Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

Αξιακοί κώδικες, άλλοτε και τώρα

Αγενής χειρονομία της Ρένας Βλαχοπούλου στον Ντίνο Ηλιόπουλο,
από την ταινία «φωνάζει ο κλέφτης», βασισμένη σε έργο του Δημήτρη Ψαθά

    Πιθανότατα έχουμε ακούσει ή διαβάσει για διάφορους «κώδικες» στο πέρασμα των αιώνων κι αυτοί δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά νομοθέτηση-συλλογή νόμων, για την εύρυθμη λειτουργία μιας πολιτείας ή ενός κράτους. Στα Βυζαντινά χρόνια, π.χ., μιλάμε για τον Ιουστινιάνειο Κώδικα, μεταγενέστερα υπήρξε ο Ναπολεόντειος, ενώ στις μέρες μας είναι γνωστοί ο Νομικός Κώδικας, ο Αστικός Κώδικας, ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας κλπ. Θα λέγαμε ότι ο Αξιακός Κώδικας έχει, μάλλον μεταφορική σημασία, αφού περιλαμβάνει άγραφους νόμους που διέπουν τη ζωή των ανθρώπων μιας οργανωμένης κοινωνίας, όπως τρόποι καλής συμπεριφοράς.
     Συχνά, καθημερινά διαπιστώνουμε ιδίοις όμμασι ότι οι παραδοσιακές μας Αξίες συνεχώς υποβαθμίζονται και ευτελίζονται, ενώ στη θέση τους αναδεικνύονται άλλες, που καμία σχέση δεν έχουν με την δική μας μέχρι σήμερα, την Ελληνική «κουλτούρα». Ίσως να μην ήταν υπερβολή να δανειστούμε μεταφορικά την πανδημία του covid-19, που έφερε «τα πάνω κάτω» σε πολλούς τομείς της παγκόσμιας ζωής και να χαρακτηρίσουμε τα φαινόμενα αυτά ως «σύγχρονες πανδημίες» που τείνουν να εισχωρήσουν στη ζωή μας, αφού οι παραδοσιακοί Αξιακοί Κώδικες στις μέρες μας συνεχώς εκπίπτουν. Σε γενικές γραμμές, θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, αλλά δεν μπορούμε. Κι αν η κατάσταση δεν είναι γενικευμένη, έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις, αφού οι νεότερες γενιές αυτή την «μύηση» προσλαμβάνουν. Ας μιλήσουμε με κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα:
     Η παραχώρηση θέσης σε μέσα μαζικής μεταφοράς, χώρους διασκέδασης (π.χ. θέατρο), εκκλησία κλπ, και μάλιστα με προθυμία από τον μικρότερο στο μεγαλύτερο, σίγουρα κάποτε ήταν αδιαπραγμάτευτη και οι παρεκτοπές εξαιρέσεις. Η μη παραχώρηση, ακόμα και η έλλειψη προθυμίας μόνο, επέσειε δημόσιες επικρίσεις και προσβολές κατά του νεότερου, ειδικά αν ήταν μαθητής. Ίσως αναρωτηθεί κανείς: «Ήταν σωστό αυτό;». Δεν νομίζω να υπάρχει διαφωνία, όμως, ότι και η σημερινή εικόνα είναι σωστή, με πολύ νεαρά άτομα να παραμένουν αμέριμνα στις θέσεις τους και υπερήλικες και με προβλήματα υγείας να μένουν όρθιοι.
     Το θράσος, η αυθάδεια και η έλλειψη σεβασμού «κερδίζουν» όλο και περισσότερο έδαφος. Δεν είναι μακριά μας η εποχή που ο μεγαλύτερος έκανε μια σύσταση ή έστω και μια παρατήρηση σε νεότερο κι αυτός κατέβαζε το κεφάλι και κοκκίνιζε από ντροπή. Πόσοι και πόσες φορές δεν έχουμε γίνει μάρτυρες σήμερα του περισσού θράσους, ακόμα και ακατονόμαστων ύβρεων και χειρονομιών από νεότερους σε μεγαλύτερους, αν οι δεύτεροι τολμήσουν να εκφράσουν μια φιλική συμβουλή!
     Ομοίως και η απουσία στοιχειωδών κανόνων υπακοής και πειθαρχίας. Η έλλειψη φόβου επιβολής ποινής, έχει ανατρέψει πολλές ισορροπίες, με κλασικά τα παραδείγματα σε πολλά σχολεία. Δεν ισχυρίζεται, βεβαίως, κανείς ότι η νοοτροπία του παρελθόντος, με τον δάσκαλο τιμωρό και δυνάστη, ήταν η ενδεδειγμένη και η πρέπουσα (δείτε αναφορές σε προηγούμενο άρθρο μου, ΕΔΩ), όμως φαίνεται ότι έχει χαθεί το μέτρο.
     Ο σεβασμός και η προσήλωση σε κάθε τι το Θείο και σε κάθε τι το ιστορικό, ξεφτίζει και αυτός. Ιερές εικόνες αποκαθηλώνονται από αίθουσες διδασκαλίας και η πρωινή προσευχή στα σχολεία έχει χαλαρώσει ή και σε ορισμένα καταργηθεί. Το ακόμα χειρότερο είναι ότι έχουν αποκαθηλωθεί/χαλαρώσει/καταργηθεί και από τις ψυχές μας. Παράλληλα, πέρα από πολλές παραχαράξεις της ιστορίας, αυτή ούτε διδάσκεται στα σχολεία επαρκώς, αλλά και αμφισβητείται με αίολα επιχειρήματα. Ίσως, όμως, η πιο κραυγαλέα παραδοχή αυτού του φαινομένου, είναι η υποστολή εθνικών συμβόλων και εικόνων των ηρώων της ελευθερίας από σχολικές αίθουσες, δημόσιες υπηρεσίες και δημόσιους χώρους.
     Στο ίδιο μήκος κύματος, ως ανωτέρω, και ο εκκλησιασμός, αλλά και οι μεγάλες και οι μεγαλύτερες θρησκευτικές γιορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα. Ο «εορτασμός» περιορίζεται σε κέντρα διασκέδασης, μακριά από το φυσικό του τόπο, τους ιερούς ναούς. Ανάλογα και οι ονομαστικές γιορτές πολλών εξ ημών, έχουν αντικατασταθεί με τα γενέθλια, στα οποία δίνεται πολύ μεγάλη βαρύτητα. Η «μύηση» εδώ ξεκινάει από πολύ μικρή ηλικία κι αυτή η «κουλτούρα» γίνεται επίκτητη, ως απόλυτα φυσιολογική.
     Δίνεται πολύ συχνά μεγαλύτερη έμφαση σε επουσιώδη ή δευτερεύοντα και τριτεύοντα θέματα και όχι σε ουσιώδη και πρωτεύοντα. Ενδεικτικά παραδείγματα:  Η αξία του «περιτυλίγματος», π.χ. του φορέματος, του κουστουμιού, του ακριβού κινητού υπερισχύει της προσωπικότητας. Η εύκολη διάλυση ενός γάμου για ένα πείσμα και για λόγους εγωισμού. Μια από τις απολαύσεις είναι το φαγητό και όχι η συγκέντρωση της οικογένειας στο σπίτι-στο τραπέζι. Η ψυχή παραμένει άδεια ενώ καταβάλλεται κάθε προσπάθεια η ομορφιά του σώματος να κερδίζει πάντα τις εντυπώσεις και πολλά άλλα ακόμα.
     Σε όλη αυτή τη ζοφερή για πολλούς εικόνα, έρχονται να βάλουν την πινελιά τους και η κινητή τηλεφωνία και το διαδίκτυο. Ειδήσεις ψευδείς μεταδίδονται, αναπαράγονται και «παραφουσκώνονται», ενώ και οι διαδικτυακές ληστείες έχουν γίνει καθημερινότητα. Παράλληλα, οι ευκολίες που προσφέρονται μέσω αυτών των «εργαλείων», αδρανοποιούν και απομονώνουν τον χρήστη από φυσικές δραστηριότητες της κοινωνίας. Ένα ακόμα οξύμωρο σχήμα έχει σχηματιστεί έτσι: Ενώ θα περίμενε κανείς ότι και κινητή τηλεπικοινωνία και το διαδίκτυο θα έφερνε πιο κοντά τις καρδιές των ανθρώπων απ’ ότι οι στέγες των σπιτιών, σύμφωνα με τον αξέχαστο Αντώνη Σαμαράκη, βέβαιο είναι ότι έχουν γίνει περισσότερο απόμακρες και ανέπαφες. 
     Η προβολή «προτύπων» χωρίς περιεχόμενο από ΜΜΕ και διαδίκτυο, ωθεί πολλούς χρήστες, ιδίως νεαρής ηλικίας, σε μίμησή τους, προκειμένου να «ανελιχθούν» ή να εντυπωσιάσουν. Η «αβασάνιστη» αυτή αποδοχή και υιοθέτηση τέτοιων «προτύπων», συχνά αποβαίνει ως λάθος επιλογή, χάσιμο χρόνων παραγωγικής ηλικίας και εν κατακλείδι όχι προς όφελος του «μιμιτή».
     Επιβάλλεται να ομολογήσω, κλείνοντας αυτές τις λίγες σκέψεις, ότι τούτο το άρθρο στριφογύριζε τελευταία στο μυαλό μου, ως κραυγή αγωνίας. Σε μια πολύ ζεστή συνάντηση της συντροφιάς μας την εβδομάδα της Διακαινησίμου (2023) με την πολύτιμη φίλη και εκπαιδευτικό Μαρία Παπαδοπούλου στη Νέα Κερασούντα Πρέβεζας και αναφερόμενοι σε παρόμοια φαινόμενα, μου μίλησε για «σύγχρονες πανδημίες». Σκέφθηκα να δοθεί αυτός ο τίτλος στο παρόν άρθρο, τελικά όμως, υπερίσχυσε η θέση του γράφοντος, «αξιακοί κώδικες, άλλοτε και τώρα». Στην δε πολύ αγαπημένη φίλη, τη Μαρία, που μοιράστηκε μαζί μου σκέψεις της, το αφιερώνω!

 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.4.2023

 

Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

Το τρακτέρ του μπάρμπα-Γιώργου (διήγημα)


     Από τους πλέον αγαπημένους προορισμούς του Λάμπρου το χωριό των γονιών του. Σπούδασε, ταξίδεψε, γνώρισε κόσμους και τόπους, αλλά εκείνο το χωριουδάκι στα ριζά των Τζουμέρκων, με τους ανθρώπους με τη ζεστή καρδιά, δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανένα άλλο και με τίποτ' άλλο. Σ’ αυτό ήταν το πρώτο ταξίδι του με την Τασούλα όταν την γνώρισε, εδώ ήταν και ο πρώτος σταθμός του γαμήλιου ταξιδιού τους μόλις παντρεύτηκαν. Αν και «πρωτευουσιάνα», κορίτσι της πόλης η Τασούλα, της άρεσε κι αυτηνής τόσο πολύ το χωριό, που από τα πρώτα τους ταξίδια σ’ αυτό πρότεινε στον αγαπημένο της να έρχονται κάθε Πάσχα, να γιορτάζουν εδώ και τη γιορτή τους. Μπορούσε να υπάρξει πιθανότητα να κάνει άλλη σκέψη ο Λάμπρος;
     Πιστοί στην υπόσχεσή τους, Μεγάλη Πέμπτη βράδυ του 2023 και πάλι στο Πλατανοχώρι. Τις επόμενες δύο ημέρες ήρθαν και οι άλλοι συγγενείς από τις κοντινές πόλεις και μαζί με τους γείτονες, κάθισαν πενήντα έξι άτομα στο Πασχαλινό τραπέζι! Τι Πάσχα ήταν εκείνο, το πρώτο που βρήκε παντρεμένους τον Λάμπρο και την Τασούλα, λίγο πριν τα τριάντα τους! Το ένα από τα τέσσερα αρνιά της μεγάλης, όμορφης και αγαπημένης συντροφιάς, δεν πρόλαβε να κατέβει από τη σούβλα! «Τσίμπα» ο ένας, «τσίμπα» ο άλλος, ενώ ακόμα γύριζε πάνω από τη φωτιά, το έφαγαν μ' αυτόν τον τρόπο!
     Και μετά το Πάσχα, έρχεται και η χαλάρωση. Την Τρίτη, και τρίτη μέρα της μεγάλης γιορτής, είπαν με την Τασούλα να μην σηκωθούν νωρίς το πρωί από το κρεβάτι. Μα, όμως, μόλις είχε σκάσει ο ήλιος πίσω από το βουνό, ένας γνώριμος ήχος μηχανής ακούστηκε. Χαμογελούσε η άνοιξη, αλλά και ο χειμώνας επέμενε κι αυτός με τα δικά του τερτίπια και το πρωινό κρύο στο υπνοδωμάτιο ήταν αισθητό. Ο Λάμπρος έβγαλε το κεφάλι του μέσα από τα σκεπάσματα ν' ακούσει. Άνοιξε τα μάτια του και «τέντωσε» τ’ αυτιά του. Αν και δεν γελιόταν, σηκώθηκε προσεκτικά, να μην ξυπνήσει τη γυναίκα του και να βγει στο παράθυρο. Ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου, να σου μπροστά ο πατέρας του.
     «Τι ακούγεται;», τον ρώτησε με μάτια μισόκλειστα από το φως του ήλιου που έμπαινε κάθε πρωί, τακτικός επισκέπτης στο σπίτι.
     «Το τρακτέρ του μπάρμπα-Γιώργου… Έφερε ο γαμπρός του μάστορα να το φτιάξει και να το πάρει», ήταν η απάντηση του πατέρα του.
     Ο Λάμπρος έτριψε τα μάτια του ν’ ανοίξουν καλύτερα και να μην τον ενοχλεί ο πρωινός ήλιος και βγήκε στην πόρτα να δει, χωρίς καθυστέρηση. Το λίγα μέτρα μακριά του και μέσα στην αυλή του μπάρμπα-Γιώργου σκεπασμένο με κάμποσα νάιλον τέσσερα-πέντε χρόνια τώρα τρακτέρ, είχε ξεσκεπαστεί και «κελάηδαγε», με τον τεχνίτη να το προσπαθεί να ρυθμίσει καλύτερα τη λειτουργία του και τη γιαγιά Αγλαΐα, τη γυναίκα του μπάρμπα-Γιώργου, να παρακολουθεί λίγο πιο πέρα. Όλο αυτό διάστημα θα νόμιζε κανείς ότι θα πήγαινε για παλιοσίδερα, παρατημένο όπως ήταν.
     Τι να πρωτοθυμηθεί ο Λάμπρος, κοιτάζοντας «κατάματα» το τρακτέρ αναστημένο. Κάθε φορά που το έβλεπε σκεπασμένο, πηγαίνοντας στο χωριό αυτά τα χρόνια, πάντα οι ίδιες θύμησες, πάντα τα ίδια συναισθήματα. Μα τώρα, που ξαναπήρε ζωή, ζωντάνεψαν πιότερο και οι θύμησες.
     «Τα καλοκαίρια στο χωριό ήταν τα καλύτερα των παιδικών μου χρόνων», έλεγε, λέει και θα λέει πάντα στον εαυτό του και σε όλους ο Λάμπρος. Η χαρά του ήταν πότε θα κλείσουν τα σχολεία και να τον φέρουν οι γονείς μου στο χωριό, με τη γιαγιά και τον παππού. Μακριά από τη φασαρία και τους καύσωνες της πόλης, καλοκαίρια γεμάτα ανεμελιά και οι φροντίδες των παππούδων χωρίς σταματημό. Ένα μεγάλο ταψί τηγανίτες με μέλι ή ζάχαρη κι άλλες φορές τραχανάς, ήταν το πρωινό τους από τα χέρια της γιαγιάς, φυσικά, που μ’ αυτό χόρταιναν και τα οκτώ εγγόνια της που περνούσαν μαζί της τα καλοκαίρια. Και όχι μόνο αυτά. Άλλα τόσα παιδιά της ηλικίας τους από τη γειτονιά, που αυτή η συντροφικότητα τα ένωνε και σήμερα νοιώθουν όλοι σαν αδέρφια μεταξύ τους.
     Κι αμέσως μετά, τί άλλο; Παιχνίδι, παιχνίδι, παιχνίδι! Και το μεσημέρι, έτοιμο το φαγητό με περισσή αγάπη από τα χρυσά χέρια της γιαγιάς, ανάλογα με τις προτιμήσεις τους. Κάποιες φορές, οχτώ διαφορετικά φαγητά στο τραπέζι, ένα για το καθένα, χωρίς να έχει δυσανασχετήσει και να έχει χαλάσει το χατίρι κανενός. Μα τα απογεύματα, αχ, εκείνα τα απογεύματα, ήταν το κάτι άλλο! Με το που ακουγόταν η μηχανή του τρακτέρ του μπάρμπα-Γιώργου, του καλύτερου «κάμπριο που υπήρχε στον κόσμο», με ξεφωνητά και χωρίς καθυστέρηση, παρατώντας «σωρό» τα παιχνίδια τους στην αυλή, κάτω από τον ίσκιο της κληματαριάς, στη μεγάλη κουβέρτα που τους είχε στρώσει η γιαγιά, έτρεχαν ν’ ανέβουν στην καρότσα, για να πάνε όλα μαζί στο κάμπο και να συνεχίσουν εκεί το παιχνίδι τους, υπό το άγρυπνο μάτι των παππούδων και κάποιων θείων που δούλευαν στα χωράφια.
     Γιώργος ήταν το όνομα του καλόκαρδου γείτονα που είχε το τρακτέρ. Το ηλιοκαμένο του πρόσωπο κάλυπτε η σκιά από το εργατικό τραγιασκάκι, που πάντα είχε φορεμένο. Ο μεγαλύτερος της παιδικής παρέας, ο Βασίλης, τον είχε «βαφτίσει» με το όνομα του συμπρωταγωνιστή «μπάρμπα-Γιώργου» του θεάτρου σκιών, επειδή η ομιλία του του θύμιζε εκείνον, αφού «έτρωγε» κάποια φωνήεντα από πολλές λέξεις στην ομιλία του.
     Με πλατύ χαμόγελο, με λόγια αγάπης και κανακέματα τους περίμενε ο μπάρμπα Γιώργος, μέχρι να καθίσουν όλα τους καλά στην καρότσα και να κλείσει την πίσω πόρτα. Τι χαρούμενες ιστορίες, τι παραμύθια τους έλεγε όσο οδηγούσε, κοιτάζοντας μπροστά το δρόμο του και πίσω ταυτόχρονα για την ασφάλεια των παιδιών. Πάντα γεμάτες καραμέλες και οι τσέπες του, μοιράζοντάς τες μία, δύο ή και τρεις στο καθένα, για να τα γλυκάνει και κερδίσει περισσότερο την αγαπη τους. Μα και πάλι, μόλις έγερνε ο ήλιος η ίδια εικόνα, για την επιστροφή αυτή τη φορά στο χωριό, όλα τους αποκαμωμένα από τα παιχνίδια.
     Έναν βαρύ αναστεναγμό έβγαλε άθελά του από μέσα του ο Λάμπρος, σφίγγοντας τα χείλη του και κουνώντας το κεφάλι του, εκείνα τα ελάχιστα λεπτά που κοίταζε το τρακτέρ και το άκουγε να «κελαηδάει» στη νεκρανάστασή του, όπως και τότε. Στο κρεβάτι και ο μπάρμπα-Γιώργος όλα αυτά τα χρόνια από τα γεράματα και μετά το εγκεφαλικό. Το τρακτέρ έφευγε ξανανιωμένο, αλλά χωρίς αυτόν, για άλλα χέρια και μακριά από το χωριό.
     «Μια πολύ εποχή κλείνει και φεύγει ανεπιστρεπτί, αφήνοντας πίσω χιλιάδες αναμνήσεις και συναισθήματα. Μια εποχή, που είναι ισάξια με τις ευχές και την αγάπη αυτών των ανθρώπων που πάντα θα μας συνοδεύουν», ψέλλισε, που όμως το ψέλλισμά του ήταν αρκετό ν’ ακούσει η Τασούλα τα λόγια του, που είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και είχε φτάσει πίσω του, χωρίς να την αντιληφθεί.
     «Κι άλλη μια εποχή ανοίγει!... Είναι η δική μας η ζωή και η ζωή του παιδιού μας, που θα έρθει σε εφτά μήνες!», του απάντησε εκείνη και τον αγκάλιασε και τον φίλησε!


-  Εικόνα ανάρτησης: Από το διαδίκτυο

-  Πιθανή ομοιότητα με ονόματα είναι απλή σύμπτωση.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.4.2023
 

 

 

 

Δευτέρα 10 Απριλίου 2023

Ποιο ήταν το τέλος του Πιλάτου;

Εικόνα:
Ο Robert Powel (Ρόμπερτ Πάουελ), αριστερά,
και ο  Rod Steiger (Ρόντ Στέιγκερ), δεξιά,
υποδυόμενοι αντίστοιχα τους ρόλους του Χριστού και του Πιλάτου,
στην ταινία του Gian Franco corsi Zeffirelli (Φράγκο Τζεφιρέλι)
«Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ»


     Ο Πόντιος Πιλάτος ήταν ο πέμπτος έπαρχος-ηγεμόνας της Ρώμης στην Ιουδαία για μια δεκαετία, από το 26 έως το 36 μ.Χ., στις υπηρεσίες του αυτοκράτορα Τιβέριου. Το όνομά του και η θητεία του έχουν συνδεθεί στενά με την Δίκη και τη Σταύρωση του Χριστού.
     Και τα τέσσερα Ευαγγέλια της Εκκλησία μας μάς πληροφορούν ότι προσπάθησε να επηρεάσει τα πλήθη του λαού, ώστε να απαλλαγεί ο Χριστός από τι κατηγορίες τις οποίες Του είχαν προσάψει οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι, και για τις οποίες ο ίδιος ποτέ δεν πείστηκε. Όμως, η επιμονή του ήταν πολύ χαλαρή, γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν «φίλος του Καίσαρος» Ευαγγέλιο Ιωάννου, κεφ. ΙΘ΄, 12) και για να απαλλαγεί από την ενοχή έπλυνε τα χέρια του ενώπιον του λαού.  
     Για το τέλος του ηγεμόνα Πόντιου Πιλάτου, υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Μία εξ αυτών θέλει μετά από ατιμωτική εκθρόνησή του να αυτοκτόνησε. Ενδέχεται η εκθρόνησή του να ήταν ως απόρροια της δίκης παρωδίας και της Σταύρωσης του Ιησού. Κατ’ άλλη πηγή, ο αυτοκράτορας Τιβέριος είχε πληροφορηθεί τα πάμπολλα θαύματα του Χριστού και ειδικά τις θεραπείες ανίατων ασθενειών και τις αναστάσεις νεκρών και έστειλε ο ίδιος απεσταλμένους στην Ιουδαία να τον συλλάβουν. Η αποστολή του Τιβέριου συνέλαβε παράλληλα και άλλους εμπλεκόμενους στην καταδίκη και στο θάνατο Του Χριστού, μεταξύ των οποίων τους αρχιερείς Άννα και Καϊάφα και τους οδήγησε σιδηροδέσμιους στον Αυτοκράτορα. Λέγεται ότι κατά της διάρκεια του ταξιδιού ο Καϊάφας πέθανε ανατολικά της Κρήτης και το πλοίο σταμάτησε και τον έθαψαν εκεί. Σύμφωνα με την παράδοση, το σώμα του δεν το δεχόταν η γη και εκβράσθηκε από τον τάφο επτά φορές! Πλήθος Κρητών τότε συγκεντρώθηκε και αφού έμαθε περί τίνος επρόκειτο, το έθαψαν με κατάρες και αναθεματισμούς, κάτω από έναν τεράστιο σωρό από πέτρες. Σύμφωνα μ’ έναν θρύλο, ο τάφος του είναι ένας «καταραμένος» μεγάλος σωρός από πέτρες κοντά στο λιμάνι τη Κνωσού.
     Φτάνοντας το πλοίο στη Ρώμη, ο αυτοκράτορας Τιβέριος δεν θέλησε να δει καθόλου ο ίδιος τους ενόχους και σύμφωνα με εντολή του, ο μεν Άννας τυλίχτηκε  γυμνός με δέρμα ζώου και αφέθηκε εκτεθειμένος στον ήλιο του καλοκαιριού. Από τη ζέστη το δέρμα συρρικνώθηκε και ξεράθηκε, επιφέροντας στον αρχιερέα αργό και φρικτό θάνατο.
     Ο Πιλάτος κλείστηκε αλυσοδεμένος σε φυλακή, με σκοπό να εκτελεστεί από τον ίδιο τον αυτοκράτορα. Κατά μία εκδοχή-θρύλο, μια μέρα που ο κατάδικος πληροφορήθηκε ότι ο Τιβέριος κυνηγούσε στην περιοχή, ζήτησε από τους φύλακές του να βγει να τον δει. Η φρουρά του τον οδήγησε σε κάποια οπή του τοίχου και την ώρα που ο αυτοκράτορας έριξε με το τόξο του σ’ ένα ζαρκάδι, το βέλος του τόξου εξετράπη της πορεία του αφήνοντας ανέπαφο το ζαρκάδι, πέρασε την οπή του τοίχου και βρήκε τον Πιλάτο στο μάτι και τον άφησε νεκρό. Άλλη εκδοχή αναφέρει ότι αποκεφαλίστηκε, ίσως από τον ίδιον τον αυτοκράτορα. Επικρατέστερη όμως, είναι η εκδοχή, ο Τιβέριος να είχε πεθάνει μέχρι την επιστροφή του πλοίου στη Ρώμη και τη θέση του να είχε πάρει ο Καλιγούλας. Οι ιστορικοί εικάζουν πως, είτε εκδιώχθηκε ο Πιλάτος και έχασε το αξίωμά του, είτε αυτοκτόνησε για να ξεπλύνει την ντροπή τη εκδίωξης. Πάντως, ο Ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος, δεν αναφέρει κάποια αυτοκτονία που ήταν μέχρι πρότινος η κυρίαρχη άποψη για το τέλος του Πιλάτου.

-------------------------------

Πηγές:

- Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ

- Διαδίκτυο
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.4.2023

Κυριακή 9 Απριλίου 2023

Το καταράχι (ποίημα)


                                           Το καταράχι νοσταλγώ, κείνο, τ’ αγαπημένο,
                                           εκεί που εκαθόμουνα παιδί συλλογισμένο.
                                           Τότε, που τσοπανόπουλο έντυνα με στολίδια
                                           τα θέλω και τα πρέπει μου στης ζήσης τα ταξίδια.
                                           Κι έβλεπα που χανότανε ο δρόμος μακριά μου,
                                           σαν πόρτα φάνταζε να βγω, να βρω τα όνειρά μου.
                                           Δεν είχα πλούτη στο μυαλό, ούτε και μεγαλεία
                                           κι ούτε παλάτια για να ζω, ούτ’ υπηρέτες χρεία.
                                           Κι όταν η δόξα μού ’γνεφε να της χαμογελάσω,
                                           προσπέρασα αδιάφορα,  χωρίς να την κοιτάξω.
                                           Μού ’φτανε κόσμους για να δω, τόπους να περπατήσω,
                                           συνήθειες και πολιτισμούς να βρω και να γνωρίσω.
                                           Ήθελα κι απ’ τους δάσκαλους, που θα ’μουν στα σχολεία,
                                           με δίψα και με φρόνηση νά ’παιρνα τη σοφία.
                                           Εκείνα όσα ζήτησα απ’ τη ζωή να φέρει,
                                           δεν τα ’δωσε με προθυμιά και μ’ ανοιχτό το χέρι.
                                           Μα είναι όμως όλ’ αυτά που μ’ έκαναν να μείνω
                                           ολόρθος στα πιστεύω μου και μού ’δωσαν εκείνο
                                           που κάνει τη συνείδηση καθάρια, κρυσταλλένια
                                           και την ψυχή στον άνθρωπο κάνει μαλαματένια.
                                           Και τώρα που περάσανε τα χρόνια με βιασύνη,
                                           μα το μυαλό τις θύμησες εύκολα δεν τις σβήνει,
                                           στο καταράχι π’ αγαπώ για λίγο θενά μείνω,
                                           οι μνήμες να ξυπνήσουνε, παιδί να ξαναγίνω!
                                           Και νά ’ταν, λέει, να μπορώ με τη ζωή να τά ’βρω,
                                           τον ίδιο δρόμο απ’ την αρχή, για να μου πει να πάρω!


       Nίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 9.4.2023
       (Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Τρίτη 4 Απριλίου 2023

Δύσκολα τα παιδικά χρόνια κάποιων κι όμως τα νοσταλγούμε. Δείτε γιατί.


     Είναι και από ειδικούς επιβεβαιωμένο ότι όσο μεγαλώνουμε, τόσο πισωγυρίζουμε στα παιδικά μας χρόνια, γιατί εκεί βρίσκονται η ανεμελιά, η αθωότητα και η αγνότητα. Αν κι αυτό το πισωγύρισμα μας φέρνει και μελαγχολικά συναισθήματα, αφού η παιδική/νεανική μας ηλικία έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, εν τούτοις το επιδιώκουμε. Οι όποιες μικρές ευθύνες στην ηλικία αυτή, είναι κύριον λόγον προσωπικές μόνο, χωρίς έννοιες και φροντίδες για την οικογένεια και την εξασφάλιση των προς το ζην για τα υπόλοιπα μέλη της, ούτε και του εαυτού μας, φυσικά, αφού και γι’ αυτό φροντίζουν οι γονείς και οι μεγαλύτεροι. Το ίδιο ισχύει και για επαγγελματικές σκοτούρες, για το λόγο ότι και τέτοιες δραστηριότητες είναι ανύπαρκτες.
     Ίσως θεωρήσει κανείς περίεργο που οι νοσταλγίες και οι παλινδρομήσεις στα παιδικά χρόνια ισχύουν ατόφιες και για όσους μεγαλώσαμε υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, ειδικά στις ορεινές και φτωχές περιοχές. Η έλλειψη γρήγορων μεταφορικών μέσων, η μεγάλη ανεπάρκεια των συγκοινωνιακών υποδομών σε συνδυασμό με την πολύ κακό οδικό δίκτυο (όπου και αν αυτό υπήρχε), έκαναν την κατάσταση ακόμη πιο δύσκολη. Καθοριστικότερο ρόλο έπαιζε και η οικονομική δυσπραγία. Έτσι, οι άνθρωποι ήταν αναγκασμένοι να διανύουν μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις με τα πόδια για να φτάσουν  στις δουλειές τους. Φυσικά, τα παιδιά δεν αποτελούσαμε εξαίρεση, αφού για να μάθουμε λίγα «κολλυβογράμματα», περπατούσαμε πολλές ώρες κάθε μέρα σε ατραπούς και με όλες τις καιρικές συνθήκες. Αξίζει, βεβαίως να υπογραμμιστεί εδώ ότι τα σχολεία τότε έκλειναν μόνο αν η πρόσβαση ήταν παντελώς αδύνατη, αν το χιόνι, π.χ., ήταν πάνω από 30-40 εκατοστά!
     Έπειτα, η συνεχής και δύσκολη ενασχόληση στις κοπιαστικές αγροτοκτηνοτροφικές εργασίες για το βιοπορισμό της οικογένειας, ήταν επιτακτική ανάγκη και υποχρέωση και των παιδιών και πολλές φορές χωρίς χαλάρωση και εξαιρέσεις. Παράλληλα, οι διατροφικές ανάγκες και συνήθειες καλύπτονταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα προϊόντα της περιορισμένης παραγωγής του κάθε νοικοκυριού, λόγω οικονομικών δυσχερειών πάντα.
     Μια ακόμα άγνωστη πτυχή του πολιτισμού σε πολλές ορεινές περιοχές ήταν και το ηλεκτρικό ρεύμα, κάνοντας τη δύσκολη ζωή των κατοίκων κατά πολύ δυσκολότερη, σε σχέση με το σήμερα. Και επειδή ακριβώς ήταν κάτι που δεν γνωρίζαμε, θεωρούσαμε τις δυσκολίες αυτές τρόπο ζωής.
     Και όμως, πολλοί από εμάς που βιώσαμε τέτοιες καταστάσεις, νοσταλγούμε αφάνταστα την παιδική μας ηλικία, παρ’ όλο που κάποιες φορές αναφερόμενοι σ’ εκείνα τα χρόνια, επαναλαμβάνουμε τη στερεότυπη φράση: «ζωή μαρτύριο»!
     Ας δούμε, λοιπόν, κάποιους λόγους, που πέρα από την ανεμελιά, την αγνότητα και την αθωότητα, μας κάνουν να αναζητάμε τα παιδικά χρόνια και ορισμένες φορές να μένουμε «κολλημένοι» εκεί. Οι απόψεις υποκειμενικές πάντα.
     Μία από τις βασικότερες αιτιολογίες είναι ότι ήμαστε νέοι με όλο το σφρίγος της ηλικίας, έχοντας το μέλλον μας και τη ζωή μας όλη μπροστά μας. Τα όνειρά μας ήταν ξέφρενα και κάλπαζαν σαν αχαλίνωτο άτι. Έπειτα, οι στερήσεις που βιώναμε, αλλά και οι φιλοδοξίες των μεγαλύτερων-αν και κάποιες φορές περισσότερο συγκρατημένες από τις δικές μας-, μάς έδιναν την απόλυτη βεβαιότητα ότι το αύριο θα ήταν πολύ καλύτερο σε ποιότητα ζωής, αν όχι πλουσιοπάροχο.
     Άλλος ένας πολύ σημαντικός λόγος ήταν η μεγάλη συνοχή της διευρυμένης οικογένειας, που μας έκανε και νοιώθαμε ασφαλείς. Η συνεχής επιτήρησή μας από τους μεγαλύτερους, η αυστηρή τήρηση των ηθών, των εθίμων και των συνηθειών, χωρίς ξενόφερτες «προσμίξεις», ήταν από τις παραμέτρους που ενίσχυαν τη συνοχή αυτή. Και βέβαια, τα έθιμα ήταν γιορτές, ήταν πανηγύρια, ήταν μυσταγωγίες! Έπειτα, τα αγαθά με τα οποία γέμιζε το τραπέζι των γιορτινών ημερών, φτιάχνονταν όλα από τα χέρια της νοικοκυράς και με το μεγαλείο του τελετουργικού τους το καθένα. Εξ ίσου σημαντικό και το ότι πολλά από τα εορταστικά εδέσματα παρασκευάζονταν μόνο για εκείνες τις μέρες, γι’ αυτό και τα περιμέναμε με ξεχωριστή λαχτάρα. Ένας από τους λόγους, άλλωστε, που ο άγιος των Ελληνικών γραμμάτων, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κατέχει πολύ μεγάλη θέση στην Ελληνική λογοτεχνία, είναι ότι στα διηγήματά του συναντά ο αναγνώστης το λαϊκό βίωμα του συγγραφέα για τις ξεχωριστές ημέρες.
     Δεν μπορεί να μην αναφερθεί και το ομαδικό παιδικό παιχνίδι, που αναμφισβήτητα συνέβαλε τα μέγιστα, όχι μόνο στην κοινωνικοποίησή μας, αλλά και στην επικοινωνία μεταξύ μας ως παιδιών, ως εφήβων και ως ενηλίκων. Η παραβίαση των κανόνων των παιδικών παιχνιδιών, επέσειε ποινές και οι παρεκτροπές έπρεπε να ληφθούν σοβαρά υπ’ όψιν από τον καθένα, για να αποφύγει τις συνέπειες, που και αυτές έπαιζαν ιδιαίτερο ρόλο στην κοινωνικοποίησή μας.
     Τελικά, όταν μεγαλώσουμε/όσο μεγαλώνουμε, συνειδητοποιούμε όλο και περισσότερο ότι τα παιδικά μας χρόνια, από τα οποία θέλαμε τότε να «ξεφύγουμε»(!), ήταν και παραμένουν τα καλύτερα της ζωής μας, μόνο που είναι παντελώς ανέφικτο να ξαναβρεθούμε σ’ αυτά με άλλον τρόπο, παρά μόνο με τις αναμνήσεις. Και κλείνοντας αυτό το σύντομο αφιέρωμα, θεωρώ, και πιστεύω πολλοί ακόμα, πως αυτές οι αναμνήσεις είναι ισότιμες και ισοδύναμες με τις ευχές των γονέων μας και μας στηρίζουν!
 

Εικόνα του άρθρου από το διαδίκτυο:
https://olympiobima.gr/%CE%B7-%CE%BC%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%B9%CE%AC-%CE%B3%CE%B1%CF%8A%CE%B4%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1/

 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.4.2023

Κυριακή 2 Απριλίου 2023

Βιβλιοπαρουσίαση: «ΠΟΙΗΣΗ του Έρωτος», του Γεωργίου Ε. Γεωργάκη


     Ένα πολύ σπουδαίο βιβλίο, μια ξεχωριστή ποιητική συλλογή έλαβα με πολλή χαρά πρόσφατα από τον εκ Μπιζανίου Ιωαννίνων πολύτιμο φίλο και πνευματικό συνοδοιπόρο Γεώργιο Γεωργάκη, με ιδιόχειρη και με λόγια τιμής αφιέρωσή του στην ταπεινότητά μου, τον οποίο ευχαριστώ εκ βαθέων!
     Είναι θέμα πολύ μεγάλο, πολύ «βαρύ» ο έρωτας και ο αγαπητός Γεώργιος Γεωργάκης «το ψάχνει έτσι κι αλλιώς», κάτι που, άλλωστε, έχει ως αρχή του να τηρεί για κάθε πνευματική του δημιουργία. Ύμνος στον φτερωτό θεό και στο «γλυκό βέλος» το έργο του αυτό, μα και ξεχωριστός ύμνος καθένα από τα σαράντα οκτώ ποιήματά του στην πολύ προσεγμένη έκδοση των εξήντα πέντε σελίδων, ύμνος και κάθε στίχος τους! Ύμνος και χαιρετισμός, αφού πολλές φορές δανείζεται τη λέξη «χαίρε» και τη λέξη «εσύ», συνομιλώντας μαζί του σε δεύτερο πρόσωπο, έτσι που κάθε φορά και το «εσύ» επέχει κι αυτό θέσιν χαιρετισμού! Και καθόλου αδικαιολόγητα, αφού ο έρωτας μας κάνει όλους «παιδιά του», φέρνει «το ξημέρωμα χωρίς καθόλου νυσταγμό», «ανοίγει τους παράδεισους της ψυχής», είναι «παντοκράτορας» αλλά και «θανατηφόρος», σε κάνει να «περπατάς ως τους οκτώ ουρανούς και σε χίλιους κόσμους» και να «φτερουγίζεις ως τ’ άστρα» και «προς τα πλάτη και τα μήκη του απείρου». Και, σίγουρα, ο ποιητής δεν αφήνει έξω από τους στίχους του και τις συμφορές που προήλθαν για χάρη του φτερωτού θεού «για μιαν ωραίαν Ελένη», αυτή του Τρωικού πολέμου:
                                   «[...]για μιαν Ελένη που ’ν’ του Μενελάου η λαχτάρα,
                                   αλλά και της Αφροδίτης θεσπέσιο δώρο του Πάρη.
                                   Για τους γλυκού της ίμερους,
                                   για του γλυκούς της κόρφους,
                                   για το γλυκό μαργιόλισμα των ομματιών της.
                                  Το ’παν  κι γέροντες της Τροίας οι βαθύγνωμοι:
                                  “Χαλάλι για μια τέτοια γυναίκα τόσος πόλεμος…”.
                                  Μάλιστα! Τα ακριβά πράγματα πληρώνονται ακριβά».
     Το βιβλίο του αυτό των εκδόσεων ΝΙΚΑΣ, όπως και όλα τα προηγούμενα του καταξιωμένου και φτασμένου φιλολόγου-εκπαιδευτικού, ποιητή, λογοτέχνη, το χαρακτηρίζουν η πολύ προσεγμένη ενασχόληση και η τελειότητα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κρατάει τον αναγνώστη καθηλωμένο και με αμείωτο ενδιαφέρον, μέχρι και την τελευταία του σελίδα, μέχρι και τον τελευταίο στίχο. Εκτός από τον ελεύθερο στίχο που με ιδιαίτερη χάρη υπερισχύει στο έργο, εμπεριέχονται και αρκετά ποιήματα με ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και με πλούσιο το «άρωμα» του δημοτικού τραγουδιού!
     Αγαπητέ μου Γιώργο, σ’ ευχαριστώ για το ανεκτίμητο αυτό δώρο σου! Εύχομαι το εξαίρετο και υπέροχο αυτό πόνημά σου να πολυταξιδέψει και να πολυδιαβαστεί, γιατί πραγματικά αξίζει! Εύχομαι και σε σένα να έχεις υγεία και η «καλή συνέχεια» είναι δεδομένη!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.4.2923
 

Σάββατο 1 Απριλίου 2023

Πρωταπριλιά, γιορτή του ψεύτη (σατιρικό ποίημα)


                               «Θέλ’ η αλήθεια να σταθεί, το ψέμα για να βλέπει»,
                           λένε εκείνοι που εύκολο το… έχουνε στην τσέπη!
                           Ψεύτες που γενναιόδωρα κι άνετα τα μοιράζουν,
                           είναι μια μέρα αρκετή το χρόνο να γιορτάζουν;
                           Χρόνια πολλά, εορτάζοντες την πρώτη του Απρίλη!
                           Παντοτινό χαμόγελο να έχετε στα χείλη,
                           τεχνίτες, που τα ψέματα ταιριάζετε θαυμάσια
                           κι όλο μιλούν για κερασιές με άφθονα κεράσια!
                           Μα πρέπει και να ξέρετε, ανέκαθεν ο ψεύτης
                           τον πρώτο χρόνο χαίρετε, όπως και πάλι ο κλέφτης! 


Εικόνα: Χαρακτηριστικό σκίτσο του ΑΡΚΑ για τα «πολλά κεράσια»

 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.4.2023