Τετάρτη 15 Μαΐου 2024

Για τους μικρούς μας φίλους, και όχι μόνο: Η αλεπού στο παζάρι


     Μας μάζευε γύρω από το τζάκι τους χειμωνιάτικους μήνες, δυο εμάς τα αδέρφια, κάνα δυο ή και περισσότερα γειτονόπουλα η γιαγιά κι αν τύχαινε να έχουν έρθει και κάποιοι θείοι με τα παιδιά τους από την πόλη ή από το διπλανό χωριό, -η καλύτερή της γιαγιάς τότε-, καθότανε στο σκαμνάκι της, σταύρωνε τα χέρια κι άρχιζε κάποιο παραμύθι. Όλοι μας την παρακολουθούσαμε με κομμένη την ανάσα, μόλις άρχιζε με τις λέξεις «μια φορά κι έναν καιρό», μέχρι να φτάσει στο «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Έχοντας πάντα μέσα μας το ένστικτο του δικαίου, πάντα τασσόμαστε με το μέρος του «καλού», μα και τί απογοήτευση όταν το παραμύθι ήταν μικρό και τελείωνε γρήγορα! Και, φυσικά. Τα καλύτερα παραμύθια την ήταν εκείνα που άρχιζαν με το «μια φορά κι έναν καιρό» και τελείωναν με το «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»!
     Έτσι κι εκείνο το παραμύθι της, με την αλεπού που πήγε στο παζάρι η γιαγιά. Αρκετά-πολλά χρόνια από τότε κατάλαβα τη σημασία της έκφρασης «τί δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι», που λέγεται περιφρονητικά σε κάποιον ή για κάποιον που δεν έχει θέση σε συγκεκριμένο χώρο. Μα πέρα από την μη «συμβατότητα» του συγκεκριμένου ανθρώπου με το συγκεκριμένο χώρο, είτε νοιώθοντας παρείσακτος, υπάρχει πάντα και η πιθανότηα του κινδύνου, που κάποιες φορές είναι και μεγάλη. Υπονοεί η φράση αυτή, ακόμα, ότι ο ένοχος αποφεύγει τους χώρους και τους τόπους που κινδυνελυει να αποκαλυφθούν οι παρανομίες του.
     «Μια φορά κι έναν καιρό», άρχισε η γιαγιά κι εκείνο το μικρό παραμύθι με την αλεπού, αφού ήξερε πλέον ότι λαχτάρα όλων μας να ξεκινάει και να τελειώνει στερεότυπα, «μια παμπόνηρη αλεπού φόρεσε το καλό της φουστάνι και ξεκίνησε για το παζάρι. Πίστευε ότι με το καλό της φουστάνι δεν θα την γνώριζαν κι έτσι κάτι θα μπορούσε να βρει να κλέψει για να φάει Η κακομοίρα, όμως δεν πρόσεξε ότι η ουρά της έμενε απέξω! Έλα, όμως, που κάποιος από τους εμπόρους του παζαριού ήταν πιο πονηρός από εκείνη και είδε την φουντωτή ουρά της  κι έβαλε τις φωνές:
   “Μια αλεπού στο παζάρι! Μια αλεπού στο παζάρι”! Της έκλεισαν τότε μαζί με άλλους εμπόρους το δρόμο και την έπιασαν! Θέλοντας να της δώσουν ένα καλό μάθημα να μην το ξανακάνει, της έβγαλαν το φουστάνι και την κρέμασαν ανάποδα στην πλατεία, να την βλέπει όλος ο κόσμος και να ρεζιλευτεί! Κάποιος περαστικός, που είχε μεγάλο θυμό με τις αλεπούδες γιατί του έκλεβαν τις κότες, τη ρώτησε ευχαριστημένος και κοροϊδεύοντάς την, σαν την είδε σ’ αυτή την κατάσταση:
-  Πώς νοιώθεις τώρα που σε πιάσανε και σε κρεμάσανε ανάποδα, κυρά Μάρω;
-  Καλύτερα από σώγαμπρος, απάντησε εκείνη!
     Μα, σε μια στιγμή, που δεν υπήρχε κόσμος κοντά της, κατάφερε να κόψει με τα δόντια της το σχοινί που ήταν δεμένη, και να φύγει τρέχοντας, μην την ξαναπιάσουν! Όταν ανέβηκε και πάλι στο βουνό, αγνάντευε από ψηλά την αγορά, κούνησε το κεφάλι της κι έλεγε στον εαυτό της μετανοιωμένη:
-  Τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι;»
     Έβαλε μυαλό, λοιπόν, δεν ξαναπήγε ποτέ στο παζάρι κι έζησε αυτή καλά με τα παιδιά της κι εμείς καλύτερα»!  
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.5.2024

Σάββατο 11 Μαΐου 2024

Οι ορθοπεταλιές (διήγημα)

             
 

     Κόλλησε το μάτι του του παππού Αντώνη στο παλιό ποδήλατο, που φαινόταν να ήταν παρατημένο σε μια άκρη της πλατείας. Το είχε δει και προηγούμενες μέρες εκεί, αλλά σήμερα, μια μέρα μετά τα εβδομηκοστά γενέθλιά του, το βλέμμα του είχε μείνει επάνω του, σαν κάθισε στο παγκάκι να προσέχει την εγγονούλα του που έκανε κούνια με δυο συνομήλικες φιλενάδες της. 
     Πόσα, στ’ αλήθεια, βιώματα του έφερνε ανακατεμένα στη μνήμη εκείνο το παλιό ποδήλατο! Άφησε το μυαλό του να ταξιδέψει ελεύθερο στα δικά του παιδικά χρόνια, σε μνήμες που ξεκίναγαν από την ηλικία που είναι σήμερα η εγγονούλα του, η Σοφία, κάπου στα έξι-εφτά, δηλαδή, μέχρι τα δεκαέξι του, που έμαθε να ισορροπεί επάνω σε αυτό του φίλου του και συμμαθητή του στο γυμνάσιο, του Ανδρέα.
     Καλοκαίρι του 1961 και σ’ ένα από τα ελάχιστα και ολιγοήμερα ταξίδια του με την μητέρα του από το χωριό στην πόλη για ιατρικούς λόγους, καταευχαριστήθηκε το ποδήλατο του εξαδέλφου του του Χαράλαμπου στην αυλή του σπιτιού. Και πριν ακόμα τελειώσουν τα ιατρικά και γυρίσουν στο χωριό, προσευχόταν κρυφά μέσα του μέσα του να… αρρωστήσει ξανά, και να χρειαστεί ένα νέο ταξίδι στην πόλη, για να χαρεί και πάλι το ποδήλατο με τις «βοηθητικές», αφού άλλος τρόπος να «κάνει βόλτα» ήταν πολύ μακρύτερα από τους πέρα ορίζοντες.
     Τα μοναδικά ποδήλατα, μεγάλα και χωρίς βοηθητικές που μπορούσε να δει στο χωριό του τότε, ήταν του Αλέκου, ένα κατά πολύ μεγαλύτερό του παιδί, και του ταχυδρόμου, που περνούσε τρεις φορές την εβδομάδα. Πέρα από τις οικονομικές δυσχέρειες των γονιών του, πολύ αργότερα κατάλαβε την επίμονη άρνησή τους να του πάρουν ποδήλατο: Η κακή κατάσταση των δρόμων, που κι αυτοί ήταν κακοτράχαλα μονοπάτια μ’ ανηφοριές και κατηφοριές οι περισσότεροι, τους έκανε πολύ επικίνδυνους ακόμα και για έναν πολύ επιδέξιο αναβάτη.
     Μα απ’ όλες τις «ποδηλατικές» αναμνήσεις εκείνων των χρόνων, τη ζωή του είχαν σημαδέψει οι «ορθοπεταλιές», που με πολλή επιμονή ο ίδιος και με πολλή υπομονή τον είχε διδάξει ο φίλος του και συμμαθητής του ο Ανδρέας: Ήταν περίοδος γραπτών εξετάσεων στο τέλος της σχολικής χρονιάς, στην πέμπτη γυμνασίου. Είχε πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα. Την επόμενη μέρα έγραφε τριγωνομετρία, στην οποία ήταν και αδύναμος. Το γνωστό κουδούνισμα του ποδηλάτου του Ανδρέα, που περνούσε έξω από το νοικιασμένο για το σχολείο κατάλυμα, ήταν σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα! Λίγο καιρό πριν είχε μάθει να ισορροπεί στις δυο ρόδες κι αυτό το μεθύσι τον έκανε να θέλει να μην τελειώσει ποτέ η ολιγόλεπτη βόλτα, όταν του το έδινε ο φίλος του. Παράτησε το διάβασμα και μ’ ένα σάλτο βρέθηκε στο δρόμο. Το βλέμμα του Ανδρέα ήταν και κάλεσμα, που το επιβεβαίωναν το χαμόγελό του και τα λόγια του:
-  Έλα! Παρ’ το να κάνεις μια βόλτα!...
     Μα όσο κι αν η λαχτάρα υπερτερούσε, η φωνή της λογικής προσπάθησε να τον συγκρατήσει.
-  Άσε με, ρε φίλε, να διαβάσω λίγο!... Αύριο γράφω τριγωνομετρία, που μου είναι και βαρίδι!, και το βλέμμα του είχε καρφωθεί στο ποδήλατο.
-  Έλα, μωρέ, μ…!... Κάνε μια βόλτα δέκα λεπτά να ξεζαλιστεί και το μυαλό σου και θα το βρεις το διάβασμα!...
     Τι «τραβάτε με κι ας κλαίω» να έλεγε, τί «πότε ξανά τέτοια ευκαιρία;» να αναρωτιόταν, το κάλεσμα του Ανδρέα ήταν πολύ μεγάλη πρόκληση. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν έκανε μια βόλτα, το μυαλό του δεν θα ξεκόλλαγε καθόλου από εκεί κι αυτό θα ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο στο διάβασμά του.
     Ηδονή οι πρώτες πεταλιές και ο καλοκαιρινός αέρας που τον χάιδεψε στο πρόσωπο, μα πιο πέρα στη μικρή ανηφόρα κώλωσε. Ο Ανδρέας τον ακολούθησε και τον έφτασε με τα πόδια. Εκεί έγινε και το πρώτο μάθημα για ορθοπεταλιές! Η συμβουλές του φίλου του και η προσπάθεια του ίδιου έφεραν καλό αποτέλεσμα! Μα από την αντίθετη πλευρά του δρόμου, έρχονταν δυο καθηγητές τους, ο μαθηματικός και ο φιλόλογος, που κάθε απόγευμα συνήθιζαν να κάνουν μαζί τον περίπατό τους εκεί.
     Κάγκελο ο Αντώνης με τον Ανδρέα! Τραβήχτηκαν με το ποδήλατο στην άκρη του δρόμου, και, σχεδόν σε στάση προσοχής, περίμεναν να περάσουν από μπροστά τους οι καθηγητές τους και να συνεχίσουν το δρόμο τους. Είχαν δεδομένη και την αυστηρή παρατήρησή τους, γιατί αφιέρωναν χρόνο στο παιχνίδι και αμελούσαν το διάβασμά τους. Μα σαν έφτασαν στο ύψος τους, ένα χαμόγελο προηγήθηκε από τον μαθηματικό, ο οποίος φαίνεται να είχε παρατηρήσει τις προσπάθειες του Αντώνη για ορθοπεταλιές. Ο φιλόλογος ήταν ανέκφραστος και το βλέμμα του μάλλον αυστηρό προς τους μαθητές του.
-  Η ζωή απαιτεί και ορθοπεταλιές και καλό θα είναι να τις μάθετε κι αυτές, είπε με αλληγορική σημασία ο μαθηματικός, κοιτάζοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλον, με χαμόγελο πάντα.
     Συνέχισαν το δρόμο τους οι καθηγητές και τα παιδιά το «μάθημα» για τις ορθοπεταλιές. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος κατάλαβαν πότε άρχισε να πέφτει ο ήλιος προς τη δύση του. Τα «δέκα λεπτά» είχαν γίνει τρεις ολόκληρες ώρες! Τον Αντώνη τον έπιασε πανικός. Ένα βουνό διάβασμα τον περίμενε και δεν είχε φτάσει ούτε μέχρι τη μέση. Η επόμενη μέρα του φάνταζε πολύ ζοφερή.
     Μετά την ανάγνωση των θεμάτων στο μάθημα της τριγωνομετρίας ο μαθηματικός, έκανε βόλτες μέσα στην τάξη, επιτηρώντας τους μαθητές του. Περνώντας δίπλα από τον Αντώνη, τον είδε σκεπτικό πάνω από γραπτό του.
-  Μάλλον δεν τις έμαθες καλά τις ορθοπεταλιές, του είπε μεταφορικά, πολύ χαμηλόφωνα, αλλά και με πολλή δόση ειρωνείας και συνέχισε την επιτήρησή του. Ευτυχώς, ο συμμαθητής του που καθόταν μπροστά του, του έδειξε στιγμιαία την κόλα του, όταν ο καθηγητής είχε γυρίσει πλάτη. Βλέποντας την αρχή της λύσης, «πήρε μπροστά» και έλυσε την άσκηση!
-  Νομίζω ότι καλά τα πήγα στις ορθοπεταλιές, ψιθύρισε με νόημα και ικανοποίηση στον καθηγητή του, την ώρα που παρέδωσε την κόλα του! Εκείνος τον κοίταξε στα μάτια και με χαμόγελο του ευχήθηκε «καλό καλοκαίρι»!
     Επιστρέφοντας στο χωριό του μετά τη λήξη του σχολικού έτους, ένοιωθε σαν θηρίο στο κλουβί: Τώρα που είχε μάθει ποδήλατο, πώς να γινόταν να βρει ένα και να κάνει τις δικές του «επιδείξεις δεξιοτεχνίας» σε κάνα δυο χωριατοπούλες που είχε «σταμπάρει»; «Όνειρο θερινής νυκτός» το ποδήλατο, όμως, κι έπρεπε να βρει άλλο τρόπο να τις εντυπωσιάσει, ο οποίος, τελικά, ήρθε και μόνος του! Ούτε στις πιο απίθανες εκδοχές της φαντασίας του δεν θα μπορούσε να περάσει η σκέψη, ότι οι γονείς και των δύο αυτών κοριτσιών θα του «χτυπούσαν των πόρτα», να τους κάνει κάποια μαθήματα στα αρχαία Ελληνικά, που εκεί ήταν αυτές αδύναμες!
     «Αχ! Η Γιώτα με την Ανδριάνα!», σκέφθηκε με νοσταλγία και θυμήθηκε καλύτερα τα πρώτα του καρδιοχτύπια. Πού θάρρος να τους πει μια κουβέντα ή να τους αφήσει ένα υπονοούμενο, το ίδιο ντροπαλές κι εκείνες. «…Μα και τι συστολή είχαμε εμείς τότε, όλα τα παιδιά της ηλικίας μας;», συνέχισε τις σκέψεις του! Ίσως οι ματιές και των δύο κοριτσιών να μαρτυρούσαν ανάλογα σκιρτήματα μέσα τους για τον «δάσκαλό» τους, αλλά πέρα από τη συστολή οι γονείς ήταν σε συνεχή επαγρύπνηση, γιατί «η φωτιά με τ’ άχυρα δεν κάνουν μαζί»!
     Κάπου ένα μήνα διήρκεσε αυτό το «φροντιστήριο» και με το τέλος του τελείωσε και η επαφή με τα κορίτσια. Έμεινε μια καλή ανάμνηση, όμως, μια αμοιβαία εκτίμηση και θαυμασμός και από τα λεγόμενα μεταξύ των γονιών, ανάλογη ήταν η «σοδειά» και από την πλευρά τους. Πάντα χαιρετιούνται εγκάρδια και σήμερα και ρωτάει με ενδιαφέρον ο ένας για τον άλλον, όταν συναντιούνται στο χωριό ή και οπουδήποτε αλλού.
     Αν το πρώτο «μάθημα» για ορθοπεταλιές με το ποδήλατο του Ανδρέα, ήταν εκείνο το απόγευμα της παραμονής στο διαγώνισμα της τριγωνομετρίας και το δεύτερο στην προσπάθεια να λύσει την άσκηση, οι επόμενες «ορθοπεταλιές» στη ζωή, ήταν πολύ πιο δύσκολες. Από ποια να άρχιζε και με ποια να τελείωνε. Από τις εξετάσεις για το πανεπιστήμιο; Από την προσαρμογή στη ζωή μετά τα φοιτητικά χρόνια και το διορισμό του στην τράπεζα; Από τις, ευτυχώς, όχι πολύ σοβαρές αρρώστιες που ήρθαν στον ίδιο, τη γυναίκα του και τα παιδιά τους; Από τα οικονομικά εμπόδια; Από τις πολλές και κάποιες φορές μεγάλες δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίσει στη δουλειά του; Μα πάντα στο μυαλό του τα λόγια του μαθηματικού του τον εμψύχωναν και του έδιναν δύναμη:
     «Η ζωή απαιτεί και ορθοπεταλιές»! Και στις «ορθοπεταλιές» δεν «κώλωνε» ο Αντώνης, αφού από τα πρώτα σχολικά χρόνια οι δυσκολίες φάνταζαν αξεπέραστες να μάθει «λίγα γράμματα», σύμφωνα και με τις προτροπές και τους τιτάνιους αγώνες των γονιών του, τον είχαν σφυρηλατήσει για τα καλά. 
     Λίγο πριν τα σαράντα του, άκουσε το τραγούδι «το ποδήλατο», σε στίχους του Άρη Δαβαράκη, που τότε πρωτοκυκλοφόρησε. Οι στίχοι του, πραγματικά τον συγκλόνισαν! «Αυτό το τραγούδι γράφηκε για μένα, ειδικά οι τελευταίοι στίχοι», σκεφτόταν, κάθε φορά που φιλοσοφούσε πάνω στα λόγια του, τα επαναλάμβανε και τα σιγοτραγουδούσε και ο ίδιος:
 
                            «Πιάνω το τιμόνι κι ο σφυγμός μου δυναμώνει…             
                            Ήμουν μικρό παιδάκι με καθαρή καρδιά…
                            Είχα τ' όνειρο μου, το ποδήλατο μου
                            κι όλα έμοιαζαν σωστά…
                            Έγινα δεκάξι κι όλα ήταν εντάξει,
                            είχα μια ζωή μπροστά…
                            Και τώρα στον αγώνα, ξανά απ' την αρχή.
                           Φόρτσα στο πεντάλι…
                           πάμε για ορθοπεταλιές…
                           Τα ποδήλατά μας, όπως τα όνειρά μας,
                           ξέρουν από ανηφοριές».
 
     «…Κι εκεί που τελειώνουν οι οθροπεταλιές, αρχίζουν το ίσιωμα και η κατηφόρα. Τότε είναι που σου χαϊδεύει ο αέρας το πρόσωπο και χαλαρώνεις καιανακουφίζεσαι…», έλεγε πάντα στον εαυτό του.
     Πόσες, στ’ αλήθεια «ορθοπεταλιές» είχε κάνει στη ζωή του ο παππούς ο Αντώνης! Και τώρα που έβλεπε να γέρνει ο ήλιος του για τη δική του δύση, αναλογιζόταν, δεν μπορούσε να καταλάβει πώς πέρασε τόσο γρήγορα η ζωή. Έμοιαζε να πέρασε όπως εκείνο το απόγευμα της παραμονής του διαγωνίσματος της τριγωνομετρίας, που ενώ ξεκίνησε να κάνει μια βόλτα «δέκα λεπτών» με το ποδήλατο του αείμνηστου φίλου του Ανδρέα, πέρασαν κάτι ώρες, χωρίς κι αυτές να τις καταλάβει. Μα μια δεύτερη σκέψη του, τον έκανε να δει την πραγματικότητα: «Έκανα ποδήλατο και στο ίσωμα και στην κατηφόρα, έκανα και πολλές ορθοπεταλιές στη ζωή. Βγήκα παλληκάρι, όμως. Έκανα οικογένεια, δημιούργησα, αφήνω συνεχιστές που τους δίδαξα κι αυτούς ορθοπεταλιές.... Αχ, ρ' Ανδρέα! Με έμαθες εμένα τις ορθοπεταλιές, αλλά εσύ δεν πρόλαβες να τις κάνεις ο ίδιος…».
     Ένας βαρύς αναστεναγμός βγήκε από μέσα του για τον φίλο του και συμμαθητή του, κι αμέσως γύρισε να κοιτάξει την εγγονούλα του. Φοβήθηκε μήπως τον απορρόφησαν οι σκέψεις και έχασε τον έλεγχο του παιδιού, που πριν λίγα λεπτά με την επίβλεψή του είχαν κατέβει με τ’ άλλα δυο κορίτσια από τις κούνιες και ανέβηκαν στα ποδήλατα γυμναστικής της παιδικής χαράς. Του ξαναήρθαν τότε στο νου τα λόγια του μαθηματικού του:
     «Η ζωή απαιτεί και ορθοπεταλιές και καλό θα είναι να τις μάθετε κι αυτές». «…Και καλά θα κάνετε ν’ αρχίσετε από τώρα, παιδιά…». Κι όλοι εμείς, γονείς και παππούδες, δίπλα σας», πρόσθεσε στις σκέψεις του.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.5.2024
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ)

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Ο Πασχαλινός οβελίας: Οι μακρινές ρίζες του και ο συμβολισμός του


     Το πολύ γνωστό και δημοφιλέστατο απ' άκρη σ' άκρη της Ελλάδας έθιμο του Πασχαλινού οβελία, έχει μακρινές ρίζες. Η αρχαία Ελληνική λέξη «οβελός», σημαίνει σούβλα για ψήσιμο κρέατος. Συνήθιζαν, μεταξύ άλλων, οι μακρινοί μας πρόγονοι και συγκεντρώνονταν συγγενείς και φίλοι σαράντα μέρες μετά την απώλεια αγαπημένου τους προσώπου γύρω από τον τάφο του, για απόδοση τιμών στον νεκρό. Στο σημείο εκείνο μαγείρευαν, έψηναν, έτρωγαν και έπιναν κρασί, πιστεύοντας ότι στο τελετουργικό συμμετείχε και η ψυχή του κεκοιμημένου.
     Είναι, όμως, το ψήσιμο του ολόκληρου - μη τεμαχισμένου αρνιού και παλιά Εβραϊκή συνήθεια και μας θυμίζει την 10η πληγή του Φαραώ, σύμφωνα και με το δεύτερο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Έξοδος». Την φυγή - έξοδό τους από την Αίγυπτο για τη γη της επαγγελίας (Χαναάν), μέσω της Ερυθράς Θάλασσας οι Ισραηλίτες, ονόμασαν «Πάσχα» (πάσχα=πέρασμα). Το βράδυ πριν τη φυγή τους, κάθε οικογένεια θυσίασε ένα αρνί για τη σωτηρία του λαού, το οποίο έφαγαν, χωρίς να το τεμαχίσουν και να του σπάσουν τα κόκαλα, ενώ με το αίμα του έβαψαν τις πόρτες των σπιτιών τους. Από το ίδιο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, πληροφορούμεθα ότι πολύ συχνά θυσιάζονταν αρνιά στο ναό της Ιερουσαλήμ, για τις αμαρτίες των ανθρώπων.
     Ένας ακόμα παραλληλισμός του ακέραιου ψημένου στη σούβλα αρνιού, είναι και αυτός που αναφέρεται στο βιβλίο «Αριθμοί» της Παλαιάς διαθήκης, για Τη Θυσία Του Χριστού: «Οστούν ου συντριβήσεται αυτού». Τούτο επαληθεύθηκε όταν οι στρατιώτες Τον κατέβασαν νεκρό από το Σταυρό και «ου κατέαξαν αυτού τα σκέλη», όπως έκαναν στους δύο ληστές που σταύρωσαν δεξιά Του και αριστερά Του.
     Ο συμβολισμός του πασχαλινού αρνιού με το Ορθόδοξο Πάσχα, έχει να κάνει ευθέως με τη θυσία του Χριστού. «Αμνόν του Θεού, τον αίροντα την αμαρτίαν του κόσμου», τον ονομάζει ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής. Αλλά και πολλούς αιώνες πριν, φωτισμένοι από το Θεό άνθρωποι, οι προφήτες, είχαν προαναγγείλει την έλευση και το Πάθος του Μεσσία, ο δε Ησαΐας Τον αποκαλεί «αμνόν». Ακούμε/διαβάζουμε, μεταξύ άλλων, στα κατανυκτικά τροπάρια της Μεγάλης Εβδομάδος: «Όν εκήρυξεν αμνόν Ησαΐας έρχεται επί σφαγήν εκούσιαν…». Και είναι πολλές ακόμα οι αναφορές της Βίβλου, των ψαλμών και των ύμνων στο Χριστό, ως «αμνό», με συμβολισμό στην υπέρτατη Θυσία Του για το ανθρώπινο γένος.
    «Αμνόν Του Θεού» αποκαλεί τον Ιησού και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, αναφερόμενος στην τέλεια και υπέρτατη θυσία του Θεανθρώπου για την αμαρτία του κόσμου.
     Στενά συνδεδεμένο, επομένως, το έθιμο του οβελία, που με περισσές φροντίδες ετοιμάζεται για την ημέρα της Λαμπρής, με προχριστιανικές συνήθειες, όπως και πολλές άλλες ακόμα της εποχής εκείνης.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.4.2024