Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024

Βιβλιοπαρουσίαση: «ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΧΩΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙ (1756)»

του καθηγητή κ. Στέλιου Μουζάκη, από τις εκδόσεις «Ηρόδοτος»


     Από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις με την ανατολή του 2024 η πληροφορία που ήρθε μέσω διαδικτύου, για την έκδοση βιβλίου με θέμα τον ιστορικό ναό του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνος στο χωριό μου, το ιστορικό Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων! Λίγες μέρες αργότερα, το εξόχως αξιόλογο αυτό έργο βρισκόταν στα χέρια μου και με πολλή λαχτάρα και υπερηφάνεια ρούφηξα απνευστί και όλο το «μεδούλι» από κάθε σελίδα του!
     Το σκέφθηκα πολύ πριν πιάσω το μολύβι να γράψω αυτή την πολύ σύντομη βιβλιοπαρουσίαση, γιατί είναι βέβαιο πως ό,τι κι αν γράψεις, ότι κι αν πεις γι’ αυτό το βιβλίο, είναι πολύ λίγο και σίγουρα θα το αδικήσεις. Το τολμώ, όμως, γιατί έστω και με αυτόν τον φτωχό τρόπο να πρέπει τιμηθούν και οι κόποι του συγγραφέως και το  πνευματικό αυτό έργο και να προβληθεί.
     Συγγραφέας του ο Βυζαντινολόγος-καθηγητής του ανοιχτού Πανεπιστημίου Κηφισιάς και φίλος του Λειβαρτζίου κύριος Στέλιος Μουζάκης. Μα μια ακόμα μεγάλη ευχάριστη έκπληξη προβάλει στο εξώφυλλο και με κεφαλαία: «ΜΕ ΤΗΝ ΧΟΡΗΓΙΑ ΤΟΥ ΛΕΙΒΑΡΤΙΝΟΥ ΕΥΠΑΤΡΙΔΗ ΔΗΜΗΤΡΗ Ι. ΜΥΛΩΝΑ», που δείχνει την αγάπη του με πολλούς τρόπους, και στο παρελθόν και τώρα στη γενέτειρα! Μελίρρυτος και γεμάτος αγάπη και για το έργο και για το χωριό και ο πρόλογος του καταξιωμένου προέδρου του Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας και αεικίνητου πατριδολάτρη κ. Παναγιώτη Φράγκου.
     Με πολλή επιστήμη ο καθηγητής κ. Μουζάκης αναφέρεται στις περισσότερες από 260 σελίδες του βιβλίου του, στην ιστορία του μνημείου, την αρχιτεκτονική, τις τοιχογραφίες και το τέμπλο, όπως προϊδεάζει και τον αναγνώστη από το εξώφυλλο. Η δομή των κεφαλαίων είναι τέτοια, που δεν μένει τίποτα «απέξω».
      Πέραν της πολύ ενδιαφέρουσας ιστορικής εξιστόρησης, εξόχως θαυμαστή και αξιοσημείωτη η μελέτη της εικονογράφησης στο βιβλίο, με ιδιαίτερη και λεπτομερή αναφορά, με επιστήμη πάντα σε κάθε εικόνα, εκθειάζοντας και την αγιογραφική τέχνη του εκ Νεζερών Καλαβρύτων «Αντωνίου», ο οποίος αγιογράφησε και τη Μονή Αγίας Τριάδος και το ιερό του αγίου Γεωργίου Λειβαρτζίου και μεταξύ των ετών 1751-1756 χειροτονήθηκε ιερέας. Ενδεικτικά και μόνο να παραθέσουμε την περιγραφή/μελέτη/ανάλυση στην τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου, σελ. 64-65-66:
     […]Χαμηλότερα, στον πεσσό ανάμεσα στα δύο ανοίγματα του βορινού τοίχου και πάνω σε δίχρωμο σκουρόχρωμο, μαύρο και ανοιχτό ερυθρόμελαν, δυστυχώς άσχημα επιχρωματισμένο κάμπο (φωτ. 13), εικονίζεται ο ΑΓΙΟς ΓΕΩΡΓΙΟς ο τροπαιοφόρος, έφιππος προς τα δεξιά να καρφώνει με το δόρυ του τον δράκοντα που έχει τυλίξει με την ουρά του τα πίσω πόδια του αλόγου, στο ανοιχτό του στόμα. Είναι πάνω σε άσπρο καλοσχεδιασμένο άλογο με δεμένη την ουρά, κόκκινα χαλινάρια και πλούσια υπποσκευή, όπου σταματώντας απότομα τον ελαφρό καλπασμό, έχει σηκωμένα τα μπροστινά του πόδια και το έντονο αψίθυμο βλέμμα του χαμηλά. […]Στην υπποσκευή του, ανοιχτή κόκκινη, διακρίνεται η διακοσμημένη σέλα με το υψηλό οπισθοκούρβιο που στερεώνεται με πλατύ έποχο, τα διπλά πλουμιστά προστερνίδια και οι αναβολείς χωρίς όμως πιεστικούς πτερνιστήρες. Στα καπούλια του αλόγου  κάθεται μεγαλόσωμος ο συνήθης νεαρός σκλάβος, με πορφυρούν χειριδωτό μακρύ ιμάτιο, μαύρα ψηλά υποδήματα, ενώ φέρει στην κεφαλή λευκόφαιο μικρό μαλακό φέσι με κόκκινη φούντα στην κορυφή. […]Ο εικονογραφικός αυτός τύπος ερμηνεύει την αποδιδόμενη στον Άγιο απελευθέρωση του παιδιού από την αιχμαλωσία. Για το λόγο αυτό ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος χαρακτηρίζεται ως “αιχμαλώτων ελευθερωτής”.  
     Ο Άγιος εικονίζεται με φωτοστέφανο, νέος, αγένειος, με βραχεία καστανή κόμη, στεφηφόρος, έχει μιαν ελαφρά κλίση του σώματός του προς τα αριστερά. Φέρει λευκόφαιο χειριδωτό χιτώνα και από πάνω καστανέρυθρο θώρακα με παραλληλόγραμμες πλάκες, διπλή σειρά από δερμάτινα πτερύγια στους ώμους  και τριπλή στη λεκάνη, ζώνη στο στήθος, σφιχτή ζώνη στη μέση και χλαμύδα κεραμόχρουν που έχει δεθεί στο στέρνο, ανεμίζουσα, «αναπετάριν», που αναπτύσσεται με πολλαπλές κυματώσεις πάνω από το σώμα του, καλύπτοντας μέρος από χώρο πάνω από την πυλίδα[…]. Με το δεξί χέρι υπερυψωμένο καρφώνει με το δόρυ τον δράκοντα στο στόμα όπου εξέχουν πελώρια δόντια, ενώ με το αριστερό κρατά τα χαλινάρια του αλόγου. Δεν φαίνεται να κρατά την συνήθη ασπίδα. Χαμηλά στον σκοτεινό κάμπο κείται ο δράκοντας αρκετά μεγάλος, με ερυθρόχρουν φολιδωτό δέρμα[…] ενώ συστρέφεται έχοντας το στόμα ανοιχτό, προς τον άγιο. Ψηλότερα, δεξιά, μέσα από νεφέλη με ακτίνες εξέρχεται η Χ(ΕΙ)Ρ Κ(ΥΡΙ)ΟΥ φέρουσα κεραμόχρουν χειρίδα, να τον ευλογεί[…].
     Το βιβλίο περιλαμβάνει και πολλά σκαριφήματα του ναού, επιγραφές και συντομογραφίες τοιχογραφιών. Στις σελίδες 207-235 παρατίθεται πολύ πλούσιο φωτογραφικό υλικό από την αγιογράφηση. Μεταξύ των φωτογραφιών αυτών και η «Επιγραφή Ανιστόρησης».
     Ο κύριος Μουζάκης αναφέρεται ακόμα, και τιμά με αναφορά του αυτή, και όλες τις πηγές που άντλησε πληροφορίες για τη συγγραφή του βιβλίου του, καθώς και όλες εκείνες τις πηγές που τον ενέπνευσαν γι’ αυτή τη δημιουργία του. Και θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι ο ίδιος έχει προσφέρει πολύ μεγάλο αριθμό βιβλίων, περί τα 1000(!), στη βιβλιοθήκη «Θεόδωρος Κωνσταντίνου», που στεγάζεται στο Δημοτικό Σχολείο Λειβαρτζίου – νυν «Κέντρο Λαογραφίας και Λειβαρζινής Παράδοσης» (ΚΕ.ΛΑ.ΛΕΙ.ΠΑ.)
     Με ιδιαιτέρως τιμητικά λόγια εκφράζεται ο συγγραφέας σε πολλά σημεία του βιβλίου του και για το Λειβάρτζι. Ενδεικτικά και εδώ, παραθέτουμε την τελευταία παράγραφο από τον  επίλογό του, σελ. 179: «Τελικά ο ναός του Αγίου Θεοδώρου αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον τοπικό μνημείο, απόδειξης όχι μόνο της θρησκευτικότητας και της αντοχής των Λειβαρτζινών απέναντι στις αντιξοότητες των εποχών, αλλά και ένας κατ’ εξοχήν χώρος ενδυνάμωσης της πίστης όσο και του εθνικού φρονήματος».
     Να σημειώσουμε, τέλος, ότι οι εισπράξεις από την διανομή του βιβλίου ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ ΣΤΟ ΜΕΣΟΧΩΡΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΛΕΙΒΑΡΤΖΙ (1756)», με μέριμνα του αεικίνητου Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας, θα χρηματοδοτήσουν ένα άλλο βιβλίο, για την ιστορική Μονή Αγίας Τριάδος Λειβαρτζίου, για το οποίο ο κ. Μουζάκης εργάζεται εντατικά και άοκνα.
     Εξόχως θερμές οι ευχαριστίες μας στην Ιερά Μητρόπολη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, στην Βυζαντινή Υπηρεσία Αρχαιοτήτων, στον Σύλλογο Λειβαρτζινών Αθηνών, καθώς και στον συγχωριανό μας χορηγό του βιβλίου κ. Δημήτρη Μυλωνά.
     Με τις λέξεις «τύχη αγαθή», ξεκινάτε την εισαγωγή του περισπούδαστου βιβλίου σας, καθηγητά Κύριε Στέλιο Μουζάκη! «Τύχη αγαθή» και για το Λειβάρτζι! ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ για την αγάπη σας στο ιστορικό κεφαλοχώρι μας και για την αφιλοκερδή και ανεκτίμητη αυτή προσφορά σας!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 25.1.2024

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024

Το παράπονο και η ελπίδα των βουνών

 (Από την ποιητική μου συλλογή ΕΜΜΕΤΡΑ», 2008)

Καλοκαίρι: Αγνάντεμα από τα Λειβαρτζινά βουνά, με την ανατολή του ηλίου!
                             
                                  Δύο βουνά γειτονικά και πυκνοδασωμένα
                                  τα πήρα το παράπονο και στέκουν λυπημένα:
                                - Καλά είναι τ’ αγρίμια μας, τα ’λάφια, τα ζαρκάδια
                                  καλά και τ’ άλλα ζωντανά που βγαίνουνε τα βράδια.
                                  Καλά και τα πετούμενα, οι γύπες, τα γεράκια,
                                  σταυραετοί περήφανοι που κατοικούν στα βράχια.
                                  Οι στράτες όμως κλείσανε, οι δρόμοι δεν περνάνε,
                                  οι άνθρωποι εφύγανε, στις πολιτείες πάνε.
                                  Παλιά βελάζαν πρόβατα, ακούονταν κουδούνια,
                                  γίδια σε βράχια κοφτερά ανέβαιναν, μιλιούνια.
                                  Με τέχνη τσοπανόπουλα, σαν μάζευε η μέρα,
                                  στα καταράχια παίζανε γλυκόλαλη φλογέρα.
                                  Οι βοσκοπούλες έρχονταν κρυφά να ’ρωτευτούνε,
                                  στον κρυφαγαπημένο του λόγια κλεφτά να πούνε.
                                  Του φέρνανε ζεστό ψωμί δεμένο στο μεσάλι
                                  και του φιλιού του βιαστικού ενοιώθανε τη ζάλη.
                                  Στα γρέκια μαζευότανε παρέα ζηλεμένη,
                                  τραγούδαγαν και χόρευαν, πάντα ευτυχισμένοι.
                                  Τώρα τα πλάγια ρήμαξαν, οι ράχες μουγκαθήκαν,
                                  λίγα κουδούνια ακούγονται και οι χαρές χαθήκαν.
                                  Το άλλο βουνό εστέναξε! Άκουγε, δε μιλιόταν!
                                  τους κάμπους κάτω κοίταξε, την πόλη καταργιόταν:
                                - Τον κόσμο μας πλανέψατε, πήρατε τις χαρές μας!
                                   ποτέ σας δε θα νοιώσετε τις χάρες τις δικές μας!
                                   Άκουσε την κουβέντα τους κι ο ήλιος πριν να δύσει,
                                   νοιώθει ψηλά τη μοναξιά, γυρνά να τους μιλήσει:
                                 - Όλο τον κόσμο που γυρνώ, εκεί που ταξιδεύω,
                                   βλέπω να μην πολυμιλούν. Τις σκέψεις τους μαζεύω.
                                   Στις πόλεις μπερδευτήκανε, εκεί δε γνωριζόνται,
                                   πολλά καλά αποκτήσανε, όμως δε φχαριστιώνται!
                                   Το γέλιο τους εχάσανε, θαρρώ θα δυστυχήσουν!
                                   Λέτε να το ξανασκεφτούν και να ξαναγυρίσουν;
                                   Και τα βουνά κοιτάχτηκαν και πήραν μια ανάσα!
                                   Στο λιόγερμα τα’ αποψινό, κρυφά χαμογελάσαν!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Ξύλο με την παντόφλα: Σύγχρονος, αλλά και αρχαίος τρόπος σωφρονισμού!


     Είδος πρόχειρης, ευτελούς αξίας και εύχρηστης υπόδησης για μέσα στο σπίτι και την αυλή η παντόφλα, ή κατ’ άλλους παντούφλα και παντόφολα, πολλοί εξ ημών έχουμε «δοκιμάσει» το ξύλο της! Κι αν δεν έχουμε «δοκιμάσει» το ξύλο της, έχουμε δεχθεί την απειλή του στις διάφορες σκανταλιές μας. Ίσως ήταν/είναι το πιο εύκολο μέσο που μπορεί να χρησιμοποιήσει στην κατάλληλη στιγμή η μητέρα, η γιαγιά ή η θεία για ξυλοδαρμό, είτε για «χάδι», είτε για κάτι πολύ περισσότερο. Σε παλαιότερες εποχές, μάλιστα, που η λαστιχένια παντόφλα ήταν πολύ πιο διαδεδομένη, τα πράγματα δεν ήταν και τόσο απλά, γιατί το λάστιχο πονάει! Ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, που πολλά «προσφερόμενα» προς ξυλοδαρμό μέρη του σώματος είναι ακάλυπτα ή καλύπτονται με ελαφρύ ρουχισμό, η αίσθηση του πόνου ήταν πολύ πιο έντονη!
     Αν και η τιμωρία δεν έφτανε πάντα μέχρι τον ξυλοδαρμό, οι προειδοποιήσεις και οι απειλές ήταν το ίδιο ή και περισσότερο συνηθισμένες: «Θα στις βρέξω με την παντό(φο)λα», «θα τις φας με την παντό(φο)λα», «θα φας παντοφλιά», «παντόφλα που σου χρειάζεται», και άλλες ακόμα, που έχουν την έννοια της «βρεγμένης σανίδας». Στην περίπτωση που το παιδί «θύμα» είναι σε κάποια απόσταση από την μητέρα/θεία/γιαγιά «θύτης», η παντόφλα γίνεται «πεταχτή» (του πέταξε παντόφλα). Ακόμη, η φράση «θα πέσει παντόφλα», λέγεται μεταφορικά για τον σύζυγο, που απειλείται από την επίπληξη της γυναίκα του για κάποιο πονηρό παραστράτημά του, ή κάποια αδέξια κίνησή του, κάποια παράλειψή του κλπ.
     Όμως, ούτε η απειλή, ούτε και ο ίδιος ο ξυλοδαρμός με την παντόφλα, η οποία είναι και ένας από τους αρχαιότερους τύπους υποδήματος, είναι κάτι «καινούργιο». Σε αρχαίες παραστάσεις αγαλμάτων, αγγείων αλλά και άλλων αντικειμένων -π.χ. αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας, αρχαιολογικό μουσείο του Τάραντα-, βλέπουμε την θεά Αφροδίτη με το σανδάλι στο χέρι σε στάση απειλής. Στην παράσταση απεικονίζεται ο τραγοπόδαρος θεός Πάνας να πλησιάζει την θεά με ερωτικό σκοπό. Η ευχάριστη, θα λέγαμε, έκφραση του προσώπου της Αφροδίτης, φαίνεται να συνηγορεί προς τούτο, όμως ο  απείθαρχος γιος της, ο Έρωτας, θεός της ερωτικής επιθυμίας, προσπαθεί να τον απομακρύνει, ωθώντας τον από τα κέρατα. Κατά κάποιες ερμηνείες η θεά με το σανδάλι στο χέρι επιδιώκει ή προσποιείται να απομακρύνει τον Πάνα, ενώ κατ’ άλλες ερμηνείες προσπαθεί να απομακρύνει τον Έρωτα.   
Αφροδίτη, Πάνας και Έρωτας
(Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών-πηγή Βικιπαίδεια)

     Εκτός από την παράσταση της Αφροδίτης, και άλλες ακόμα πηγές μας βεβαιώνουν πως η «παντόφλα» ήταν και αρχαίος τρόπος σωφρονισμού, π.χ. από δάσκαλο σε μαθητή.
 
Λαογραφικές και άλλες εκδοχές
 
     Θέση έχει η παντόφλα και στη λαογραφία μας: Η παροιμία που λέγεται για την προτίμηση των εγχώριων προϊόντων, αναφερόμενη ειδικά στην επιλογή συζύγου, «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο», λέγεται και «παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι και παντόφλα». Επίσης, η ακατάστατη προσωρινή ή όχι εναπόθεση των παντοφλών και γενικά των υποδημάτων σε κάποιο μέρος, και ειδικά αν είναι ανάποδα, για ορισμένους θεωρείται γρουσουζιά ή και ότι «μουντζώνουν το Θεό». Κι ακόμα, η φράση «την έφαγε την παντόφλα», που εδώ έχει την έννοια του ψέματος (το έφαγε/το πίστεψε το ψέμα).
     Παλαιότερα το χιλιάρικο είχε και την κωδική ονομασία «παντόφλα», στη συνθηματική γλώσσα. Τότε που η αξία του συγκεκριμένου χαρτονομίσματος ήταν πολύ υπολογίσιμη και δινόταν για «μπροστάντζα» (καπάρο/προκαταβολή), συνηθιζόταν και με αυτή την ονομασία. «Παντόφλα» στη «μάγκικη» γλώσσα λεγόταν και το πορτοφόλι και οι «πορτοφολάδες» «παντοφ(ο)λάδες». Γνωστοί, άλλωστε, και οι στίχοι του «μάγκικου» τραγουδιού, «κάτω στα λεμονάδικα»:
«Εμείς τρώμε τα λάχανα,
τσιμπούμε τις παντόφλες,
για να μάς βλέπουν τακτικά
της φυλακής οι πόρτες»
     Στη γλώσσα των θαλασσινών, «παντόφλες» έχουν επικρατήσει να λέγονται και τα ρηχά ανοιχτά πλοία, τα γνωστά και ως «φέρυ μποτ», αλλά και τα μικρά αποβατικά.
     Με τον ίδιο όρο («παντόφλα») ενέπαιζαν ορισμένοι νεαροί συνομηλίκους τους, που είχαν μεγάλου μεγέθους κινητά, στις πρώτες εκδόσεις του προϊόντος αυτού της σύγχρονης τεχνολογίας.
     Αν και σήμερα οι παντόφλες, και ειδικά οι γυναικείες, διακοσμούνται με διάφορα κεντήματα, στο παρελθόν τις διακοσμούσαν περίτεχνα οι ίδιες οι γυναίκες, αφού οι αυτές τις κατασκεύαζαν.
-----------------------------------------
Πηγές:
-  Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
-  Διαδίκτυο
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.1.2024

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Βιβλιοπαρουσίαση: ΔΩΔΩΝΗ ΙΕΡΟ, ΜΑΝΤΕΙΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ, της Αρχαιολόγου Κωνσταντίνας Ζήδρου


     Γνωστή για την επιστημονική και συγγραφική της πληρότητα η αρχαιολόγος και υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Κωνσταντίνα Ζήδρου, προσθέτει ένα ακόμα πολύ αξιόλογο έργο της στη σωρεία του πνευματικού ενεργητικού της. Πρόκειται για το βιβλίο «ΔΩΔΩΝΗ ΙΕΡΟ, ΜΑΝΤΕΙΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ», που εξέδωσε πρόσφατα το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Ιωαννιτών. Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον πόνημα, το οποίο ταξιδεύει τον αναγνώστη στον ιερό και ιστορικό χώρο της Αρχαίας Δωδώνης.
     Τόπος λατρείας του Δία, αλλά και άλλων θεών η Δωδώνη, εκεί και το αρχαιότερο Μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας. Πολλές οι μεγάλες προσωπικότητες της εποχής που ζήτησαν τους χρησμούς της ιερής βελανιδιάς, πολλοί και οι μεταγενέστεροι ερευνητές που αναζήτησαν στοιχεία της αίγλης του και της ακμής του και πολλοί εκείνοι που θα ακολουθήσουν.
    Πραγματικά ιλιγγιώδης ο αριθμός των ιστορικών πηγών που επικαλείται η αρχαιολόγος και συγγραφέας και τεκμηριώνει το έργο της, αφήνει τον αναγνώστη εκστατικό. Επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ακόμα, ότι το βιβλίο αυτό της αγαπητής Κωνσταντίνας Ζήδρου, συμπλήρωσε και συνόδεψε την ξενάγηση  του πολύ μεγάλου αριθμού επισκεπτών στην ομαδική έκθεση «Δία, μ’ ακούς;», στον εκθεσιακό πολυχώρο του Πνευματικού Κέντρου Δήμου Ιωαννιτών «Δ. Χατζής», από 27 Νοεμβρίου έως και 13 Δεκεμβρίου 2023. Η έκθεση περιελάμβανε έργα ζωγραφικής, φωτογραφίες, βίντεο και κείμενα. Συμμετείχαν: Μαρία Βλάχου, Χρόνης Δρούγιας, Χάρης Μπινώλης, Σπύρος Μπουκουβάλας, Νίκη Ράτσικα, Παύλος Σπουρέλας, Άννα Μπουκουβάλα, Απόστολος Τσόλας και η αρχαιολόγος και συγγραφέας Κωνσταντίνα Ζήδρου, με θέμα, τι άλλο, την Αρχαία Δωδώνη.
     Σημειώνει χαρακτηριστικά η συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου της «ΔΩΔΩΝΗ ΙΕΡΟ, ΜΑΝΤΕΙΟ, ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ»: «Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η παρουσίαση του ιερού της Δωδώνης με τρόπο σύντομο και σαφή, ώστε να καταστεί ξεκάθαρη και δυνατή η λειτουργία του, η μορφή του, η εξέλιξή του, η θέση και η σημασία του, σε κάθε περίοδο, για την Ήπειρο, και την Ελλάδα γενικότερα, αλλά και να καταδειχθεί η πληθώρα των αρχαιολογικών θησαυρών, που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στα ιερά χώματά του».
     Κλείνοντας αυτή τη σύντομη βιβλιοπαρουσίαση, θέλω: 1. Να βεβαιώσω την αρχαιολόγο, συγγραφέα και φίλη Κωνσταντίνα Ζήδρου, ότι πράγματι ο σκοπός της αυτός επιτυγχάνεται με τον καλύτερο τρόπο. 2. Να την ευχαριστήσω για το πολύ όμορφο ταξίδι που μου προσέφερε στο χώρο και στο χρόνο, αφιερώνοντάς μου το βιβλίο της. 3. Να τη συγχαρώ ολόθερμα για το βιβλίο της, καθώς και για το εν γένει έργο της, και να της ευχηθώ σύντομα να κρατάει στα χέρια της τον διδακτορικό της τίτλο, τον οποίο θα λάβει επαξιότατα!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.1.2024

Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024

Κόρακας: Λαογραφικά και άλλα στοιχεία


     Ο κόρακας ή το κοράκι είναι ένα πτηνό με πολύ μαύρο πτέρωμα. Το μέγεθός του είναι λίγο μικρότερο της κότας και ζει συνήθως σε απόκρημνα μέρη, ενώ αναφέρεται ότι σχετικά εύκολα μπορεί να εξημερωθεί και να ζήσει κοντά στον άνθρωπο. Είναι σαρκοφάγο, κυρίως πτωματοφάγο, και η σχέση του με τον/τη σύντροφό του ισόβια. Οι νεοσσοί του γεννιούνται με μικρό και γκρίζο πτέρωμα, που μεγαλώνοντας μαυρίζει. Η διάρκεια της ζωής του είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με άλλα πτηνά, ίσως μεγαλύτερη και από αυτή του ανθρώπου.
     Όπως μας διδάσκει ο παππούς ο Αίσωπος, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα έξυπνο πουλί. Γνωστός ο μύθος με την αλεπού, που με την πονηριά της του πήρε το τυρί από το στόμα! Ο μύθος αυτός διδασκόταν παλαιότερα και στον «ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ», του Γεωργίου Ζούκη, στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Το αρχαίο κείμενο και τη μετάφραση μπορείτε να διαβάσετε σε παλαιότερη αναφορά μου στο ιστολόγιό μου, «πατώντας» ΕΔΩ.
     Στην αρχαία Ελλάδα το πτηνό ήταν αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα, ενώ οι αναφορές του από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς είναι συχνές. Ο Αριστοφάνης, π.χ., τον αναφέρει σε πολλές κωμωδίες του, ενώ στον Αντισθένη αποδίδεται το ρητό: «Κρείττον εις κόρακας ή κόλακας εμπεσείν. Οι μεν γαρ νεκρούς, οι δε ζώντας εσθίουσιν» (Καλύτερα να πέσεις σε κοράκια παρά σε κόλακες, γιατί αυτά τρώνε νεκρούς, ενώ οι κόλακες ζωντανούς).
     Ο κόρακας αναφέρεται και στην Παλαιά Διαθήκη: Αυτό ήταν το πρώτο πτηνό που απελευθέρωσε ο Νώε από την κιβωτό, όταν κόπασε ο κατακλυσμός. Πιθανότατα βρήκε πολλά πτώματα για τροφή και δεν επέστρεψε. Το περιστέρι που απελευθέρωσε αργότερα, επέστρεψε με κλαδί ελιάς στο ράμφος του, σημάδι ότι ο κατακλυσμός είχε παρέλθει (Γένεσις, πρώτο βιβλίο τη Παλαιάς Διαθήκης). Επειδή δε το κοράκι τρέφεται με πτώματα, και ιδιαίτερα όταν αυτά είναι σε προχωρημένη αποσύνθεση, ο Μωσαϊκός Νόμος το χαρακτηρίζει «ακάθαρτο πτηνό» (Λευτικόν-βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης).
     Στη λαογραφία ο κόρακας είναι συχνά συνυφασμένος με πολύ κακούς οιωνούς. Το μαύρο/κατάμαυρο πτέρωμά του οπωσδήποτε είναι ένας παράγοντας προλήψεων και σχετίζεται με το πένθος. Αν ακουστεί η φωνή του (το κρώξιμό του) σε κατοικημένη περιοχή, π.χ. πετάξει και κρώξει πάνω από ένα χωριό, σύντομα κάποιος θα πεθάνει. Στην πραγματικότητα, όμως, το κρώξιμό του σχετίζεται με τον εντοπισμό ή την αναζήτηση τροφής. Πολύ μεγαλύτερος θεωρείται ο κίνδυνος του θανάτου αν πλησιάσει κάποιο σπίτι ή, ακόμα χειρότερα, αν καθίσει στη σκεπή του. Κακό σημάδι, που προμηνύει θάνατο, θεωρείται κι αν τον συναντήσει και κάποιος στο δρόμου του. Δυσοίωνες είναι και οι προβλέψεις των ονειροκριτών και όσων πιστεύουν ότι ερμηνεύουν τα όνειρα. 
     Είναι αρκετές και οι λαϊκές παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις για το συγκεκριμένο «μαυροπούλι» ή «βρωμόπουλο».
«Αϊ (άντε, σύρε ή πήγαινε) στον κόρακα». Θεωρείται βλασφημία και πιθανότατα  προέρχεται από αρχαία Ελληνική φράση. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη, η λέξη «αρά» (κατάρα) προήλθε από τον κόρακα και από τη συνήθεια του πτηνού να ζει στις ερημιές. Το ρήμα «αποσκορακίζω», σημαίνει ότι στέλνω κάποιον που δεν συμπαθώ/αντιπαθώ να ζήσει μακριά μου και σε έρημο τόπο.
«Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Φράση/παροιμία  που λέγεται για άτομα διαπλεκόμενα ή αξιωματούχους, που αλληλεπικαλύπτονται, προφανώς και «δια τον φόβον των Ιουδαίων».
Η λέξη «κορακοζώητος» λέγεται για αιωνόβιους ή υπεραιωνόβιους.
«Κοράκιασα», «έχω κορακιάσει», «θα κορακιάσω» κλπ, προέρχεται, μάλλον, από αρχαιοελληνικό μύθο: Σε πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι ετοίμαζαν θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το απαραίτητο νερό για τη θυσία ήταν ιερό και πήγαζε ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια, που κανένας δεν μπορούσε ν’ αναλάβει την αποστολή αυτή. Ξαφνικά, ακούστηκε η φωνή ενός κόρακα πάνω από ένα δέντρο, που προσφέρθηκε ν’ αναλάβει εκείνος το τολμηρό εγχείρημα. Παρά την έκπληξη όλων, αποφάσισαν, τελικά, να του αναθέσουν την ιερή αποστολή. Του έβαλαν στο ράμφος ένα σκεύος και το μαύρο πουλί πέταξε για το φαράγγι. Πριν φτάσει, όπως, είδε μια συκιά, γεμάτη σύκα, που ακόμα δεν είχαν ωριμάσει. Περιμένοντας εκεί, πεινασμένος και λιχούδης καθώς ήταν, μέχρι  να ωριμάσουν, ξεχάστηκε. Όταν, τέλος, ωρίμασαν, έφαγε και αφού χόρτασε, θυμήθηκε την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Πέταξε προς την πηγή, γέμισε το δοχείο, αλλά έπρεπε να βρει και μια πιστευτή δικαιολογία για τον κόσμο που περίμενε το ιερό νερό. Τότε είδε ένα φίδι και το άρπαξε με τα νύχια του. Επιστρέφοντας στον τόπο της θυσίας, είπε ότι βρήκε το φίδι στην πηγή που έπινε συνέχεια όλο το νερό που έβγαινε, μη μπορώντας ο ίδιος να γεμίσει. Όταν κάποια στιγμή το φίδι κοιμήθηκε, τότε μπόρεσε και πήρε το νερό, πιάνοντας και το φίδι στα νύχια του, ως «αποδεικτικό στοιχείο». Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και έγινε η θυσία, έστω με καθυστέρηση λίγων ημερών. Όμως, το φίδι ήταν του θεού Απόλλωνα, ο οποίος θύμωσε και τιμώρησε τον κόρακα για το ψέμα του: Κάθε φορά που πήγαινε να πιεί νερό σε κάποια πηγή, εκείνη στέρευε και το μαρτύριο του μαύρου πουλιού κράτησε πολύ. Τελικά, ο θεός Απόλλωνας λυπήθηκε τον κόρακα και τον έκανε αστερισμό στον ουρανό, τον οποίο παρατήρησε για πρώτη φορά ο Πτολεμαίος (αστερισμός Κόραξ στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, λατινικά Corvus, συντομογραφία Crv).
«- Πώς πάνε τα παιδιά σου, κόρακα; - Όσο πάνε και μαυρίζουνε». Παροιμία-«διάλογος», με αφορμή τους νεοσσούς του πτηνού που έχουν γκρίζο πτέρωμα, το οποίο συν τω χρόνο μαυρίζει. Λέγεται για ανθρώπους, που όχι μόνο δεν βελτιώνουν τη συμπεριφορά τους και την τακτική τους, αλλά, αντίθετα, την επιδεινώνουν.
«Βγάλ’ τον κόρακα», που σημαίνει «σκάσε! Μη μιλάς!», προφανώς επειδή δεν θέλουμε να ακούμε το κρώξιμο του πουλιού, όντας προληπτικοί.
«Κόρακες» ή «κοράκια» αποκαλούν ορισμένοι δυσμενώς μεταφορικά και τους υπαλλήλους νεκροταφείων και το προσωπικό γραφείων τελετών, που ασχολούνται με την ετοιμασία, ταφή και εκταφή των νεκρών, αλλά και λόγω της μαύρης, συνήθως, ενδυμασίας τους.
-----------------------------
Πηγές:
- Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
- Εγκυκλοπαίδεια ΓΙΟΒΑΝΗ
- Εικόνα: Διαδίκτυο
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.1.2024

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2024

Το παλιό παραδοσιακό προζύμι (άρθρο με κυριολεκτική και μεταφορική σημασία)


     Οι «παλιές» νοικοκυρές, αλλά και πολλές σύγχρονες που κρατάνε την παράδοση, ζυμώνουν στο σπίτι τους και ψήνουν το ψωμί στο δικό τους, σπιτικό φούρνο, που μπορεί να είναι η ηλεκτρική κουζίνα ή, πολύ σπανιότερα, ο παραδοσιακός ξυλόφουρνος. Η προετοιμασία του ψωμιού γίνεται με περισσή φροντίδα και ήταν/είναι μια τελετουργική και με σεβασμό διαδικασία, η οποία τηρείται κατά γράμμα και για δύο λόγους. Ο πρώτος λόγος, είναι ο μεγάλος σεβασμός στο ίδιο το ψωμί και ο δεύτερος λόγος για την επιτυχία του. Αν και δεν είχαν ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις οι νοικοκυρές αυτές, είχαν/έχουν γνώσεις πρακτικές, που τις είχαν/έχουν διδαχθεί από μητέρες και γιαγιάδες, που κι αυτές ήταν με ακόμα λιγότερες γραμματικές γνώσεις. Αξίζει μέσα σε όλα αυτά να σημειωθεί και η ετοιμότητα για την ωρίμανση, που όσες άλλες δουλειές κι αν έχουν, το μυαλό τους δεν ξεφεύγει καθόλου από εκεί, γιατί αν η ωρίμανση (αν «γίνει»/φουσκώσει το ψωμί) και δεν μπει στο φούρνο να ψηθεί στην ώρα του, ξεχειλίζει από τα ταψιά και χύνεται έξω. Να σημειωθεί ακόμα το ρόλο που έπαιζε και καλή συντήρηση του προζυμιού, σε σταθερή θερμοκρασία, συνήθως μέσα το αλεύρι.
     Ο διαφορετικός τρόπος ζωής σήμερα, οι διαφορετικές ανάγκες, η πολυαπασχόληση, η αναζήτηση κάθε μεγαλύτερης ευκολίας στην καθημερινότητα, μας έχουν αναγκάσει να καταφεύγουμε στο ψωμί του εμπορίου, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι το ίδιο με εκείνο το χειροποίητο παραδοσιακό. Μα και από τις νοικοκυρές που ζυμώνουν οι ίδιες στο σπίτι τους, λίγες είναι εκείνες που χρησιμοποιούν προζύμι. Η εύκολη προμήθεια της μαγιάς από το εμπόριο, έχει απλοποιήσει την διαδικασία του ζυμώματος και ελαχιστοποιεί κατά πολύ το χρόνο ωρίμανσης, χωρίς, φυσικά, να δίνει στο ψωμί την ίδια ποιότητα και νοστιμιά που δίνει το προζύμι.
     Η αυστηρή τήρηση του τελετουργικού, λοιπόν, έφερνε/φέρνει το καλό αποτέλεσμα. Ένα ανάλογο «τελετουργικό», με «καλό προζύμι» τηρούσαν οι αγράμματοι ή με λίγα, έστω,  γράμματα γονείς μας και στην ανατροφή των παιδιών. Η υπομονή και το «άγρυπνο μάτι» για την «ωρίμανση», η ετοιμότητα, η πρόληψη, ήταν «πανταχού παρούσες». Αλλά και πολλές φορές η αυστηρότητα στην καλή της έννοια, έφερνε κι αυτή τα δικά της θετικά αποτελέσματα. Η εισβολή της τεχνολογίας σε όλες της τις εκφάνσεις, οι «τυποποιημένες» δραστηριότητες, οι διαφορετικές ανάγκες και οι πολλές απαιτήσεις της ζωής, ο υπερκαταναλωτισμός και πολλά ακόμα που έχουν αλλάξει ριζικά σε σύγκριση με το τότε, παρακάμπτουν ή αλλοιώνουν σε πολλές περιπτώσεις το «παραδοσιακό προζύμι» στην ανατροφή των παιδιών.
     Η χαλάρωση της συνοχής της οικογένειας, οι ενίοτε υπερβολικές ελευθερίες, η συγκάλυψη και «ωραιοποίηση» από πλευράς των γονιών των λαθών των παιδιών, ίσως να μην είναι υπερβολή να χαρακτηρίζει την εισχώρηση στην ασυδοσία. Μεγάλη, «βαριά» λέξη, όμως κάποτε και πραγματικότητα, που, όσο κι αν μας πονάει, δεν υπερβάλλουν ορισμένοι που ομολογούν ότι «έχουμε χάσει το μέτρο». Ακούμε και διαβάζουμε συχνά στα ΜΜΕ, π.χ., αλλά συναντάμε και στην καθημερινότητά μας γονείς που στηρίζουν τα λάθη των παιδιών τους, με τα όποια αποτελέσματα μπορεί να έχει μια τέτοια τακτική, βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα.
      Όσο κι αν επιδιώκουν κάποιοι να συγκρίνουν και τις παλαιότερες ή τις μεγαλύτερες γενιές με τις νεότερες/σύγχρονες, σε γενικές γραμμές υπερισχύει καταφανώς η άποψη ότι οι γενιές του παραδοσιακού «προζυμιού», είναι περισσότερο προσηλωμένες στο σεβασμό των παραδοσιακών μας Αξιών, που όμως δεν μεταλαμπάδευσαν επαρκώς αυτό το σεβασμό τους στο παιδιά τους/στους νεότερους.
     Κλείνοντας αυτή τη σύντομη αναφορά στην με κυριολεκτική και μεταφορική σημασία στο προζύμι, θεωρώ απαραίτητο να παραθέσω και τούτο: Τα λόγια ενός θυμόσοφου γέροντα, που άκουσα σε γυμνασιακή ηλικία και «μου έμειναν»: «Όσο ήμαστε μικροί, μας φαίνονταν όλα στραβά, γιατί δεν μπορούσαμε να ήμαστε μεγάλοι και τώρα που είμαστε μεγάλοι, πάλι μας φαίνονται όλα στραβά, γιατί δεν μπορούμε να γίνουμε μικροί»!
--------------------------------------
Σημείωση: Αφορμή για το άρθρο αυτό απετέλεσε η φράση μιας αιωνόβιας αρχόντισσας, της κυρίας Αρχόντως-«όνομα και πράγμα»-, σε μια πολύ ζεστή κουβέντα που είχα μαζί της τις μέρες των γιορτών και μου είπε: «Εμείς οι μεγαλύτεροι είμαστε ζυμωμένοι με άλλο προζύμι»!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.1.2024
 
 

Δευτέρα 1 Ιανουαρίου 2024

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Η κρεμμύδα της πρωτοχρονιάς


    Παραμονή πρωτοχρονιάς, αργά το απόγευμα. Σε λίγο θα λέμε «πέρυσι», σκέφθηκε ο Σταύρος, που εκείνη την ώρα σχόλασε από το εργοστάσιο που δούλευε στη βιομηχανική ζώνη του Πειραιά. Με πλατύ χαμόγελο ευχήθηκε στους συναδέλφους του «καλή πρωτοχρονιά» και «χρόνια πολλά» και τράβηκε για την αγορά, να προλάβει να κάνει κάποια τελευταία ψώνια, όπως είχαν συνεννοηθεί με τη γυναίκα του.
     Χωριατόπαιδα κι οι δυο, δεν είχαν πολύ καιρό που παντρεύτηκαν και εγκαταστάθηκαν στη μεγαλούπολη, που είχε βρει δουλειά αρκετά πριν το γάμο τους ο Σταύρος. Οι συνήθειές τους είχαν αλλάξει πολύ από αυτές του χωριού κι ενώ εκείνος ήταν «χύμα» παλληκάρι, η γυναίκα του, η Θωμαή, έδειχνε να «μεγαλοπιάνεται», νοιώθοντας πλέον χειραφετημένη, αλλά και κάτοικος της πόλης.  
     Κρατώντας χαρούμενος στα χέρια του τις τσάντες με τα λίγα τελευταία ψώνια, πήρε το αστικό, όπως κάθε που σχόλαγε από το εργοστάσιο, να γυρίσει σπίτι του, να ετοιμαστούν και ν’ «αλλάξουν» το χρόνο με την αγαπημένη του. Ευτυχισμένος που θα έκαναν το δικό τους «ρεβεγιόν» στο σπίτι τους, όπως της άρεσε να λέει η Θωμαή στις φίλες της, που είχε αποκτήσει στο λίγο χρονικά διάστημα της ζωής της στην πόλη.
     Λίγο μετά, αφού μπήκε στο λεωφορείο, είδε τον συγχωριανό του και γείτονά του, τον Αργύρη, που δούλευε κι αυτός σε άλλο εργοστάσιο στην ίδια περιοχή και μετά τις ευχές έπιασαν την κουβέντα. Είπαν διάφορα και ο Αργύρης τον ρώτησε τί ψώνισε, αφού η οικειότητα μεταξύ τους ήταν μεγάλη, από τα χρόνια του δημοτικού.
-  Να, κάτι μικροπράγματα, παραγγελιές της Θωμαής…
-  Κι αυτό το πράσινο, με τα χοντρά φύλλα, λαχανικό για σαλάτα είναι;
-  Όχι. Κρεμμύδα, για το καλό του νέου χρόνου!
-  Τι κρεμμύδα, ρε μαύρε; Ποιο «καλό» του χρόνου; Αυτή θα σου φέρει καλό;…
-  …Λένε πως φέρνει γούρι!... Επιθυμία της Θωμαής!...
-  Άσε μας, ρε Σταύρο! Ξέραμε και στο χωριό μας από κρεμμύδες και γούρια και τέτοιες βλακείες; Τα πλάγια και τα βουνά μας γεμάτα τέτοιες κρεμμύδες είναι. Είδες κανέναν να τις μαζεύει για να του φέρει γούρι πρωτοχρονιάτικα; 
     Αυτή ήταν η αποστομωτική απάντηση του Αργύρη, με μια γκριμάτσα αποστροφής, που τον έκανε να νοιώσει άβολα. 
     Το λεωφορείο έφτανε σε λίγο στη στάση που ήταν κοντά στο σπίτι του Σταύρου. Εκείνος χτύπησε το κουδούνι και κατέβηκε. Στην ευχή του στον Αργύρη «χρόνια πολλά» και «καλή χρονιά», αντευχήθηκε και ο εισπράκτορας, αφού ήταν απέναντί τους. Του φάνηκε, μάλιστα, πως τον είδε να χαμογελάει αποδοκιμαστικά, όταν έλεγαν για την κρεμμύδα με τον φίλο του και συγχωριανό του.
     Γύρω στα εκατό μέτρα ήταν η στάση από το σπίτι του. Όμως, λίγο πριν φτάσει στην αυλόπορτα, είχε καεί η λάμπα της κολώνας και το σκοτάδι που είχε πέσει, δυσκόλευε την κατάσταση. Λίγο η απροσεξία του Σταύρου, λίγο μια λακκούβα με νερά της βροχής, παραπάτησε κι έπεσε μέσα! Του έφυγαν τα πράγματα από τα χέρια και, πέφτοντας, βρέθηκε πάνω στο «γούρι» της πρωτοχρονιάς, που με το βάρος του το παραμόρφωσε! Πώς θα πήγαινε τώρα βρεγμένος και με «άδεια χέρια» στη Θωμαή του;
     Άρχισε να βρίζει με την απρόσμενη δυσάρεστη εξέλιξη και να τα βάζει με τη λάμπα που είχε καεί και την «κακιά ώρα»! Σύντομα άρχισε να συνέρχεται από τον πόνο στον αριστερό ώμο και σκέφθηκε ότι η γυναίκα του θα τον καταλάβαινε. Μάζεψε όπως όπως τα ψώνια του, ταλαιπωρημένα κι αυτά, κι άρχισε να χαμογελάει σαρκαστικά στη σκέψη ότι, τελικά, η κρεμμύδα δεν του έφερε το αναμενόμενο γούρι και να τη βρίζει κι αυτή! Μα κι έτσι, όπως στραπατσαρίστηκε, τί γούρι θα έφερνε και στο σπιτικό τους;…
- Μάλλον είχε δίκιο ο Αργύρης, ψέλλισε στον εαυτό του και χαμογέλασε περισσότερο με το αριστερό μέρος του προσώπου του, μπαίνοντας κατηφής και με κατεβασμένο το κεφάλι στην αυλή του σπιτιού τους.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνασταντόπουλος, 1.1.2024