Η καταταλαιπωρημένη καραβάνα των σχολικών συσσιτίων! |
Ήταν τελείως διαφορετικό εκείνο το πρωινό
στην πρώτη τάξη του δημοτικού, πριν ακόμα έρθει για τα καλά ο χειμώνας: Κάθε
παιδί πηγαίνοντας για το σχολείο, είχαμε μαζί μας και μια καραβάνα για το συσσίτιο,
με το απαραίτητο κουτάλι και το πιρούνι. Άλλος την κράταγε στα χέρια του, άλλος
την είχε μέσα στην τσάντα, που για τους περισσότερους η τσάντα ήταν ένα υφαντό
ταγάρι, άλλος την είχε κρεμάσει από τη ζώνη του.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή ξέραμε ότι «σχολικό
συσσίτιο» ήταν το κολατσιό για το διάλειμμα που παίρναμε από το σπίτι, κι αυτό δεν
ήταν τίποτα περισσότερο από ψωμί και τυρί ή κάνα φρούτο. Οι οδηγίες από τον
διευθυντή, τον αείμνηστο Αναστάσιο Παναγόπουλο, και των άλλων δασκάλων
του τριθέσιου δημοτικού σχολείου του χωριού μας, είχαν δοθεί με σαφήνεια από τις
προηγούμενες μέρες σε γονείς και μαθητές και άλλαξαν τελείως τη συνήθεια αλλά και την ανάγκη εκείνου
του κολατσιού: Θα άρχιζε η λειτουργία και διανομή σχολικών συσσιτίων! Οι όποιες
απορίες μας λύθηκαν από την πρώτη κιόλας μέρα της εφαρμογής του θεσμού, στα
μεγαλύτερα παιδιά, δηλαδή, γιατί εμείς των μικρών τάξεων κινούμαστε αποκλειστικά
και μόνο με τις οδηγίες και τις κατευθύνσεις. Το σχολείο μας είχε την ευλογία της τέλειας οργάνωσης
και σε αυτόν τον τομέα, με υποδειγματική τη λειτουργία του θεσμού, όπως και σε
όλα τα άλλα θέματα που έχουν αναφερθεί σε άρθρα μου στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, καθώς και στην
προσωπική μου βιβλιογραφία.
Φθάνοντας στο προαύλιο, μια πρωτόγνωρη
μυρωδιά για το χώρο του σχολείου έφτασε στο αισθητήριο όργανο της όσφρησής μας, κάτι σαν καμένο γάλα. Η
μύτη μας δεν μας γέλασε, αφού επρόκειτο για το ζεστό «σκονόγαλο», που μόλις
είχε παρασκευαστεί από τους έμμισθους μαγείρους που είχαν προσληφθεί για την
παρασκευή του συσσιτίου. Πριν το πρώτο πρωινό μάθημα, ένα ένα τα παιδιά, κάπου
διακόσια τότε, περνούσαμε μπροστά από το μάγειρα και από το μεγάλο καζάνι μας
σέρβιρε το ζεστό γάλα. Στο επόμενο βήμα ο βοηθός του μας έδινε ένα κομμάτι
άσπρης φρατζόλας, κάτι εντελώς πρωτόγνωρο για τους περισσότερους και στο άλλο
βήμα ο δεύτερος βοηθός του μάγειρα μια χαρτοπετσέτα, είδος υπερπολυτελείας για
την εποχή! Η μεγάλη αίθουσα είχε διαμορφωθεί κατάλληλα σε ένα πραγματικά
πρότυπο εστιατόριο. Εκεί «πήραμε το πρωινό» μας, εκεί και το μεσημεριανό, μετά
το μάθημα, με τον ίδιο τρόπο σερβιρίσματος.
Ένα παρόμοιο σκηνικό έβλεπε κανείς σε κάθε
σχολείο, ιδίως της επαρχίας, αφού σε πολλά σχολεία αστικών κέντρων παρεχόταν
μόνο πρωινό και σε κάποιες άλλες περιπτώσεις τα είδη τροφίμων δίνονταν στους
γονείς και κηδεμόνες μη παρασκευασμένα. Μη παρασκευασμένα τρόφιμα δίνονταν ορισμένες
φορές και σχολεία της επαρχίας, όταν είχαν μεγάλες παραλαβές, οι οποίες σχεδόν
πάντα έφταναν εκεί με φορτηγά του στρατού. Αυτά ήταν συγκεκριμένα, όπως Ολλανδικό
τυρί κονσερβοποιημένο σε μεγάλες συσκευασίες, λάδι, βούτυρο, όσπρια, ζυμαρικά.
Αν και νοιώθαμε ότι το «σκονόγαλο» είχε
μια «μυρωδιά» και πολύ γρήγορα αρχίσαμε να εκφράζουμε αρνητικότητα γι’ αυτό,
ήταν όμως υποχρεωτικό για πρωινό. Για το μεσημεριανό φαγητό, όμως, είχαμε
πάντα άλλο ενδιαφέρον. Από τις «καθιερωμένες» καθημερινές ερωτήσεις που κάναμε
ο ένας, πρώτη ήταν το: «τί φαΐ έχει σήμερα;»!
Το εβδομαδιαίο πρόγραμμα συσσιτίου όλης
της σχολικής χρονιάς, ήταν σχεδόν αντίγραφο αυτού της πρώτης εβδομάδος. Ρύζι,
μακαρόνια, όσπρια, πατάτες, το περιβόητο πλιγούρι και κάποια Σάββατα βακαλάος
παστός πλακί στο καζάνι, αφού χωρίς φούρνο και δεν υπήρχε δυνατότητα
ψησίματος. Το κρέας ήταν πολύ σπάνιο κι αυτό αν προερχόταν κάποια προσφορά από
κτηνοτρόφο του χωριού. Εξαίρεση στο κρέας απετέλεσε η επόμενη μόνο χρονιά (1964-65),
που με πρωτοβουλία και φροντίδα του αείμνηστου δασκάλου Κωνσταντίνου Τσόγκα
από την Ήπειρο αγοραζόταν από το σχολικό ταμείο κάποιο ζώο και κάθε
Σάββατο ετοιμαζόταν για το συσσίτιό μας, πάντα καλομαγειρεμένο, όπως και όλα τα
άλλα φαγητά.
Αν υπήρχε και περίσσευμα στο καζάνι, και
το φαγητό ήταν νόστιμο, σκοτωμός γινόταν για το συμπλήρωμα! Πολλοί τρώγαμε
γρήγορα και «αμάσητη» την πρώτη μερίδα, για να προλάβουμε να πάρουμε και
δεύτερη! Πόσα από τα παιδιά δεν κρατάγαμε και λίγο από το κάθε νόστιμο φαγητό
στην καραβάνα, κρυφά πάντα, γιατί αυτό απαγορευόταν, για να το πάμε στους
δικούς μας στο σπίτι μας! Η «σύλληψη» μαθητή που μετέφερε φαγητό εκτός
σχολείου, μπορεί να επέσειε και τιμωρία.
Για
τη λειτουργία των μαγειρείων ήταν απαραίτητα και τα ξύλα για τη φωτιά, αφού το
χωριό μας, όπως και πολλά άλλα, δεν είχε ηλεκτροδοτηθεί ακόμη, αλλά ούτε και
συσκευή υγραερίου υπήρχε. Έτσι, οι γονείς σε συνεργασία με τους δασκάλους και
τους μαγείρους έφερναν εκ περιτροπής φορτία με τα ζώα τους για το σκοπό αυτό.
Τα συσσίτια έδιναν στους μαθητές
των σχολείων ένα παραπάνω πλεονέκτημα για «κοινωνική συνεύρεση», παρ’ όλο που
αυτοί ήταν πολλές ώρες της ημέρας μαζί. Πέρα από την υπ’ αριθμόν «ένα» ανάγκη
για τη ζωή του ανθρώπου και ιδιαίτερα ενός οργανισμού που είναι σε ανάπτυξη, το
φαγητό, ανακούφιζαν οικονομικά και την οικογένεια, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή
ήταν πολύτεκνη. Η ώρα του φαγητού έδινε ακόμα στα παιδιά και τις αρχές της
ομαδικότητας, της ευγένειας, της συνεργασίας, της υπακοής, της πειθαρχίας, της εφαρμογής
στην πράξη βασικών κανόνων υγιεινής, αφού όλη ο διαδικασία ήταν υπό την
επίβλεψη των δασκάλων, ενίοτε αυστηρή.
Από τις πολλές θύμησές μας μένει πάντα αξεθώριαστη
και η πατρική-μητρική αγάπη και η στοργή με την οποία μας περιέβαλαν οι
μάγειροι και οι μαγείρισσες των σχολείων μας. Προσωπικά, δεν παραλείπω ένα
κεράκι και στους αξιαγάπητους αείμνηστους συγχωριανούς μου Χρήστο Ραβαζούλα,
Περικλή (Πέρο) Ραβαζούλα και Τασούλα Ανδρούτσου. Η αξέχαστη
Τασούλα, μάλιστα, μου κράταγε το χέρι με την καραβάνα όταν περνούσα να με σερβίρει,
λέγοντάς μου: «Στάσου να σου βάλω κι άλλο εσένα, γιατί είναι μακριά το σπίτι
σου κι έχεις δρόμο» και μου έβαζε και δεύτερη κουτάλα! Εκείνο το φαΐ, που λίγες
φορές μπορούσαμε να το έχουμε στο σπίτι μας, πραγματικά το απολαμβάναμε.
Πισωγυρίζοντας σ’ εκείνα τα χρόνια, πάντα τα νοσταλγούμε κι ας ήταν πολύ δύσκολα. Δύσκολα σε πολλούς τομείς και η ποιότητα
ζωής σχεδόν ανύπαρκτη. Όμως, ήταν τα χρόνια της νιότης (και όχι οπωσδήποτε της
ανεμελιάς), της αγνότητας, αλλά και χρόνια της ελπίδας, αφού τα καλύτερα στη ζωή τα
βλέπαμε να έρχονται.
Σύντομη ιστορική αναδρομή
Οι
πρώτες παροχές σχολικών συσσιτίων αναφέρονται περί το 1915, όπου δινόταν
ημιδιατροφή, ιδίως πρωινό ή δεκατιανό σε ορισμένα-λίγα σχολεία που κρίθηκε ότι
οι μαθητές είχαν περισσότερο ανάγκη σίτισης. Η προσπάθεια συνεχίστηκε σε
περισσότερα σχολεία μετά το 1925. Φαίνεται ότι τότε κυριαρχούσε το γάλα, το
άσπρο ψωμί, το βούτυρο και το κίτρινο τυρί.
Αρχές
της δεκαετίας του 1930 ο τότε υπουργός παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου πήρε μέτρα
για την καλύτερη οργάνωση των σχολικών συσσιτίων, κινητοποιώντας και την τοπική
κοινωνία κάθε περιοχής και οι σιτιζόμενοι μαθητές αυξήθηκαν. Εκτός από τα
χρήματα που διέθεσε το Υπουργείο Παιδείας την εποχή εκείνη, συγκεντρώθηκαν
αρκετά και από εράνους και δωρεές. Στην προσπάθεια αυτή συμμετείχε ενεργά και η
Εκκλησία δια του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Χρυσάνθου και της Λέλας Μεταξά, συζύγου
του πρωθυπουργού Ιωάννη Μεταξά και ο αριθμός των σιτιζομένων μαθητών πλησίασε
τις 100.000. Στο τέλος της ίδιας δεκαετίας η νομοθεσία βελτιώθηκε και ο θεσμός
ενισχύθηκε.
Η
δεκαετία του 1940-50 ήταν εξαιρετικά δύσκολη για την Ελλάδα. Εκτός όλων των
άλλων πληγών, μεγάλο πλήγμα δέχθηκε και η οικονομία. Παρ’ όλα αυτά, όμως,
εμφανίστηκαν εθελοντικές οργανώσεις, που προσέφεραν μεγάλη βοήθεια σε
χειμαζόμενους πολίτες. Αυτές οργάνωσαν και λειτούργησαν στο μέτρο του δυνατού
και σχολικά συσσίτια, σώζοντας πολλά παιδιά από την πείνα και το θάνατο. Την
περίοδο εκείνη μεγάλο βάρος των συσσιτίων ανέλαβε και ο Ερυθρός Σταυρός και
άλλα ιδρύματα του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Μεταξύ
των συμπερασμάτων που αναφέρονται στη χορήγηση των σχολικών συσσιτίων όλης
αυτής της περιόδου, είναι η ανακούφιση γονέων και παιδιών με το θεσμό. Ο
υποσιτισμός δοκίμασε όλον τον πληθυσμό, υπέσκαπτε την υγεία και αύξησε την
παιδική νοσηρότητα. Τα σχολικά συσσίτια αντιμετώπισαν ή έστω περιόρισαν την
πείνα των παιδιών και ενίσχυσαν την άμυνα του οργανισμού τους. Δικαίως, λοιπόν,
έχουν χαρακτηριστεί ως ευεργετήματα. Μετά τη λήξη της πολεμικής περιόδου, που
συμπεριλάμβανε τον ιταλικό πόλεμο, την γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο,
ενεργοποιήθηκε και πάλι η νομοθεσία για την καλύτερη οργάνωση και παροχή των σχολικών συσσιτίων, με ευθύνη της πολιτείας. Αλλά και μετά την πολεμική
περίοδο, όμως, που οι άνθρωποι των αγροτικών, κυρίως, περιοχών άφηναν μόνα τους
και με υποτυπώδη τροφή τα παιδιά, να εργαστούν οι ίδιοι στα χωράφια για την
ανόρθωση της οικογενειακής και κρατικής οικονομίας, τα σχολικά συσσίτια
συνέχισαν και τότε να είναι εξ ίσου μεγάλο ευεργέτημα.
Με
τη μεταρρύθμιση του 1964, επί πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου και υπουργού παιδείας Ευάγγελου Παπανούτσου, ο θεσμός γενικεύτηκε και συμπεριέλαβε όλα τα δημοτικά
σχολεία της χώρας. Σταδιακά, όμως, και με την αύξηση του βιοτικού επιπέδου η
σίτιση αυτή καταργήθηκε προς το τέλος της δεκαετίας του 1960.
Απαραίτητο
να σημειωθεί, τέλος, ότι από την πρώτη εφαρμογή τους, μέχρι και την κατάργησή τους
προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, ψυχή του όλου εγχειρήματος ήταν οι
δάσκαλοι, οπωσδήποτε και οι μάγειροι που σε αρκετές περιπτώσεις ήταν και εθελοντές.
Αναμφισβήτητα η παροχή μικρογευμάτων σε
μαθητές των σχολείων με την οικονομική κρίση του 2010 μας θύμισε και τα σχολικά
συσσίτια των δεκαετιών 1950 και 1960, που έθρεψαν και τη γενιά μας.
==============================
Πηγές:
- Προσωπικά βιώματα.
- Μαρία Μποντίλα: «Ο ρόλος, η οργάνωση και η
λειτουργία των μαθητικών συσσιτίων στη δεκαετία 1940-1950».
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου