(Από την ποιητική μου συλλογή ΕΜΜΕΤΡΑ», 2008)
Καλοκαίρι: Αγνάντεμα από τα Λειβαρτζινά βουνά, με την ανατολή του ηλίου! |
Δύο
βουνά γειτονικά και πυκνοδασωμένα
τα πήρα το παράπονο και στέκουν λυπημένα:
- Καλά είναι τ’ αγρίμια μας, τα ’λάφια, τα ζαρκάδια
καλά και τ’ άλλα ζωντανά που βγαίνουνε τα βράδια.
Καλά και τα πετούμενα, οι γύπες, τα γεράκια,
σταυραετοί περήφανοι που κατοικούν στα βράχια.
Οι στράτες όμως κλείσανε, οι δρόμοι δεν περνάνε,
οι άνθρωποι εφύγανε, στις πολιτείες πάνε.
Παλιά βελάζαν πρόβατα, ακούονταν κουδούνια,
γίδια σε βράχια κοφτερά ανέβαιναν, μιλιούνια.
Με τέχνη τσοπανόπουλα, σαν μάζευε η μέρα,
στα καταράχια παίζανε γλυκόλαλη φλογέρα.
Οι βοσκοπούλες έρχονταν κρυφά να ’ρωτευτούνε,
στον κρυφαγαπημένο του λόγια κλεφτά να πούνε.
Του φέρνανε ζεστό ψωμί δεμένο στο μεσάλι
και του φιλιού του βιαστικού ενοιώθανε τη ζάλη.
Στα γρέκια μαζευότανε παρέα ζηλεμένη,
τραγούδαγαν και χόρευαν, πάντα ευτυχισμένοι.
Τώρα τα πλάγια ρήμαξαν, οι ράχες μουγκαθήκαν,
λίγα κουδούνια ακούγονται και οι χαρές χαθήκαν.
Το άλλο βουνό εστέναξε! Άκουγε, δε μιλιόταν!
τους κάμπους κάτω κοίταξε, την πόλη καταργιόταν:
- Τον κόσμο μας πλανέψατε, πήρατε τις χαρές μας!
ποτέ σας δε θα νοιώσετε τις χάρες τις δικές μας!
Άκουσε την κουβέντα τους κι ο ήλιος πριν να δύσει,
νοιώθει ψηλά τη μοναξιά, γυρνά να τους μιλήσει:
- Όλο τον κόσμο που γυρνώ, εκεί που ταξιδεύω,
βλέπω να μην πολυμιλούν. Τις σκέψεις τους μαζεύω.
Στις πόλεις μπερδευτήκανε, εκεί δε γνωριζόνται,
πολλά καλά αποκτήσανε, όμως δε φχαριστιώνται!
Το γέλιο τους εχάσανε, θαρρώ θα δυστυχήσουν!
Λέτε να το ξανασκεφτούν και να ξαναγυρίσουν;
Και τα βουνά κοιτάχτηκαν και πήραν μια ανάσα!
Στο λιόγερμα τα’ αποψινό, κρυφά χαμογελάσαν!
τα πήρα το παράπονο και στέκουν λυπημένα:
- Καλά είναι τ’ αγρίμια μας, τα ’λάφια, τα ζαρκάδια
καλά και τ’ άλλα ζωντανά που βγαίνουνε τα βράδια.
Καλά και τα πετούμενα, οι γύπες, τα γεράκια,
σταυραετοί περήφανοι που κατοικούν στα βράχια.
Οι στράτες όμως κλείσανε, οι δρόμοι δεν περνάνε,
οι άνθρωποι εφύγανε, στις πολιτείες πάνε.
Παλιά βελάζαν πρόβατα, ακούονταν κουδούνια,
γίδια σε βράχια κοφτερά ανέβαιναν, μιλιούνια.
Με τέχνη τσοπανόπουλα, σαν μάζευε η μέρα,
στα καταράχια παίζανε γλυκόλαλη φλογέρα.
Οι βοσκοπούλες έρχονταν κρυφά να ’ρωτευτούνε,
στον κρυφαγαπημένο του λόγια κλεφτά να πούνε.
Του φέρνανε ζεστό ψωμί δεμένο στο μεσάλι
και του φιλιού του βιαστικού ενοιώθανε τη ζάλη.
Στα γρέκια μαζευότανε παρέα ζηλεμένη,
τραγούδαγαν και χόρευαν, πάντα ευτυχισμένοι.
Τώρα τα πλάγια ρήμαξαν, οι ράχες μουγκαθήκαν,
λίγα κουδούνια ακούγονται και οι χαρές χαθήκαν.
Το άλλο βουνό εστέναξε! Άκουγε, δε μιλιόταν!
τους κάμπους κάτω κοίταξε, την πόλη καταργιόταν:
- Τον κόσμο μας πλανέψατε, πήρατε τις χαρές μας!
ποτέ σας δε θα νοιώσετε τις χάρες τις δικές μας!
Άκουσε την κουβέντα τους κι ο ήλιος πριν να δύσει,
νοιώθει ψηλά τη μοναξιά, γυρνά να τους μιλήσει:
- Όλο τον κόσμο που γυρνώ, εκεί που ταξιδεύω,
βλέπω να μην πολυμιλούν. Τις σκέψεις τους μαζεύω.
Στις πόλεις μπερδευτήκανε, εκεί δε γνωριζόνται,
πολλά καλά αποκτήσανε, όμως δε φχαριστιώνται!
Το γέλιο τους εχάσανε, θαρρώ θα δυστυχήσουν!
Λέτε να το ξανασκεφτούν και να ξαναγυρίσουν;
Και τα βουνά κοιτάχτηκαν και πήραν μια ανάσα!
Στο λιόγερμα τα’ αποψινό, κρυφά χαμογελάσαν!
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου