Το καταράχι νοσταλγώ, κείνο,
τ’ αγαπημένο,
εκεί που εκαθόμουνα παιδί
συλλογισμένο.
Τότε, που τσοπανόπουλο
έντυνα με στολίδια
τα θέλω και τα πρέπει μου
στης ζήσης τα ταξίδια.
Κι έβλεπα που χανότανε ο
δρόμος μακριά μου,
σαν πόρτα φάνταζε να βγω, να
βρω τα όνειρά μου.
Δεν είχα πλούτη στο μυαλό,
ούτε και μεγαλεία
κι ούτε παλάτια για να ζω,
ούτ’ υπηρέτες χρεία.
Κι όταν η δόξα μού ’γνεφε να
της χαμογελάσω,
προσπέρασα αδιάφορα, χωρίς να την κοιτάξω.
Μού ’φτανε κόσμους για να
δω, τόπους να περπατήσω,
συνήθειες και πολιτισμούς να
βρω και να γνωρίσω.
Ήθελα κι απ’ τους δάσκαλους,
που θα ’μουν στα σχολεία,
με δίψα και με φρόνηση νά
’παιρνα τη σοφία.
Εκείνα όσα ζήτησα απ’ τη ζωή
να φέρει,
δεν τα ’δωσε με προθυμιά και
μ’ ανοιχτό το χέρι.
Μα είναι όμως όλ’ αυτά που
μ’ έκαναν να μείνω
ολόρθος στα πιστεύω μου και
μού ’δωσαν εκείνο
που κάνει τη συνείδηση
καθάρια, κρυσταλλένια
και την ψυχή στον άνθρωπο
κάνει μαλαματένια.
Και τώρα που περάσανε τα
χρόνια με βιασύνη,
μα το μυαλό τις θύμησες
εύκολα δεν τις σβήνει,
στο καταράχι π’ αγαπώ για
λίγο θενά μείνω,
οι μνήμες να ξυπνήσουνε,
παιδί να ξαναγίνω!
Και νά ’ταν, λέει, να μπορώ
με τη ζωή να τά ’βρω,
τον ίδιο δρόμο απ’ την αρχή,
για να μου πει να πάρω!
Nίκος Χρ.
Παπακωνσταντόπουλος, 9.4.2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου