Μας μάζευε γύρω από το τζάκι τους χειμωνιάτικους
μήνες, δυο εμάς τα αδέρφια, κάνα δυο ή και περισσότερα γειτονόπουλα η γιαγιά κι
αν τύχαινε να έχουν έρθει και κάποιοι θείοι με τα παιδιά τους από την πόλη ή
από το διπλανό χωριό, -η καλύτερή της γιαγιάς τότε-, καθότανε στο σκαμνάκι της, σταύρωνε τα χέρια κι άρχιζε κάποιο παραμύθι. Όλοι μας την παρακολουθούσαμε με
κομμένη την ανάσα, μόλις άρχιζε με τις λέξεις «μια φορά κι έναν καιρό»,
μέχρι να φτάσει στο «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα». Έχοντας πάντα μέσα μας το ένστικτο του δικαίου, πάντα
τασσόμαστε με το μέρος του «καλού», μα και τί απογοήτευση όταν το παραμύθι ήταν
μικρό και τελείωνε γρήγορα! Και, φυσικά. Τα καλύτερα παραμύθια την ήταν εκείνα
που άρχιζαν με το «μια φορά κι έναν καιρό» και τελείωναν με το «και ζήσαν αυτοί
καλά κι εμείς καλύτερα»!
Έτσι κι εκείνο το παραμύθι της, με την
αλεπού που πήγε στο παζάρι η γιαγιά. Αρκετά-πολλά χρόνια από τότε κατάλαβα τη
σημασία της έκφρασης «τί δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι», που λέγεται περιφρονητικά
σε κάποιον ή για κάποιον που δεν έχει θέση σε συγκεκριμένο χώρο. Μα πέρα από
την μη «συμβατότητα» του συγκεκριμένου ανθρώπου με το συγκεκριμένο χώρο, είτε νοιώθοντας
παρείσακτος, υπάρχει πάντα και η πιθανότηα του κινδύνου, που κάποιες φορές είναι και μεγάλη. Υπονοεί η φράση αυτή, ακόμα, ότι ο ένοχος αποφεύγει τους χώρους και τους τόπους που κινδυνελυει να αποκαλυφθούν οι παρανομίες του.
«Μια φορά κι έναν καιρό», άρχισε η
γιαγιά κι εκείνο το μικρό παραμύθι με την αλεπού, αφού ήξερε πλέον ότι λαχτάρα
όλων μας να ξεκινάει και να τελειώνει στερεότυπα, «μια παμπόνηρη αλεπού
φόρεσε το καλό της φουστάνι και ξεκίνησε για το παζάρι. Πίστευε ότι με το καλό της
φουστάνι δεν θα την γνώριζαν κι έτσι κάτι θα μπορούσε να βρει να κλέψει για να
φάει Η κακομοίρα, όμως δεν πρόσεξε ότι η ουρά της έμενε απέξω! Έλα, όμως, που κάποιος
από τους εμπόρους του παζαριού ήταν πιο πονηρός από εκείνη και είδε την φουντωτή
ουρά της κι έβαλε τις φωνές:
“Μια αλεπού στο παζάρι! Μια αλεπού στο παζάρι”!
Της έκλεισαν τότε μαζί με άλλους εμπόρους το δρόμο και την έπιασαν! Θέλοντας να
της δώσουν ένα καλό μάθημα να μην το ξανακάνει, της έβγαλαν το φουστάνι και την
κρέμασαν ανάποδα στην πλατεία, να την βλέπει όλος ο κόσμος και να ρεζιλευτεί!
Κάποιος περαστικός, που είχε μεγάλο θυμό με τις αλεπούδες γιατί του έκλεβαν τις
κότες, τη ρώτησε ευχαριστημένος και κοροϊδεύοντάς την, σαν την είδε σ’ αυτή την κατάσταση:
- Πώς νοιώθεις τώρα που σε πιάσανε και σε κρεμάσανε ανάποδα, κυρά Μάρω;
- Καλύτερα από σώγαμπρος, απάντησε εκείνη!
Μα, σε μια στιγμή, που δεν
υπήρχε κόσμος κοντά της, κατάφερε να κόψει με τα δόντια της το σχοινί που ήταν
δεμένη, και να φύγει τρέχοντας, μην την ξαναπιάσουν! Όταν ανέβηκε και πάλι στο
βουνό, αγνάντευε από ψηλά την αγορά, κούνησε το κεφάλι της κι έλεγε στον εαυτό
της μετανοιωμένη:
- Τι δουλειά έχει η αλεπού στο
παζάρι;»
Έβαλε μυαλό, λοιπόν, δεν
ξαναπήγε ποτέ στο παζάρι κι έζησε αυτή καλά με τα παιδιά της κι εμείς καλύτερα»!
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.5.2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου