρία και χρόνιες παθήσεις δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά κανόνας, ο νεαρός τότε Ελβετός οδοντίατρος Julien Grivel ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του/από την εποχή μας. Ερχόμενος οικειοθελώς στη χώρα μας για την ανακούφιση αυτών των συνανθρώπων μας, έγραψε τη δική του και με χρυσά γράμματα ιστορία, κάτι που αναγνωρίστηκε και συνεχίζει να αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο. Διάφορες από αυτές τις εμπειρίες του, καθώς και άλλες της καθημερινότητάς του στην Ελλάδα, είτε εύθυμες, είτε πλημμυρισμένες με συναισθήματα, είτε ταξιδιωτικές, είτε ως «μικροπεριπέτειες» με ανθρώπους που συναναστρεφόταν/συναναστρέφεται παραθέτει στο βιβλίο του. Ενδεικτικοί ορισμένοι τίτλοι θεμάτων του: «Ο πρώτος μου ασθενής», «το τσιγάρο και η μέτρηση του χρόνου», «συζητήσεις στην ταβέρνα», «η εκατονταετής και οι μαντινάδες», «το κοτέτσι της διχόνοιας», «στην Ελλάδα όλα γίνονται», «εσείς οι Έλληνες είσαστε παντού», «α, μιλάς Ελληνικά;», «συζήτηση στο καφενείο», «προσκύνημα στο άγιο Όρος», «Μετέωρα»…
     Πέραν των πάμπολλων άλλων τιμητικών διακρίσεών του στη χώρα μας, μια  ακόμα έχει αναμφισβήτητα ιδιαίτερη προσωπική και συναισθηματική αξία για τον Julien Grivel και αυτή αναφέρεται στο κεφάλαιο της σελίδα 359, με τίτλο «Το Dorian inn». Το «Το Dorian inn» είναι το ξενοδοχείο κοντά στην ομόνοια, όπου διαμένει ο μεγάλος Φιλέλληνας από την πρώτη φορά που ήρθε στην Ελλάδα, το 1972. Τιμής ένεκεν η διεύθυνση του ξενοδοχείου έδωσε στον δέκατο όροφο του κτιριακού συγκροτήματος, σε δωμάτιο του οποίου διαμένει, το όνομά του: «Julien Grivel floor»!
     Την έκδοση και τη διάθεση του βιβλίου ανέλαβε πολύ πρόθυμα η Περιφέρεια Κρήτης. Δεν κυκλοφορεί στο εμπόριο και ο κάθε ενδιαφερόμενος για την απόκτησή του μπορεί να απευθυνθεί εκεί. Σημειώνεται ακόμα ότι το βιβλίο εκδόθηκε και στη Γαλλική γλώσσα, από Ελληνική εκδοτική εταιρία, την «Άπειρος Χώρα», όπου έχουν γίνει και όλες σχεδόν οι προσωπικές εκδόσεις του γράφοντος. Τόσο δε στην Ελληνική, όσο και στη Γαλλική έκδοση, το έργο διανθίζεται με πλούσιο και σπάνιο φωτογραφικό υλικό του συγγραφέα, αφού και ο ίδιος είναι λάτρης της φωτογράφησης και διαθέτει ένα πολύ πλούσιο, αξιόλογο και σπανιότατο αρχείο. Ένα μικρό μόνο μέρος της συλλογής του αυτής, με Ελληνικά πάντα θέματα, συμπεριλαμβάνεται σε σχετικά πρόσφατη εκτύπωση λευκώματος του Julien, το οποίο προσέφερε στους φίλους του.

Η Γαλλική έκδοση του βιβλίου


     Περισσότερες πληροφορίες για την μεγάλη αυτή προσωπικότητα και σύγχρονο μεγάλο Φιλέλληνα, τον Dr Julien Grivel, μπορείτε να δείτε/διαβάσετε σε ταπεινό αφιέρωμά μου στο προσωπικό μου ιστολόγιο, ΕΔΩ.
     Συγχαίροντας, ευχαριστώντας και ευγνωμονώντας διαρκώς τον ουμανιστή οδοντίατρο, τόσο για την μεγάλη και πολυετή ανθρωπιστική προσφορά του στην Πατρίδα μας, όσο και για την καταγραφή και διάσωση πολλών ιδιαίτερων στιγμών που την χαρακτηρίζουν, θεωρώ βέβαιο ότι κείμενά του από τον βιβλίο του «Ελλάδα, η δική μου Ιθάκη» θα συμπεριληφθούν στο μέλλον σε εκδόσεις ξένων περιηγητών στην Ελλάδα. Το ευχαριστώ θερμά, ακόμη, που με λόγια αγάπης και τιμής συμπεριλαμβάνει στο πρόσφατα εκδοθέν έργο του και το όνομα της ελαχιστότητός μου.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.7.2022
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )

Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Μάρτυρας… εγκλήματος» και ο δάσκαλος βρήκε το δάσκαλό του - πραγματική αφήγηση


       «Ήμουν μεγάλο ζουζούνι εγώ, όταν ήμουν παιδί και είχα φάει πολύ ξύλο και από τον πατέρα μου και από τους δασκάλους», ξεκίνησε την αφήγησή του ο μπάρμπα-Πάνος, το όνομα δεν είναι το πραγματικό, και συνέχισε: «Μεγάλος τελείωσα το σχολείο, λίγο πριν πάω φαντάρος. Ούτε τα γράμματα έπαιρνα, ούτε το σχολείο μου άρεσε, αλλά και οι γονείς μου συχνά-πυκνά με ήθελαν για βοήθεια στα πρόβατα και στα χωράφια. Μαζωνότανε πολλές και οι απουσίες κι όσο να ήθελε ο δάσκαλος να με περάσει, δεν μπορούσε.

     Ένα απόγιομα ο δάσκαλος μ’ έδειρε με μια χοντρή βέργα που είχε και κόμπους. Ολόκληρο παλούκι. Ήμουν που ήμουν αδιάβαστος, όπως πάντα, αλλά είχα πειράξει και μια κοπέλα από την τάξη μου. Της είπα να δω τί φόραγε… από μέσα κι αυτή πήγε και του το μαρτύρησε! Έβγαλε όλο το θυμό του επάνω μου. “Σου έχω πολλά μαζεμένα και τώρα θα τα πληρώσεις όλα”, μου είπε.
     Μ’ έτσουξε πολύ εκείνο το ξύλο. Με χτύπαγε παντού. Στα χέρια, στα πόδια στην πλάτη… παντού. Δεν ήθελα πολύ κι εγώ, με δυο σάλτους βρέθηκα στο ανοιχτό παράθυρο και πήδησα έξω κι άρχισα να τρέχω. Πού να πήγαινα, όμως; Αν πήγαινα σπίτι, θα έτρωγα κι άλλο ξύλο από τον πατέρα μου. Περνώντας από ένα κάπως απόμακρο σπίτι από τ’ άλλα του χωριού, δεν το πολυσκέφθηκα και μπήκα μέσα στο… φούρνο, αφού τράβηξα το την πόρτα του κι αμέσως μετά την ξανάκλεισα!
     Χειμώνας ήτανε, κρύο έκανε κι εκεί απάγκιασα. Ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου! Αφού είχε νυχτώσει καλά, ήρθε μπροστά στο φούρνο ο δάσκαλος με τη μεγάλη κόρη του προέδρου και “κάνανε δουλειά”! Εγώ τους έβλεπα και τους άκουγα από τη χαραμάδα που είχα αφήσει να παίρνω αέρα!
     "Αμ, τώρα, δάσκαλε, σ’ έχω στο χέρι", είπα μέσα μου!
     Πήγα πολύ αργά στο σπίτι, που είχε νυχτώσει καλά. Στους γονείς μου δικαιολογήθηκα ότι παίζαμε με κάτι άλλα παιδιά και ξεχάστηκα. Κάποιες μουτζούρες που δεν είχα καθαρίσει καλά στο μέτωπό μου, όμως, δεν έπεισαν τον πατέρα μου! Έπεσαν κάτι ανάποδες κι από εκείνον, αλλά καμία σχέση με το ξύλο που είχα φάει από το δάσκαλο, μ’ εκείνο το παλούκι.
     Την άλλη μέρα πήγα σχολείο με το κεφάλι ψηλά!
     “Μην νομίσεις ότι θα τη γλιτώσεις!... Να φύγεις κι αύριο να ’ρθεις με τον πατέρα σου”, μου είπε ο δάσκαλος. Βγήκα έξω από το μάθημα και περίμενα στο προαύλιο. Στο διάλειμμα στάθηκα μπροστά στο δάσκαλο.
     “Τί γυρεύεις εσύ εδώ; Δεν σου είπα να πας σπίτι σου κι αύριο να ’ρθεις με τον πατέρα σου;”, με ρώτησε αυστηρά.
     “Θαρρείς πως δεν σε είδα χτες το βράδυ, δάσκαλε, με τη μεγάλη κόρη του προέδρου, έξω από το φούρνο;…”!
     Ο δάσκαλος άλλαξε δεκαπέντε χρώματα και γύρισε κι έφυγε. Μέχρι που τελείωσα το σχολείο, δεν με ξαναενόχλησε, αλλά ούτε κι εγώ είπα τίποτα σε κανέναν!».


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.7.2022
 

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Από τη λαογραφία των μαλλιών μας


     Από την αρχαιότητα τα μαλλιά, και ειδικά των γυναικών, ήταν αντικείμενο θαυμασμού, που σημαίνει ότι και τότε οι άνθρωποι έδιναν ιδιαίτερη σημασία στο θέμα αυτό, κάτι που το βλέπουμε όχι μόνο σε γραπτά κείμενα, αλλά και σε διάφορα μουσεία, με μία από τις πιο χαρακτηριστικές, ίσως, αντιπροσωπεύσεις τις κοτσίδες των Καρυάτιδων. Επομένως, η αφιέρωση χρόνου και μεγάλων χρηματικών ποσών για τη φροντίδα και την περιποίησή τους, δεν είναι σημερινό μόνο φαινόμενο. Κι ακόμα, στην Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται ότι τη δύναμή του ο Σαμψών την αντλούσε από τα μακριά μαλλιά του. Όταν αυτό το αντιλήφθηκε η δόλια Δαλιδά, του τα έκοψε την ώρα που κοιμόταν και με μαζί με αυτά έχασε και τη δύναμή του, την οποία ανακτούσε σταδιακά, όσα αυτά μεγάλωναν.
     Η υγιεινή των μαλλιών μπορεί να δώσει στους ειδικούς πολλά στοιχεία για την καλή ή όχι κατάσταση της υγείας όλου του σώματος του ανθρώπου. Επίσης, η  απόσπαση (κοπή) των τριχών από διάφορα μέρη του σώματος, ιδίως της κεφαλής (τριχοτιλλομανία), συνήθως είναι κίνηση άγχους και στρες, όμως, μπορεί να υποκρύπτει ψυχιατρικές διαταραχές.
     Πολλούς χαρακτηρισμούς μπορεί να δώσει κανείς και μόνο από την εικόνα των μαλλιών των ανθρώπων που συναντά και συναναστρέφεται, ιδίως των γυναικών, όπως αρχοντιά, αυτοπεποίθηση, δυναμική. «Τα μαλλιά του κεφαλιού μου ομορφάδα του κορμιού μου», λέει μια παροιμία κι αυτό, ίσως, να πέρασαν εποχές που είχε παρερμηνευτεί και κάποιοι πίστευαν πως αναφέρεται μόνο στο μήκος τους. Ειδικά η γυναίκα δεν έπρεπε καθόλου να τα κόβει, αλλά να τα περιποιείται μόνο και αποκλειστικά με τρόπο που να πιστοποιούσαν σεμνότητα. Ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος γι’ αυτό οι πλεξούδες, που ήταν/είναι τέχνη και κάποιες φορές ιεροτελεστία. Σίγουρα ιεροτελεστία είναι και το πάντα περίτεχνο νυφικό χτένισμα, που απαιτεί ιδιαίτερη επιμέλεια για να προκαλέσει ξεχωριστό θαυμασμό και να δώσει στη νύφη εικόνα αρχοντιάς, λάμψης, ευτυχίας, δύναμης και δυναμικής. Σε αντίθετη κατεύθυνση, τα απεριποίητα μαλλιά φανερώνουν άνθρωπο ατημέλητο, ενώ οι πρώτες άσπρες τρίχες στο κεφάλι για πολλούς δηλώνουν αρχή γήρατος, άσχετα αν αυτός που τις έχει είναι κάτω και από είκοσι χρονών. Ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, η βαφή των μαλλιών, που δεν είναι προνόμιο μόνο των γυναικών, προσθέτει τη γοητεία της και σίγουρα «κρύβει χρόνια». Αυτό έχει να κάνει και με τις Αρχές, που όταν θέλουν να περιγράψουν ένα άτομο ή να πληροφορηθούν γι’ αυτό, δεν αναφέρονται καθόλου στο χρώμα μαλλιών, όπως συνηθιζόταν παλιότερα, αφού μπορεί κάθε λίγο ν’ αλλάζει!
     Γυναίκα με κοντό μαλλί, «κουρεμένη», κινούσε εύκολα υποψίες  στο παρελθόν για τις ηθικές της αρχές! Ένα ακόμα λόγος που… εξυπηρετεί το μακρύ μαλλί, είναι η επίθεση σε γυναίκα, ή ο διαπληκτισμός/ξυλοδαρμός μεταξύ γυναικών, το γνωστό «μαλλιοτράβηγμα». Το μαλλιοτράβηγμα ήταν κι ένας εύκολα προσφερόμενος τρόπος «παιδαγώγησης» και ξυλοδαρμού και από το δάσκαλο στο σχολείο!
     Ειδικά για τα κορίτσια που δεν ήταν επιλογή τους το μακρύ μαλλί, αλλά τους το επέβαλλαν γονείς και δάσκαλοι, βίωναν ένα πραγματικό μαρτύριο στο χτένισμα, αφού τότε δεν υπήρχαν τα μαλακτικά σκευάσματα και το πράσινο σαπούνι, το μοναδικό μέσο λουσίματος, τα «αγρίευε» περισσότερο. Αξέχαστη και η κορδέλα λευκού ή μπλε χρώματος που συγκρατούσε τα μαλλιά των κοριτσιών, ένδειξη σεμνότητας κι αυτή και, οπωσδήποτε, «συνοδός» της σχολικής ποδιάς.
     Το μαντήλι στο γυναικείο κεφάλι μπορεί να κάλυπτε-καλύπτει, βεβαίως, ατέλειες χτενίσματος, αλλά παράλληλα προσθέτει κι αυτό τη δική του αρχοντιά, πέρα από την όποια προστασία από καιρικές συνθήκες, π.χ. το κρύο και τον ήλιο. Το χρώμα του μαντηλιού, επίσης, δηλώνει ανάλογα και διάφορες καταστάσεις, π.χ. μαύρο η χήρα, πένθος κοντινού συγγενή το καφέ, σκέπη καφέ χρώματος η ηλικιωμένη γυναίκα, ενώ το ανοιχτόχρωμο, το εμπριμέ και κυρίως το «λουλουδάτο» δηλώνουν καταστάσεις ευχάριστες και κυρίως νιότη.
     Σύμφωνα με κάποιες λαϊκές δοξασίες, αν ένας άνδρας κατορθώσει να πάρει το μαντήλι μιας νεράιδας, την καθυποτάσσει και μπορεί να τη σκλαβώσει. Κατ’ ανάλογο τρόπο μπορεί να σκλαβώσει και μια κοπέλα την οποία ποθεί, άσχετα αν η ίδια ανταποκρίνεται. Η αρπαγή του μαντηλιού της κεφαλής της από τον επίδοξο νεαρό και η επίδειξή του στο οικείο του περιβάλλον, ήταν πειστήριο ότι «την έκανε δικιά του». Η κοπέλα τότε ήταν υποχρεωμένη να τον δεχθεί για άντρα της και η «υποχρέωση» αυτή ήταν, ίσως, και η μοναδική της ευκαιρία να παντρευτεί, αφού γυναίκα «ατιμασμένη» συνήθως «έμενε στο ράφι». Ανώτερο πειστήριο από μαντήλι, φυσικά, ήταν μια τούφα από τα μαλλιά της ή ακόμα καλύτερα η κοτσίδα της. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις που αυτή η σίγουρα άκομψη και ακραία χειρονομία από την πλευρά του νεαρού, μπορεί και κάποιες φορές με τη συγκατάθεση της κοπέλας, προκειμένου να δημιουργηθεί τετελεσμένο γεγονός, γινόταν αιτία φονικού και βεντέτας.
     Αν και η λέξη «τσίπα» έχει τη σημασία της «επιδερμίδας», της «πέτσας» που καλύπτει κάποιο προϊόν, π.χ. τσίπα γιαουρτιού, ή μεταφορικά τη ντροπή («αυτός δεν έχει καθόλου τσίπα»), σε ορισμένες περιοχές της πατρίδας μας τη συναντάμε και με τη σημασία του γυναικείου μαντηλιού στο κεφάλι. Έτσι, με τον όρο «ξετσίπωτη» αποδίδεται σε μια γυναίκα η σημασία της «ακάλυπτης», της «ξεδιάντροπης».   
 
Διάφορες προλήψεις και παγιωμένες συνήθειες:
 
~  Λούσιμο των μαλλιών τη Μεγάλη Παρασκευή, αλλά όχι άλλη Παρασκευή του χρόνου, για την αποφυγή πονοκεφάλων.
~  Άλλη μια πρόληψη για την αποφυγή πονοκεφάλων, συνιστούσε να μην πετιούνται τα κομμένα μαλλιά, ιδίως των αγοριών και των ανδρών-γιατί αυτοί κουρεύονταν συχνά-, οπουδήποτε, παρά τα έβαζαν μέσα σε κενά που σχημάτιζαν οι πέτρες ενός τοίχου!
~  Τα μαλλιά χρησιμοποιούνται και ως μέσα και υλικά μαγείας.
~   Κάποιοι πιστεύουν ότι δεν πρέπει να πετάμε οπουδήποτε τις τρίχες από τη χτένα μετά το χτένισμα. Μπορεί κάποιος κακόβουλος που θα τις βρει να μας κάνει κακό μ’ αυτές, π.χ. μάγια.
~  Με μια τρίχα από τα μαλλιά  τους δένουν τη βέρα μιας παντρεμένης γυναίκας ελεύθερα κορίτσια του αϊ-Γιάννη του Κλύδωνα κι αφού την «βαφτίσουν» τρεις φορές σε ένα ποτήρι νερό, την σηκώνουν και την αφήνουν να χτυπήσει στο χείλος του ποτηριού. Όσες φορές εκείνη χτυπήσει, σε τόσα χρόνια η κοπέλα θα παντρευτεί.
~  Όταν μια λόιδα (μικρή τούφα-«τσουλούφι») μαλλιών ξεφεύγει από την κοτσίδα ή τον κότσο και πέφτει στο πρόσωπο, η συγκεκριμένη γυναίκα πρέπει ν’ αναμένει κάποιο νέο ή μπορεί να λάβει και γράμμα, συνήθως με ευχάριστο περιεχόμενο.
~  Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισε να «κυκλοφορεί» η μόδα με μακριά μαλλιά και γένια στους άνδρες, όσοι την ακολουθούσαν εύκολα χαρακτηρίζονταν «αλήτες», ιδίως στα χωριά.
~  Δεν είναι λίγες οι φορές που χαριτολογώντας κάποιος πελάτης, όταν έχει ολοκληρώσει το κούρεμα του θα ρωτήσει τον κουρέα του: «Πόσο πάει το μαλλί;». Η ίδια ερώτηση χρησιμοποιείται και μεταφορικά για την αγορά κάποιου προϊόντος, μη ευκαταφρόνητου χρηματικού ποσού.
 
Συνηθισμένες παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις για τα μαλλιά:
 
~  Πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
~  Κάνε κότσο τα μαλλιά σου να φανεί η αρχοντιά σου.
~  Τα μαλλιά του κεφαλιού μου ομορφάδα του κορμιού μου.
~  Ακόμα και η τρίχα, έχει κι αυτή τον ίσκιο της.
~  Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.
~  Έπιασε την τύχη (ή τη ζωή) από τα μαλλιά.
~  Μακριά μαλλιά και λίγη γνώση.
~  Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
~  Πόσο πάει το μαλλί;
~  Μάλλιασ’ η γλώσσα μου.
~  Πλήρωσε τα μαλλιά της κεφαλής του.
~  Τραβάει τα μαλλιά της κεφαλής του.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.7.2022

Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Φτωχός άγιος, δοξολογιά δεν έχει!

 


     Ο μπάρμ’-Αντώνης άνοιξε αμέσως το γράμμα που πήρε από τα χέρια του ταχυδρόμου στο καφενείο του χωριού. Ήταν από το γιο του το Στάθη, που είχε βρει μια καλή δουλειά στην πόλη.
     «Σεβαστοί μου γονείς, σας ασπάζομαι την δεξιάν. Σε ασπάζομαι κι εσένα αδερφέ…» και κατέληγε: «Πήρα ένα αυτοκινητάκι… Βέβαια, παλιό είναι, αλλά τη δουλειά του την κάνει… Θα ’ρθω λίγες μέρες να σας βοηθήσω στο θέρο…». 

     Τις τελευταίες λέξεις τις διάβασε δυνατά, για να ακούσουν κι άλλοι θαμώνες. Σχεδόν κανείς δεν απόρησε, αφού ο κυρ-Αντώνης τον είχε τον τρόπο του. Ο Στάθης, όμως, με τις δικές του οικονομίες πήρε το παλιό και μικρό του αυτοκίνητο κι ο πατέρας του το ήξερε, γι’ αυτό και καμάρωνε περισσότερο.
     «Καλώς να τον δεχθείτε!», «Καλορίζικο! Καλά ταξίδια να κάνει!», «Χαρά που θα κάνει κι η Ασπάσω», ήταν οι πρώτες κουβέντες των συνθαμώνων του, που συνοδεύονταν από χαμόγελα. «Ασπάσω» ήταν η γυναίκα του μπάρμ’-Αντώνη και μάνα του Στάθη και του Ηρακλή, των παιδιών τους.
     Σε λίγες μέρες έφτασε στο χωριό του ο Στάθης, με το αυτοκίνητο σκονισμένο από το χωματόδρομο. Παλιό αυτό, αλλά και η σκόνη το έκανε παλιότερο. Μέχρι να ξεφορτώσει κάποια μικροπράγματα και να τα μεταφέρει από την πλατεία στο σπίτι του σε δυο τρεις διαδρομές με τα πόδια, αφού ο δημόσιος δρόμος εκεί τερμάτιζε, μαζεύτηκαν και κάμποσοι χωριανοί να τον καλωσορίσουν, αλλά και να δουν το αυτοκίνητό του. Μεταξύ αυτών και κάμποσα κοριτσόπουλα. Κι ενώ όλοι τον χαιρετούσαν και τον καλωσόριζαν, κάποια κοριτσόπουλα άρχισαν να σχολιάζουν χαμηλόφωνα και κάπως περιφρονητικά το «σαραβαλάκι».
     Τότε ακούστηκε ν’ ανεβαίνει την ανηφόρα προς το χωριό ένα άλλο αυτοκίνητο. Όλων τα βλέμματα έπεσαν επάνω του μόλις σταμάτησε στην πλατεία, αφού η σκόνη που είχε επάνω του δεν μπορούσε να κρύψει πόσο καινούργιο ήταν. Δυο νεαροί ο οδηγός και ο συνοδηγός, ρωτούσαν από το παράθυρο πώς θα φτάσουν στο κεφαλοχώρι. Όλοι κατάλαβαν ότι ήταν ξένοι και είχαν χάσει το δρόμο. Μέχρι να τους δοθούν οι απαραίτητες οδηγίες, οι περισσότεροι χωριανοί μετκινήθηκαν προς το μέρος τους και θαύμαζαν τη διαφορετικότητα του αυτοκινήτου από εκείνο του Στάθη. Μαζί τους και τα κοριτσόπουλα. Τότε ο μπάρμπα-Θανάσης, ένας θυμόσοφος γέροντας που είχε ακούσει τα σχόλιά τους λίγο πριν, κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι, μονολογώντας:
     «Τί να το κάνεις; Φτωχός άγιος δοξολογιά δεν έχει, που λέει κι η παροιμία!».
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.7.2022