Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Αυτοσχέδιο καροτσίνι: Το πρώτο μας… τροχοφόρο!


     Φαίνεται ότι είναι κανόνας, όσο μεγαλώνουμε τόσο να πισωγυρίζουμε και να νοσταλγούμε τα παιδικά μας χρόνια. Και στα παιδικά χρόνια κυριαρχεί πάντα το παιχνίδι. Παιχνίδι ομαδικό τότε, που απαιτούσε συνδυασμό πρωτοβουλίας, ευστροφίας, έξυπνων ελιγμών, εφευρετικότητας, δημιουργίας, αυτοσχεδιασμού και αποδοχή κανόνων συμμετοχής. Αλλά και παιχνίδι αυτοσχέδιο, αντιγράφοντας διάφορα μηχανήματα ή εργαλεία, που με τη φαντασία μας ζούσαμε την πραγματικότητα, όπως, π.χ., ανεβαίνοντας πάνω σ’ ένα ξύλο φανταζόμαστε ότι «κάναμε ποδήλατο»! Τα απομακρυσμένα χωριά μας και οι οικονομικές δυσχέρειες των οικογενειών μας, δεν μας επέτρεπαν και πολλά περισσότερα.
     Το πιο γνώριμο «τροχοφόρο» ήταν το καρότσι οικοδομής, γνωστό στον τόπο μας και ως «καροτσίνι». Το είχαν λίγοι και ειδικότερα οι εργάτες οικοδομής και ήταν το μόνο που μπορούσαμε εύκολα ν’ «αντιγράψουμε». Η φύση μας παρείχε όλα σχεδόν τα υλικά, αφού η κατασκευή τους απαιτούσε μόνο ξύλο. Λίγες πρόκες που χρειάζονταν για το κάρφωμα, πάντα βρίσκονταν στα σπίτι μας, αλλά και όσες φορές τις ζητούσαμε από γείτονες μας τις παρείχαν με προθυμία.
     Τα απαραίτητα υλικά για την κατασκευή του ήταν τα ίσια ξύλα, κατάλληλα κομμένα, οι πρόκες και δύο ή περισσότερες σανίδες για το χώρο «φόρτωσης». Εκτός από τις μικρότερες πρόκες για το κάρφωμα-«δέσιμο» του «τροχοφόρου», απαραίτητη ήταν και μια «πατερόπροκα» (ή «γαϊδουρόπροκα»), μήκους περίπου 25 εκατοστών. (Πάτερο: το πιο μεγάλο και χοντρό ξύλο της σκεπής του σπιτιού). Αυτή γινόταν ο «άξονας» στήριξης και περιστροφής της «ρόδας», που δεν ήταν κάτι περισσότερο από μια «φέτα» κορμού δέντρου, προσεκτικά κομμένη.
     Τα δυο εργαλεία, απαραίτητα κι αυτά για την κατασκευή του, ήταν και εργαλεία κάθε σπιτιού: Πριόνι για την κοπή των ξύλων και σφυρί ή σκεπάρνι για το κάρφωμα. Εκείνο που δεν είχαμε όλοι και συχνά δανειζόμαστε, ήταν το «αρίδι» (τρυπάνι), χειροκίνητο τότε. Αυτό έκανε τη διάνοιξη μιας τρύπας 5-6 χιλιοστών, ακριβώς στο κέντρο της «ρόδας», για την άνετη περιστροφή της και την κύλιση στο έδαφος.
     Όπως και το καρότσι οικοδομής, το καροτσίνι μας απαιτούσε καλό χειρισμό από τον «οδηγό» και μυϊκή δύναμη, όταν ήταν φορτωμένο, που και για τα δύο αυτά θέλαμε πάντα να καυχιόμαστε. Το «φορτίο» του αποτελούσαν φίλοι μας, που τους «κάναμε βόλτα»! Αν και αγορίστικη εφεύρεση, κατασκευή και παιχνίδι, όχι σπάνια έπαιρναν μέρος ως «φορτίο» και κορίτσια. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που θέλαμε να συμμετέχουμε σε δουλειές του σπιτιού με αυτό, μεταφέροντας διάφορα αντικείμενα, συνδυάζοντας δραστηριότητα και παιχνίδι. Φυσικά, και ο άτυπος πάντα διαγωνισμός, για το ποιος είχε φτιάξει το καλύτερο! Δεν έλειπαν και οι λίγοι «πιο προχωρημένοι», που το κατασκεύαζαν από ένα ξύλινο κιβώτιο με τέσσερις «ρόδες».
     Πέραν του πισωγυρίσματος στις παιδικές αναμνήσεις, η παρούσα ανάρτηση έχει σκοπό ν’ αναδείξει και την παιδική ευρηματικότητα της εποχής, και ειδικά των φτωχών και ορεινών περιοχών, αφού πάντα παρόμοιες κατασκευές και παιχνίδια διευρύνουν τους ορίζοντες της γνώσης, καταδεικνύοντας ανησυχίες και φιλοδοξίες.
--------------------------------------
Σημείωση: Η εικόνα της ανάρτησης είναι αυτοσχέδια μικρογραφία «καροστινιού», μήκους 20 εκατοστών.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 8.4.2022

Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

Ο Ακάθιστος Ύμνος: Σύντομη αναφορά στην ιστορία και την παράδοση

Μαρμάρινη επιγραφή του Ακάθιστου Ύμνου
εντός του Ναού της Παναγίας των Βλαχερνών (Κωνσταντινούπολη)
Φωτογραφία: Από το προσωπικό μου αρχείο

Ιστορικά στοιχεία

     Το 626 μ.Χ. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ηράκλειος είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, οι οποίοι είχαν καταλάβει τα Ιεροσόλυμα και πήραν ως λάφυρο τον Τίμιο Σταυρό. Γνωρίζοντας οι μόνιμοι εχθροί του Βυζαντίου Άβαροι την απουσία του αυτοκράτορα και στρατού, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών, απορρίπτοντας κάθε πρόταση εκεχειρίας. Σε συνεργασία με τους Πέρσες, ετοιμάζονταν για την τελική και καθοριστική γι’ αυτούς επίθεση, στις 7 και 8 Αυγούστου.  Τότε  ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας των Βλαχερνών στα χέρια, εμψυχώνοντας το λαό να υπερασπιστεί την Πόλη. Λέγεται δε, ότι ο ίδιος ο βασιλιάς των Αβάρων Χαγάνος, ομολογούσε ότι έβλεπε μια γυναίκα ματροφόρα να τρέχει πάνω στα τείχη μόνη της!  Τη νύχτα εκείνη συνέβη και κάτι αλλο φοβερό: Ένα πολύ δυνατός ανεμοστρόβιλος προκάλεσε τέτοια τρικυμία στον Κεράτιο Κόλπο, που κατέστρεψε τον εχθρικό στόλο. Παράλληλα, η αντεπίθεση των αμυνομένων προξένησε μεγάλες απώλειες κατά των Αβάρων και των Περσών, οι οποίοι ετράπησαν ατάκτως σε φυγή, θεωρώντας την καταστροφή του στόλου και την ήττα τους παρέμβαση κάποιας μεγάλης υπερφυσικής δύναμης.
     Η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη μέχρι τότε απειλή της ιστορίας της και ο λαός της απέδωσε το γεγονός σε θαύμα της Παναγίας. Θέλοντας, να ευχαριστήσουν και να δοξάσουν την «Υπέρμαχο Στρατηγό» για τη σωτηρία τους και τη σωτηρία της Πόλης τους, συγκεντρώθηκαν στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Σύμφωνα με την παράδοση, έμειναν όρθιοι όλη τη νύχτα και προεξάρχοντος του Πατριάρχη Σεργίου έψαλλαν ύμνους. Λόγω της ολονύκτιας ορθοστασίας τους, η ακολουθία ονομάστηκε «Ακάθιστος Ύμνος»
    Ο Ακάθιστος Ύμνος, ή και «Χαιρετισμοί στην Παναγία»-λαμβάνοντας την ονομασία από τα επαναλαμβανόμενα «χαίρε», είναι ποίημα, από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ορθόδοξης υμνολογίας, αποτελούμενο από 24 στροφές, όσα και τα γράμματα της αλφαβήτου και με πολλή αρμονία στο στίχο. Η πρώτη στροφή αρχίζει από Α, η δεύτερη από Β, η τρίτη από Γ κλπ, ως το Ω. Οι με περιττό αριθμό στροφές (Α,Γ,Ζ κλπ) είναι πιο εκτενείς και αποτελούνται από δεκαοκτώ στίχους. Οι πέντε πρώτοι από αυτούς περιλαμβάνουν διήγηση, οι δώδεκα επόμενοι αποτελούν τους χαιρετισμούς προς την Θεοτόκο και ο δέκατος όγδοος είναι το «Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε». Σε όλους δε τους στίχους, το «χαίρε» ακούγεται συνολικά 144 φορές, δανεισμένο από τον χαιρετισμό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ στην Παναγία, σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Λουκά. Οι με άρτιο αριθμό στροφές  (Β-Δ-Ζ κλπ) αποτελούνται μόνο από πέντε στίχους διήγησης  και καταλήγουν στο «Αλληλούια». Από αυτές τις στροφές οι περισσότερες αναφέρονται στο Χριστό (Θ,Κ,Μ,Ξ,Π,Σ,Υ,Χ) και μερικοί στη Θεοτόκο (Β-Δ-Ζ-Ω).
     Κι ακόμη, οι πρώτες δώδεκα στροφές (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Αυτές εξιστορούν τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Στις  Α,Β,Γ και Δ αναφέρεται ο Ευαγγελισμός, στην Ε η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ, στην Ζ οι αμφιβολίες του Ιωσήφ, στην Η το προσκύνημα των ποιμένων, στις  Θ,Ι και Κ το προσκύνημα των Μάγων, στην Μ η Υπαπαντή και στην Λ η φυγή στην Αίγυπτο. Οι τελευταίες δώδεκα στροφές (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει βαθειές δογματικές προεκτάσεις της ενανθρώπισης του Κυρίου για τη σωτηρία των ανθρώπων.
     Είναι προφανές ότι δεν θα ήταν δυνατόν να γραφεί όλο αυτό το αριστούργημα μέσα σε λίγες ώρες, και οι απόψεις που επικρατούν είναι αρκετές. Μία εξ αυτών υποστηρίζει ότι ο ύμνος ή ένα μέρος του είχε συντεθεί νωρίτερα. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως πολιορκίες και σωτηρία της Πόλης επί άλλων αυτοκρατόρων, χωρίς να αποκλείεται να έχει αλλοιωθεί και η ιστορική πραγματικότητα από την παράδοση. Κάποιοι ερευνητές πιθανολογούν ένα μέρος του περιεχομένου του ύμνου να προϋπήρχε κατά τον κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού, η οποία προηγήθηκε των γεγονότων του 626 μ.Χ. Η παράδοση θέλει να έχει γραφεί από τον «Πίνδαρο της Εκκλησιαστικής ποίησης», τον Ρωμανό το Μελωδό, ο οποίος, όπως, προϋπήρξε (500-560 μ.Χ., περίπου). Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ο Ακάθιστος Ύμνος συμπληρώθηκε και μετά την επίθεση Αβάρων και Περσών στην Κωνσταντινούπολη και, πιθανότατα, ο συνθέτης δεν είναι μόνο ένας. 
     Εκκλησιαστικά ο Ακάθιστος Ύμνος έχει συνδεθεί με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Σε όλη αυτή την περίοδο της πένθιμου χαρακτήρα νηστείας, υπάρχει μόνο η χαρμόσυνη μεγάλη Θεομητορική γιορτή του Ευαγγελισμού και είναι η μόνη που στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Την έλλειψη αυτή καλύπτουν οι Χαιρετισμοί στην Θεοτόκο, τμηματικά κάθε Παρασκευή κατά τα απόδειπνα σε τέσσερις στάσεις, Α-Ζ, Η-Μ, Ν-Σ, Τ-Ω και όλη η ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου (Α-Ω) την πέμπτη Παρασκευή της Μ. Τεσσαρακοστής. Ακολουθεί η «βουβή» ή «κουφή» εβδομάδα, αφού την έκτη Παρασκευή δεν ψάλλονται χαιρετισμοί, ξημερώνει το Σάββατο του Λαζάρου και μπαίνουμε στην «τελική ευθεία» για το Πάσχα.

    Το πλέον γνωστό σε όλους μας τροπάριο του Ακάθιστου Ύμνου, είναι και το "κεντρικότερο" της ακολουθίας, που όταν ψάλλεται πάντα σηκωνόμαστε όρθιοι:

Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια,
ως λυτρωθείσα των δεινών ευχαριστήρια,
αναγράφω σοι η Πόλις Σου, Θεοτόκε.
Αλλ’ ως έχουσα το κράτος απροσμάχητον,
εκ παντοίων με κινδύνων ελευθέρωσον.
                                         Ίνα κράζω Σοι, Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε.   

 
Η Μονή της Παναγίας των Βλαχερνών
 
     Η Παναγία των Βλαχερνών ήταν Βυζαντινό μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης με πολλά παρεκκλήσια, κι ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Παναγίας. Βρισκόταν στη συνοικία των Βλαχερνών, επί των ακτών του Κεράτιου κόλπου. Αν και θεωρείται ότι ανεγέρθη  από την αυτοκράτειρα Πουλχερία και το σύζυγό της Μαρκιανό, 450-453 μ.Χ., πιθανότερη θεωρείται η ανέγερσή του  από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο τον Α', περί το 520. Από τα σημαντικότερα κειμήλιά της ήταν η εσθήτα και το ωμοφόριο της Θεοτόκου.  

Η είσοδος του ναού της Παναγίας των Βλαχερνών (επάνω)
και το εσωτερικό (κάτω), όπως είναι σήμερα


     Στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, ο ναός ήταν ιδιαίτερα σημαντικός, αφού σε κοντινή απόσταση βρισκόταν το ανάκτορο των Βλαχερνών και εκεί εκκλησιάζονταν ο βασιλιάς και οι αυλικοί. Πολύ κοντά στον ιερό και ιστορικό αυτό χώρο στρατοπέδευσαν ως πολιορκητές οι Άβαροι, οι Βούλγαροι και οι Σταυροφόροι της Δ΄ Σταυροφορίας.  
     Είχε υποστεί ζημιές από πολλές πυρκαγιές, αλλά αυτή του 1434 μ.Χ. ήταν η πλέον καταστροφική. Λίγο μετά την άλωση τα πάντα ερημώθηκαν κι έμεινε μόνο το σημείο απ’ όπου έβγαινε αγίασμα. Η περιοχή περιήλθε στους Οθωμανούς μέχρι το 1867, οπότε αγοράστηκε από συντεχνία ορθοδόξων Ελλήνων γουναράδων, οι οποίοι έχτισαν πάνω από το αγίασμα νέο ναΐσκο. Με την πάροδο του χρόνου και τις φροντίδες του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, προστέθηκαν κι άλλες κτιριακές εγκαταστάσεις και απέκτησε την όψη που έχει σήμερα.
 
Ο Κεράτιος Κόλπος
 
     Ο Κεράτιος Κόλπος είναι μια στενή-επιμήκης λωρίδα θαλάσσης που εκτείνεται βόρεια-βορειοδυτικά του Βοσπόρου και χωρίζει την παλαιά πόλη της Κωνσταντινούπολης από την περιοχή του Πέραν Γαλατά. Οι δύο αυτές πλευρές της Πόλης ενώνονται με δύο γέφυρες κτισμένες πάνω από τον κόλπο. Την ονομασία «Κεράτιος κόλπος», Αγγλικά Golden Horn, από την Ελληνική μετάφραση του ονόματος «Χρυσόν Κέρας», που έδωσαν οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής, οι οποίοι παρομοίαζαν το σχήμα του με κέρατο ελαφιού.

Ο Κεράτιος Κόλπος στο χάρτη

     Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης θεώρησαν το πρωτοφανές και ανεξήγητο γεγονός της καταστροφής του στόλου των Αβάρων και των Περσών από τρικυμία ως παρέμβαση της Παναγίας, αφού δεν μπορούσε να αποδοθεί σε λογική εξήγηση: Το μήκος του Κεράτιου Κόλπου είναι επτά χιλιόμετρα, περίπου, και το μεγαλύτερο πλάτος του αρκετά λιγότερο από χίλα μέτρα, κάτι που καθόλου δεν ευνοεί την πρόκληση μεγάλης και καταστροφικής τρικυμίας. Να σημειωθεί δε, ότι η μεγάλη αλυσίδα που έκλεινε τον κόλπο σε εχθρικά πλοία, κατασκευάστηκε αργότερα επί αυτοκρατορίας του Λέοντος του Γ΄ του Ισαύρου (717-741).
     Τελειώνοντας τη σύντομη αυτή αναδρομή ιστορίας και παράδοσης του Ακάθιστου Ύμνου, να σημειώσουμε ότι και στην Ελλάδα πολλές εκκλησίες έχουν το όνομα Παναγία των Βλαχερνών ή Παναγία η Βλαχέρνα, μεταξύ των οποίων και το γραφικό εκκλησάκι στο Ποντικονήσι της Κέρκυρας.
------------------------------------------------------
Πηγές:
-  Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
-  Ορθόδοξος Συναξαριστής
-  Διαδίκτυο
Εικόνες: Διαδίκτυο και προσωπικό αρχείο
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.4.2022

Τετάρτη 6 Απριλίου 2022

Η εξέλιξη της μπουγάδας, από την ξύλινη σκάφη ως το πλυντήριο



     Η ευκολία με την οποία σήμερα πλένονται τα ρούχα, δεν θα μπορούσε να περάσει ούτε ως «σενάριο επιστημονικής φαντασίας» από το μυαλό της νοικοκυράς πριν λίγες δεκαετίες. Η τεχνολογική επανάσταση παραμέρισε άρδην την παράδοση, αλλά ανακούφισε τα χέρια που κάποιες φορές μάτωναν μέχρι να φύγει ο λεκές με το τρίψιμο, ξεκούρασε τα πόδια που πονούσαν από τις πολύωρες ορθοστασίες μέχρι να τελειώσει το πλύσιμο και έδιωξε τον πόνο από τις πλάτες και τη μέση. Όμως, χάθηκε αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε και «μαγεία», γιατί η μπουγάδα ήταν ένα είδος κοινωνικής συναναστροφής και συνεύρεσης. Κι αν σκεφθεί κανείς ότι η καθαριότητα φέρνει ευχάριστα συναισθήματα και αναδεικνύει την αξιοσύνη της νοικοκυράς, συνδύαζε χαρά, ψυχαγωγία, εκδρομή και γιορτή.
     Ένα πλήρες μεροκάματο, από το πρωί ως το νύχτωμα, σπάνια ήταν αρκετό για να πλυθούν όλα τα ρούχα. Κάποιες φορές χρειαζόταν και δεύτερο, ίσως και τρίτο, ειδικά στην αρχή της άνοιξης, που μαζεύονταν και τα χοντρά στρωσίδια, τα σκεπάσματα του χειμώνα, οι βαρειές κάπες και τα άλλα μάλλινα.
     Τυχερές οι γυναίκες που το χωριό τους είχε ποτάμι. Καθεμιά είχε μαζέψει τα άπλυτα μιας και δυο εβδομάδων, ίσως και περισσότερων, τα φόρτωνε στα ζώα μαζί με όλα τα άλλα απαραίτητα και κατέβαινε στην ακροποταμιά, που εκεί αντάμωνε με άλλες του μαχαλά και του χωριού, όπως είχαν προσυνεννοηθεί. Μαζί τους και τα κορίτσια, μικρότερα και μεγαλύτερα, για να βοηθήσουν και να διδαχθούν. Φυσικά, και το ταγάρι τους με το κολατσιό τους και το μεσημεριανό τους, που συνήθως ήταν ψωμί και τυρί, κάνα κρεμμύδι και κάνα δυο ντομάτες στην εποχή τους. Πριν το ξεκίνημα έκαναν το σταυρό τους, όπως και σε κάθε καθημερινό τους ξεκίνημα για δουλειές, μέσα ή έξω από το σπίτι.
     Για τα χωριά δεν είχαν ποτάμι, και αυτά είναι τα περισσότερα, η μπουγάδα δεν ήταν τόσο εύκολη. Αναγκαστικά κατέφευγαν στις μεγαλύτερες βρύσες και πηγές, αν και τους καλοκαιρινούς μήνες κι εκεί το νερό δεν ήταν αρκετό και δυσκόλευε το πλύσιμο και πιο πολύ το ξέβγαλμα.
     Απαραίτητα για την παραδοσιακή μπουγάδα ήταν το μπουγαδοκόφινο, η σκάφη, ο κόπανος (ή το κόπανο), τα ξύλα για τη φωτιά, η στάχτη για την αλισίβα, τα ανάλογα παπούτσια για να μην μουσκεύουν τα πόδια πατώντας στο ποτάμι-συνήθως γαλότσες, το πράσινο σαπούνι και το κακάβι που συνήθως έπαιρναν οι ίδιες στον ώμο λόγω της δυσκολίας φόρτωσης στα ζώα, εξ αιτίας του όγκου του και του σχήματός του.

Μπουγαδοκόφινο

Ο κόπανος
Κακάβι

     Πρώτη τους δουλειά φτάνοντας στο ποτάμι ήταν να ξεφορτώσουν τα ζώα, να τα δέσουν σε κάποιο δέντρο και με τη δυνατότητα να μπορούν να βοσκήσουν. Αμέσως μετά μάζευαν ξύλα και άναβαν φωτιά, για το απαραίτητο ζέσταμα του νερού στο κακάβι, καλά στηριγμένο πάνω σε πέτρες. Μόλις το νερό ήταν έτοιμο, άρχιζε το σαπούνισμα στη σκάφη.
     Σημαντική βοήθεια στο τρίψιμο των ρούχων έδινε η πλύστρα, μια αυλακωτή σανίδα, που την τοποθετούσαν στη μία από τις δύο στενές πλευρές της σκάφης. Με την πάροδο του χρόνου, την ξύλινη σκάφη αντικατέστησε η μεταλλική και τη μεταλλική η πλαστική, που αρκετές φορές στην τελευταία η πλύστρα αποτελούσε τη μία πλευρά της. Υπήρξαν και οι σταθερές τσιμεντένιες σκάφες στα πλυσταριά των σπιτιών των πόλεων, με μωσαϊκό στο εσωτερικό τους και με ενσωματωμένες πλύστρες.

Πλύστρα

Μεταλλική σκάφη


Πλαστική σκάφη με πλύστρα

Τσιμεντένια σκάφη με πλύστρα


Υπαίθρια πλυσταριά μιας οργανωμένης κοινωνίας, άλλης εποχής

 

    Στη μεγάλη δυσκολία της πλύσης των χοντρών ρούχων, όπως μάλλινα πανωφόρια και στρωσίδια, έδινε λύση ο κόπανος, αφού με το που τα έβαζαν στο νερό γίνονταν ασήκωτα. Μετά το καλό μούσκεμα μέσα στο κακάβι με ζεστό-καυτό νερό και σαπουνάδα, το δυνατό χτύπημα πολλές φορές πάνω σε μια μεγάλη και επίπεδη πέτρα τα καθάριζε καλά. Μονότονο αλλά και ρυθμικό το χτύπημα «γκαπ -γκουπ»  του κόπανου κάτω από τα βαθύσκιωτα πλατάνια, «ισοκρατούσε», θαρρείς, μαζί με το κελάρυσμα του νερού και γινόταν ρυθμός στην κουβέντα τους, στα καλοπροαίρετα πειράγματα μεταξύ τους, στο τραγούδι τους ή στα κελαηδήματα των πουλιών πάνω στα δέντρα! Ιδανικότερη, βεβαίως, και χωρίς κόπο η λύση πλυσίματος των χοντρών ρούχων στη νεροτριβή, την οποία όμως είχαν λίγα χωριά.
     Ο κόπανος ή το κόπανο, ήταν ένα σχετικά βαρύ ξύλο σε σχήμα «φτυαριού», κατασκευασμένο ειδικά για το σκοπό αυτό. Το χτύπημα αντικαταστούμε στο τρίψιμο, με πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα.   
     Πρωταγωνιστική θέση στο πλύσιμο είχε και το μπουγαδοκόφινο με την αλισίβα, ειδικά στην λεύκανση των ασπρόρουχων. Για την παρασκευή, τις χρήσεις και τα αποτελέσματα της αλισίβας μπορείτε να δείτε/διαβάσετε σε άλλο θέμα του ιστολογίου μου, ΕΔΩ.
     Το πρώτο άπλωμα-στέγνωμα των πλυμένων γινόταν σε δέντρα-θάμνους και σε φράχτες. Προς το βράδυ τα μάζευαν και τα φόρτωναν μισοστεγνωμένα στα ζώα, για την επιστροφή στο σπίτι, όπου εκεί τα ξαναάπλωναν μέχρι που στέγνωναν καλά.        
     Την όλη διαδικασία της καθαριότητας και της αρχοντιάς σφράγιζε το σιδέρωμα με το παραδοσιακό σίδερο με κάρβουνα, για το οποίο μπορείτε να δείτε/διαβάστε σε άρθρο μου στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWSΕΔΩ.
     Αν και στοιχεία αναφέρουν ότι το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στην κατηγορία πλυσίματος και στυψίματος ρούχων δόθηκε το 1961 στην Αγγλία, ένα σχέδιο πλυντηρίου είχε εμφανιστεί το 1752 σε Αγγλική δημοσίευση, το οποίο κατοχύρωσαν οι ΗΠΑ. Λίγο αργότερα  (1797) καταστράφηκε από πυρκαγιά το γραφείο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, χωρίς να διασωθεί καμία περιγραφή του σχεδίου/συσκευής εκείνης κι έτσι δεν είναι γνωστό αν και πώς λειτούργησε η πρώτη αυτή κατασκευή, ή αν ήταν μόνο σχέδιο. Μετά την Αγγλική ευρεσιτεχνία το 1961, η παγκόσμια αγορά κατακλύσθηκε με γοργούς ρυθμούς και το προϊόν βελτιώθηκε και βελτιώνεται σημαντικά συνεχώς, φτάνοντας σήμερα στην ηλεκτρονική και ρομποτική λειτουργία στο υπ’ αριθμόν «ένα» δεξί χέρι της νοικοκυράς. Ίσως να μην είναι μακριά η εποχή που θα μπαίνουν τα ρούχα άπλυτα στο πλυντήριο και θα βγαίνουν σιδερωμένα!
---------------------------------------------
 
Πηγές-φωτογραφίες: Διαδίκτυο-προσωπικό αρχείο.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.4.2022