Είχε γίνει θεσμός πλέον στο μικρό χωριό: Ο Βασίλης, ένας μεσόκοπος γλεντζές, γιόρταζε κάθε χρόνο διπλά την πρωτοχρονιά, για τη γιορτή του και για τον καινούργιο χρόνο. Μόνο οι ανήμποροι και όσοι είχαν πένθος δεν πήγαιναν στο σπίτι του να του ευχηθούν και να συνεορτάσουν. Τα γλέντια που έκανε, τα κεράσματα, τα τραπεζώματα και ο χορός μέχρι πρωίας, είχαν αφήσει εποχή. Μα σαν του έφερε ο γιος του ένα κουρδιστό γραμμόφωνο από την πόλη με μερικές πλάκες (δίσκους), έκανε πραγματικό πανηγύρι.
Στην καλύτερη εφηβεία της εκείνη τη χρονιά
η Σοφία και με καταπιεσμένη τη ζωηράδα και τον αυθορμητισμό της λόγω των ηθικών
φραγμών, ντύθηκε, στολίστηκε και πήγε στη γιορτή του Βασίλη μαζί με τους γονείς
της και τον αδερφό της. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που μπήκε στο σπίτι του
εορταζόμενου, την κάρφωσε με το βλέμμα της ο Σωτήρης, ένας νέος αρκετά
ευπαρουσίαστος και με προσεγμένο το ντύσιμό του για την ημέρα. Τις εκφραστικές
και φλογοβόλες ματιές του έβλεπε η Σοφία και πραγματικά καταλάβαινε πόσο ζωντανά
της «μιλούσαν». Γοητευμένη τότε, δεν άργησε καθόλου να τον κοιτάζει κι αυτή με
τον ίδιο τρόπο και η εκδήλωση ενός κεραυνοβόλου έρωτα άρχισε από εκείνη τη
στιγμή. Όμως, οι συνθήκες και οι καιροί δεν τους επέτρεπαν να βρεθούν οι δυο
τους και να ανταλλάξουν μια κουβέντα, έστω και για λίγο. Η ανταπόκριση που
ένοιωσε ο Σωτήρης στο δικό του «κάλεσμα», τον έκαναν να μην έχει καμία
αμφιβολία για το ενδιαφέρον της Σοφίας. Η ισχυρή θέληση έχει τη δύναμη να
ξεπερνάει ακόμα και τα μεγαλύτερα εμπόδια κι εκείνος βρήκε τον τρόπο: Σε μια
κατάλληλη ευκαιρία της έβαλε στο χέρι ένα πρόχειρο και ολιγόλογο σημείωμα που
έγραψε κρυφά απ’ όλους και μέσα στο μισοσκόταδο: «Θα σε περιμενο μεθαβριο στο
νηχτομα» στο καληβι του σταματι»!
Το καλύβι του Σταμάτη ήταν απόμακρο από τα
άλλα καλύβια και τα αγροτόσπιτα του χωριού, που μπορούσε να προσφέρει άνετα μια
καλή «προστασία». Οι γεμάτες φλόγες ματιές του Σωτήρη το βράδυ της πρωτοχρονιάς
έκαναν τη Σοφία να παραμερίσει όλους τους ενδοιασμούς της και η πρώτη συνάντηση
μεταξύ των δύο νέων έγινε στις τρεις του μήνα εκείνης χρονιάς με… μεγάλη
επιτυχία! Από τότε ήθελε ο ένας να βλέπει ολοένα τον άλλον και να τον έχει
πάντα κοντά του. Όμως, οι αυστηροί κανόνες της εποχής δεν επέτρεπαν ούτε σαν
σκέψη κάτι τέτοιο. Άλλωστε, η επιλογή του συντρόφου των παιδιών, ήταν θέμα
αποκλειστικά των γονέων κι εδώ δεν είχε θέση η οποιαδήποτε παρεκτροπή από τους
άγραφους νόμους.
Τη λύση για τις επόμενες συναντήσεις τους
στο γνωστό πλέον «στέκι» τους, έδωσε μια… κόκκινη κουρελού, επινόηση της
Σοφίας:
«Όταν μπορώ να βρισκόμαστε, θα έχω απλωμένη
στο μπαλκόνι μου μια κόκκινη κουρελού. Αυτό θα σημαίνει πως το βράδυ θα σε
περιμένω εδώ», του είπε, εννοώντας το καλύβι του Σταμάτη. Ο Σωτήρης, βρήκε
ιδανικό το «μήνυμα» της κουρελούς», που ομόρφαινε συχνά
τη ζωή τους!
Μια
αναπάντεχα πρόωρη επιστροφή του πατέρα της Σοφίας από το καφενείο κάποιο το
βράδυ, όμως, άλλαξε τελείως τα σχέδια της συνάντησης. Ενώ ο Σωτήρης από νωρίς
είχε δει την κόκκινη κουρελού στο μπαλκόνι, με το που γύρισε ο πατέρας της
Σοφίας εκείνη τη μάζεψε, που σήμαινε ότι το «κάλεσμα» δεν ίσχυε πλέον! Αλλά ο
Σωτήρης δεν ξαναπέρασε κάτω από το σπίτι της για νεότερη «ενημέρωση» και το
«στήσιμο» στο καλύβι του Σταμάτη εκείνο το βράδυ έμεινε μια άδοξη
περιπέτεια!
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.10.2022
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.10.2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου