Η βροχή που είχε αρχίσει από το απόγευμα
δεν έλεγε να σταματήσει, αρχές του Γενάρη εκείνης της χρονιάς, στις αρχές της
δεκαετίας του 1960. Στα βουνά χιόνιζε και το κρύο έτσουζε. Κόντευε να νυχτώσει
και μια το νερό ακουγόταν περισσότερο στη σκεπή του σπιτιού, μια λιγότερο. Ο
μπάρμπα-Στέφανος μάζεψε και ταχτοποίησε νωρίτερα από άλλες μέρες το μικρό
κοπάδι του, για να μη φάει έξω όλο το κρύο και τη βροχή. Με το που μπήκε στο
σπίτι του και ταυτόχρονα με την «καλησπέρα», κάρφωσε το βλέμμα του στους δυο
μεσήλικους άγνωστους επισκέπτες που κάθονταν στο τζάκι, έναν άνδρα και μια
γυναίκα και έμοιαζαν για ζευγάρι. Εκείνοι σηκώθηκαν από τα σκαμνάκια, σε
ένδειξη σεβασμού στο νοικοκύρη του σπιτιού. Αμέσως η νύφη του, η Αντιγόνη, του
σύστησε τους επισκέπτες:
«Πατέρα, ο κύριος Σωκράτης και η γυναίκα του, η Ελευθερία, έχουν μύλο στο μακρινό χωριό τους. Ήρθαν εδώ, γιατί έμαθαν ότι στον τόπο μας μπορεί να βρουν καλή μυλόπετρα και θέλουν να ψάξουν. Έτυχε να τους δω που περνούσαν στο δρόμο και τους φώναξα να έρθουν μέσα, να γλιτώσουν τη βροχή. Θα μείνουνε εδώ απόψε και αύριο το πρωί, να ξημερώσει καλά τη μέρα ο Θεός, θα συνεχίσουν να δουν αν θα βρουν την πέτρα που θέλουν για τη δουλειά τους…».
«Καλώς ορίσατε!», ήταν ο χαιρετισμός του πρώτου νοικοκύρη του σπιτιού και τους έδωσε εγκάρδια και με χαμόγελο το χέρι να τους χαιρετίσει. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα, αλλά αρκετά συνεσταλμένα, αφού αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στο σπίτι του. Νοιώθοντας ο μπάρμπα-Στέφανος την αμηχανία τους, τους ενθάρρυνε, χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Καλά κάνατε και ήρθατε στο κονάκι μου! Θα μου κακοφαινόταν αν μάθαινα ότι ήρθαν ξένοι στο χωριό μου και ταλαιπωρήθηκαν από τη βροχή».
Γινόταν άλλος τόσος ο μπάρμπα-Στέφανος, κάθε φορά που έπαινε μουσαφίρης στο σπίτι του. Του φαινόταν πως, έστω και για λίγο, ξαναγέμιζαν οι θέσεις που κάθονταν τα τρία παιδιά του, που είχαν αναζητήσει τις τύχες τους μακριά του, λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο: Ο Γιάννης και η Αρετή στην κοντινότερη μεγαλούπολη και ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Απόστολος, στη μακρινή Αμερική. Αν και ήταν γεμάτο το σπίτι του από τη φαμίλια του, τη γυναίκα του την Αριστέα -γνωστή στους μεγαλύτερους χωριανούς και ως Βασίλαινα, από το όνομα του πρώτου της άντρα, του Βασίλη-, το γιό του το Μιλτιάδη, τη νύφη του την Αντιγόνη και τα δυο παιδιά τους, τον Βασιλάκη και την Αριστέα που πήγαιναν σχολείο και είχαν τα ονόματα του παππού και της γιαγιάς. Μα τα παιδιά του τα ξενιτεμένα πάντα του έλειπαν και τις γιορτές και τις μεγάλες ημέρες πολύ περισσότερο.
Επισκέπτες και νοικοκυραίοι σε σχήμα πέταλου γύρω από το τζάκι, απολάμβαναν τη θαλπωρή που χάριζαν τα κούτσουρα που τριζοβολούσαν. Η κουβέντα επικεντρωνόταν μεταξύ του μπάρμπα-Στέφανου και του Σωκράτη, αφού είχαν γνωριστεί πλέον και μιλούσαν με άνεση ο ένας στον άλλον, σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Συμμετείχε με λίγα λόγια στην κουβέντα και ο Μιλτιάδης, που μπήκε λίγο αργότερα στο σπίτι, μετά τις τελευταίες δουλειές της ημέρας, φέρνοντας ένα ακόμα κούτσουρο για τη φωτιά, να ζεσταθούν καλύτερα. Δείχνοντας σεβασμό στον πατέρα του και του ξένο, μίλαγε πολύ λιγότερο από αυτούς.
Η θειά-Αριστέα με την Ελευθερία έλεγαν χαμηλόφωνα τα δικά τους, γύρω από πλεξίματα, γνεσίματα, κεντήματα, μαγειρέματα και άλλες δουλειές των νοικοκυριών τους. Η Αντιγόνη είχε βάλει το φαΐ στη φωτιά, μια κότα που στα γρήγορα είχε σφάξει και ετοιμάσει, για να βγει ασπροπρόσωπη στους ξένους που η ίδια κάλεσε σπίτι τους.
Για μια στιγμή, που μεσολάβησε χωρίς κουβέντες, η Αντιγόνη παρατήρησε κάποια ανησυχία στον πεθερό της, που σκάλιζε σκεπτικός τη φωτιά με τη μασιά. Το συνήθιζε, όταν κάτι τον απασχολούσε και η νύφη του δεν δίστασε να τον ρωτήσει:
«Τι σκέπτεσαι, πατέρα;».
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι ν’ απαντήσει, μα και η απάντησή του βγήκε με δισταγμό:
«…Μωρέ να… Μου παρήγγειλε κάτι μέρες τώρα εκείνος ο ανιψιός μου, ο Αρίστος, ότι μπορεί να ερχόταν απόψε, με την Φωτεινή και τα παιδιά… Αλλά με τέτοιο καιρό, πού να ξεκινήσει;… Δεν είναι η βροχή μόνο… Είναι και το κρύο…».
«Σώπα, πατέρα! Πού να ξεκινήσει με τέτοιον καιρό, δύο-δυόμισι ώρες δρόμο από το άλλο χωριό;».
«Μωρέ, άλλο φοβάμαι εγώ. Μην ξεκινήσανε και τους έπιασε η βροχή στο δρόμο. Κατά πού να κάνουν; Μπροστά ή πίσω;…»
Η Αντιγόνη προβληματίστηκε και μαζί της και όλοι οι άλλοι.
«Και γιατί δεν μας είπες τίποτα, πατέρα, να έχω κάνει κουμάντο για περισσότερο φαΐ;… Να έχω φτιάξει και μια πίτα…».
«Δεν σε φοβάμαι εσένα! Είσαι πολύ άξια κοπέλα και πάντα βγάζεις ασπροπρόσωπο το κονάκι μας!». Με λίγο φαΐ, μπορείς να φέρεις γύρω έναν ολόκληρο στρατό!...
Χαμογέλασε ικανοποιημένη τώρα η Αντιγόνη, νοιώθοντας μια ακόμα επιβράβευση του πεθερού της, μαζί με τις πολλές άλλες, μέσα κι έξω από το σπίτι, παρουσία της και απουσία της.
Τα εγγόνια του μπάρμπα-Στέφανου κοιτάχτηκαν με νόημα στην κουβέντα του παππού με τη μητέρα τους, μα η χαρά που στιγμιαία ένοιωσαν, αμέσως σβήστηκε από τα πρόσωπά τους. Τι όμορφα περνούσαν μια-δυο φορές το χρόνο που ερχόταν ο θείος Αρίστος με τη θεία τη Φωτεινή και τις ξαδέρφες τους, την Βιβή και τη Δώρα! Απόψε, όμως, το όνειρο αυτό έσβησε πολύ νωρίς.
«Θ’ αργήσει λίγο το φαΐ, γιατί η κότα δεν είναι μικρή πουλακίδα να βράσει γρήγορα», ενημέρωσε την οικογένειά της και τους επισκέπτες της η Αντιγόνη.
«Καλά, πότε πρόλαβες, μωρέ νύφη; Κανείς δεν σε πήραμε χαμπάρι!», σχολίασε ο μπάρμπα-Στέφανος.
«Άξια κοπέλα η Αντιγόνη! Τυχερός ο Μιλτιάδης», συμπλήρωσε η θειά-Αριστέα.
«Τυχεροί όλοι μας!», επιβεβαίωσε ο μπάρμπα-Στέφανος.
«Δεν πειράζει κι αν αργήσει το φαΐ. Ίσα ίσα, θα έχουμε τον καιρό να κουβεντιάσουμε και να γνωριστούμε καλύτερα», είπε ο Σωκράτης.
Η βροχή συνεχιζόταν αδιάκοπα κι ένα ακόμα κούτσουρο μπήκε στη φωτιά από το Μιλτιάδη, αφού το κρύο αγρίευε όσο προχωρούσε το βράδυ. Το γαύγισμα του σκυλιού, που είχε φωλιάσει στο χαλάκι της εξώπορτας, κάτω από το υπόστεγο, να προφυλαχτεί από το κρύο και τη βροχή, τους έκοψε απότομα την κουβέντα τους. Όλοι στο σπίτι που ήξεραν τη γλώσσα του αγαπημένου τους φύλακα, κατάλαβαν ότι τους ειδοποιούσε πως «κάποιος έρχεται». Αμέσως ο Μιλτιάδης βγήκε στην πόρτα και οι πρώτες οι ενθουσιώδεις φωνές χαράς με τα καλωσορίσματα ακούστηκαν καθαρά και σε όλους γύρω από το αναμμένο τζάκι.
«Βρε, καλώς τους! Βρε, καλώς τους!...».
Αμέσως βγήκε στην πόρτα και η Αντιγόνη, που μετά το καλωσόρισμα, τις ζεστές αγκαλιές και τα φιλιά, βοήθησε τους νέους επισκέπτες να κλείσουν τις ομπρέλες τους και να βγάλουν από πάνω τους τα χοντρά μάλλινα ρούχα, που είχαν για αδιάβροχα. Χωρίς να χάσει καιρό κι ο Μιλτιάδης, ξεφόρτωσε τα ταγάρια τους από το γαϊδούρι και το πήρε να το δέσει στο κατώι, μαζί με το δικό τους και να του ρίξει σανό.
Καλωσορίσματα, αγκαλιές και ασπασμοί, επιφωνήματα χαράς, ενθουσιασμού, μα και απορίας ακολούθησαν μέσα στο σπίτι, πώς πήραν την απόφαση να ξεκινήσουν από το χωριό τους με τέτοιο καιρό, μαζί με τις απαραίτητες συστάσεις για τους δύο άγνωστους επισκέπτες που είχαν πάει νωρίτερα. Τα παιδιά, τέσσερα μαζί τώρα, εκδήλωναν κι αυτά με χοροπηδήματα και με συνεχή σφιχταγκαλιάσματα τη χαρά τους.
«Μωρέ, μπάρμπα, μας γέλασε ο καιρός. Ξεκινήσαμε και είχε ακόμα ήλιο. Για πότε συννέφιασε, για πότε έπιασε βροχή μετά τα μισά του δρόμου, ούτε που καταλάβαμε. Αλλά, χειμώνας είναι, μπέσα δεν έχει. Ευτυχώς, είχαμε πάρει μαζί μας και χοντρά ρούχα. Αυτά μας γλίτωσαν και από κρύο και από την πολλή βροχή… Δεν ήρθαμε και στη γιορτή σου, του αγίου Στεφάνου, που ερχόμαστε κάθε χρόνο και μας βάραινε αυτή η απουσία μας», ήταν η απάντηση του Αρίστου στο μπάρμπα-Στέφανο.
Αμέσως η αμηχανία ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα του Σωκράτη και της Ελευθερίας και κοιταζόντουσαν ερευνητικά μεταξύ τους για το τι θα κάνουν, αφού ένοιωσαν πολύ άβολα, ως μακρινοί και ξένοι. Ο μπάρμπα-Στέφανος διάβασε αμέσως τα βλέμματά τους και τους είπε ορθά κοφτά, κοιτάζοντάς τους κατάματα, μία εκείνον, μία εκείνη:
«Σωκράτη και Ελευθερία, καταλαβαίνω τι περνάει από το μυαλό σας. Δεν έχετε να πάτε πουθενά! Στο σπίτι μου μόνο ο οξαποδώ δεν χωράει! Αν κακοπεράσουμε, θα κακοπεράσουμε όλοι μαζί! Να ιδούμε πώς θα ξημερώσει ο Θεός την ημέρα και το πρωί βλέπετε τι θα κάνετε…».
Το ξένο ζευγάρι κοιτάχτηκαν πρώτα κατάματα κάπως καθησυχασμένοι κι αμέσως τον ευχαρίστησαν, μα η αμηχανία δεν έφυγε από το πρόσωπό τους.
Μικροί και μεγάλοι από τους τέσσερις νέους επισκέπτες, έβγαλαν τα βρεγμένα παπούτσια τους και τα ρούχα τους και φόρεσαν άλλα, ζεστά και καθαρά, που τους έδωσε η Αντιγόνη από τα μπαούλα κι άπλωσε τα βρεγμένα να στεγνώσουν. Μεγάλωσε η παρέα γύρω από το τζάκι, μεγάλωσε κι άλλο και η φωτιά, για να ζεσταθούν καλύτερα οι κρυωμένοι και ταλαιπωρημένοι που ήρθαν, όλοι σαν μια οικογένεια. Όσο κι αν οι παρατηρήσεις ήταν συνεχείς στα τέσσερα παιδιά να είναι φρόνιμα και να κάνουν ησυχία, για να ακούγονται οι κουβέντες των μεγάλων, εκείνα συχνά παραβίαζαν τον άγραφο εκείνο νόμο της ησυχίας των παιδιών, από τη χαρά τους που ξαναβρέθηκαν μαζί. Τα πολύ χαρούμενα συναισθήματά τους και τα γέλια τους δεν μπορούσαν να τα πνίξουν.
Άξια πάντα η Αντιγόνη σε όλες της τις δουλειές, μέσα και έξω από σπίτι, όπως της είχε πει και λίγο πριν, αλλά και πολλές άλλες φορές ο πεθερός της, μα και αθόρυβη πάντα, έκοψε μικρότερους τους μεζέδες της κότας κι έριξε περισσότερο νερό και μετά χυλοπίτα στην κατσαρόλα, για να φτάσει να φάνε καλά όλοι.
Σε νέα που έφερναν χαρές, αλλά και νέα που έφερναν λύπες, σε δουλειές που έγιναν, σε άλλες δουλειές που είχαν μείνει πίσω, σε δυσκολίες και ταλαιπωρίες του χειμώνα, στα ζωντανά που γεννούσαν περιστρέφονταν οι κουβέντες τους. Έδωσαν την ευκαιρία και στο Σωκράτη να μιλήσει για τις δικές του δουλειές, που για όλους τους άλλους ήταν άγνωστες. Μετά οι άντρες συνέχισαν με την ρευστή πολιτική κατάσταση της εποχής, αν και η ενημέρωση έφτανε σ’ αυτούς με έναν και δυο μήνες καθυστέρηση, από εφημερίδες χιλιοδιαβασμένες που έπεφταν στα χέρια τους, είτε από γνωστούς είτε τυχαία, ή από κάποιους που έρχονταν από τις πόλεις, αν και τα ταξίδια στην πόλη δεν ήταν καθόλου εύκολα μες το χειμώνα και μόνο λίγοι τα τολμούσαν.
Σαν το φαΐ ετοιμάστηκε και ήρθε και το κρασί στην αλουμινένια κανάτα από το βουτσί στο κατώι, στριμώχτηκαν λίγο όλοι γύρω από το τζάκι και η Αντιγόνη έφερε κι έβαλε το μεγάλο σοφρά. Έστρωσε επάνω κάτασπρο κεντημένο και καλοσιδερωμένο τραπεζομάντηλο κι έφερε ένα καρβέλι ψωμί, που οι συνήθειες όριζαν να το σταυρώνει με το μαχαίρι και να το κόβει ο πεθερός της.
«Το είχα δει από χτες στο ψωμί, μόλις το έβγαλα από το φούρνο, ότι θα έχουμε μουσαφιραίους...», είπε με χαμόγελο η Αντιγόνη.
«Το ’λέτε κι εσείς αυτό; Γιατί κι εμείς το ’ξετάζουμε», παρατήρησε η Ελευθερία κι αμέσως συνέχισε: «Αν βγάζοντας τα ταψιά από το φούρνο, πέσει κάρβουνο επάνω στο ψωμί, από το ψωμί αυτό θα φάει και ξένος».
«Κι εμείς το λέμε! Πάντα το λέει και η μάνα μου και ποτέ δεν πέφτει έξω», απάντησε η Αντιγόνη.
«Και βέβαια το λέμε και το παρατηρούμε», συμπλήρωσε και η θειά-Αριστέα.
Ακολούθησε το σερβίρισμα. Πρώτα στον πεθερό της η νοικοκυρά, αμέσως μετά στους άντρες επισκέπτες, στην πεθερά της, στον άντρα της, στην Ελευθερία, στη Φωτεινή, στα παιδιά και τελευταία στον εαυτό της. Ύστερα από τη σύντομη προσευχή, σαν μουσική ακούγονταν τα τσουγκρίσματα των ποτηριών με το κρασί. Ξανά καλωσορίσματα χαράς, ξανά πλατιά χαμόγελα, μαζί με τις ευχές για τις γιορτές που πέρασαν, τα «χρόνια πολλά» στον μπάρμπα-Στέφανο και τον Αρίστο που γιόρταζαν και για τον καινούργιο χρόνο. Όχι απλά μια γιορτή, αλλά ένα πραγματικό πανηγύρι! Με τις πρώτες μπουκιές και τα παινέματα για την χρυσοχέρα νοικοκυρά και τα παρατεταμένα «μμμμμμμ» απόλαυσης απ’ όλους.
Με την βοήθεια όλων των γυναικών μαζεύτηκε ο σοφράς μόλις απόφαγαν και ευχαρίστησαν το θεό για το γεμάτο τραπέζι τους, το «βασιλικό» φαγητό και για το πολύ ευχάριστο αντάμωμά τους. «Δόξα τω θεώ που γέμισε κόσμο το σπίτι μου», είπε και ο μπάρμπα-Στέφανος πολύ ευχαριστημένος.
Οι άντρες συνέχισαν την κουβέντα τους. Οι γυναίκες έπλυναν τα πιάτα κι αμέσως μετά κατέβασαν ρούχα από το γιούκο. Το κρεβάτι του του Μιλτιάδη και της Αντιγόνης παραχωρήθηκε στον Αρίστο και στη Φωτεινή, παρά τις αντιρρήσεις τους να κοιμηθούν εκείνοι κάτω. Τα δυο παιδικά κρεβάτια, πλάι το ένα στο άλλο, στρώθηκαν για το Σωκράτη και την Ελευθερία, ενώ για το αντρόγυνο του σπιτιού ετοιμάστηκε στρωματσάδα στο πάτωμα και λίγο πιο δίπλα τους μια δεύτερη, για τα τέσσερα παιδιά.
Πού να κοιμηθούν τα παιδιά! «Ψιλοκουβέντα», πειράγματα, τσιμπήματα και γαργαλήματα κάτω από τα ρούχα, μαζί με επιφωνήματα ευχάριστου πόνου και γέλια! Από τις συνεχείς αυστηρές παρατηρήσεις των μεγάλων, αργότερα σιώπησαν και βρέθηκαν όλα στην αγκαλιά του Μορφέα. Η βροχή ακουγόταν νανουριστικά στη σκεπή και η κούραση έφερε πολύ γρήγορα τον ύπνο στα μάτια και των μεγάλων.
Το πρωί η βροχή είχε σταματήσει. Στα βουνά είχε ρίξει και φρέσκο χιόνι πάνω στο παλιό και ήταν κάτασπρα. Λίγα μόνο τα συννεφάκια στον ουρανό και ήλιος βγήκε λαμπερός πίσω από το βουνό, σκορπίζοντας ελπίδα κι αισιοδοξία. Πριν ακόμα σηκωθεί κάποιος άλλος από το κρεβάτι του, η Αντιγόνη είχε ανάψει μεγάλη φωτιά στο τζάκι, να ζεσταθούν όλοι μόλις ξυπνήσουν.
Καθιερωμένη η ερώτηση του μπάρμπα-Στέφανου κάθε φορά που φιλοξενούσε μουσαφιραίους στο σπίτι του, αναμενόμενη και η απάντηση από εκείνους, που ήταν και πολύ καλή αμοιβή στο νοικοκύρη:
«Πώς κοιμηθήκατε απόψε;».
«Καλύτερα από το σπίτι μας!».
«Πατέρα, ο κύριος Σωκράτης και η γυναίκα του, η Ελευθερία, έχουν μύλο στο μακρινό χωριό τους. Ήρθαν εδώ, γιατί έμαθαν ότι στον τόπο μας μπορεί να βρουν καλή μυλόπετρα και θέλουν να ψάξουν. Έτυχε να τους δω που περνούσαν στο δρόμο και τους φώναξα να έρθουν μέσα, να γλιτώσουν τη βροχή. Θα μείνουνε εδώ απόψε και αύριο το πρωί, να ξημερώσει καλά τη μέρα ο Θεός, θα συνεχίσουν να δουν αν θα βρουν την πέτρα που θέλουν για τη δουλειά τους…».
«Καλώς ορίσατε!», ήταν ο χαιρετισμός του πρώτου νοικοκύρη του σπιτιού και τους έδωσε εγκάρδια και με χαμόγελο το χέρι να τους χαιρετίσει. Εκείνοι ανταποκρίθηκαν πρόθυμα, αλλά αρκετά συνεσταλμένα, αφού αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο στο σπίτι του. Νοιώθοντας ο μπάρμπα-Στέφανος την αμηχανία τους, τους ενθάρρυνε, χωρίς δεύτερη σκέψη.
«Καλά κάνατε και ήρθατε στο κονάκι μου! Θα μου κακοφαινόταν αν μάθαινα ότι ήρθαν ξένοι στο χωριό μου και ταλαιπωρήθηκαν από τη βροχή».
Γινόταν άλλος τόσος ο μπάρμπα-Στέφανος, κάθε φορά που έπαινε μουσαφίρης στο σπίτι του. Του φαινόταν πως, έστω και για λίγο, ξαναγέμιζαν οι θέσεις που κάθονταν τα τρία παιδιά του, που είχαν αναζητήσει τις τύχες τους μακριά του, λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο: Ο Γιάννης και η Αρετή στην κοντινότερη μεγαλούπολη και ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Απόστολος, στη μακρινή Αμερική. Αν και ήταν γεμάτο το σπίτι του από τη φαμίλια του, τη γυναίκα του την Αριστέα -γνωστή στους μεγαλύτερους χωριανούς και ως Βασίλαινα, από το όνομα του πρώτου της άντρα, του Βασίλη-, το γιό του το Μιλτιάδη, τη νύφη του την Αντιγόνη και τα δυο παιδιά τους, τον Βασιλάκη και την Αριστέα που πήγαιναν σχολείο και είχαν τα ονόματα του παππού και της γιαγιάς. Μα τα παιδιά του τα ξενιτεμένα πάντα του έλειπαν και τις γιορτές και τις μεγάλες ημέρες πολύ περισσότερο.
Επισκέπτες και νοικοκυραίοι σε σχήμα πέταλου γύρω από το τζάκι, απολάμβαναν τη θαλπωρή που χάριζαν τα κούτσουρα που τριζοβολούσαν. Η κουβέντα επικεντρωνόταν μεταξύ του μπάρμπα-Στέφανου και του Σωκράτη, αφού είχαν γνωριστεί πλέον και μιλούσαν με άνεση ο ένας στον άλλον, σαν να γνωρίζονταν χρόνια. Συμμετείχε με λίγα λόγια στην κουβέντα και ο Μιλτιάδης, που μπήκε λίγο αργότερα στο σπίτι, μετά τις τελευταίες δουλειές της ημέρας, φέρνοντας ένα ακόμα κούτσουρο για τη φωτιά, να ζεσταθούν καλύτερα. Δείχνοντας σεβασμό στον πατέρα του και του ξένο, μίλαγε πολύ λιγότερο από αυτούς.
Η θειά-Αριστέα με την Ελευθερία έλεγαν χαμηλόφωνα τα δικά τους, γύρω από πλεξίματα, γνεσίματα, κεντήματα, μαγειρέματα και άλλες δουλειές των νοικοκυριών τους. Η Αντιγόνη είχε βάλει το φαΐ στη φωτιά, μια κότα που στα γρήγορα είχε σφάξει και ετοιμάσει, για να βγει ασπροπρόσωπη στους ξένους που η ίδια κάλεσε σπίτι τους.
Για μια στιγμή, που μεσολάβησε χωρίς κουβέντες, η Αντιγόνη παρατήρησε κάποια ανησυχία στον πεθερό της, που σκάλιζε σκεπτικός τη φωτιά με τη μασιά. Το συνήθιζε, όταν κάτι τον απασχολούσε και η νύφη του δεν δίστασε να τον ρωτήσει:
«Τι σκέπτεσαι, πατέρα;».
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα μέχρι ν’ απαντήσει, μα και η απάντησή του βγήκε με δισταγμό:
«…Μωρέ να… Μου παρήγγειλε κάτι μέρες τώρα εκείνος ο ανιψιός μου, ο Αρίστος, ότι μπορεί να ερχόταν απόψε, με την Φωτεινή και τα παιδιά… Αλλά με τέτοιο καιρό, πού να ξεκινήσει;… Δεν είναι η βροχή μόνο… Είναι και το κρύο…».
«Σώπα, πατέρα! Πού να ξεκινήσει με τέτοιον καιρό, δύο-δυόμισι ώρες δρόμο από το άλλο χωριό;».
«Μωρέ, άλλο φοβάμαι εγώ. Μην ξεκινήσανε και τους έπιασε η βροχή στο δρόμο. Κατά πού να κάνουν; Μπροστά ή πίσω;…»
Η Αντιγόνη προβληματίστηκε και μαζί της και όλοι οι άλλοι.
«Και γιατί δεν μας είπες τίποτα, πατέρα, να έχω κάνει κουμάντο για περισσότερο φαΐ;… Να έχω φτιάξει και μια πίτα…».
«Δεν σε φοβάμαι εσένα! Είσαι πολύ άξια κοπέλα και πάντα βγάζεις ασπροπρόσωπο το κονάκι μας!». Με λίγο φαΐ, μπορείς να φέρεις γύρω έναν ολόκληρο στρατό!...
Χαμογέλασε ικανοποιημένη τώρα η Αντιγόνη, νοιώθοντας μια ακόμα επιβράβευση του πεθερού της, μαζί με τις πολλές άλλες, μέσα κι έξω από το σπίτι, παρουσία της και απουσία της.
Τα εγγόνια του μπάρμπα-Στέφανου κοιτάχτηκαν με νόημα στην κουβέντα του παππού με τη μητέρα τους, μα η χαρά που στιγμιαία ένοιωσαν, αμέσως σβήστηκε από τα πρόσωπά τους. Τι όμορφα περνούσαν μια-δυο φορές το χρόνο που ερχόταν ο θείος Αρίστος με τη θεία τη Φωτεινή και τις ξαδέρφες τους, την Βιβή και τη Δώρα! Απόψε, όμως, το όνειρο αυτό έσβησε πολύ νωρίς.
«Θ’ αργήσει λίγο το φαΐ, γιατί η κότα δεν είναι μικρή πουλακίδα να βράσει γρήγορα», ενημέρωσε την οικογένειά της και τους επισκέπτες της η Αντιγόνη.
«Καλά, πότε πρόλαβες, μωρέ νύφη; Κανείς δεν σε πήραμε χαμπάρι!», σχολίασε ο μπάρμπα-Στέφανος.
«Άξια κοπέλα η Αντιγόνη! Τυχερός ο Μιλτιάδης», συμπλήρωσε η θειά-Αριστέα.
«Τυχεροί όλοι μας!», επιβεβαίωσε ο μπάρμπα-Στέφανος.
«Δεν πειράζει κι αν αργήσει το φαΐ. Ίσα ίσα, θα έχουμε τον καιρό να κουβεντιάσουμε και να γνωριστούμε καλύτερα», είπε ο Σωκράτης.
Η βροχή συνεχιζόταν αδιάκοπα κι ένα ακόμα κούτσουρο μπήκε στη φωτιά από το Μιλτιάδη, αφού το κρύο αγρίευε όσο προχωρούσε το βράδυ. Το γαύγισμα του σκυλιού, που είχε φωλιάσει στο χαλάκι της εξώπορτας, κάτω από το υπόστεγο, να προφυλαχτεί από το κρύο και τη βροχή, τους έκοψε απότομα την κουβέντα τους. Όλοι στο σπίτι που ήξεραν τη γλώσσα του αγαπημένου τους φύλακα, κατάλαβαν ότι τους ειδοποιούσε πως «κάποιος έρχεται». Αμέσως ο Μιλτιάδης βγήκε στην πόρτα και οι πρώτες οι ενθουσιώδεις φωνές χαράς με τα καλωσορίσματα ακούστηκαν καθαρά και σε όλους γύρω από το αναμμένο τζάκι.
«Βρε, καλώς τους! Βρε, καλώς τους!...».
Αμέσως βγήκε στην πόρτα και η Αντιγόνη, που μετά το καλωσόρισμα, τις ζεστές αγκαλιές και τα φιλιά, βοήθησε τους νέους επισκέπτες να κλείσουν τις ομπρέλες τους και να βγάλουν από πάνω τους τα χοντρά μάλλινα ρούχα, που είχαν για αδιάβροχα. Χωρίς να χάσει καιρό κι ο Μιλτιάδης, ξεφόρτωσε τα ταγάρια τους από το γαϊδούρι και το πήρε να το δέσει στο κατώι, μαζί με το δικό τους και να του ρίξει σανό.
Καλωσορίσματα, αγκαλιές και ασπασμοί, επιφωνήματα χαράς, ενθουσιασμού, μα και απορίας ακολούθησαν μέσα στο σπίτι, πώς πήραν την απόφαση να ξεκινήσουν από το χωριό τους με τέτοιο καιρό, μαζί με τις απαραίτητες συστάσεις για τους δύο άγνωστους επισκέπτες που είχαν πάει νωρίτερα. Τα παιδιά, τέσσερα μαζί τώρα, εκδήλωναν κι αυτά με χοροπηδήματα και με συνεχή σφιχταγκαλιάσματα τη χαρά τους.
«Μωρέ, μπάρμπα, μας γέλασε ο καιρός. Ξεκινήσαμε και είχε ακόμα ήλιο. Για πότε συννέφιασε, για πότε έπιασε βροχή μετά τα μισά του δρόμου, ούτε που καταλάβαμε. Αλλά, χειμώνας είναι, μπέσα δεν έχει. Ευτυχώς, είχαμε πάρει μαζί μας και χοντρά ρούχα. Αυτά μας γλίτωσαν και από κρύο και από την πολλή βροχή… Δεν ήρθαμε και στη γιορτή σου, του αγίου Στεφάνου, που ερχόμαστε κάθε χρόνο και μας βάραινε αυτή η απουσία μας», ήταν η απάντηση του Αρίστου στο μπάρμπα-Στέφανο.
Αμέσως η αμηχανία ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα του Σωκράτη και της Ελευθερίας και κοιταζόντουσαν ερευνητικά μεταξύ τους για το τι θα κάνουν, αφού ένοιωσαν πολύ άβολα, ως μακρινοί και ξένοι. Ο μπάρμπα-Στέφανος διάβασε αμέσως τα βλέμματά τους και τους είπε ορθά κοφτά, κοιτάζοντάς τους κατάματα, μία εκείνον, μία εκείνη:
«Σωκράτη και Ελευθερία, καταλαβαίνω τι περνάει από το μυαλό σας. Δεν έχετε να πάτε πουθενά! Στο σπίτι μου μόνο ο οξαποδώ δεν χωράει! Αν κακοπεράσουμε, θα κακοπεράσουμε όλοι μαζί! Να ιδούμε πώς θα ξημερώσει ο Θεός την ημέρα και το πρωί βλέπετε τι θα κάνετε…».
Το ξένο ζευγάρι κοιτάχτηκαν πρώτα κατάματα κάπως καθησυχασμένοι κι αμέσως τον ευχαρίστησαν, μα η αμηχανία δεν έφυγε από το πρόσωπό τους.
Μικροί και μεγάλοι από τους τέσσερις νέους επισκέπτες, έβγαλαν τα βρεγμένα παπούτσια τους και τα ρούχα τους και φόρεσαν άλλα, ζεστά και καθαρά, που τους έδωσε η Αντιγόνη από τα μπαούλα κι άπλωσε τα βρεγμένα να στεγνώσουν. Μεγάλωσε η παρέα γύρω από το τζάκι, μεγάλωσε κι άλλο και η φωτιά, για να ζεσταθούν καλύτερα οι κρυωμένοι και ταλαιπωρημένοι που ήρθαν, όλοι σαν μια οικογένεια. Όσο κι αν οι παρατηρήσεις ήταν συνεχείς στα τέσσερα παιδιά να είναι φρόνιμα και να κάνουν ησυχία, για να ακούγονται οι κουβέντες των μεγάλων, εκείνα συχνά παραβίαζαν τον άγραφο εκείνο νόμο της ησυχίας των παιδιών, από τη χαρά τους που ξαναβρέθηκαν μαζί. Τα πολύ χαρούμενα συναισθήματά τους και τα γέλια τους δεν μπορούσαν να τα πνίξουν.
Άξια πάντα η Αντιγόνη σε όλες της τις δουλειές, μέσα και έξω από σπίτι, όπως της είχε πει και λίγο πριν, αλλά και πολλές άλλες φορές ο πεθερός της, μα και αθόρυβη πάντα, έκοψε μικρότερους τους μεζέδες της κότας κι έριξε περισσότερο νερό και μετά χυλοπίτα στην κατσαρόλα, για να φτάσει να φάνε καλά όλοι.
Σε νέα που έφερναν χαρές, αλλά και νέα που έφερναν λύπες, σε δουλειές που έγιναν, σε άλλες δουλειές που είχαν μείνει πίσω, σε δυσκολίες και ταλαιπωρίες του χειμώνα, στα ζωντανά που γεννούσαν περιστρέφονταν οι κουβέντες τους. Έδωσαν την ευκαιρία και στο Σωκράτη να μιλήσει για τις δικές του δουλειές, που για όλους τους άλλους ήταν άγνωστες. Μετά οι άντρες συνέχισαν με την ρευστή πολιτική κατάσταση της εποχής, αν και η ενημέρωση έφτανε σ’ αυτούς με έναν και δυο μήνες καθυστέρηση, από εφημερίδες χιλιοδιαβασμένες που έπεφταν στα χέρια τους, είτε από γνωστούς είτε τυχαία, ή από κάποιους που έρχονταν από τις πόλεις, αν και τα ταξίδια στην πόλη δεν ήταν καθόλου εύκολα μες το χειμώνα και μόνο λίγοι τα τολμούσαν.
Σαν το φαΐ ετοιμάστηκε και ήρθε και το κρασί στην αλουμινένια κανάτα από το βουτσί στο κατώι, στριμώχτηκαν λίγο όλοι γύρω από το τζάκι και η Αντιγόνη έφερε κι έβαλε το μεγάλο σοφρά. Έστρωσε επάνω κάτασπρο κεντημένο και καλοσιδερωμένο τραπεζομάντηλο κι έφερε ένα καρβέλι ψωμί, που οι συνήθειες όριζαν να το σταυρώνει με το μαχαίρι και να το κόβει ο πεθερός της.
«Το είχα δει από χτες στο ψωμί, μόλις το έβγαλα από το φούρνο, ότι θα έχουμε μουσαφιραίους...», είπε με χαμόγελο η Αντιγόνη.
«Το ’λέτε κι εσείς αυτό; Γιατί κι εμείς το ’ξετάζουμε», παρατήρησε η Ελευθερία κι αμέσως συνέχισε: «Αν βγάζοντας τα ταψιά από το φούρνο, πέσει κάρβουνο επάνω στο ψωμί, από το ψωμί αυτό θα φάει και ξένος».
«Κι εμείς το λέμε! Πάντα το λέει και η μάνα μου και ποτέ δεν πέφτει έξω», απάντησε η Αντιγόνη.
«Και βέβαια το λέμε και το παρατηρούμε», συμπλήρωσε και η θειά-Αριστέα.
Ακολούθησε το σερβίρισμα. Πρώτα στον πεθερό της η νοικοκυρά, αμέσως μετά στους άντρες επισκέπτες, στην πεθερά της, στον άντρα της, στην Ελευθερία, στη Φωτεινή, στα παιδιά και τελευταία στον εαυτό της. Ύστερα από τη σύντομη προσευχή, σαν μουσική ακούγονταν τα τσουγκρίσματα των ποτηριών με το κρασί. Ξανά καλωσορίσματα χαράς, ξανά πλατιά χαμόγελα, μαζί με τις ευχές για τις γιορτές που πέρασαν, τα «χρόνια πολλά» στον μπάρμπα-Στέφανο και τον Αρίστο που γιόρταζαν και για τον καινούργιο χρόνο. Όχι απλά μια γιορτή, αλλά ένα πραγματικό πανηγύρι! Με τις πρώτες μπουκιές και τα παινέματα για την χρυσοχέρα νοικοκυρά και τα παρατεταμένα «μμμμμμμ» απόλαυσης απ’ όλους.
Με την βοήθεια όλων των γυναικών μαζεύτηκε ο σοφράς μόλις απόφαγαν και ευχαρίστησαν το θεό για το γεμάτο τραπέζι τους, το «βασιλικό» φαγητό και για το πολύ ευχάριστο αντάμωμά τους. «Δόξα τω θεώ που γέμισε κόσμο το σπίτι μου», είπε και ο μπάρμπα-Στέφανος πολύ ευχαριστημένος.
Οι άντρες συνέχισαν την κουβέντα τους. Οι γυναίκες έπλυναν τα πιάτα κι αμέσως μετά κατέβασαν ρούχα από το γιούκο. Το κρεβάτι του του Μιλτιάδη και της Αντιγόνης παραχωρήθηκε στον Αρίστο και στη Φωτεινή, παρά τις αντιρρήσεις τους να κοιμηθούν εκείνοι κάτω. Τα δυο παιδικά κρεβάτια, πλάι το ένα στο άλλο, στρώθηκαν για το Σωκράτη και την Ελευθερία, ενώ για το αντρόγυνο του σπιτιού ετοιμάστηκε στρωματσάδα στο πάτωμα και λίγο πιο δίπλα τους μια δεύτερη, για τα τέσσερα παιδιά.
Πού να κοιμηθούν τα παιδιά! «Ψιλοκουβέντα», πειράγματα, τσιμπήματα και γαργαλήματα κάτω από τα ρούχα, μαζί με επιφωνήματα ευχάριστου πόνου και γέλια! Από τις συνεχείς αυστηρές παρατηρήσεις των μεγάλων, αργότερα σιώπησαν και βρέθηκαν όλα στην αγκαλιά του Μορφέα. Η βροχή ακουγόταν νανουριστικά στη σκεπή και η κούραση έφερε πολύ γρήγορα τον ύπνο στα μάτια και των μεγάλων.
Το πρωί η βροχή είχε σταματήσει. Στα βουνά είχε ρίξει και φρέσκο χιόνι πάνω στο παλιό και ήταν κάτασπρα. Λίγα μόνο τα συννεφάκια στον ουρανό και ήλιος βγήκε λαμπερός πίσω από το βουνό, σκορπίζοντας ελπίδα κι αισιοδοξία. Πριν ακόμα σηκωθεί κάποιος άλλος από το κρεβάτι του, η Αντιγόνη είχε ανάψει μεγάλη φωτιά στο τζάκι, να ζεσταθούν όλοι μόλις ξυπνήσουν.
Καθιερωμένη η ερώτηση του μπάρμπα-Στέφανου κάθε φορά που φιλοξενούσε μουσαφιραίους στο σπίτι του, αναμενόμενη και η απάντηση από εκείνους, που ήταν και πολύ καλή αμοιβή στο νοικοκύρη:
«Πώς κοιμηθήκατε απόψε;».
«Καλύτερα από το σπίτι μας!».
------------------------------------
Εικόνα θέματος από το διαδίκτυο: Η φιλοξενία του Αβραάμ, η Αγία Τριάδα, υπό μορφή τριών Αγγέλων.
(https://kappadokis.eu/index.php?route=product/product&product_id=473)
Εικόνα θέματος από το διαδίκτυο: Η φιλοξενία του Αβραάμ, η Αγία Τριάδα, υπό μορφή τριών Αγγέλων.
(https://kappadokis.eu/index.php?route=product/product&product_id=473)
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.2.2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου