Η Σοφία Βέμπο, της οποίας το
πραγματικό όνομα ήταν Μπέμπου, γεννήθηκε στην Καλλίπολη της Ανατολικής Θράκης
το 1910 και το 1919 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της στο Βόλο. Έκανε το
ντεμπούτο της στο θέατρο και συνεργάστηκε με πολλούς και μεγάλους καλλιτέχνες.
Το όνομά της συνδέθηκε πολύ στενά με τον Εθνικό Αγώνα
κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο (1940-41), όταν μέσα από το θέατρο οι καλλιτέχνες
έδιναν τη δική τους νικηφόρα μάχη κατά του εισβολέα. Οι επιθεωρήσεις,
πατριωτικές και σατιρικές, όπως και τα πατριωτικά και σατιρικά τραγούδια, ενθουσίαζαν και εμψύχωναν το κοινό. Αυτές οι καλλιτεχνικές επιτυχίες έχουν
συνδεθεί με την αντίσταση και είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ενικής Λαϊκής Παράδοσής μας.
Κορυφαία Ελληνίδα τραγουδίστρια η Σοφία Βέμπο τότε και προ πάντων πατριώτισσα,
δεν αρκέστηκε στο «σανίδι». Ήταν από εκείνους τους καλλιτέχνες που «όργωναν» μονάδες του Μετώπου και με τα
πατριωτικά και σατιρικά τραγούδια της ενθουσίαζε και εμψύχωνε και τους ήρωες, που έφερναν τις νίκες τη μία μετά την άλλη «με το χαμόγελο στα χείλη». Σε
γράμματά τους στους δικούς τους οι πολεμιστές του Μετώπου, ιστορικά και ιερά
κειμήλια σε μουσεία και σεντούκια, διαβάζουμε πως «ήρθε και η Σοφία Βέμπο
και μας τραγούδησε». Ποιος δεν έχει σιγοτραγουδήσει και σήμερα τα «βάζει
ο Ντούτσε τη στολή του», «στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός», «Πω, πω! Τί έπαθε ο
Μουσολίνι», «τα τανκς και τα κανόνια δεν είναι μακαρόνια», «κορόιδο Μουσολίνι»,
«κάνε κουράγιο, Ελλάδα μου», «το τραγούδι του Μωριά», «το τραγούδι της
Λευτεριάς» και πολλά ακόμα, μεταξύ των οποίων και το πιο αντιπροσωπευτικό της, το «παιδιά της Ελλάδος, παιδιά», τραγούδι πατριωτικό και επικό. Επάξια, λοιπόν της έχει αποδοθεί ο τίτλος της «Τραγουδίστριας της Νίκης».
Ας θυμηθούμε στίχους από τα τραγούδια της:
«Γεια και χαρά σας Μοραΐτες, αδερφοί
κι εσείς κοπέλες, γεια σας,
Τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας»
(Το τραγούδι του Μωριά)
***
«- Που ’σαι, ρε Μπενίτο;
- Κρυμμένος στη σπηλιά.
- Κατέβα παρακάτω.
- Φοβάμαι τον τσολιά»!
και
«Παράτα την παλικαριά,
τα τανκς και τα κανόνια
δεν είναι μακαρόνια».
(«Στον πόλεμο βγαίνει ο Ιταλός»)
***
«Στέλνει ο νέος Ναπολέων
μεραρχίες πειναλέων
στο βουνό ψηλά,
για να βρουν τον διάβολό μας
κι ο στρατός μας αιχμαλώτους
τσούρμο κουβαλά»
(Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του)
***
«Ντούτσε, κορόιδο,
τα έκανες ρόιδο»
(«Πω, πω! Τί έπαθε ο Μουσολίνι»)
***
«Ελληνίδες του Ζαλόγγου
και της πόλης και του λόγγου
και Πλακιώτισσες,
όσο κι αν πικρά πονούμε
υπερήφανα ας πούμε
σαν Σουλιώτισσες:
Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά,
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες να ’ρθετε ξανά.
Με της νίκης τα κλαδιά,
σας προσμένουμε, παιδιά»
(«Παιδιά της Ελλάδος, παιδιά»)
Στις πρώτες μέρες της κατοχής φυλακίστηκε
στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ. Μετά την αποφυλάκισή της της απαγορεύτηκε
οποιαδήποτε δημόσια εμφάνιση. Το 1943 φυγαδεύτηκε από πατριωτική οργάνωση στη
Μέση Ανατολή, όπου συγκρότησε θίασο, αποβλέποντας στην ψυχαγωγία των
Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Το 1945, μετά την απελευθέρωση, επέστρεψε
στην Ελλάδα, όπου συνέχισε την καλλιτεχνική της δράση με επιτυχημένους
καλλιτέχνες της εποχής. Πέραν του θεάτρου, έλαβε μέρος και σε Ελληνικές
ταινίες. Μεταξύ των πολύ γνωστών ταινιών στις οποίες συμμετείχε και σημείωσαν
μεγάλη επιτυχία, είναι η «Στέλλα», του Ιάκωβου Καμπανέλλη-σκηνοθεσία Μιχάλη
Κακογιάννη και «Στουρνάρα 188» (ή «φτώχεια και αριστοκρατία»), των Μίμη
Τραϊφόρου-Δημήτρη Βασιλειάδη-σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου.
Παντρεύτηκε το συγγραφέα, λογοτέχνη,
ηθοποιό και σκηνοθέτη Μίμη Τραϊφόρο, ο οποίος πάντα δήλωνε υπερήφανος που ήταν
σύζυγός της. Πολλές από τις επιθεωρήσεις και τα τραγούδια που ανέβασαν στην
κορυφή τη Σοφία είχε γράψει ο ίδιος, μεταξύ των οποίων και το «παιδιά της Ελλάδος, παιδιά».
Το εξαιρετικό της ήθος και η αντιστασιακή
της δράση ξεδιπλώθηκε και σε μια ακόμα περίσταση: Μεγάλη σε ηλικία, πλέον, τη
νύχτα της εισβολής των τανκς στο Πολυτεχνείο, έκρυβε στο σπίτι της δεκάδες
κυνηγημένους φοιτητές.
Η Σοφία Βέμπο πέθανε στις 11 Μαρτίου 1978
και τάφηκε με μεγάλες τιμές στο Α΄ νεκροταφείο της Αθήνας. Πέρα από τις επίσημες τιμές της Πολιτείας,
εκείνη την ημέρα αποθεώθηκε από τον ελληνικό λαό, που τη θεωρούσε κα τη θεωρεί
ηρωίδα του. Στον τάφο της, δίπλα σ’ αυτόν του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, κυματίζει η γαλανόλευκη και πάντα ταπεινοί και
ανώνυμοι προσκυνητές αφήνουν λίγα λουλούδια και ανάβουν το καντήλι, όπως και
στο Γέρο του Μωριά. Εκεί υπάρχει χαραγμένο σε μαρμάρινη πλάκα και επίγραμμα του
συζύγου της Μίμη Τραϊφόρου:
«Σοφία μου, αλύγιστη, η δόξα σου είναι τόση
που δεν μπορεί, δεν γίνεται πιο πάνω να ψηλώσει.
Και η ψυχή σου ανέβηκε τόσο ψηλά απ’ το σώμα,
που είσαι τώρα ουρανός, δεν είσαι πλέον χώμα»
Πηγή:
Εγκυκλοπαίδεια «ΔΟΜΗ».
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.10.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου