Δεν
ήταν ακόμα δύο χρονών ο γαϊδαράκος του Παντελή, που τον πήγε στο σαμαρά να του
φτιάξει σαμάρι και ν’ αρχίσει να τον φορτώνει. Σε μια βδομάδα τον ειδοποίησε ο
σαμαράς να τον πάει να το προβάλει. Καλός τεχνίτης ο Περικλής, του έκατσε «μια
χαρά» το σαμάρι του νέου ζώου, που όμως το ενοχλούσε και με κινήσεις του
σώματός του προσπαθούσε να απαλλαχτεί απ' αυτό, αλλά μάταια!
«Μην
ανησυχείς! Θα στρώσει!1», του είπε ο σαμαράς.
Μετά
τα πρώτα φορτία, όμως, το ζωντανό αρρώστησε και ούτε έτρωγε, ούτε σηκωνότανε
καθόλου στα πόδια του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, κάλεσε τον Αυγέρη, τον πρακτικό
«κτηνίατρο» του χωριού ο Παντελής, που αυτός καταλάβαινε και από αρρώστιες στα
ζωντανά και από ξεμάτιασμα.
«Τί
έπαθε ο κυρ-Μέντιος», τον ρώτησε ο «κτηνίατρος».
«Ποιος “κυρ-Μένιος”;»
«Όχι
“κυρ-Μένιος”, κυρ-Μέντιος! Δεν ξέρεις ότι έτσι τον λένε το γάιδαρο;».
Δαγκώθηκε ο Παντελής γιατί «το έπιασε αδιάβαστο» ο «κτηνίατρος», αλλά
του έδωσε και λύση στη σκέψη που τον απασχολούσε, πώς να «βαφτίσει» το ζωντανό
του!
Αφού
τον «εξέτασε» ο Αυγέρης, έβγαλε από την τσέπη του ένα φακελάκι με σκόνη, την
έβαλε μέσα σε ένα λεπτό καλάμι και, αφού άνοιξε το στόμα του ανήμπορου ζώου,
του το φύσηξε με δύναμη μέσα. Εκείνο τινάχτηκε, έβηξε κάνα δυο φορές, χωρίς να
μετακινηθεί από το θέση του.
«Αυτό ήτανε! Θα γίνει καλά το γαϊδούρι σου!», είπε ο Αυγέρης στον
Παντελή.
«Τί
του φύσηξες στο στόμα;», τον ρώτησε.
«
Αφροθάλασσο2».
«Δηλαδή;…».
«Σκόνη από τον αφρό της θάλασσας»!
Απόρησε ο Παντελής και πριν προλάβει να πει δεύτερη κουβέντα, ο
«κτηνίατρος» έβγαλε από την τσέπη του ένα κομμάτι ελαφρύ κόκαλο και του το
έδωσε.
«Να,
πάρε κι αυτό και σε δυο μέρες τρίψτο και φύσηξέ το στο στόμα του μ’ ένα καλάμι,
όπως εγώ».
Το
ίδιο βράδυ ο Περικλής έμαθε από το γιο του ότι το «αφροθάλασσο» ήταν κόκαλο
σουπιάς, που μπορούσε εύκολα να τριφτεί και να γίνει σκόνη-θαυματουργό
«φάρμακο» για τα ζωντανά! Το περίεργο, όμως, ήταν που την ίδια νύχτα που ο
Περικλής πηγαινοερχότανε στο στάβλο να παρακολουθεί το ζωντανό του, το βρήκε
όρθιο και είχε φάει και το τριφύλλι που του είχε ρίξει! Σε λίγες μέρες το πήρε
και στα χωράφια! Η αρρώστια του νεαρού κυρ-Μέντιου είχε σαν αποτέλεσμα να
αναπτυχθεί μια πολύ ζεστή σχέση μεταξύ ζώου και αφεντικού.
Ο
καιρός περνούσε και μια φορά ο Περικλής του είχε βάλει για μεσημεριανό στο
χωράφι λιγότερο σανό από τις άλλες μέρες. Όταν πήγε το μεσημέρι να ξεκρεμάσει
από το δέντρο το ταγάρι του με το ψωμί3, τί να δει! Ο κυρ-Μέντιος
είχε τεντωθεί από εκεί που ήταν δεμένος, είχε φτάσει το ταγάρι από το δέντρο
και έφαγε εκείνος το ψωμί του αφεντικού του, αφήνοντας τον ίδιο νηστικό!
Το
χαμόγελο του Παντελή και τα χάδια αγάπης και στοργής στο λαιμό και στο κεφάλι του συνεργάτη
του, που τον κοίταζε στα μάτια και το δεχόταν με ευχαρίστηση, ήταν όντως μια συγκινητική και γεμάτη συναίσθημα στιγμή!
-------------------------------------
1 Η φράση «θα στρώσει» χρησιμοποιείται
μεταφορικά και για τον άνθρωπο, όταν τον δυσκολεύει κάτι, π.χ. διορισμός σε νέα
εργασία.
2 Θυμάμαι ότι το «αφροθάλασσο» βρισκόταν
στο πρόχειρο φαρμακείο ορισμένων αγροτόσπιτων «κι ας ήταν αχρείαστο»!
3 Στην αληθινή αυτή ιστορία ο
συμπρωταγωνιστής της Περικλής δεν θυμώνει με το γάιδαρό του που του έφαγε το
ψωμί. Η λαϊκή φράση θέλει σε ίδιες άλλες περιπτώσεις το αφεντικό του ζώου θυμωμένο:
«Τί μούτρα είν’ αυτά, λες και σου έφαγ’ ο γάιδαρος το ψωμί;», ρωτάνε, συνήθως, όποιον και για οποιονδήποτε είναι "θυμωμένος".
Δεν
ήταν ακόμα δύο χρονών ο γαϊδαράκος του Παντελή, που τον πήγε στο σαμαρά να του
φτιάξει σαμάρι και ν’ αρχίσει να τον φορτώνει. Σε μια βδομάδα τον ειδοποίησε ο
σαμαράς να τον πάει να το προβάλει. Καλός τεχνίτης ο Περικλής, του έκατσε «μια
χαρά» το σαμάρι του νέου ζώου, που όμως το ενοχλούσε και με κινήσεις του
σώματός του προσπαθούσε να απαλλαχτεί απ' αυτό, αλλά μάταια!
«Μην
ανησυχείς! Θα στρώσει!1», του είπε ο σαμαράς.
Μετά
τα πρώτα φορτία, όμως, το ζωντανό αρρώστησε και ούτε έτρωγε, ούτε σηκωνότανε
καθόλου στα πόδια του. Χωρίς δεύτερη σκέψη, κάλεσε τον Αυγέρη, τον πρακτικό
«κτηνίατρο» του χωριού ο Παντελής, που αυτός καταλάβαινε και από αρρώστιες στα
ζωντανά και από ξεμάτιασμα.
«Τί
έπαθε ο κυρ-Μέντιος», τον ρώτησε ο «κτηνίατρος».
«Ποιος “κυρ-Μένιος”;»
«Όχι
“κυρ-Μένιος”, κυρ-Μέντιος! Δεν ξέρεις ότι έτσι τον λένε το γάιδαρο;».
Δαγκώθηκε ο Παντελής γιατί «το έπιασε αδιάβαστο» ο «κτηνίατρος», αλλά
του έδωσε και λύση στη σκέψη που τον απασχολούσε, πώς να «βαφτίσει» το ζωντανό
του!
Αφού
τον «εξέτασε» ο Αυγέρης, έβγαλε από την τσέπη του ένα φακελάκι με σκόνη, την
έβαλε μέσα σε ένα λεπτό καλάμι και, αφού άνοιξε το στόμα του ανήμπορου ζώου,
του το φύσηξε με δύναμη μέσα. Εκείνο τινάχτηκε, έβηξε κάνα δυο φορές, χωρίς να
μετακινηθεί από το θέση του.
«Αυτό ήτανε! Θα γίνει καλά το γαϊδούρι σου!», είπε ο Αυγέρης στον
Παντελή.
«Τί
του φύσηξες στο στόμα;», τον ρώτησε.
«
Αφροθάλασσο2».
«Δηλαδή;…».
«Σκόνη από τον αφρό της θάλασσας»!
Απόρησε ο Παντελής και πριν προλάβει να πει δεύτερη κουβέντα, ο
«κτηνίατρος» έβγαλε από την τσέπη του ένα κομμάτι ελαφρύ κόκαλο και του το
έδωσε.
«Να,
πάρε κι αυτό και σε δυο μέρες τρίψτο και φύσηξέ το στο στόμα του μ’ ένα καλάμι,
όπως εγώ».
Το
ίδιο βράδυ ο Περικλής έμαθε από το γιο του ότι το «αφροθάλασσο» ήταν κόκαλο
σουπιάς, που μπορούσε εύκολα να τριφτεί και να γίνει σκόνη-θαυματουργό
«φάρμακο» για τα ζωντανά! Το περίεργο, όμως, ήταν που την ίδια νύχτα που ο
Περικλής πηγαινοερχότανε στο στάβλο να παρακολουθεί το ζωντανό του, το βρήκε
όρθιο και είχε φάει και το τριφύλλι που του είχε ρίξει! Σε λίγες μέρες το πήρε
και στα χωράφια! Η αρρώστια του νεαρού κυρ-Μέντιου είχε σαν αποτέλεσμα να
αναπτυχθεί μια πολύ ζεστή σχέση μεταξύ ζώου και αφεντικού.
Ο
καιρός περνούσε και μια φορά ο Περικλής του είχε βάλει για μεσημεριανό στο
χωράφι λιγότερο σανό από τις άλλες μέρες. Όταν πήγε το μεσημέρι να ξεκρεμάσει
από το δέντρο το ταγάρι του με το ψωμί3, τί να δει! Ο κυρ-Μέντιος
είχε τεντωθεί από εκεί που ήταν δεμένος, είχε φτάσει το ταγάρι από το δέντρο
και έφαγε εκείνος το ψωμί του αφεντικού του, αφήνοντας τον ίδιο νηστικό!
Το
χαμόγελο του Παντελή και τα χάδια αγάπης και στοργής στο λαιμό και στο κεφάλι του συνεργάτη
του, που τον κοίταζε στα μάτια και το δεχόταν με ευχαρίστηση, ήταν όντως μια συγκινητική και γεμάτη συναίσθημα στιγμή!
-------------------------------------
1 Η φράση «θα στρώσει» χρησιμοποιείται
μεταφορικά και για τον άνθρωπο, όταν τον δυσκολεύει κάτι, π.χ. διορισμός σε νέα
εργασία.
2 Θυμάμαι ότι το «αφροθάλασσο» βρισκόταν
στο πρόχειρο φαρμακείο ορισμένων αγροτόσπιτων «κι ας ήταν αχρείαστο»!
3 Στην αληθινή αυτή ιστορία ο
συμπρωταγωνιστής της Περικλής δεν θυμώνει με το γάιδαρό του που του έφαγε το
ψωμί. Η λαϊκή φράση θέλει σε ίδιες άλλες περιπτώσεις το αφεντικό του ζώου θυμωμένο:
«Τί μούτρα είν’ αυτά, λες και σου έφαγ’ ο γάιδαρος το ψωμί;», ρωτάνε, συνήθως, όποιον και για οποιονδήποτε είναι "θυμωμένος".
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.10.2022 https://nikolpapak.blogspot.com/2021/08/blog-post_29.html
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.10.2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου