Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Μάρτυρας… εγκλήματος» και ο δάσκαλος βρήκε το δάσκαλό του - πραγματική αφήγηση


       «Ήμουν μεγάλο ζουζούνι εγώ, όταν ήμουν παιδί και είχα φάει πολύ ξύλο και από τον πατέρα μου και από τους δασκάλους», ξεκίνησε την αφήγησή του ο μπάρμπα-Πάνος, το όνομα δεν είναι το πραγματικό, και συνέχισε: «Μεγάλος τελείωσα το σχολείο, λίγο πριν πάω φαντάρος. Ούτε τα γράμματα έπαιρνα, ούτε το σχολείο μου άρεσε, αλλά και οι γονείς μου συχνά-πυκνά με ήθελαν για βοήθεια στα πρόβατα και στα χωράφια. Μαζωνότανε πολλές και οι απουσίες κι όσο να ήθελε ο δάσκαλος να με περάσει, δεν μπορούσε.

     Ένα απόγιομα ο δάσκαλος μ’ έδειρε με μια χοντρή βέργα που είχε και κόμπους. Ολόκληρο παλούκι. Ήμουν που ήμουν αδιάβαστος, όπως πάντα, αλλά είχα πειράξει και μια κοπέλα από την τάξη μου. Της είπα να δω τί φόραγε… από μέσα κι αυτή πήγε και του το μαρτύρησε! Έβγαλε όλο το θυμό του επάνω μου. “Σου έχω πολλά μαζεμένα και τώρα θα τα πληρώσεις όλα”, μου είπε.
     Μ’ έτσουξε πολύ εκείνο το ξύλο. Με χτύπαγε παντού. Στα χέρια, στα πόδια στην πλάτη… παντού. Δεν ήθελα πολύ κι εγώ, με δυο σάλτους βρέθηκα στο ανοιχτό παράθυρο και πήδησα έξω κι άρχισα να τρέχω. Πού να πήγαινα, όμως; Αν πήγαινα σπίτι, θα έτρωγα κι άλλο ξύλο από τον πατέρα μου. Περνώντας από ένα κάπως απόμακρο σπίτι από τ’ άλλα του χωριού, δεν το πολυσκέφθηκα και μπήκα μέσα στο… φούρνο, αφού τράβηξα το την πόρτα του κι αμέσως μετά την ξανάκλεισα!
     Χειμώνας ήτανε, κρύο έκανε κι εκεί απάγκιασα. Ζεστάθηκε το κοκαλάκι μου! Αφού είχε νυχτώσει καλά, ήρθε μπροστά στο φούρνο ο δάσκαλος με τη μεγάλη κόρη του προέδρου και “κάνανε δουλειά”! Εγώ τους έβλεπα και τους άκουγα από τη χαραμάδα που είχα αφήσει να παίρνω αέρα!
     "Αμ, τώρα, δάσκαλε, σ’ έχω στο χέρι", είπα μέσα μου!
     Πήγα πολύ αργά στο σπίτι, που είχε νυχτώσει καλά. Στους γονείς μου δικαιολογήθηκα ότι παίζαμε με κάτι άλλα παιδιά και ξεχάστηκα. Κάποιες μουτζούρες που δεν είχα καθαρίσει καλά στο μέτωπό μου, όμως, δεν έπεισαν τον πατέρα μου! Έπεσαν κάτι ανάποδες κι από εκείνον, αλλά καμία σχέση με το ξύλο που είχα φάει από το δάσκαλο, μ’ εκείνο το παλούκι.
     Την άλλη μέρα πήγα σχολείο με το κεφάλι ψηλά!
     “Μην νομίσεις ότι θα τη γλιτώσεις!... Να φύγεις κι αύριο να ’ρθεις με τον πατέρα σου”, μου είπε ο δάσκαλος. Βγήκα έξω από το μάθημα και περίμενα στο προαύλιο. Στο διάλειμμα στάθηκα μπροστά στο δάσκαλο.
     “Τί γυρεύεις εσύ εδώ; Δεν σου είπα να πας σπίτι σου κι αύριο να ’ρθεις με τον πατέρα σου;”, με ρώτησε αυστηρά.
     “Θαρρείς πως δεν σε είδα χτες το βράδυ, δάσκαλε, με τη μεγάλη κόρη του προέδρου, έξω από το φούρνο;…”!
     Ο δάσκαλος άλλαξε δεκαπέντε χρώματα και γύρισε κι έφυγε. Μέχρι που τελείωσα το σχολείο, δεν με ξαναενόχλησε, αλλά ούτε κι εγώ είπα τίποτα σε κανέναν!».


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.7.2022
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου