Δευτέρα 20 Απριλίου 2020

Η Ανάσταση του μπάρμπ'-Αναστάση


Η Ανάσταση του μπάρμπ’-Αναστάση
Πασχαλινό διήγημα

Eικόνα: από το παλιό αναγνωστικό της Β΄ δημοτικού

    
Είναι κάπου έξι-εφτά χρόνια τώρα που ο μπάρμπ’-Αναστάσης αρρώστησε κι έμεινε για κάνα δυο βδομάδες στο νοσοκομείο. Από τότε οι δυνάμεις του δεν είναι όπως πριν. Άφησε πολλές από τις καθημερινές δουλειές του, μα εκείνο που του έπεφτε βαρύτερο ήταν ο χειμώνας. Πολύ μεγάλο πλήγμα και η απώλεια της γυναίκας του, που ήλθε λίγους μήνες μετά. Όλη η γειτονιά, όλοι οι συγχωριανοί του του συμπαραστέκονταν και τον βοηθούσαν όσο καλύτερα μπορούσε ο καθένας, μα όταν ο χειμώνας άρχιζε ν’ αγριεύει, αναγκαζόταν να φύγει για να ξεχειμωνιάσει μαζί με το γιό του το Σωτήρη και την οικογένειά του στην πόλη, που εκεί ένοιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια.
     Φυλακισμένος σε κλουβί ένοιωθε ο μπάρμπ’-Αναστάσης στην πόλη. Όσο κι αν ήταν μια λύση ανάγκης που ποτέ δεν την αποδέχθηκε, αναγκάσθηκε να συμβιβαστεί μ’ αυτή. Ήταν και ο γιος του ήσυχος που τον είχε κοντά του. Πόσο, όμως, σφιγγόταν η ψυχή του κάθε φορά που έκλεινε το σπίτι του να φύγει! Πόσες αναμνήσεις, πόσα συναισθήματα, πόσες στιγμές ευχάριστες και δυσάρεστες είχε ζήσει εκεί, από την ημέρα που ήρθε στον κόσμο! Η ανάγκη όμως, βλέπεις, τον έκανε να το «απαρνιέται» για όλο χειμώνα. Τελευταία δουλειά που έκανε με το που αγρίευαν τα κρύα, ήταν να κλειδώσει το σπίτι του, να το σταυρώσει, να κάνει το σταυρό του και ο ίδιος και μ’ έναν κόμπο στο λαιμό και τα μάτια να τρέχουν να ψελλίζει:
     «Να σε βρω καλά την άνοιξη, έτσι όπως σε αφήνω τώρα, σπιτάκι μου! Να κάνεις κι εσύ υπομονή μέχρι τότε, να κάνω κι εγώ!...».
     Μα και πόσο ξαναγεννιόταν κάθε άνοιξη που ξαναγύριζε! Πρώτη του δουλειά ήταν να βάλει το κλειδί στην πόρτα, ν' ακουμπήσει τα πράγματά του, να ρίξει μια ματιά στο σπίτι του να δει αν είναι όμως το άφησε και να του πει δυο γρήγορες κουβέντες, για το «καλώς σε βρήκα». Αμέσως μετά θα πήγαινε να περιποιηθεί τον τάφο της γυναίκας του, να της αφήσει δυο αγριολούλουδα και να της ανάψει το καντήλι.  Μίλαγε για κάμποση ώρα μαζί της, με το γλυκό παράπονο πάντα που έφυγε πρώτη και τον άφησε πίσω.
     Η ίδια εικόνα, τα ίδια συναισθήματα, όπως κάθε χρόνο και προς το τέλος του Νοέμβρη του 2019, λίγο πριν μπουν στο αυτοκίνητο με το Σωτήρη. Βλέποντας και νοιώθοντας κι εκείνος τα συναισθήματα του πατέρα του, προσπάθησε να του πει δυο κουβέντες, να σκορπίσει το μυαλό του και να ξαλαφρώσει η ψυχή του, αγκαλιάζοντάς τον στους ώμους. Όσο όμως κι αν ήθελε ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμα του παιδιού του, κούνησε το κεφάλι σαν αν ήθελε να πει:
     «Κάθε χρόνο γίνομαι γεροντότερος… Ποιος ξέρει πώς θα μας βρει η άνοιξη που θα ’ρθεί…», λες και είχε κάποιο κακό προαίσθημα.
     Με τα τρία εγγόνια του ήταν πολύ φιλικός. Πάντα τους έλεγε παραμύθια, τους τραγουδούσε και ποτέ δεν αρνιόταν να παίξει μαζί τους, γι’ αυτό κι εκείνα τον λάτρευαν. Μα ούτε και στη νύφη του μπορούσε να βρει ψεγάδι να την κατηγορήσει. Και η ίδια όχι μόνο τον έλεγε, αλλά και τον ένοιωθε πατέρα.
     Για το Πάσχα του 2020 που ερχόταν, είχε μεγάλα όνειρα. Εκτός που θα το γιόρταζε και με τους λίγους παιδικούς του φίλους που ήταν ακόμα στη ζωή, θα γιόρταζε και τα ογδοηκοστά του γενέθλια. Ήταν μεγάλη και η επιθυμία του να ψάλλει στο χωριό του τα Άγια Πάθη και να κάνει την εκκλησία να σειστεί από το «Χριστός Ανέστη», αφού από έφηβος ήταν δεξιός ψάλτης. Ήξερε πόσο όλοι περίμεναν να τον ακούσουν και να ευχαριστηθεί η ψυχή τους, όπως πάντα του έλεγαν.
     Αν και δεν έχανε ποτέ την ευκαιρία να ψέλνει και στην εκκλησία της ενορίας τους στην πόλη, που κι εκεί όλοι του έδειχναν το σεβασμό τους, στο χωριό του ένοιωθε πολύ διαφορετικά. Εκεί τα συναισθήματα στην ανανεωμένη φύση, έδεναν με τα συναισθήματα της χαρμολύπης των ημερών και μαζί με αυτά των αναμνήσεων, έκαναν τη φωνή του επουράνια!
     Ο Μάρτης, όμως, του 2020 έπεσε βαρύς. Ο περιορισμός των μετακινήσεων, οι κλειστές εκκλησίες και η απαγόρευση της κυκλοφορίας που έφερε η πανδημία, ήταν μεγάλο χτύπημα για το μπάρμπ’-Αναστάση. Όσο σκεφτόταν ότι θα στερηθεί την άνοιξη, τους παιδικούς του φίλους, τη Μεγάλη Εβδομάδα και την Ανάσταση στο χωριό του, με το γιο του, τη νύφη του και τα εγγόνια του, το μυαλό του σταματούσε. Τα βράδια έμενε άυπνος από τη στενοχώρια, που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει από τα αγαπημένα του πρόσωπα. Κι όσο το Πάσχα πλησίαζε, τα συναισθήματα γινόταν όλο και πιο βαριά. Μα δυο μέρες πριν του Λαζάρου του ήλθε μια αναλαμπή πριν το ξημέρωμα και του άλλαξε τελείως τη διάθεση. Δεν χρειάστηκε να το δουλέψει πολύ στο μυαλό του και πριν σηκωθεί από το κρεβάτι είχε πάρει τις αποφάσεις του, καταστρώνοντας με το μυαλό του το πρόγραμμά του.
     Τις επόμενες μέρες και χωρίς κανείς άλλος να ξέρει τίποτα, πήγε στο μπακάλικο της γειτονιάς του και πήρε έξι λαμπάδες για την Ανάσταση, μία για τον καθένα τους. Ο μπακάλης που τον ήξερε, κάπως παραξενεύτηκε και τον ρώτησε αν θα πάνε στο χωριό. «Όχι, βέβαια» του απάντησε και τον παρακάλεσε να μην πει τίποτα στα παιδιά του. Τις πήγε στο σπίτι όταν όλοι έλειπαν και τις φύλαξε, ξέροντας μόνο ο ίδιος πού είναι.
     Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα δεν έχασε καμία ακολουθία. Είτε από το ραδιόφωνο, είτε από την τηλεόραση, μάζευε γύρω του όσους ήταν στο σπίτι και παρακολουθούσαν μαζί. Σχεδόν πάντα συνόδευε χαμηλόφωνα τους ψάλτες, κρατώντας το «βιβλιαράκι» του, την ιερά σύνοψη, και τα συναισθήματα των Παθών τους άγγιζαν όλους. Άλλοτε ο γιος του κι άλλοτε η νύφη του άναβαν το καντήλι στο εικόνισμα του σπιτιού και θυμιάτιζαν τις ώρες των ακολουθιών, δημιουργώντας έτσι εντονότερα συναισθήματα κατάνυξης.
     Τη Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι ο μπάρμπ’-Αναστάσης ανακοίνωσε χαρούμενος στο γιο του και την οικογένειά του τί ετοίμαζε:
     «Λοιπόν, παιδιά μου, αύριο βράδυ θα κάνουμε Ανάσταση όλοι μαζί, όπως κάθε χρόνο!».
     «Πώς, πατέρα, αφού οι εκκλησίες είναι κλειστές;», τον ρώτησε απορημένος ο γιος του.
     «Θα φορέσουμε τα καλά μας και στις δώδεκα τα μεσάνυχτα θα βγούμε στην αυλή με τις λαμπάδες μας αναμμένες από το καντήλι κι εκεί θα ψάλλουμε το «Χριστός Ανέστη!».
     Άρεσε σε όλους η ιδέα του και ο Σωτήρης προθυμοποιήθηκε να πάει να πάρει λαμπάδες.
     «Δεν χρειάζεται! Έχω φροντίσει εγώ γι’ αυτό, όπως κάθε χρόνο. Εφέτος θα σας άφηνα έτσι;», τους είπε κι αμέσως έβγαλε τις λαμπάδες από το σημείο που τις είχε «κρυμμένες»!
     Κόντευαν μεσάνυχτα, η ώρα για την Ανάσταση, και ο μπάρμπ’-Αναστάσης ήταν έτοιμος κιόλας με το κοστούμι του και τη γραβάτα του.
     «Γιατί τόσο επίσημα, πατέρα; Αφού μόνοι μας θα είμαστε;».
     «Τί λες, γιέ μου; Στην Ανάσταση θα πάμε!», είπε με στόμφο.
     Ντύθηκαν όλοι όπως το απαιτούσε η στιγμή και λίγο πριν τα μεσάνυχτα χτύπησε η πόρτα του σπιτιού τους. Ήταν ο γείτονάς τους ο Ανδρέας, ψάλτης και αυτός στην ενορία τους, που κράταγε στα χέρια του μια αναμμένη λαμπάδα!
     «Καλησπέρα! Καλή Ανάσταση! Χρόνια πολλά! Έχω Άγιο Φως από την εκκλησία! Θέλετε να σας δώσω;».
      Ποιος θα μπορούσε ν’ αρνηθεί ένα τέτοιο ευλογημένο δώρο εκείνη τη στιγμή! Σε λίγο βγήκαν στην αυλή τους, με τις λαμπάδες τους αναμμένες. Μα τι ευχάριστη έκπληξη ήταν αυτή! Όλα τα σπίτια φωταγωγημένα, όλη η γειτονιά στις αυλές και στα μπαλκόνια, χαρούμενοι, λαμπροφορεμάνοι, με τα πρόσωπά τους γελαστά και φωτισμένα από το φως των λαμπάδων!
     Στις δώδεκα ακριβώς, ο μπάρμπ’-Αναστάσης «έβαλε» την καλύτερη φωνή του, σήκωσε ψηλά τη λαμπάδα του με το αριστερό του χέρι, με το δεξί έκανε το σταυρό του κι άρχισε να ψέλνει πολύ δυνατά: «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω, θάνατον πατήσας…»! Τα βλέμματα όλων από τη γειτονιά γύρισαν επάνω του και παρασυρμένοι από τη μελωδική φωνή του, συνόδευαν στο αναστάσιμο τροπάριο!
     Τί μοναδική στιγμή ήταν αυτή! Όλη η γειτονιά ένα τεράστιο ψαλτήρι, ένα εκκλησίασμα γεμάτο μελωδία και κατάνυξη! Το έψαλλαν και δεύτερη και τρίτη φορά, συντονισμένοι με το μπάρμπ’-Αναστάση! Αμέσως μετά εκείνος ευχήθηκε σε όλους:
     «Χριστός Ανέστη, παιδιά μου! Και του χρόνου στις εκκλησιές μας!!!».
     «Αληθώς Ανέστη», απάντησαν όλοι μαζί και δυνατά! Αμέσως μετά ευχήθηκε στα παιδιά του και στα εγγόνια του!
     «Μπορεί να στερηθήκαμε φέτος την εκκλησία, δεν στερηθήκαμε καθόλου το Χριστό μας, παιδιά μου! Δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι θα κάνουμε τόσο όμορφη Ανάσταση και μάλιστα μακριά από το χωριό μας και έξω από τις Εκκλησίες μας!».
     Η ομοβροντία των φαντασμαγορικών βεγγαλικών που έκανε ημέρα τον ουρανό της πόλης τους, συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Ο Σωτήρης έλεγε πως ποτέ άλλοτε Πάσχα δεν παρατηρήθηκε τόσο πολύ κάτι τέτοιο. 
     Η ζεστή μαγειρίτσα από τα πολυπαινεμένα χέρια της νύφης του λίγο μετά, σφράγισε εκείνη την ξεχωριστή Ανάσταση, που θα μείνει αξέχαστη σε όλους, με ανάμεικτα συναισθήματα.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 21.4.2020
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου