Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Η Μονή της Παναγίας Ελεούσας Κλεισούρας Μεσολογγίου και «ο καλόγηρος της Κλεισούρας»


Μονή Αγίας Ελεούσας-Κλεισούρα Μεσολογγίου,
στο εικοστό χιλιόμετρο Μεσολογγίου-Αγρινίου 

     Την Παρασκευή της Λαμπρής, της Ζωοδόχου Πηγής, γιορτάζει και το μοναστήρι της Κλεισούρας του Μεσολογγίου. Σύμφωνα με την παράδοση, περί το 1700 μ. Χ., στο χωριό Χρυσοβέρι, στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, κάποιος τούρκος στρατιώτης την ώρα της Αναστάσεως χλεύασε τους Χριστιανούς και αμέσως κάτοικος του χωριού τον σκότωσε. Οι συγχωριανοί αμέσως τον φυγάδευσαν σε μια σπηλιά, όπου έμεινε για πολύ καιρό και του  πήγαιναν τρόφιμα. Όταν το γεγονός ξεχάστηκε, ξαναγύρισε στο χωριό κι ανέφερε στους συγχωριανούς του ότι εκεί που ήταν κρυμμένος έβλεπε κάθε βράδυ στη σπηλιά ένα φως.
     Χωρίς χρονοτριβή πήγαν στο σημείο εκείνο και αντίκρισαν μια εικόνα της Παναγίας και λίγο πιο πέρα μια πηγή με νερό, που το θεώρησαν αγίασμα. Σε μικρό χρονικό διάστημα έχτισαν εκεί ένα μικρό εκκλησάκι και αργότερα το έκαναν μεγαλύτερο, την Παναγία την Ελεούσα, που γιορτάζει την Παρασκευή τη Ζωοδόχου Πηγής. Στο εκκλησάκι αυτό φιλοξενήθηκε περνώντας από την περιοχή και ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος προφητικά είπε ότι εκεί μια μέρα θα γίνει ένα μεγάλο προσκύνημα.

Ο Ανδριάντας του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στο χώρο της μονής

     Εκεί σ
τα χρόνια της Επανάστασης μόνασε ως καλόγηρος και ο Ήρωας Γιάννης Γούναρης*, τον οποίο εξυμνεί και «ο τραγουδιστής του βουνού και της στάνης», ο Κώστας Κρυστάλλης**, στο ποίημα του «ο καλόγηρος της Κλεισούρας», που τον αναφέρει ως «Κώστα». Ας θυμηθούμε εν συντομία την ιστορία του ήρωα, αποτίοντας φόρο τιμής στη μνήμη του.
     Ο Γιάννης Γούναρης ήταν το δεύτερο επώνυμο ή παρατσούκλι του Γιαννιώτη Γιάννη  Ζούκου ή Ζούκα, ο οποίος υπήρξε κυνηγός του Αλή Πασά Ιωαννίνων. Μετά το θάνατο (δολοφονία) του Αλή, το 1822, ο Γούναρης περιήλθε στον Ομέρ Βρυώνη, με την ίδια ιδιότητα. Η οικογένειά του, η γυναίκα του Ελένη και τα παιδιά του ήταν υπό την «προστασία» του πασά της Άρτας,
     Στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου, ο Γιάννης Γούναρης ήταν κοντά στον Ομέρ Βρυώνη και γνώριζε τα σχέδιά του, κυρίως για την επίθεση κατά της πόλης, που προγραμμάτιζε ξημερώνοντας Χριστούγεννα του 1822. Ενημέρωσε τότε κρυφά τους πολιορκημένους για τα σχέδια του Βρυώνη, η επίθεση απέτυχε και το Μεσολόγγι σώθηκε χάρις σ’ αυτόν. Ο Πασάς κατάλαβε ποιος ήταν ο προδότης, αλλ’ αυτός κατόρθωσε και ξέφυγε της μανίας του Ομέρ. Τότε ο πασάς εκτέλεσε όλη την οικογένειά του στην Άρτα.
     Μπροστά στα γεγονότα αυτά ο εν λόγω κυνηγός αποφάσισε να κρυφτεί για να γλιτώσει. Καταφύγιο βρήκε στο μικρό σπήλαιο στην Κλεισούρα του Μεσολογγίου, πού ήταν και το εκκλησάκι της αγίας Ελεούσας. Με την απελευθέρωση της πατρίδος έγινε εκεί καλόγερος-ιερομόναχος,
     Εμπνεόμενος από τον ηρωισμό του Γιάννη (ή Κώστα) Γούναρη ο «τραγουδιστής του βουνού και της στάνης, έγραψε το επικό ποίημα «ο καλόγηρος της Κλεισούρας», αποσπάσματα του οποίου παρατίθενται:

Ώ, πού με φέρνεις μάγισσα και πλάνα φαντασία
………………………..……..
Άσε μ’ εδώ στα λεύτερα βουνά στην Αιτωλία
……………………….………
Να η Κλεισούρα η ξακουστή, στα πόδια μου, μπροστά μου,
βλέπω απ’ απάνω, απ’ την κορυφή τον τρίσβαθο βυθό της
κι ανατριχιάζω’ ολάκερος, λιγώνετ’ η καρδιά μου.
Παρέκει, ένα ρημόκκλησο φαίνεται στο πλευρό της,
θαμμένο μες τα χώματα και καταχαλασμένο.
………………………………..
Σταυροκοπιέτ’ απόψαλλε και βγαίνει στην αυλή.
Θωράτε τον. Παράκαιρα τον γέρασαν οι πόνοι.
Τ’ αντρειωμένο του κορμί, που ’ναι σκυφτό πολύ,
οι πίκρες του το λύγισαν, οι πόνοι κι όχ’ οι χρόνοι.
…………………..……………
Ποιος ξέρει τί να κρύβεται και σ’ αυτουνού τα βύθια,
τι πίκρα, τί πάράπονο! Πάντα κρυμμένος πόνος
μες την καρδιά του είναι κρυφό μαχαίρι, όχι φόνος.
Κι αυτός δεν έχει σύντροφο να της το μολογάει ,
όταν τον συνεπαίρν’ αυτό, έτσι να του περνάει.
Κι αν τα πλατειά του κάποτε δακρύζουν βλέφαρά του,
όχι, δεν ξεθυμαίνουνε τα στήθια κι η καρδιά του.
Ιδέτε τον, δεν κάθεται, μέσα στα δέντρα μπήκε,
σ’ έν’ αποκάτω έσκυψε …………………….
Τον βλέπω να σπογγίζεται κι ακούω μοιρολόι.
Κλαίει! Τι κλαίει αυτός εκεί; Καλόγηρος να κλαίει;
Και τίνος το θλιμμένο αυτό το μοιρολόγι λέει;
Ακούω λόγια καθαρά; – Ελένη μου  μου, παιδιά μου,
αγαπημένα Γιάννενα! – Ώ, τι ακούν’ τ’ αυτιά μου;
……………………………..
Αχ! Γιατί ακόμα μια φορά, γιατί να μη μπορώ
να σε γλιτώσ’ ο άμοιρος, αστέρι μου λαμπρό
Γιατί να σβήσεις σήμερα στα νέφια των οχτρών σου
Γιατί να μη βερθώ κι εγώ απόψε στων παιδιών σου
στην ένδοξη την Έξοδο, οπού θανά ξυπνήσει;
απόψε από τον ύπνο της Ανατολή και Δύση;
Γιατί να μη βρεθώ κι εγώ στο πλάι του Ζαβέλλα;
Γιατί, αχ, ράσο να φορώ και όχι φουστανέλα;
Γιατί λιοντάρι εγώ βουνού να κόψω μοναχός μου
τα νύχια, στην αντρεία μου; Γιατί να ’ρθω να ζήσω
καλόγερος αγνώριστος και ταπεινός να κλείσω
τα μάτια μου στην ερημιά, εδώ μακριά του κόσμου;
……………….…………….
Κι εσώπασ’ ο καλόγερος. Οι γκαρδιακοί λυγμοί του
και τα πολλά τα δάκρυα  τούπνιξαν τη φωνή του
και δίχως λόγο να μιλά έσκυψε σ’ ένα βράχο
κι έκλαιγε κι αναστέναζε! Δάκρυα βλογημένα,
δάκρυ’ απ’ τα φιλοκάρδια του, απ’ την ψυχή βγαλμένα
…………………….…………….
Ξημέρωνα Χριστούγεννα. Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.
Στο Μεσολόγγι μοναχά απόψε διακρίνω,
μέσα στις εκκλησιές ερμιά και η ερμιά εκείνη,
βαρύ, κρυφό παράπονο κατάκαρδά μου αφήνει
και ένα δάκρυ φλογερό δίχως να νοιώσω χύνω
και μου ραγίζετ’ η καρδιά και δυο μεγάλοι βόγγοι
με πνίγουν μες τα στήθια μου. Καημένο Μεσολόγγι!
…………….……………………..
Στα κορφοβούνια του Ζυγού, στα κρούσταλλα, στα χιόνια
και σ’ έρμα ανάμεσα κλαριά, παμπάλαια, αιώνια,
ο Κώστας ζωσμένος κάθεται και κλαίει τ’ άρματά του
κι αναστενάζοντας βαριά σαν νέφιο φορτωμένο,
φωνάζει τη γυναίκα του, φωνάζει τα παιδιά του.
Είναι το μοιρολόγι του πικρό, φαρμακωμένο
και μόνη του παρηγοριά βαθειά τόνε γλυκαίνει
η δόξα του Μεσολογιιού. Ο ’Μερ πασάς μαθαίνει
του κυνηγού την προδοσιά και στην απελπισιά του,
σαν πήρ’ ο Κώστας τα βουνά, του σφάζει τα παιδιά του.
Το ’παν του Κώστα τα βουνά και τ’ άρματα πετάει
και στης Κλεισούρας το μικρό το ’ρημοκκλήσι πάει
και γίνεται καλόγερος, ντύνεται ράσα μαύρα
και της καρδιάς του την πολλή θέλει να σβήσει λαύρα.
…………..……………………
Καλόγερος ο κυνηγός. Κλεισμένα στην κασέλα,
τα τρώει ο σκώρος τα πισλιά, την άσπρη φουστανέλα.
Τ’ άρματα, τα τσαπράζια του τα φλωροκαπνισμένα,
παρατημένα σκούργιασαν στους τοίχους κρεμασμένα.
Κάποτε ρίχνει επάνω τους κάποια κρυφή ματιά του,
σαν θύμηση στα χρόνια του, εκειά τα περασμένα,
θυμάται και τα Γιάννινα τ’ αγαπημένα τότε
και πότε κλαίει τα νιάτα του και την πατρίδα πότε.
………………………………………..
==============================


     Απόσπασμα του ποιήματος αυτού, συμπεριλαμβανόταν στο παλιό αναγνωστικό της Δ΄ δημοτικού, με τίτλο «Χριστούγεννα». Ας το θυμηθούμε όσοι το διδαχθήκαμε:

«Ξημέρωσαν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν.
Κουνιούνται τα καμπαναριά και οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και διάπλατο κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν αγγέλοι
και κάθε ακτίδ’ από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
 μοιάζει αγγελική ματιά, Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τί όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας τόσες χρυσές ακτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή γλυκές, χρυσές ελπίδες!
Κι οι δυο εκείνες χαραυγές, π’ αγγέλοι κατεβαίνουν
μέσα απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι Ανάσταση, ώ, τί μυστήριο χύνουν…»

Πηγές:
«Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Σπ. Τρικούπη.
«Άπαντα», Κώστα Κρυστάλλη.

* Ο Σπυρίδων Τρικούπης στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», τον αναφέρει ως «άγνωστον άνδρα».
** Μπορείτε να «έρθετε» μαζί μας σ’ ένα όμορφο οδοιπορικό στο σπίτι του Κώστα Κρυστάλλη στο Συρράκο Ιωαννίνων, «πατώντας» ΕΔΩ

Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 23.4.2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου