Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Ταξίδια του παλιού καιρού




     Σήμερα ο κόσμος ταξιδεύει και ταξιδεύει πολύ. Μεγάλες αποστάσεις διανύονται μέσα σε ελάχιστο χρόνο και με ασύλληπτες για άλλες αποχές ταχύτητες, με μικρά και με μεγάλα οχήματα. Πώς ταξίδευαν, όμως, οι άνθρωποι στο πρόσφατο παρελθόν;
     Ένα μικρό για τα σημερινά δεδομένα ταξίδι, π.χ. δύο ή τριών ωρών με ιδιωτικό μέσο μετακίνησης, παλιότερα ίσως να διαρκούσε δέκα και δώδεκα ώρες, μπορεί μία και μιάμιση μέρα! Κι αυτό, γιατί οι ταχύτητες ήταν μικρές λόγω της κατάστασης των δρόμων και της κατώτερης της σημερινής τεχνολογίας οχημάτων. Η πολύ μεγάλη καθυστέρηση, όμως, οφειλόταν στην πολύωρη αναμονή για την διέλευση του επόμενου οχήματος (λεωφορείου ή τραίνου), η γνωστή ανταπόκριση στο σταθμό μετεπιβίβασης. Μεγάλος ήταν και χρόνος φορτοεκφόρτωσης από τον εισπράκτορα του λεωφορείου, που εκτελούσε και χρέη φορτοεκφορτωτή: Ανέβαινε στην οροφή του οχήματος από τη σκάλα που ήταν στο πίσω μέρος και πραγματικά «κρεμασμένος» από την σχάρα, παραλάμβανε τις αποσκευές από τους επιβάτες, τις οποίες έδενε και σκέπαζε με αδιάβροχο μουσαμά. Στο τέρμα της διαδρομής του ή και στις ενδιάμεσες στάσεις, ο καθένας τις έπαιρνε με την ίδια διαδικασία. 
     Η κατάσταση των δρόμων επέτεινε την ταλαιπωρία των ταξιδιωτών, και ειδικά εκείνους που τους «έπιανε» το αυτοκίνητο, η γνωστή ναυτία των ταξιδιωτών. Η επώδυνη συνήθως αυτή δοκιμασία αντιμετωπιζόταν όχι με δραμαμίνες, αλλά με πρακτικά μέσα, όπως η μυρωδιά της κολόνιας, η γεύση της φλοίδας του λεμονιού και του πορτοκαλιού, λίγο ψωμί και πολλά άλλα, ανάλογα με το τι ανακούφιζε τον καθέναν.
     H δροσιά τους καλοκαιρινούς μήνες έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου, συνοδευόμενη από τη σκόνη των χωματόδρομων, που όμως δεν ενοχλούσε γιατί ήταν συνηθισμένη! Ο κλιματισμός ήταν, φυσικά, άγνωστος.
     Το λεωφορείο δεν έφτανε σε κάθε χωριό. Πέρναγε από τον κεντρικό δρόμο, όπου το περίμεναν οι επιβάτες, με τις όποιες καιρικές συνθήκες και χωρίς απαραίτητα στέγαστρο για στοιχειώδη προστασία. Φυσικά, εκεί έφταναν ύστερα από αρκετό ποδαρόδρομο από το χωριό τους, ίσως και ώρες(!), συνοδευόμενοι από τους συγγενείς τους για τον αποχαιρετισμό, αλλά και την απαραίτητη βοήθεια με τις αποσκευές φορτωμένες στα ζώα.
     Οι στιγμές αποχαιρετισμού στο χώρο εκείνο ήταν πολύ φορτισμένες συναισθηματικά, αφού ήξεραν πως το συντομότερο που θα ξανάσμιγαν θα ήταν αρκετοί μήνες ή και χρόνια αργότερα! Τα συναισθήματα γίνονταν τελείως αντίθετα στο ίδιο σημείο, τη στιγμή της επιστροφής. Γιορτινά στρωμένα και τα σαμάρια των ζώων, με πολύχρωμα απλάδια σε φανταχτερά χρώματα, για τη άνετη και καλά φροντισμένη μεταφορά του ταξιδιώτη. Τη δουλειά αυτή αναλάμβαναν σε κάποιες περιπτώσεις και αμειβόμενοι αγωγιάτες.
     Τυχεροί ήταν και όσοι θα έκαναν ένα σύντομο ταξίδι στην πόλη. Αν αυτό γινόταν «για να δουν τους δικούς τους» και όχι για δουλειές, ήταν μια πραγματική απόδραση από το χωριό, ίσως και όνειρο ζωής! Γι’ αυτό και κάποιες φορές συγκέντρωναν τα πειράγματα των συγχωριανών τους, όχι οπωσδήποτε καλοπροαίρετα! Γενικά όμως, έστω κι ένα ολιγοήμερο ταξίδι στην πόλη, ήταν μια πραγματική καταξίωση, αφού η ποιότητα ζωής εκεί ήταν πολύ διαφορετική και οπωσδήποτε πολύ αναβαθμισμένη, σε σχέση με το χωριό.  
     Εκείνος που είχε κάνει έστω κι ένα ταξίδι, εθεωρείτο «ταξιδεμένος», δηλαδή, κατά κάποιον τρόπο «καλλιεργημένος», αφού είχε δει «πώς ζει ο κόσμος παραπέρα», και τούτο γιατί το προνόμιο  αυτό  δεν το είχαν όλοι. Από παλαιότερα βιβλία μαθαίνουμε ότι άνθρωποι, ειδικά γυναίκες, δεν είχαν πάει ούτε στο διπλανό χωριό(!), στα 70, 80 ή και περισσότερα χρόνια της ζωής τους!
     Ανάλογο και το «τελετουργικό» της προετοιμασίας, που κράταγε καμιά βδομάδα-δέκα μέρες. Έκδηλος ορισμένες φορές και ο ενθουσιασμός του υποψήφιου ταξιδιώτη, που η εμφάνιση του επιβαλλόταν να είναι περισσότερο προσεγμένη. Κάποιοι συγχωριανοί του το θεωρούσαν μια καλή ευκαιρία να στείλουν κάτι στους δικούς τους στην πόλη.
     Τα ανταμώματα με γνωστούς και οι νέες γνωριμίες μέσα στα μαζικά μέσα μεταφοράς, ήταν και μια πραγματική κοινωνική συνεύρεση, που σχεδόν πάντα συνοδευόταν από πολύ ενθουσιασμό. Γι’ αυτό και κάθε τέτοια μετακίνηση απαιτούσε επίσημη αμφίεση, γι’ αυτό ήταν και μια πραγματική καταξίωση. Ατέλειωτες και οι συζητήσεις για να περάσει πιο ευχάριστα η ώρα του ταξιδιού, αλλά και πολύ καλές ευκαιρίες που τους μετέφεραν τα νέα από τα κοντινά χωριά.       
     Οι συγγενείς που έμεναν πίσω, μάθαιναν ότι ο ταξιδιώτης «έφτασε καλά» στον προορισμό του, ύστερα από κάτι μέρες μέρες, όταν έπαιρναν το γράμμα του!

      Αφορμή για το άρθρο αυτό απετέλεσε η φωτογραφία που το συνοδεύει, αλιευμένη από παλαιότερη ανάρτηση του ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, http://www.kalavrytanews.com/, το οποίο και ευχαριστώ.
     

 Νίκος Χρ Παπακωνσταντόπουλος 16.7.2017

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΕ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗ


     Άπειρες και πολύ μεγάλες οι ευχαριστίες μου στο ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ ΤΟΥ ΛΕΧΟΥΡΙΤΗ, στην ιδιοκτήτριά του κ. ΕΛΕΝΗ ΠΟΡΕΤΣΑΝΟΥ, τους συνεργάτες της, τους ομιλητές και όλους τους παράγοντες της άκρως τιμητικής για την ταπεινότητά εκδήλωσης!
     Άπειρες και πολύ μεγάλες οι ευχαριστίες μου και σε όλους εσάς, που θα την τιμήσετε με την παρουσία σας!
     Σας περιμένουμε, λοιπόν, φίλες και φίλοι, το Σάββατο 12 Αυγούστου 2017, το απόγευμα, σ’ ένα πραγματικά ειδυλλιακό τοπίο στο χώρο του Λαογραφικού Μουσείου στο πανέμορφο Λεχούρι Καλαβρύτων, κάτω από τις δροσιές της δεύτερης σε υψόμετρο κορυφής του Ερύμανθου, το περήφανο Καλλιφώνι!


                                                                     Ν.Π., 12.7.2017

Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017

Στάρι, όπως χρυσάφι!


   Αλωνιστική μηχανή "εν δράσει".
Φωτογραφία: http://afiervmata.blogspot.gr/2011/06/blog-post_01.html

     Ήταν απερίγραπτα ξεχωριστή η αναμονή του ερχομού της αλωνιστικής μηχανής,  γνωστή και με το άλλο της όνομα-"πατόζα"-, λίγες δεκαετίες πριν. Επί ποδός μικροί και μεγάλοι και ο καθένας για τους δικούς του λόγους: Οι γονείς και οι παππούδες να ταχτοποιήσουν τη σοδειά τους, το στάρι για το ψωμί της χρονιάς και τα άχερα για τα ζωντανά. Κι εμείς τα παιδιά να βοηθήσουμε όπου μπορούσαμε, μα κυρίως για να τη δούμε!
     Το νέο μαθαινόταν με ταχύτητα φωτός από τη μια άκρη του χωριού ως την άλλη: Ήρθε!
     Πραγματικός ξεσηκωμός και πανηγύρι το αλώνισμα, σαν συνέχεια του θερισμού. «Θέρος, τρύγος πόλεμος», βλέπεις, και τον απαιτεί. Η ετοιμότητα γινόταν άμεση κινητοποίηση για όλους. Τα σακιά για το στάρι, οι απλάδες για το άχυρο, ζώα και νοικοκυραίοι έφταναν στο χώρο που είχαν στηθεί οι θεμωνιές, μαζί με κάθε τι άλλο χρειαζούμενο. Απαραίτητο και το κέρασμα, το πιόμα, το κολατσιό και το φαγητό για τους εργάτες της μηχανής, για να μείνουν ευχαριστημένοι και να προσέξουν περισσότερο τη σοδειά!
     Ο μονότονος βρυχηθμός της με το που άρχιζε να δουλεύει αντηχούσε ασταμάτητα στα γύρω βουνά, από το χάραμα μέχρι που νύχτωνε καλά. Κι όταν ήσουν κοντά της δεν υπήρχε περίπτωση ν’ ακούσεις τι θα σου έλεγε κάποιος, εκτός αν ήξερες να διαβάζεις το στόμα του!
     Σαν κατάδικοι με κατεβασμένο το κεφάλι προς τον τόπο της εκτέλεσης ανέβαιναν τα δεμάτια στη «σκάλα» (το αναβατόριο) με τη φροντίδα των εργατών,  για να πέσουν στη μεγάλη χοάνη και να βγουν από τη μια άκρη το σιτάρι κι από την άλλη τα άχερα, από το μεγάλο «χωνί», που σχημάτιζαν ένα «βουνό». Από άλλα κόσκινα έβγαινε η αίρα (ήρα), από τις καταλληλότερες κοτοτροφές.
     Ένα σύννεφο σκόνης από ψιλοκομμένο άχερο απειλούσε όποιον ζύγωνε κοντά στη μηχανή. Κόλλαγε στο ιδρωμένο δέρμα του και τον έπιανε φαγούρα, καθότανε στα μαλλιά του και στα βλέφαρά του που τα έκανε σαν χιονισμένα, έμπαινε στα ρουθούνια του και να τον έπιανε βήχας…
     Και μες το λιοπύρι του μεσημεριού λίγα λεπτά ξεκούραση, μόνο για να φάνε οι εργάτες. Επιφωνήματα απόλαυσης και ανακούφισης, παινέματα στα χέρια της νοικοκυράς, ευχές για τη νέα σοδειά!... Και το βουητό της μηχανής που τον είχαν συνηθίσει τ’ αυτιά μας, τώρα μας έλειπε!
     Μελίσσι τα παιδιά, τρέχαμε να δούμε την τεχνολογία που είχε φτάσει στον τόπο μας. Πάντα από μακριά όμως, γιατί οι απαγορεύσεις από τους μεγάλους για την ασφάλειά μας ήταν αδιαπραγμάτευτες. Έτσι, «μας αρκούσε» να ικανοποιούμε εξ αποστάσεως την παιδική μας περιέργεια. Μάλλον να τη θαυμάζουμε θα έλεγα, και μόνο όταν σταματούσε να δουλεύει μας επέτρεπαν σιωπηλά να την πλησιάσουμε.   
     Ιμάντες μικροί, μεγάλοι, πιο μεγάλοι μετέδιδαν την κίνηση, η οποία ξεκίναγε από το τρακτέρ με έναν πολύ τεράστιο ιμάντα, το «λουρί». Αλίμονο στον απρόσεκτο που θα τον ακούμπαγε. Είχαν ακουστεί αρκετά ατυχήματα, που μπορεί να ήταν και λίγο παραφουσκωμένα για να μεγάλωναν το φόβο μας: «Σ’ εκείνο το χωριό του έκοψε το χέρι», «εκεί του πήρε το κεφάλι»… Το τρακτέρ που μετέδιδε την κίνηση ήταν και το όχημα ρυμούλκησης της αλωνιστικής μηχανής.
     Αρκετά πολύπλοκο όλο το σύστημα, που πραγματικά προκαλούσε θαυμασμό. Μα όσο κι αν την παρατηρούσαμε, άλυτη η απορία για το «πώς δουλεύει».
     Και σαν ερχόταν η ώρα που το πρώτο σακί κόντευε να γεμίσει φρεσκοαλωνισμένο σταράκι, ο νοικοκύρης πήγαινε κοντά, έβαζε το χέρι του μέσα κι έβγαζε ένα γρόθο. Το κράταγε για λίγο στη χούφτα του, το κοίταζε και τα μάτια του έλαμπαν! Καθάριο χρυσάφι θεωρούσε πάντα την παραγωγή του και καμάρωνε: τον Αλωνάρη το στάρι, αργότερα τα φασόλια, τον τρύγο τα σταφύλια και το χινόπωρο το (α)ραποσίτι!
     Αξέχαστα  χρόνια! Πόσο μας λείπουν, στ’ αλήθεια,  εκείνες οι ανεπανάληπτες στιγμές του αλωνίσματος!


                                                            Ν.Π., 10/7/2017

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

ΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΥΜΑΝΘΟΥ



     Μια πολύ σημαντική πολιτιστική εκδήλωση στο «τόπο» της, στο φυσικό της χώρο και σε μαγευτικό περιβάλλον!
     Ευχαριστώ από καρδιάς τον εκλεκτό φίλο κ. Θοδωρή Χαμάκο, τον Πρόεδρο του Συλλόγου Λειβαρτζινών Αθήνας, κ. Παναγιώτη Φράγκο, όλο το Δ.Σ., καθώς και το Κέντρο Λαογραφίας και Λειβαρτζινής Παράδοσης που με τη συνεργασία τους μια τέτοια εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στο χωριό μου!
      Καλή αντάμωση στις 8.8.2017 στον ξενώνα «το Γρέκι», στο Λειβάρτζι των Καλαβρύτων, πατριώτες, φίλες και φίλοι!!!

                                             Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
                                                          Συγγραφέας-Λογοτέχνης
                                          Μέλος της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Αλώπηξ και κόραξ

    Ας θυμηθούμε έναν ακόμα μύθο του Αισώπου στη «γλώσσα» του, όπως τον διδαχθήκαμε στο «ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ», του ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν. ΖΟΥΚΗ, στην πρώτη τάξη του γυμνασίου!  



Ἀλώπηξ καὶ κόραξ

     Κόραξ ποτὲ ἁρπάζει μοῖραν τυροῦ καὶ εἰς κοίλην φάραγγα καταφεύγει. ᾽Ενταῦθα ἐπὶ δένδρου ἐκαθέζετο. ᾽Εν τῆ φάραγγι γῦπες καὶ ἱέρακες καὶ ἱκανὸς ἀριθμὸς κωνώπων, τεττίγων καὶ ἄλλων ὀρνέων διέμενεν. Ἀλώπηξ δὲ παρὰ τὸ σπήλαιον τῆς φάραγγος ἀνεπαύετο. ῾Ως δὲ τὸν κόρακα αἰσθάνεται, σπεύδει ὑπὸ τὸ δένδρον καὶ λέγει αὐτῷ· «᾽Αληθῶς ὡς καλὸς εἶ, ὡς καλοὺς ὄνυχας καὶ πτέρυγας ἔχεις· εἰ καὶ φωνὴν εἶχες, βασιλεὺς ἂν τῶν ὀρνέων ἦσθα». Ταῦτα δ’ ἔλεγε πρὸς ἀπάτην.
     Ὁ κόραξ δ’ ὅμως τὴν τῆς ἀλώπεκος πονηρίαν οὐκ αἰσθάνεται καὶ εὐθὺς ἐκβάλλει τὸν τυρὸν καὶ ἀνακράζει. Ἡ δὲ τοῦτον λαμβάνει καὶ λέγει· «῏Ω κόραξ, ἀληθῶς φωνὴ μὲν ἦν σοι, νοῦν δ’ οὐκ εἶχες».

Μετάφραση

     Ένας κόρακας κάποτε άρπαξε (έκλεψε, πήρε με το ράμφος του) ένα κομμάτι τυρί και πήγε σ' ένα φαράγγι. Εκεί καθότανε πάνω σ' ένα δέντρο. Στο φαράγγι αυτό διένεμαν γύπες και γεράκια και μεγάλος αριθμός από κουνούπια, τζιτζίκια και άλλα πτηνά. Μια αλεπού ξεκουραζόταν δίπλα σε μια σπηλιά. Μόλις αντιλήφθηκε τον κόρακα, τρέχει κάτω από το δέντρο και του λέει: «Αλήθεια, πόσο καλός είσαι και τι όμορφα νύχια και φτερά έχεις. Αν είχες και φωνή, θα ήσουν βασιλιάς των πτηνών». Αυτά τα έλεγε για να τον κοροϊδέψει.
     Ο κόρακας όμως δεν κατάλαβε την πονηρία της αλεπούς κι αμέσως αφήνει το τυρί (και πέφτει από το ράμφος του) και φωνάζει δυνατά. Η αλεπού τότε το παίρνει (το τυρί) και του λέει: «Κόρακα, έχεις στ’ αλήθεια φωνή, μυαλό όμως δεν είχες».


                                                                                  Ν.Π., 5.7.2017

Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Οι δυο φίλοι και η αρκούδα
(Από τους μύθους του Αισώπου)


     Μια φορά δυο συγχωριανοί, με πολλά χρόνια φιλίας και συνεργασίας,  έβαλαν στο ταγάρι τους τα απαραίτητα και ξεκίνησαν από το χωριό τους να πάνε στην πόλη για τις δουλειές τους. Η μετακίνηση γινόταν με τα πόδια, αφού γρήγορα μεταφορικά μέσα δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη. Ο ένας, που ήταν και λίγο μεγαλύτερος, είχε μια μικρή αναπηρία κι έτσι συμφώνησαν να συγχρονίζονται στο βάδισμα, για να είναι και να φτάσουν μαζί.
     Η πόλη ήταν μακριά κι όταν άρχισε να βραδιάζει, αποφάσισαν να μείνουν στην κουφάλα ενός μεγάλου δέντρου του δάσους, για να προστατευτούν κάπως από το κρύο της νύχτας. Αφού έφαγαν λίγο από το ψωμί που είχαν στο ταγάρι τους, ετοίμαζαν να ξαπλώσουν. Δεν είχε ακόμα πέσει το πυκνό σκοτάδι και άκουσαν κοντά τους θόρυβο. Κοιτάζουν και τι να δουν! Μια μεγάλη αρκούδα! Ο νεότερος, τότε, φοβήθηκε τόσο πολύ και, μη βρίσκοντας άλλη λύση να προστατευτεί από την πείνα του θηρίου, σκαρφάλωσε γρήγορα-γρήγορα στο δέντρο, αδιαφορώντας για την τύχη του συγχωριανού του, φίλου του και συνοδοιπόρου του. Ο άλλος, μη μπορώντας ν' ανέβει κι αυτός στο δέντρο,  κράτησε την ψυχραιμία του και έμεινε στη θέση του. Θυμήθηκε, όμως, κάτι που είχε διαβάσει χρόνια πριν: πως η αρκούδα δεν τρώει πτώματα, παρά μόνο ό,τι η ίδια σκοτώνει. Με το που πλησίασε κοντά το θηρίο, έμεινε ακίνητος και όταν εκείνη έφτασε το κεφάλι της στο πρόσωπό του να τον «μυρίσει», αυτός κράτησε την αναπνοή του. Η αρκούδα νόμισε ότι είναι νεκρός, τον άφησε κι έφυγε! Όταν απομακρύνθηκε αρκετά, ο νεότερος που ήταν επάνω στο δέντρο κατέβηκε και θέλοντας να τον πειράξει, όχι και τόσο καλοπροαίρετα, τον ρωτάει:
     - Τι… σου είπε αρκούδα στο αυτί;
     Εκείνος σκέφθηκε λίγο και του απάντησε:
     - Χμ! Μου είπε με ανθρώπους σαν κι εσένα να μην κάνω παρέα!
                                                                               
                                    Ν.Π., 4.7.2017