Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

ΠΕΡΙ ΣΥΓΚΑΛΥΨΗΣ


     Ένα χρόνος από την τραγωδία των Τεμπών και κάποιες σκέψεις μου στριφογυρίζουν στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου, με τον τίτλο «περί συγκάλυψης».
     Στο κεφάλαιο ΚΗ΄ του Ευαγγελίου του Ματθαίου, τα εδάφια 11-15 αναφέρονται στην Ανάσταση του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Χριστός αναστήθηκε την ώρα που οι φρουροί κοιμόντουσαν και μόλις ξύπνησαν είδαν τον τάφο του άδειο. Αμέσως τότε, ορισμένοι της φρουράς (της κουστωδίας) ενημέρωσαν τους αρχιερείς. Αντιλαμβανόμενοι κι εκείνοι το δικό τους μερίδιο ευθύνης, έκαναν συμβούλιο με τους ανωτέρους τους και αποφάσισαν να δωροδοκήσουν τους στρατιώτες της φρουράς, για να πουν εκείνοι ότι την ώρα που κοιμόντουσαν τη νύχτα, πήγαν οι Μαθητές Του κι έκλεψαν το Σώμα Του. Τους συμβούλεψαν, μάλιστα, πως αν φτάσει αυτό στ’ αυτιά του ηγεμόνα, οι ίδιοι οι πρεσβύτεροι θα τον πείσουν και θ’ απαλλάξουν τους στρατιώτες από κάθε ευθύνη. Οι στρατιώτες πήραν τα χρήματα της δωροδοκίας κι έπραξαν όπως τους είπαν. Και διαδίδεται αυτό μεταξύ των Ιουδαίων μέχρι σήμερα. Κλασικό παράδειγμα, ίσως και «μάθημα» συγκάλυψης. Ακολουθούν τα εδάφια 11-15 του κεφαλαίου ΚΗ΄:
     «Πορευομένων δὲ αὐτῶν, ἰδού τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα. Καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες· εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες, ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων. Καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν. Οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν. Καὶ διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ Ἰουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον».
------------------------------------------
Εικόνα ανάρτησης: https://workenter.gr/dystychima-sta-tebi-stochos-epetefchthi-pano-apo-570-000-ypografes-sto-psifisma-670786
 
Ν.Π. 27.2.2024


 


Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Σιωπηλοί δάσκαλοι (διήγημα)

     Ανηφόρισε ντυμένος στα ζεστά για το ξωκκλήσι του αϊ-Λιά ο Χαρίλαος, κρατώντας ένα μπουκάλι λάδι στο χέρι, ν’ ανάψει τα καντήλια. Σε δυο τρεις μέρες έβγαινε ο Μάρτης και τα πολλά χιόνια είχαν λιώσει. Μόνο σε αποσκερά μέρη κράταγε ακόμα και το κρύο έτσουζε για τα καλά, τι κι αν πέρασε του Ευαγγελισμού και σε δέκα-δώδεκα μέρες ερχόταν το Πάσχα.
     Οικογενειακός προστάτης τους ο προφήτης Ηλίας, από πολύ μικρή ηλικία πήγαινε κι άναβε τα καντήλια και φρόντιζε το εκκλησάκι και τώρα κόντευε να πενηνταρίσει. Πολλές φορές προσευχόταν εκεί και ζητούσε βοήθεια από τον άγιο, για τις δυσκολίες που παρουσιαζόντουσαν μπροστά του, τις μικρότερες σ’ εκείνη την ηλικία και τις μεγαλύτερες αργότερα. Και μετά από κάθε ανακούφιση, πάλι στον προφήτη Ηλία να τον ευχαριστήσει. Πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, και στο πήγαινε και στο έλα και μέσα στην εκκλησία, έλεγε ορισμένους ψαλμούς που ήξερε απέξω κι έψελνε και ορισμένα τροπάρια, με πρώτο του προφήτη Ηλία, «ο ένσαρκος άγγελος, των Προφητών η κρηπίς, ο δεύτερος Πρόδρομος, της παρουσίας Χριστού…». Κι αμέσως μετά το τροπάριο του αγίου Νικολάου, «κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος…», εικόνα του οποίου ο ίδιος είχε αφιερώσει στο ξωκκλήσι, αφού η ζωή τον έκανε και «θαλασσινό» για ένα μικρό διάστημα. «Θαλλασινός ο αϊ-Νικόλας, πρώην θαλασσινός κι ο αϊ-Λιάς, σμίξανε κι οι δυο τους εδώ, κι ανάμεσά τους εγώ!», ψέλλιζε κάποιες φορές, κοιτάζοντας πότε την εικόνα του ενός αγίου, πότε του άλλου. Μόλις τελείωνε το άναμμα των καντηλιών, έβαζε και θυμίαμα κι αμέσως μετά φρόντιζε να είναι το κάθε τι στη θέση του και όπως πρέπει στον Οίκο Του Θεού, μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, απολαμβάνοντας παράλληλα Θεία κατάνυξη.
     Γράμματα πολλά δεν είχε μάθει ο Χαρίλαος. Τα λίγα που κατάφερε, τα έμαθε στις τρεις μόνο τάξεις του δημοτικού που πήγε, όμως τα καλλιέργησε. Διάβαζε ό,τι περνούσε από τα χέρια του, από παλιά εφημερίδα που μπορεί να εύρισκε πεταμένη, μέχρι και βιβλία που μπορεί να του χάριζαν ή και, πολύ σπάνια, να αγόραζε ο ίδιος. Έτσι, είχε φτιάξει στο σπίτι του μια μικρή βιβλιοθήκη, που δύσκολα μπορούσες να δεις σε άλλο σπίτι του χωριού του. Συχνά καθόταν και στο ψαλτήρι στην εκκλησία τις Κυριακές και τις γιορτές. Του άρεσε περισσότερο να λέει το «πιστεύω», το «πάτερ ημών» και να διαβάζει τον Απόστολο, όχι ότι δεν έψελνε και ορισμένα τροπάρια.
     Έμεινε πιστός στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο χωριό του, στον αέρα του βουνού, στο πατρικό του σπίτι και κοντά με τους γονείς του. Δυο χρόνια μόνο έφυγε μακριά τους, που του δόθηκε μια ευκαιρία και ταξίδεψε στα καράβια, ως θαλαμηπόλος. Γρήγορα κατάλαβε, όμως, ότι δεν τον σήκωνε ούτε η ξενιτιά, ούτε η θάλασσα. «Εγώ είμαι βουνίσιος!... Τι δουλειά έχω εγώ στα κύματα;... Δεν είναι για μένα η αλμύρα της θάλασσας… Δεν κάνω εγώ μακριά από τον τόπο μου…», έλεγε συχνά στον καπετάνιο του και συχνότερα στον εαυτό του. Όταν έπιασε λιμάνι το καράβι του στον Πειραιά, κατέβηκε και γύρισε στο χωριό του, αγνοώντας τις «σειρήνες» του ίδιου του καπετάνιου και των άλλων ναυτικών του πλοίου.  
     Τον είχε διδάξει και η σοφία των μεγαλύτερων και των γεροντότερων του χωριού του. Τον είχε διδάξει και η ίδια η φύση, που ποτέ δεν σταμάτησε να την απολαμβάνει και να τη θαυμάζει, ζώντας πάντα το μεγαλείο της, από το ένα καλοκαίρι μέχρι το άλλο κι από τον ένα χειμώνα μέχρι τον άλλον. Μα πάντα ανακάλυπτε όλο και κάτι καινούργιο, που δεν είχε τύχει να το προσέξει άλλες φορές κι ας βρισκόταν συνέχεια στην αγκαλιά της, απολαμβάνοντας τα χάδια της κι απολαμβάνοντας και κι εκείνη τα δικά του χάδια.
     Τον τελευταίο καιρό, μετά το ατύχημα της αδελφής του, της Αθηνάς, είχε πυκνώσει τις επισκέψεις του στο ξωκκλήσι. Τρεις και τέσσερις φορές τη βδομάδα ανηφόριζε τα απογεύματα, κάνα εικοσάλεπτο στο ανέβα και λίγο λιγότερο στο κατέβα. Χώρια οι φορές που έμπαινε στο ξωκκλήσι, είτε να βάλει ένα κεράκι, είτε να γλιτώσει τη βροχή και τον αέρα, και μπορεί αυτές να ήταν οι περισσότερες, αφού εκεί γύρω έβοσκε το μικρό κοπάδι του. Συνεχείς οι θερμές προσευχές του να ξεπεράσει το πρόβλημά της για την ίδια, την οικογένειά της και όλους γύρω της που την αγαπούσαν και την νοιάζονταν. Εφτά αδέρφια ήταν, τα δυο τελευταία κορίτσια και πιο χαϊδεμένη η Αθηνά, που ήταν και η μικρότερη. «Τη ξηράς οι φουρτούνες, είναι κάτι φορές μεγαλύτερες από τις φουρτούνες της θάλασσας», αναλογιζόταν όταν συναντούσε μεγάλα αδιέξοδα στη ζωή του κι εύρισκε καταφύγιο στον αϊ-Λιά.
     Προσευχόταν σκυμμένος μπροστά από την εικόνα του αγίου, χωρίς να νοιώθει άξιος να τον κοιτάξει στο πρόσωπο. Και όταν στο τέλος κάθε προσευχής τολμούσε και σήκωνε το βλέμμα του με δέος, του φαινόταν ότι εκείνος τον κοίταζε κατάματα και του χαμογελούσε πάνω από το άρμα του. Πόση αισιοδοξία και πόσες ελπίδες του έδινε αυτή η στιγμή! Μα σαν περνούσε λίγο διάστημα, πάλι η ανθρώπινη αδυναμία και οι φόβοι τον βύθιζαν στις άσχημες σκέψεις του και ήθελε να βρεθεί και πάλι στον ιερό εκείνο χώρο να αντλήσει δύναμη.
     Έτσι κι εκείνο το χειμωνο-ανοιξιάτικο απόγευμα του Μάρτη, λίγο πριν την ώρα του εσπερινού. Μα πριν ακόμα φτάσει, περιμένοντας όπως και άλλες φορές να συναντήσει το «χαμόγελο» του αγαπημένου του αγίου και γείτονά του, το βλέμμα του σταμάτησε σ’ ένα μέρος που δεν το έβλεπε καθόλου ήλιος και κρατούσε ακόμα χιόνι εκεί. Παρατήρησε ότι μέσα από το χιόνι είχαν ξεφυτρώσει κάμποσα κίτρινα λουλούδια, από τα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης που ερχόταν.
     Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε μια τέτοια εικόνα, τόσους χειμώνες στη φύση και στη ζωή του βουνού ο Χαρίλαος, μα δεν θυμόταν να της είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Σταμάτησε το βήμα του κι έμεινε ακίνητος εκεί, σαν μαρμαρωμένος, με το βλέμμα καρφωμένο επάνω τους. Και δεν ήταν μόνο η απορία. Ήταν και ο θαυμασμός και ο προβληματισμός. Λίγες φορές έτυχε να κάτσει να σκεφτεί κάπως βαθύτερα για τους νόμους της φύσης σε παρόμοια φαινόμενα και τα ξεχωριστά μηνύματα που μπορούν να στείλουν. «Η δύναμη της θέλησης κάνει και τα λουλούδια να μην υπολογίζουν ούτε το κρύο όυτε το χιόνι και να βγαίνουν ακμαιότατα και ζωηρά με τέτοια παγωνιά… Όπως κάνουν και ορισμένοι άνθρωποι, για την επιδίωξη κάθε ευσεβούς πόθου… Και ποια είναι δύναμη των λουλουδιών;», αναρωτήθηκε κι αμέσως απάντησε ο ίδιος στη δική του απορία και τα μάτια του έλαμψαν: «Ένα πολύ τρυφερό βλασταράκι, μα πολύ μεγαλύτερη δύναμη η θέλησή τους!». Χαμογέλασε με θαυμασμό και συνέχισε τη σκέψη του, κουνώντας και το κεφάλι του, σαν επιβεβαίωση: «Σιωπηλοί δάσκαλοι τα μηνύματα από τη φύση, που μας διδάσκουν με το δικό τους τρόπο»!
     Έκανε το σταυρό του με το βλέμμα στο κάτασπρο εκκλησάκι, ψελλίζοντας λέξεις από την ευχή του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανίων: «Μέγας εί, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων Σου». Συνέχισε χαρούμενος, αισιόδοξος και ήδη αναβαπτισμένος τα λίγα μέτρα που απόμεναν ακόμη, μέχρι να φτάσει και ν’ ανάψει τα καντήλια. Αυτή τη φορά, το χαμόγελο του προφήτη Ηλία το είδε πριν ακόμα φτάσει στο ξωκκλήσι του! Ένοιωθε να του χαμογελούσε και ό άγος Νικόλαος από τη διπλανή εικόνα! 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.2.2024

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024

Η κατάλυση των δέκα εντολών

             

   Όλες οι μεγαλύτερες σήμερα γενιές, αλλά και οι γενιές του παρελθόντος, διδαχθήκαμε στο σχολείο τις «δέκα εντολές», που έλαβε ο Μωυσής στο όρος Σινά. Και όχι απλά τις διδαχθήκαμε, αλλά τις μαθαίναμε υποχρεωτικά απέξω, κάτι που δεν μας έκανε κακό κι ακόμα τις θυμόμαστε. Δεν θ’ αναφερθούμε στο ιστορικό στης παράδοσης των εντολών από το Θεό, ούτε θα εμβαθύνουμε στη σημασία τους, αλλά στο ότι πολύ εύκολα διαπιστώνουμε πως όλες έχουν «ανατραπεί» και μαζί μ' αυτές πολλές ισορροπίες που κράτησαν αιώνες.
     Αναμφισβήτητα δεν είναι τωρινό φαινόμενο η κατάλυση των δέκα εντολών, όμως συν τω χρόνω λαμβάνει όλο και νέες διαστάσεις. Πέρα από θρησκευτικές εντολές, είναι και ηθικοί νόμοι, γι’ αυτό οι άνθρωποι, περισσότερο οι χριστιανοί, βεβαίως, επεδείκνυαν σεβασμό σ' αυτές. Η χαλάρωση των ηθών και των Αξιών φέρνει κι εδώ αρνητικά και ανησυχητικά αποτελέσματα.
     Οι τέσσερις πρώτες ρυθμίζουν τις σχέσεις του ανθρώπου με το Θεό και οι άλλες έξι τις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Ο Χριστός τις «συμπύκνωσε» σε δύο: «Το αγαπάν αυτόν (Τον Θεόν) εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της συνέσεως και εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της ισχύος, και το αγαπάν τον πλησίον ως εαυτόν» (κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, ΙΒ΄, 30). Όμοιο και το εδάφιο 29 από το ΙΒ΄ κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Λουκά. «Πρώτη πάντων εντολή: Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου. Δευτέρα (εντολή) δε ομοία, αύτη: και τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
     Ας τις φρεσκάρουμε στη μνήμη μας και ας δούμε με μερικά ενδεικτικά και γνωστά σε όλους μας παραδείγματα, πώς έχουν καταλυθεί και στο παρελθόν και καταλύονται πολύ συχνά κάθε μέρα:
     Εντολή πρώτη: «Εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου. Ουκ έσονταί σοι θεοί έτεροι πλην εμού». «Μεγάλος» και «υπέρτατος θεός» και σήμερα και άλλες εποχές το χρήμα και μπορεί να ακολουθεί κάτι άλλο, π.χ. μια ποδοσφαιρική ομάδα.
     Εντολή δεύτερη:  «Ου ποιήσεις σεαυτώ είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω και όσα εν τοις ύδασιν υπό κάτω της γης». Συναφής με την πρώτη και η δεύτερη, αφού αρκετές φορές τα «είδωλα» λατρεύονται περισσότερο από τα «αντικείμενα».
     Εντολή τρίτη: «Ου λήψει το όνομα Κυρίου τού Θεού σου επί ματαίω». Πόσες και πόσες φορές δεν χρησιμοποιούμε το Όνομα Του Θεού «για το «τίποτα», μόνο και μόνο για να γίνουμε πιστευτοί, π.χ. στους συνομιλητές μας.
     Εντολή τέταρτη: «Μνήσθητι την ημέραν του Σαββάτου αγιάζειν αυτήν. Έξ ημέρας εργά και ποιήσεις πάντα τα έργα σου, τη δε εβδόμη Σάββατα Κυρίω τω Θεώ σου». Η ημέρα αργίας των Ιουδαίων, το Σάββατο, έχει μεταφερθεί στην Κυριακή στη Χριστιανοσύνη, λόγω της Ανάστασης του Κυρίου και ως ημέρα Κυρίου. Ποιος την τιμάει όπως πρέπει, όμως;
     Εντολή Πέμπτη: «Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, ίνα εύ σοι γένηται, ίνα μακροχρόνιος γένη επί της γης». Είναι και ο σεβασμός στους γονείς που καθημερινά και από πολλούς δοκιμάζεται. Κι εκτός τούτου, αναφέρεται σαφώς σε πατέρα και μητέρα και όχι «γονέα 1» και «γονέα 2».
     Εντολές έκτη και έβδομη: «Ου μοιχεύσεις»«ου κλέψεις»: Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν ίσχυαν και τα αντίθετα σε κάθε περίοδο της ιστορίας;
     Εντολή όγδοη: «Ου φονεύσεις». Πέρα από τους φόνους, που πολύ συχνά γίνονται για οικονομικούς και άλλους λόγους, τον τελευταίο καιρό οι γυναιοκοκτονίες από κάποιους συζύγους έχουν «αυξητική πορεία», χωρίς να είναι άγνωστες και οι ανδροκτονίες από κάποιες συζύγους.
     Εντολή ένατη: «Ου ψευδομαρτυρήσεις κατά τού πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδή». Όχι μόνο με πολύ μεγάλη ευκολία στην καθημερινότητα έχουμε το ψέμα «ψωμοτύρι», αλλά διαβάζουμε και ακούμε για ψευδομαρτυρίες ακόμα και μέσα σε δικαστικές αίθουσες.
     Εντολή δέκατη: «Ουκ επιθυμήσεις όσα τω πλησίον σου εστί». Η «επιθυμία», τόσο περιουσιακών αντικειμένων με την έννοια της ζηλοφθονίας, όσο και ανθρώπων του «πλησίον» (π.χ. τη γυναίκα του), δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο. Και, συνήθως, η επιθυμία δεν παραμένει μόνο «κρυφή».
-----------------------------------------
Εικόνα ανάρτησης:
https://orthodoxoiorizontes.gr/Palaia_Diathikh_Biblio/H_istoria_tou_Mwush/H_Mwsaikh_nomothesia.htm
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.2.2024

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024

Καταιγίδα (ποίημα)



                            Τα σύννεφα πυκνώνουνε κι απλώνεται μαυρίλα.
                            Γύρω φυσάει δυνατά, θα φέρει καταιγίδα.
                            Φαινόμενα που ανησυχούν και κεραυνοί τρομάζουν
                            και τα δεινά που έρχονται, απίστευτα μας μοιάζουν.
                            Είναι της φύσης στεναγμοί. Κάποιοι την μαστιγώνουν
                            μ' αλύπητα χτυπήματα κι άπονα την πληγώνουν.
                            Κι η φύση θα εκδικηθεί, πολλοί αυτό το λένε.
                            Θα 'ναι για όλους η ζημιά, που φταίνε και δεν φταίνε.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.2.2024

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

Στο κυνήγι των «like» (άρθρο)


    Είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση, ότι το κινητό τηλέφωνο έχει αναβαθμιστεί τόσο πολύ, που ενώ ξεκίνησε από ένα απλό μέσο συνομιλίας, έχει φτάσει πλέον να είναι ένας ακριβός, εύχρηστος και λεπτομερής «υπολογιστής τσέπης», πρωταγωνιστώντας στη ζωή μας, ίσως περισσότερο από κάθε τι άλλο. Μόνιμο φαινόμενο και όλες τις ώρες του 24ώρου εξαρτημένοι και απομονωμένοι κάθε ηλικίας άνθρωποι σκυμμένοι επάνω του, είτε περπατώντας στο δρόμο, είτε ταξιδεύοντας, είτε περιμένοντας το λεωφορείο στη στάση, ακόμα και τρώγοντας, χωρίς να ενδιαφέρονται για το τι μπορεί να γύρω τους και στον κόσμο. Άλλοι πάλι συναντιούνται να μιλήσουν, να γνωριστούν καλύτερα, να επικοινωνήσουν δια ζώσης, αλλά απομονώνονται κι αυτοί και αφοσιώνονται σκυμμένοι στο κινητό τους τηλέφωνο.
     Όσο η διαδικτυακή επικοινωνία έμπαινε όλο και πιο πολύ στη ζωή μας, πιστεύαμε ότι θα η γνώση και η επικοινωνία θα αναβαθμίσει και το επίπεδό μας και θα μας δώσει κίνητρα επί τα βελτίω. Πιστεύαμε ότι θα γίνουμε περισσότερο προσεκτικοί στις εκφράσεις μας και στις συμπεριφορές μας, αφού πολλά ζευγάρια μάτια μας παρακολουθούν και άλλα τόσα αυτιά μας ακούνε. Όμως, «καθημερινότητα» πλέον και οι «φτηνές» αναρτήσεις, οι απρεπείς και κάποιες φορές απρεπέστατες εκφράσεις, ακόμα και ύβρεις και βωμολοχίες μέσω διαδικτύου, καταδεικνύουν σαφέστατα την παιδεία των συνομιλούντων ή των σχολιαζόντων ένα θέμα, αλλά και όσων χρησιμοποιούν το μέσον ως «κλειδαρότρυπα». Θυμόμαστε οι μεγαλύτερες γενιές, πως αν υπήρχε εκνευρισμός και ένταση μέσα σ’ ένα σπίτι, λέγαμε «κλείστε τα παράθυρα να μην μας ακούσουν». Σήμερα όλη αυτή η συστολή, μάλλον θεωρείται ξεπερασμένη από κάποιους.
     Ας αφήσουμε πια και κάποιες δημοσιογραφικές ή δήθεν δημοσιογραφικές ιστοσελίδες που χρησιμοποιούν πολύ βαρύγδουπους τίτλους, του τύπου «χλώμιασαν οι Έλληνες» ή «πανικός στην Ελλάδα», χωρίς κανένα ουσιαστικό θέμα, μόνο και μόνο για να προσελκύσουν βλέμματα και να αυξήσουν τον αριθμό των επισκεπτών τους.
     Άπειρα θέματα και εικόνες ήσσονος σημασίας αναρτώνται στο διαδίκτυο, αν και πολλά είναι αρκετά διασκεδαστικά, προσδοκώντας ένα «κλικ» στη συσκευή εισόδου (στο «ποντίκι») του υπολογιστή ή μια στιγμιαία αφή με το δάχτυλο στην ένδειξη «μου αρέσει» («like») στο κινητό, κι αυτό είναι αρκετό για την «επιβράβευση» του θέματος και κατ' επέκτασιν του ίδιου του χρήστη που έκανε την ανάρτηση. Αν, μάλιστα, πρόκειται και για κάτι «πονηρό» που διεγείρει τη φαντασία, τότε τα βλέμματα μαγνητίζονται και μένουν κολλημένα επάνω του, με τα σχόλια να «παίρνουν φωτιά». Αλλά και σαν πόσες παρεξηγήσεις, μέχρι και διαπληκτισμοί(!) μεταξύ χρηστών του διαδικτύου έχουν ακουστεί, επειδή δεν έκαναν «like» οι μεν στους δε! Στον αντίποδα, σοβαρά και μεγάλα θέματα εξόχως ενδιαφέροντα ή άλλα που προβληματίσουν, που όμως προσπερνώνται αδιάφορα, σαν να μην μας απασχολεί τίποτα άλλο, παρά πώς θα περάσουμε τον καιρό μας, σπαταλώντας χρόνο στην περιήγηση του διαδικτύου, χωρίς να δείχνουμε ότι μας απασχολεί κάτι άλλο.       
     Τελικά, πρέπει να ομολογήσουμε ότι όσο πιο κοντά ερχόμαστε οι άνθρωποι μεταξύ μας, είτε ως συγκάτοικοι στα ίδια κτιριακά συγκροτήματα, είτε μέσω της τεχνολογίας, τόσο οι καρδιές μας απομακρύνονται, τόσο τα αισθήματά μας κρυώνουν, επιβεβαιώνοντας έτσι με τον πιο κραυγαλέο τρόπο και το λεχθέν από τον αξέχαστο Αντώνη Σαμαράκη, που τέθηκε και ως θέμα στην έκθεση των πανελληνίων εξετάσεων 1984. «Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα».
     Μια απορία, που θα μπορούσε να είναι και ερώτηση ταυτόχρονα, γεννάται απ’ όλα αυτά: Μήπως αυτή η ασυγκράτητη έφεση/εξάρτηση με την ηλεκτρονική και διαδικτυακή τεχνολογία, είναι ένα κολακευτικό εφεύρημα των κρατούντων τις τύχες των λαών στα χέρια τους, να κρατούν και τους λαούς απομονωμένους και αποπροσανατολισμένους, μακριά από την ενημέρωση για τα «δρώμενα» που μας ετοιμάζουν;
------------------------------------
Παρόμοιο άρθρο: https://nikolpapak.blogspot.com/2023/05/blog-post_7.html

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.2.2024

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024

Ο ΠΕΤΕΙΝΟΣ (ποίημα)


                                            Στο κοτέτσι, ο αρχηγός,
                                            στην αυλή καμαρωτός,
                                            ούτε μύγα στο σπαθί του,
                                            ποιος να μετρηθεί μαζί του;
 
                                            Κάθε λίγο και φουσκώνει
                                            και το μπόι του ορθώνει.
                                            «Κικιρίκου!», δυνατά,
                                            και ακούραστα ορμά.
 
                                           Το χαρέμι του μεγάλο,
                                           δεν τον φτάνει. Θέλει κι άλλο.
                                           Φτερουγίζει εδώ κι εκεί
                                           μ' όποια κότα που θα βρει.
 
                                           Πού να ήξερε, ο καημένος,
                                           πως μια μέρα βαφτισμένος
                                           μέσα σε βραστό νερό,
                                           για φαΐ λαχταριστό!
 
Πηγή εικόνας: https://www.efsyn.gr/stiles/yposimeioseis/106374_kammenos-peteinos

 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.2.2024

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

Η καρακάξα: Μυθολογικά και λαογραφικά στοιχεία



     Κατά την Ελληνική μυθολογία, η καρακάξα ήταν μία από τις τρεις κόρες του βασιλιά του Ορχομενού Μινύα, τις Μινυάδας, που μαζί με τις άλλες δύο αδελφές της αρνούνταν να πραγματοποιήσουν τελετές προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Περιέπαιζαν, μάλιστα, όσες και όσους πραγματοποιούσαν τις τελετές αυτές. Ο Διόνυσος τότε έλαβε μορφή νεαρού και όμορφου κοριτσιού και πήγε στον αργαλειό που ύφαιναν, για να τις κάνει ν’ αλλάξουν γνώμη. Μη έχοντας αποτέλεσμα αυτή η μεταμόρφωσή του, μεταμορφώθηκε σε ταύρο, πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια σε λιοντάρι και λεοπάρδαλη κι αφού ούτε τότε κατάφερε να τις συνετίσει, τις μεταμόρφωσε σε πουλιά με αποκρουστική μορφή: Τη μια σε νυχτερίδα, την άλλη σε κουκουβάγια και την τρίτη σε καρακάξα.
     Μας είναι γνωστή και από άλλη πηγή της αρχαιότητας, από τους διδακτικούς μύθους του Αισώπου. Μας λέει, λοιπόν, για την καρακάξα:
     Κάποτε τα πουλιά συγκεντρώθηκαν να εκλέξουν τον αρχηγό τους. Το καθένα πρόβαλε τα προτερήματά του και τις αρετές του. Ο αετός την υπεροχή του στα ύψη, το αηδόνι τη μελωδική φωνή του, το περιστέρι  ως σύμβολο της ειρήνης, το χελιδόνι τις πολλές γνώσεις που είχε αποκτήσει από τα ταξίδια του, η κουκουβάγια τη σοφία της, το παγώνι την ιριδιάζουσα πολυχρωμία του φτερώματός του κλπ. Δεν κατόρθωσαν, όμως, σε συμφωνία για την εκλογή του αρχηγού και το ανέβαλαν για την επόμενη μέρα, να έχουν χρόνο να το σκεφθούν. Η καρακάξα δεν είχε κάποιο προτέρημα να προβάλλει και τη νύχτα εφάρμοσε ένα πονηρό σχέδιο για να κερδίσει την αρχηγία: Ενώ τα άλλα πουλιά κοιμόντουσαν, πήγε και πήρε από το καθένα ένα πούπουλο και το κόλλησε επάνω της! Στην καθορισμένη συγκέντρωση της επόμενης ημέρας, πάλι το κάθε πουλί πρόβαλε τα προτερήματά του.
     «Βλέπω ένα πουλί, πολύ πιο όμορφο κι από εσένα, μα και πολύ ταπεινό. Όλοι λέμε τα καλά που έχουμε, μα εκείνο καθόλου δεν έχει ακουστεί. Επειδή είναι πολύ ταπεινό, καλό να είναι να μας μιλήσει για τον εαυτό του και προτείνω να κάνουμε αυτό αρχηγό μας», είπε η κουκουβάγια στο παγώνι, και όλα γύρισαν να θαυμάσουν το πολύ όμορφο και ταπεινό πουλί που έδειξε η κουκουβάγια.
      Κολακεύτηκε τόσο πολύ η καρακάξα από τα λόγια της, μα όσο κι αν  προσπάθησε να γλυκάνει τη φωνή της και να εντυπωσιάσει, δεν τα κατάφερε και αποκαλύφθηκε! Τότε τα άλλα πουλιά πρόσεξαν ότι έχει και δικά τους φτερά και πούπουλα επάνω της και, χωρίς να χάσουν χρόνο, όρμησαν και καθένα πήρε αυτό που του ανήκε. Έτσι, οι φιλοδοξίες της καρακάξας σταμάτησαν εκεί, αφού της έγινε μάθημα ότι οι εντυπώσεις που δημιουργούνται με κλεμμένες αρετές, γρήγορα γκρεμίζονται.
 
     Αν ο κόρακας θεωρείται από τους προληπτικούς ότι είναι προάγγελος κακών και συμφορών (π.χ. σοβαρής ασθένειας, θανάτου), περισσότερο απ’ όλα τα κορακοειδή μαυροπούλια, παρόμοια αντίληψη επικρατεί και για την καρακάξα κι ας μην είναι όλο το φτέρωμά της μαύρο. Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στο θορυβώδες κρώξιμό της, το οποίο δεν είναι καθόλου εύηχο.
     Η καρακάξα ξεχωρίζει για την μεγάλη-μακριά ουρά της, το χαρακτηριστικό κρώξιμό της και τη διχρωμία της, άσπρο και μαύρο φτέρωμα. Αν και υπάρχουν κι άλλα είδη με περισσότερους χρωματιστούς στο φτέρωμα, στη χώρα μας είναι περισσότερο διαδεδομένη η διχρωμία.
     Είναι επιθετικό πουλί, όσον αφορά την υφαρπαγή τροφής από άλλα πουλιά και ζώα, αλλά και από τον άνθρωπο. Με θράσος και ευκολία θα εισβάλει στη φωλιά άλλων πουλιών να φάει τ' αυγά τους, με την ίδια ευκολία και άνεση θα κλέψει και την τροφή άλλων ζώων, το ίδιο και το ψωμί του γεωργού από το ταγάρι του, στο χωράφι! Δεν θα διστάσει, επίσης, να φτάσει στο μπαλκόνι ή στο παράθυρο κάποιου σπιτιού, για αναζήτηση τροφής κι εκεί.
     Παλαιότερα, οι μητέρες που δούλευαν στα χωράφια, δεν άφηναν μακριά τους τα μωρά τους στην νάκα (ιδιόχειρο καλαθάκι μωρού-«πορτ-μπεμπέ»), από το φόβο μην πάει «και τους βγάλει τα μάτια η καρακάξα». Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού θεωρείται κλέφτρα ακριβών αντικειμένων. Αρέσκεται να ερευνά με το ράμφος της κοσμήματα που μπορεί να βρει. Ίσως, τα ματάκια του μωρού που γυαλίζουν να τα θεωρήσει κοσμήματα, αλλά  και… τροφή πρώτης επιλογής. Μαρτυρίες μεγαλύτερων αναφέρουν και τούτο: Νεκρούς που βρήκαν σε απομακρυσμένα μέρη, π.χ., βοσκούς στα βουνά, μία ή και περισσότερες μέρες μετά το θάνατό τους, «τα πουλιά τους είχαν βγάλει τα μάτια». Προφανώς πρώτα αυτά έφαγαν.    
     Η καρακάξα είναι μονογαμικό πουλί. Θεωρείται πολύ έξυπνη, τόσο, που μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της στον καθρέφτη, κάτι που συμβαίνει με πολύ λίγα άλλα ζώα.
     Αποτελεί εξαίρεση από τα άλλα είδη ζώων και πτηνών, που ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί. Και τούτο, γιατί ως «βρωμόπουλο», δεν είναι θήραμα προτίμησης των κυνηγών και δεν κινδυνεύει απ’ αυτούς. Σε περασμένες χρονικές περιόδους είχε επικηρυχθεί, αφού προκαλεί μεγάλες ζημιές στα σιτηρά.
     Εσφαλένα ορισμένοι την αποκαλούν και «κάργια» και άλλοι κίσσα. Η κάργια είναι μεν της ίδιας οικογένειας, των κορακοειδών, αλλά διαφορετικό πτηνό. Η κίσσα έχει ομοιότητα ως προς το μέγεθος με την κατακάξα, αλλά πολυχρωμία στο φτέρωμά της, διαφορές και στο ράμφος, και είναι περιζήτητος μεζές των κυνηγών.
Κίσσα

     Το συμπαθητικό κατά τα άλλα αυτό πουλί της φύσης, έχει θέση και σε άλλες πτυχές τις λαογραφίας μας. Ένα αίνιγμα, γνωστό από τα παιδικά χρόνια: «Καρακάξα μακρυνούρα, γρήγορη μαγερευτούρα. Τί είναι; Το τηγάνι». Ένα δεύτερο, που μου θύμισε ο συμμαθητής μου στο γυμνάσιο Αλέξης Φλέσιας: «Καρακάξα μαδημένη και στη φράχτη πεταμένη», είναι το τσαμπί από το σταφύλι, που φάγαμε τις ρόγες και το πετάξαμε. Κι ένα τρίτο, σε μορφή διαλόγου: « Γιατί τα καλά σύκα δεν τα τρώνε οι άνθρωποι; –Γιατί τα τρώνε οι καρακάξες»! Κι ακόμα, με τ’ όνομά της παρομοιάζουν τις λιγότερο όμορφες γυναίκες. Γνωστός και ο διάλογος του Λάμπρου Κωνσταντάρα με την Μήτση Κωνσταντάρα, στην ταινία «ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι»:
Μήτση Κωνσταντάρα: Κάποτε ήμουνα πουλί και μ΄ αγαπούσανε πολλοί!
Λάμπρος Κωνσταντάρας: Τί πουλί να ’σουνα, τρομάρα να σου ’ρθει; Το πολύ πολύ να ’σουνα καρακάξα!
----------------------------------------
Πηγές:
Εγκυκλοπαίδειες ΔΟΜΗ, ΧΑΡΗ ΠΑΤΣΗ
Εικόνες ανάρτησης: Διαδίκτυο - Βικιπαίδεια
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.2.2024
 

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: «Τί θα πει ο κόσμος;»!


     Είχαν περάσει πολλά χρόνια από τότε που τελείωσαν το σχολείο, στα δεκαοχτώ τους, και δεν ξανάσμιξαν οι συμμαθήτριες Κατερίνα και Αντριάνα. Πενηντάρες, πλέον, και πολύ πολύ ευχάριστη έκπληξη η συνάντηση και εύκολη η γνωριμία. Χαρές, σφιχταγκαλιάσματα, φιλιά, ξεφωνητά και δάκρυα συγκίνησης στο χάος της μεγαλούπολης! Χρήμα ο χρόνος, αλλά ξέκλεψαν λίγο για να πιούν στα γρήγορα ένα καφέ στην κοντινότερη καφετέρια, με τη θερμή υπόσχεση να ξαναβρεθούν σύντομα και να πουν πολλά περισσότερα. Θυμήθηκαν τα σχολικά τους χρόνια, τα πρώτα ερωτικά τους σκιρτήματα στα θρανία, ζαβολιές στους καθηγητές τους κι ένα σωρό άλλες ιστορίες που τις έκαναν για λίγο να πισωγυρίσουν στην όμορφη νιότη τους.
     Μίλησε για το γάμο της και με υπερηφάνεια για τα δυο παιδιά της που μόλις είχαν ολοκληρώσει τις σπουδές τους η Κατερίνα κι αμέσως μετά ρώτησε:
     «Εσύ, Αντριάνα, τι οικογένεια έχεις;».
     «Τρεις κόρες και το στερνοπούλι μου είναι αγόρι. Η μεγαλύτερη φέτος τελειώνει το λύκειο και ο μικρός πάει τετάρτη δημοτικού. Παντρεύτηκα λίγο μεγάλη, σε σχέση μ’ εσάς…».
     «Τέσσερα παιδιά;», θαύμασε η Κατερίνα και, χαριτολογώντας, συνέχισε: «Θυμάμαι που έλεγες στο σχολείο ότι ήσουν κατά του γάμου και ότι ήθελες να μείνεις ελεύθερη!».
     «Ναι, έτσι έλεγα και έτσι πίστευα, αλλά έφτασα να κάνω πολύτεκνη  οικογένεια, “για να μην πει τίποτα ο κόσμος!”».
     «Δηλαδή;…», ρώτησε η Κατερίνα.
     «Εγώ δεν είχα το νου μου καθόλου για γάμο τότε. Ονειρευόμουνα να είμαι ανεξάρτητη στη ζωή και χωρίς υποχρεώσεις. Όλα ξεκίνησαν από την “πλύση εγκεφάλου” των γονιών μου, και περισσότερο της μάνας μου, που συνέχεια μου λέγανε: “Δεν θα παντρευτείς; Τα χρόνια περνάνε. Τι θα πει ο κόσμος; Άλλες σαν κι εσένα έχουνε παιδιά…”. Κάθε μέρα αυτή δουλειά, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Τόσο πολύ με πίεζαν, που είχα περάσει τα είκοσι πέντε και ένοιωθα γεροντοκόρη! Φοβόμουνα ότι κι ο κόσμος κάπως έτσι θα μ’ έβλεπε και δεν έπεσα έξω: Μια μακρινή θεία μου μου “την είπε” χοντρά: “Αντριάνα, όλες οι κοπέλες στην ηλικία σου παντρευτήκανε κι έχουνε και παιδιά. Εσύ τί θα κάνεις; Σκέφτεσαι να πας καλόγρια;” Με πείραξε η κουβέντα της κι αφού “είχε αρχίσει να λέει ο κόσμος”, τι να έκανα κι εγώ; Είπα το μεγάλο “ναι” στον νεαρό που με πολιορκούσε, και είναι και λίγο μικρότερός μου, “για να μην πει κι άλλα ο κόσμος”! Και οι γονείς μου για να δείξουνε στον κόσμο ότι “η καλή δουλειά αργεί να γίνει”, μου έκαναν τρικούβερτο γάμο!”.
     Αμέσως μετά το γάμο, το τριβέλισμα συνεχίστηκε: “Δεν θα κάνετε κάνα παιδάκι; Άλλονών στην ηλικία σας τα παιδιά τους πάνε σχολείο και κοντεύουνε να τα παντρέψουνε! Τι θα πει ο κόσμος;”. Μα μόλις περάσανε έξι μήνες από την γέννηση του πρώτου παιδιού, ξανά τα ίδια: “Μ’ ένα παιδάκι θα μείνετε; Άλλοι έχουνε τέσσερα και πέντε κι αυτό θα θέλει παρέα όταν μεγαλώσει. Τί θα πει κι ο κόσμος;”. Για να μη σου τα πολυλογώ, φιλενάδα, όχι ότι πήγε άσχημα ο γάμος μου, αλλά παντρεύτηκα και είμαι πολύτεκνη, “για να μην πει τίποτα ο κόσμος!”. Τελικά, μετά το δεύτερο παιδί άρχισα να καταλαβαίνω τις ανησυχίες των γονιών μου, και όχι για το τι θα πει ο κόσμος, αλλά για πολλά άλλα θέματα…».
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.2.2024

ΠΑΡΑΔΟΣΗ: Πότε ανοίγουν τα ουράνια (Σοποτόν του δήμου Αροανίας Καλαβρύτων)

(Πιστή αντιγραφή τίτλου και κειμένου από το βίβλο ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ του Νικολάου Πολίτη, τόμος Α΄, εκδοτικός οίκος «ΕΡΓΑΝΗ», 1965)
 
   «Ξημερώνοντας της αγίας Παρασκευής και της αγίας Σωτήρας, δύο φοραίς, ανοίγουν τα ουράνια, κι όποιος καθίση τα βλέπει πώς δια μιας ανοίγουν και κλειούνε. Κι αν ζητήση ό,τι θέλει, ο θεός του το δίνει και το βρίσκει το πρωί ’ς το προσκέφαλό του. Μια φορά ένας κάθισε όλη τη νύχτα και παραμόνευε, και όταν είδε κι ανοίξανε τα ουράνια εζήτησε χίλια φλουριά. Αλλά μόνο χίλια επρόφτασε να ειπή και τα ουράνια κλέισανε. Και το πρωί εξημερώθη με πολύ μεγάλα χείλια».
-------------------------------------
Σημείωση: Τα βιβλία «ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ», τόμοι Α΄ και Β΄ του Νικολάου Πολίτη, έχουν πολλές παραδόσεις για το Σοποτό και για όλα τα χωριά των Καλαβρύτων.
 
Επιμέλεια:
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.2.2024

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024

«Ο Μάρτης και το βουτσάκι των δώδεκα μηνών»-παράδοση του Σοποτού του Δήμου Καλαβρύτων»


     (Πιστή αντιγραφή κειμένου από το βίβλο ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ του Νικολάου Πολίτη, τόμος Α΄, εκδοτικός οίκος «ΕΡΓΑΝΗ», 1965)

     «Οι δώδεκα μήνες μια φορά τον παλαιό καιρό είχαν ένα βουτσάκι γεμάτο κρασί και είχε εκείνο το βουτσάκι δώδεκα πίρους. Μια μέρα είπαν να μοιράσουν το κρασί και να πάρη ο καθένας τον πίρο του. Οι πίροι ήταν ο ένας απουπάνου ’ς τον άλλον. Τότε που μοιράζανε, ο γέρο Μάρτης, πονηρός είπε ’ς τους άλλους: «Αφήστε ’ς εμέ τον κάτου πίρο, γιατ’ είμαι γέροντας και δεν μπορώ ν’ ανεβαίνω ψηλά». Οι άλλοι τότες δεν εκατάλαβαν την πονηριά του, και του τον αφήκανε. Τότες ο καλός σου ο γέρο Μάρτης άνοιξε τον πίρο του, και άρχισε να κουτσοπίνη μοναχός του, γιατί οι άλλοι το φυλάγανε και δεν το πίνανε το μερδικό τους.
     Επέρασε κάμποσος καιρός και οι άλλοι μήνες ηθελήσανε ν’ ανοίξουνε ο καθένας τον πίρο τους για να πιούνε. Ανοίγει ο ένας, τίποτε κρασί. Ανοίγει ο άλλος, τίποτε. Έτσι ανοίξανε όλοι τους πίρους τους, και κανενός δεν έβγανε κρασί, αλλά του γέρο Μάρτη κάτι έβγανε ακόμη. Τότε κι αυτοί οι κουτοί το καταλάβανε ότι τους εγέλασε ο γέρος και τους ήπιε το κρασί. Και τον πιάσανε το φίλο, και τον πήγανε να τον δικάσουνε. Εκεί που τον πηγαίνανε τη μια ώρα λέγανε να τον κρεμάσουνε τον παλιόγερο που τους ήπιε το κρασί και τότε αυτός έκλαιγε. Την άλλη ώρα λέγανε να τον συχωρέσουνε, και τότε αυτός εγέλαγε.
     Γι’ αυτό και τώρα, που τον δικάζουνε ακόμα, άμα λένε να τον κρεμάσουνε οι άλλοι μήνες, κλαίει και έχει βροχή και άμα λένε να τον συχωρέσουνε, γελάει και έχει ήλιο.».
 ---------------------------------------
Σημείωση: Τα βιβλία «ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ», τόμοι Α΄ και Β΄ του Νικολάου Πολίτη, έχουν πολλές παραδόσεις για το Σοποτό και για όλα τα χωριά των Καλαβρύτων.
 
Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.2.2024

Επιστροφή στην Πατρίδα (άρθρο)

                                     

     Στίχοι από δύο ποιήματα και η ζοφερή κατάσταση της εποχής μας απετέλεσαν τη βάση γι’ αυτό το άρθρο. Από το πρώτο ποίημα, την Ιλιάδα του Ομήρου και τη Ι΄ ραψωδία: «[…]πειθώμεθα πάντες. Φεύγωμεν συν νηυσὶ φίλην ες πατρίδα γαίαν[…]» (να πεισθούμε -να το καταλάβουμε- όλοι. Πρέπει να φύγουμε με τα καράβια μας για τη γλυκιά μας πατρίδα). Από το δεύτερο ποίημα, πολύ νεότερο, «τί είν’ η πατρίδα μας»,  του Ιωάννη Πολέμη: […]Όλα πατρίδα μας!/ Κι αυτά κι εκείνα,/ και κάτι που ’χουμε μες την καρδιά/ και λάμπει αθώρητο σαν ήλιου ακτίνα/ και κράζει μέσα μας: “Εμπρός παιδιά”!». Όσο για τη ζοφερή κατάσταση, δεν είναι άλλη, παρά αυτή που τα τελευταία χρόνια όλοι βιώνουμε και μάλιστα όλο και πιο έντονα.
     Η Ελλάδα μας ξεχώριζε πάντα για την προσήλωση των τέκνων της στις Αρχές, στις Αξίες και στα Ιδανικά της φυλής μας. Όλα εκείνα που κρατήθηκαν ψηλά από τους προγόνους μας σε πολύ δύσκολους και χαλεπούς καιρούς (π.χ. 1453-1821), που όμως εκπίπτουν και εκποιούνται στις μέρες μας, σε εποχές ελευθερίας και ευημερίας.
     Οι μεγαλύτερες εν ζωή γενιές σήμερα βίωσαν, όχι μόνο στα παιδικά τους χρόνια, αλλά και αργότερα, την πειθαρχία στην καλή της έννοια, τις αυστηρές κατευθύνσεις, στην καλή τους έννοια και αυτές, και από την οικογένεια και από το σχολείο και από την κοινωνία, που αποτελούσαν απαραίτητα εφόδια για τη ζωή και την προσήλωση στις Αξίες, στις Αρχές και στα Ιδανικά.
     Κανείς δεν θα υποστήριζε την αποφυγή της προόδου και της ευημερίας. Εκ των πραγμάτων όμως αποδεικνύεται ότι «χάθηκε το μέτρο» και έχει επέλθει χαλάρωση των ηθών και η χαλάρωση των ηθών έχει επιφέρει παρεκκλίσεις και εκτροχιασμούς από την ευθεία και ομαλή πορεία κι αυτό φαντάζει καταστροφικό, αν η επιστροφή στις Αξίες δεν κερδίσει έδαφος.
     Μεταφορικός ο τίτλος του άρθρου, μεταφορική, εν κατακλείδι, και η σημασία των στίχων του πρώτου ποιήματος, πραγματική, όμως, του δευτέρου, αφού κοινή διαπίστωση είναι ότι το «εμπρός παιδιά» σήμερα δεν το έχουμε ακέραιο, για να μην πούμε ότι είναι μεγαλύτερο εκείνο το κομμάτι που μας λείπει.  
---------------------------------------------
Εικόνα ανάρτησης (συμβολική): Η αξέχαστη Δέσποινα Αχλαδιώτου (Κυρά της Ρω) σε γραμματόσημο (1983), που κράτησε πολύ ψηλά τις Αξίες. Πηγή: https://eptanews.gr/politismos/san-simera-quot-efyge-i-iroiki-kyra-tis-ro/

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.2.2024

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Αισιοδοξώντας (ποίημα)


                                        Κι αν έχει μαύρη συννεφιά κι αν πέφτει και χαλάζι
                                        κι αέρας αν λυσσομανά με τσουχτερή κρυάδα,
                                        η χειμωνιά η άγρια ποτέ δεν με πειράζει.
                                        Μέσα μου νοιώθω άνοιξη, με λαμπερή λιακάδα!
           
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 9.2.2024

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

Η φιλοξενία (διήγημα)


     Η βροχή που είχε αρχίσει από το απόγευμα δεν έλεγε να σταματήσει, αρχές του Γενάρη εκείνης της χρονιάς, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Στα βουνά χιόνιζε και το κρύο έτσουζε. Κόντευε να νυχτώσει και μια το νερό ακουγόταν περισσότερο στη σκεπή του σπιτιού, μια λιγότερο. Ο μπάρμπα-Στέφανος μάζεψε και ταχτοποίησε νωρίτερα από άλλες μέρες το μικρό κοπάδι του, για να μη φάει έξω όλο το κρύο και τη βροχή. Με το που μπήκε στο σπίτι του και ταυτόχρονα με την «καλησπέρα», κάρφωσε το βλέμμα του στους δυο μεσήλικους άγνωστους επισκέπτες που κάθονταν στο τζάκι, έναν άνδρα και μια γυναίκα και έμοιαζαν για ζευγάρι. Εκείνοι σηκώθηκαν από τα σκαμνάκια, σε ένδειξη σεβασμού στο νοικοκύρη του σπιτιού. Αμέσως η νύφη του, η Αντιγόνη, του σύστησε τους επισκέπτες:
     «Πατέρα, ο κύριος Σωκράτης και η γυναίκα του, η Ελευθερία, έχουν μύλο στο μακρινό χωριό τους. Ήρθαν εδώ, γιατί έμαθαν ότι στον τόπο μας μπορεί να βρουν καλή μυλόπετρα και θέλουν να ψάξουν. Έτυχε να τους δω που περνούσαν στο δρόμο και τους φώναξα να έρθουν μέσα, να γλιτώσουν τη βροχή. Θα μείνουνε εδώ απόψε και αύριο το πρωί, να ξημερώσει καλά τη μέρα ο Θεός, θα συνεχίσουν να δουν αν θα βρουν την πέτρα που θέλουν για τη δουλειά τους…».
     «Καλώς ορίσατε!», ήταν ο χαιρετισμός του πρώτου νοικοκύρη του σπιτιού και τους έδωσε εγκάρδια και με χαμόγελο το χέρι να τους χαιρετίσει. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα, αλλά αρκετά συνεσταλμένα, αφού αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στο σπίτι του. Νοιώθοντας ο μπάρμπα-Στέφανος την αμηχανία τους, τους ενθάρρυνε, χωρίς δεύτερη σκέψη.
     «Καλά κάνατε και ήρθατε στο κονάκι μου! Θα μου κακοφαινόταν αν μάθαινα ότι ήρθαν ξένοι στο χωριό  μου και ταλαιπωρήθηκαν από τη βροχή».
     Γινόταν άλλος τόσος ο μπάρμπα-Στέφανος, κάθε φορά που έπαινε μουσαφίρης στο σπίτι του. Του φαινόταν πως, έστω και για λίγο, ξαναγέμιζαν οι θέσεις που κάθονταν τα τρία παιδιά του, που είχαν αναζητήσει τις τύχες τους μακριά του, λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο: Ο Γιάννης και η Αρετή στην κοντινότερη μεγαλούπολη και ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Απόστολος, στη μακρινή Αμερική. Αν και ήταν γεμάτο το σπίτι του από τη φαμίλια του, τη γυναίκα του την Αριστέα -γνωστή στους μεγαλύτερους χωριανούς και ως Βασίλαινα, από το όνομα του πρώτου της άντρα, του Βασίλη-, το γιό του το Μιλτιάδη, τη νύφη του την Αντιγόνη και τα δυο παιδιά τους, τον Βασιλάκη και την Αριστέα που πήγαιναν σχολείο και είχαν τα ονόματα του παππού και της γιαγιάς. Μα τα παιδιά του τα ξενιτεμένα πάντα του έλειπαν και τις γιορτές και τις μεγάλες ημέρες πολύ περισσότερο.
    Επισκέπτες και νοικοκυραίοι σε σχήμα πέταλου γύρω από το τζάκι, απολάμβαναν τη θαλπωρή που χάριζαν τα κούτσουρα που τριζοβολούσαν. Η κουβέντα επικεντρωνόταν μεταξύ του μπάρμπα-Στέφανου και του Σωκράτη, αφού είχαν γνωριστεί πλέον και μιλούσαν με άνεση ο ένας στον άλλον, σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Συμμετείχε με λίγα λόγια στην κουβέντα και ο Μιλτιάδης, που μπήκε λίγο αργότερα στο σπίτι, μετά τις τελευταίες δουλειές της ημέρας, φέρνοντας ένα ακόμα κούτσουρο για τη φωτιά, να ζεσταθούν καλύτερα. Δείχνοντας σεβασμό στον πατέρα του και του ξένο, μίλαγε πολύ λιγότερο από αυτούς.
     Η θειά-Αριστέα με την Ελευθερία έλεγαν χαμηλόφωνα τα δικά τους, γύρω από πλεξίματα, γνεσίματα, κεντήματα, μαγειρέματα και άλλες δουλειές των νοικοκυριών τους. Η Αντιγόνη είχε βάλει το φαΐ στη φωτιά, μια κότα που στα γρήγορα είχε σφάξει και ετοιμάσει, για να βγει ασπροπρόσωπη στους ξένους που η ίδια κάλεσε σπίτι τους.
     Για μια στιγμή, που μεσολάβησε χωρίς κουβέντες, η Αντιγόνη παρατήρησε κάποια ανησυχία στον πεθερό της, που σκάλιζε σκεπτικός τη φωτιά με τη μασιά. Το συνήθιζε, όταν κάτι τον απασχολούσε και η νύφη του δεν δίστασε να τον ρωτήσει:
     «Τι σκέπτεσαι, πατέρα;».
     Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι ν’ απαντήσει, μα και η απάντησή του βγήκε με δισταγμό:
     «…Μωρέ να… Μου παρήγγειλε κάτι μέρες τώρα εκείνος ο ανιψιός μου, ο Αρίστος, ότι μπορεί να ερχόταν απόψε, με την Φωτεινή και τα παιδιά… Αλλά με τέτοιο καιρό, πού να ξεκινήσει;… Δεν είναι η βροχή μόνο… Είναι και το κρύο…».
     «Σώπα, πατέρα! Πού να ξεκινήσει με τέτοιον καιρό, δύο-δυόμισι ώρες δρόμο από το άλλο χωριό;».
     «Μωρέ, άλλο φοβάμαι εγώ. Μην ξεκινήσανε και τους έπιασε η βροχή στο δρόμο. Κατά πού να κάνουν; Μπροστά ή πίσω;…»
     Η Αντιγόνη προβληματίστηκε και μαζί της και όλοι οι άλλοι.
     «Και γιατί δεν μας είπες τίποτα, πατέρα, να έχω κάνει κουμάντο για περισσότερο φαΐ;… Να έχω φτιάξει και μια πίτα…».
     «Δεν σε φοβάμαι εσένα! Είσαι πολύ άξια κοπέλα και πάντα βγάζεις ασπροπρόσωπο το κονάκι μας!». Με λίγο φαΐ, μπορείς να φέρεις γύρω έναν ολόκληρο στρατό!...
     Χαμογέλασε ικανοποιημένη τώρα η Αντιγόνη, νοιώθοντας μια ακόμα επιβράβευση του πεθερού της,  μαζί με τις πολλές άλλες, μέσα κι έξω από το σπίτι, παρουσία της και απουσία της.
     Τα εγγόνια του μπάρμπα-Στέφανου κοιτάχτηκαν με νόημα στην κουβέντα του παππού με τη μητέρα τους, μα η χαρά που στιγμιαία ένοιωσαν, αμέσως σβήστηκε από τα πρόσωπά τους. Τι όμορφα περνούσαν μια-δυο φορές το χρόνο που ερχόταν ο θείος Αρίστος με τη θεία τη Φωτεινή και τις ξαδέρφες τους, την  Βιβή και τη Δώρα! Απόψε, όμως, το όνειρο αυτό έσβησε πολύ νωρίς.
     «Θ’ αργήσει λίγο το φαΐ, γιατί η κότα δεν είναι μικρή πουλακίδα να βράσει γρήγορα», ενημέρωσε την οικογένειά της και τους επισκέπτες της η Αντιγόνη.
     «Καλά, πότε πρόλαβες, μωρέ νύφη; Κανείς δεν σε πήραμε χαμπάρι!», σχολίασε ο μπάρμπα-Στέφανος.
     «Άξια κοπέλα η Αντιγόνη! Τυχερός ο Μιλτιάδης», συμπλήρωσε η θειά-Αριστέα.
     «Τυχεροί όλοι μας!», επιβεβαίωσε ο μπάρμπα-Στέφανος.
     «Δεν πειράζει κι αν αργήσει το φαΐ. Ίσα ίσα, θα έχουμε τον καιρό να κουβεντιάσουμε και να γνωριστούμε καλύτερα», είπε ο Σωκράτης.
     Η βροχή συνεχιζόταν αδιάκοπα κι ένα ακόμα κούτσουρο μπήκε στη φωτιά από το Μιλτιάδη, αφού το κρύο αγρίευε όσο προχωρούσε το βράδυ. Το γαύγισμα του σκυλιού, που είχε φωλιάσει στο χαλάκι της εξώπορτας, κάτω από το υπόστεγο, να προφυλαχτεί από το κρύο και τη βροχή, τους έκοψε απότομα την κουβέντα τους. Όλοι στο σπίτι που ήξεραν τη γλώσσα του αγαπημένου τους φύλακα, κατάλαβαν ότι τους ειδοποιούσε πως «κάποιος έρχεται». Αμέσως ο Μιλτιάδης βγήκε στην πόρτα και οι πρώτες οι ενθουσιώδεις φωνές χαράς με τα καλωσορίσματα ακούστηκαν καθαρά και σε όλους γύρω από το αναμμένο τζάκι.
     «Βρε, καλώς τους! Βρε, καλώς τους!...».
     Αμέσως  βγήκε στην πόρτα και η Αντιγόνη, που μετά το καλωσόρισμα, τις ζεστές αγκαλιές και τα φιλιά, βοήθησε τους νέους επισκέπτες να κλείσουν τις ομπρέλες τους και να βγάλουν από πάνω τους τα χοντρά μάλλινα ρούχα, που είχαν για αδιάβροχα. Χωρίς να χάσει καιρό κι ο Μιλτιάδης, ξεφόρτωσε τα ταγάρια τους από το γαϊδούρι και το πήρε να το δέσει στο κατώι, μαζί με το δικό τους και να του ρίξει σανό.
     Καλωσορίσματα, αγκαλιές και ασπασμοί, επιφωνήματα χαράς, ενθουσιασμού, μα και απορίας ακολούθησαν μέσα στο σπίτι, πώς πήραν την απόφαση να ξεκινήσουν από το χωριό τους με τέτοιο καιρό, μαζί με τις απαραίτητες συστάσεις για τους δύο άγνωστους επισκέπτες που είχαν πάει νωρίτερα. Τα παιδιά, τέσσερα μαζί τώρα, εκδήλωναν κι αυτά με χοροπηδήματα και με συνεχή σφιχταγκαλιάσματα τη χαρά τους.
     «Μωρέ, μπάρμπα, μας γέλασε ο καιρός. Ξεκινήσαμε και είχε ακόμα ήλιο. Για πότε συννέφιασε, για πότε έπιασε βροχή μετά τα μισά του δρόμου, ούτε που καταλάβαμε. Αλλά, χειμώνας είναι, μπέσα δεν έχει. Ευτυχώς, είχαμε πάρει μαζί μας και χοντρά ρούχα. Αυτά μας γλίτωσαν και από κρύο και από την πολλή βροχή… Δεν ήρθαμε και στη γιορτή σου, του αγίου Στεφάνου, που ερχόμαστε κάθε χρόνο και μας βάραινε αυτή η απουσία μας», ήταν η απάντηση του Αρίστου στο μπάρμπα-Στέφανο.
     Αμέσως η αμηχανία ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα του Σωκράτη και της Ελευθερίας και κοιταζόντουσαν ερευνητικά μεταξύ τους για το τι θα κάνουν, αφού ένοιωσαν πολύ άβολα, ως μακρινοί και ξένοι. Ο μπάρμπα-Στέφανος διάβασε αμέσως τα βλέμματά τους και τους είπε ορθά κοφτά, κοιτάζοντάς τους κατάματα, μία εκείνον, μία εκείνη:
     «Σωκράτη και Ελευθερία, καταλαβαίνω τι περνάει από το μυαλό σας. Δεν έχετε να πάτε πουθενά! Στο σπίτι μου μόνο ο οξαποδώ δεν χωράει! Αν κακοπεράσουμε, θα κακοπεράσουμε όλοι μαζί! Να ιδούμε πώς θα ξημερώσει ο Θεός την ημέρα και το πρωί βλέπετε τι θα κάνετε…».
     Το ξένο ζευγάρι κοιτάχτηκαν πρώτα κατάματα κάπως καθησυχασμένοι κι αμέσως τον ευχαρίστησαν, μα η αμηχανία δεν έφυγε από το πρόσωπό τους.
     Μικροί και μεγάλοι από τους τέσσερις νέους επισκέπτες, έβγαλαν τα βρεγμένα παπούτσια τους και τα ρούχα τους και φόρεσαν άλλα, ζεστά και καθαρά, που τους έδωσε η Αντιγόνη από τα μπαούλα κι άπλωσε τα βρεγμένα να στεγνώσουν. Μεγάλωσε η παρέα γύρω από το τζάκι, μεγάλωσε κι άλλο και η φωτιά, για να ζεσταθούν καλύτερα οι κρυωμένοι και ταλαιπωρημένοι που ήρθαν, όλοι σαν μια οικογένεια. Όσο κι αν οι παρατηρήσεις ήταν συνεχείς στα τέσσερα παιδιά να είναι φρόνιμα και να κάνουν ησυχία, για να ακούγονται οι κουβέντες των μεγάλων, εκείνα συχνά παραβίαζαν τον άγραφο εκείνο νόμο της ησυχίας των παιδιών, από τη χαρά τους που ξαναβρέθηκαν μαζί. Τα πολύ χαρούμενα συναισθήματά τους και τα γέλια τους δεν μπορούσαν να τα πνίξουν.
     Άξια πάντα η Αντιγόνη σε όλες της τις δουλειές, μέσα και έξω από σπίτι, όπως της είχε πει και λίγο πριν, αλλά και πολλές άλλες φορές ο πεθερός της, μα και αθόρυβη πάντα, έκοψε μικρότερους τους μεζέδες της κότας κι έριξε περισσότερο νερό και μετά χυλοπίτα στην κατσαρόλα, για να φτάσει να φάνε καλά όλοι.
     Σε νέα που έφερναν χαρές, αλλά και νέα που έφερναν λύπες, σε δουλειές που έγιναν, σε άλλες δουλειές που είχαν μείνει πίσω, σε δυσκολίες και ταλαιπωρίες του χειμώνα, στα ζωντανά που γεννούσαν περιστρέφονταν οι κουβέντες τους. Έδωσαν την ευκαιρία και στο Σωκράτη να μιλήσει για τις δικές του δουλειές, που για όλους τους άλλους ήταν άγνωστες. Μετά οι άντρες συνέχισαν με την ρευστή πολιτική κατάσταση της εποχής, αν και η ενημέρωση έφτανε σ’ αυτούς με έναν και δυο μήνες καθυστέρηση, από εφημερίδες χιλιοδιαβασμένες που έπεφταν στα χέρια τους, είτε από γνωστούς είτε τυχαία, ή από κάποιους που έρχονταν από τις πόλεις, αν και τα ταξίδια στην πόλη δεν ήταν καθόλου εύκολα μες το χειμώνα και μόνο λίγοι τα τολμούσαν.      
     Σαν το φαΐ ετοιμάστηκε και ήρθε και το κρασί στην αλουμινένια κανάτα από το βουτσί στο κατώι, στριμώχτηκαν λίγο όλοι γύρω από το τζάκι και η Αντιγόνη έφερε κι έβαλε το μεγάλο σοφρά. Έστρωσε επάνω κάτασπρο κεντημένο και καλοσιδερωμένο τραπεζομάντηλο κι έφερε ένα καρβέλι ψωμί, που οι συνήθειες όριζαν να το σταυρώνει με το μαχαίρι και να το κόβει ο πεθερός της.
     «Το είχα δει από χτες στο ψωμί, μόλις το έβγαλα από το φούρνο, ότι θα έχουμε μουσαφιραίους...», είπε με χαμόγελο η Αντιγόνη.
     «Το ’λέτε κι εσείς αυτό; Γιατί κι εμείς το ’ξετάζουμε», παρατήρησε η Ελευθερία κι αμέσως συνέχισε: «Αν βγάζοντας τα ταψιά από το φούρνο, πέσει κάρβουνο επάνω στο ψωμί, από το ψωμί αυτό θα φάει και ξένος».
    «Κι εμείς το λέμε! Πάντα το λέει και η μάνα μου και ποτέ δεν πέφτει έξω», απάντησε η Αντιγόνη.
     «Και βέβαια το λέμε και το παρατηρούμε», συμπλήρωσε και η θειά-Αριστέα.
     Ακολούθησε το σερβίρισμα. Πρώτα στον πεθερό της η νοικοκυρά, αμέσως μετά στους άντρες επισκέπτες, στην πεθερά της, στον άντρα της, στην Ελευθερία, στη Φωτεινή, στα παιδιά και τελευταία στον εαυτό της. Ύστερα από τη σύντομη προσευχή, σαν μουσική ακούγονταν τα τσουγκρίσματα των ποτηριών με το κρασί. Ξανά καλωσορίσματα χαράς, ξανά πλατιά χαμόγελα, μαζί με τις ευχές για τις γιορτές που πέρασαν, τα «χρόνια πολλά» στον μπάρμπα-Στέφανο και τον Αρίστο που γιόρταζαν και για τον καινούργιο χρόνο. Όχι απλά μια γιορτή, αλλά ένα πραγματικό πανηγύρι! Με τις πρώτες μπουκιές και τα παινέματα για την χρυσοχέρα νοικοκυρά και τα παρατεταμένα «μμμμμμμ» απόλαυσης απ’ όλους.
     Με την βοήθεια όλων των γυναικών μαζεύτηκε ο σοφράς μόλις απόφαγαν και ευχαρίστησαν το θεό για το γεμάτο τραπέζι τους, το «βασιλικό» φαγητό και για το πολύ ευχάριστο αντάμωμά τους. «Δόξα τω θεώ που γέμισε κόσμο το σπίτι μου», είπε και ο μπάρμπα-Στέφανος πολύ ευχαριστημένος.
     Οι άντρες συνέχισαν την κουβέντα τους. Οι γυναίκες έπλυναν τα πιάτα κι αμέσως μετά κατέβασαν ρούχα από το γιούκο. Το κρεβάτι του του Μιλτιάδη και της Αντιγόνης παραχωρήθηκε στον Αρίστο και στη Φωτεινή, παρά τις αντιρρήσεις τους να κοιμηθούν εκείνοι κάτω. Τα δυο παιδικά κρεβάτια, πλάι το ένα στο άλλο, στρώθηκαν για το Σωκράτη και την Ελευθερία, ενώ για το αντρόγυνο του σπιτιού ετοιμάστηκε στρωματσάδα στο πάτωμα και λίγο πιο δίπλα τους μια δεύτερη, για τα τέσσερα παιδιά.
     Πού να κοιμηθούν τα παιδιά! «Ψιλοκουβέντα», πειράγματα, τσιμπήματα και γαργαλήματα κάτω από τα ρούχα, μαζί με επιφωνήματα ευχάριστου πόνου και γέλια! Από τις συνεχείς αυστηρές παρατηρήσεις των μεγάλων, αργότερα σιώπησαν και βρέθηκαν όλα στην αγκαλιά του Μορφέα. Η βροχή ακουγόταν νανουριστικά στη σκεπή και η κούραση έφερε πολύ γρήγορα τον ύπνο στα μάτια και των μεγάλων.
     Το πρωί η βροχή είχε σταματήσει. Στα βουνά είχε ρίξει και φρέσκο χιόνι πάνω στο παλιό και ήταν κάτασπρα. Λίγα μόνο τα συννεφάκια στον ουρανό και ήλιος βγήκε λαμπερός πίσω από το βουνό, σκορπίζοντας ελπίδα κι αισιοδοξία. Πριν ακόμα σηκωθεί κάποιος άλλος από το κρεβάτι του, η Αντιγόνη είχε ανάψει μεγάλη φωτιά στο τζάκι, να ζεσταθούν όλοι μόλις ξυπνήσουν.
     Καθιερωμένη η ερώτηση του μπάρμπα-Στέφανου κάθε φορά που φιλοξενούσε μουσαφιραίους στο σπίτι του, αναμενόμενη και η απάντηση από εκείνους, που ήταν και πολύ καλή αμοιβή στο νοικοκύρη:     
     «Πώς κοιμηθήκατε απόψε;».
     «Καλύτερα από το σπίτι μας!».
------------------------------------
Εικόνα θέματος από το διαδίκτυο: Η φιλοξενία του Αβραάμ, η Αγία Τριάδα, υπό μορφή τριών Αγγέλων.
(https://kappadokis.eu/index.php?route=product/product&product_id=473)

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.2.2024

Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 2024

Περί μπομπότας: Ιστορικά στοιχεία, χρήσεις, θρεπτική αξία, εύκολη και γρήγορη συνταγή παρασκευής


     Η μπομπότα είναι το ψωμί από καλαμποκίσιο αλεύρι. Το χρώμα του είναι κίτρινο, όπως κίτρινο είναι και το καλαμπόκι. Το γευόμαστε σήμερα, ενίοτε ως «είδος πολυτελείας» σε διάφορα αρτοσκευάσματα από το εμπόριο, με προσμίξεις και άλλων σιτηρών που του αλλοιώνουν τη γεύση του και καμία σχέση δεν έχει με το παραδοσιακό καλαμποκίσιο ψωμί. Η δε ονομασία, «μπομπότα», φαίνεται να είναι Βενετική (bobota - λεξικό Μπαμπινιώτη). Όσο για την ονομασία «καλαμπόκι», πιθανότατα η ρίζα της να προέρχεται από γειτονικές μας και όμορες χώρες.
     Αραβόσιτος η επιστημονική Ελληνική ονομασία του καλαμποκιού και στην καθομιλουμένη ως αραποσίτι, καλαμπόκι και ρόκα, ίσως και με άλλες ονομασίες, δηλώνει την προέλευσή του (αραβόσιτος=σίτος των Αράβων), αφού η καλλιέργειά του έγινε γνωστή στην Ελλάδα από τη βόρεια Αφρική, τον 17ο αιώνα. Η καταγωγή του, όμως, είναι πολύ παλαιότερη και καλλιεργήθηκε στην Αμερικανική Ήπειρο από τους Μάγια και τους Αζτέκους. Αλλά και σήμερα, οι ΗΠΑ έχουν την μεγαλύτερη ετήσια παραγωγή παγκοσμίως. Σε περιοχές της χώρας μας που η ονομασία του καλαμποκιού έχει επικρατήσει ως «ρόκα», και το αλεύρι και το ψωμί λέγονται «ροκίσιο».
     Στην πολύ ταραγμένη και δύσκολη εποχή της γερμανικής κατοχής στη χώρα μας, η μπομπότα έσωσε πολύ κόσμο από την πείνα και το θάνατο. Αργότερα περιφρονήθηκε, ίσως επειδή θύμιζε τα δεινά των χρόνων αυτών. Εκτός από ψωμί, το καλαμποκάλευρο (μπομποτάλευρο) καταναλώθηκε εκείνη την εποχή και ως «χυλός, που έδινε καλύτερη αίσθηση κορεσμού, αφού και ως ποσότητα ήταν περισσότερη. Πολυτέλεια τότε και το πετιμέζι, ως γλυκαντικό στο χυλό, που τον έκανε πιο εύγευστο. Οι ανάγκες επιβίωσης και διατροφής, όμως, και η εύκολη καλλιέργειά του και η απόδοσή του, ανάγκαζαν πολλά φτωχά νοικοκυριά, ιδίως της υπαίθρου, να τρέφονται με μπομπότα και για αρκετά χρόνια ακόμα μετά την γερμανική κατοχή, ενώ το σιταρένιο ψωμί ήταν σπάνιο και μόνο «γιορτινό».
     Εκτός από την παραδοσιακή μπομπότα, και «χίλιες δυο» ακόμα οι χρήσεις του καλαμποκάλευρου στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική. Πασίγνωστο το άνθος αραβοσίτου, το αραβοσιτέλαιο, η παραγωγή αμυλούχων προϊόντων, αλλά και ιδανική ζωοτροφή. Ζωοτροφή, επίσης, είναι και η καλαμιά του, αλλά και τα φύλλα του στο περιελθόν γέμιζαν τα στρώματα στα φτωχόσπιτα.
    Ποιος μπορεί να ξεχάσει την υπέροχη νοστιμιά τους, που πώς και πώς περιμέναμε ν’ αρχίζουν να ωριμάζουν το καλοκαίρι στο χωράφι, για να τα απολαύσουμε ψητά! Μα και σήμερα, «χρυσές δουλειές» κάνουν οι μικροπωλητές-ψήστες καλαμποκιού σε πλατείες, σε πολυσύχναστα στέκια και σε πανηγύρια.
     Για τη συγκομιδή του, που ήταν ένα πραγματικό πανηγύρι, μπορείτε να δείτε/διαβάσετε σε σχετικό άρθρο μου στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, ΕΔΩ.
     Αν και η μπομπότα έχει περιφρονηθεί και έχει χαρακτηριστεί «το ψωμί των φτωχών», οι επιστήμονες διαιτολόγοι-διατροφολόγοι επιμένουν ότι είναι μεγάλης διατροφικής αξίας και με σημαντικά οφέλη  για την υγεία. Το καλαμποκάλευρο μπορεί να δώσει και αλμυρή και γλυκιά γεύση, ανάλογα με τη συνταγή και τα υπόλοιπα συστατικά. Βρίσκεται στη βάση της Μεσογειακής Πυραμίδας Διατροφής και προτείνεται για συχνή κατανάλωση. Επίσης, η μπομπότα περιλαμβάνεται στον Οδηγό Υγιεινής Διατροφής του Υπουργείου Υγείας της Αυστραλίας σε μια από τις πέντε προτεινόμενες ομάδες τροφίμων. Είναι καλή πηγή φυτικών ινών, που βοηθούν στην καταπολέμηση της δυσκοιλιότητας και προσδίδουν κορεσμό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Περιέχει σε μεγάλο ποσοστό σύνθετους υδατάνθρακες με ισχυρή καρδιοπροστατευτική και αντιλιπιδαιμική δράση.
Έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και αλάτι, χωρίς να περιέχει χοληστερόλη. Ακόμα, έχει πληθώρα βιταμινών, κυρίως του συμπλέγματος Β, αντιοξειδωτικά, καροτενοειδή και φυλλικό οξύ. Περιέχει και πολλά μέταλλα και ιχνοστοιχεία, απαραίτητα για την υγεία, όπως ο σίδηρος και ο ψευδάργυρος.
     Η παραδοσιακή μπομπότα είναι δύο ειδών: Η «ανεβατή» και η «λειψή». Η ανεβατή ζυμώνεται με προζύμι και ζεστό νερό στην ειδική για το ζύμωμα ξύλινη σκάφη. Ειδικά το χειμώνα σκεπάζεται με χοντρά και ζεστά ρούχα σε ζεστό χώρο, π.χ. στο δωμάτιο που είναι το τζάκι, για ώρες, π.χ. όλη τη νύχτα μέχρι να «γίνει» (να φουσκώσει) και το πρωί την βάζουν στα ταψιά, για να ψηθεί στο φούρνο. Η λειψή (ελλιπής, χωρίς προζύμι), συνήθως είναι μικρής ποσότητας-ένα ταψί, για να καλυφθούν έκτακτες ανάγκες (π.χ. απρόσμενοι επισκέπτες στο σπίτι) και ψήνεται αμέσως μετά το ζύμωμα στη γάστρα. Είναι κι αυτή αρκετά νόστιμη και σχετικά αφράτη. Αξίζει να υπογραμμιστεί, ότι ζεστή μπομπότα με τυρί, είναι ένας άριστος συνδυασμός γεύσης και απόλαυσης!
     Η εφευρετικότητα κάθε νοικοκυράς, ανακαλύπτει κι άλλες εναλλακτικές μεθόδους παρασκευής της, καθόλου χρονοβόρες, χωρίς δυσκολίες και, προ πάντων, με εύγευστο αποτέλεσμα. Η συνταγή που ακολουθεί δεν θέλει ούτε ιδιαίτερη προετοιμασία, ούτε χρόνο για να γίνει. Διογκωτικό συστατικό της, που την κρατάει και αφράτη, η πασίγνωστη μαγειρική σόδα.
     Οδηγίες παρασκευής για ένα μεσαίο ταψί:
- Κοσκινίζουμε καθάριο καλαμποκίσιο αλεύρι, περίπου 1,5 κιλό.
- Προσθέτουμε στο αλεύρι 1 κουταλιά του γλυκού σόδα και το ανάλογο αλάτι.
- Το ζυμώνουμε με ζεστό νερό. Στο ζυμάρι προσθέσουμε και λίγο λάδι.
- Λαδώνουμε το (μεσαίο) ταψί, απλώνουμε μέσα το ζυμάρι και το ρίχνουμε στο φούρνο. Τόσο απλά!
  ------------------------------------------------
Πηγές:
-  Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΛΑΔΙΚΗ
-  Διαδίκτυο (Βικιπαίδεια)
-  Επιστημονική σύμβουλος: Αγγελική Νικ. Παπακωνσταντοπούλου, Κλινική Διαιτολόγος-Διατροφολόγος Χαροκοπείου Πανεπιστήμιου Αθηνών, με Μεταπτυχιακό (MSc) στην Προαγωγή & Αγωγή της Υγείας στην Ιατρική Σχολή Αθηνών-Τμήμα Ψυχολογίας ΕΚΠΑ και Τμήμα Δημόσιας & Κοινοτικής Υγείας ΠΑΔΑ.
 
Φωτογραφία ανάρτησης: Πρόσφατη παρασκευή πεντανόστιμης μπομπότας (με σόδα) στο χωριό μου, και δια χειρών της αδελφής μου Αθανασίας Καλογήρου-Παπακωνσταντοπούλου.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.2.2024