Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Της Πλάκας το γιοφύρι*




                                         Μαύρο πρωί ξημέρωσε την πρώτη του Φλεβάρη!
                                         Μοιρολογάει η Ήπειρος και κλαίνε τα Τζουμέρκα:
                                         Ο Άραχθος εθύμωσε κι επήρε στο θυμό του
                                         της Πλάκας το περήφανο και ξακουστό γιοφύρι.
                                         Με πόνο και παράπονο ρωτάνε το ποτάμι:
                                      -  Ποτάμι, γιατί θύμωσες κι επήρες το γιοφύρι;
                                      -  Καμάρι τα γιοφύρια μου, καμάρι τα νερά μου,
                                         μα ξέρετε τη βιάση μου, ξέρετε το θυμό μου,
                                         που φύγανε τ’ αδέρφια μου κι εμέ με παρατήσαν.
                                         Κι εσείς δεν το νοιαστήκατε το τοξωτό γιοφύρι.
                                        Τ’ αφήσατε και γέρασε και το ’γειρ’ η ορμή μου.
                                        Νοιώθω κι εγώ τον πόνο σας, μ’ αυτό θα ξαναγίνει.
                                        Φωνάξτε πρωτομάστορα μαζί με μαθητάδες
                                        κι αυτοί το ξαναχτίζουνε περήφανο ’πως ήταν!
                                        Μα μη στοιχειώσετ’ άνθρωπο, σαν στ’ άλλα τα γιοφύρια.
                                        Μόν’ πείτε νάρθουν  όργανα, να ’ρθούνε λαλητάδες,
                                        δεξιά, ζερβά στις όχθες μου να στήσουν πανηγύρι!
                                        Εκεί που φεύγει μια ζωή, άλλη ζωή γεννιέται!

                   Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.1.2017
 ======================

* Σύντομη ιστορική αναδρομή:

     Στο σημείο που είναι χτισμένο το ιστορικό πέτρινο γεφύρι της Πλάκας, στην περιοχή των Τζουμέρκων της Ηπείρου, υπήρχε και παλαιότερο, που καταστράφηκε το 1860. Το 1863 ξαναχτίστηκε από την αρχή αλλά ξανακαταστράφηκε για δεύτερη και τρίτη φορά μέσα σε λίγα χρόνια. Το 1866 ο πρωτομάστορας Κώστας Μπέκας από το χωριό Πράμαντα, χρειάστηκε 20.000 αυγά, που μαζί με τον ασβέστη έγιναν το συνδετικό υλικό της πέτρας. Το άνοιγμα του τόξου του είναι περισσότερο από 40 μέτρα, το ύψος του 21 και έχει χαρακτηρισθεί ως το μεγαλύτερο μονότοξο των Βαλκανίων.
     Το Φλεβάρη του 1878, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης κατά των Οθωμανών, τα Ελληνικά στρατεύματα επεκράτησαν της τουρκικής φρουράς της γέφυρας, η οποία αναγκάσθηκε σε συνθηκολόγηση.
     Στη δεκαετία του 1880 ο ποταμός Άραχθος ήταν και όρια με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Εκεί λειτούργησε και το τελωνείο από την ελεύθερη Ελλάδα στη σκλαβωμένη Ήπειρο. Σημαντικό, επίσης, ρόλο έπαιξε το γεφύρι αυτό και στην αντίσταση κατά των γερμανικών στρατευμάτων. Αν και με την αποχώρησή τους οι γερμανοί κατακτητές από την Ελλάδα το βομβάρδισαν, υπέστη μικρές μόνο ζημιές, τις οποίες επισκεύασαν ντόπιοι.
     Η έλλειψη συντήρησης, όμως, της σπουδαίας και ανεκτίμητης αυτής αρχιτεκτονικής, πολιτιστικής και ιστορικής κληρονομιάς, απέβη μοιραία στη μανία της φύσης. Την 1η του Φλεβάρη του 2015 τα ορμητικά νερά του Άραχθου ποταμού το παρέσυραν, προκαλώντας την δικαιολογημένη κατάθλιψη σε όλη την περιοχή. Τις μέρες εκείνες κινδύνευσε και το επίσης ιστορικό γεφύρι της Άρτας. Το έσωσαν οι εργασίες συντήρησης που είχαν προηγηθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1980.
     Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μετά την καταστροφή του μνημείου αυτού του Άραχθου το 2015, οικογένεια μεγαλοευεργετών, απογόνων των χορηγών των ανακατασκευών του 1863 και λίγο μεταγενέστερα, ανέλαβε τη χρηματοδότηση της αναστήλωσής του, υπό την επίβλεψη το Ε.Μ.Π. και σε συνεργασία με την Περιφέρεια Ηπείρου. Ήδη οι εργασίες έχουν ξεκινήσει και προχωρούν.

Μυθολογία:

     Το όνομα Άραχθος έχει τη ρίζα του στο ρήμα της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας αράττω, δηλαδή χτυπάω με πολλή δύναμη, συντρίβω. Ήταν ποτάμιος θεός, γεννημένος στην Πίνδο. Ξυπνώντας κάποια μέρα συνειδητοποίησε ότι τα αδέρφια του, ο Αχελώος, ο Αλιάκμονας και ο Αώος ξεκίνησαν ταξίδι χωρίς αυτόν. Πάνω στη βιασύνη του να τους προλάβει, παράσερνε θυμωμένος ότι έβρισκε στο δρόμο του προς τον Αμβρακικό κόλπο/Ιόνιο πέλαγος, όπου και πνίγηκε.
     Ο Άραχθος εικονίζεται σε αρχαία νομίσματα με κέρατα που συμβολίζουν την αφθονία και τη γονιμότητα. Είναι καθισμένος σε ταύρο, ο οποίος συμβολίζει την ορμητικότητά του.

Επιμέλεια κειμένου: Ν. Π., 30.1.2018.
Πηγές:
- Βικιπαίδεια


Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Σύντομο αφιέρωμα στην ποδιά της νοικοκυράς


     Ανέκαθεν η ποδιά της νοικοκυράς αποτελούσε μέρος της ενδυμασίας της, για την προστασία από τους λεκέδες, τις φθορές των υπόλοιπων ρούχων της και ίσως να κάλυπτε και πιθανές ατέλειές τους. Ενδεχομένως αυτή να είναι η αντίληψη ορισμένων, αλλά δεν είναι μόνο έτσι. Όντως, η ποδιά προστατεύει τα υπόλοιπα ρούχα της νοικοκυράς/της γυναίκας, ήταν όμως στο παρελθόν μέρος και στολίδι της επίσημης ενδυμασίας της, που απαραίτητα φορούσε σε γιορτινές μέρες, σε οικογενειακές και κοινωνικές εκδηλώσεις και στην εκκλησία. Καθόλου τυχαίο, λοιπόν, που τη βλέπουμε να συμπληρώνει τη φορεσιά της σε μουσεία και σε εκδηλώσεις με παραδοσιακές στολές.
     Τα παλαιότερα χρόνια την ποδιά την ύφαιναν και την κεντούσαν στον αργαλειό. Όσο τα χρόνια περνούσαν και ο αργαλειός άρχισε σταδιακά να καταργείται, την έραβε η μοδίστρα ή η ίδια η νοικοκυρά, με ύφασμα από το εμπόριο. Οι έτοιμες στα εμπορικά καταστήματα δεν άργησαν να εμφανιστούν, μέχρι που σήμερα τις βρίσκουμε και στα τουριστικά είδη, πολύχρωμες και κεντημένες, και με μεγάλη αγοραστική ζήτηση μάλιστα.
Ποδιές παραδοσιακών ενδυμασιών
     Εκτός από τη χρησιμότητα που είχαν οι συνήθως μεγάλες τσέπες της, η ποδιά ήταν κι ένα ρούχο-«δεξί χέρι» της γυναίκας και σε διάφορες αγροτικές εργασίες, π.χ. μάζευε καρύδια, χόρτα, έβαζε προσωρινά τα αυγά από τις κότες για να τα πάει στο σπίτι κλπ. Δεν ήταν λίγες και οι φορές που γινόταν και πετσέτα προσώπου, ή και προστατευτικό ύφασμα για να κατεβάσει την κατσαρόλα από τη φωτιά και να μην καούν τα χέρια της.  «Διπλωμένη» στη ζώνη είχε μέσα μικρού βάρους αντικείμενα, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους, όπως διάφορα προϊόντα του περιβολιού. Διπλωμένη την είχε και όταν έπλεκε τις ώρες που φύλαγε τα πρόβατα ή στο δρόμο προς και από το χωράφι, αφού εκεί είχε το κουβάρι με το νήμα για το πλεκτό που έφτιαχνε. Όπως αναφέρω και σε άλλα άρθρα μου, «η γυναίκα μπορεί να έκανε δυο δουλειές ταυτόχρονα» κι ακόμα «τα χέρια της δεν σταματούσαν ποτέ να δουλεύουν, παρά μόνο τις ώρες που κοιμόταν»!
     Όπως μου θύμισε κι ένας φίλος, η τσέπη της ποδιάς, και κυρίως της γιαγιάς, ήταν ένας μόνιμος χώρος... εξερεύνησης των εγγονών, μήπως "κρυβόταν" εκεί καμιά καραμέλα! ...Kαι τις περισσότερες φορές δεν πέφταμε έξω!  Ο ίδιος μου θύμισε πως η ποδιά της γιαγιάς ήταν ακόμα και προστασία μας από την απειλή των γονιών για κάνα ελαφρύ μπερντάχι μετά από αταξίες, αφού κάτω από αυτήν βρίσκαμε συχνά καταφύγιο!   

«Διπλωμένη» ποδιά
     Σαν πόση αξιοσύνη έκρυβαν νοικοκυρές, που τις βλέπαμε να μαζεύουν ένα φασόλι από το δρόμο, λίγο μετά δεύτερο, σε λίγο ένα καρύδι, παραπέρα ένα μύγδαλο, μετά ένα σπυρί καλαμπόκι και τα έβαζαν στην ποδιά τους! Κι όταν γύριζαν σπίτι, άφηναν το καθένα στη θέση του, μαζί με τα άλλα της συγκομιδής τους! «Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι» μας έλεγαν! Απλές κινήσεις της καθημερινότητας που σήμερα τις απαξιώνουμε!

Νοικοκυρά με την ποδιά στη θέση της καίει το φούρνο
(Φωτογραφία: από το βιβλίο μου «Λειβάρτζι σ’ ευχαριστώ!», έκδοση 2002)
     Δεν θα μπορούσαν να μείνουν μακριά από το σημαντικό αυτό γυναικείο ένδυμα  το δημοτικό τραγούδι και η λαϊκή σοφία. Ποιός δεν έχει χορέψει ή δεν έχει σιγοτραγουδήσει το «στην κεντημένη σου ποδιά μωρ’ βλάχα» και τo «Μαρία Πενταγιώτισσα», που «στην ποδιά της σφάζονταν παλληκάρια»! Και ποιός δεν έχει ακούσει την παροιμία «μακρύναν οι ποδιές μας, σκεπεστήκαν οι πομπές μας»!

Με ποδιά και η «παραδοσιακή» γιαγιά στο παλιό αλφαβητάριο της Α΄ Δημοτικού!
     Πιθανότατα η ποδιά να είχε και την έννοια της υποταγής και την έννοια της σεμνότητας, αφού απέφευγαν ή και «απαγορευόταν» να τις δει κάποιος χωρίς αυτή, ακόμα και ο άντρας τους! Κάτι ανάλογο, δηλαδή, με το μαντήλι στο κεφάλι, που έβγαινε μόνο την ώρα του ύπνου. Με τη χειραφέτηση της γυναίκας, την βλέπουμε αυστηρά στην κουζίνα κι εκεί όχι απαραίτητα. Εξαίρεση αποτελούν μεγάλης ηλικίας γυναίκες ορεινών περιοχών, κρατώντας έτσι ακόμα την παράδοση.

                      Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.1.2017

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Αγροτικό καλύβι: σύντομο αφιέρωμα


Το πατρογονικό μου καλύβι!

     Με την εισβολή των τούρκων στην Ελλάδα μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, τις πρώτες κιόλας δεκαετίες οι κατακτητές κατέλαβαν σταδιακά τις καλλιεργήσιμες και εύφορες εκτάσεις. Οι μέχρι τότε γηγενείς Έλληνες κάτοικοί τους αναζήτησαν καταφύγιο και προστασία σε ορεινές και δυσπρόσιτες περιοχές. Μετά την απελευθέρωση, επανήλθαν συν τω χρόνω στις εκτάσεις των προγόνων τους, τις οποίες οργάνωσαν με προχειρότητα για τη στοιχειώδη επιβίωσή τους. Σταδιακά το επίπεδο ζωής άρχισε κάπως να βελτιώνεται, όμως οι μικρές και υποτυπώδεις αγροικίες που είχαν χτίσει για τις πρώτες τους ανάγκες ελάχιστα βελτιώθηκαν. Κρίθηκε προτιμότερο να συνεχιστεί η ζωή στα δυσπρόσιτα χωριά, για να παραμείνουν ακέραιες για καλλιέργεια οι μικρές εύφορες περιοχές τους.
    Η ζωή συνεχίστηκε έτσι και μόνο λίγο πριν ή λίγο μετά τα μέσα του 20ού αιώνα κάτοικοι ορεινών δυσπρόσιτων  χωριών μετοίκησαν στις κοντινές μικρές πεδινές περιοχές που τους ανήκαν. Κι αυτό, όμως, είναι η εξαίρεση, γιατί οι περισσότεροι προτίμησαν να συνεχίσουν όπως και πριν τη διαβίωσή τους, χωρίς αν αποχωριστούν την πατρική κατοικία. Αυτός ο τρόπος ζωής συνεχίστηκε, μέχρι που η αστυφιλία κατέκτησε τη ζωή μας και μικρές και μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις είχαν την ίδια μοίρα: να ερημωθούν.   
   Μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο οι νεότερες γενιές αναζητήσαμε καλύτερη ποιότητα ζωής σε μεγαλουπόλεις, ενώ οι κοντινοί πρόγονοί μας αγρότες (γονείς και παππούδες) συνέχισαν να καλλιεργούν τη γη τους, όσο οι δυνάμεις τους το επέτρεπαν. Το τέλος της ζωής τους σήμανε και την εγκατάλειψη των μικρών ορεινών εύφορων εδαφών, που καλλιεργούνταν με τον παραδοσιακό τρόπο.  
     Αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του αγρότη ήταν το καλύβι του: το μικρών διαστάσεων υποτυπώδες οίκημα, που ήλθε στην κυριότητά του από τους γονείς του. Το συντήρησε, το βελτίωσε, ίσως και να το επέκτεινε, ελάχιστοι το ηλεκτροδότησαν, έτσι που σε γενικές γραμμές τού εξασφάλιζε μια πιο λειτουργικότερη χρήση. Εκτός από τον όρο «καλύβι», το συναντάμε και με την ονομασία «χαμοκέλι» (ουδέτερο) ή χαμοκέλα (θηλυκό), που όμως εδώ υπονοείται κατώτερης κατασκευής και ποιότητας καλύβι.
    Σε πολλές περιπτώσεις το καλύβι, απετέλεσε και ημιμόνιμη κατοικία. Οι μεγάλες αποστάσεις από το χωριό και το σπίτι, οι μετακινήσεις με τα πόδια εκείνη την εποχή, οι καιρικές συνθήκες και πολλές ακόμα δυσκολίες, ανάγκαζαν τους αγρότες να μένουν σ’ αυτό, ειδικά μάλιστα τις περιόδους μεγάλων και συνεχών γεωργικών εργασιών, π.χ. τρύγος, θέρος, όργωμα, σπορά. Εξοικονομούσαν έτσι χρόνο και μετρίαζαν τη σωματική κόπωση. Αυτές οι ανάγκες οργάνωσαν καλύτερα τη ζωή των ξωμάχων και είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και μικροί συνοικισμοί, π.χ. Λεχουρίτικα Καλύβια (Αχαΐα), Καλύβια Αστρά (Ηλεία).

Παλιό καλύβι στο βουνό, χάλασμα σήμερα
    Το καλύβι δεν ήταν απαραίτητο μόνο για την ολιγοήμερη ή πολυήμερη κατοικία των αγροτών, αλλά και για την αποθήκευση του σανού της παραγωγής τους για τα ζωντανά τους, την φύλαξη των αγροτικών εργαλείων και για τον σταβλισμό των ζώων.
     Αυτοσχέδια τις περισσότερες φορές η κατασκευή του, δεν το συναντάμε μόνο σε πεδινές καλλιεργήσιμες περιοχές, αλλά και στα βουνά. Εκεί ήταν πολύ πιο προχειροφτιαγμένο του από τους τσοπάνηδες, για την στοιχειώδη προστασία τους από τις καιρικές συνθήκες. Απαραίτητος πάντα και ο εξοπλισμός για το τυροκομιό, καθώς και αυτός για το αναγκαίο (και συχνά πρόχειρο) μαγείρεμα. Αν σε μικρή απόσταση υπήρχε πηγή, το μικρό και φροντισμένο περιβόλι το καλοκαίρι ομόρφαινε την αυλή και έδινε στο νοικοκύρη τα λίγα, αλλά ολόφρεσκα και νόστιμα προϊόντα του.
     Σήμερα τα καλύβια, χαλάσματα πολλά από αυτά, παραμένουν ερειπωμένα μνημεία-αδιάψευστοι μάρτυρες της ζωής και του πολιτισμού των κοντινών προγόνων μας. Μέχρι και τα πρώτα χρόνια του τελευταίου τετάρτου του 20ού  αιώνα έσφυζαν από ζωή και με τη σειρά τους χάριζαν ζωή στους μικρούς ορεινούς κάμπους των χωριών μας. Αντικρίζοντάς τα, τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι η νοσταλγία και η μελαγχολία.

Νοσταλγία και "κόμπος στο λαιμό"!
      Στη σύντομη αυτή αυτή αναφορά μας για το καλύβι, δεν ξεχνάμε και την καλύβα, που και η γενιά μας τη γνώρισε ως χώρο σταβλισμού των ζώων. Χαρακτηριστικό της ότι "κράταγε" τη ζέστη από τα χνώτα του κοπαδιού, αφού το ψαθί ή η καλαμιά από την οποία ήταν κατασκευασμένη δεν είναι καλός αγωγός της θερμότητος και δεν "έμπαινε" το κρύο.


Καλύβα

   Τελειώνοντας το σύντομο αυτό αφιέρωμα, να σημειώσουμε ότι για όσους μεγαλώσαμε σε ορεινές περιοχές, μας διακατέχουν άρρηκτοι συναισθηματικοί δεσμοί με το καλύβι της οικογένειας, αφού εκεί περάσαμε ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής των παιδικών χρόνων.


                             Νίκος Χρ. Παπακωσταντόπουλος , 25.1.2018

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Εύθυμες ιστορίες του χωριού
«Ακόμα ένα ποτηράκι»!


     Χειμώνας, η ώρα ήταν περασμένη και όλοι οι θαμώνες είχαν φύγει από το καφενείο/παντοπωλείο του χωριού, εκτός από δύο Γιάννηδες, που απτόητοι συνέχισαν να πίνουν και να λένε τα δικά τους. Είχαν περάσει μεσάνυχτα όταν παρήγγειλαν στον καταστηματάρχη να τους φέρει ένα μισόκιλο κρασί ακόμα. Κατάκοπος εκείνος, αφού σπάνια οι πελάτες του τον κράταγαν τόσο αργά, τους είπε:
     «Παιδιά, δεν έχει άλλο. Πρέπει κι εγώ να κλείσω να πάω σπίτι μου. Αύριο το πρωί τα λέμε πάλι…».
     Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους οι Γιάννηδες, κάπως δυσαρεστημένοι, αφού «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο», μα μη έχοντας άλλη επιλογή σηκώθηκαν να φύγουν. Δεν είχαν πιει και λίγο κι αυτό ήταν ολοφάνερο από τη γλώσσα τους που είχε «λυθεί», το ψεύδισμα στην κουβέντα τους, την αστάθειά τους στο βάδισμα και γενικά από την κάθε κίνησή τους.
      Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ από το μαγαζί και μετά από τα «ευχολόγια» και τις κατά δεκάδες χειρονομίες στον καφετζή, άρχισαν το τραγούδι. Λίγο πιο κάτω οι δρόμοι τους χώριζαν.
     «Άιντε, καληνύχτα», λέει ο ένας στον άλλον.
     «Τι λες; Είσαι με τα καλά σου; Δεν σ’ αφήνω να πας μόνος σου σπίτι σου! Ποιος θα σε ιδεί αν πέσεις πουθενά; Θα σε πάω εγώ και μετά γυρνάω στο δικό μου!», απάντησε ο δεύτερος.
     Έτσι έγινε. Με το που μπήκανε στο σπίτι του πρώτου, εκείνος ξύπνησε τη γυναίκα του και της ζήτησε επιτακτικά να τους βάλει κρασί! Μετά από καμιά ώρα ποτού κι εκεί, ευφορίας και συγκινησιακής φόρτισης, αφού «θυμήθηκαν και τα παλιά», ο δεύτερος σηκώθηκε να φύγει.
     «Ή θα κάτσεις να κοιμηθούμε εδώ, ή θα σε πάω εγώ σπίτι σου! Εσύ δεν μ’ άφησες να ’ρθω μοναχός μου! Πώς θα σ’ αφήσω εγώ;», είπε ο πρώτος Γιάννης.
     Κουβέντα στην κουβέντα, συμφώνησαν να συνοδέψει ο πρώτος τον δεύτερο. Η εικόνα μέχρι να φτάσουν γνωστή: τραγούδια, παραπατήματα, ευφορία, συγκίνηση… Με το που μπαίνουν μέσα, ξυπνάει και ο δεύτερος Γιάννης τη γυναίκα του να τους βάλει να πιουν κι εκεί ένα ποτήρι και μετά να φύγει ο πρώτος! Μα και όταν λίγη  ώρα μετά σηκώθηκε να φύγει, τον συνόδεψε και πάλι ο δεύτερος!
     Με λίγα λόγια, αυτό το πήγαιν’-έλα, από το σπίτι του ενός στο σπίτι του άλλου, συνεχίστηκε μέχρι που βγήκε ο ήλιος!


                      Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.1.2018

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2018

Τηλεμαγειρέματα και... φάτε μάτια ψάρια!



                                              Με σεφ και μαγειρέματα
                                              γεμίσαν τα κανάλια,
                                              σαν παραπέτασμα καπνού
                                              στα μαύρα μας τα χάλια!

                                              "Ψάρια" κι αν τρώτε, μάτια μου,
                                              πριν πέσετε το βράδυ,
                                              ξέρετε πώς σερβίρεται
                                              πέστροφα με χαβιάρι!

                       Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.1.2018


Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2018

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Οι τσιγαρίδες* του μπάρμπα-Γιάννη



     Ο μπάρμπα-Γιάννης ήταν ένας εβδομηντάχρονος γεροντάκος με πολλή σοφία στο κεφάλι του. Είχε φτάσει πολεμώντας μέχρι την Οδησσό στο πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά και οι δυσκολίες της ζωής τον είχαν μάθει να μετράει το κάθε τι πριν αποφασίσει, κι αυτό όλοι του το αναγνώριζαν κι ήταν ο λόγος που τον σέβονταν.
     Εχθρούς δεν είχε. «Εχθρούς» όμως έκανε όσους του έλεγαν να βγάλει την τραγιάσκα, ή να κοντύνει το μεγάλο, αλλά πάντα περιποιημένο μουστάκι του. Δεξί του χέρι η γυναίκα του, δώδεκα χρόνια νεότερή του και πολύ πιο κοτσονάτη από τον ίδιο, που τελευταία δουλειά πριν ξαπλώσει το βράδυ, ήταν να του φυλάξει το πορτοφόλι του, μια συνήθεια από τα νιάτα τους.
     Πολυδουλεμένος άνθρωπος ήταν ο συμπαθής γεροντάκος και με την ανημπόρια και τις δυσκολίες που φέρνει η ηλικία, είχαν περιοριστεί και οι δραστηριότητές του. Πέρα από τις όποιες μικροδουλειές του σπιτιού που μπορούσε να κάνει, ένα από τα ενδιαφέροντά του ήταν η εκκλησία, στην οποία ήταν επίτροπος και πότε-πότε βοηθούσε και τον ψάλτη. Άλλο μεγάλο ενδιαφέρον του ήταν το καφενείο, όπου βρισκόταν κάθε απόγευμα με την παρέα του.
     Τα πέντε από τα έξι παιδιά του, όλα αγόρια, είχαν αναζητήσει τις τύχες τους στις κοντινές μεγαλουπόλεις και ζούσε με το μικρότερο γιό του, το Βασίλη. Ο Βασίλης ακολούθησε τη γραμμή της ζωής του πατέρα του, χωρίς να δοκιμάσει να κάνει κάτι καινούργιο. Τα λίγα αλλά εύφορα χωράφια τους είχαν ένα ικανοποιητικό εισόδημα, το οποίο ενίσχυε το μικρό κοπάδι πρόβατα, με τη βοήθεια της γυναίκας του και των τριών παιδιών του, μέχρι που θα ξεπεταγόντουσαν και θα έπαιρναν κι εκείνα το δρόμο τους. Όλοι έμεναν στο ίδιο σπίτι, πατρικό του μπάρμπα-Γιάννη, ύστερα από τη διαμόρφωση που του έκαναν μετά το γάμο του Βασίλη. Ήσαν πάντα αγαπημένοι και κανείς δεν βρέθηκε να τους κουβεντιάσει ή να τους δείξει με το δάχτυλο.
     Ένα χινοπωριάτικο απόγευμα στο καφενείο, που το κρύο είχε αρχίσει να τσούζει, λέει ο κατά δύο χρόνια μικρότερος του μπάρμπα-Γιάννη, ο μπάρμπα-Θανάσης, την ώρα που ο τρίτος της τετραμελούς παρέας ανακάτευε την τράπουλα για τη δηλωτή:
     «Ρε, λεβέντες, τι λέτε; Να ειπώ στη νοικοκυρά μου να βγάλει αύριο μεθαύριο λίγες τσιγαρίδες που έχουνε μείνει και να τις φτιάσει με αυγά; Καλός μεζές τώρα που πιάνει το κρύο… Να μαζευτούμε να τις πελεκήσουμε και να πιούμε και κάνα κρασάκι;».
     Οι άλλοι κοιτάχτηκαν και δήλωσαν πρόθυμοι.
     «Έχεις ακόμα τσιγαρίδες, ρε Θανάση;», ρώτησε ο τρίτος της παρέας, ο μπάρμπα- Χρήστος, συνομήλικός του και συμπλήρωσε: «Εμείς δεν είχαμε φτιάσει πολλές και τις τελειώσαμε από το Μάη».
     «Έχω, πως δεν έχω!... Αλλά όχι πολλές… Για να φάμε τρεις-τέσσερες φορές είναι… Το πήραμε κάπως αργά το γουρούνι και δεν πρόκαμε να μεγαλώσει πολύ μέχρι την τσικνοπέμπτη», ήταν η απάντησή του.
     «Άμα φάμε τις δικές σου, θα πάμε στου μπάρμπα-Γιάννη! Απ’ ότι ξέρω κάνει κάθε χρόνο καλό κουμάντο!», είπε ο τέταρτος της παρέας και κατά πολύ μικρότερός τους, ο Θοδωρής, πενήντα-πενήντα δύο χρονών, με διάθεση καλοπροαίρετου πειράγματος.
     «Α! Όχι! Τι δικές μου δεν τις πειράζω! Το μικρότερο από τα τρία λαήνια που φτιάσαμε το φυλάω κάτω από το κρεβάτι μου και θα το βάλουμε μπροστά άμα πιάσει χιόνι!», απάντησε ορθά κοφτά ο μπάρμπα-Γιάννης και συμπλήρωσε: «Τότε, μάλιστα! Να ρθείτε να το γλεντήσουμε!».
     «Και γιατί το φυλάς κάτω από το κρεβάτι σου;», ρώτησε ο μπάρμπα-Χρήστος.
     «Γιατί εγώ κοιμάμαι ελαφρά! Και ψύλλος να περάσει θα τον ακούσω! Γι’ αυτό ό,τι θέλουμε να είναι καλά ασφαλισμένο, το βάνουμε κάτω από το δικό μου το κρεβάτι!».
     Οι τρεις τους χαμογέλασαν, αλλά η συμφωνία για τις τσιγαρίδες του μπάρμπα-Θανάση είχε γίνει νωρίτερα. Απόμενε η μέρα που θα οριζόταν η συνεύρεση για τη λαχταριστή απόλαυση.
     Η ώρα πέρναγε και είχε νυχτώσει καλά. Με μια κίνηση ο μπάρμπα-Γιάννης έριξε το πανωφόρι του στην πλάτη του και λέει στου άλλους, αφού είχε τελειώσει λίγο πριν και η τελευταία παρτίδα δηλωτή:
     «Πάω να πιάσω το Τζάκι… Περνάει κι η ώρα και δεν έχω όρεξη για γκρίνια από την κυρά! Σκιάζεται όταν αργώ, μην παραπατήσω πουθενά και “ψέλνει”!... Κι εδώ που τα λέμε δεν της ρίχνω κι άδικο… Νύχτα, σκοτάδι και κάνα δυο ποτηράκια παραπάνω μπορεί να την κάνουνε τη ζημιά. Γέροι ανθρώποι είμαστε και πρέπει να προσέχουμε κι όλας…».
     Καληνύχτισε, πήρε τη μαγκούρα του κι έφυγε. Σε λίγο τον ακολούθησε και ο μπάρμπα-Θανάσης και έμειναν στο καφενείο ο μπάρμπα-Χρήστος και ο Θοδωρής. Σε λίγο ο μπάρμπα-Χρήστος πλησιάζει με την καρέκλα του κοντά στο Θοδωρή και του λέει χαμηλόφωνα και συνωμοτικά:
     «Ρε, Θοδωρή, δεν κάνουμε μια δουλειά;… Δηλαδή εσύ να την κάνεις…»
     «Τι δουλειά, μπάρμπα-Χρήστο;», ρώτησε, αντιλαμβανόμενος από το βλέμμα και το ύφος του συνομιλητή του, ότι για κάτι πονηρό πρόκειται.
     «Μωρέ, εκείνος ο Γιάννης, πολύ μας σκοτίζει ολοένα ότι κοιμάται ελαφρά και καμαρώνει γι’ αυτό! Τι θα έλεγες να του κάνουμε ένα χουνέρι;».
     «Σαν τι χουνέρι;».
    «Να, εσύ που είσαι νέος και σβέλτος, να πήγαινες ένα βράδυ να του έκλεβες το λαήνι με τις τσιγαρίδες κάτω από το κρεβάτι!».
     Ο Θοδωρής χαμογέλασε, αλλά αμέσως απάντησε αρνητικά:
     «Α, πα πα! Δεν γίνεται αυτό, μπάρμπα-Χρήστο! Τόσοι κοιμούνται εκεί μέσα! Πώς θα μπω;… Κι ο ίδιος ακούει και τον ψύλλο! Α, πα πα! Δεν γίνεται!».
     «Ρε, άκου δω: Οι άλλοι κοιμούνται σε άλλο δωμάτιο. Η γριά του κοιμάται αλλού, μόνη της, κι ο ίδιος δεν ξυπνάει ούτε με κανόνια! Μην ακούς τι λέει! Εγώ τον ξέρω! Για σκέψου το λίγο καλύτερα! Πλάκα θα έχει!».
     Παρ’ όλο που ήταν αρνητικός ο Θοδωρής, δεν άργησε να μπει στον πειρασμό. Και τούτο όχι για την κλεψιά, αλλά για το αστείο, για το «χουνέρι». Όλη νύχτα το έφερνε από δω, το έφερνε από κει στο μυαλό του. Γνώριζε καλά και με κάθε λεπτομέρεια το σπίτι του μπάρμπα Γιάννη, αφού με το Βασίλη ήσαν πολύ φίλοι και συνέχεια μπαινόβγαινε. Άρχισε λοιπόν και κατάστρωνε σχέδια: “Σκυλί δεν έχουνε… Την πόρτα δεν την κλειδώνουνε… Θα την αφήσω μισάνοιχτη κι αν καταλάβω κάτι θα τρέξω να φύγω… Σκοτάδι θα είναι, κι αν ξυπνήσει κανείς δεν θα προκάμουν να με δούνε…”!».
     Περάσανε δυο μέρες κι αφού το σχέδιο είχε καταστρωθεί καλά, το βράδυ μπήκε σε εφαρμογή. Έφτασε ξυπόλυτος στην πόρτα ο Θοδωρής και το ροχαλητό του μπάρμπα-Γιάννη ακουγόταν και έξω! Με πολλή προσοχή την άνοιξε, χωρίς να ακουστεί το παραμικρό «τσικ» και κατευθύνθηκε πατώντας σαν τη γάτα στο δωμάτιό του. Ανοιχτή και η μεσαία πόρτα, δεν δυσκολεύτηκε καθόλου. Έσκυψε κάτω από το κρεβάτι, έφεξε με το μικρό φακό του, τράβηξε σιγά-σιγά το λαήνι, αλλά και μαζί με αυτό ένα μικρό τενεκέ, που υπολόγιζε ότι έχει τυρί! Ο μπάρμπα-Γιάννης συνέχισε να κοιμάται του καλού καιρού κι εκείνος έφυγε με τα «λάφυρά» του και με την ίδια άνεση που μπήκε, χωρίς να γυρίσει «πλευρό» κανείς από τους νοικοκυραίους! 
     Το επόμενο απόγευμα στο καφενείο ο μπάρμα-Θανάσης με τους άλλους τρεις της παρέας του κανόνισαν να μαζευτούν στο σπίτι του δυο μέρες μετά, που ήταν και οι απόκριες του αγίου Φιλίππου. Έμπαινε σαρακοστή για τα Χριστούγεννα και θα «πελέκαγαν» τις τσιγαρίδες με αυγά, όπως τους είχε πει από την αρχή. Η γυναίκα του, η Ευθαλία, αρχόντισσα πάντα στην κουζίνα, τα είχε ετοιμάσει όλα με τη βοήθεια της εγγονής της.
     Αφού άρχισε να «ζεσταίνεται» η δουλειά, τα πονηρά χαμόγελα δεν μπορούσαν εύκολα να κρυφτούν.
     «Σας αρέσουνε, οι τσιγαρίδες μου;», ρώτησε τους υπόλοιπους ο νοικοκύρης».
   «Ωραίες είναι!», απάντησε ο Θοδωρής και συμφώνησε μαζί του ο μπάρμπα-Χρήστος, γελώντας και οι τρεις τους κάτω από τα μουστάκια τους.
     «Ρε λεβέντες, ωραίος μεζές! Γεια στα χέρια σου, μωρ’ Ευθαλία!», είπε στη νοικοκυρά ο μπάρμπα-Γιάννης και συνέχισε: «Πολλά χρόνια έχω να βάλω στο στόμα μου τόσο νόστιμο φαΐ! Φτιάνουνε κι εκείνες οι νοικοκυρές οι δικές μου, αλλά έτσι πετυχημένες δεν είναι!».
     Οι άλλοι τρεις δεν κρατήθηκαν άλλο! Τα μεγάλα γέλια τους ακούστηκαν έξω από το σπίτι! Το ίδιο έκανε και η κυρά-Ευθαλία, που ενώ μέχρι εκείνη την ώρα πηγαινοερχόταν να τους εξυπηρετήσει, είχε μείνει μέσα στην κουζίνα και είχε διπλωθεί από τα γέλια! Ο μπάρμπα-Γιάννης σταμάτησε να τρώει, κοιτάζοντας πότε τον έναν και πότε τον άλλον γεμάτος απορία και με τη μπουκιά μέσα στο στόμα.
     Ξέροντας όλοι ότι του άρεσαν τα καλοπροαίρετα πειράγματα και τα αστεία, του είπαν ότι οι τσιγαρίδες και το τυρί ήταν δικά του! Του είπαν ακόμα με ποιόν τρόπο έγιναν όσα έγιναν και πως την επόμενη μέρα το πρωί θα του τα πήγαινε ο Θοδωρής στο σπίτι, εκτός, βέβαια χωρίς εκείνα που έτρωγαν το βράδυ της αποκριάς!   
     «Δεν πιστεύω, ρε μπαγάσηδες, να μου κάνατε τέτοια δουλειά, και να μην το πήρα χαμπάρι, αλλά αν μου κάνατε, χαλάλι σας!» και σήκωσε το ποτήρι με το κοκκινέλι και ήπιε στην υγεία τους, γελώντας και ο ίδιος!
===========================
* Το παστό χοιρινό, το οποίο διατηρούσαν σε πήλινα σταμνιά, τα λαήνια.


                       Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.1.2017
https://nikolpapak.blogspot.com/2018/01/blog-post_15.html

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Ο Τζίμης ο καρδιοκατακτητής


     Από μικρό παιδί, από το δημοτικό σχολείο ο Δημητράκης αρεσκόταν σε υπερθετικό βαθμό για την ηλικία του να αυτοπροσδιορίζεται ως εκκολαπτόμενος γυναικοκατακτητής και αφηγούνταν συχνά και με πολύ γλαφυρό τρόπο τις πολλές  μικρές ερωτικές περιπέτειές του στους φίλους του.
     Όσο τα χρόνια πέρναγαν και μεγάλωνε, «μεγάλωναν» και πλήθαιναν και οι ιστορίες του, αφού ήταν δυνατός στην περιγραφή, με χαρακτηριστικά πάντα την αγωνία και την απρόσμενη εξέλιξη. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα όλη η παρέα του να τον παρακολουθούσε με το στόμα ανοιχτό. Εκεί που πραγματικά τον άκουγαν όλοι με κομμένη την ανάσα, ήταν στις στα «δύσκολα» κορίτσια, που αργά ή γρήγορα ενέδιδαν. Στις σχολικές εκθέσεις, όμως, υστερούσε ο καημένος ο Δημητράκης και η βαθμολογία του στα νέα Ελληνικά ήταν δυσανάλογη των αφηγήσεών του. Το μόνιμο παράπονό του ήταν που τα θέματα των εκθέσεων δεν ήταν ερωτικά, που σίγουρα εκεί θα είχε πάντα άριστη βαθμολογία!
     Στα χρόνια του γυμνασίου, κάπου στα δεκαπέντε του, έκανε και το όνομά του «καλλιτεχνικό», σε «Τζίμης». Αυτό έγινε ύστερα από μια παράσταση που έδωσε στο κεφαλοχώρι της περιοχής του ο παλαιστής Τζιμ Αρμάος και πήγαν μια παρέα παιδιών, μεταξύ αυτών και ο ίδιος, και την παρακολούθησαν. Θεώρησε ότι έτσι θα φάνταζε πιο «δυνατός» στα μάτια των «ακροατών» του και θα τους γοήτευε περισσότερο με τις ιστορίες του. Οι ίδιοι στην αρχή  τον περιέπαιζαν, γρήγορα όμως τον αποδέχθηκαν και, άλλοι στ’ αστεία κι άλλοι στα σοβαρά, κανείς δεν τον αποκαλούσε πλέον με το πραγματικό του όνομα.   
      Στην ηλικία εκείνη, των δεκαπέντε χρόνων, περίπου, που άρχισε να ανδρώνεται, ήταν αρκετά ευπαρουσίαστος και είχε τον τρόπο να εμφανίζεται συχνά με διαφορετική αμφίεση και πάντα προσεγμένη. Αν και το σχολείο ήταν σε μεγάλη απόσταση και τα νερά και οι λάσπες το χειμώνα ήταν καθημερινή πραγματικότητα, τα παπούτσια του ήταν πάντα προσεγμένα, φρεσκοβαμμένα, και γυαλισμένα. Με μια λέξη αξιοπρόσεκτα. «Τα κορίτσια θα πρωτοκοιτάξουν πρώτα στα μάτια, ύστερα στα παπούτσια και μετά οπουδήποτε αλλού», έλεγε! Αν και οι καθηγητές του τού έκαναν συχνά παρατήρηση να ξυρίζεται, εκείνος έμενε με περιποιημένο το πρώτο καστανόξανθο χνούδι στις παρειές του και στο πηγούνι του, που η αντίθεση με τα μαύρα καλοχτενισμένα μαλλιά του με το μπριγιόλ της εποχής, του έδινε παραπάνω γοητεία.
    Όταν είχε παραπάνω χαρτζιλίκι και μπορούσε να αγοράσει τσιγάρα, τα άναβε, τα κράταγε και το κάπνιζε με χάρη και ανδροπρέπεια. Άλλοτε, που ήταν οικονομικά στεγνός, τον κέρναγαν οι φίλοι του, περισσότερο για να αντιγράψουν τις κινήσεις του και να επιδεικνύονται κι εκείνοι ανάλογα στις παρέες τους και προπάντων στα κορίτσια που ονειρεύονταν να κατακτήσουν!
     Στη γειτονιά του και στο χωριό του απέφευγε να συνάψει ερωτικές σχέσεις, είτε γιατί σεβόταν εκείνα τα κορίτσια(!), είτε, πολύ περισσότερο, επειδή δεν ήθελε περιπέτειες με τους δικούς τους που όλοι τον γνώριζαν, όπως έλεγε. Αλλά όσα… πήγαιναν γυρεύοντας, δέχονταν τις  συνέπειες των ικανοτήτων του! 
     Ύστερα από κάθε σκασιαρχείο από το σχολείο, γύριζε με νέες περιπέτειες! Η συνεύρεσή του με τις κατακτήσεις του στο διπλανό ή στο παραδιπλανό χωριό, έφερναν κι άλλες πικάντικες αφηγήσεις, που πάντα προκαλούσαν και το ενδιαφέρον των φίλων του. Έτσι, συνέχεια η παρέα του αύξανε και μαζί με αυτή και οι θαυμαστές του, που έδειχναν να «υποκλίνονται» στις ερωτικές του δεξιοτεχνίες. Άλλα παιδιά της ηλικίας του πάλι, προσποιούνταν φιλία μαζί του, πιστεύοντας πως θα μπορέσουν να κλέψουν μία από τις εύκολες κατακτήσεις του! Πολλές φορές, όμως, ο ίδιος ένοιωθε τη ζηλοφθονία τους, όχι μόνο των υποκρινόμενων φίλων του, αλλά και των πραγματικών κι αυτό τον ικανοποιούσε αφάνταστα.
     Όσες φορές διηγιόταν τις ιστορίες του και τύχαινε να περάσει κάποια κοπέλα από δίπλα τους, σταματούσε την κουβέντα, κάρφωνε τα μάτια του επάνω της, την κοίταζε και την… έγδυνε από πάνω μέχρι κάτω, μαζί και οι περισσότεροι της παρέας, και μόλις εκείνη απομακρυνόταν λίγο, έλεγε ψιθυριστά, να μην τον ακούσει η ίδια: «Εσένα γρήγορα θα σε φέρω βόλτα!».
     Οι αμφισβητήσεις όμως και η ολοφάνερη δυσπιστία που έδειχναν σχεδόν πάντα οι φίλοι του, ήταν μόνιμη, αλλά αυτά δεν πτοούσαν το Τζίμη, που ολοένα είχε κάτι καινούργιο να πει. Ο μεγαλύτερος αντίπαλός του ήταν ο Δήμος, ένας από τους καλύτερους φίλους του και γείτονάς του κι ας μεγάλωσαν μαζί, κι ας μοιράστηκαν και τη μια καραμέλα. Εκείνος τον πίστευε περισσότερο από τους άλλους, αν και ποτέ δεν τον είχε δει να συζητάει πονηρά με κοπέλα. Δεν τον άφηνε ποτέ σε χλωρό κλαρί! Το πείραζε, τον υποτιμούσε, τον ειρωνευόταν, τον χλεύαζε και όλ’ αυτά γίνονταν πολύ εντονότερα, όσο μεγαλύτερη ήταν και η παρέα στην οποία ο Τζίμης αφηγούνταν τις περιπέτειές του. Ήθελε πάντα ο Δήμος με αυτόν τον τρόπο να υπονοηθεί ότι ο ίδιος είναι ανώτερός του και είχε περισσότερες επιτυχίες σε κατακτήσεις!
     Η πραγματικότητα όμως δεν ήταν οι περιγραφές και η εικόνα που έδειχνε ο Τζίμης. Δεν ήταν ούτε κάπου στη μέση. Ήταν ένα φιλήσυχο και άτολμο παιδί, που όλες κι όλες οι κατακτήσεις να ήταν μία, άντε δύο. Αλλά ούτε και τα φλερτ του ήταν συνηθισμένα. Του άρεσε μόνο να επιδεικνύεται και οι ιστορίες και οι περιπέτειές του δεν ήταν τίποτα άλλο από προϊόντα μυθοπλασίας! Και δεν παραμύθιαζε μόνο τους φίλους του, αλλά από τη δύναμη της σκέψης για να τις δημιουργήσει, μπορεί να τις πίστευε και ο ίδιος μερικές φορές!
     Μετά το σχολείο και την αναζήτηση βιοποριστικών πόρων στις μεγαλούπολη, απομακρύνθηκε από τους περισσότερους φίλους του, όπως και οι ίδιοι μεταξύ τους. Πέρασαν χρόνια και κοντά στα τριάντα του τα μαλλιά του άρχισαν να γκριζάρουν, όπως και το μουστάκι του. Τότε ο Τζίμης αποφάσισε να τα βάψει, παρ’ όλο που αυτό ήταν ακόμα πολύ ασυνήθιστο για τους άνδρες, αρκετά παρεξηγήσιμο και σχεδόν πάντα προκαλούσε άσχημα και καθόλου επαινετικά σχόλια.
     Μια μέρα, κατεβαίνοντας την οδό Σταδίου στην Αθήνα, όπου εργαζόταν και ζούσε, είδε με τη γωνία του ματιού του στο απέναντι πεζοδρόμιο το φίλο του το Δήμο. Για να μην τον δει και ο ίδιος, γύρισε την πλάτη του προς το μέρος του και στάθηκε μπροστά από ένα εμπορικό κατάστημα, τάχα πώς έβλεπε τα ρούχα της βιτρίνας. Έλα όμως που τον είδε κι ο Δήμος και παρατήρησε πολύ εύκολα την αλλαγή στο κεφάλι του! Μη χάνοντας, λοιπόν, την ευκαιρία να τον υποτιμήσει για άλλη μια φορά, παρ’ όλο που είχαν καιρό να συναρτηθούν, πέρασε κάθετα και γρήγορα το δρόμο, που έτυχε εκείνη τη στιγμή να έχει ανάψει και ο «Σταμάτης» και είχαν σταματήσει τα αυτοκίνητα. Πήγε πίσω και αριστερά από την πλάτη του, τον χτύπησε με το δάχτυλο του δεξιού του χεριού στον αριστερό ώμο, με τρόπο που και το χτύπημα ακόμα εξέφραζε ειρωνεία και του λέει:   
     «Ε, ψιτ! Φαίνεται πως αρχίζει να μην περνάει η μπογιά σου! Δεν μπορείς να κάνεις δουλειά με τη δική σου και προσπαθείς με ξένη;».


                     Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.1.2018

Δευτέρα 8 Ιανουαρίου 2018

Ο σκύλος του ταχυδρόμου


(Αληθινή ιστορία, όπως την είχε διηγηθεί ο γιος του)


     Ο Πέτρος ήταν ένας πολύ ευσυνείδητος ταχυδρόμος και εξυπηρετούσε οχτώ-δέκα χωριά στην περιοχή της Κυνουρίας, στις δεκαετίες 1955-1975. Ξεκίναγε πολύ πρωί, χειμώνα-καλοκαίρι και πέρναγε από τα μισά τη μια μέρα και από τα άλλα μισά την άλλη, γιατί όλα τα χωριά την ίδια μέρα ήταν ανέφικτο. Τα «εργαλεία» της δουλειάς του ήταν το πηλίκιό του, η στολή του, ο ταχυδρομικός σάκος με την αλληλογραφία και η μεγάλη υπηρεσιακή σφυρίχτρα του, που με αυτή έκανε γνωστή  την άφιξή του σε κάθε χωριό. Ένα ακόμα προαιρετικό, αλλά νόμιμο εργαλείο του ήταν και το πιστόλι του για την αυτοπροστασία του από ληστές στις ερημιές.
     Για τους κατοίκους όλων των χωριών ήταν ο δικός τους άνθρωπος και τον περίμεναν πώς και πώς. Γέμιζαν με φιλιά και δάκρυα τα γράμματα και τα εμβάσματα των ξενιτεμένων τους που έβγαζε από το σάκο του, μα εκτός από τη χαρά αυτή, τους πήγαινε και τα νέα από τα γύρω χωριά.
     Είχε ακόμα ο Πέτρος το άλογό του και το σκύλο του, που τα θεωρούσε μέλη της οικογένειάς του και τα φρόντιζε με περισσή αγάπη. Το άλογό του, ο Ντορής, ήταν το παντός καιρού μεταφορικό του μέσο. Ένα άσπρο περήφανο άτι, πάντα προσεγμένο και πεταλωμένο, που ο ήχος από το βάδισμά του στους δρόμους και στα κακοτράχαλα, ήταν λες και άκουγες μουσική! Και ήταν άλλο ένα γνώριμο άκουσμα που δήλωνε την άφιξή του σε όσους με λαχτάρα τον περίμεναν.
     Ο σκύλος του, ο Κανέλλος, ήταν ένα μεγαλόσωμο και πολύ αξιαγάπητο ζωντανό. Τον είχε «βαφτίσει» έτσι για δύο λόγους: από το χρώμα του και από το παρατσούκλι του φίλου του που του τον χάρισε κουτάβι ενός μηνός. Ο Κανέλλος τον ακλουθούσε πάντα και πιστά στις αποστολές του. Εκτός από τη συντροφιά του, τού ήταν απαραίτητος και για την προστασία του, αφού πάντα μετέφερε μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά. Το μπόι του, στη θέα και μόνο, «έκοβε το αίμα» του πιθανού επίδοξου ληστή και θα έπρεπε να το σκεφτεί πολύ πριν τολμήσει να κάνει κακό στο αφεντικό του. Ανάλογο με το μπόι του ήταν και το γάβγισμά του, που κι αυτό τρόμαζε όσους το άκουγαν.
     Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, είχε τελειώσει την περιοδεία στα τέσσερα-πέντε χωριά που επισκέφθηκε και γύριζε στο σπίτι του. Ήταν όμως ακόμα μακριά και ήθελε ώρα να φτάσει, να ταΐσει το Ντορή και τον Κανέλλο, να φάει και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Μια πολύ φιλόξενη φυσική πηγή στο δρόμο  μου, πάντα τον περίμενε και του χάριζε πρόθυμα και απλόχερα το καθάριο νερό της από τα σπλάχνα της μάνας γης. Όπως και τις άλλες φορές, ξεπέζεψε από Ντορή, έβγαλε το πηλίκιό του, γονάτισε, και χόρτασε κρύο νεράκι.
     Σαν προσκύνημα και ευχαριστήρια δοξολογία στη χάρη της φύσης έμοιαζε το γονάτισμά του κάθε που πέρναγε από την πηγή, για τα δώρα της ξεκούρασης και της δροσιάς που τού έδινε!
     Αμέσως μετά ήπιαν νερό και ο Ντορής και ο Κανέλλος κι αφού πήραν όλοι μια ανάσα, καβάλησε πάλι στο άλογο να συνεχίσουν το δρόμο τους. Μα τότε έγινε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει: Ο Κανέλλος έμπαινε μπροστά στο Ντορή και δεν τον άφηνε να προχωρήσει! Του μίλησε, του ξαναμίλησε, μα αυτό τίποτα. Το μάλωσε και μάλιστα αυστηρά, μα πάλι εκείνος έκανε κάθε τι να μην προχωρήσει το άλογο με τον καβαλάρη του. Θύμωσε ο ταχυδρόμος, έβγαλε το πιστόλι του από τη θήκη που φορούσε στη μέση κι έριξε μια πιστολιά στον αέρα να φοβίσει το σκυλί. Τότε εκείνο άρχισε κλαίει δυνατά, με το χαρακτηριστικό γάβγισμα κάθε σκυλιού όταν φοβάται πολύ ή πονάει κι άρχισε να τρέχει, πηγαίνοντας και φωλιάζοντας στη ρίζα του κοντινότερου δέντρου. Έκατσε εκεί φοβισμένο και συνέχισε να κλαίει. Ο ταχυδρόμος δεν έδωσε πολλή σημασία κι αφού ο δρόμος ελευθερώθηκε, ξεκίνησε με το άλογό του. Κάμποσες φορές γύρισε και κοίταξε πίσω να δει αν ο Κανέλλος ακολουθεί. Δεν τον έβλεπε, αλλά και πάλι δεν ανησύχησε, σκεπτόμενος ότι «θα του περάσει ο θυμός και θα μαζευτεί στο σπίτι».
     Είχε απομακρυνθεί πολύ από την πηγή, μα πάλι δεν ακλουθούσε ο Κανέλλος. Πού και πού μίλαγε με το Ντορή του, να δείξει και την αγάπη του στο ζωντανό. Του φαινόταν πως έτσι κόνταινε και η απόσταση που τον χώριζε από σπίτι του.
     Ο ήλιος δεν ήθελε πολύ ακόμα για τη δύση του, αλλά ο ταχυδρόμος υπολόγιζε πως μέχρι να νυχτώσει, θα είχε φτάσει και θα ερχόταν και το σκυλί στο κατόπι. Άλλωστε, πολλές φορές είχε καθυστερήσει, είτε συναντώντας άλλα σκυλιά, είτε κυνηγώντας κάνα ζουλάπι στο δάσος.
     Για να σκοτώσει περισσότερο το χρόνο ο Πέτρος, έβαλε το χέρι στη μέσα τσέπη του σακακιού του να κάνει τσιγάρο. Μα το πορτοφόλι του, που είχε και κάμποσα λεφτά της υπηρεσίας του, μαζί την ταυτότητά του και ορισμένα άλλα χρήσιμα χαρτιά έλειπε! Κρύος ιδρώτας τον έκοψε και δε σκέφθηκε τίποτα άλλο, παρά να γυρίσει πίσω, μήπως και το βρει κάπου στο δρόμο που πιθανόν να του είχε πέσει, όσο ήταν ακόμα ημέρα και έβλεπε. Πρόθυμα υπάκουσε ο Ντορής στις προσταγές του αφέντη του και έκανε μεταβολή. Τα μάτια του Πέτρου ερευνούσαν σχολαστικά το δρόμο, αλλά σκεφτόταν ότι θα ήταν δύσκολο να του έχει πέσει το πορτοφόλι καλά καθούμενα από τη βαθειά τσέπη του σακακιού του.
     Πέρναγαν πολλές και γρήγορες σκέψεις από το μυαλό του η μία μετά την άλλη, αλλά είχε και τη βεβαιότητα πως αν το είχε αφήσει σ’ ένα από τα χωριά που πέρασε και μαζεύτηκε ο κόσμος και τους μοίρασε τα γράμματα και τις επιταγές, κάποιος θα το εύρισκε να του το δώσει στην επόμενη επίσκεψή του. Πίστευε πως κανείς τους δεν θα το κράταγε. Ήταν αγνοί και τίμιοι άνθρωποι και τους γνώριζε όλους καλά.
      Στις σκέψεις του αυτές, θυμήθηκε πως πριν λίγο φτάσει στην πηγή, το πορτοφόλι ήταν στη θέση του, αφού είχε κάνει και τότε τσιγάρο. Πάλι τον έκοψε κρύος ιδρώτας και χτύπησε ελαφρά το άλογο να επιταχύνει το βήμα του πριν τους πάρει η νύχτα. Πουθενά, όμως, δεν το είδε στην επιστροφή του, ούτε και συνάντησε κάποιον, που ίσως θα μπορούσε να το είχε βρει εκείνος.  Άφαντος κι ο Κανέλλος του κι άρχισε κι αυτό να τον ανησυχεί.
    Με όλ’ αυτά στο μυαλό του έφτανε πάλι στην πηγή, και τι είδε εκεί: Ο Κανέλλος με το που άκουσε από μακριά τα βήματα του αλόγου, σηκώθηκε από τη θέση που ήταν καθισμένος και κουνούσε χαρούμενα την ουρά του! Σαν έκανε δυο βήματα προς το μέρος που πλησίαζαν άλογο και καβαλάρης, είδε ότι το σκυλί κούτσαινε. Τότε πρασίνισε ολότελα από τη στενοχώρια του, γιατί σκέφθηκε πως μάλλον εξοστρακίστηκε το βλήμα από το πιστόλι και τον χτύπησε, τη στιγμή που έριξε να το φοβίσει. Έτσι μπόρεσε να εξηγήσει και το κλάμα του ζώου με τον πυροβολισμό.
     Αμέσως πήδησε από το άλογο, έτρεξε κι αγκάλιασε με στοργή και ενοχές τον αγαπημένο του Κανέλλο! Εκείνο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, τον έγλυφε στα χέρια και στο πρόσωπο, δείχνοντας έτσι τη δική του άδολη αγάπη. Μα φτάνοντας δίπλα από τη πηγπη, τι να δει! Του είχε πέσει εκεί το πορτοφόλι του και ο πιστός Κανέλλος καθόταν ματωμένος και πονεμένος και το φύλαγε!
     Ευτυχώς, το τραύμα δεν ήταν μεγάλο και με την περιποίηση, την αγάπη και τις πολλές συγνώμες του αφεντικού του, γιατρεύτηκε γρήγορα.


                    Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 9.1.2018 

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Αναμνήσεις από το χτύπο της καμπάνας της εκκλησίας του Προδρόμου



     Κάθε τόπος και σχεδόν όλα τα χωριά έχουν ξωκκλήσι ή εκκλησία του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και τιμούν τη μνήμη του με κατάνυξη και πανηγυρισμούς. Όμως, για τον αγροτικό κόσμο και το μαθητόκοσμο των περασμένων δεκαετιών, οι αναμνήσεις της μεγάλης αυτής ημέρας δεν είναι πάντα και οι καλύτερες. Και τούτο γιατί και το χειμώνα και το καλοκαίρι η γιορτή του Βαπτιστή συμπίπτει με το κλείσιμο μιας καλής, ευχάριστης και ξένοιαστης περιόδου και το άνοιγμα μιας άλλης, όχι και τόσο επιθυμητής.  
     Ο χτύπος της καμπάνας της εκκλησίας του Προδρόμου για τον εσπερινό, ανήμερα των Θεοφανίων το απόγευμα, σηματοδοτούσε και τη λήξη του δωδεκαημέρου, άρα και το τέλος της χαλάρωσης των διακοπών των Χριστουγέννων. Αγχωμένοι και πελαγωμένοι τρέχαμε ν’ ανοίξουμε κάνα βιβλίο, να βρούμε μολύβια και τετράδια και να τελειώσουμε τα γραπτά μας και τα διαβάσματά μας, μη έχοντας προλάβει να καταλάβουμε πότε πέρασαν κιόλας δυο βδομάδες και μαζί μ’ αυτές και οι γιορτές! Από «τ’ αϊ-Γιαννιού την άλλη μέρα», σύμφωνα και με την πολύ γνωστή στερεότυπη φράση για το άνοιγμα των σχολείων, πάλι σχολικές τσάντες, πάλι διαβάσματα και γραψίματα, πάλι ο αδυσώπητος αγώνας στα μαθητικά μας χρόνια με όλες τις δυσκολίες της βαρυχειμωνιάς στις μεγάλων αποστάσεων μετακινήσεις μας, με τα πόδια, φυσικά, για «δυο γκλίτσες» γράμματα. Απαραίτητο εδώ και το ξύλο στο χέρι από τον καθένα μας για την ξυλόσομπα και τη ζεστασιά της στο μάθημα.
     Παρόμοιο το σκηνικό και στις 29 του Σεπτέμβρη, στη μνήμη της αποτομής της τιμίας κεφαλής του Βαπτιστή: Πάλι ο ήχος της καμπάνας έφερνε την κατήφεια για το τέλος του καλοκαιριού. Και πέρα από αυτό κι άλλοι προβληματισμοί: Θα είχαμε τους ίδιους δασκάλους και καθηγητές; Κι αν όχι, άντε ένα διαρκές άγχος μέχρι να εμπεδώσουμε τις συνήθειές τους και τις ιδιοτροπίες τους!
     Η γιορτή στο τέλος του καλοκαιριού σηματοδοτούσε ακόμα την έναρξη του νέου κύκλου εργασιών και για τους αγρότες γονείς μας: ετοιμασίες για τον τρύγο, τη συγκομιδή του καλαμποκιού και τη σπορά με τα πρωτοβρόχια, που και η δική μας συμβολή σε όλ’ αυτά ήταν επιτακτική μετά το σχολείο.
    Εξαίρεση, όμως,  αποτελούσε ο χτύπος της καμπάνας για τον εσπερινό «τ’ αϊ-Γιαννιού του ριγανά», όπως λέμε στον τόπο μου τη γενέθλιο ημέρα του Βαπτιστή, στις 24 Ιουνίου. Τον νοιώθαμε τότε χαρμόσυνο και πανηγυρικό τον ήχο της, αφού συμπίπτει σχεδόν με τη λήξη του σχολικού έτους και την αρχή της ανεμελιάς των διακοπών του καλοκαιριού!   

                                  Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.1.2018