Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021

Έθιμα, γιορτές, λαογραφικά και συνήθειες του Μάρτη

     Γεμάτος έθιμα και συνήθειες ο τρίτος μήνας του χρόνου και σίγουρα όχι τυχαία, αφού είναι ο πρώτος της άνοιξης, αλλά και οι γιορτές που έχει δεν είναι λίγες. Αν και η όμορφη εποχή της νιότης και της αισιοδοξίας αρχίζει επίσημα στις 21, ημέρα της εαρινής ισημερίας, ο λαός μας τη γιορτάζει από την πρώτη κιόλας μέρα του με διάφορες εκδηλώσεις, αλλάζοντας έτσι τη διάθεση των ανθρώπων από τη βαρυχειμωνιά που σιγά-σιγά αφήνουμε πίσω.
     Μάρτιος, λοιπόν, ή Μάρτης  στη «καθημερινή γλώσσα» και η αστάθεια του καιρού είναι συνεχές φαινόμενο και όχι μόνο μια φορά την ημέρα, γι’ αυτό και η λαϊκή σοφία τον «στολίζει» με διάφορα «κοσμητικά επίθετα», όπως «γδάρτης», «παλουκοκαύτης», «πεντάγνωμος», «κλαψομάρτης». 
      «Ο Μάρτης είναι “σκληρός” μήνας και όπως και να ’χει, θα τα βγάλει “γδαρτικά” του», μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι. Και τη «σκληράδα» του την έχει δείξει από τότε που «σακάτεψε» στο ξύλο τον προκάτοχό του, το Φλεβάρη, που του ήπιε το κρασί. Σύμφωνα μ’ έναν πολύ γνωστό λαϊκό μύθο, κάποτε οι δώδεκα μήνες είχαν ένα μεγάλο αμπέλι και το δουλεύανε όλοι μαζί. Το κρασί που βγάζανε ήταν πολύ, γι’ αυτό και είχαν κι ένα πολύ μεγάλο βουτσί (κρασοβάρελο) για να το χωράει. Είχαν ανοίξει και δώδεκα τρύπες στο βουτσί και ο καθένας έπινε μόνο από τη δικιά του, χωρίς να παραβιάζει τη συμφωνία που είχανε κάνει. Η τρύπα του Φλεβάρη, όμως, ήτανε ψηλά και κάθε χρόνο στέρευε νωρίς. Μια φορά τον βρήκε ο Μάρτης να πίνει από τη δικιά του, που ήταν χαμηλότερα. Δε χάνει καιρό, λοιπόν, αρπάζει  ένα μεγάλο ξύλο που βρήκε μπροστά του και «πού σε πονεί και πού σε σφάζει». Τα χτυπήματα ήταν σοβαρά κι από τότε ο Φλεβάρης έμεινε κουτσός (έχει λιγότερες μέρες) κι έμεινε και με το όνομα «Κουτσοφλέβαρος».
     Από τα πιο γνωστά έθιμα του πρώτου εαρινού μήνα, είναι ο «μάρτης», ή «μαρτάκι» ή «μαρτίκι» ή «μαρτιά», ενδεχομένως και με άλλες ακόμα ονομασίες σε διάφορες περιοχές της χώρας μας. Ο «μάρτης» είναι ένα «βραχιολάκι», «δαχτυλίδι» και σπανιότερα «κολιέ»  από δύο κλωστές, άσπρη και κόκκινη, στριμμένες μεταξύ τους, που το φορούν ανάλογα στον καρπό, το δάχτυλο ή το λαιμό. Προφανώς και τα χρώματα των κλωστών δεν είναι τυχαία, αφού για ορισμένους το λευκό συμβολίζει το χιόνι που φεύγει και το κόκκινο τα λουλούδια που έρχονται, αλλά έχει κι άλλους ακόμα συμβολισμούς.
     Το «μάρτη» τον φτιάχνουμε το τελευταίο βράδυ του Φλεβάρη και τον φοράμε πολύ πρωί και πριν βγούμε από το σπίτι, για να μη μας «μαυρίσει» και να μη μας «κάψει» ο ήλιος της άνοιξης και του καλοκαιριού. «Αν σε δει ο ήλιος χωρίς “μάρτη” το πρωινό της πρώτης ημέρας του μήνα, δεν έχει αξία να το φορέσεις μετά», ακούγαμε άλλοτε επιτακτικά κι άλλοτε χαλαρά από τους μεγαλύτερους. Τώρα, πώς συνάδει να φοράμε το βραχιολάκι για προφύλαξη κι από την άλλη το καλοκαίρι να ηλιοκαιγόμαστε για να μαυρίσουμε, αυτό είναι μια άλλη ιστορία! Εκτός όμως από την «ηλιοπροστασία», ο «μάρτης» θεωρείται ότι μας προφυλάσσει και από άλλους κινδύνους, όπως από το μάτι κι από διάφορες αρρώστιες και κυρίως από αρρώστιες που μεταφέρουν τα αποδημητικά πουλιά, κυρίως τα χελιδόνια, που έρχονται στις μέρες του. Πιστεύεται ότι προστατεύει ακόμα από κουνούπια, ψύλλους κι άλλα ενοχλητικά και βλαβερά έντομα.
     Η κατάληξη του «μάρτη» διαφέρει από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τις δοξασίες του. Αλλού τον βγάζουν από το χέρι την τελευταία μέρα του μήνα και τον αφήνουν πάνω σ’ ένα κλαράκι να τον πάρουν τα πουλιά κι αλλού δίπλα από τις χελιδονοφωλιές στη στέγη του σπιτιού. Αν, μάλιστα, δουν κοντά στο σπίτι φωλιά πουλιού, που μεταξύ των άλλων υλικών που έχει φτιαχτεί να περιέχει και την ασπροκόκκινη κλωστή, το θεωρούν καλό σημάδι. Άλλοι τον βγάζουν από το χέρι την μέρα που θα δουν το πρώτο χελιδόνι ή του Ευαγγελισμού, γιατί την ημέρα εκείνη πιστεύεται ότι έρχονται τα αγαπημένα αποδημητικά. Άλλοι τον καίνε στη φωτιά το τελευταίο βράδυ του μήνα. Αλλού τον βγάζουν αργότερα, την ημέρα της Λαμπρής, και τον καίνε με το Φως της αναστάσιμης λαμπάδας κι αλλού στη φωτιά που ψήνουν το αρνί, για να μην καεί κατά το ψήσιμο. Το έθιμο τηρείται και σε άλλα Βαλκανικά κράτη, με διάφορες μικροπαραλλαγές.
     Τα τελευταία χρόνια ο «μάρτης» έχει κυριαρχήσει και στο εμπόριο. Σε μικρά και μεγάλα καταστήματα βλέπουνε να κάνει την «εμφάνισή» του με διάφορα σχέδια και μεγέθη, πολύ νωρίτερα από την τελευταία μέρα του Φλεβάρη, απαλλάσσοντας έτσι από την κατασκευή του. Αρκετές φορές έχει και περίτεχνα στολίδια, όπως «χρυσές» καρδούλες, σταυρουδάκια, «ματάκια» κλπ.
     Τις πρώτες μέρες του Μάρτη, οι άνθρωποι φοβούνται τις Δρίμες, τα δαιμονικά που κάνουν κακό στα ξύλα, τα ρούχα και τα σώματα. Τα ξύλα που κόβονται τότε σαπίζουν, τα ρούχα λιώνουν αν πλυθούν και τα σώματα αρρωσταίνουν κι αυτά μετά το πλύσιμο. Τις Δρίμες, ως θεότητες των νερών, τις αναφέρει και ο πατέρας της Ελληνικής Λαογραφίας, ο Νικόλαος Πολίτης. Για να μην επηρεάζονται τα ρούχα από αυτές, ρίχνουν ένα πέταλο στο νερό όταν πλένουν. Γενικά όμως τότε αποφεύγουν να κόβουν ξύλα, να πλένουν και να πλένονται.
     Σύμφωνα με μια παλιά Αθηναϊκή παράδοση, ο Μάρτης έχει δύο γυναίκες: Μια πολύ άσχημη και φτωχή και μια πολύ όμορφη και πλούσια. Αυτός κοιμάται στη μέση κι όταν γυρίζει προς την άσχημη κατσουφιάζει και μαυρίζει και μαζί του και ο καιρός. Όταν γυρίσει προς την όμορφη γελάει και χαίρεται, επηρεάζοντας πάλι τον καιρό ανάλογα.
   Η πρωινή δροσιά στα σιτηρά πιστεύεται ότι προκαλεί υγεία κι ευεξία, γι’ αυτό και παλαιότερα έβγαιναν στα χωράφια και νίβονταν μ’ αυτή, ιδίως οι γυναίκες. Το αμίλητο νερό, επίσης, τα πρωινά του Μάρτη έχει κι αυτό τις «θαυματουργικές» και «θεραπευτικές» του ιδιότητες, είτε ως πόσιμο, είτε με ράντισμα.
     Στις 8 του μήνα έχει καθιερωθεί από το 1910 να γιορτάζεται παγκοσμίως η «ημέρα της γυναίκας», με αφιερώματα στους αγώνες της για διεκδικήσεις και ισότητα, που τις τελευταίες δεκαετίες οι εκδηλώσεις είναι όλο και πιο ηχηρές. Και βέβαια, αξίζει κάθε σεβασμός και κάθε αναγνώριση στο «ασθενές φύλο» (που συνήθως είναι ισχυρότερο του «ισχυρού»!), όμως αν ο εορτασμός δεν είχε λάβει μεγάλη εμπορική διάσταση (δώρα, λουλούδια κλπ), σίγουρα δεν ήταν τόσο διαδεδομένος. 
     Αρκετά είναι και τα έθιμα την επόμενη μέρα, στις 9, στην στη γιορτή των αγίων Σαράντα, που μαρτύρησαν στη Σεβάστεια.  Από τα γνωστότερα, οι πίτες με σαράντα φύλλα ή σαράντα τηγανίτες ή φαγητά με σαράντα είδη χορταρικών, που τα μοιράζουν για τις ψυχές των ζώντων. Δεν λείπουν και οι διάφορες προλήψεις, όπως αυτή στην Αιτωλοακαρνανία, που τρώνε χόρτα ζοχούς, για να μην τους τρώνε τα φίδια το καλοκαίρι. 
     Ένα άλλο διαδεδομένο έθιμο στη Θράκη, είναι αυτό της «χελιδόνας». Το τελετουργικό του έχει κάποιες ομοιότητες με τα κάλαντα του Λαζάρου και τα τραγούδια που λέγονται αναφέρονται στα χελιδόνια και στην άνοιξη. Τα παιδιά έχουν ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια και προσαρμοσμένο σε ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας. Περνάνε από την πόρτα κάθε σπιτιού, λένε τα τραγούδια τους και το φίλεμα από κάθε νοικοκυρά είναι «υποχρεωτικό». 
     Ιδιαίτερα σημαντική θέση στον εκκλησιασμό και στις κατανυκτικές ακολουθίες του μήνα, έχουν οι Χαιρετισμοί της Παναγίας κάθε Παρασκευή βράδυ και ο Μέγας Κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης. Ο Μέγας Κανών αποτελείται από 9 ωδές και 250 τροπάρια και ψάλλεται σε τέσσερα μέρη στο μεγάλο απόδειπνο των ισάριθμων πρώτων ημερών της Α΄ εβδομάδος των νηστειών. Ψάλλεται και ολόκληρος το βράδυ της Τετάρτης της Ε΄ εβδομάδας και είναι ιδιαίτερα κατανυκτικός, εκφραστικός του πένθους, της συντριβής και της μετανοίας.
     Το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Σαρακοστής, που «πέφτει» κυρίως το Μάρτη, είναι η γιορτή των αγίων Θεοδώρων και ψυχοσάββατο. Το τελετουργικό για την παρασκευή και ετοιμασία των κολλύβων, εμπεριέχει τόσο το λαογραφικό, όσο και το θρησκευτικό στοιχείο. Στους δίσκους ή τα «πιάτα» που πάνε οι νοικοκυρές στην εκκλησία, κυρίως την παραμονή στο εσπερινό, αφιερώνουν χρόνο και τέχνη, αφού εκεί καθρεφτίζεται η αξιοσύνη τους. Δεν είναι λίγες οι φορές που μαζί με τα κόλλυβα έχουν και διάφορα άλλα μικροεδέσματα, π.χ. βουτήματα, για να διαβαστούν κι αυτά και να δοθούν για συχώριο.
     Την επομένη των αγίων Θεοδώρων, η πρώτη Κυριακή της Σαρακοστής είναι της Ορθοδοξίας, σε ανάμνηση της αναστήλωσης των ιερών εικόνων στη Βασιλεύουσα και του τέλους της εικονομαχίας. Μετά τη Λειτουργεία και τη λιτανεία των εικόνων που ακολουθεί, σε ορισμένα μέρη οι νοικοκυρές παίρνουν μαζί τους πίτες και άλλα νηστίσιμα φαγητά που έχουν ετοιμάσει για την ημέρα και τρώνε όλοι μαζί έξω από την εκκλησία.
     Από τις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές της Χριστιανοσύνης είναι και η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, η τρίτη των νηστειών, που κι αυτή «πέφτει» πάντα Μάρτη. Από την παραμονή τα ελεύθερα κορίτσια βγαίνουν στους αγρούς και μαζεύουν μοβ μανουσάκια,, τα λεγόμενα και βελιότες. Το βράδυ στον εσπερινό ή την Κυριακή πρωί-πρωί τις πάνε στην εκκλησία για το τελετουργικό της ημέρας. Τις διαβασμένες βελιότες τις φυλάνε αποξηραμένες όλο το χρόνο στο εικονοστάσι του σπιτιού και μ’ αυτές θυμιάζουν για την αρρώστια, για το μάτι, για την «κακιά ώρα», τον οξαποδώ. Επίσης, τις βάζουν και σε φυλαχτά για προστασία από τους ίδιους κινδύνους. Σε περιοχές όπου η συλλογή των λουλουδιών αυτών δεν είναι εφικτή, π.χ. στις πόλεις, θέση στην εκκλησία έχει το δεντρολίβανο, με τις ίδιες πάντα ιερές και θαυματουργικές ιδιότητες. Βελιότες ή δεντρολίβανο αφήνουμε και στους τάφους των νεκρών.
     Πολύ μεγάλη και μάλιστα διπλή γιορτή για εμάς τους Έλληνες είναι και ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Ανάλογης βαρύτητας με τη Λαμπρή, αλλά και επέτειος αποτίναξης τετρακοσίων χρόνων δουλείας, με σχολικές γιορτές, παρελάσεις και πολλές ακόμα εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης και χρέους στους ήρωες του 1821 και της Ελευθερίας που απολαμβάνουμε.
     Ήδη η άνοιξη είναι πλέον γεγονός την ημέρα του Ευαγγελισμού και με διάφορα «τελετουργικά» ανά περιοχές προσπαθούν να απομακρύνουν τα επικίνδυνα ερπετά που αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους μετά τη χειμερία νάρκη. Στην Ήπειρο, π.χ., χτυπούν μ’ ένα ξύλο τενεκέδες ή άλλα μεταλλικά αντικείμενα-σκεύη, όπως ταψιά, κάνοντας κύκλους γύρω από το σπίτι. Λέγοντας ή τραγουδώντας:
«Φευγάστε φίδια και σκοντέρες (σαύρες)
μη σας κόψω τα κεφάλια
και τα ρίξω στα πηγάδια»
     Αν το Πάσχα ανήκει πρωτίστως στον Απρίλη, όλα τα έθιμα της αποκριάς και της Καθαράς Δευτέρας πέφτουν κι αυτά μέσα στο Μάρτη. Αν πάλι είναι νωρίς, αρχές Απριλίου, πάλι ο πρώτος ανοιξιάτικος μήνας θα φιλοξενήσει τα έθιμα του Λαζάρου, της Κυριακής των Βαΐων και των πρώτων ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας.
 
Μυθολογικά-ιστορικά στοιχεία
 
     Οι αρχαίοι πρόγονοί μας θεωρούσαν τις πρώτες ημέρες του μήνα αποφράδες. Ίσως εδώ έχει τις ρίζες του και το σύγχρονο έθιμο, που οι άνθρωποι φοβούνται τις Δρίμες, όπως είδαμε προηγουμένως. Κατά το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Μάρτης ήταν ο πρώτος μήνας του έτους. Τότε οι νεαρές παρθένες Εστιάδες άναβαν τη ιερή φωτιά στον ναό της Εστίας, στην αγορά της Ρώμης. Γιόρταζαν παράλληλα και τα γενέθλια του θεού του πολέμου Άρη, λατινικά Mars, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του μήνα, ο οποίος ήταν αφιερωμένος στο θεό.
     Στην Αττική ο Μάρτης συνδέθηκε με τις Διονυσιακές λατρείες, που ξεπέρασαν σε μεγαλείο όλες τις παρόμοιες γιορτές άλλων πόλεων. Στα Ελευσίνια μυστήρια προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης, πιστεύεται ότι οι μύστες έδεναν μια κλωστή, την κρόκη, στο δεξί τους χέρι και το αριστερό τους πόδι, όπως παρατηρεί και ο λαογράφος Νικόλαος Πολίτης. Ίσως εκεί οφείλει την «καταγωγή» του και η δική μας σημερινή ασπροκόκκινη κλωστή, ο «μάρτης».
 
Παροιμίες
 
-  Φύλα ξύλα για τον Μάρτη να μη κάψεις τα παλούκια.
-  Ο Μάρτης έβρεχε κι ο θεριστής χαιρόταν.
-  Κάλλιο Μάρτης καρβουνιάρης παρά Μάρτης λιοπυράρης.
-  Οπόχει κόρη ακριβή, το Μάρτη ήλιος μην τη δει.
-  Aν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα,
χαρά σ’ εκείνον το ζευγά που ’χει πολλά σπαρμένα.
-  Είναι η αγάπη μας σαν του Μαρτιού το χιόνι.
Ολονυχτίς το έριχνε και το πρωί το λιώνει.
-  Κάλιο Μάρτης στις γωνιές, παρά Μάρτης στις αυλές.
-  Μάρτης άβρεχος, μούστος άπιαστος.
-  Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
-  Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
-  Ούτ’ ο Μάρτης καλοκαίρι, ούτ’ ο Αύγουστος χειμώνας.
-  Λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;
-  Μάρτης βρέχει, θεριστάδες χαίρονται.
-  Μη σε γελάσει ο Μάρτης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
-  Ο Μάρτης ο πεντάγνωμος, εφτά φορές εχιόνισε
και πάλι το μετάνιωσε που δεν  εξαναχιόνισε.
-  Το Μάρτη το πρωί το ψόφησε και το βράδυ το βρόμισε.
-  Ο Μάρτης μια γελάει, μία κλαίει.
-----------------------------------------------
Πηγές:
-  Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ 
-  Γ. Α. Μέγα: ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΛΑΪΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ, εκδόσεις  «ΕΣΤΙΑ»
 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.2.2021
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

Ο Ναός του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος στο Λειβάρτζι (Καλαβρύτων) και άλλα ιστορικά στοιχεία του χωριού

Το κωδωνοστάσιο του ναΐσκου και η είσοδος στον αύλειο χώρο χιονισμένα
(Φωτογραφία: Λευτέρης Αβραμίδης)

     Σύμφωνα με την προφορική παράδοση, πρώτες εκκλησίες του Λειβαρτζίου Καλαβρύτων, ήταν του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος στο Λειβάδι (πρώτος συνοικισμός του χωριού), ο άγιος Ανδρέας (αγ-Αντρίας) στο συνοικισμό Κατάκρη και οι «Παναγιές» (ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου), στην ίδια συνοικία, όπου και νεκροταφείο. Η προφορική αυτή παράδοση ενισχύεται και με κάποιες καταγραφές, αλλά και με ανθρώπινα οστά που βρέθηκαν στην περιοχή του νεκροταφείου. Σύμφωνα δε με γραπτά κείμενα, πρώτη εκκλησία-μοναστήρι στη συνοικία Μεσοχώρι (ή Μισοχώρι) ήταν της Αγίας Τριάδος, στη θέση «Θουγαίικα». Δυστυχώς, κανένα γραπτό στοιχείο δεν υπάρχει που να μαρτυρεί πότε αυτό κτίστηκε, πιθανολογείται όμως προς το τέλος του 16ου αιώνα και εξυπηρετούσε τις θρησκευτικές ανάγκες των πρώτων κατοίκων του χωριού. Το σημείο που έχει ανεγερθεί, οδηγεί στη σκέψη ότι επελέγη ώστε να μην είναι ορατή από την είσοδο του χωριού, αφού ήταν περίοδος τουρκοκρατίας. 
     Δεύτερη εκκλησία στη συνοικία Μεσοχώρι, είναι του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος. Κατά πάσα πιθανότητα, ο ναός αυτός κτίστηκε σε ανάμνηση του ομώνυμου προϋπάρχοντος της πρώτης συνοικίας του χωριού, το Λειβάδι (βλ. περισσότερα στη συνέχεια του κειμένου). Αν και δεν έχουμε στοιχεία για την ακριβή χρονολογία ανέγερσής του, πιθανολογείται η εικοσαετία 1680-1700. Έχουμε, όμως, ακριβή στοιχεία για την αγιογράφησή του από τον ιερέα-αγιογράφο Αντώνιο, κείμενο του οποίου μας πληροφορεί ότι αγιογραφήθηκε το 1756. 
     Αν προσέξει κανείς το κείμενο του αγιογράφου, εύκολα διαπιστώνει ότι είχε λίγες γραμματικές γνώσεις. Αυτοί, όμως, οι πνευματικοί ταγοί με τα λαϊκά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, αυτές οι πνευματικές Μορφές βοήθησαν με την ευσέβειά τους τον υπόδουλο, μα βαθιά θρησκευόμενο λαό να προσεύχεται και να παραμένει πιστός στην Ορθόδοξη Πίστη στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Με τα λίγα γράμματα, μα με τη μεγάλη ψυχή κράτησαν τη σπίθα της ελπίδας αναμμένη, μέχρι που έγινε μεγάλη φωτιά και αποτίναξε το ζυγό, ύστερα από τετρακόσια χρόνια.  

     Ο αγιογράφος Αντώνιος, προερχόταν από τα Νεζερά Καλαβρύτων. Λαϊκός ακόμη είχε αγιογραφήσει την ιστορική μονή Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου στην περιοχή της «Κατάκρης», το 1750. Η μονή αυτή είναι το δεύτερο μοναστήρι του χωριού, αφού το πρώτο (στα "Θουγαίικα") κρίθηκε ακατάλληλο, ύστερα από φθορές που υπέστη από μεγάλο σεισμό. Πολλά περισσότερα στοιχεία και για τα δυο αυτά μοναστήρια συμπεριλαμβάνονται σε βιβλίο μου, που ελπίζω «κάποια στιγμή» να εκδοθεί. Στο μεσοδιάστημα, από την αγιογράφηση της Αγίας Τριάδος και του αγίου Θεοδώρου, ο Αντώνιος είχε χειροτονηθεί ιερέας και παρέμεινε εφημέριος στο Λειβάρτζι. Λίγο αργότερα, το 1783, αγιογράφησε και τη μεσαία κόγχη του του ενοριακού ναού του αγίου Γεωργίου Λειβαρτζίου. Αξίζει, βεβαίως, να σημειώσουμε ότι ο «παπα-Αντώνης» αγιογράφησε ακόμα τη Μονή της Δίβρης (1746), το ναό Αγίων Πάντων και τη Μονή Αγίας Τριάδος στην Ακράτα (1751). Υπάρχει ακόμα μεγάλη πιθανότητα ο ίδιος να έχει αγιογραφήσει και το ναό των Αγίων Αναργύρων του κοιμητηρίου στο Αντρώνι Ηλείας.      

     Ο ναΐσκος του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα του «αϊ-Θόδωρου» για τους κατοίκους του χωριού, επεκτάθηκε το 1840, όπως προκύπτει από εντοιχισμένη σκαλιστή πέτρα πάνω ακριβώς από τη σημερινή του είσοδο, αφού και ο πληθυσμός της συνοικίας είχε εν τω μεταξύ αυξηθεί. Στις μέρες μας πλακοστρώθηκε και ο αύλειος χώρος, με τις φροντίδες του εκκλησιαστικού συμβουλίου. Πέριξ του ναού υπήρχε και νεκροταφείο, ένα από τα τρία του χωριού. Το πρώτο ήταν στην «Κατάκρη», στις «Παναγιές», ως προαναφέρθηκε, το δεύτερο του «αϊ-Θόδωρου» και το τρίτο πολύ κοντά στην πλατεία, στην εκκλησία του αγίου Βασιλείου. Μετά τη δημιουργία του νεκροταφείου στον ενοριακό ναό του αγίου Γεωργίου, τα τρία αυτά καταργήθηκαν και δεν υπάρχουν σήμερα, όπως δεν υπάρχει ούτε ο άγιος Βασίλειος, ούτε οι "Παναγιές".  



Η μεταγενέστερη είσοδος του ναού και η σκαλιστή εντοιχισμένη πέτρα (1840)
(Φωτογραφία: Λευτέρης Αβραμίδης)

     Ο μικρός ναός του αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα, εξυπηρετεί και σήμερα τις θρησκευτικές ανάγκες του Μεσοχωριού, όπως και όλου του χωριού. Η μνήμη του μεγαλομάρτυρα γιορτάζεται στις 17 Φεβρουαρίου. Ο ναός γιορτάζει επίσης και το πρώτο Σάββατο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, στη σύναξη των αγίων Θεοδώρων Τήρωνα και Στρατηλάτη. Λόγω της ανάμνησης του θαύματος των κολλύβων την ημέρα αυτή, οι νοικοκυρές πάνε στην εκκλησία (κυρίως στον εσπερινό της παραμονής) μικρούς δίσκους («πιάτα») με κόλλυβα για τις ψυχές των κεκοιμημένων, όπου τελείται επιμνημόσυνη δέηση από τον ιερέα. Λειτουργίες γίνονται αρκετές φορές το χρόνο από πιστούς στο ναΐδριο, όπως και μυστήρια. Αξέχαστες μένουν και οι κατανυκτικές Λειτουργίες του Μεγάλου Σαββάτου, που τελούσε εκεί ο εφημέριος του χωριού, μακαριστός παπα-Σωτήρης Κλεπετούνας.

Η θέα από το ναό προς την είσοδο – έξοδο του χωριού είναι φανταστική!
Στη σκεπή διακρίνεται η προέκταση
(Φωτογραφία: Λευτέρης Αβραμίδης)

     Η μεγάλη ευεργέτιδα Αικατερίνη Μέγαρη, το γένος Παλαιολόγου, από το Μεσοχώρι, που έζησε και δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά στην Τεργέστη, μεταξύ πολλών άλλων δωρεών που έκανε στο χωριό, δώρισε το 1846 και ιερατικά άμφια στον άγιο Θεόδωρο. 

 

Άλλα ιστορικά στοιχεία 


     Αρχαιότερος συνοικισμός του Λειβαρτζίου είναι το Λειβάδιον (Λειβάδι), του οποίου ο πληθυσμός φαίνεται να αυξήθηκε στο τέλος του 4ου μ.Χ. αιώνα. Ήταν η εποχή που καταστράφηκε η Αρχαία Ψωφίδα από δύο αίτια: τους μεγάλους σεισμούς της Αχαΐας και την επιδρομή των Γότθων υπό τον Αλάριχο, το 398. Πολλοί κάτοικοι της ένδοξης αυτής αρχαίας πόλης αναζήτησαν καταφύγιο στις ορεινότερες περιοχές, μεταξύ των οποίων και το Λειβάδι. Απειλούμενοι όμως και εκεί από εχθρικές επιδρομές και τον επικίνδυνο χείμαρρο της Άτσουχας, μια μερίδα κατοίκων μετακινήθηκε ακόμα πιο βόρεια, στην κοιλάδα της Κατάκρης, ως ασφαλέστερη, η οποία εκτιμάται ότι είχε αρχίσει να καλλιεργείται και να κατοικείται στα χρόνια της Γέννησης του Χριστού.
     Η πρώτη ονομασία της νέας αυτής συνοικίας πρέπει να ήταν Λειβαδίτσιον (Λειβαδίτσι), που σημαίνει μικρό Λειβάδι, ενώ η ονομασία Κατάκρη πρέπει να δόθηκε αρκετά αργότερα και σε αντιδιαστολή με το άλλο άκρο του χωριού, την Απανάκρη, όταν αυτό κατοικήθηκε (επάνω-«απάνου» άκρη και κάτω «κάτου» άκρη). Ο δεύτερος αυτός συνοικισμός αναπτύχθηκε περισσότερο στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, κάτι που αποδεικνύεται και από την ανέγερση των δύο εκκλησιών, που σήμερα δεν σώζονται: του Αγίου Ανδρέα (Αγ-Αντρία) και της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (Παναγιές), ως προαναφέρθηκε. Το τοπωνύμιο Παναγιές, που είναι και στις μέρες μας γνωστό σαν "Τομαραίικο αμπέλι", βρίσκεται βόρεια της μονής Αγίας Τριάδος κι αμέσως μετά το ρέμα (λαγκάδι) που κατεβαίνει από τον ορεινό όγκο του Κούρου. Η ύπαρξη του παλιού εκείνου νεκροταφείου επιβεβαιώθηκε και πριν λίγα χρόνια, όταν κάτοικος του χωριού ξεκινώντας να χτίσει μικρή αγροικία εκεί, βρήκε ανθρώπινα οστά, ενώ έσκαβε τα θεμέλια. Οι μεγαλύτεροι μάς αφηγούνταν πως οι πέτρες που βρίσκονται στην ομαλή εκείνη περιοχή είναι, πιθανόν, ταφόπλακες.
     Συν τω χρόνω όμως και πριν το τέλος του 15ου αιώνα, που οι τούρκοι κατακτητές έφτασαν στην περιοχή, τόσο οι κάτοικοι του Λειβαδιού, όσο και της Κατάκρης, φαίνεται να είχαν επεκταθεί στο Μεσοχώρι ή Μισοχώρι, έχοντας κτίσει εκεί τα πρώτα ποιμνιοστάσια και αγροικίες, που τα χρησιμοποίησαν ως υποτυπώσεις κατοικίες. Εδώ η δασώδης περιοχή με τις πολλές πηγές, την ξυλεία, τις μικρές, αλλά σημαντικές καλλιεργήσιμες εκτάσεις και τους βοσκότοπους τούς εξασφάλιζε σχετική ευπορία. Αν και ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ονομασία της μεγάλης αυτής συνοικίας («Μισοχώρι») προέρχεται από το ότι ήταν το «μισό χωριό», η επικρατέστερη άποψη είναι διαφορετική: Ήταν στη μέση του χωριού, μεταξύ Κατάκρης και Απανάκρης. Ο νέος αυτός συνοικισμός, εξασφάλιζε ακόμα ένα πλεονέκτημα στους κατοίκους του: λειτούργησε ως κρησφύγετο, αφού μπορούσαν να ελέγχουν τη μοναδική είσοδο του χωριού (τη "μπασά"), για πιθανή εισβολή των κατακτητών. Παράλληλα, τα επόμενα χρόνια ο πληθυσμός της συνικίας συνέχισε να αυξάνει, για να γίνει ο "Αρχοντομαχαλάς", κι αυτό γιατί ήλθαν να κατοικήσουν εύπορες οικογένειες από μακρινές περιοχές, μεταξύ των οποίων του Αναγνώστη Παπαδόπουλου από το Μυστρά, του Ζαφείρη Μητρόπουλου από το Άργος, του Καπετάνου, του Λάμψα, του Πλανήτερου, όπως μας πληροφορούν ιστορικές πηγές.  
     Πολλά-πάμπολλα στοιχεία για τον ναό του αγίου Θεοδώρου, συμπεριλαμβμάνονται στοι περισπούδαστο βιβλίο του Πανεπιστημιακού καθηγητή κ. Στέλιου Μουζάκη, που εκφόθηκε πολύ πρόσφατα. Μπορείτε να δείτε-διαβάσετε περισσότερα γι' αυτό ΕΔΩ.


Ονομασία του Λειβαρτζίου:
 
     Όπως μαθαίνουμε από τους Λειβαρτζινούς συγγραφείς Περικλή Δουδούμη και Αθανάσιος Λέλο, από το Λειβάδιον – Λειβαδίτσιον (εκ του λείβω=σταλάζω νερό) προήλθε και η ονομασία του χωριού, ως εξής: Από τη λέξη Λειβαδίτσιον, συγκόπτεται το πρώτο ι, όπως σιτάρι-στάρι, το δε δ μετατρέπεται σε ρ, όπως κλαδί-κλαρί και σχηματίζεται η λέξη Λειβάρτσι. Το «τσ», όμως, συγχωνεύεται σε ζ και προκύπτει η λέξη Λειβάρζιον. Nα σημειωθεί πως και στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», του Σπυρίδωνος Τρικούπη, αναφέρεται ως Λειβάρτσι, ενώ στα απομνημονεύματα του Φωτάκου και στα βιβλία των Λειβαρτζινών συγγραφέων ως Λειβάρζιον. Αργότερα, και σε επίσημα κρατικά έγγραφα (π.χ. ΦΕΚ 256Α-28/08/1912), καθώς επίσης και στην πρώτη σφραγίδα της κοινότητος η ονομασία του χωριού είναι Λειβάρτζιον

Αποτύπωμα παλαιότερης σφραγίδας της κοινότητος
Το Λειβάρτζι είναι ένα από τα χωριά της περιοχής που διεκδικεί
τον άθλο του Ερυμάνθειου Κάπρου του Ηρακλή στον τόπο του! 

--------------------------------------------------------

Πηγές: 
-  Περικλή Π. Δουδούμη ή Ντουμτούμη: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ.
-  Αθανασίου Θ. Λέλου: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΨΩΦΙΔΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ.
-  Αθανασίου Τζώρτζη: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ.

* Μπορείτε να δείτε/διαβάσετε περισσότερα για τη συνοικία Μεσοχώρι, σε παλαιότερο άρθρο μου στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, ΕΔΩ


Νίκος Χρ. Παπακωνστανόπουλος, 14.2.2021
 

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2021

ΛΕΙΒΑΡΤΖΙ – 14 ΜΑΡΤΙΟΥ 1821


«Η μεγαλοσύνη των Εθνών δεν μετριέται με το στρέμμα.
Με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα».
 
     Ακόμα κι αν είχαν γραφεί πριν το 1821 οι στίχοι αυτοί του μεγάλου μας Κωστή Παλαμά, πολλοί δεν θα μπορούσαν να τους κατανοήσουν, όπως δεν κατανόησαν και αποκαλούσαν «τρέλα» τον ξεσηκωμό «μιας χούφτας» Ελλήνων κατά του κατακτητή, κατά μιας αυτοκρατορίας!
     Οι πρόγονοί μας εκείνοι κράτησαν ψηλά τα Ιδανικά της Φυλής μας κι αυτά τους φώτιζαν το δρόμο. Η ελπίδα έμεινε άσβεστη τετρακόσια χρόνια στην καρδιά τους, όπως η σπίθα μέσα στη χόβολη. Κι όταν ήλθε η κατάλληλη στιγμή, η σπίθα έγινε φλόγα και γιγαντώθηκε!
     Τοπικά μεν και μικρά τα γεγονότα στο Λειβάρτζι και στα γύρω χωριά το 1821 και νωρίτερα, όμως τόσο σημαντικά, που χαλύβδωσαν την ειλημμένη απόφαση για την πολυπόθητη Ελευθερία.
     Μετά την άλωση της Πόλης και προς το τέλος του 15ου αιώνα, οι τούρκοι κατακτητές κατελάμβαναν τις πεδινότερες περιοχές στην Ελλάδα. Οι κάτοικοί τους τότε αναζήτησαν ασφάλεια ορεινότερα. Έτσι, ενισχύθηκαν οι ορεινοί συνοικισμοί, κάτι που έγινε και στον τόπο μας.
     Τόσο το Λειβάρτζι, όσο και τα γύρω χωριά ήταν δυσπρόσιτα στον κατακτητή, λόγω της γεωγραφικής τους θέσης. Χαρακτηριστική έχει μείνει η φράση του διαβόητου δυνάστη του Λάλα, του Αλή-Φαρμάκη, όταν έφτανε στην είσοδο του χωριού, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος για να το καταλάβει: «Μπασά έχει, βγασά δεν έχει». Δηλαδή, είσοδο έχει, έξοδο διαφυγής δεν έχει. Σύμφωνα με τα γραπτά κείμενα των Λειβαρτζινών συγγραφέων, ο επίδοξος Αλή-Φαρμάκης οπισθοχώρησε με το στρατό του πριν φτάσει στο χωριό, πλην ενός στρατιώτου, προφανώς ανιχνευτού, ο οποίος προχώρησε, καταδιώχθηκε, φονεύθηκε από Λειβαρτζινούς και τάφηκε στην είσοδο του χωριού. Από τότε το σημείο εκείνο έχει την ονομασία τουρκόμνημα μέχρι σήμερα.
     Πέραν των ντόπιων, αναζήτησαν καταφύγιο στο Λειβάρτζι, λόγω της γεωγραφικής του θέσης, και εύπορες οικογένειες από το Μυστρά, το Άργος και άλλες μακρινές περιοχές. Γνώρισε το χωριό μεγάλη οικονομική άνθηση και κτίστηκαν πολλοί πύργοι, που τα μεγάλα τους υπόγεια χρησιμοποιήθηκαν αργότερα για τον ανεφοδιασμό του αγώνα. Κτίστηκαν ακόμα πολλές εκκλησίες, δύο φορές το μοναστήρι, η Αγία Τριάδα, που έφτασε να έχει περισσότερους από τριάντα μοναχούς και να εξελιχθεί σε μεγάλο πνευματικό φάρο της περιοχής, με σπουδαία βιβλιοθήκη, ονομαστό σχολείο και καταξιωμένους δασκάλους, που κάτω από το
«φοβισμένο φως του καντηλιού
θέριευαν την αποσταμένη ελπίδα»,
όπως χαρακτηριστικά λέει ο Ιωάννης Πολέμης στο ποίημα του «κρυφό σχολειό»Έτσι η Μεγάλη Ιδέα χτιζόταν και στον τόπο μας λιθαράκι-λιθαράκι, όπως σε όλη την Ελλάδα.
     Και ενώ αυτά συνέβαιναν εδώ, πολύ μακριά, στην Οδησσό της Ρωσίας, έμποροι, Λειβαρτζινοί στην καταγωγή μυήθηκαν και στρατολογήθηκαν στη Φιλική Εταιρία. Αυτοί ήταν οι αδελφοί Γεώργιος, Κωνσταντής και Δημήτριος Γιαννόπουλοι. Έπειτα, ακολούθησαν τον Υψηλάντη στη Βλαχία, κατατάχθηκαν στον Ιερό Λόχο και πολέμησαν στο Δραγατσάνι με άλλους Καλαβρυτινούς, όπως τον Αντώνη Τσούνη και τον Ιωάννη Αμβροσιάδη από το Δροβολοβό. Όλοι τους ανέλαβαν με εντολή του Υψηλάντη να εμπνεύσουν κατοίκους διάφορων περιοχών για την Επανάσταση κι αργότερα ήλθαν στην Πελοπόννησο, όπου συνέχισαν να υπηρετούν την Πατρίδα, ενισχυόμενοι και από άλλους συντοπίτες μας των γειτονικών χωριών. Πολύ αργότερα, το 1888, ένα άλλο άξιο Λειβαρτζινό Τέκνο, ο Αρεοπαγίτης Σταύρος Ανδρόπουλος, χρηματοδοτεί την έκδοση του βιβλίου του Φώτη Χρυσανθόπουλου (Φωτάκου), με τίτλο «Βίοι Πελοποννησίων Ανδρών», απ’ όπου και μαθαίνουμε για τους ένδοξους αυτούς προγόνους μας.
     Αρχές του 1821 ο διοικητής της Πελοποννήσου Χουρσίτ Πασάς είχε εκστρατεύσει κατά του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και στην θέση του είχε αφήσει ως καϊμακάμη, δηλαδή τοποτηρητή, τον Μεχμέτ Σαλήχ. Ήδη, στην τουρκική πλευρά υπήρχε μεγάλη καχυποψία και ανησυχία για τις κινήσεις των Ελλήνων και ο Μεχμέτ Σαλήχ κάλεσε δόλια στην Τρίπολη πρόκριτους και αρχιερείς της Πελοποννήσου, τάχα για λήψη αποφάσεων. Όσους ανταποκρίθηκαν τους φυλάκισε για να αποδυναμωθεί και να ματαιωθεί η εξέγερση. Πολλοί πέθαναν από τις κακουχίες, μεταξύ των οποίων και ο επίσκοπος Ωλένης και Λειβαρτζίου Φιλόθεος.
     Οι πρόκριτοι των Καλαβρύτων κατευθύνονται προς την Τρίπολη στις 9 του Μάρτη του 1821 για να μην κινήσουν υποψίες. Στην πραγματικότητα όμως επιστρέφουν στην Αγία Λαύρα, ύστερα από υπόδειξη του Ασημάκη Φωτήλα, για να διασκορπιστούν με κάθε μυστικότητα σε όλη την επαρχία και να στρατολογήσουν άνδρες. Μία από τις πρώτες ενέργειές τους, ήταν να εκτελούν τούρκους εισπράκτορες του χαρατσίου, για να συγκεντρώσουν χρήματα για τον αγώνα. Στις 14 του Μάρτη (1821) στο Λειβάρτζι, ο Ξαντάκης Τομαράς πυροβόλησε με το γκρά του από την πολεμίστρα του Πύργου του στη συνοικία Περιτσαίοι δυο τούρκους εισπράκτορες του χαρατσίου που κατηφόριζαν στο Αϊ-Γιαννίτικο καταράχι, ερχόμενοι από τη Μορόχοβα (σημερινή Πλάκα Αχαΐας) και με πολύ δυνατές φωνές, απειλές και προσβλητικές εκφράσεις καλούσαν τους Λειβαρτζινούς να πληρώσουν τους φόρους. Το γεγονός αυτό αναφέρεται από ιστορικούς, όπως ο Σπυρίδων Τρικούπης, και από τους Λειβαρτζινούς εκπαιδευτικούς και συγγραφείς, τον Περικλή Δουδούμη και τον Αθανάσιο Λέλο. Παρόμοια προεπαναστατικά γεγονότα σημειώθηκαν κι άλλα στην περιοχή των Καλαβρύτων, με γνωστότερα της Χελωνοσπηλιάς, της Φροξυλιάς, των Καμενιάνων και του Αγριδιού.

Ο Πύργος του Τομαρά (στον κόκκινο κύκλο)
Πρώτο θέμα το σχολείο-σπάνια φωτογραφία του 1914

     Ο Ξαντάκης Τομαράς ήταν άρχοντας του Λειβαρτζίου και ανήκε στην πολυμελή και εύπορη οικογένεια των Τομαραίων. Η καταγωγή τους ήταν από τον Τόμαρο της Ηπείρου, όπως δηλώνει και το όνομά τους. Είχε κάποια αναπηρία στο ένα πόδι, γι’ αυτό ήταν γνωστός και με το πρόσθετο όνομα Κουτσοξαντάκης. Μια μεγάλη έκταση, κοντά στη Μονή Αγίας Τριάδος, που σύμφωνα με μαρτυρίες μεγαλύτερων ήταν δικός του αμπελώνας, την ξέρουμε και σήμερα ως Τομαραίικο αμπέλι.
     Πολύ αργότερα από τότε, στις μέρες μας, και συγκεκριμένα στη δεκαετία του 1970,ο Σύλλογος Λειβαρτζινών της Αθήνας, ανήγειρε μνημείο στο Αϊ-Γιαννίτικο Καταράχι, όπου έλαβε χώρα το επεισόδιο. Και ο γνήσιος Λειβαρτζινός Θεόδωρος (Λάκης) Κωνσταντίνου, συγγραφέας και εκπαιδευτικός, τοποθέτησε μαρμάρινη πλάκα στο χάλασμα του πύργου του Τομαρά, που γράφει το γεγονός (βλ. πρώτη φωτογραφία).

Το Μνημείο στο αϊ-Γιαννίτικο Καταράχι

     Λίγα  χρόνια μετά, το μνημείο αυτό στο καταράχι υπέστη μεγάλες φθορές και το 1990 τοποθετήθηκε νέο από τον ίδιο Σύλλογο. Τότε, μια γνήσια Λειβαρτζινιά, η Ντίνα Αλιβίζου, ως άλλη Κυρά της Ρω, φρόντισε να κυματίζει περήφανα η εκεί και η Γαλανόλευκη.

Ο εορτασμός της 14ης Μαρτίου στο Λειβάρτζι

     Ένας άλλος Λειβαρτζινός ήρωας, ο Δημητράκης Ινταρές, συγκρότησε και εξόπλισε ομάδα και κατέλαβε τη Μοστενίτσα (σημερινή Ορεινή Ηλείας). Εκεί έκαψε τον πύργο του Λιμάζαγα στις 16 Μαρτίου, θέλοντας να εκδικηθεί για την απαγωγή της Λειβαρτζινής Ελένης (Παπαδοπούλου), κόρη του άρχοντα κυρ-Χριστόδουλου Παπαδόπουλου, που ήταν εξαδέλφη του. Επέστρεψε στο χωριό με πλούσια λάφυρα, τροφές και πολεμοφόδια. Έλαβε μέρος ι στη μάχη του Λάλα, τον Ιούνιο του 1821, όπου με δικό του σχέδιο σκάφτηκαν οχυρώματα και οχυρώθηκαν οι στρατιώτες. Ο ίδιος πολέμησε το 1822 και στην Ακράτα, στην Επάνω Χρέπα, στην Αλωνίσταινα, στο Γερακοβούνι, στην Πάτρα, στον άγιο Βλάσιο όπου και τραυματίστηκε. Το 1824 πολέμησε υπό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Ο Δημητράκης Ινταρές
                   

     Πρόσφατα και με τη συνεργασία του Συλλόγου Λειβαρτινών Αθήνας και του απογόνου του, σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ, τοποθετήθηκε γλυπτή αναπαράσταση του ήρωα στη συνοικία Μεσοχώρι του Λειβαρτζίου, σε πολύ κοντινή απόσταση από το σπίτι του.
     Το Μάρτη του 1821 διοικητής του Σεμπτίου Λειβαρτζίου ήταν ο Ασημάκης Φωτήλας. Αυτός είχε επηρεάσει θετικά ορισμένους Λειβαρτζινούς και συγκρότησαν ομάδες, που ήταν και το πρώτο επαναστατικό σώμα του Λειβαρτζίου, το οποίο αργότερα τέθηκε υπό τις διαταγές του Γιώργη Λεχουρίτη. Οι Λειβαρτζινοί αυτοί ήταν: Ο Παναγιώτης Παπαδόπουτηλος, ο Γιωργάκης Τομαράς, ο Γιαννάκος Καπετάνος, ο Αγγελάκης Οικονομόπουλος, ο Στάθης Πλιάκας. Έτσι, ο Φωτήλας είχε συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό ανδρών από το Λειβάρτζι και τα γειτονικά χωριά. Το επαναστατικό αυτό σώμα, μαζί με τους άλλους οπλαρχηγούς και τους επαναστάτες της περιοχής, εξορμούν από την Αγία Λαύρα και απελευθερώνουν τα Καλάβρυτα, στις 21 του Μάρτη, έχοντας ως σημαία το παραπέτασμα της Ωραίας Πύλης της μονής, κάτω από το οποίο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τους είχε ορκίσει στο ιστορικό μοναστήρι. Ο βοεβόδας της πόλης, ο Αρναούτογλου, συνελήφθη και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στο Λεχούρι, όπου και φυλακίσθηκε στον ιστορικό Πύργο του Λεχουρίτη.

     Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε εδώ κι ένα ακόμα γεγονός που έλαβε χώρα λίγα χρόνια αργότερα: Την απόφαση Ελευθερίας ή Θανάτου, που υπέγραψαν από κοινού Λεχουρίτες, Σοπωτινοί, Κερτεζίτες, Δροβολοβίτες και Λειβαρτζινοί, την 1η του Οκτώβρη του 1825, όταν πληροφορήθηκαν την επιστροφή του Ιμπραήμ στην Τριπολιτσά.
     Φτάνοντας ο Ιμπραήμ στην περιοχή, λεηλάτησε την μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στα Τριπόταμα, η οποία τότε ήταν μετόχι της Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου. Στη θέση Διπόταμο, στο Λειβαρταινό, έγινε κάποια μάχη και από τότε το καταράχι εκείνο είναι γνωστό ως  Μπραϊμοκατάραχο. Οι Λειβαρτζινοί έμαθαν για την επέλασή του το πρωί στην εκκλησία του αγίου Γεωργίου και αμέσως έφυγαν προς τα βουνά. Λειτουργούσαν εκείνη την ημέρα δύο ιερείς: Ο παπα-Μασούρας και ο παπα-Γιώργης Οικονόμος. Ο πρώτος πέθανε μέσα στην εκκλησία από ανακοπή. Ο δεύτερος τελείωσε μόνος του τη Λειτουργία, πήρε τα άμφια και τα ιερά σκεύη και κατέφυγε σε μια σπηλιά, τη «Σπηλιά Κονόμου», όπου εκεί ιερουργούσε το επόμενο χρονικό διάστημα, έχοντας για αγία Τράπεζα μια μεγάλη πέτρα. Φαίνεται ότι τελικά ο Ιμπραήμ δεν έφτασε και δεν επιτέθηκε στο Λειβάρτζι.
     Μετά την απελευθέρωση, το Λειβάρτζι γνώρισε μεγάλη άνθηση. Ως έδρα του Δήμου Ψωφίδος είχε πολλές δημόσιες υπηρεσίες και εξελίχθηκε σε μεγάλο εμπορικό και πνευματικό κέντρο της περιοχής. Από τα φημισμένα σχολεία του ξεπήδησαν εξέχουσες προσωπικότητες και πνευματικοί άνθρωποι μεγάλου ύψους. Είναι η γενέτειρα μεγάλων Ευεργετών του χωριού, της Επαρχίας και της Πατρίδος. Και σήμερα, εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο στο πολιτιστικό και ιστορικό γίγνεσθαι της περιοχής.
----------------------------------------------
Σημείωση: Οι φωτογραφίες, πλην της ασπρόμαυρης, είναι του Λευτέρη Αβραμίδη


Πηγές:
Φωτίου Χρυσανθόπουλου (Φωτάκου): ΒΙΟΙ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΩΝ ΑΝΔΡΩΝ.
Περικλή Π. Δουδούμη ή Ντουμτούμη: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΩΜΟΠΟΛΕΩΣ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ.
Αθανασίου Θ. Λέλου: ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΡΧΑΙΑΣ ΨΩΦΙΔΟΣ ΚΑΙ ΛΕΙΒΑΡΖΙΟΥ.
Αθανασίου Τζώρτζη: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 13.2.2021

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021

Λαογραφικά της φωτιάς

     Για τον Τιτάνα Προμηθέα, που έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους, υπάρχουν πολλές εκδοχές της μυθολογίας. Για να τιμωρηθεί, όμως, τόσο αυστηρά και φρικτά από τον Δία για την ενέργειά του αυτή, αλυσοδεμένος στην κορυφή του Καυκάσου κι ένας αετός να του κατέτρωγε το συκώτι κάθε μέρα, σημαίνει ότι η φωτιά ήταν κάτι πολύτιμο για τους θεούς, που δεν έπρεπε να την ξέρουν οι άνθρωποι! Κι αν αναλογιστεί κανείς, πως στη σύγχρονη εποχή της ταχύτητας του φωτός υπάρχουν άνθρωποι που ακόμα ανάβουν φωτιά με τη μέθοδο της τριβής των ξύλων, εύκολα φαντάζεται το πόσο μπροστά, αλλά και πόσο «πίσω» είναι ακόμα η ανθρωπότητα!
     Απαραίτητη για το μαγείρεμα τη θέρμανση, το φωτισμό, την τεχνολογία, και πολλές ακόμα χρήσεις, έφερε επανάσταση στη ζωή του ανθρώπου με την ανακάλυψή της. Αξιοσημείωτο ότι χρήσεις της προ πολλών εκατοντάδων αιώνων, βρίσκουν και σήμερα την ίδια εφαρμογή, π.χ. στη διαμόρφωση των μετάλλων. Εξ ίσου αξιοσημείωτη η συμβολή της στη συγκέντρωση της οικογένειας γύρω από το τζάκι, όπως και προ Χριστού, που η θεά Εστία μεριμνούσε για την οικογένεια και την οικογενειακή ζωή.
     Εκτός από τις επιστημονικές έρευνες που το καταδεικνύουν, όλοι μας έχουμε διαπιστώσει τη χαλάρωση και την αποβολή του άγχους και του στρες που νοιώθουμε κοντά της, όταν απολαμβάνουμε την πολύτιμη ζεστασιά της το χειμώνα στο τζάκι κι ακούμε τη «φωνή» της από τις φλόγες της που τρεμοπαίζουν. Το σκάσιμο των ξύλων είναι η δική τους διαμαρτυρία για την προς χάρη μας θυσία τους! Απόλυτα δικαιολογημένα, λοιπόν, έλεγαν οι γονείς μας και οι παππούδες μας ότι «η φωτιά είναι παρέα»! Και, οπωσδήποτε, καθόλου τυχαίο που το πατροπαράδοτο τζάκι δεν έχει χάσει την αίγλη του και την αξία του, παρ’ όλο που η τεχνολογία κινείται με πολύ μεγάλες ταχύτητες.  Όσο όμως είναι ευεργετική η φωτιά, πολύ περισσότερο μπορεί να αποβεί  καταστροφική, αν δεν προσεχθεί.
     Πολλές παροιμίες, πολλά τα τραγούδια της, αλλά και πολλά τα έθιμά της και όχι μια φορά το χρόνο. Το δωδεκαήμερο φροντίζουν να καίει συνέχεια, μέρα και νύχτα, για να μην μπαίνουν οι Καλικάντζαροι στο σπίτι. Συνηθισμένο κι ένα μαγκάλι αναμμένα κάρβουνα στο μύλο τις μέρες αυτές, αφού οι Καλικάντζαροι τη φοβούνται και θα το σκεφτούν πολύ να μπουν να πειράξουν το μυλωνά, ν’ ανακατέψουν και να μαγαρίσουν το αλεύρι και να προκαλέσουν ζημιές στο μύλο.
     Το τηρούμενο έθιμο των ημερών των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς, «το πάντρεμα» ή κατ’ άλλους το «αρραβώνιασμα της φωτιάς», αποκτά πάντα τελετουργικό χαρακτήρα και με διάφορες παραλλαγές από περιοχή σε περιοχή. «Πάντρεμα» ή «αρραβώνιασμα» είναι ξύλα από διαφορετικά δέντρα που βάζουν να καούν μαζί.   Κάποιοι χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και λίγο κρασί, ψάλλοντας τροπάρια των ημερών ή τραγουδώντας ανάλογα. Ο αριθμός των ξύλων ή το είδος του δέντρου συμβολίζει το νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και τα άλλα μέλη της οικογένειας και το τελετουργικό γίνεται για την υγεία τους, την ευτυχία τους και την ευημερία του σπιτιού. Σύμφωνα με κάποιες δοξασίες, εκείνη την ώρα που δεν αλλάζει μόνο ημέρα, αλλά και χρόνος, όποια ευχή η όποια κατάρα και αν κάνει ο άνθρωπος αυτή «θα πιάσει τόπο».
     Στην Ήπειρο αλλά και σε άλλες περιοχές, γυρνώντας από την εκκλησία ανήμερα τα Χριστούγεννα, πρώτη τους δουλειά είναι να βάλουν στο τζάκι χλωρά κλαριά από πουρνάρι και τη στιγμή που καίγονται εύχονται να γεννιούνται θηλυκά ζωντανά, για να μεγαλώσει το κοπάδι. Στην πόλη των Ιωαννίνων, αλλά και σε άλλες πόλεις και χωριά της Ηπείρου, το βράδυ της αποκριάς πρωταγωνιστούν οι γνωστές «τζαμάλες»: Πολύ μεγάλες φωτιές σε κάθε πλατεία, όπου μέχρι το ξημέρωμα της Καθαράς Δευτέρας γύρω της τραγουδούν και χορεύουν μεταμφιεσμένοι. Σε μια άκρη της φωτιάς βράζει μεγάλο καζάνι με φασολάδα για τους συμμετέχοντες και τους περαστικούς.


Τζαμάλες στα Γιάννενα
(Φωτογραφία: https://www.travelstyle.gr/tzamales-apokriatiko-ethimo-iwannina-gledi/
)


     Πρωταγωνιστικός ο ρόλος της φωτιάς και στα έθιμα του αϊ-Γιάννη του Κλήδονα (24 Ιουνίου-κυρίως όμως την παραμονή το βράδυ). Για το «πήδημα της φωτιάς» το βράδυ αυτό, υπάρχουν διάφορες δοξασίες: Άλλοι λένε πως έτσι… φύγουνε οι ψύλλοι και οι κοριοί! Κάποιοι κάνουν ευχές για καλή υγεία και απαλλαγή από κάθε κακό. Για άλλους το έθιμο προβάλλει τη διάσταση της καθαρτήριας δύναμής της. Ορισμένοι κρατούν μια πέτρα και τη στιγμή του πηδήματος την πετούν πίσω, να φύγουν/να μείνουν πίσω και μακριά όλα τα κακά. Εδώ δεν έλειπαν, φυσικά, και τα… παρατεταγμένα ανδρικά μάτια, κοιτάζοντας διακριτικά αδιάκριτα τη στιγμή που τα κοριτσόπουλα πήδαγαν τη φωτιά, αφού το παντελόνι ήταν αυστηρά ανδρικό ένδυμα!
     Όταν η φωτιά δεν ανάβει εύκολα, της λέμε «γλυκόλογα» και την «καλοπιάνουμε»! Της «λέμε» ότι «θα ψήσουμε πολλά κρέατα, θα μοσχοβολήσει το σπίτι, η γειτονιά, ο μαχαλάς και το χωριό ολόκληρο»! Τότε αυτή «χαίρεται» και ανάβει! Δεν τη βλαστημάμε, δεν τη μουτζώνουμε κι ούτε της γυρίζουμε την πλάτη, γιατί είναι γρουσουζιά. Ένα αναμμένο ξύλο (δαυλί) μας προστατεύει από τα ξωτικά και τον «οξαποδώ, τη νύχτα που θα βγούμε έξω. Αν δεν μπορούμε να έχουνε ή να κρατήσουμε δαυλί, ένα αναμμένο τσιγάρο κάνει το ίδιο. Όταν κατά την καύση των ξύλων απελευθερώνονται αέρια από εγκλωβισμένη σε αυτά υγρασία και η φωτιά «φυσάει», τότε ή κάποιος μας μελετάει, ή κάποιος μας γλωσσοτρώει. Θεωρείται και το καταλληλότερο μέσο να λυθούν (να καούν) τα κάθε είδους αντικείμενα που έχουν χρησιμοποιηθεί για τα μάγια, εφ’ όσον βρεθούν και αφού «διαβαστούν» από «ειδικούς».
 
     Γνωστές παροιμίες κα παροιμιώδεις εκφράσεις:
-  Το στραβό ξύλο στη φωτιά θα σ(ι)άξει.
-  Μην παίζεις με τη φωτιά.
-  Βάζω τα χέρια μου στη φωτιά (για κάποιον).
-  Πέφτω στη φωτιά (για κάποιον).
-  Άλλος ανάφτει τη φωτιά κι άλλος τη συνταυλάει.
-  Καπνός χωρίς φωτιά δεν βγαίνει.
-  Μην ανάβεις φωτιές που δεν μπορείς να σβήσεις.
-  Μη βάζεις φωτιές.
-  Φωτιά και λάβρα.
-  Το νερό με τη φωτιά φίλοι δεν γίνονται.
-  Η φωτιά με τ’ άχυρα δεν κάνουν μαζί.
-  Μην παίζεις με τη φωτιά.
--------------------------------
 
Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια «ΕΛΛΑΔΙΚΗ»
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.2.2021

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Τα παιδιά και τα κορίτσια

     Είχε ετοιμαστεί κατάλληλα από μέρες ο μπάρμπ’-Αντώνης και πήγε με τη γυναίκα του στο νοσοκομείο στην πόλη, για την προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση. Αν και τον είχε βεβαιώσει ο γιατρός που τον παρακολουθούσε ότι «μισής ώρας δουλειά θα είναι όλο κι όλο», είχε τις ανησυχίες του και τους φόβους του, όπως καθένας στη θέση του.
     Έγινε η εισαγωγή του στο νοσοκομείο για τον απαραίτητο προεγχειρητικό έλεγχο κι όλα πήγαιναν καλά. Άρχισε αμέσως τις γνωριμίες με τους άλλους ασθενείς του θαλάμου, κοινωνικός καθώς ήταν, και όσο άκουγε από τους ίδιους ότι πήγαιναν καλά μετά την επέμβαση, έπαιρνε και ο ίδιος θάρρος. 
     Το προηγούμενο απόγευμα της εγχείρησης έκανε επίσκεψη ο αναισθησιολόγος να ενημερωθεί για το ιστορικό του. Από τις πρώτες ερωτήσεις του γιατρού ήταν και πόσα παιδιά έχει.
     «Τρία», απάντησε ο μπάρμπ’-Αντώνης.
     Αμέσως παρεμβαίνει κάπως ενοχλημένη η προϊσταμένη της κλινικής, που συνόδευε τον αναισθησιολόγο:
      «Καλέ, κύριε Αντώνη, γιατί λέτε ψέματα στο γιατρό; Εσείς δεν είπατε το πρωί στο γιατρό που θα σας χειρουργήσει ότι έχετε πέντε;»
     «Για παιδιά με ρώτησε, όχι για κορίτσια. Τρία παιδιά έχω. Τα άλλα δύο είναι κορίτσια», ήταν η απάντηση του μπάρμ’-Αντώνη!
 
Ν.Π., 9.2.2021