Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Τα ευλογημένα μήλα


     Είχε μπει για τα καλά το χινόπωρο και δεν ήταν πολύς ο καιρός που η Αντωνία είχε παντρευτεί με το Διαμαντή και είχε πάει νύφη στο χωριό του. Γι’ αυτό και δεν είχε προλάβει να γνωρίσει ούτε όλους τους χωριανούς, ούτε ήξερε πού ήταν το σπίτι του καθενός, πού ήταν τα χωράφια τους και που τα μαντριά τους, παρά μόνο τους κοντινότερους γειτόνους της.
     Ένα πρωινό, ξεκίνησαν να πάνε με την κουνιάδα της τη Ντίνα στον κάμπο για χόρτα. Είχαν πάρει μαζί τους και το πρόχειρο κολατσιό τους, ένα μπουκάλι με νερό και τα απαραίτητα μαχαίρια και τα ταγάρια για τη δουλειά τους. Στο «σκύψε-σήκω» η κουβέντα τους ήταν συνεχής, αφού εκτός των άλλων έπρεπε να γνωρίσει καλύτερα και η μία τη άλλη.
     Όταν ζύγωνε το μεσημέρι, είχαν γεμίσει τα ταγάρια κι έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι. Δεν είχαν έννοια για φαΐ, αφού είχαν κάνει τα κουμάντα τους από το προηγούμενο απόγευμα, τις περίμεναν όμως ένα σωρό άλλες δουλειές.
     Στο γυρισμό, η Αντωνία είδε μια μηλιά αρκετά φορτωμένη, και λαχτάρισε ένα-δυο μήλα.
     «Κόψε κι άλλα! Δεν τα βλέπεις που αρχίσανε και πέφτουνε και θα πάνε χαμένα», της είπε η Ντίνα.
     Δαγκώνοντας ένα, αφού το σκούπισε  στην ποδιά της, είδε ότι ήταν πολύ αρωματικό και νόστιμο. Η προτροπή της κουνιάδας της την ενθάρρυνε και έκοψε άλλα πέντε έξι, που τα έβαλε στο ταγάρι της.
     Το βράδυ, μετά το φαΐ, καθάρισε δυο-τρία, για να φάνε με τον Διαμαντή, την Ντίνα και την πεθερά της.
     «Πού τα βρήκες τα μήλα;», τη ρώτησε ο άντρας της.
     «Στο δρομάκι που χωρίζει από τον κεντρικό και κατεβαίνει για το ποτάμι», του απάντησε.
     Σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα τον Διαμαντή!
    «Αυτό εκεί το χωράφι και η μηλιά μαζί, είναι της εκκλησίας! Κακώς έκανες που έκοψες», της είπε με πνεύμα παρατήρησης αυτός. Αμέσως γύρισε στην αδελφή του και της είπε το ίδιο αυστηρά: «Εσύ γιατί την άφησες, αφού ξέρεις ότι είναι της εκκλησίας;».
     «Σώπα, καημένε! Δυο μήλα έκοψε η κοπέλα που τα ζήλεψε! Έτσι κι αλλιώς, άλλα τρώνε τα πουλιά κι άλλα πέφτουνε στη γη και σαπίζουνε…». Και ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, αναρωτήθηκε, στη σκέψη που ζήλεψε τα μήλα η κουνιάδα της: «…Λες να έχουμε τίποτα;…».
     Ο Διαμαντής με την γυναίκα του κοιτάχτηκαν και η κουβέντα σταμάτησε εκεί. Από εκείνη τη στιγμή, όμως, την Αντωνία τη βασάνιζε το «αμάρτημά» της. Τα βράδια οι σκέψεις τη βάραιναν περισσότερο και δεν ήξερε τι να κάνει να βγάλει το βάρος από πάνω της.
     Αφού το θέμα συνέχιζε να την απασχολεί, σκέφθηκε την Κυριακή να μιλήσει στον παπά, αλλά και πάλι ντρεπόταν! Οπλίστηκε, όμως, με θάρρος και μόλις εκείνος βγήκε από το ιερό μετά τη Λειτουργία, τον πλησίασε. Βλέποντας πως κάτι θέλει, της μίλησε πρώτος:
     Η γυναίκα του Διαμαντή δεν είσαι εσύ;…».
     «Ναι, παππούλη» κι έσκυψε και του φίλησε το χέρι.
     «Τι θέλεις;».
     «Ήρθα να ζητήσω συχώρεση, παππούλη», του είπε πολύ συνεσταλμένα και χαμηλόφωνα, να μην ακούσουν οι λίγοι που ήταν ακόμα μέσα στην εκκλησία, κι αναφέρθηκε στο «αμάρτημά» της!
     Εκείνος χαμογέλασε και με το χαμόγελό του πήρε θάρρος.
     «Να πας να κόψεις κι άλλα!... Όλα να τα κόψεις!... Της εκκλησίας είναι, ευλογία είναι! Να κρατήσεις για το σπίτι σου και τ’ άλλα να τα μοιράσεις!  Έτσι κι αλλιώς περαστικοί τα μαζεύουνε!...
     Η Αντωνία έσκυψε «ξαλαφρωμένη» και του ξαναφίλησε το χέρι κι εκείνος την ευλόγησε. Λίγο αργότερα έλεγε, γελώντας, στον άντρα της το διάλογο που είχε με τον παππά!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.11.2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου