Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

Το μαντήλι στην ένδυση και στην παράδοση

 

Μαντήλι καρφιτσωμένο στο πέτο-ένδειξη επιτυχίας προξενιού

     Το περιφρονημένο σήμερα μαντήλι τσέπης, το οποίο «εξοστρακίστηκε» από το «μιας χρήσης», το λεγόμενο και χαρτομάντηλο, έχει παίξει και παίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων. Πέρα από το ότι ήταν «δεξί χέρι» στην καθαριότητα, π.χ. σκούπισμα χεριών («χερομάντηλο»), ιδρώτα, ρινικού βλεννογόνου («μυξομάντηλο») κλπ, έχει και μεγάλη παρουσία στην παράδοση, όπως σε διάφορες εκφάνσεις της χαράς και της λύπης.  Εκτός, βεβαίως, από αντρικό, εξ ίσου ή και περισσότερο σημαντικό είναι και το γυναικείο, τα οποία θα δούμε και θα θυμηθούμε εν συντομία στη συνέχεια. 
     Γνωστό από την αρχαιότητα το γυναικείο μαντήλι, μέχρι ακόμα και τις μέρες μας υφαντό στον αργαλειό, η χρήση του ήταν απαραίτητη από την πρώτη στιγμή της ζωής του, ως και την τελευταία. Με αυτό η μαμή έδενε σφιχτά(!) το κεφάλι του νεογέννητου, για να «σφίξει» και να πάρει το σωστό σχήμα. Το συναντάμε και ως τελευταία πράξη, που πριν ο άνθρωπος κατέβει στον τάφο, καλύπτεται με αυτό το πρόσωπο. Είναι το λεγόμενο σουβάριον ή σωδάριον της Δωρικής γλώσσας και σουδάριον του Ευαγγελίου, στον ενταφιασμό του Χριστού.
     Η «παρουσία» του στη λαϊκή παράδοση είναι συνεχής και σε πολλές αυτής εκδηλώσεις. Ο χορευτής το βγάζει από την τσέπη και τον κρατάει μ’ αυτό ο δεύτερος του χορού, ο «μασχαλιάρης» ή «βαστάζος». Εδώ πρέπει να είναι καθαρό, ανθεκτικό, συνήθως λευκού χρώματος, κατάλληλα διπλωμένο να ξεδιπλωθεί εύκολα και να μην χρειάζεται «τίναγμα». Το μαντήλι του χορού εξυπηρετεί και «πρακτικούς λόγους», όταν ένας εκ των δύο πρώτων χορευτών είναι γυναίκα, της οποίας το χέρι δεν επιτρέπεται ν’… ακουμπήσει ο άντρας, για λόγους σεμνότητος! Ακόμα, το μαντήλι του χορού στα χέρια επιδέξιων χορευτών, ιδίως χορευτριών, κάνει φιγούρες με ιδιαίτερη χάρη και ανάλογα με τη μουσική.
     Πρωταγωνιστική ή συμπρωταγωνιστική είναι η παρουσία του και σε λαϊκοθρησκευτικές τελετές. Ας θυμηθούμε τ’ αναστενάρια, όπου οι χορευτές τα κρατάνε στα χέρια, μαζί με την εικόνα των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, χορεύοντας στα κάρβουνα. Στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου του Μανδηλαρά ή Μανδηλά στα Μετέωρα-Καλαμπάκα και σε άλλες περιοχές, όπου πιστοί ζωσμένοι με πολλά μαντήλια-τάματά τους σκαρφαλώνουν στο βράχο με τη βοήθεια σχοινιών. Εκεί τα κρεμούν, παίρνουν εκείνα που είχαν κρεμάσει την προηγούμενη χρονιά και τα μοιράζουν στου προσκυνητές για φυλαχτό, οι οποίοι παρακολουθούν την ριψοκίνδυνη ανάβαση. Kι ακόμα τα συναντάμε και διάφορες παγανιστικές τελετές, π.χ. σε τρόπους ξεματιάσματος.
     Πολύ συνηθισμένος και διαδεδομένος είναι ρόλος του και στο γάμο. Όταν το προξενιό «πάει καλά» και η λογοδοσία επιτευχθεί, γαμπρός, προξενητής και όλοι όσοι τους συνοδεύουν, φεύγουν από το σπίτι της νύφης μ’ ένα λευκό μαντήλι καρφιτσωμένο («κρεμασμένο») στο πέτο, ένδειξη κι επιβεβαίωση ότι το προξενιό «έκλεισε». Με λευκά στολίζουν και τα προικιά, που κρέμονται καρφιτσωμένα επάνω και ανεμίζουν με τον αέρα, όταν αυτά φορτώνονται στα ζώα. Μαντήλι, επίσης είναι και το έπαθλο του αντιπροσώπου του γαμπρού που φτάνει τρίτος στο σπίτι της νύφης, να την παραλάβει για την εκκλησία και το κρεμάει στο πέτο του. Στον πρώτο δίνεται μια στολισμένη μαξιλάρα, η «ντεμέλα» και στον δεύτερο μια τσίτσα με κρασί (ξύλινο, δοχείο, οβάλ σχήματος), να κεράσει τους συμπεθέρους. Είναι οι λεγόμενοι συ(γ)χαριάτες. Επίσης, όλη η συνοδεία του γαμπρού στολίζει τα ζώα της, κρεμώντας λευκά μαντήλια στα κεφάλια τους.
     Φτάνοντας το ζευγάρι μετά στέφανα στο σπίτι, εκεί τους περιμένει η μάνα της νύφης, η οποία μετά το φίλεμα με καρύδια με μέλι στην πόρτα, τους «πιάνει» μ’ ένα μεγάλο λευκό μαντήλι από το πίσω μέρος του λαιμού και τους «τραβάει» μέσα στο σπίτι. Αμέσως μετά, η νύφη «δένει» σφιχτά με ένα, επίσης μεγάλο μαντήλι-συνήθως γυναικείας κεφαλής- την κοιλιά της πεθεράς της, «για να μην τρώει πολύ»!
     Απαραίτητο ένδυμα της γυναικείας κεφαλής με διάφορες ονομασίες και στην αρχαιότητα, όπως κεφαλόδεσμον, κρήδεμνον, κεκρύφαλος, άμπυξ. Εκτός από τη συγκράτηση των μαλλιών και την προστασία από καιρικές συνθήκες (κρύο, ήλιος, άνεμος), είναι ένδειξη  και της σεμνότητάς της μέχρι και τις μέρες μας, που χωρίς αυτό ήταν δεδομένο ότι σε άλλους καιρούς θα κακοχαρακτηριζόταν. Ξεχωριστό για κάθε εποχή, με ανάλογα χρώματα, σχέδια, κεντίδια και κρεμαστά ή ραμμένα επάνω του «φλουριά», του δίνουν ξεχωριστή ομορφιά και χάρη. Οι γυναίκες «κάποιας» ηλικίας προτιμούσαν το καφέ χρώμα, ενώ το μαύρο δηλώνει πένθος. Κάποιες θρησκείες το καθιστούν υποχρεωτικό σε όλες τις γυναίκες, αλλά και στη Χριστιανική θρησκεία δεν μπορούν θα θεωρηθούν χωρίς αυτό και χρώματος μαύρου οι μοναχές. Και ως τελευταία πράξη στην επίγεια ζωή του ανθρώπου, με λευκό μαντήλι καλύπτεται το πρόσωπό του πριν τον ενταφιασμό.
     Δεν παραλείπουμε να συμπεριλάβουμε στην αναφορά μας και το μαντήλι του λαιμού, το λεγόμενο φουλάρι, που κι αυτό προσθέτει γοητεία όχι μόνο στη γυναίκα, αλλά και στον άνδρα, όταν η ενδυμασία το απαιτεί. Το συναντάμε ακόμα και ως συμπλήρωμα της στρατιωτικής στολής σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις. Θα το δούμε και στην επίσημη ανδρική ένδυση, ειδικά διπλωμένο στη μικρή-αριστερή εξωτερική τσέπη του σακακιού, στο πέτο, το λεγόμενο «ποσέτ» από τη γαλλική λέξη pochett (τσέπη).
     Τόσο μικρό το μαντήλι, λοιπόν, μα και τόσο απαραίτητο στη ζωή των ανθρώπων, δεν θα μπορούσε να μην ασχοληθούν μ’ αυτό η λαϊκή σοφία, η δημοτική και η λαϊκή ποίηση και μουσική. Τέλος, αποφεύγεται να δοθεί ως δώρο, γιατί μπορεί να είναι αιτία χωρισμού ή να μαλώσουν πολύ δύο ή περισσότεροι άνθρωποι. Ίσως η εξαίρεση να ήταν σε γάμους, που δινόταν για δώρο στο νέο ζευγάρι, αυτό και μόνο πολλές φορές!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.10.2020
 (Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: «Στους δρόμους του Νεπάλ», της Παναγιώτας Π. Λάμπρη

 

     H έκτακτη είδηση από τα Ελληνικά ΜΜΕ, για τον καταστροφικό σεισμό στο Νεπάλ, στις 25 Απριλίου 2025, έδωσε την αφορμή στη φιλόλογο-εκπαιδευτικό Β/βάθμιας εκπαίδευσης, πολυβραβευμένη συγγραφέα και πολύτιμη προσωπική φίλη Παναγιώτα Π. Λάμπρη, «κι άρχισε να θυμάται ό,τι άκουσε, είδε, οσφράνθηκε, γεύτηκε, έμαθε» σε ταξίδι της «πριν μερικά χρόνια εκεί», με το σύντροφό της και πολυμελή ομάδα. «Και η θύμηση έφερε τη συγγραφή κι η συγγραφή, όπως τόσες άλλες, μια μορφή παραμυθίας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο νέο της βιβλίο, με τίτλο «Στους δρόμους του Νεπάλ».
     Πολύ τρομακτική και τραυματική εμπειρία «ο σεισμός», που είναι και το πρώτο κεφάλαιο στις 116 σελίδες του νέου πονήματος της Παναγιώτας Λάμπρη. Όσο κι αν ακούγεται ότι έγινε σε κάποια μακρινή χώρα, κανένα δεν αφήνει αδιάφορο, ειδικά όταν είναι πολύ ισχυρός και με θύματα. Και η σφοδρότατη δόνηση που ένοιωσε μέσα της, στο άκουσμα της φοβερής αυτής είδησης, είχε σαν αποτέλεσμα να μας χαρίσει μια ακόμα πνευματική δημιουργία της! 
     Με το χάρισμα της πένας της η συγγραφέας, βάζει τον αναγνώστη «μέσα» στις δικές της εμπειρίες του ταξιδιού της στο Νεπάλ, σε «ό,τι βλέπει το μάτι της» και «γεύεται η ψυχή της». Όμως δεν σταματάει εκεί. Αριστοτεχνικά διδάσκει και τον πολιτισμό, την ιστορία, την παράδοση, τη γεωγραφία, τη μυθολογία, τον τρόπο και κάθε όψη της ζωής των κατοίκων, την κουλτούρα, τη θρησκεία, τελετουργικά και δοξασίες, τόπους και τρόπους θρησκευτικής λατρείας της ασιατικής αυτής χώρας. Παράλληλα, η υπερπλούσια φωτογράφιση, με την κάθε φωτογραφία «στη θέση της», είναι ένα είδος επιβεβαίωσης των κειμένων της.
     Μιλάει για μεγάλα και επιβλητικά ιστορικά μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, κάνοντας έκδηλο και του αναγνώστη τον θαυμασμό. «Σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών» το Νεπάλ, που όμως φαίνεται να έχει ομοιότητες με το δικό μας σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, την Ελλάδα μας. Ίσως να μην είναι τυχαίο που οι αφοσιωμένοι φρουροί των ανακτόρων με την ονομασία «Γκούρκας», που σημαίνει «καλύτερα να πεθάνεις παρά να είσαι δειλός», οδηγεί στη σκέψη ότι παρόμοια ήταν η προτροπή και των αρχαίων Λακεδαιμονίων στους πολεμιστές, «ή τάν ή επί τάς». Ομοίως και το «κούγκρι», μια κυρτή μάχαιρα που τους κατέστησε αήττητους, ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι ίσως να προέρχεται από την Ελληνική λέξη «κοπίδα», την οποία χρησιμοποιούσε το θεσσαλικό ιππικό του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
     Στο βιβλίο, όμως, ο αναγνώστης δεν θα βρει μόνο ευχάριστες αφηγήσεις και περιγραφές πλούσιων και επιβλητικών ανακτόρων και κατοίκους με μικρά παλάτια και πολυτελή αυτοκίνητα. Κι αυτό, γιατί η οικονομική δυσπραγία της χώρας αυτής, έχει σε μεγάλο βαθμό και την πολύ αρνητική όψη της ζωής. «Σφίγγουν την καρδιά» της συγγραφέως κάθε αναγνώστη χαρακτηριστικές περιγραφές και εικόνες, όπως, π.χ. στη σελίδα 80, που «οι λέξεις περιττεύουν» στη φωτογραφία της γυναίκας που ξυπόλητη μεταφέρει μεγάλο ασκί με νερό στην πλάτη, όπως και η περιγραφή στη σελίδα 64, που μια άλλη γυναίκα χτένιζε τα μακριά μαύρα μαλλιά της, που, πιθανότατα, μόλις είχε λούσει στον ποταμό Τριζούλι. Κι αν αυτά καταδεικνύουν μόνο αρνητικά συναισθήματα, καλό είναι να σημειωθεί και τούτο: Όπως και η συγγραφέας επισημαίνει, η ηρεμία και η ολιγάρκεια των ανθρώπων, σίγουρα θυμίζουν και τις δικές μας κοινωνίες, ιδίως τις μικρές και σε δύσκολα χρόνια, που πριν επιδοθούμε στο κυνήγι της επιτυχίας, συναντιόμαστε περισσότερο με την ευτυχία.
     Θα ήταν παράλειψη, τέλος, να μην αναφερθούμε στη σύντομη αυτή βιβλιοπαρουσίαση στην αφιέρωση του βιβλίου της Παναγιώτας. Το αφιερώνει, λοιπόν, «στους ΕΛΛΗΝΕΣ που ταξιδεύουν στους αιώνες, με το ίδιο ανθεκτικό σκαρί, την αρχέγονη ΕΛΑΔΑ!».
     Το βιβλίο διατίθεται από τη συγγραφέα ΔΩΡΕΑΝ σε ηλεκτρονική μορφή στο διαδίκτυο και μπορείτε να το δείτε, να το ξεφυλλίσετε και να το διαβάστε ΕΔΩ.
     Ευχαριστούμε, αγαπητή Παναγιώτα, και γι’ αυτή την απλόχερη «μοιρασιά», και γι’ αυτό το υπέροχο ταξίδι! «Ουδέν κακόν αμιγές καλού» η προσφορά σου! Πάγια και διαρκής η ευχή μου για την «καλή συνέχεια» στον όμορφο κόσμο της συγγραφής!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 25.10.2020

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

Το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων

 


     Μας χωρίζουν λίγες μέρες από τα Χριστούγεννα και πολύς λόγος γίνεται και πολλή κατήφεια και απογοήτευση επικρατεί, για  την πιθανή ακύρωση των ρεβεγιόν λόγω πανδημίας. Το θέμα ήδη «παίζει» σε μεγάλο βαθμό σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές και τον έντυπο Τύπο, φορτίζοντας περισσότερο τα αρνητικά συναισθήματα. Απόλυτα κατανοητή η ανησυχία αυτή για την οικονομία, όμως ας δούμε το θέμα και από μια άλλη «οπτική γωνία»: τη Χριστιανική και την παραδοσιακή.
     Μέχρι πριν λίγα χρόνια, το μήνυμα που δινόταν από την οικογένεια, το σχολείο και την κοινωνία, καθρεφτίζεται στη δεύτερη στροφή του παιδικού τραγουδιού «χιόνια στο καμπαναριό», που σιγοτραγουδάμε όλοι μας τις μέρες των Χριστουγέννων:
 
«Κι όλοι παν’ στην εκκλησιά
το Χριστό να προσκυνήσουν.
Κι όλοι παν στην εκκλησιά,
τυλιγμένοι στα ζεστά».
 
     Σήμερα κάποια πράγματα έχουν αλλάξει και δεν είναι λίγοι εκείνοι που τρέχουν να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα πριν τα Χριστούγεννα. Πανάκριβες ενδυμασίες για τον «εντυπωσιασμό» και με περιεχόμενο κοσμικό και μόνο, εντελώς ξένο από τα δικά μας πατροπαράδοτα πιστεύω και μακριά από τα χριστιανικά μας ήθη. Το ξενόφερτο «ρεβεγιόν» έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας και λίγο πριν το ξημέρωμα, που οι καμπάνες των εκκλησιών αναγγέλλουν χαρμόσυνα τη γέννηση του Θεανθρώπου, οι «οπαδοί» του, είτε γυρίζουν σπίτι τους για ύπνο, ή αναζητούν τη χαλάρωση σε κάποια καφετέρια!
     Τελικά, τί αποκομίζουμε από τα Χριστούγεννα με αυτόν τον τρόπο εορτασμού; Τί γιορτάζουμε στην ουσία; Γιατί αν ισχυριστεί κανείς ότι γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, «πλανάται πλάνην οικτράν». Αν δεν ανοίξουμε την καρδιά μας πρώτα στο Χριστό, αν δεν Τον προσκυνήσουμε στην Εκκλησία, δεν θα νοιώσουμε κανένα από τα συναισθήματα που περιμένουμε τη μεγάλη αυτή γιορτή. Επειδή όμως τα φετινά Χριστούγεννα είναι διαφορετικά, λόγω της πανδημίας, μην ξεχνάμε και την "κατ' οίκον εκκλησία": την οικογένεια…Και όσο για βραδινές και νυχτερινές  εξορμήσεις και ξεφαντώματα, θα τα βρούμε και για να τα βρούμε πρέπει πρωτίστως να είμαστε καλά.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.10.2020

Σύντομο αφιέρωμα στην τραγουδίστρια της νίκης

 


     Η Σοφία Βέμπο, της οποίας το πραγματικό όνομα ήταν Μπέμπου, γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης το 1910 και το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Βόλο. Έκανε το ντεμπούτο της στο θέατρο και συνεργάστηκε με πολλούς και μεγάλους καλλιτέχνες.
     Το όνομά της συνδέθηκε με τον Εθνικό Αγώνα κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41), όταν μέσα από το θέατρο οι καλλιτέχνες έδωσαν τη δική τους νικηφόρα μάχη κατά του εισβολέα. Οι επιθεωρήσεις, πατριωτικές και σατιρικές, όπως και τα πατριωτικά και σατιρικά τραγούδια, ενθουσίαζαν και εμψύχωναν το κοινό. Αυτές οι καλλιτεχνικές επιτυχίες έχουν συνδεθεί με την αντίσταση και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ενικής Λαϊκής Παράδοσής μας. Κορυφαία Ελληνίδα τραγουδίστρια η Σοφία Βέμπο τότε και προ πάντων πατριώτισσα, δεν αρκέστηκε στο «σανίδι». Ήταν από εκείνους τους καλλιτέχνες που  «όργωναν» μονάδες του Μετώπου και με τα πατριωτικά και σατιρικά τραγούδια της ενθουσίαζε και εμψύχωνε και τους ήρωες, που  έφερναν τις νίκες τη μία μετά την άλλη «με το χαμόγελο στα χείλη». Σε γράμματά τους στους δικούς τους οι πολεμιστές του Μετώπου, ιστορικά και ιερά κειμήλια σε μουσεία και σεντούκια, διαβάζουμε πως «ήρθε και η Σοφία Βέμπο και μας τραγούδησε». Ποιος δεν έχει σιγοτραγουδήσει και σήμερα τα «βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», «στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός», «Πω, πω! Τί έπαθε ο Μουσολίνι», «τα τανκς και τα κανόνια δεν είναι μακαρόνια», «κορόιδο Μουσολίνι», «κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου», «το τραγούδι του Μωριά», «το τραγούδι της Λευτεριάς» και πολλά ακόμα, μεταξύ των οποίων και το πιο αντιπροσωπευτικό της, το «παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», τραγούδι πατριωτικό και επικό. Επάξια, λοιπόν της έχει αποδοθεί ο τίτλος της «Τραγουδίστριας της Νίκης».
     Ας θυμηθούμε στίχους από τα τραγούδια της:
 
«Γεια και χαρά σας Μοραΐτες, αδερφοί
κι εσείς κοπέλες, γεια σας,
Τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας»
(Το τραγούδι του Μωριά)
***
«- Που ’σαι, ρε Μπενίτο;
- Κρυμμένος στη σπηλιά.
- Κατέβα παρακάτω.
- Φοβάμαι τον τσολιά»
και
«Παράτα την παλικαριά,
τα τανκς και τα κανόνια
δεν είναι μακαρόνια».
(«Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός»)
***
«Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό μας
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά»
 
(Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του)
***
«Ντούτσε, κορόιδο,
τα έκανες ρόιδο»
(«Πω, πω! Τί έπαθε ο Μουσολίνι»)
***
«Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες:
 
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να ’ρθετε ξανά.
 
Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε, παιδιά»
(«Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά»)
 
     Στις πρώτες μέρες της κατοχής φυλακίστηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Μετά την αποφυλάκισή της της απαγορεύτηκε οποιαδήποτε δημόσια εμφάνιση. Το 1943 φυγαδεύτηκε από πατριωτική οργάνωση στη Μέση Ανατολή, όπου συγκρότησε θίασο, αποβλέποντας στην ψυχαγωγία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
     Το 1945, μετά την απελευθέρωση, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου συνέχισε την καλλιτεχνική της δράση με επιτυχημένους καλλιτέχνες της εποχής. Πέραν του θεάτρου, έλαβε μέρος και σε Ελληνικές ταινίες. Μεταξύ των πολύ γνωστών ταινιών στις οποίες συμμετείχε και σημείωσαν μεγάλη επιτυχία, είναι η «Στέλλα», του Ιάκωβου Καμπανέλλη-σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη και «Στουρνάρα 188»«φτώχεια και αριστοκρατία»), των Μίμη Τραϊφόρου-Δημήτρη Βασιλειάδη-σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου.
     Παντρεύτηκε το συγγραφέα, λογοτέχνη, ηθοποιό και σκηνοθέτη Μίμη Τραϊφόρο, ο οποίος πάντα δήλωνε υπερήφανος που ήταν σύζυγός της. Πολλές από τις επιθεωρήσεις και τα τραγούδια που ανέβασαν στην κορυφή τη Σοφία είχε γράψει ο ίδιος, μεταξύ των οποίων και το «παιδιά της Ελλάδος, παιδιά».
     Το εξαιρετικό της ήθος και η αντιστασιακή της δράση ξεδιπλώθηκε και σε μια ακόμα περίσταση: Μεγάλη σε ηλικία, πλέον, τη νύχτα της εισβολής των τανκς στο Πολυτεχνείο, έκρυβε στο σπίτι της δεκάδες κυνηγημένους φοιτητές.
     Η Σοφία Βέμπο πέθανε στις 11 Μαρτίου 1978 και τάφηκε με μεγάλες τιμές στο Α΄ νεκροταφείο της Αθήνας. Πέρα από τις επίσημες τιμές της Πολιτείας, εκείνη την ημέρα αποθεώθηκε από τον ελληνικό λαό, που τη θεωρούσε κα τη θεωρεί ηρωίδα του. Στον τάφο της, δίπλα σ’ αυτόν του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη,  κυματίζει η γαλανόλευκη και πάντα ταπεινοί και ανώνυμοι προσκυνητές αφήνουν λίγα λουλούδια και ανάβουν το καντήλι, όπως και στο Γέρο του Μωριά. Εκεί υπάρχει χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα και επίγραμμα του συζύγου της Μίμη Τραϊφόρου:
 
«Σοφία μου, αλύγιστη, η δόξα σου είναι τόση
που δεν μπορεί, δεν γίνεται πιο πάνω να ψηλώσει.
Και η ψυχή σου ανέβηκε τόσο ψηλά απ’ το σώμα,
που είσαι τώρα ουρανός, δεν είσαι πλέον χώμα»

Ο τάφος της Σοφίας Βέμπο στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών


Πηγή: Εγκυκλοπαίδεια «ΔΟΜΗ».
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.10.2020
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ  )

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Άγνωστες ή ελάχιστα γνωστές παροιμίες για την επιπολαιότητα και τη βιασύνη

 

     Με πολλούς τρόπους εκφράζεται η λαϊκή σοφία, ένας εκ των οποίων είναι και οι παροιμίες. Λίγες οι λέξεις τους, μικρές οι προτάσεις τους, συνήθως έμμετρες και κάποιες φορές ομοιοκατάληκτες, με μεγάλα νοήματα και διδάγματα όμως. Αναμφισβήτητα είναι πολλές περισσότερες οι παροιμίες που δεν γνωρίζουμε, από εκείνες που γνωρίζουμε. Θυμάμαι τους μεγαλύτερούς μου, γονείς, παππούδες, συγγενείς, γείτονες, συγχωριανούς που εκφράζονταν και συμβούλευαν, αλλά και επαινούσαν, επιδοκίμαζαν, αποδοκίμαζαν και σατίριζαν μ’ αυτές.
     Πολλές φορές βλέπουμε άλλους ή «συλλαμβάνουμε» και τον εαυτό μας, ενεργώντας επιπόλαια, να νοιάζεται μόνο για την προχειρότητα, για τα «όσα βλέπ’ η πεθερά», σύμφωνα και με τη γνωστή παροιμιώδη έκφραση. Είναι, όμως, και πολλές οι φορές που η «πεθερά» βλέπει περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε ότι βλέπει, κι αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο ή και οδυνηρό. Άλλοτε πάλι, δεν βλέπουμε οι ίδιοι τα μειονεκτήματά μας και τα «κουσούρια» μας και ίσως τα θεωρούμε περισσότερο για πλεονεκτήματα! Σε παρόμοιες περιπτώσεις έλεγαν μεγαλύτεροι και παππούδες: «ο λαγός ακούει καλά, αλλά δεν μπορεί να κρυφτεί, γιατί δεν τον αφήνουν τ’ αυτιά του».
     Για την πρόχειρη και τη βιαστική δουλειά, δανείζονταν κινήσεις-δραστηριότητες δύο ζώων, της συμπαθέστατης σκύλας και του λαγού. Για την πρώτη έλεγαν: «Η σκύλα από τη βιασύνη της, τα κουτάβια τα κάνει στραβά». Για το λαγό αυτή το μικρή «ιστορία», από την οποία, πιθανότατα προήλθε και η παροιμία:
     «Όταν ο λαγός κινδυνεύει από κάποιο αρπακτικό, τρέχει να κρυφτεί στο κοντινότερο καταφύγιο που θα βρεθεί μπροστά του, που αυτό μπορεί να είναι κάποιο λαγούμι, κάποια τρύπα ή κάποιος θάμνος. Από το φόβο του και τη βιασύνη του, όμως, φροντίζει να καλύψει το κεφάλι του, νομίζοντας ότι δεν τον βλέπει ο θύτης του, όπως δεν τον βλέπει κι εκείνος»! Και η παροιμία: «όλος εκρυβότανε κι ο κώλος του φαινότανε»! Η παροιμία αυτή στηλιτεύει και τις ενέργειες εκείνες, για δουλειές τις οποίες νοιαζόμαστε για την «επιφάνεια» και «όσα φαίνονται», ή καλύτερα όσα μπορούμε και βλέπουμε μόνο με τα «δικά μας» μάτια!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.10.2020

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2020

Τί είναι το «κοκολόι»;

 

     Μήνας συγκομιδής του καρυδιού ο Οκτώβρης και το «κοκολόι» έχει κι αυτό την… τιμητική του. Τί είναι όμως το κοκολόι;
     Ο άγραφος, αλλά και ο γραπτός ο νόμος1 ορίζει ότι ο νοικοκύρης-ιδιοκτήτης κάθε παραγωγής, είναι και ο δικαιούχος της συγκομιδής. Σχεδόν πάντα, όμως, μετά από κάθε συγκομιδή, μένουν στα χωράφια ή στα δέντρα μικρές ποσότητες των προϊόντων τους. Αυτές τις μικροποσότητες, τις μαζεύει ο νοικοκύρης λίγο αργότερα, σε «δεύτερη δόση» κι αυτό είναι το λεγόμενο κοκολόι. Εδώ όμως, ο άγραφος νόμος ορίζει ότι μπορεί να μπει στο χωράφι και οποιοσδήποτε άλλος και να «μαζέψει», μετά τη συλλογή από το νοικοκύρη. Αυτό ισχύει για κάθε προϊόν, π.χ. για το καλαμπόκι, τα σταφύλια, τα σύκα, κλπ, φυσικά και για τα καρύδια. Για τα καρύδια, όμως, το «κοκολόι» είναι πολύ εύκολο και περισσότερο συνηθισμένο, αφού εκείνα που μένουν στις ψηλές κορυφές του δέντρου, θα πέσουν αργότερα με τον αέρα και τη βροχή. Άλλωστε, το πολύτιμο αυτό προϊόν του φθινοπώρου, μπορεί να παραμείνει στο έδαφος μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς να αλλοιωθεί, ακόμη κι ένα χρόνο!
   Στον προφορικό λόγο, το παράγωγο ρήμα είναι «κοκολογάω» και δεν συνηθίζεται συνηρημένο. Διαφοροποίηση υπάρχει σε πολλές περιοχές της Πελοποννήσου, που η κατάληξη των ρημάτων με χαρακτήρα2 φωνήεν είναι «ου», αντί «ω» (π.χ. λέου, κλαίου, μιλάου κλπ) και το συναντάμε «κοκολογάου».
     Εδώ όμως πρέπει να διαχωρίσουμε το μέσο-παθητικό ρήμα, που ενώ φαίνεται να έχει την ίδια ρίζα, δεν είναι έτσι. Το ρήμα «κοκολογοέμαι», σημαίνει πως μιμούμαι τη φωνή της κότας, από το «κο, κο κο». Ο όρος «κοκολογιέμαι», έχει και μεταφορική έννοια: την αρχή κάποιου ειδυλλίου μεταξύ δύο ετερόφυλων ανθρώπων. Κάτι παρόμοιο, δηλαδή, με το χαρακτηριστικό-«τρυφερό» «κο, κο, κο» του κόκορα που επιδιώκει να «φέρει βόλτα» την κότα!
--------------------------------------------  
1 Ο νόμος αυτός, είτε γραπτός είτε άγραφος, συχνά παραβιάζεται, με αποτέλεσμα «νόμος» να γίνεται η κλοπή μεγάλου μέρους της σοδιάς, ακόμα και από συγγενείς και από γείτονες!
2 Χαρακτήρας: το τελευταίο γράμμα του θέματος.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 12.10.2020