Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Η δυναμη της κατάρας (αληθινή αφήγηση-λαογραφική καταγραφή)


     Για τη δύναμη της ευχής και της κατάρας συζητούσε μετά την εκκλησία στο χωριό μια παρέα έξι-εφτά θαμώνων του καφενείου, εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, γύρω από την ξυλόσομπα που άφηνε πλουσιπάροχα τη ζεστασιά και τη θαλπωρή της. Αν και αξιοζήλευτη έξω η λιακάδα, το φθινοπωρινό κρύο έτσουζε αρκετά και η κουβέντα των συγχωριανών και φίλων, μαζί με τον καφέ και το τσιγάρο στα λίγα τετραγωνικά του καφενείου, ήταν μια πραγματική απόλαυση.
     «Οι κατάρες πιάνουν», υποστήριζαν ο μπάρμπα-Θύμιος με τον μπάρμπα-Παύλο.
     «Το ίδιο πρέπει να πιάνουν και οι ευχές», είπε ο νεότερος της παρέας, ο Θάνος, γύρω στα πενήντα. «Κι από ευχές έχω κάμποσες χιλιάδες μαζεμένες, αλλά είδατε τίποτα να μου πηγαίνει καλά;», συμπλήρωσε.
     «Μην λέτε τέτοια! Η κατάρα πιάνει κι αν είναι κατάρα από τον παπά, πιάνει στα σίγουρα. Ακούστε τούτη δω την ιστορία, που μου την έλεγε ο πατέρας μου, που την έζησε και την είδε με τα μάτια του, όπως κι άλλοι χωριανοί», αντέκρουσε επιτακτικά ο μπάρμπα-Παύλος, επιχειρηματολογώντας με τη μικρή ιστορία.
     «Μια φορά, μια χήρα έχασε μια γίδα. Δεν είχε δα και κάνα μεγάλο κοπάδι για τα ορφανά της και στενοχωρήθηκε πολύ η φτωχιά. Βέβαιη ότι κάποιος της την έκλεψε, η απελπισία της την έκανε να πάει στον παπά να του ζητήσει να διαβάσει κατάρα, για να πάθει κακό ο κλέφτης. Ο παπάς δεν ήθελε να κάνει κάτι τέτοιο, αλλά η χήρα επέμενε. Το είπε τότε στην εκκλησία και ζήτησε να φανερωθεί μόνος του ο κλέφτης, αλλιώς θα διάβαζε κατάρα. Οι μέρες πέρναγαν και πουθενά να φανερωθεί κλέφτης. Τότε διάβασε κατάρα μετά την Λειτουργία της Κυριακής και είπε: «όποιος πήρε τη γίδα τη χήρας να ξεραθεί»!
     Πέρασε κάμποσος καιρός και τίποτα. Πουθενά ο κλέφτης. Ένας χωριανός πήγε στο κτήμα του να κόψει ένα μεγάλο πουρνάρι που είχε ξεραθεί. Μόλις έπεσε το πουρνάρι στη γης, είδε τότε ότι επάνω ήταν ψόφια από καιρό η γίδα. Ανέβηκε να φάει κλαρί, μπερδεύτηκε στα κλωνάρια του από το κουδούνι της και έμεινε εκεί και ψόφησε. Είδατε;  Το πουρνάρι την πήρε κι αυτό ξεράθηκε. Αν την είχε πάρει άνθρωπος, θα ξεραινόταν εκείνος», έκλεισε συμπερασματικά την κουβέντα του ο μπάρμπα-Παύλος.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.10.2022

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022

Σύντομο αφιέρωμα στο ιστορικό θωρηκτό «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΒΕΡΩΦ»


     Αν κάνει κανείς ένα περίπατο μέχρι το Τροκαντερό, στο Παλιό Φάληρο, θα δει στο Πάρκο Ναυτικής Παράδοσης το θρυλικό θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», μαζί με το αντιτορπιλικό «Βέλος» και την τριήρη «Ολυμπιάς», τα οποία μπορεί και να επισκεφθεί.
     Θεωρώντας χρέος μας τη γνώση και τη διαφύλαξη της ιστορίας μας, κάνουμε ένα σύντομο αφιέρωμα στο ιστορικό αυτό πολεμικό καράβι. Ένα δεύτερο σκεπτικό που με οδήγησε στη συγγραφή του παρόντος άρθρου, είναι ότι θα μπορούσε αυτό να αποτελέσει κίνητρο σε σχολεία, συλλόγους, φορείς, ομάδες, αλλά και στον καθένα και στην καθεμία για μια επίσκεψη στα πλωτά παρόμοια μουσεία. Σίγουρα θα αποζημιωθεί και θα μάθει πολλά, που ίσως να μην γνωρίζει. Άλλωστε, μια τέτοια επίσκεψη, θα είναι και απότιση φόρου τιμής στους ζωντανούς αυτούς θρύλους της ναυτικής μας ιστορίας.
      Μεγάλοι είναι οι συναισθηματικοί δεσμοί με συνδέουν με τον ζωντανό αυτό θρύλο το πολεμικού μας ναυτικού, το θωρηκτό Αβέρωφ, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η ευγνωμοσύνη που νοιώθω για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα και ο δεύτερος γιατί μ’ αυτό είχε ταξιδέψει και ο βετεράνος των Βαλκανικών πολέμων και Α΄ παγκοσμίου πολέμου παππούς μου Κωνσταντίνος Παπακωνσταντόπουλος, ο οποίος πάντα το ανέφερε με πολύ σεβασμό στις πολεμικές του αφηγήσεις.
    Αξέχαστη μένει πάντα στη μήνη μου και η πρώτη μου επίσκεψη το 1987, όταν έτυχα αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυρας της αφήγησης ενός ναύτη, του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, που με πολύ έντονα συναισθήματα περιέγραφε στο κατάστρωμα του θρυλικού πλοίου τις αναμνήσεις/εμπειρίες/περιπέτειές του! Σε επόμενες επισκέψεις μου, με τελευταία 17 Απριλίου 2021, τα συναισθήματά μου δεν ήταν ούτε λιγότερα, ούτε μικρότερα από την πρώτη.
     Το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ» είναι ιστορικό πλοίο της νεότερης Ελλάδας. Πρόκειται για το μοναδικό δείγμα του τύπου (θωρακισμένο καταδρομικό) που διατηρείται στο κόσμο ως σήμερα. Ναυπηγήθηκε στο Λιβόρνο της Ιταλίας την περίοδο 1908 - 1911, και εντάχθηκε στο τότε Ελληνικό Βασιλικό Ναυτικό.
     Η τότε κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη δαπάνησε περισσότερες από 23.600.000 δρχ. για την απόκτησή του. Οι 8.000.000 προέρχονταν από το 20% της συνολικής κληρονομιάς Μεγάλου Ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, που παραχώρησε με τη διαθήκη του στο Ταμείο Εθνικού Στόλου το 1899, στην οποία όριζε ότι το ποσό αυτό διατίθεται για την ναυπήγηση μεγάλου πολεμικού πλοίου που θα φέρει τ’ όνομά του. Το υπόλοιπο ποσό για την προμήθειά του, καλύφθηκε από το Ταμείο Εθνικού Στόλου. Η Ελληνική Κυβέρνηση, μάλιστα, πέτυχε ευνοϊκότερους όρους και τιμή αγοράς, έναντι άλλων ενδιαφερομένων.

Ο Εθνικός Ευεργέτης Γεώργιος Αβέρωφ

     Κατά την αρχική του διαμόρφωση, η καύσιμη ύλη του ήταν ο άνθρακας, η ενδεικτική ιπποδύναμη 19.000 ίπποι και η ταχύτητά του 23 κόμβοι. Το πλήρωμά του αποτελούσαν 670 άνδρες, είχε εκτόπισμα 10.118 τόνους  και οι διαστάσεις του ήταν: μήκος 140,5 μ., πλάτος 21 μ., βύθισμα 7,5 μ. Τον οπλισμό του αποτελούσε μεγάλος αριθμός πυροβόλων διαφόρων διαμετρημάτων και τορπιλοσωλήνων.
     Η καθέλκυση του πλοίου έγινε το Μάρτη του 1910 και παραλήφθηκε από την Ελλάδα ένα χρόνο μετά, ύστερα από τις προβλεπόμενες δοκιμές. Πρώτο του ταξίδι ήταν στην Αγγλία, όπου έλαβε μέρος στις εορτές στέψης του Βασιλιά Γεωργίου του Ε΄ και εφοδιάσθηκε με πυρομαχικά. Στις 1 του Σεπτέμβρη του 1911 κατέπλευσε στο Φάληρο, όπου τού επιφυλάχθηκε πρωτοφανής μεγαλειώδης υποδοχή από όλα τα πλωτά μέσα της περιοχής, που ήταν γεμάτα κόσμο. Από τη στιγμή εκείνη το «Γεώργιος Αβέρωφ» ήταν το πιο σύγχρονο και το πιο ισχυρό πολεμικό πλοίο στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στο Αιγαίο.
     Με την έναρξη των εχθροπραξιών των Βαλκανικών πολέμων τον Οκτώβριο του 1912, ο Ελληνικός στόλος κλήθηκε να πετύχει έναν ιδιαίτερα δύσκολο συνδυασμό στόχων: Να εμποδίσει την έξοδο του οθωμανικού στόλου στο Αιγαίο, να αποκτήσει την κυριότητα των νησιών του βορειοανατολικού Αιγαίου, να εμποδίσει τη μεταφορά οθωμανικών στρατευμάτων και εφοδίων προς τα ηπειρωτικά μέτωπα των Βαλκανίων, καθώς και να προστατεύσει τις θαλάσσιες μεταφορές της Ελλάδας και των συμμάχων της. Η περίοδος εκείνη υπήρξε  αναντίρρητα η πλέον ένδοξη για το θωρηκτό «Γεώργιος Αβέρωφ», που τέθηκε επικεφαλής του Στόλου του Αιγαίου υπό τον Ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και απέπλευσε προς τα Δαρδανέλια. Η νικηφόρα ναυμαχία της Έλλης, η κατάληψη του Αγίου Όρους, της Λήμνου και των άλλων νησιών του βορείου Αιγαίου (Θάσου, Σαμοθράκης, Ίμβρου, Τενέδου, Αγίου Ευστρατίου, Μυτιλήνης, Χίου), διέλυσε τις προσδοκίες του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης για τον έλεγχο του Αιγαίου. Το «Γεώργιος Αβέρωφ» είχε γίνει για την Ελλάδα σύμβολο, ενώ για την Τουρκία «το διαβολοκάραβο» (σεϊτάν παπόρ).
     Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι υπηρεσίες του ήταν ελάχιστες, καθώς ο Τουρκικός Στόλος παρέμεινε κλεισμένος στα Δαρδανέλλια λόγω της ναυτικής υπεροχής των συμμάχων. Με το τέλος του πολέμου εισέπλευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποθεώθηκε από τον Ελληνικό πληθυσμό της περιοχής.
     Κατά τις επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία, η κύρια προσφορά του ήταν η μεταφορά στρατιωτών και η κάλυψη των αποβατικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Θράκη.
     Το 1925 το θωρηκτό αναβαθμίστηκε στα ναυπηγεία της Τουλόν της Γαλλίας, για να ανταποκρίνεται στις καινούργιες απαιτήσεις. Το 1928 όλες οι εργασίες είχαν αποπερατωθεί και το πλοίο ήταν και πάλι επιχειρησιακά έτοιμο. Εννιά χρόνια αργότερα (1937) βρέθηκε ξανά στην Αγγλία, αυτή τη φορά για την τελετή στέψης του βασιλιά Γεωργίου του ΣΤ΄.
     Κατά την κήρυξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, την μετέπειτα εισβολή και ραγδαία προέλαση των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1941, το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού σχεδίαζε να το βυθίσει, λόγω της παλαιότητάς του. Το πλήρωμά του τότε εξεγέρθηκε και με δική του πρωτοβουλία διέφυγε στην Αλεξάνδρεια. Το «Γεώργιος Αβέρωφ» ήταν ένα από τα λίγα Ελληνικά πλοία που κατάφεραν να φτάσουν σώα στην Αιγυπτιακή πόλη, αφού τα περισσότερα βυθίστηκαν από τις επιδρομές γερμανικών αεροπλάνων.
     Στις 17 Οκτωβρίου του 1944, επικεφαλής για άλλη μια φορά του Στόλου, μετέφερε την τότε Ελληνική κυβέρνηση από την εξορία στην απελευθερωμένη Αθήνα, με πλοίαρχο τον μετέπειτα Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας  Σπυρίδωνα Μάτεση, ο οποίος υπήρξε και ο τελευταίος πλοίαρχος του θωρηκτού, το οποίο αποσύρθηκε το 1952 και μέχρι το 1984 ήταν αγκυροβολημένο στον Πόρο.
     Το 1984 το Πολεμικό Ναυτικό αποφάσισε να το μετατρέψει σε πλωτό μουσείο και το μετέφερε στο Φάληρο. Εκεί βρίσκεται από τότε και τιμάει με την παρουσία του το Ελληνικό Ναυτικό και την ναυτική κληρονομιά της Ελλάδος.
     Όσα πλοία του Πολεμικού Ναυτικού εισέρχονται στο λιμάνι του Φαλήρου τού αποδίδουν τιμές: Ο κυβερνήτης διατάζει το πλήρωμα από στάση προσοχής να κάνει κλίση κεφαλής προς το «Γεώργιος Αβέρωφ» και, με το σχετικό σφύριγμα του πλοίου στο οποίο επιβαίνουν, στρέφονται οι κεφαλές όλων στο θρυλικό θωρηκτό, ενώ οι αξιωματικοί το χαιρετούν στρατιωτικά.
     Το 2003 βραβεύτηκε για τις υπηρεσίες που στην πατρίδα με το χρυσό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών.
     Από τον Απρίλιο 2017 έγιναν στο «Γεώργιος Αβέρωφ» οι απαραίτητες  εργασίες συντήρησης. Για το λόγο αυτό ταξίδεψε με τη βοήθεια ρυμουλκών από το Φάληρο έως τα ναυπηγείο Σκαραμαγκά. Τρεις μήνες μετά επέστρεψε στο Τροκαντερό, όπου συνεχίστηκαν εκεί οι εργασίες συντήρησης. Με την αποπεράτωση των εργασιών αυτών, άνοιξε τις πύλες του στους επισκέπτες του.
     Σχετικά πρόσφατα διαβάσαμε ότι η τελευταία αυτή συντήρησή του αναθέρμανε το όνειρο να αποκτήσει πάλι τη δυνατότητα να ταξιδέψει σε νησιά του Αιγαίου τα οποία και απελευθέρωσε! Ποιος δεν θα συγκινηθεί όταν γίνει αυτό! Ποιος δεν θα ριγήσει όταν ξαναδεί τον δοξασμένο «γέροντα» του πολεμικού μας ναυτικού να βγαίνει υπερήφανος στο Αρχιπέλαγος!
     Στις 5 Οκτωβρίου 2017 το θωρηκτό αναχώρησε για το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, για τους εορτασμούς της επετείου απελευθέρωσης της πόλης, του ΟΧΙ και της εορτής του αγίου Δημητρίου. Τότε, 26 Οκτωβρίου 2017, η πολεμική σημαία του  τιμήθηκε με τον Ανώτερο Ταξιάρχη του Τάγματος του Σωτήρος, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας επί του πλοίου, που βρισκόταν στο λιμάνι της συμπρωτεύουσας.             
     «Τα χριστιανικά αισθήματα της τότε Ελληνικής κοινωνίας αλλά και οι προσωπικές πεποιθήσεις των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού και της ηγεσίας του, φρόντισαν ώστε στη ναυαρχίδα του Ελληνικού στόλου να υπάρχει εκκλησία επί του καταστρώματος, παρότι δεν προβλεπόταν από τα αρχικά σχέδια του πλοίου, τα οποία προσαρμόστηκαν κατόπιν σχετικής επιθυμίας και παραγγελίας του Πολεμικού Ναυτικού», περιγράφει ο αρχιμανδρίτης Ιουστίνος Μαρμαρινός, συνταγματάρχης - ιερέας του ΓΕΝ. Το εκκλησάκι έγινε στο σημείο που ήταν σχεδιασμένη η πυριτιδαποθήκη. Πρόκειται για το μοναδικό πολεμικό πλοίο με ναό και μάλιστα πάντα υπηρετούσε ιερέας.

Ο ναός του Αγίου Νικολάου στο θωρηκτό Γεώργιος Αβέρωφ

     Ο ναός του αγίου Νικολάου στο θωρηκτό επέδρασε ουσιαστικά στην ψυχολογία του πληρώματος και συνετέλεσε στην επιτυχία της αποστολής του. Καθ’ όλη τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, επέβαινε του πλοίου στρατιωτικός ιερέας ως κανονικό μέλος του πληρώματος, λειτουργούσε Κυριακές και γιορτές και εμψύχωνε το πλήρωμα τις δύσκολες στιγμές.
     Στο μικρό αυτό ναό τελέσθηκαν και μυστήρια, όπως γάμοι και βαπτίσεις, ιδιαίτερα παιδιών ομογενών κατά τα ταξίδια του θωρηκτού στη βόρεια Αφρική.
     Για κάποιους ο ναός του πλοίου και η προστασία του αγίου Νικολάου ήταν ο λόγος που το «Γεώργιος Αβέρωφ» δεν έχασε ούτε μία μάχη και δεν υπέστειλε ποτέ τη σημαία του από την ημέρα της καθέλκυσής του.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 25.10.2022

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Τα σχολικά συσσίτια: Βιωματικές εμπειρίες και μια σύντομη ιστορική αναδρομή

Η καταταλαιπωρημένη καραβάνα των σχολικών συσσιτίων!


     Ήταν τελείως διαφορετικό εκείνο το πρωινό στην πρώτη τάξη του δημοτικού, πριν ακόμα έρθει για τα καλά ο χειμώνας: Κάθε παιδί πηγαίνοντας για το σχολείο, είχαμε μαζί μας και μια καραβάνα για το συσσίτιο, με το απαραίτητο κουτάλι και το πιρούνι. Άλλος την κράταγε στα χέρια του, άλλος την είχε μέσα στην τσάντα, που για τους περισσότερους η τσάντα ήταν ένα υφαντό ταγάρι, άλλος την είχε κρεμάσει από τη ζώνη του.
     Μέχρι εκείνη τη στιγμή ξέραμε ότι «σχολικό συσσίτιο» ήταν το κολατσιό για το διάλειμμα που παίρναμε από το σπίτι, κι αυτό δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ψωμί και τυρί ή κάνα φρούτο. Οι οδηγίες από τον διευθυντή, τον αείμνηστο Αναστάσιο Παναγόπουλο, και των άλλων δασκάλων του τριθέσιου δημοτικού σχολείου του χωριού μας, είχαν δοθεί με σαφήνεια από τις προηγούμενες μέρες σε γονείς και μαθητές και άλλαξαν τελείως τη συνήθεια αλλά και την ανάγκη εκείνου του κολατσιού: Θα άρχιζε η λειτουργία και διανομή σχολικών συσσιτίων! Οι όποιες απορίες μας λύθηκαν από την πρώτη κιόλας μέρα της εφαρμογής του θεσμού, στα μεγαλύτερα παιδιά, δηλαδή, γιατί εμείς των μικρών τάξεων κινούμαστε αποκλειστικά και μόνο με τις οδηγίες και τις κατευθύνσεις. Το σχολείο μας είχε την ευλογία της τέλειας οργάνωσης και σε αυτόν τον τομέα, με υποδειγματική τη λειτουργία του θεσμού, όπως και σε όλα τα άλλα θέματα που έχουν αναφερθεί σε άρθρα μου στον έντυπο  και ηλεκτρονικό Τύπο, καθώς και στην προσωπική μου βιβλιογραφία.
     Φθάνοντας στο προαύλιο, μια πρωτόγνωρη μυρωδιά για το χώρο του σχολείου έφτασε στο αισθητήριο όργανο της όσφρησής μας, κάτι σαν καμένο γάλα. Η μύτη μας δεν μας γέλασε, αφού επρόκειτο για το ζεστό «σκονόγαλο», που μόλις είχε παρασκευαστεί από τους έμμισθους μαγείρους που είχαν προσληφθεί για την παρασκευή του συσσιτίου. Πριν το πρώτο πρωινό μάθημα, ένα ένα τα παιδιά, κάπου διακόσια τότε, περνούσαμε μπροστά από το μάγειρα και από το μεγάλο καζάνι μας σέρβιρε το ζεστό γάλα. Στο επόμενο βήμα ο βοηθός του μας έδινε ένα κομμάτι άσπρης φρατζόλας, κάτι εντελώς πρωτόγνωρο για τους περισσότερους και στο άλλο βήμα ο δεύτερος βοηθός του μάγειρα μια χαρτοπετσέτα, είδος υπερπολυτελείας για την εποχή! Η μεγάλη αίθουσα είχε διαμορφωθεί κατάλληλα σε ένα πραγματικά πρότυπο εστιατόριο. Εκεί «πήραμε το πρωινό» μας, εκεί και το μεσημεριανό, μετά το μάθημα, με τον ίδιο τρόπο σερβιρίσματος.
     Ένα παρόμοιο σκηνικό έβλεπε κανείς σε κάθε σχολείο, ιδίως της επαρχίας, αφού σε πολλά σχολεία αστικών κέντρων παρεχόταν μόνο πρωινό και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις τα είδη τροφίμων δίνονταν στους γονείς και κηδεμόνες μη παρασκευασμένα. Μη παρασκευασμένα τρόφιμα δίνονταν ορισμένες φορές και σχολεία της επαρχίας, όταν είχαν μεγάλες παραλαβές, οι οποίες σχεδόν πάντα έφταναν εκεί με φορτηγά του στρατού. Αυτά ήταν συγκεκριμένα, όπως Ολλανδικό τυρί κονσερβοποιημένο σε μεγάλες συσκευασίες, λάδι, βούτυρο, όσπρια, ζυμαρικά.
     Αν και νοιώθαμε ότι το «σκονόγαλο» είχε μια «μυρωδιά» και πολύ γρήγορα αρχίσαμε να εκφράζουμε αρνητικότητα γι’ αυτό, ήταν όμως υποχρεωτικό για πρωινό. Για το μεσημεριανό φαγητό, όμως, είχαμε πάντα άλλο ενδιαφέρον. Από τις «καθιερωμένες» καθημερινές ερωτήσεις που κάναμε ο ένας, πρώτη ήταν το: «τί φαΐ έχει σήμερα;»!
     Το εβδομαδιαίο πρόγραμμα συσσιτίου όλης της σχολικής χρονιάς, ήταν σχεδόν αντίγραφο αυτού της πρώτης εβδομάδος. Ρύζι, μακαρόνια, όσπρια, πατάτες, το περιβόητο πλιγούρι και κάποια Σάββατα βακαλάος παστός πλακί στο καζάνι, αφού χωρίς φούρνο και δεν υπήρχε δυνατότητα ψησίματος. Το κρέας ήταν πολύ σπάνιο κι αυτό αν προερχόταν κάποια προσφορά από κτηνοτρόφο του χωριού. Εξαίρεση στο κρέας απετέλεσε η επόμενη μόνο χρονιά (1964-65), που με πρωτοβουλία και φροντίδα του αείμνηστου δασκάλου Κωνσταντίνου Τσόγκα από την Ήπειρο αγοραζόταν από το σχολικό ταμείο κάποιο ζώο και κάθε Σάββατο ετοιμαζόταν για το συσσίτιό μας, πάντα καλομαγειρεμένο, όπως και όλα τα άλλα φαγητά.
     Αν υπήρχε και περίσσευμα στο καζάνι, και το φαγητό ήταν νόστιμο, σκοτωμός γινόταν για το συμπλήρωμα! Πολλοί τρώγαμε γρήγορα και «αμάσητη» την πρώτη μερίδα, για να προλάβουμε να πάρουμε και δεύτερη! Πόσα από τα παιδιά δεν κρατάγαμε και λίγο από το κάθε νόστιμο φαγητό στην καραβάνα, κρυφά πάντα, γιατί αυτό απαγορευόταν, για να το πάμε στους δικούς μας στο σπίτι μας! Η «σύλληψη» μαθητή που μετέφερε φαγητό εκτός σχολείου, μπορεί να επέσειε και τιμωρία.
     Για τη λειτουργία των μαγειρείων ήταν απαραίτητα και τα ξύλα για τη φωτιά, αφού το χωριό μας, όπως και πολλά άλλα, δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί ακόμη, αλλά ούτε και συσκευή υγραερίου υπήρχε. Έτσι, οι γονείς σε συνεργασία με τους δασκάλους και τους μαγείρους έφερναν εκ περιτροπής φορτία με τα ζώα τους για το σκοπό αυτό.
     Τα συσσίτια έδιναν στους μαθητές των σχολείων ένα παραπάνω πλεονέκτημα για «κοινωνική συνεύρεση», παρ’ όλο που αυτοί ήταν πολλές ώρες της ημέρας μαζί. Πέρα από την υπ’ αριθμόν «ένα» ανάγκη για τη ζωή του ανθρώπου και ιδιαίτερα ενός οργανισμού που είναι σε ανάπτυξη, το φαγητό, ανακούφιζαν οικονομικά και την οικογένεια, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή ήταν πολύτεκνη. Η ώρα του φαγητού έδινε ακόμα στα παιδιά και τις αρχές της ομαδικότητας, της ευγένειας, της συνεργασίας, της υπακοής, της πειθαρχίας, της εφαρμογής στην πράξη βασικών κανόνων υγιεινής, αφού όλη ο διαδικασία ήταν υπό την επίβλεψη των δασκάλων, ενίοτε αυστηρή.
     Από τις πολλές θύμησές μας μένει πάντα αξεθώριαστη και η πατρική-μητρική αγάπη και η στοργή με την οποία μας περιέβαλαν οι μάγειροι και οι μαγείρισσες των σχολείων μας. Προσωπικά, δεν παραλείπω ένα κεράκι και στους αξιαγάπητους αείμνηστους συγχωριανούς μου Χρήστο Ραβαζούλα, Περικλή (Πέρο) Ραβαζούλα και Τασούλα Ανδρούτσου. Η αξέχαστη Τασούλα, μάλιστα, μου κράταγε το χέρι με την καραβάνα όταν περνούσα να με σερβίρει, λέγοντάς μου: «Στάσου να σου βάλω κι άλλο εσένα, γιατί είναι μακριά το σπίτι σου κι έχεις δρόμο» και μου έβαζε και δεύτερη κουτάλα! Εκείνο το φαΐ, που λίγες φορές μπορούσαμε να το έχουμε στο σπίτι μας, πραγματικά το απολαμβάναμε.
     Πισωγυρίζοντας σ’ εκείνα τα χρόνια, πάντα τα νοσταλγούμε κι ας ήταν πολύ δύσκολα. Δύσκολα σε πολλούς τομείς και η ποιότητα ζωής σχεδόν ανύπαρκτη. Όμως, ήταν τα χρόνια της νιότης (και όχι οπωσδήποτε της ανεμελιάς), της αγνότητας, αλλά και χρόνια της ελπίδας, αφού τα καλύτερα στη ζωή τα βλέπαμε να έρχονται.
 
Σύντομη ιστορική αναδρομή
 
     Οι πρώτες παροχές σχολικών συσσιτίων αναφέρονται περί το 1915, όπου δινόταν ημιδιατροφή, ιδίως πρωινό ή δεκατιανό σε ορισμένα-λίγα σχολεία που κρίθηκε ότι οι μαθητές είχαν περισσότερο ανάγκη σίτισης. Η προσπάθεια συνεχίστηκε σε περισσότερα σχολεία μετά το 1925. Φαίνεται ότι τότε κυριαρχούσε το γάλα, το άσπρο ψωμί, το βούτυρο και το κίτρινο τυρί.
     Αρχές της δεκαετίας του 1930 ο τότε υπουργός παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου πήρε μέτρα για την καλύτερη οργάνωση των σχολικών συσσιτίων, κινητοποιώντας και την τοπική κοινωνία κάθε περιοχής και οι σιτιζόμενοι μαθητές αυξήθηκαν. Εκτός από τα χρήματα που διέθεσε το Υπουργείο Παιδείας την εποχή εκείνη, συγκεντρώθηκαν αρκετά και από εράνους και δωρεές. Στην προσπάθεια αυτή συμμετείχε ενεργά και η Εκκλησία δια του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου και της Λέλας Μεταξά, συζύγου του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά και ο αριθμός των σιτιζομένων μαθητών πλησίασε τις 100.000. Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας η νομοθεσία βελτιώθηκε και ο θεσμός ενισχύθηκε.
     Η δεκαετία του 1940-50 ήταν εξαιρετικά δύσκολη για την Ελλάδα. Εκτός όλων των άλλων πληγών, μεγάλο πλήγμα δέχθηκε και η οικονομία. Παρ’ όλα αυτά, όμως, εμφανίστηκαν εθελοντικές οργανώσεις, που προσέφεραν μεγάλη βοήθεια σε χειμαζόμενους πολίτες. Αυτές οργάνωσαν και λειτούργησαν στο μέτρο του δυνατού και σχολικά συσσίτια, σώζοντας πολλά παιδιά από την πείνα και το θάνατο. Την περίοδο εκείνη μεγάλο βάρος των συσσιτίων ανέλαβε και ο Ερυθρός Σταυρός και άλλα ιδρύματα του εσωτερικού και του εξωτερικού.
     Μεταξύ των συμπερασμάτων που αναφέρονται στη χορήγηση των σχολικών συσσιτίων όλης αυτής της περιόδου, είναι η ανακούφιση γονέων και παιδιών με το θεσμό. Ο υποσιτισμός δοκίμασε όλον τον πληθυσμό, υπέσκαπτε την υγεία και αύξησε την παιδική νοσηρότητα. Τα σχολικά συσσίτια αντιμετώπισαν ή έστω περιόρισαν την πείνα των παιδιών και ενίσχυσαν την άμυνα του οργανισμού τους. Δικαίως, λοιπόν, έχουν χαρακτηριστεί ως ευεργετήματα. Μετά τη λήξη της πολεμικής περιόδου, που συμπεριλάμβανε τον ιταλικό πόλεμο, την γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο, ενεργοποιήθηκε και πάλι η νομοθεσία για την καλύτερη οργάνωση και παροχή των σχολικών συσσιτίων, με ευθύνη της πολιτείας. Αλλά και μετά την πολεμική περίοδο, όμως, που οι άνθρωποι των αγροτικών, κυρίως, περιοχών άφηναν μόνα τους και με υποτυπώδη τροφή τα παιδιά, να εργαστούν οι ίδιοι στα χωράφια για την ανόρθωση της οικογενειακής και κρατικής οικονομίας, τα σχολικά συσσίτια συνέχισαν και τότε να είναι εξ ίσου μεγάλο ευεργέτημα.
     Με τη μεταρρύθμιση του 1964, επί πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και υπουργού παιδείας Ευάγγελου Παπανούτσου, ο θεσμός γενικεύτηκε και συμπεριέλαβε όλα τα δημοτικά σχολεία της χώρας. Σταδιακά, όμως, και με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου η σίτιση αυτή καταργήθηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1960.
     Απαραίτητο να σημειωθεί, τέλος, ότι από την πρώτη εφαρμογή τους, μέχρι και την κατάργησή τους προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, ψυχή του όλου εγχειρήματος ήταν οι δάσκαλοι, οπωσδήποτε και οι μάγειροι που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν και εθελοντές.
     Αναμφισβήτητα η παροχή μικρογευμάτων σε μαθητές των σχολείων με την οικονομική κρίση του 2010 μας θύμισε και τα σχολικά συσσίτια των δεκαετιών 1950 και 1960, που έθρεψαν και τη γενιά μας. 
==============================
Πηγές:
-  Προσωπικά βιώματα.
-  Μαρία Μποντίλα: «Ο ρόλος, η οργάνωση και η λειτουργία των μαθητικών συσσιτίων στη δεκαετία 1940-1950».
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Το… μήνυμα της κόκκινης κουρελούς!


     Είχε γίνει θεσμός πλέον στο μικρό χωριό: Ο Βασίλης, ένας μεσόκοπος γλεντζές, γιόρταζε κάθε χρόνο διπλά την πρωτοχρονιά, για τη γιορτή του και για τον καινούργιο χρόνο. Μόνο οι ανήμποροι και όσοι είχαν πένθος δεν πήγαιναν στο σπίτι του να του ευχηθούν και να συνεορτάσουν. Τα γλέντια που έκανε, τα κεράσματα, τα τραπεζώματα και ο χορός μέχρι πρωίας, είχαν αφήσει εποχή. Μα σαν του έφερε ο γιος του ένα κουρδιστό  γραμμόφωνο από την πόλη με μερικές πλάκες (δίσκους), έκανε πραγματικό πανηγύρι.

     Στην καλύτερη εφηβεία της εκείνη τη χρονιά η Σοφία και με καταπιεσμένη τη ζωηράδα και τον αυθορμητισμό της λόγω των ηθικών φραγμών, ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε στη γιορτή του Βασίλη μαζί με τους γονείς της και τον αδερφό της. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που μπήκε στο σπίτι του εορταζόμενου, την κάρφωσε με το βλέμμα της ο Σωτήρης, ένας νέος αρκετά ευπαρουσίαστος και με προσεγμένο το ντύσιμό του για την ημέρα. Τις εκφραστικές και φλογοβόλες ματιές του έβλεπε η Σοφία και πραγματικά καταλάβαινε πόσο ζωντανά της «μιλούσαν». Γοητευμένη τότε, δεν άργησε καθόλου να τον κοιτάζει κι αυτή με τον ίδιο τρόπο και η εκδήλωση ενός κεραυνοβόλου έρωτα άρχισε από εκείνη τη στιγμή. Όμως, οι συνθήκες και οι καιροί δεν τους επέτρεπαν να βρεθούν οι δυο τους και να ανταλλάξουν μια κουβέντα, έστω και για λίγο. Η ανταπόκριση που ένοιωσε ο Σωτήρης στο δικό του «κάλεσμα», τον έκαναν να μην έχει καμία αμφιβολία για το ενδιαφέρον της Σοφίας. Η ισχυρή θέληση έχει τη δύναμη να ξεπερνάει ακόμα και τα μεγαλύτερα εμπόδια κι εκείνος βρήκε τον τρόπο: Σε μια κατάλληλη ευκαιρία της έβαλε στο χέρι ένα πρόχειρο και ολιγόλογο σημείωμα που έγραψε κρυφά απ’ όλους και μέσα στο μισοσκόταδο: «Θα σε περιμενο μεθαβριο στο νηχτομα» στο καληβι του σταματι»!
     Το καλύβι του Σταμάτη ήταν απόμακρο από τα άλλα καλύβια και τα αγροτόσπιτα του χωριού, που μπορούσε να προσφέρει άνετα μια καλή «προστασία». Οι γεμάτες φλόγες ματιές του Σωτήρη το βράδυ της πρωτοχρονιάς έκαναν τη Σοφία να παραμερίσει όλους τους ενδοιασμούς της και η πρώτη συνάντηση μεταξύ των δύο νέων έγινε στις τρεις του μήνα εκείνης χρονιάς με… μεγάλη επιτυχία! Από τότε ήθελε ο ένας να βλέπει ολοένα τον άλλον και να τον έχει πάντα κοντά του. Όμως, οι αυστηροί κανόνες της εποχής δεν επέτρεπαν ούτε σαν σκέψη κάτι τέτοιο. Άλλωστε, η επιλογή του συντρόφου των παιδιών, ήταν θέμα αποκλειστικά των γονέων κι εδώ δεν είχε θέση η οποιαδήποτε παρεκτροπή από τους άγραφους νόμους.
     Τη λύση για τις επόμενες συναντήσεις τους στο γνωστό πλέον «στέκι» τους, έδωσε μια… κόκκινη κουρελού, επινόηση της Σοφίας:
     «Όταν μπορώ να βρισκόμαστε, θα έχω απλωμένη στο μπαλκόνι μου μια κόκκινη κουρελού. Αυτό θα σημαίνει πως το βράδυ θα σε περιμένω εδώ», του είπε, εννοώντας το καλύβι του Σταμάτη. Ο Σωτήρης, βρήκε ιδανικό το «μήνυμα» της κουρελούς», που ομόρφαινε συχνά τη ζωή τους!
     Μια αναπάντεχα πρόωρη επιστροφή του πατέρα της Σοφίας από το καφενείο κάποιο το βράδυ, όμως, άλλαξε τελείως τα σχέδια της συνάντησης. Ενώ ο Σωτήρης από νωρίς είχε δει την κόκκινη κουρελού στο μπαλκόνι, με το που γύρισε ο πατέρας της Σοφίας εκείνη τη μάζεψε, που σήμαινε ότι το «κάλεσμα» δεν ίσχυε πλέον! Αλλά ο Σωτήρης δεν ξαναπέρασε κάτω από το σπίτι της για νεότερη «ενημέρωση» και το «στήσιμο» στο καλύβι του Σταμάτη εκείνο το βράδυ έμεινε μια άδοξη περιπέτεια! 


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.10.2022

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Η εκδίκηση του κυρ-Μέντιου


     Δεν ήταν ακόμα δύο χρονών ο γαϊδαράκος του Παντελή, που τον πήγε στο σαμαρά να του φτιάξει σαμάρι και ν’ αρχίσει να τον φορτώνει. Σε μια βδομάδα τον ειδοποίησε ο σαμαράς να τον πάει να το προβάλει. Καλός τεχνίτης ο Περικλής, του έκατσε «μια χαρά» το σαμάρι του νέου ζώου, που όμως το ενοχλούσε και με κινήσεις του σώματός του προσπαθούσε να απαλλαχτεί απ' αυτό, αλλά μάταια!
     «Μην ανησυχείς! Θα στρώσει!1», του είπε ο σαμαράς.
   Μετά τα πρώτα φορτία, όμως, το ζωντανό αρρώστησε και ούτε έτρωγε, ούτε σηκωνότανε καθόλου στα πόδια του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, κάλεσε τον Αυγέρη, τον πρακτικό «κτηνίατρο» του χωριού ο Παντελής, που αυτός καταλάβαινε και από αρρώστιες στα ζωντανά και από ξεμάτιασμα.
     «Τί έπαθε ο κυρ-Μέντιος», τον ρώτησε ο «κτηνίατρος».
     «Ποιος “κυρ-Μένιος”;»
     «Όχι “κυρ-Μένιος”, κυρ-Μέντιος! Δεν ξέρεις ότι έτσι τον λένε το γάιδαρο;».
     Δαγκώθηκε ο Παντελής γιατί «το έπιασε αδιάβαστο» ο «κτηνίατρος», αλλά του έδωσε και λύση στη σκέψη που τον απασχολούσε, πώς να «βαφτίσει» το ζωντανό του!
     Αφού τον «εξέτασε» ο Αυγέρης, έβγαλε από την τσέπη του ένα φακελάκι με σκόνη, την έβαλε μέσα σε ένα λεπτό καλάμι και, αφού άνοιξε το στόμα του ανήμπορου ζώου, του το φύσηξε με δύναμη μέσα. Εκείνο τινάχτηκε, έβηξε κάνα δυο φορές, χωρίς να μετακινηθεί από το θέση του.
     «Αυτό ήτανε! Θα γίνει καλά το γαϊδούρι σου!», είπε ο Αυγέρης στον Παντελή.
     «Τί του φύσηξες στο στόμα;», τον ρώτησε.
     « Αφροθάλασσο2».
     «Δηλαδή;…».  
     «Σκόνη από τον αφρό της θάλασσας»!
     Απόρησε ο Παντελής και πριν προλάβει να πει δεύτερη κουβέντα, ο «κτηνίατρος» έβγαλε από την τσέπη του ένα κομμάτι ελαφρύ κόκαλο και του το έδωσε.
     «Να, πάρε κι αυτό και σε δυο μέρες τρίψτο και φύσηξέ το στο στόμα του μ’ ένα καλάμι, όπως εγώ».
     Το ίδιο βράδυ ο Περικλής έμαθε από το γιο του ότι το «αφροθάλασσο» ήταν κόκαλο σουπιάς, που μπορούσε εύκολα να τριφτεί και να γίνει σκόνη-θαυματουργό «φάρμακο» για τα ζωντανά! Το περίεργο, όμως, ήταν που την ίδια νύχτα που ο Περικλής πηγαινοερχότανε στο στάβλο να παρακολουθεί το ζωντανό του, το βρήκε όρθιο και είχε φάει και το τριφύλλι που του είχε ρίξει! Σε λίγες μέρες το πήρε και στα χωράφια! Η αρρώστια του νεαρού κυρ-Μέντιου είχε σαν αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μια πολύ ζεστή σχέση μεταξύ ζώου και αφεντικού.
     Ο καιρός περνούσε και μια φορά ο Περικλής του είχε βάλει για μεσημεριανό στο χωράφι λιγότερο σανό από τις άλλες μέρες. Όταν πήγε το μεσημέρι να ξεκρεμάσει από το δέντρο το ταγάρι του με το ψωμί3, τί να δει! Ο κυρ-Μέντιος είχε τεντωθεί από εκεί που ήταν δεμένος, είχε φτάσει το ταγάρι από το δέντρο και έφαγε εκείνος το ψωμί του αφεντικού του, αφήνοντας τον ίδιο νηστικό!
     Το χαμόγελο του Παντελή και τα χάδια αγάπης και στοργής στο λαιμό και στο κεφάλι του συνεργάτη του, που τον κοίταζε στα μάτια και το δεχόταν με ευχαρίστηση, ήταν όντως μια συγκινητική και γεμάτη συναίσθημα στιγμή!
-------------------------------------
1 Η φράση «θα στρώσει» χρησιμοποιείται μεταφορικά και για τον άνθρωπο, όταν τον δυσκολεύει κάτι, π.χ. διορισμός σε νέα εργασία.
 
2 Θυμάμαι ότι το «αφροθάλασσο» βρισκόταν στο πρόχειρο φαρμακείο ορισμένων αγροτόσπιτων «κι ας ήταν αχρείαστο»!
 
3 Στην αληθινή αυτή ιστορία ο συμπρωταγωνιστής της Περικλής δεν θυμώνει με το γάιδαρό του που του έφαγε το ψωμί. Η λαϊκή φράση θέλει σε ίδιες άλλες περιπτώσεις το αφεντικό του ζώου θυμωμένο: «Τί μούτρα είν’ αυτά, λες και σου έφαγ’ ο γάιδαρος το ψωμί;», ρωτάνε, συνήθως, όποιον και για οποιονδήποτε είναι "θυμωμένος". 


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.10.2022
       https://nikolpapak.blogspot.com/2021/08/blog-post_29.html