Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2021

Βιβλιοπαρουσίαση: «Ψηφίδες», της Παναγιώτας Π. Λάμπρη


     Μια ακόμα μεγάλη και περίτεχνη «ψηφίδα» έρχεται να προστεθεί στο πνευματικό πολυώροφο μέγαρο της διακεκριμένης και πολυβραβευμένης εκπαιδευτικού, ερευνήτριας, συγγραφέως, ποιήτριας, λαογράφου Παναγιώτας Π. Λάμπρη. Εκτός των πολλών έντυπων εκδόσεών της, οι «ψηφίδες» είναι το έβδομο στη σειρά ηλεκτρονικό βιβλίο, που μοιράζεται απλόχερα μέσω του προσωπικού της ιστότοπου με τους φίλους της και το αναγνωστικό της κοινό. Μέσα από τις σαράντα οκτώ αυτές «ψηφίδες» της, η Παναγιώτα Λάμπρη στέλνει τα μηνύματά της, πολλά εκ των οποίων είναι «κραυγή αγωνίας», οδηγώντας στην αυτοκριτική, που στις μέρες μας δεν είναι και τόσο γνωστή αυτή έννοια εν πολλοίς.
     Είτε από τις προσωπικές τηλεφωνικές και διαδικτυακές μας συνομιλίες με την Παναγιώτα Λάμπρη, είτε από τις εκ του σύνεγγυς συναντήσεις μας και ανταλλαγές απόψεων και θέσεων, είτε, πολύ περισσότερο, μέσα από το μεγάλο και ανεκτίμητο πνευματικό έργο της, μετά βεβαιότητος λέω ότι την γνωρίζω πολύ καλά. Γι’ αυτό και τη θαυμάζω, τόσο για το επίπεδο της παιδείας της, όσο και για το επίπεδο των ανησυχιών της, αλλά και για το επίπεδο της προσφοράς της. Στις μέρες μας, που οι άνθρωποι «επιλεκτικά λησμονούν» και η «ολοφάνερη αλλαγή στα ήθη» οδηγεί πολλές Αξίες στον ευτελισμό, οι πνευματικές της δημιουργίες έχουν τη δύναμη να «ταρακουνήσουν», ν’ αφυπνίσουν, να μας «ανακαλέσουν εις την τάξιν». Καλοτυχίζω όλους εμάς που την έχουμε γνωρίσει και διδασκόμαστε από έργο της, πρωτίστως, όμως, καλοτυχίζω τους μαθητές της, στους οποίους έχει δώσει πολλά ποιοτικά εφόδια για τη ζωή. Προσωπικά την ευχαριστώ και της εύχομαι καλή δύναμη, για την δεδομένη καλή συνέχεια! 
     Κρίνοντας απαραίτητη μια πρώτη επαφή του αναγνώστη της παρούσας βιβλιοπαρουσίασης με το έργο της Παναγιώτας Λάμπρη, ενδεικτικά και μόνο παραθέτω στίχους από τις «Ψηφίδες» της:
 
Από το ποίημα της «Ακόμα», σελ. 8:
 
«Κι όμως κάποιοι,
χορτάτοι από γεννησιμιού,
ακόμα να κορέσουνε
την άπληστη αχορτασιιά τους».
*** 
Από το ποίημα «Κακοποίηση», σελ. 16:
 
«Αλλά ο κόσμος μας μικρός
κι εμείς ταξιδευτές του εφήμεροι,
γι’ αυτό πιο γρηγορούσα
η κοιμισμένη μας συνείδηση
για τα παιδάκια πρέπει να ’ναι.
Τι, όταν κακοποιείται ένα παιδί,
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ επί της γης
μοιάζει να μην υπάρχει».
***
Από το ποίημα «Τα προσωπεία», σελ. 25-26:
 
«Όσα, λοιπόν, χρόνια του έμειναν,
δεν αναλώθηκε σε χρήση προσωπείων,
Είχε στοιβάξει μέσα του τόσα πολλά
που κι ένα ακόμα την ψυχή του ήθελε να πνίξει.
Και στον μακρό το βίο του, πρώτη φορά,
αναγνώριζε πως θέλει δύναμη πολλή
να ζει ο άνθρωπος χωρίς κανένα προσωπείο.
Πλέον, μακριά από τον παλιό του εαυτό,
της νιότης του τα οράματα ξανασυνάντησε – τι ευδαιμονία άφατη! –
 τις έζησε χωρίς φενακισμό κανέναν».
***
«Κανονικότητα», σελ. 37 – όλο το ποίημα:
 
«Μετά από τον επιβεβλημένο εγκλεισμό
οι άνθρωποι, μεγάλοι και μικροί,
ποθούν να επιστρέψουν στην κανονικότητα.
Επιθυμία καθ’ όλα λογική,
που όπως πλήθος υποσημειώσεων θέτει.
Διότι, αν λάβανε το μάθημα,
πλείστα για το μέλλον ευοίωνα γεννιούνται,
αν πάλι αδίδακτοι από την εμπειρία βγουν,
δυσοίωνα πολλά προβλέπονται
για τον πλανήτη και τους ίδιους». 
Επιστροφή στην ποθητή κανονικότητα,
αλλά…
***
Από το ποίημα «Ελάτε και πάλι», σελ. 68:
 
«Των κυμάτων δαμαστή,
θεέ της πολυκύμαντης θάλασσας,
πελαγίσιε Ποσειδώνα,
Νηρηίδες, νύμφες των υδάτων πανέμορφες
[…]
σε ποιών ωκεανών το μάκρος αρμενίζετε
και μείναν οι θάλασσές μας ακυβέρνητες
στα χέρια κείνων
που κανένα σεβασμό δεν δείχνουνε,
στ’ άγια νερά τα ψαροθρόφα;
     Όλο το έργο «Ψηφίδες»,  μπορεί να διαβαστεί-μελετηθεί ΕΔΩ
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.11.2021

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2021

«Αύριο κλαίνε»… Διδακτικό παραμυθάκι για τους μικρούς μας φίλους (και όχι μόνο)

     Μια φορά κι ένα καιρό, ένας δραγάτης1 έσκαβε ένα μικρό λάκκο σ’ ένα αμπέλι, για να στήσει το δόκανο2. Μια αλεπού που πέρασε από εκεί εκείνη την ώρα, τον ρώτησε:

     «Γιατί σκάβεις εκεί, μπάρμπα-δραγάτη;»
     «Θάβω ένα παιδάκι που πέθανε, κυρά-Μάρω3…».
     «Α, το καημένο… Και δεν κλαίει;».
     «Αύριο κλαίνε, κυρά-Μάρω μου, της απάντησε ο δραγάτης».
     Τη άλλη μέρα, που πέρασε ο δραγάτης από τα αμπέλια, άκουσε τις φωνές και τα κλάματα της αλεπούς:
     «Μπάρμπα-δραγάτη, Βοήθειαααα! Έλα σώσε με, σε παρακαλώ! Πιάστηκα στο δόκανο!».
     «Θυμάσαι που χθες σου είπα “αύριο κλαίνε”; Δεν με άκουσες και ήσουν απρόσεκτη!... Έτσι την παθαίνει όποιος δεν προσέχει!...».
-----------------------------------------------------
 

1 Εποχιακός φύλακας των αμπελιών, όταν ωριμάζουν τα σταφύλια.
2 Μεγάλη φάκα για ζώα του δάσους, π.χ. αλεπούδες, λύκους, ασβούς κλπ.
3 Συνηθισμένο όνομα της αλεπούς στα παραμύθια.


   
Αν και δεν τελειώνει αυτό το παραμύθι με το «και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», έχει πολλά να διδάξει και είναι από «τα μικρά» που μου έλεγε ο πατέρας μου.
 
Ν.Π., 25.11.2021
 
 

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Τα ευλογημένα μήλα


     Είχε μπει για τα καλά το χινόπωρο και δεν ήταν πολύς ο καιρός που η Αντωνία είχε παντρευτεί με το Διαμαντή και είχε πάει νύφη στο χωριό του. Γι’ αυτό και δεν είχε προλάβει να γνωρίσει ούτε όλους τους χωριανούς, ούτε ήξερε πού ήταν το σπίτι του καθενός, πού ήταν τα χωράφια τους και που τα μαντριά τους, παρά μόνο τους κοντινότερους γειτόνους της.
     Ένα πρωινό, ξεκίνησαν να πάνε με την κουνιάδα της τη Ντίνα στον κάμπο για χόρτα. Είχαν πάρει μαζί τους και το πρόχειρο κολατσιό τους, ένα μπουκάλι με νερό και τα απαραίτητα μαχαίρια και τα ταγάρια για τη δουλειά τους. Στο «σκύψε-σήκω» η κουβέντα τους ήταν συνεχής, αφού εκτός των άλλων έπρεπε να γνωρίσει καλύτερα και η μία τη άλλη.
     Όταν ζύγωνε το μεσημέρι, είχαν γεμίσει τα ταγάρια κι έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι. Δεν είχαν έννοια για φαΐ, αφού είχαν κάνει τα κουμάντα τους από το προηγούμενο απόγευμα, τις περίμεναν όμως ένα σωρό άλλες δουλειές.
     Στο γυρισμό, η Αντωνία είδε μια μηλιά αρκετά φορτωμένη, και λαχτάρισε ένα-δυο μήλα.
     «Κόψε κι άλλα! Δεν τα βλέπεις που αρχίσανε και πέφτουνε και θα πάνε χαμένα», της είπε η Ντίνα.
     Δαγκώνοντας ένα, αφού το σκούπισε  στην ποδιά της, είδε ότι ήταν πολύ αρωματικό και νόστιμο. Η προτροπή της κουνιάδας της την ενθάρρυνε και έκοψε άλλα πέντε έξι, που τα έβαλε στο ταγάρι της.
     Το βράδυ, μετά το φαΐ, καθάρισε δυο-τρία, για να φάνε με τον Διαμαντή, την Ντίνα και την πεθερά της.
     «Πού τα βρήκες τα μήλα;», τη ρώτησε ο άντρας της.
     «Στο δρομάκι που χωρίζει από τον κεντρικό και κατεβαίνει για το ποτάμι», του απάντησε.
     Σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα τον Διαμαντή!
    «Αυτό εκεί το χωράφι και η μηλιά μαζί, είναι της εκκλησίας! Κακώς έκανες που έκοψες», της είπε με πνεύμα παρατήρησης αυτός. Αμέσως γύρισε στην αδελφή του και της είπε το ίδιο αυστηρά: «Εσύ γιατί την άφησες, αφού ξέρεις ότι είναι της εκκλησίας;».
     «Σώπα, καημένε! Δυο μήλα έκοψε η κοπέλα που τα ζήλεψε! Έτσι κι αλλιώς, άλλα τρώνε τα πουλιά κι άλλα πέφτουνε στη γη και σαπίζουνε…». Και ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, αναρωτήθηκε, στη σκέψη που ζήλεψε τα μήλα η κουνιάδα της: «…Λες να έχουμε τίποτα;…».
     Ο Διαμαντής με την γυναίκα του κοιτάχτηκαν και η κουβέντα σταμάτησε εκεί. Από εκείνη τη στιγμή, όμως, την Αντωνία τη βασάνιζε το «αμάρτημά» της. Τα βράδια οι σκέψεις τη βάραιναν περισσότερο και δεν ήξερε τι να κάνει να βγάλει το βάρος από πάνω της.
     Αφού το θέμα συνέχιζε να την απασχολεί, σκέφθηκε την Κυριακή να μιλήσει στον παπά, αλλά και πάλι ντρεπόταν! Οπλίστηκε, όμως, με θάρρος και μόλις εκείνος βγήκε από το ιερό μετά τη Λειτουργία, τον πλησίασε. Βλέποντας πως κάτι θέλει, της μίλησε πρώτος:
     Η γυναίκα του Διαμαντή δεν είσαι εσύ;…».
     «Ναι, παππούλη» κι έσκυψε και του φίλησε το χέρι.
     «Τι θέλεις;».
     «Ήρθα να ζητήσω συχώρεση, παππούλη», του είπε πολύ συνεσταλμένα και χαμηλόφωνα, να μην ακούσουν οι λίγοι που ήταν ακόμα μέσα στην εκκλησία, κι αναφέρθηκε στο «αμάρτημά» της!
     Εκείνος χαμογέλασε και με το χαμόγελό του πήρε θάρρος.
     «Να πας να κόψεις κι άλλα!... Όλα να τα κόψεις!... Της εκκλησίας είναι, ευλογία είναι! Να κρατήσεις για το σπίτι σου και τ’ άλλα να τα μοιράσεις!  Έτσι κι αλλιώς περαστικοί τα μαζεύουνε!...
     Η Αντωνία έσκυψε «ξαλαφρωμένη» και του ξαναφίλησε το χέρι κι εκείνος την ευλόγησε. Λίγο αργότερα έλεγε, γελώντας, στον άντρα της το διάλογο που είχε με τον παππά!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.11.2021

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

Βιβλιοπαρουσίαση «Λενάκι - Δυο φωτιές και δυο κατάρες»

Δοκίμιο του Δημήτρη Ινδαρέ
Εκδόσεις: «Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ», 2021

 

     «Αρχή των δεινών του Τρωικού πολέμου ήταν ο παράνομος έρωτας του Πάρι και της Ελένης. Κατ’ αναλογίαν ο έρωτας του Ελμάζ και της Ελένης, της Λειβαρτζινής, θα μπορούσε να σταθεί σαν αφετηρία της δικής μας ιστορίας , κι ας επρόκειτο για μια αρπαγή από εστία πατρική και όχι από συζυγική κλίνη. Θα μπορούσαμε ν’ αποδώσουμε το «κακό» στην ομορφιά ή στην ακαταμάχητη δύναμη του έρωτα, στη γοητεία του ανοίκειου και του ξένου, στην απληστία του κατακτητή ή ακόμα και στην ελαφρομυαλιά της Ελένης[…]».
     Αυτό είναι το σημείωμα του Δημήτρη Ινδαρέ, λίγο μετά τη μέση του βιβλίου του, στη σελίδα 133, που πολύ πρόσφατα εκδόθηκε από το «Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑ». Μέχρι το σημείο εκείνο, έχει ήδη αρκετά εντρυφήσει ο αναγνώστης στο θέμα του συγγραφέα από τα προηγούμενα κεφάλαια, που πραγματικά καθηλώνουν χωρίς καθόλου να κουράζουν.
     Η εστίαση για τη συγγραφή του βιβλίου αυτού είναι σε τρία σημεία: Το πρώτο, που ο Δημήτρης Ινδαρές είναι απόγονος των πρωταγωνιστών του έργου του, το δεύτερο τα χειρόγραφα που βρήκε στο πατρικό του σπίτι στην Πάτρα, όπως και ο ίδιος αναφέρει, και το τρίτο η πολυτραγουσιμένη Ελένη του Λειβαρτζίου.
     Το «Λενάκι» είναι ένα μεγάλο άνοιγμα σε έρευνα και σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα του Λειβαρτζίου των Καλαβρύτων, κεφαλοχώρι από την εποχή της τουρκοκρατίας και έδρα του Δήμου Ψωφίδος μεταγενέστερα. Και βέβαια, η προσέγγιση στα γεγονότα αυτά, με αφορμή το «παράνομο» ειδύλλιο της Ελένης Παπαδοπούλου και την εκούσια απαγωγή από τον τοπικό Ελμάζ αγά ή Λιμάζαγα-ανοσιούργημα για την εποχή, που έφερε την εκδίκηση-, δεν περιορίζεται μόνο στο Λειβάρτζι, αλλά και στη γύρω περιοχή μέχρι τα Καλάβρυτα,  την Πάτρα, τη Μοστενίτσα (σημερινή Ορεινή) και το Λάλα Ηλείας, μέχρι και τη Μακεδονία και τον Πόντο.
     Το ίδιο ενδιαφέρουσα και καθηλωτική η συνέχεια του βιβλίου μετά την 133 σελίδα, που επικεντρώνεται κυρίως στην τύχη των ηρώων του την προεπαναστατική, επαναστατική  και μετεπαναστατική περίοδο. Αν και «πολύ μπερδεμένο το κουβάρι» της Ελένης, την παρακολουθεί από πολλές πλευρές-πανταχόθεν, όπως τη ζωή και των άλλων πρωταγωνιστών του έργου του, επικαλούμενος πλήθος ιστορικών στοιχείων, που κάνει το έργο αξιοθαύμαστο. Ο πολύ μεγάλος αριθμός παραπομπών και τα αυτούσια αποσπάσματα από ιστορικές πηγές, δίνουν μια επιστημονική διάσταση στο έργο και, όχι μόνο δεν κουράζουν τον αναγνώστη, αλλά του δίνουν τη δυνατότητα να  αντλήσει πολλά πληροφοριακά στοιχεία και να πλουτίσει τις γνώσεις του.
     Το πολύ αξιόλογο αυτό βιβλίο, που ο συγγραφέας αφιερώνει στον πατέρα του, έχει συνολικά 200 σελίδες, τις οποίες ντύνει με την εικονογράφησή της η κ. Λυδία Βενιέρη. Στο τέλος δεν παραλείπει να ευχαριστήσει όλους όσους συνέβαλαν στη συγγραφή του. Σε όλο το έργο του παραμένει αταλάντευτα πιστός στον ορισμό του δοκιμίου. Δεν εξαντλεί το θέμα του, εκφράζει πολύ συχνά προσωπικές σκέψεις και απορίες, δίνοντας έτσι τη λαβή και στον αναγνώστη να δημιουργήσει τις δικές του και να τον βοηθήσει/ωθήσει, ίσως, να ερευνήσει και ο ίδιος τα θέματά του, αφού πολλά σημεία βρίσκονται «στο αχαρτογράφητο πέλαγος του σκότους» και η αναμενόμενη «άφεση» δεν έχει έλθει.
     Αξιοπρόσεκτη είναι, επίσης, και η λογοτεχνική ευχέρεια ή μάλλον πληρότητα/δεινότητα του πνευματικού δημιουργού. Κι ακόμα, οι συχνές και οι μεγάλες διεισδύσεις του σε λαογραφικά στοιχεία, δίνουν μια επιπλέον διάσταση της τοπικής (και όχι μόνο) ιστορίας.
 
Λίγα λόγια για το συγγραφέα (από το βιογραφικό του σημείωμα στο βιβλίο):
 
     Ο Δημήτρης Ινδαρές γεννήθηκε στην Πάτρα και σπούδασε πολιτικές επιστήμες και Διεθνείς Σχέσεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου. Εργάσθηκε ως βοηθός σκηνοθέτη κοντά στους Παντελή Βούλγαρη, Φρίντα Λιάππα, Διαγόρα Χρονόπουλο και Νίκο Περάκη. Ο ίδιος έχει σκηνοθετήσει τις ταινίες «Ο Τσαλαπετεινός» του Wyoming και «Γαμήλια Νάρκη», που απέσπασαν διακρίσεις, όπως επίσης ντοκιμαντέρ, διαφημιστικές ταινίες και ταινίες μικρού μήκους. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα και έχει διδάξει σκηνοθεσία στο Τμήμα Κινηματογράφου του ΑΠΘ.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 18.11.2021
 

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2021

Μικρά και απλά πράγματα που άλλοτε έκαναν τη διαφορά στη ζωή μας


     Η εποχή μας βομβαρδίζεται συνεχώς με τις νέες προόδους και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας. Αρκετά πριν την ανατολή του 21ου αιώνα, η ζωή άρχισε να χάνει το «φυσικό χρώμα» της και να μπαίνει σε άλλα, «νέα πλαίσια», σύμφωνα με τις επιταγές της «νέας τάξης πραγμάτων». Η ζεστασιά μεταξύ των ανθρώπων σταδιακά χανόταν με γοργούς ρυθμούς και είχαν αρχίσει να κυριαρχούν τα «οξύμωρο σχήματα». Χαρακτηριστικότερο όλων, ίσως, η όλο και μεγαλύτερη επαφή και επικοινωνία, αλλά και η ταυτόχρονη απομάκρυνση μεταξύ μας. Όσο κι αν ακούγεται παράφωνο, όλοι παραδέχονται και όλοι μιλάνε για την πληθώρα «παραγωγής» και τη ροπή προς την  υπερκατανάλωση, που μαζί έφεραν τον κορεσμό και ο κορεσμός την «ανοσμία» και «αγευσία».
     Η κοινωνικοποίηση ξεκίναγε από την ομαδικότητα των παιδιών στις γειτονιές και τα σοκάκια, με ματωμένα γόνατα, με εξαρθρώσεις και κάποιες φορές με κατάγματα, γιατί οι κανόνες απαιτούσαν να ήμαστε δοσμένοι στο παιχνίδι. Κι αργότερα, που το εμπορικό παιχνίδι έμπαινε σιγά-σιγά στη ζωή μας, πάλι η παράβαση των φυσικών νόμων επέφερε συνέπειες: «Πρόσεχε, γιατί αν το χαλάσεις, δεν έχει άλλο»!
    Στην εποχή της συνεχούς επικοινωνίας, όλο και περισσότερο ομολογούν ότι νοιώθουν μοναξιά. Μεγάλη η μοναξιά και στις πυκνοκατοικημένες πόλεις κι ας «σκοντάφτει» συνεχώς ο ένας πάνω στον άλλον. Πολύ περισσότερες οι γνωριμίες από άλλοτε, αλλά απρόσωπες και παρά τις κοντινές αποστάσεις, λείπει η ψυχική επαφή. Ιδιαίτερα απεικονιστική και η φράση του Αντώνη Σαμαράκη, που είχε τεθεί και ως θέμα έκθεσης σε πανελλήνιες εξετάσεις: «Ποτέ οι στέγες των σπιτιών δεν ήταν τόσο κοντά και οι καρδιές των ανθρώπων τόσο μακριά, όσο σήμερα».
     Κι αν θέλουμε να μιλήσουμε με παραδείγματα του παρελθόντος, πόσο έκδηλη ήταν η χαρά των ανθρώπων και πόσο απλόχερα τη μοιράζονταν με τους κοντινούς τους συγγενείς, γείτονες και φίλους, όταν έφτανε το γράμμα των ξενιτεμένων τους και μάθαιναν νέα για την υγεία τους, τη δουλειά τους, τις προόδους τους κι ας ήταν γραμμένο δέκα, δεκαπέντε ή και πολύ περισσότερες μέρες πριν.     
     Τα συγκοινωνιακά μέσα που σήμερα συχνά περιφρονούμε, κύριος και μοναδικός τρόπος μετακίνησης για μεγάλες αποστάσεις για όλους τότε, ήταν πάντα ασφυκτικά γεμάτα και όχι μόνο αυτό: Γίνονταν χώροι συναντήσεων που συνέβαλαν στις δια ζώσης γνωριμίες και αναπτύσσονταν κοινωνικές σχέσεις, δημιουργούνταν φιλίες, ακόμα και συγγένειες συνάπτονταν!  
     Μήπως δεν ήταν ελάχιστες οι φορές το χρόνο που είχαμε κρέας στο τραπέζι και ξεχώριζε έτσι η γιορτή ή η «γιορτινή» μέρα; Το λίγο στο κάθε τι δεν ήταν μόνο πολύ περισσότερο από το τίποτα. Ήταν πλούτος, σε σχέση με το σήμερα που δεν ξέρουμε τι θα πει να είμαστε ολιγαρκείς.
     Πόσοι δεν έχουμε αξεθώριαστη μπροστά μας και την εικόνα του χωριού ή της γειτονιάς, που ελάχιστα μόνο «αρχοντόσπιτα» είχαν τηλεόραση και όλοι μαζεύονταν σ’ αυτά για να δούνε κάποια εκπομπή, τις περισσότερες φορές με πολλά προβλήματα στη λήψη. Μήπως κάτι ανάλογο δεν συνέβαινε και με το ραδιόφωνο με μπαταρίες νωρίτερα, αφού η ηλεκτροδότηση δεν είχε φτάσει παντού. Ποιος μπορεί να ξεχάσει «το θέατρο της Δευτέρας», στο ραδιόφωνο πάντα, που περιμέναμε εναγωνίως όλη τη βδομάδα; Η ίδια αναμονή και η ίδια χαρά και ο Καραγκιόζης για τα παιδιά. Μήπως δεν γινόταν το ίδιο και με την «ελληνική ταινία» στην τηλεόραση το βράδυ του Σαββάτου; Κι αν πάμε λίγο πιο πίσω, θα θυμηθούμε το γραμμόφωνο και το φωνόγραφο. Και όμως, παντού έβλεπες το χαμόγελο, την καλή διάθεση και την αισιοδοξία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων.
     Απλά πράγματα και θέματα, λοιπόν, παρωχημένα και αναχρονιστικά σήμερα που χρωμάτιζαν και ομόρφαιναν τη ζωή μας. Μεγάλα για τους λίγους, τότε, που ονειρεύονταν οι πολλοί. Τελικά, ούτε η υπερκατανάλωση ούτε η ευμάρεια έφεραν ευτυχία. Αντίθετα, διαπιστώνουμε ότι ως ολιγαρκείς ήμαστε περισσότερο ευχαριστημένοι και ότι «ζητείται ελπίς» περισσότερο τώρα, από τότε. Θα βρεθεί, όμως;…
-------------------------------------------------
 
Σημείωση: Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη φίλη Ξένια Παπαδοπούλου, που ο διαδικτυακός διάλογος μαζί της μου έδωσε την αφορμή για τη συγγραφή του θέματος.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 5.11.2021