Κατά την Ελληνική μυθολογία, η καρακάξα ήταν μία από τις τρεις κόρες του βασιλιά του Ορχομενού Μινύα, τις Μινυάδας, που μαζί με τις άλλες δύο αδελφές της αρνούνταν να πραγματοποιήσουν τελετές προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Περιέπαιζαν, μάλιστα, όσες και όσους πραγματοποιούσαν τις τελετές αυτές. Ο Διόνυσος τότε έλαβε μορφή νεαρού και όμορφου κοριτσιού και πήγε στον αργαλειό που ύφαιναν, για να τις κάνει ν’ αλλάξουν γνώμη. Μη έχοντας αποτέλεσμα αυτή η μεταμόρφωσή του, μεταμορφώθηκε σε ταύρο, πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια σε λιοντάρι και λεοπάρδαλη κι αφού ούτε τότε κατάφερε να τις συνετίσει, τις μεταμόρφωσε σε πουλιά με αποκρουστική μορφή: Τη μια σε νυχτερίδα, την άλλη σε κουκουβάγια και την τρίτη σε καρακάξα.
Μας είναι γνωστή και από άλλη πηγή της αρχαιότητας, από τους διδακτικούς μύθους του Αισώπου. Μας λέει, λοιπόν, για την καρακάξα:
Κάποτε τα πουλιά συγκεντρώθηκαν να εκλέξουν τον αρχηγό τους. Το καθένα πρόβαλε τα προτερήματά του και τις αρετές του. Ο αετός την υπεροχή του στα ύψη, το αηδόνι τη μελωδική φωνή του, το περιστέρι ως σύμβολο της ειρήνης, το χελιδόνι τις πολλές γνώσεις που είχε αποκτήσει από τα ταξίδια του, η κουκουβάγια τη σοφία της, το παγώνι την ιριδιάζουσα πολυχρωμία του φτερώματός του κλπ. Δεν κατόρθωσαν, όμως, σε συμφωνία για την εκλογή του αρχηγού και το ανέβαλαν για την επόμενη μέρα, να έχουν χρόνο να το σκεφθούν. Η καρακάξα δεν είχε κάποιο προτέρημα να προβάλλει και τη νύχτα εφάρμοσε ένα πονηρό σχέδιο για να κερδίσει την αρχηγία: Ενώ τα άλλα πουλιά κοιμόντουσαν, πήγε και πήρε από το καθένα ένα πούπουλο και το κόλλησε επάνω της! Στην καθορισμένη συγκέντρωση της επόμενης ημέρας, πάλι το κάθε πουλί πρόβαλε τα προτερήματά του.
«Βλέπω ένα πουλί, πολύ πιο όμορφο κι από εσένα, μα και πολύ ταπεινό. Όλοι λέμε τα καλά που έχουμε, μα εκείνο καθόλου δεν έχει ακουστεί. Επειδή είναι πολύ ταπεινό, καλό να είναι να μας μιλήσει για τον εαυτό του και προτείνω να κάνουμε αυτό αρχηγό μας», είπε η κουκουβάγια στο παγώνι, και όλα γύρισαν να θαυμάσουν το πολύ όμορφο και ταπεινό πουλί που έδειξε η κουκουβάγια.
Κολακεύτηκε τόσο πολύ η καρακάξα από τα λόγια της, μα όσο κι αν προσπάθησε να γλυκάνει τη φωνή της και να εντυπωσιάσει, δεν τα κατάφερε και αποκαλύφθηκε! Τότε τα άλλα πουλιά πρόσεξαν ότι έχει και δικά τους φτερά και πούπουλα επάνω της και, χωρίς να χάσουν χρόνο, όρμησαν και καθένα πήρε αυτό που του ανήκε. Έτσι, οι φιλοδοξίες της καρακάξας σταμάτησαν εκεί, αφού της έγινε μάθημα ότι οι εντυπώσεις που δημιουργούνται με κλεμμένες αρετές, γρήγορα γκρεμίζονται.
Είναι επιθετικό πουλί, όσον αφορά την υφαρπαγή τροφής από άλλα πουλιά και ζώα, αλλά και από τον άνθρωπο. Με θράσος και ευκολία θα εισβάλει στη φωλιά άλλων πουλιών να φάει τ' αυγά τους, με την ίδια ευκολία και άνεση θα κλέψει και την τροφή άλλων ζώων, το ίδιο και το ψωμί του γεωργού από το ταγάρι του, στο χωράφι! Δεν θα διστάσει, επίσης, να φτάσει στο μπαλκόνι ή στο παράθυρο κάποιου σπιτιού, για αναζήτηση τροφής κι εκεί.
Παλαιότερα, οι μητέρες που δούλευαν στα χωράφια, δεν άφηναν μακριά τους τα μωρά τους στην νάκα (ιδιόχειρο καλαθάκι μωρού-«πορτ-μπεμπέ»), από το φόβο μην πάει «και τους βγάλει τα μάτια η καρακάξα». Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, αφού θεωρείται κλέφτρα ακριβών αντικειμένων. Αρέσκεται να ερευνά με το ράμφος της κοσμήματα που μπορεί να βρει. Ίσως, τα ματάκια του μωρού που γυαλίζουν να τα θεωρήσει κοσμήματα, αλλά και… τροφή πρώτης επιλογής. Μαρτυρίες μεγαλύτερων αναφέρουν και τούτο: Νεκρούς που βρήκαν σε απομακρυσμένα μέρη, π.χ., βοσκούς στα βουνά, μία ή και περισσότερες μέρες μετά το θάνατό τους, «τα πουλιά τους είχαν βγάλει τα μάτια». Προφανώς πρώτα αυτά έφαγαν.
Η καρακάξα είναι μονογαμικό πουλί. Θεωρείται πολύ έξυπνη, τόσο, που μπορεί να αναγνωρίσει τον εαυτό της στον καθρέφτη, κάτι που συμβαίνει με πολύ λίγα άλλα ζώα.
Αποτελεί εξαίρεση από τα άλλα είδη ζώων και πτηνών, που ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί. Και τούτο, γιατί ως «βρωμόπουλο», δεν είναι θήραμα προτίμησης των κυνηγών και δεν κινδυνεύει απ’ αυτούς. Σε περασμένες χρονικές περιόδους είχε επικηρυχθεί, αφού προκαλεί μεγάλες ζημιές στα σιτηρά.
Εσφαλένα ορισμένοι την αποκαλούν και «κάργια» και άλλοι κίσσα. Η κάργια είναι μεν της ίδιας οικογένειας, των κορακοειδών, αλλά διαφορετικό πτηνό. Η κίσσα έχει ομοιότητα ως προς το μέγεθος με την κατακάξα, αλλά πολυχρωμία στο φτέρωμά της, διαφορές και στο ράμφος, και είναι περιζήτητος μεζές των κυνηγών.
Το συμπαθητικό κατά τα άλλα αυτό πουλί της
φύσης, έχει θέση και σε άλλες πτυχές τις λαογραφίας μας. Ένα αίνιγμα, γνωστό
από τα παιδικά χρόνια: «Καρακάξα μακρυνούρα, γρήγορη μαγερευτούρα. Τί είναι; Το τηγάνι». Ένα δεύτερο, που μου θύμισε ο συμμαθητής μου στο γυμνάσιο Αλέξης Φλέσιας: «Καρακάξα μαδημένη και στη φράχτη πεταμένη», είναι το τσαμπί από το σταφύλι, που φάγαμε τις ρόγες και το πετάξαμε. Κι ένα τρίτο, σε μορφή διαλόγου: « –Γιατί τα καλά σύκα δεν τα τρώνε οι
άνθρωποι; –Γιατί τα τρώνε οι καρακάξες»! Κι ακόμα, με τ’ όνομά της παρομοιάζουν τις λιγότερο
όμορφες γυναίκες. Γνωστός και ο διάλογος του Λάμπρου Κωνσταντάρα με την Μήτση
Κωνσταντάρα, στην ταινία «ο στρίγγλος που έγινε αρνάκι»:
Πηγές:
Εγκυκλοπαίδειες ΔΟΜΗ, ΧΑΡΗ ΠΑΤΣΗ
Εικόνες ανάρτησης: Διαδίκτυο - Βικιπαίδεια
Νίκος Χρ.
Παπακωνσταντόπουλος, 12.2.2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου