Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΠΡΟΣΕΥΧΗ


ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Φωτογραφία: Το εικονοστάσι του πατρικού μου σπιτιού

    
(Πρώτη δημοσίευση στην ποιητική μου συλλογή «έμμετρα», εκδόσεις «Άπειρος Χώρα», 2008.
     Προς μεγάλη μου τιμή, την έκδοση προλόγισε ο συμμαθητής μου στα γυμνασιακά θρανία, συντοπίτης, αδελφικός φίλος και πνευματικός συνοδοιπόρος Κωνσταντίνος Νικολόπουλος-Καμενιανίτης, Λογοτέχνης-Συγγραφέας, τ. Αντιπρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών, Αντδήμαρχος Πολιτισμού του Καποδιστριακού Δήμου Αροανίας Αχαΐας ). Τον ευχαριστώ, που με μια ανάρτησή του στο facebook, με έκανε να το ανασύρω από τις σελίδες του βιβλίου! 

Στου σπιτιού το εικονοστάσι,
όταν σκέψη θα με πιάσει,
πάω, σκύβω, γονατίζω,
την ψυχή μου ανακουφίζω.

Πλαστουργέ μου, Συ, Θεέ μου,
τη ζωή οδήγησέ μου.
Μη μ’ αφήνεις να ‘μαι μόνος,
είν’ αγκαθωτός ο δρόμος.

Βλέπω γύρω δυστυχία,
πόλεμοι, παρανομία,
την απάτη προσκυνάμε,
την αγάπη την ξεχνάμε.

Έδαφος κερδίζ’ ο φθόνος
και του δυνατού ο νόμος,
οι μικροί, δεν αγνοούμε,
σύγχρονη σκλαβιά περνούμε.

Ποιος τη φτώχεια συμπονάει
και το ορφανό βοηθάει;
Τον ανήμπορο; Το γέρο;
Λίγοι ειν’ αυτοί που ξέρω.

Σαν το σκέφτομαι, φοβάμαι.
Άρα αύριο πώς θα ‘ναι;
Τα παιδιά μας πώς θα ζήσουν;
Πώς το μέλλον τους θα χτίσουν;

Νοιώθω να μ’ ακούς, Χριστέ μου,
Κύριέ μου κι οδηγέ μου.
Φώτισέ μας, κράτυνέ μας
και σε Σένα γύρισέ μας.

Δώσε σύνεση και γνώση
κι η αγάπη μας να δώσει
τη γαλήνη στις ψυχές μας,
να μερέψουν οι καρδιές μας.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.4.2020
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Η Μονή της Παναγίας Ελεούσας Κλεισούρας Μεσολογγίου και «ο καλόγηρος της Κλεισούρας»


Μονή Αγίας Ελεούσας-Κλεισούρα Μεσολογγίου,
στο εικοστό χιλιόμετρο Μεσολογγίου-Αγρινίου 

     Την Παρασκευή της Λαμπρής, της Ζωοδόχου Πηγής, γιορτάζει και το μοναστήρι της Κλεισούρας του Μεσολογγίου. Σύμφωνα με την παράδοση, περί το 1700 μ. Χ., στο χωριό Χρυσοβέρι, στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, κάποιος τούρκος στρατιώτης την ώρα της Αναστάσεως χλεύασε τους Χριστιανούς και αμέσως κάτοικος του χωριού τον σκότωσε. Οι συγχωριανοί αμέσως τον φυγάδευσαν σε μια σπηλιά, όπου έμεινε για πολύ καιρό και του  πήγαιναν τρόφιμα. Όταν το γεγονός ξεχάστηκε, ξαναγύρισε στο χωριό κι ανέφερε στους συγχωριανούς του ότι εκεί που ήταν κρυμμένος έβλεπε κάθε βράδυ στη σπηλιά ένα φως.
     Χωρίς χρονοτριβή πήγαν στο σημείο εκείνο και αντίκρισαν μια εικόνα της Παναγίας και λίγο πιο πέρα μια πηγή με νερό, που το θεώρησαν αγίασμα. Σε μικρό χρονικό διάστημα έχτισαν εκεί ένα μικρό εκκλησάκι και αργότερα το έκαναν μεγαλύτερο, την Παναγία την Ελεούσα, που γιορτάζει την Παρασκευή τη Ζωοδόχου Πηγής. Στο εκκλησάκι αυτό φιλοξενήθηκε περνώντας από την περιοχή και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος προφητικά είπε ότι εκεί μια μέρα θα γίνει ένα μεγάλο προσκύνημα.

Ο Ανδριάντας του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στο χώρο της μονής

     Εκεί σ
τα χρόνια της Επανάστασης μόνασε ως καλόγηρος και ο Ήρωας Γιάννης Γούναρης*, τον οποίο εξυμνεί και «ο τραγουδιστής του βουνού και της στάνης», ο Κώστας Κρυστάλλης**, στο ποίημα του «ο καλόγηρος της Κλεισούρας», που τον αναφέρει ως «Κώστα». Ας θυμηθούμε εν συντομία την ιστορία του ήρωα, αποτίοντας φόρο τιμής στη μνήμη του.
     Ο Γιάννης Γούναρης ήταν το δεύτερο επώνυμο ή παρατσούκλι του Γιαννιώτη Γιάννη  Ζούκου ή Ζούκα, ο οποίος υπήρξε κυνηγός του Αλή Πασά Ιωαννίνων. Μετά το θάνατο (δολοφονία) του Αλή, το 1822, ο Γούναρης περιήλθε στον Ομέρ Βρυώνη, με την ίδια ιδιότητα. Η οικογένειά του, η γυναίκα του Ελένη και τα παιδιά του ήταν υπό την «προστασία» του πασά της Άρτας,
     Στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, ο Γιάννης Γούναρης ήταν κοντά στον Ομέρ Βρυώνη και γνώριζε τα σχέδιά του, κυρίως για την επίθεση κατά της πόλης, που προγραμμάτιζε ξημερώνοντας Χριστούγεννα του 1822. Ενημέρωσε τότε κρυφά τους πολιορκημένους για τα σχέδια του Βρυώνη, η επίθεση απέτυχε και το Μεσολόγγι σώθηκε χάρις σ’ αυτόν. Ο Πασάς κατάλαβε ποιος ήταν ο προδότης, αλλ’ αυτός κατόρθωσε και ξέφυγε της μανίας του Ομέρ. Τότε ο πασάς εκτέλεσε όλη την οικογένειά του στην Άρτα.
     Μπροστά στα γεγονότα αυτά ο εν λόγω κυνηγός αποφάσισε να κρυφτεί για να γλιτώσει. Καταφύγιο βρήκε στο μικρό σπήλαιο στην Κλεισούρα του Μεσολογγίου, πού ήταν και το εκκλησάκι της αγίας Ελεούσας. Με την απελευθέρωση της πατρίδος έγινε εκεί καλόγερος-ιερομόναχος,
     Εμπνεόμενος από τον ηρωισμό του Γιάννη (ή Κώστα) Γούναρη ο «τραγουδιστής του βουνού και της στάνης, έγραψε το επικό ποίημα «ο καλόγηρος της Κλεισούρας», αποσπάσματα του οποίου παρατίθενται:

Ώ, πού με φέρνεις μάγισσα και πλάνα φαντασία
………………………..……..
Άσε μ’ εδώ στα λεύτερα βουνά στην Αιτωλία
……………………….………
Να η Κλεισούρα η ξακουστή, στα πόδια μου, μπροστά μου,
βλέπω απ’ απάνω, απ’ την κορυφή τον τρίσβαθο βυθό της
κι ανατριχιάζω’ ολάκερος, λιγώνετ’ η καρδιά μου.
Παρέκει, ένα ρημόκκλησο φαίνεται στο πλευρό της,
θαμμένο μες τα χώματα και καταχαλασμένο.
………………………………..
Σταυροκοπιέτ’ απόψαλλε και βγαίνει στην αυλή.
Θωράτε τον. Παράκαιρα τον γέρασαν οι πόνοι.
Τ’ αντρειωμένο του κορμί, που ’ναι σκυφτό πολύ,
οι πίκρες του το λύγισαν, οι πόνοι κι όχ’ οι χρόνοι.
…………………..……………
Ποιος ξέρει τί να κρύβεται και σ’ αυτουνού τα βύθια,
τι πίκρα, τί πάράπονο! Πάντα κρυμμένος πόνος
μες την καρδιά του είναι κρυφό μαχαίρι, όχι φόνος.
Κι αυτός δεν έχει σύντροφο να της το μολογάει ,
όταν τον συνεπαίρν’ αυτό, έτσι να του περνάει.
Κι αν τα πλατειά του κάποτε δακρύζουν βλέφαρά του,
όχι, δεν ξεθυμαίνουνε τα στήθια κι η καρδιά του.
Ιδέτε τον, δεν κάθεται, μέσα στα δέντρα μπήκε,
σ’ έν’ αποκάτω έσκυψε …………………….
Τον βλέπω να σπογγίζεται κι ακούω μοιρολόι.
Κλαίει! Τι κλαίει αυτός εκεί; Καλόγηρος να κλαίει;
Και τίνος το θλιμμένο αυτό το μοιρολόγι λέει;
Ακούω λόγια καθαρά; – Ελένη μου  μου, παιδιά μου,
αγαπημένα Γιάννενα! – Ώ, τι ακούν’ τ’ αυτιά μου;
……………………………..
Αχ! Γιατί ακόμα μια φορά, γιατί να μη μπορώ
να σε γλιτώσ’ ο άμοιρος, αστέρι μου λαμπρό
Γιατί να σβήσεις σήμερα στα νέφια των οχτρών σου
Γιατί να μη βερθώ κι εγώ απόψε στων παιδιών σου
στην ένδοξη την Έξοδο, οπού θανά ξυπνήσει;
απόψε από τον ύπνο της Ανατολή και Δύση;
Γιατί να μη βρεθώ κι εγώ στο πλάι του Ζαβέλλα;
Γιατί, αχ, ράσο να φορώ και όχι φουστανέλα;
Γιατί λιοντάρι εγώ βουνού να κόψω μοναχός μου
τα νύχια, στην αντρεία μου; Γιατί να ’ρθω να ζήσω
καλόγερος αγνώριστος και ταπεινός να κλείσω
τα μάτια μου στην ερημιά, εδώ μακριά του κόσμου;
……………….…………….
Κι εσώπασ’ ο καλόγερος. Οι γκαρδιακοί λυγμοί του
και τα πολλά τα δάκρυα  τούπνιξαν τη φωνή του
και δίχως λόγο να μιλά έσκυψε σ’ ένα βράχο
κι έκλαιγε κι αναστέναζε! Δάκρυα βλογημένα,
δάκρυ’ απ’ τα φιλοκάρδια του, απ’ την ψυχή βγαλμένα
…………………….…………….
Ξημέρωνα Χριστούγεννα. Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.
Στο Μεσολόγγι μοναχά απόψε διακρίνω,
μέσα στις εκκλησιές ερμιά και η ερμιά εκείνη,
βαρύ, κρυφό παράπονο κατάκαρδά μου αφήνει
και ένα δάκρυ φλογερό δίχως να νοιώσω χύνω
και μου ραγίζετ’ η καρδιά και δυο μεγάλοι βόγγοι
με πνίγουν μες τα στήθια μου. Καημένο Μεσολόγγι!
…………….……………………..
Στα κορφοβούνια του Ζυγού, στα κρούσταλλα, στα χιόνια
και σ’ έρμα ανάμεσα κλαριά, παμπάλαια, αιώνια,
ο Κώστας ζωσμένος κάθεται και κλαίει τ’ άρματά του
κι αναστενάζοντας βαριά σαν νέφιο φορτωμένο,
φωνάζει τη γυναίκα του, φωνάζει τα παιδιά του.
Είναι το μοιρολόγι του πικρό, φαρμακωμένο
και μόνη του παρηγοριά βαθειά τόνε γλυκαίνει
η δόξα του Μεσολογιιού. Ο ’Μερ πασάς μαθαίνει
του κυνηγού την προδοσιά και στην απελπισιά του,
σαν πήρ’ ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του.
Το ’παν του Κώστα τα βουνά και τ’ άρματα πετάει
και στης Κλεισούρας το μικρό το ’ρημοκκλήσι πάει
και γίνεται καλόγερος, ντύνεται ράσα μαύρα
και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβήσει λαύρα.
…………..……………………
Καλόγερος ο κυνηγός. Κλεισμένα στην κασέλα,
τα τρώει ο σκώρος τα πισλιά, την άσπρη φουστανέλα.
Τ’ άρματα, τα τσαπράζια του τα φλωροκαπνισμένα,
παρατημένα σκούργιασαν στους τοίχους κρεμασμένα.
Κάποτε ρίχνει επάνω τους κάποια κρυφή ματιά του,
σαν θύμηση στα χρόνια του, εκειά τα περασμένα,
θυμάται και τα Γιάννινα τ’ αγαπημένα τότε
και πότε κλαίει τα νιάτα του και την πατρίδα πότε.
………………………………………..
==============================


     Απόσπασμα του ποιήματος αυτού, συμπεριλαμβανόταν στο παλιό αναγνωστικό της Δ΄ δημοτικού, με τίτλο «Χριστούγεννα». Ας το θυμηθούμε όσοι το διδαχθήκαμε:

«Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν.
Κουνιούνται τα καμπαναριά και οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν αγγέλοι
και κάθε ακτίδ’ από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
 μοιάζει αγγελική ματιά, Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τί όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας τόσες χρυσές ακτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή γλυκές, χρυσές ελπίδες!
Κι οι δυο εκείνες χαραυγές, π’ αγγέλοι κατεβαίνουν
μέσα απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι Ανάσταση, ώ, τί μυστήριο χύνουν…»

Πηγές:
«Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Σπ. Τρικούπη.
«Άπαντα», Κώστα Κρυστάλλη.

* Ο Σπυρίδων Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τον αναφέρει ως «άγνωστον άνδρα».
** Μπορείτε να «έρθετε» μαζί μας σ’ ένα όμορφο οδοιπορικό στο σπίτι του Κώστα Κρυστάλλη στο Συρράκο Ιωαννίνων, «πατώντας» ΕΔΩ

Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 23.4.2020

ΤΟ ΞΩΚΚΛΗΣΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ


ΤΟ ΞΩΚΚΛΗΣΙ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ




Σιγοπροβάλλ’ η άνοιξη!
Η φύση ξανανιώνει!
Τα πλάγια πρασινίζουνε
και η λαμπρή ζυγώνει!

Μυριάδες θα στολίσουνε
λουλούδια το ξωκλήσι,
να περιμένει τον παπά
να πάει να λειτουργήσει.

Δυο-τρεις ημέρες ξώλαμπρα,
που θα ’χει καλοφέξει,
τ’ αηδόνια και το σήμαντρο
θα λεν’ «Χριστός Ανέστη»!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 23.4.2020
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )

Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Η Ανάσταση του μπάρμπ'-Αναστάση


Η Ανάσταση του μπάρμπ’-Αναστάση
Πασχαλινό διήγημα

Eικόνα: από το παλιό αναγνωστικό της Β΄ δημοτικού

    
Είναι κάπου έξι-εφτά χρόνια τώρα που ο μπάρμπ’-Αναστάσης αρρώστησε κι έμεινε για κάνα δυο βδομάδες στο νοσοκομείο. Από τότε οι δυνάμεις του δεν είναι όπως πριν. Άφησε πολλές από τις καθημερινές δουλειές του, μα εκείνο που του έπεφτε βαρύτερο ήταν ο χειμώνας. Πολύ μεγάλο πλήγμα και η απώλεια της γυναίκας του, που ήλθε λίγους μήνες μετά. Όλη η γειτονιά, όλοι οι συγχωριανοί του του συμπαραστέκονταν και τον βοηθούσαν όσο καλύτερα μπορούσε ο καθένας, μα όταν ο χειμώνας άρχιζε ν’ αγριεύει, αναγκαζόταν να φύγει για να ξεχειμωνιάσει μαζί με το γιό του το Σωτήρη και την οικογένειά του στην πόλη, που εκεί ένοιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια.
     Φυλακισμένος σε κλουβί ένοιωθε ο μπάρμπ’-Αναστάσης στην πόλη. Όσο κι αν ήταν μια λύση ανάγκης που ποτέ δεν την αποδέχθηκε, αναγκάσθηκε να συμβιβαστεί μ’ αυτή. Ήταν και ο γιος του ήσυχος που τον είχε κοντά του. Πόσο, όμως, σφιγγόταν η ψυχή του κάθε φορά που έκλεινε το σπίτι του να φύγει! Πόσες αναμνήσεις, πόσα συναισθήματα, πόσες στιγμές ευχάριστες και δυσάρεστες είχε ζήσει εκεί, από την ημέρα που ήρθε στον κόσμο! Η ανάγκη όμως, βλέπεις, τον έκανε να το «απαρνιέται» για όλο χειμώνα. Τελευταία δουλειά που έκανε με το που αγρίευαν τα κρύα, ήταν να κλειδώσει το σπίτι του, να το σταυρώσει, να κάνει το σταυρό του και ο ίδιος και μ’ έναν κόμπο στο λαιμό και τα μάτια να τρέχουν να ψελλίζει:
     «Να σε βρω καλά την άνοιξη, έτσι όπως σε αφήνω τώρα, σπιτάκι μου! Να κάνεις κι εσύ υπομονή μέχρι τότε, να κάνω κι εγώ!...».
     Μα και πόσο ξαναγεννιόταν κάθε άνοιξη που ξαναγύριζε! Πρώτη του δουλειά ήταν να βάλει το κλειδί στην πόρτα, ν' ακουμπήσει τα πράγματά του, να ρίξει μια ματιά στο σπίτι του να δει αν είναι όμως το άφησε και να του πει δυο γρήγορες κουβέντες, για το «καλώς σε βρήκα». Αμέσως μετά θα πήγαινε να περιποιηθεί τον τάφο της γυναίκας του, να της αφήσει δυο αγριολούλουδα και να της ανάψει το καντήλι.  Μίλαγε για κάμποση ώρα μαζί της, με το γλυκό παράπονο πάντα που έφυγε πρώτη και τον άφησε πίσω.
     Η ίδια εικόνα, τα ίδια συναισθήματα, όπως κάθε χρόνο και προς το τέλος του Νοέμβρη του 2019, λίγο πριν μπουν στο αυτοκίνητο με το Σωτήρη. Βλέποντας και νοιώθοντας κι εκείνος τα συναισθήματα του πατέρα του, προσπάθησε να του πει δυο κουβέντες, να σκορπίσει το μυαλό του και να ξαλαφρώσει η ψυχή του, αγκαλιάζοντάς τον στους ώμους. Όσο όμως κι αν ήθελε ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμα του παιδιού του, κούνησε το κεφάλι σαν αν ήθελε να πει:
     «Κάθε χρόνο γίνομαι γεροντότερος… Ποιος ξέρει πώς θα μας βρει η άνοιξη που θα ’ρθεί…», λες και είχε κάποιο κακό προαίσθημα.
     Με τα τρία εγγόνια του ήταν πολύ φιλικός. Πάντα τους έλεγε παραμύθια, τους τραγουδούσε και ποτέ δεν αρνιόταν να παίξει μαζί τους, γι’ αυτό κι εκείνα τον λάτρευαν. Μα ούτε και στη νύφη του μπορούσε να βρει ψεγάδι να την κατηγορήσει. Και η ίδια όχι μόνο τον έλεγε, αλλά και τον ένοιωθε πατέρα.
     Για το Πάσχα του 2020 που ερχόταν, είχε μεγάλα όνειρα. Εκτός που θα το γιόρταζε και με τους λίγους παιδικούς του φίλους που ήταν ακόμα στη ζωή, θα γιόρταζε και τα ογδοηκοστά του γενέθλια. Ήταν μεγάλη και η επιθυμία του να ψάλλει στο χωριό του τα Άγια Πάθη και να κάνει την εκκλησία να σειστεί από το «Χριστός Ανέστη», αφού από έφηβος ήταν δεξιός ψάλτης. Ήξερε πόσο όλοι περίμεναν να τον ακούσουν και να ευχαριστηθεί η ψυχή τους, όπως πάντα του έλεγαν.
     Αν και δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να ψέλνει και στην εκκλησία της ενορίας τους στην πόλη, που κι εκεί όλοι του έδειχναν το σεβασμό τους, στο χωριό του ένοιωθε πολύ διαφορετικά. Εκεί τα συναισθήματα στην ανανεωμένη φύση, έδεναν με τα συναισθήματα της χαρμολύπης των ημερών και μαζί με αυτά των αναμνήσεων, έκαναν τη φωνή του επουράνια!
     Ο Μάρτης, όμως, του 2020 έπεσε βαρύς. Ο περιορισμός των μετακινήσεων, οι κλειστές εκκλησίες και η απαγόρευση της κυκλοφορίας που έφερε η πανδημία, ήταν μεγάλο χτύπημα για το μπάρμπ’-Αναστάση. Όσο σκεφτόταν ότι θα στερηθεί την άνοιξη, τους παιδικούς του φίλους, τη Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση στο χωριό του, με το γιο του, τη νύφη του και τα εγγόνια του, το μυαλό του σταματούσε. Τα βράδια έμενε άυπνος από τη στενοχώρια, που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Κι όσο το Πάσχα πλησίαζε, τα συναισθήματα γινόταν όλο και πιο βαριά. Μα δυο μέρες πριν του Λαζάρου του ήλθε μια αναλαμπή πριν το ξημέρωμα και του άλλαξε τελείως τη διάθεση. Δεν χρειάστηκε να το δουλέψει πολύ στο μυαλό του και πριν σηκωθεί από το κρεβάτι είχε πάρει τις αποφάσεις του, καταστρώνοντας με το μυαλό του το πρόγραμμά του.
     Τις επόμενες μέρες και χωρίς κανείς άλλος να ξέρει τίποτα, πήγε στο μπακάλικο της γειτονιάς του και πήρε έξι λαμπάδες για την Ανάσταση, μία για τον καθένα τους. Ο μπακάλης που τον ήξερε, κάπως παραξενεύτηκε και τον ρώτησε αν θα πάνε στο χωριό. «Όχι, βέβαια» του απάντησε και τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα στα παιδιά του. Τις πήγε στο σπίτι όταν όλοι έλειπαν και τις φύλαξε, ξέροντας μόνο ο ίδιος πού είναι.
     Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν έχασε καμία ακολουθία. Είτε από το ραδιόφωνο, είτε από την τηλεόραση, μάζευε γύρω του όσους ήταν στο σπίτι και παρακολουθούσαν μαζί. Σχεδόν πάντα συνόδευε χαμηλόφωνα τους ψάλτες, κρατώντας το «βιβλιαράκι» του, την ιερά σύνοψη, και τα συναισθήματα των Παθών τους άγγιζαν όλους. Άλλοτε ο γιος του κι άλλοτε η νύφη του άναβαν το καντήλι στο εικόνισμα του σπιτιού και θυμιάτιζαν τις ώρες των ακολουθιών, δημιουργώντας έτσι εντονότερα συναισθήματα κατάνυξης.
     Τη Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι ο μπάρμπ’-Αναστάσης ανακοίνωσε χαρούμενος στο γιο του και την οικογένειά του τί ετοίμαζε:
     «Λοιπόν, παιδιά μου, αύριο βράδυ θα κάνουμε Ανάσταση όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο!».
     «Πώς, πατέρα, αφού οι εκκλησίες είναι κλειστές;», τον ρώτησε απορημένος ο γιος του.
     «Θα φορέσουμε τα καλά μας και στις δώδεκα τα μεσάνυχτα θα βγούμε στην αυλή με τις λαμπάδες μας αναμμένες από το καντήλι κι εκεί θα ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη!».
     Άρεσε σε όλους η ιδέα του και ο Σωτήρης προθυμοποιήθηκε να πάει να πάρει λαμπάδες.
     «Δεν χρειάζεται! Έχω φροντίσει εγώ γι’ αυτό, όπως κάθε χρόνο. Εφέτος θα σας άφηνα έτσι;», τους είπε κι αμέσως έβγαλε τις λαμπάδες από το σημείο που τις είχε «κρυμμένες»!
     Κόντευαν μεσάνυχτα, η ώρα για την Ανάσταση, και ο μπάρμπ’-Αναστάσης ήταν έτοιμος κιόλας με το κοστούμι του και τη γραβάτα του.
     «Γιατί τόσο επίσημα, πατέρα; Αφού μόνοι μας θα είμαστε;».
     «Τί λες, γιέ μου; Στην Ανάσταση θα πάμε!», είπε με στόμφο.
     Ντύθηκαν όλοι όπως το απαιτούσε η στιγμή και λίγο πριν τα μεσάνυχτα χτύπησε η πόρτα του σπιτιού τους. Ήταν ο γείτονάς τους ο Ανδρέας, ψάλτης και αυτός στην ενορία τους, που κράταγε στα χέρια του μια αναμμένη λαμπάδα!
     «Καλησπέρα! Καλή Ανάσταση! Χρόνια πολλά! Έχω Άγιο Φως από την εκκλησία! Θέλετε να σας δώσω;».
      Ποιος θα μπορούσε ν’ αρνηθεί ένα τέτοιο ευλογημένο δώρο εκείνη τη στιγμή! Σε λίγο βγήκαν στην αυλή τους, με τις λαμπάδες τους αναμμένες. Μα τι ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή! Όλα τα σπίτια φωταγωγημένα, όλη η γειτονιά στις αυλές και στα μπαλκόνια, χαρούμενοι, λαμπροφορεμάνοι, με τα πρόσωπά τους γελαστά και φωτισμένα από το φως των λαμπάδων!
     Στις δώδεκα ακριβώς, ο μπάρμπ’-Αναστάσης «έβαλε» την καλύτερη φωνή του, σήκωσε ψηλά τη λαμπάδα του με το αριστερό του χέρι, με το δεξί έκανε το σταυρό του κι άρχισε να ψέλνει πολύ δυνατά: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω, θάνατον πατήσας…»! Τα βλέμματα όλων από τη γειτονιά γύρισαν επάνω του και παρασυρμένοι από τη μελωδική φωνή του, συνόδευαν στο αναστάσιμο τροπάριο!
     Τί μοναδική στιγμή ήταν αυτή! Όλη η γειτονιά ένα τεράστιο ψαλτήρι, ένα εκκλησίασμα γεμάτο μελωδία και κατάνυξη! Το έψαλλαν και δεύτερη και τρίτη φορά, συντονισμένοι με το μπάρμπ’-Αναστάση! Αμέσως μετά εκείνος ευχήθηκε σε όλους:
     «Χριστός Ανέστη, παιδιά μου! Και του χρόνου στις εκκλησιές μας!!!».
     «Αληθώς Ανέστη», απάντησαν όλοι μαζί και δυνατά! Αμέσως μετά ευχήθηκε στα παιδιά του και στα εγγόνια του!
     «Μπορεί να στερηθήκαμε φέτος την εκκλησία, δεν στερηθήκαμε καθόλου το Χριστό μας, παιδιά μου! Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα κάνουμε τόσο όμορφη Ανάσταση και μάλιστα μακριά από το χωριό μας και έξω από τις Εκκλησίες μας!».
     Η ομοβροντία των φαντασμαγορικών βεγγαλικών που έκανε ημέρα τον ουρανό της πόλης τους, συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Ο Σωτήρης έλεγε πως ποτέ άλλοτε Πάσχα δεν παρατηρήθηκε τόσο πολύ κάτι τέτοιο. 
     Η ζεστή μαγειρίτσα από τα πολυπαινεμένα χέρια της νύφης του λίγο μετά, σφράγισε εκείνη την ξεχωριστή Ανάσταση, που θα μείνει αξέχαστη σε όλους, με ανάμεικτα συναισθήματα.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 21.4.2020
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

Μεγάλη Τρίτη: Το τροπάριο της Κασσιανής - στοιχεία ιστορίας και παράδοσης


Εικόνα: από το διαδίκτυο

Περιεχόμενα:
-  Σύντομη ιστορική αναδρομή
-  Μια διαφορετική εκδοχή
-  Το τροπάριο (από τα εκκλησιαστικά βιβλία)
-  Το τροπάριο σε ποιητική απόδοση-μετάφραση Κωστή Παλαμά και Φώτη Κόντογλου
------

     Αν και η βιβλιογραφία δεν μας δίνει πολλά στοιχεία για τη ζωή της Κασσιανής, ή Κασ(σ)ίας, ή Εικασίας, ή Ικασίας πριν τη γνωριμία της με τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, από Βυζαντινούς χρονικογράφους μαθαίνουμε ότι ήταν πολύ έξυπνη, καλλιεργημένη και όμορφη. Οι ίδιοι αναφέρουν ότι συμμετείχε στην τελετή επιλογής νύφης για τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, την οποία είχε διοργανώσει περί το 830 μ.Χ. η μητέρα του (ή μητριά του) Ευφροσύνη, όπου συμμετείχαν και άλλες ένδεκα ακόμα υποψήφιες με ανάλογα προσόντα.
     Εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της Κασσιανής, ο αυτοκράτορας την πλησίασε και, θέλοντας να δοκιμάσει και την εξυπνάδα της, της είπε: «Εκ γυναικός ερρύη τὰ φαύλα», δηλαδή, «από τη γυναίκα προήρθαν τα κακά», υπονοώντας την αμαρτία της Εύας. Πανέξυπνη και ετοιμόλογη η Κασσιανή, του απάντησε: «Αλλά και εκ γυναικός πηγάζει τα κρείττω», δηλαδή «και από τη γυναίκα ήρθαν τα καλά», υπονοώντας στην Παναγία που γέννησε το Χριστό.
     Σύμφωνα με την παράδοση, ο ακριβής διάλογός τους ήταν:
- Εκ γυναικός τα χείρω.
- Kαι εκ γυναικός τα κρείττω.
     Λέγεται ότι εκτός από τη  ομορφιά της, θαύμασε και την εξυπνάδα της, η οποία όμως τον έφερε σε δύσκολη θέση με την απάντησή της. Γι’ αυτό και δεν προτίμησε εκείνη, αλλά την εξ ίσου όμορφη και σεμνή Θεοδώρα, από την Παφλαγονία.
      Μετά την αποτυχία της αυτή η Κασσιανή, αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και ν’ ακολουθήσει το μοναχικό σχήμα. Έκτισε η ίδια μοναστήρι και αφιερώθηκε στη λατρεία του Θεού. Στο μοναστήρι ανακάλυψε το έμφυτο ταλέντο της στην ποίηση, τα εκκλησιαστικά τροπάρια και τους εκκλησιαστικούς ύμνους, πολλοί από του οποίους συμπεριλαμβάνονται στα λειτουργικά βιβλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μεταξύ των πολλών κειμένων και ποιημάτων που έγραψε, είναι και το πολύ γνωστό τροπάριο της Μεγάλης Τρίτης που «φέρει» το όνομά της. Η μνήμη της τιμάται στις 7 Σεπτεμβρίου.
     Το πιθανότερο είναι ότι γι’ αυτό εμπνεύστηκε από την αμαρτωλή γυναίκα του Ευαγγελίου, πού σε ένδειξη μετάνοιας άλειψε με μύρο Τα Πόδια Του Ιησού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, λίγο πριν το Πάθος Του.
     Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ο ύμνος αυτός μελοποιήθηκε, όπως αποδίδεται σήμερα τον 18ο αιώνα, από τον συνθέτη βυζαντινής μουσικής Πέτρο Λαμπαδάριο.

Μια διαφορετική εκδοχή (που είχα διαβάσει σε παιδική ηλικία)

     Σύμφωνα με την παράδοση, ο Θεόφιλος και η Κασσιανή δεν ξεπέρασαν ποτέ τα αισθήματά τους ο ένας για τον άλλον. Σε μεγάλη ηλικία, η Κασσιανή καθόταν στο κελί της κι έγραφε το γνωστό τροπάριο της Μεγάλης Τρίτης, αφιερωμένο στη μετάνοια της γυναίκας του Ευαγγελίου. Τότε είδε από το παράθυρο το Θεόφιλο, που πήγαινε να τη δει, σε γεροντική κι αυτό ηλικία. Αμέσως άφησε μισοτελειωμένο τα κείμενό της πάνω στο τραπέζι, κάπου στο σημείο «…ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα» (θα σκουπίσω πάλι Τα Πόδια Σου με τα μαλλιά της κεφαλής μου στον παράδεισο ως Εύα») και κρύφτηκε σε μια ντουλάπα, μη επιτρέποντας στο παλαιό της πάθος να υπερνικήσει το μοναστικό της ζήλο. Μπαίνοντας στο κελί της ο Θεόφιλος την αναζήτησε, αλλά μάταια. Είδε όμως το χειρόγραφό της επάνω στο τραπέζι και το διάβασε. Μόλις ολοκλήρωσε την ανάγνωση, συμπλήρωσε με δικά του γράμματα: «τὸ δειλινόν κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη» («το δειλινό άκουσε τα βήματά του και από το φόβο της κρύφτηκε»), υπονοώντας την ίδια την Κασσιανή, όντας βέβαιος ότι τον είδε και παραμέρισε. Φεύγοντας, εντόπισε με το βλέμμα του την Κασσιανή στη ντουλάπα, αλλά δεν της μίλησε, σεβόμενος την επιθυμία της. Μόλις ο αυτοκράτορας απομακρύνθηκε, εκείνη βγήκε και διάβασε την προσθήκη του στο κείμενό της. Της άρεσε, το άφησε όπως ήταν και συνέχισε από εκεί και κάτω! Έτσι, έμεινε το περίφημο τροπάριο της Κασσιανής να αναφέρεται στη γυναίκα του Ευαγγελίου, αλλά και στην Εύα που κρύφτηκε όταν άκουσε τα βήματα του Θεού στον Παράδεισο, έχοντας και οι δύο ως κοινό γνώρισμα τη μετάνοια. Το σημείο αυτό του τροπαρίου, όμως, «καταγράφει» και την ίδια την Κασσιανή, που κρύφτηκε κι αυτή να μην την δει ο Θεόφιλος! 

Το τροπάριο της Κασσιανής, δοξαστικό της Μεγάλης Τρίτης το βράδυ (από τα εκκλησιαστικά βιβλία)

     « Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος ».

Το τροπάριο σε ποιητική απόδοση του Κωστή Παλαμά

Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα Κύριε, πώς η Θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας ... Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαγα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες κι εγείραν
άφραστα ως εδώ κάτω οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά
μου Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ’ άκουσε η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
του παράδεισου φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε ... Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιός θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσος η κρίση.

     Εκτός από την ποιητική απόδοση του Κωστή Παλαμά, πολύ σπουδαία είναι και η μετάφραση του Φώτη Κόντογλου, η οποία και παρατίθεται:
     Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη Θεότητά Σου, γίνηκε μυροφόρα και Σε άλειψε με αρώματα πριν από τον ενταφιασμό Σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, Εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας. Λύγισε στ’ αναστενάγματα της καρδιάς μου, Εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γη. Θα καταφιλήσω τα άχραντα πόδια Σου και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου, αυτά τα Πόδια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό, τ’ άκουσε να περπατάνε και από το φόβο της κρύφτηκε. Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο, ποιος μπορεί να τα εξιχνιάσει, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; Μην καταφρονέσεις τη δούλη Σου, Εσύ που έχεις τ’ αμέτρητο έλεος.

===========================


Πηγές:
-  Εγκυκλοπαίδεια «ΕΛΛΑΔΙΚΗ»
-  Ορθόδοξος Συναξαριστής

Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 8.4.2020
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ)


Λίγες σκέψεις στο προφητικό Ευαγγέλιο
της Θ. Λειτουργίας της Μεγάλης Δευτέρας
(Ματθαίου, Κεφ. ΚΔ΄, 3 – 35)


     
    Είναι αλήθεια πως σαν έρχονται μεγάλες γιορτές, και ιδιαίτερα το Πάσχα, το θρησκευτικό μας συναίσθημα γίνεται πιο έντονο. Αναζητάμε – θέλουμε κάτι παραπάνω να κάνουμε, για να νοιώσουμε περισσότερο τη συγκίνηση των ημερών. Μας συνεπαίρνουν οι ψαλμοί, τα τροπάρια, τα Ευαγγέλια… Πιστεύουμε πως αν μπορέσουμε να εισχωρήσουμε περισσότερο στο νόημά τους, θα ήταν και το θρησκευτικό μας συναίσθημα και η ψυχική μας ανάταση μεγαλύτερα.
    Η πρώτη ημέρα της «τελικής ευθείας» για το Πάσχα, η Μεγάλη Δευτέρα, είναι μια εργάσιμη ημέρα. Εξ αιτίας των οικογενειακών και των επαγγελματικών υποχρεώσεων, λίγοι έχουμε τη δυνατότητα να πάμε στην εκκλησία και να ακούσουμε αυτή τη σπουδαία Ευαγγελική περικοπή, που είναι και μια σημαντική προφητεία. Μελετώντας, λοιπόν, το Ευαγγέλιο της ημέρας αυτής, που ο Χριστός στο Όρος των Ελαιών προλέγει στους Μαθητές Του γεγονότα που θα προηγηθούν της Δευτέρας Παρουσίας,  κάνουμε κάποιες διαπιστώσεις. Μερικές απ’ αυτές:
    Στη σημερινή εποχή όλο και περισσότερο αμφισβητείται η θρησκεία μας, όχι μόνο από τους μη χριστιανούς, αλλά και από εμάς τους ίδιους που θεωρούμαστε οπαδοί της. Πολλοί είναι οι παράγοντες που συμβάλουν σε αυτό και ας μην προσπαθήσουμε να τους αναλύσουμε τώρα. Ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε όμως λίγο περισσότερο τούτο: H συγκεκριμένη Ευαγγελική Περικοπή, επικεντρώνεται στην προφητεία της καταστροφής της Ιερουσαλήμ, που έγινε από τα στρατεύματα του αυτοκράτορα Τίτο, το 70 μ. Χ. και σε γεγονότα που θα προηγηθούν της Δευτέρας Παρουσίας. Εκτιμάται ότι πολλοί είμαστε εκείνοι που έχουμε πειστεί ότι  κάποιες από τις προφητείες αυτές έχουν επαληθευτεί ή επαληθεύονται στις μέρες μας, όπως και αυτή: «Διά το πληθυνθήναι την ανομίαν, ψυγήσεται η αγάπη των πολλών». Γνωρίζουμε πολύ καλά, πώς μεγάλωσαν οι γονείς μας και οι προηγούμενες γενιές: Είχαν αγάπη μεταξύ τους. Ο ένας εμπιστευόταν το άλλον και τα σπίτια τους οι περισσότεροι τα άφηναν ανοιχτά, ιδίως στα χωριά. Άνοιγαν την πόρτα και σε κάθε άγνωστο περαστικό και τον φιλοξενούσαν σαν δικό τους άνθρωπο. Τον κοίμιζαν στο σπίτι τους και του έδειχναν εμπιστοσύνη σαν να τον γνώριζαν χρόνια πριν, σαν να είχαν φάει πολύ «ψωμί κι αλάτι» μαζί. Κι αυτός, βέβαια, φαινόταν αντάξιος των συναισθημάτων τους. Αυτόν τον τρόπο ζωής, τον γευτήκαμε και πολλοί από μας. Σήμερα όμως, πώς είναι οι σχέσεις των μεταξύ των ανθρώπων;...
     Ακόμα, με τις γνώσεις που έχουμε με τη βοήθεια της επιστήμης, μπορούμε να «δούμε» ότι κάποιες άλλες προφητείες θα επαληθευτούν στο μακρινό μέλλον, όπως π.χ. ότι «ο ήλιος σκοτισθήσεται και η σελήνη ου δώσει το φέγγος αυτής». Αλλά και στο πολύ κοντινό μας μέλλον μια τέτοια εκδοχή είναι πιθανή, από μια πολύ μεγάλη πυρηνική έκρηξη, π.χ..
    Σε κάποιο άλλο σημείο της Αγία Γραφής (Αποκάλυψη Ιωάννου, κεφ. η΄) αναφέρεται: «και απέθανε το τρίτον των κτισμάτων των εν τη θαλάσση». Ερώτηση: Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς (όχι πολύ παλιά, αλλά) πενήντα – εξήντα χρόνια πριν ότι θα «ξέρναγαν» τα ποτάμια και οι θάλασσες τόνους και τόνους ψάρια από τη μόλυνση των νερών και γενικότερα του περιβάλλοντος; Απάντηση: Μάλλον όχι, ή καλύτερα: σίγουρα όχι.
     Αν φέρουμε στο νου μας και άλλες, μεταγενέστερες προφητείες, ό-πως π.χ. αυτές του Κοσμά του Αιτωλού, ίσως «ταρακουνηθούμε» περισσότερο. Μπορεί επειδή τα όσα έχουν ειπωθεί από άγιο τον Κοσμά τον Αιτωλό, να τα θεωρούμε πιο «απτά», πιο κοντινά μας, πιο σημερινά.
     Κάνοντας παρόμοιες σκέψεις, μπορούμε να πούμε με κάποια «άνεση», ότι κάποια «πράγματα» έχουν ειπωθεί και έχουν γραφεί τυχαία; Και ίσως το επισφράγισμα όλων αυτών να "κρύβεται στις λέξεις του Κυρίου: «Ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν» «Ματθαίου ΚΔ΄, 35).
  


Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 13.4.2020



Προσκύνημα στην Αγία Γη (ποίημα)


Δεύτερος τίτλος: «Είμαι άξιος;»
Πρώτη δημοσίευση: https://www.kalavrytanews.com/, 2011.
Δεύτερη δημοσίευση: Στο Βιβλίο μου «Επιλεγμένα ποιήματα-διηγήματα»,
εκδόσεις Άπειρος Χώρα, 2018

Φωτογραφία:
Προσκύνημα-ναός στο λόφο του Γολγοθά (Ιεροσόλυμα), όπως είναι σήμερα

Λαχταρώ να γονατίσω
κει που πάτησ’ ο Χριστός,
ταπεινά προσκυνήσω
πέτρες που είδανε το Φως.

Που ακούσαν τη λαλιά Του
τους ψαράδες να καλεί,
που ενοιώσαν τη ματιά Του
άγια, σαγηνευτική.

Κει που πλήθη εχορτάσαν,
που θεράπευσε τυφλούς,
που ανέμοι εσωπάσαν,
που ανέστησε νεκρούς.

Κει που ’στάθη ν’ ανασάνει,
κουβαλώντας το Σταυρό,
με τ’ αγκάθινο στεφάνι,
τον ιδρώτα Του καυτό.

Κει που τόσα εγινήκαν
να ρωτήσω να μου πουν,
χέρι’ ανθρώπου πώς βρεθήκαν;
Πώς το μάννα το ξεχνούν;

Και οι πέτρες θα μου πούνε,
που «εσχίσθησαν»* κι αυτές,
έχουν τρόπο ν’ αγαπούνε
κι όχι πέτρινες καρδιές!

Όμως, πώς να ξεκινήσω;
Πώς είμ’ άξιος εγώ,
τέτοιες πέτρες να πατήσω,
δρόμους Πάθους να διαβώ;

* Ευαγγέλιο Ματθαίου, ΚΖ΄, 51: «Και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίσθησαν» (την ώρα που Ο Χριστός «παρέδωσε το Πνεύμα»).

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπυολος, 13.4.2020

Κυριακή 12 Απριλίου 2020

Το γαϊδουράκι και ο σταυρός στην πλάτη του στη λαϊκή παράδοση



     Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, το ταπεινό γαϊδουράκι έχει σταυρό στην πλάτη, επειδή ανέβηκε σ’ αυτό ο Χριστός, όταν μπήκε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα την Κυριακή των Βαΐων, γι’ αυτό και είναι ευλογημένο ζώο! Προσέξτε πώς δείχνουν τα τοξάκια στην εικόνα: Μια μαύρη γραμμή κατά μήκος της ράχης κι άλλη μία κάθετη, με «προέκταση» προς τα μπροστινά πόδια. Αν τις παρατηρήσει κανείς καλά και τις φανταστεί σε ευθειασμό, σχηματίζουν σταυρό!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.4.2020

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020


Εύθυμες ιστορίες του χωριού:
Η «ανάσταση» των… σταφυλοφάγων!


Σταφύλι: Θρεπτική αξία και θερμίδες - Onmed.gr

     Ο δραγάτης* εκείνη τη χρονιά στο χωριό ήταν πολύ αυστηρός. «Σκυλί πεινασμένο» τον περιέγραφαν κάποιοι στις μεταξύ τους κρυφές συζητήσεις και όλοι οι χωριανοί ήταν προσεκτικοί και πειθαρχημένοι, γιατί κανένας δεν ήθελε νταραβέρια ούτε μαζί του, ούτε με τα δικαστήρια.  
     Είχε στήσει τη δραγάτα* του σε σημείο που μπορούσε να ελέγχει όλη την έκταση των αμπελιών. Ο υπερβάλλον ζήλος του στα καθήκοντά του, τον έστειλε μέχρι την κοντινότερη πόλη και πήρε κιάλια κι ένα μεγάλο προβολέα, για να μπορεί να ελέγχει και τη νύχτα το «πεδίο ευθύνης» του.
     Κάποιοι χωριανοί, όμως, δεν μπορούσαν να καταπιούν την αυστηρότητά του, αφού μέχρι την προηγούμενη μέρα της ανάληψης των καθηκόντων του, λίγοι τον υπολόγιζαν. Άλλωστε, κι άλλοι είχανε κάνει δραγάτες τις προηγούμενες χρονιές, αλλά κανένας δεν είχε πάρει τόσο σοβαρά το ρόλο του. Έτσι, λοιπόν, καμιά δεκαριά άτομα τα κουβέντιασαν μυστικά μεταξύ τους στο καφενείο ένα απόγευμα, πήραν τις αποφάσεις τους και οργανώθηκαν για το επόμενο βράδυ, για να του κάνουν ένα καλό χουνέρι που να το θυμάται!
     Την άλλη μέρα, πέρασαν αργά από το καφενείο, ήπιαν τα ποτηράκια τους, όπως συνήθιζαν και με το που νύχτωσε έφυγαν. Δεν είχε φεγγάρι κι αυτό βοηθούσε την… αποστολή τους. Μπήκαν ένας μετά τον άλλον μέσα στο νεκροταφείο, σύμφωνα με το σχέδιο, παίρνοντας όλοι τις προφυλάξεις τους από μάτια περαστικών και άλλων συγχωριανών, έχοντας μαζί τους ένα σεντόνι κι ένα κερί ο καθένας! Μόλις έπεσε το βαθύ σκοτάδι, τυλίχτηκαν με τα σεντόνια, άναψαν τα κεριά τους και πήδηξαν από τη χαμηλή μάντρα του νεκροταφείου, που ήταν αντικριστά στην πλαγιά με τ' αμπέλια και τη δραγάτα κι άρχισαν να τραγουδάνε δυνατά με τις φωνές τους αλλαγμένες και να χορεύουν! Το αυτοσχέδιο τραγούδι τους ακουγόταν στην ησυχία της νύχτας κι έφτανε καθαρά στ’ αυτιά του αυστηρού δραγάτη:

«Όσο ζήσαμε, σταφύλια δεν χορτάσαμε!
Τώρα π’ αναστηθήκανε, σταφύλι δεν θ’ αφήσουμε»!

     Άνοιξε κι ο δραγάτης σαστισμένος τον προβολέα του, μα δεν μπορούσε να διακρίνει πρόσωπα, αφού μόνο τα μάτια των «αναστημένων» ήταν ακάλυπτα από τα σεντόνια και η απόσταση δεν ήταν μικρή! Όσο προχωρούσαν τραγουδώντας και χορεύοντας, έβλεπε ότι κατευθύνονται προς το μέρος του! Έγκαιρα «κατάλαβε» ότι δεν είχε άλλη… επιλογή, από το να φύγει τρέχοντας για το χωριό!
     Την άλλη μέρα, πρωί-πρωί, ενημέρωνε του συγχωριανούς του ότι μετά τη δύση του ήλιου θα φεύγει από τη δραγάτα και θα φυλάει τ' αμπέλια από άλλο σημείο, που θα επέλεγε και θα ήξερε μόνο ο ίδιος (προφανώς από το… σπίτι του)! Τους προειδοποιούσε όμως, ότι από εκείνο το σημείο θα είχε καλύτερο έλεγχο τη νύχτα και, «μην τολμήσει κανείς να μπει σε ξένα αμπέλια και να κόψει σταφύλια»!   
==========================

* Δραγάτης: Εποχιακός φύλακας των αμπελιών, όταν ωριμάζουν τα σταφύλια. Δραγάτα: η συνήθως αυτοσχέδια πρόχειρη στέγαση (κιόσκι-φυλάκιό του), που τον προφυλάσσει από τις καιρικές συνθήκες, κυρίως από τον ήλιο. Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα για το δραγάτη σε άρθρο μας στο ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS, ΕΔΩ .

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος. 8.4.2020
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ)