Από τους πλέον αγαπημένους προορισμούς του
Λάμπρου το χωριό των γονιών του. Σπούδασε, ταξίδεψε, γνώρισε κόσμους και
τόπους, αλλά εκείνο το χωριουδάκι στα ριζά των Τζουμέρκων, με τους ανθρώπους με
τη ζεστή καρδιά, δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανένα άλλο και με τίποτ' άλλο. Σ’ αυτό ήταν το
πρώτο ταξίδι του με την Τασούλα όταν την γνώρισε, εδώ ήταν και ο πρώτος σταθμός
του γαμήλιου ταξιδιού τους μόλις παντρεύτηκαν. Αν και «πρωτευουσιάνα», κορίτσι της
πόλης η Τασούλα, της άρεσε κι αυτηνής τόσο πολύ το χωριό, που από τα πρώτα τους
ταξίδια σ’ αυτό πρότεινε στον αγαπημένο της να έρχονται κάθε Πάσχα, να γιορτάζουν εδώ και τη γιορτή τους. Μπορούσε να υπάρξει πιθανότητα να κάνει άλλη σκέψη ο Λάμπρος;
Πιστοί στην υπόσχεσή τους, Μεγάλη Πέμπτη
βράδυ του 2023 και πάλι στο Πλατανοχώρι. Τις επόμενες δύο ημέρες ήρθαν και οι
άλλοι συγγενείς από τις κοντινές πόλεις και μαζί με τους γείτονες, κάθισαν
πενήντα έξι άτομα στο Πασχαλινό τραπέζι! Τι Πάσχα ήταν εκείνο, το πρώτο που βρήκε
παντρεμένους τον Λάμπρο και την Τασούλα, λίγο πριν τα τριάντα τους! Το ένα από
τα τέσσερα αρνιά της μεγάλης, όμορφης και αγαπημένης συντροφιάς, δεν πρόλαβε να
κατέβει από τη σούβλα! «Τσίμπα» ο ένας, «τσίμπα» ο άλλος, ενώ ακόμα γύριζε πάνω από τη φωτιά, το έφαγαν
μ' αυτόν τον τρόπο!
Και μετά το Πάσχα, έρχεται και η χαλάρωση.
Την Τρίτη, και τρίτη μέρα της μεγάλης γιορτής, είπαν με την Τασούλα να μην
σηκωθούν νωρίς το πρωί από το κρεβάτι. Μα, όμως, μόλις είχε σκάσει ο ήλιος πίσω
από το βουνό, ένας γνώριμος ήχος μηχανής ακούστηκε. Χαμογελούσε η άνοιξη, αλλά και ο χειμώνας επέμενε κι αυτός με τα δικά του τερτίπια και το πρωινό κρύο στο υπνοδωμάτιο ήταν αισθητό. Ο Λάμπρος έβγαλε το κεφάλι του μέσα από τα σκεπάσματα ν' ακούσει. Άνοιξε τα μάτια του και «τέντωσε» τ’ αυτιά του. Αν και δεν γελιόταν, σηκώθηκε προσεκτικά, να μην ξυπνήσει τη γυναίκα
του και να βγει στο παράθυρο. Ανοίγοντας την πόρτα του δωματίου, να σου μπροστά
ο πατέρας του.
«Τι ακούγεται;», τον ρώτησε με μάτια μισόκλειστα
από το φως του ήλιου που έμπαινε κάθε πρωί, τακτικός επισκέπτης στο σπίτι.
«Το
τρακτέρ του μπάρμπα-Γιώργου… Έφερε ο γαμπρός του μάστορα να το φτιάξει και να
το πάρει», ήταν η απάντηση του πατέρα του.
Ο Λάμπρος έτριψε τα μάτια του ν’ ανοίξουν
καλύτερα και να μην τον ενοχλεί ο πρωινός ήλιος και βγήκε στην πόρτα να δει,
χωρίς καθυστέρηση. Το λίγα μέτρα μακριά του και μέσα στην αυλή του μπάρμπα-Γιώργου
σκεπασμένο με κάμποσα νάιλον τέσσερα-πέντε χρόνια τώρα τρακτέρ, είχε
ξεσκεπαστεί και «κελάηδαγε», με τον τεχνίτη να το προσπαθεί να ρυθμίσει
καλύτερα τη λειτουργία του και τη γιαγιά Αγλαΐα, τη γυναίκα του μπάρμπα-Γιώργου,
να παρακολουθεί λίγο πιο πέρα. Όλο αυτό διάστημα θα νόμιζε κανείς ότι θα πήγαινε για παλιοσίδερα, παρατημένο όπως ήταν.
Τι να πρωτοθυμηθεί ο Λάμπρος, κοιτάζοντας «κατάματα»
το τρακτέρ αναστημένο. Κάθε φορά που το έβλεπε σκεπασμένο, πηγαίνοντας στο
χωριό αυτά τα χρόνια, πάντα οι ίδιες θύμησες, πάντα τα ίδια συναισθήματα. Μα
τώρα, που ξαναπήρε ζωή, ζωντάνεψαν πιότερο και οι θύμησες.
«Τα καλοκαίρια στο χωριό ήταν τα καλύτερα
των παιδικών μου χρόνων», έλεγε, λέει και θα λέει πάντα στον εαυτό του και σε
όλους ο Λάμπρος. Η χαρά του ήταν πότε θα κλείσουν τα σχολεία και να τον φέρουν
οι γονείς μου στο χωριό, με τη γιαγιά και τον παππού. Μακριά από τη φασαρία και
τους καύσωνες της πόλης, καλοκαίρια γεμάτα ανεμελιά και οι φροντίδες των
παππούδων χωρίς σταματημό. Ένα μεγάλο ταψί τηγανίτες με μέλι ή ζάχαρη κι άλλες φορές
τραχανάς, ήταν το πρωινό τους από τα χέρια της γιαγιάς, φυσικά, που μ’ αυτό
χόρταιναν και τα οκτώ εγγόνια της που περνούσαν μαζί της τα καλοκαίρια. Και όχι
μόνο αυτά. Άλλα τόσα παιδιά της ηλικίας τους από τη γειτονιά, που αυτή η
συντροφικότητα τα ένωνε και σήμερα νοιώθουν όλοι σαν αδέρφια μεταξύ τους.
Κι αμέσως μετά, τί άλλο; Παιχνίδι,
παιχνίδι, παιχνίδι! Και το μεσημέρι, έτοιμο το φαγητό με περισσή αγάπη από τα χρυσά
χέρια της γιαγιάς, ανάλογα με τις προτιμήσεις τους. Κάποιες φορές, οχτώ
διαφορετικά φαγητά στο τραπέζι, ένα για το καθένα, χωρίς να έχει δυσανασχετήσει και να έχει
χαλάσει το χατίρι κανενός. Μα τα απογεύματα, αχ, εκείνα τα απογεύματα, ήταν το κάτι άλλο! Με το που
ακουγόταν η μηχανή του τρακτέρ του μπάρμπα-Γιώργου, του καλύτερου «κάμπριο που υπήρχε
στον κόσμο», με ξεφωνητά και χωρίς καθυστέρηση, παρατώντας «σωρό» τα παιχνίδια τους
στην αυλή, κάτω από τον ίσκιο της κληματαριάς, στη μεγάλη κουβέρτα που τους είχε
στρώσει η γιαγιά, έτρεχαν ν’ ανέβουν στην καρότσα, για να πάνε όλα μαζί στο
κάμπο και να συνεχίσουν εκεί το παιχνίδι τους, υπό το άγρυπνο μάτι των παππούδων
και κάποιων θείων που δούλευαν στα χωράφια.
Γιώργος ήταν το όνομα του καλόκαρδου
γείτονα που είχε το τρακτέρ. Το ηλιοκαμένο του πρόσωπο κάλυπτε η σκιά από το εργατικό
τραγιασκάκι, που πάντα είχε φορεμένο. Ο
μεγαλύτερος της παιδικής παρέας, ο Βασίλης, τον είχε «βαφτίσει» με το όνομα του
συμπρωταγωνιστή «μπάρμπα-Γιώργου» του θεάτρου σκιών, επειδή η ομιλία του του
θύμιζε εκείνον, αφού «έτρωγε» κάποια φωνήεντα από πολλές λέξεις στην ομιλία του.
Με πλατύ χαμόγελο, με λόγια αγάπης και
κανακέματα τους περίμενε ο μπάρμπα Γιώργος, μέχρι να καθίσουν όλα τους καλά
στην καρότσα και να κλείσει την πίσω πόρτα. Τι χαρούμενες ιστορίες, τι
παραμύθια τους έλεγε όσο οδηγούσε, κοιτάζοντας μπροστά το δρόμο του και πίσω
ταυτόχρονα για την ασφάλεια των παιδιών. Πάντα γεμάτες καραμέλες και οι τσέπες
του, μοιράζοντάς τες μία, δύο ή και τρεις στο καθένα, για να τα γλυκάνει και κερδίσει περισσότερο την αγαπη τους. Μα και πάλι, μόλις έγερνε
ο ήλιος η ίδια εικόνα, για την επιστροφή αυτή τη φορά στο χωριό, όλα τους αποκαμωμένα
από τα παιχνίδια.
Έναν βαρύ αναστεναγμό έβγαλε άθελά του από
μέσα του ο Λάμπρος, σφίγγοντας τα χείλη του και κουνώντας το κεφάλι του, εκείνα
τα ελάχιστα λεπτά που κοίταζε το τρακτέρ και το άκουγε να «κελαηδάει» στη
νεκρανάστασή του, όπως και τότε. Στο κρεβάτι και ο μπάρμπα-Γιώργος όλα αυτά τα
χρόνια από τα γεράματα και μετά το εγκεφαλικό. Το τρακτέρ έφευγε ξανανιωμένο,
αλλά χωρίς αυτόν, για άλλα χέρια και μακριά από το χωριό.
«Μια πολύ εποχή κλείνει και φεύγει ανεπιστρεπτί, αφήνοντας πίσω
χιλιάδες αναμνήσεις και συναισθήματα. Μια εποχή, που είναι ισάξια με τις ευχές και την αγάπη αυτών των ανθρώπων που πάντα θα μας συνοδεύουν», ψέλλισε, που όμως το ψέλλισμά
του ήταν αρκετό ν’ ακούσει η Τασούλα τα λόγια του, που είχε σηκωθεί από το κρεβάτι και είχε φτάσει
πίσω του, χωρίς να την αντιληφθεί.
«Κι άλλη μια εποχή ανοίγει!... Είναι η δική μας η
ζωή και η ζωή του παιδιού μας, που θα έρθει σε εφτά μήνες!», του απάντησε
εκείνη και τον αγκάλιασε και τον φίλησε!
- Εικόνα ανάρτησης: Από το διαδίκτυο
- Πιθανή ομοιότητα με ονόματα είναι απλή σύμπτωση.
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.4.2023
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.4.2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου