Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Πόσοι από τους νεότερους γνωρίζουν για το φανάρι και τη χρήση του;


Φανάρι φωτισμού, λαδοφάναρο ή κλεφτοφάναρο

     Φανάρι: Πασίγνωστη λέξη, που την συναντάμε με πολλές σημασίες: Σηματοδότης για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας σε μεγαλουπόλεις, φώς οχήματος, φανός θυέλλης, ονομασία χωριών ή πόλεων, μέσο φωτισμού δρόμων (π.χ. φανοστάτης) κλπ. Ίσως μεγαλύτεροι να θυμούνται και νεότεροι να έχουν διαβάσει, πως πριν την τοποθέτηση ηλεκτρικών φανοστατών στους δρόμους των πόλεων, με το που νύχτωνε εντεταλμένος υπάλληλος του Δήμου περνούσε και άναβε τους παλαιού τύπου φανοστάτες, έναν-έναν, αφού λειτουργούσαν με εύφλεκτο υλικό.  Η λέξη χρησιμοποιείται και με ειρωνική ή και πονηρή έννοια, π.χ. για την ανοχή ή διευκόλυνση ερωτικών δραστηριοτήτων κάποιων άλλων, συνήθως παράνομων («κρατάει φανάρι»)! Γνωστά, ακόμη, και τα «κόκκινα φανάρια» των κακόφημων και υποβαθμισμένων περιοχών.
     Στο άρθρο αυτό δεν θα αναλυθούν όλων των ειδών τα φανάρια αυτά, αλλά μόνο εκείνα της παράδοσης, και ειδικά των χωριών μας, που είναι δύο: H κρεμαστή κατασκευή με σήτα για την προστασία των τροφίμων και το φανάρι φωτισμού, το λεγόμενο και λαδοφάναρο ή κλεφτοφάναρο.
     Το φανάρι για την προστασία των τροφίμων, γνωστό και ως «κλούβα» πιθανόν οφείλει την ονομασία του στο σχήμα του και την ομοιότητά του με το φανάρι φωτισμού. Είναι κατά πολύ μεγαλύτερό του και δεν έχει καμία σχέση με την εκπομπή φωτός. Η βάση, η οροφή και οι γωνίες ήταν μεταλλικά μέρη και οι τέσσερις πλευρές αποτελούνταν από σήτα λεπτού σύρματος. Ο εσωτερικός του χώρος χωρίζονταν με οριζόντια ράφια (δύο ή τρία) και στο κέντρο της οροφής, εξωτερικά, υπήρχε μεταλλικός κρίκος που μπορούσε να κρεμαστεί σε υψηλό σημείο, π.χ. από το ταβάνι, όπου και δεν υπήρχε πρόσβαση σε κατοικίδια ζώα (π.χ. γάτες). Η μία του πλευρά ήταν η πόρτα, από την οποία τοποθετούσαν διάφορα τρόφιμα, ωμά ή μαγειρευμένα, για την προστασία τους και από βλαβερά έντομα. Δεδομένου ότι το φανάρι αυτό δεν προσέφερε συντήρηση στα τρόφιμα αυτά, αφού δεν διέθετε ψύξη, η παραμονή τους εκεί μέχρι την κατανάλωσή τους διαρκούσε μικρό μόνο χρονικό διάστημα, ιδίως το καλοκαίρι. Ήταν, θα λέγαμε, ο «πρόγονος» του ψυγείου, αλλά χωρίς ψύξη, όπως αναφέρθηκε, και μην θεωρηθεί καθόλου υπερβολή αν σημειωθεί ότι τα σπίτια που το είχαν, χαρακτηρίζονταν νοικοκυρόσπιτα!

Φανάρι φύλαξης τροφίμων

     Το φανάρι φωτισμού είχε μεταλλικές γωνίες, βάση και οροφή, ενώ οι τέσσερις κάθετες πλευρές του ήταν τζάμια. Η μία του πλευρά και εδώ ήταν η πόρτα του και ως καύσιμο υλικό χρησιμοποιούσαν το λάδι, γι’ αυτό λεγόταν και λαδοφάναρο. Η χρήση του δεν περιοριζόταν μόνο σε φωτισμό, αλλά συνηθιζόταν και σε εικονοστάσια φτωχόσπιτων για καντήλια, όπως και σε νεκροταφεία, ιδίως σε φτωχικούς τάφους και εδώ.
     Το δοχείο για το λάδι, τύπου «ποτηράκι», ήταν τοποθετημένο σε σταθερή υποδοχή στο κέντρο της βάσης του φαναριού. Έτσι, δεν άλλαζε θέση με την κίνηση και δεν επηρεαζόταν το κέντρο βάρους του.  
     Το τζάμι προστάτευε πολύ καλά τη φλόγα από τον αέρα, ακόμα και από τους δυνατούς ανέμους, για τούτο και οι άνθρωποι το χρησιμοποιούσαν στις νυχτερινές μετακινήσεις τους, όταν δεν είχε φεγγάρι. Ίσως και γι’ αυτό το λόγο ονομάστηκε και «κλεφτοφάναρο», αφού δεν κινδύνευε να σβήσει και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί με ευχέρεια και από του κλέφτες. Ο φωτισμός, φωτισμός ενός καντηλιού, δεν ήταν επαρκής και κάλυπτε με αμυδρό φως μόνο ακτίνα λίγων μέτρων από τη φλόγα. Έπρεπε οπωσδήποτε να κρατιέται σταθερά, διαφορετικά το λάδι χυνόταν και η φλόγα έσβηνε. Ο μεταλλικός κρίκος της οροφής (το «χερούλι»), του έδινε το πλεονέκτημα της σταθερότητας, ακόμη και στο γρήγορο βάδισμα, ήταν όμως απαραίτητη και η προσοχή του ανθρώπου που το κράταγε.
     Είδη πρώτης ανάγκης στη ζωή και των κοντινότερων προγόνων μας, και ειδικά της υπαίθρου και τα δύο αυτά φανάρια της παράδοσής μας, που έχουν αποσυρθεί πλέον από την οικιακή χρήση εδώ και λίγες δεκαετίες και τα βλέπουμε μόνο ως εκθέματα λαογραφικών μουσείων η ιδιωτών συλλεκτών.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.8.2018

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Προσκύνημα στο σπίτι του Κώστα Κρυστάλλη

        Ευλαβική επίσκεψη
στο σπίτι του «τραγουδιστή του βουνού και της στάνης»,
του Κώστα Κρυστάλλη,
στο Συρράκο Ιωαννίνων
(ΜΕΡΟΣ B΄: Καλαρρύτες, Συρράκο)

Σημείωση: Ο διαχωρισμός σε Α΄ και Β΄ ΜΕΡΟΣ γίνεται για να μην κουράζει τον αναγνώστη το μακροσκελές κείμενο.
Δείτε το Α΄ ΜΕΡΟΣ εδώ:

Το διατηρητέο, παραδοσιακό πέτρινο χωριό Συρράκο Ιωαννίνων

       Μετά τη μικρή «ανάσα» που πήρε μαζί μας το αυτοκίνητο από το βαρύ φορτίο του και τις κουραστικές ανηφόρες, συνέχισε πάλι να μουγκρίζει σαν από διαμαρτυρία η μηχανή του, μέχρι τον επόμενο σύντομο σταθμό μας, τους Καλαρρύτες. Μια μικρή ομάδα παιδιών σχολικής ηλικίας που απολάμβαναν μαζί με τους γονείς τους τις καλοκαιρινές τους διακοπές εκεί, έπαιζαν αμέριμνα στην παιδική χαρά, στην άκρη της πλατείας, λίγο πριν μεσημεριάσει και οι φωνές τους ανακατεύονταν με τις πανδαισίες της μοσχοβολιάς των φαγητών των νοικοκυριών και των εστιατορίων. Κάποιοι από τους ντόπιους κατοίκους που κάθονταν εκεί μάς καλωσόρισαν με χαμόγελο, απάντησαν πολύ πρόθυμα στις ερωτήσεις μας και μας μίλησαν για τα αξιοθέατα του πανέμορφου και φημισμένου χωριού τους.


Ένας από τους πετροστρωμένους δρόμους στους Καλαρρύτες

     Από τα αρχαιολογικά ευρήματα πιθανολογείται ότι η περιοχή κατοικήθηκε από την εποχή του χαλκού, και ότι πρόκειται για την αρχαία πόλη της Αθαμανίας Άκανθα/ος. Αφού απολαύσαμε από εκεί τη γύρω άγρια ομορφιά που απλωνόταν πλουσιοπάροχα μπροστά μας, περπατήσαμε στα καλντερίμια του χωριού που κρατάει με πολύ σεβασμό την παράδοση.
     Μία από τις πρώτες χαρακτηριστικές εντυπώσεις για τον επισκέπτη, είναι ότι στους πέτρινους δρόμους δεν κυκλοφορούν οχήματα. Ο παραδοσιακός καφές σε λίγο, σ’ ένα από τα λίγα καφενεία του, πραγματική απόλαυση από τα πανάξια χέρια της υπερήλικης μαστόρισσας, μας αναζωογόνησε για να συνεχίσουμε.

     Είχαμε μπει ήδη για τα καλά στο κλίμα της επίσκεψης στον τόπο που γεννήθηκε ο Κώστας Κρυστάλλης, αφού από το βιβλίο τα «Άπαντα» του ποιητή που είχα προνοήσει και είχα πάρει μαζί μου, απήγγελνα από τη θέση του συνοδηγού ορισμένα από τα ποιήματά του στην υπόλοιπη πενταμελή παρέα μου. Ήταν πραγματικά μια μυσταγωγία οι στιγμές αυτές μέσα στο αυτοκίνητο και όσο πλησιάζαμε στο Συρράκο, νοιώθαμε τη μορφή του με την κάπα σαν βασιλικό μανδύα και τη γκλίτσα σαν αρχηγικό σκήπτρο στα κοπάδια που βοσκούσαν στις πλαγιές των γύρω βουνών!

Ο πετροστρωμένος δρόμος που οδηγεί στο Συρράκο

     Φτάνοντας στο Συρράκο, διαπιστώνει από την πρώτη στιγμή ο επισκέπτης ότι κι εδώ ο σεβασμός στην παράδοση είναι αδιαπραγμάτευτος. Από μακριά ακόμη, το βλέμμα προσελκύει η πέτρινη αρχιτεκτονική και η ομοιόμορφη πλακοσκεπή των σπιτιών, που είναι αμφιθεατρικά φωλιασμένα στην άγρια ομορφιά της πλαγιάς του όρους Λάκμος, σε υψόμετρο 1150 μέτρων, του συμπλέγματος της Πίνδου. Ούτε κι εδώ τα οχήματα έχουν πρόσβαση μέσα στο χωριό, τόσο για επισκέπτες, όσο και για τους ντόπιους κατοίκους, «αναγκασμένοι» κι αυτοί να περπατήσουν αρκετά μέχρι το σπίτι τους.

Πέτριμη βρύση: Από τα πρώτα μνημεία που καλωσορίζουν τον επισκέπτη στο Συρράκο

Νερόμυλος σε πολύ καλή κατάσταση: άλλο ένα καλωσόρισμα του επισκέπτη από την παράδοση στο Συρράκο

     O διατηρητέος αυτός παραδοσιακός οικισμός, με τους γειτονικούς Καλαρρύτες είναι τα μόνα χωριά που διατηρούν αυτή την αρχιτεκτονική στα νότια του νομού Ιωαννίνων, κάτι που είναι πιο συνηθισμένο και στα βόρεια, στην περιοχή των Ζαγοροχωρίων. Κατοικήθηκε τον 15ο αιώνα μ.Χ. και στη διάρκεια της τουρκοκρατίας αποτέλεσε πρωτεύουσα της αυτοδιοίκητης ορεινής κοινότητας. Την περίοδο αυτή γνώρισε σημαντική οικονομική ανάπτυξη χάρη στα μεγάλα κοπάδια αιγοπροβάτων, στο εμπόριο και στην αργυροχρυσοχοΐα που διαδόθηκε στο χωριό από τους γειτονικούς Καλαρρύτες που προϋπήρχαν. Και τα δύο χωριά συμμετείχαν στην επανάσταση του 1821 υπό τον Συρρακιώτη Ιωάννη Κωλέττη, αλλά δεν είχε θετική έκβαση. Το χωριό κάηκε ολοσχερώς από τις δυνάμεις του Χουρσίτ Πασά, ξανακτίστηκε όμως τα επόμενα χρόνια και απέκτησε νέα οικονομική δύναμη. Δεν μπορώ να παραλείψω ότι ο Ιωάννης Κωλλέτης, που διετέλεσε πρώτος πρωθυπουργός της νεότερης Ελλάδος, δώρισε στο ναό του Ιωάννου του Προδρόμου του χωριού μου εικόνα του αγίου, με ιδιόχειρη αφιέρωσή του με τις λέξεις: "Δέησις του Δούλου του Θεού Ιω. Κωλέττη αωμε΄ (1845)" !
     Αξίζει ακόμα να υπογραμμιστεί ότι η μεγάλη παραγωγή των μάλλινων καπών των βοσκών στα χωριά αυτά ήταν γνωστή σε όλη την Ευρώπη και ο Μέγας Ναπολέων παρήγγειλε και του κατασκεύασαν πολλές χιλιάδες για το στρατό του!

Το σπίτι του Κώστα Κρυστάλλη, με στεφάνι που έχει κατατεθεί στο άγαλμά του, από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας

     Εκτός από τα λιθόκτιστα σοκάκια, οι πέτρινες παραδοσιακές βρύσες, οι νερόμυλοι, τα μικρά τοξωτά γεφύρια μας καλωσόρισαν από την πρώτη στιγμή στην αναλλοίωτη παράδοση του χωριού. Μικρές πινακίδες μας κατηύθυναν στο σπίτι του «τραγουδιστή του βουνού και της στάνης», το οποίο λειτουργεί ως μουσείο, όπου το άγαλμά του εκπέμπει δέος από τον προαύλιο χώρο. Πολύ γρήγορα μας αντιλήφθηκε ο υπεύθυνος του μουσείου και ξεναγός του κ. Κωνσταντίνος Γαλάνης από το σπίτι του που βρίσκεται σε πολύ μικρή απόσταση και ήλθε να μας καλωσορίσει και να μας προσφέρει τις υπηρεσίες του, παρ' όλο που ήταν μεσημέρι και ώρες μη λειτουργίας του μουσείου!
     Η ξενάγησή του ήταν πολύ ζεστή και μίλαγε με μεγάλη, αλλά δικαιολογημένη υπερηφάνεια για τον τόπο του και το μουσείο. Ήταν τόσο ζεστή και η επικοινωνία του μαζί μας, που ανταλλάξαμε τηλέφωνα και ταχυδρομικές διευθύνσεις για να διατηρήσουμε επαφή κι επικοινωνία μαζί του!

Στη είσοδο του σπιτιού του Κρυστάλλη, με τον ξεναγό και φίλο, πλέον, Κωνσταντίνο Γαλάνη

     Βγαίνοντας από το τρίπατο αρχοντικό του μεγάλου Ηπειρώτη λογοτέχνη, παρατηρήσαμε ότι ενώ η κεντρική είσοδός του έχει μεγάλο ύψος, μια πρόσφατη παρέμβαση την έχει κάνει αρκετά χαμηλότερου, που για να εισέλθει ο επισκέπτης χρειάζεται να σκύψει. Τότε μας εξήγησε ο ξεναγός, και φίλος μας πλέον Κώστας Γαλάνης, ότι η παρέμβαση αυτή έγινε, ώστε ο επισκέπτης να υποκλίνεται στο χώρο αυτόν της ιστορίας και του πολιτισμού!
     Πολλές, πάμπολλες είναι ακόμα οι αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες του τρίπατου διατηρητέου αρχοντικού της οικογένειας Κρυστάλλη, που ήταν σπίτι αμυντικών προδοαγραφών, όπως και όλα σχεδόν της περιοχής, αφού ήταν περίοδος τουρκοκρατίας. Ενδεικτικά, εκτός από τις πολλές πολεμίστρες, μία από τις λεπτομέρειες αυτές είναι και η εξής: Οι οικογένεια που έμενε στο πρώτο πάτωμα, έβλεπε από μια μικρή τρύπα τον επισκέπτη που χτύπαγε την πόρτα με το μάνταλο, χωρίς να τους βλέπει κι εκείνος. Αν ήταν φίλος του έριχναν το κλειδί να μπει κι αν ήταν εχθρός του έριχναν ζεματιστό νερό ή λάδι!   
    Μελαγχολήσαμε φεύγοντας, που το νήμα της ζωής του ποιητή κόπηκε πολύ πρόωρα. Πόσα, στ’ αλήθεια, είχε να προσφέρει στη γραμματολογία μας, αν ζούσε, όπως πολλοί σύγχρονοί του μεγάλοι του πνεύματος!
     Μια γειτονική παραδοσιακή ταβέρνα σε κοντινή απόσταση από εκεί εύφρανε σε λίγο τις αισθήσεις μας και ενίσχυσε τις δυνάμεις μας για την επιστροφή. Αν και Αυγουστιάτικο καταμεσήμερο, το κοντομάνικο μπλουζάκι ήταν πολύ λίγο να μας προστατέψει από την αισθητή για την εποχή παγωνιά. 
     Παίρνοντας το δρόμο της επιστροφής, κι ενώ το αυτοκίνητο κατέβαινε χωρίς κούραση τώρα, απολαμβάναμε την ισχυρή καταιγίδα που με φαντασμαγορικό τρόπο είχε ενσκήψει μακριά μας, στον κύριο ορεινό όγκο των Τζουμέρκων. Λαμπερές αστραπές, η μία μετά την άλλη σπάθιζαν τον ουρανό, και τα βουνά γύρω αντηχούσαν δυνατά από τις ισχυρές βροντές που ακολουθούσαν. Σε λίγο νοιώσαμε από κοντά το δέος που προκαλούσε, αφού περάσαμε «από μέσα»!

Τοπική καταιγίδα στα Τζουμέρκα και τα νερά του Άραχθου θολά από τις απογευματινές μπόρες των τελευταίων ημερών

Σύντομη αναφορά στον «τραγουδιστή του βουνού και της στάνης»

               Ο "τραγουδιστής του βουνού και τη στάνης", ο ποιητής Κώστας Κρυστάλλης, γεννήθηκε το 1868 στο Συρράκο Ιωαννίνων από πατέρα μεγαλέμπορο,  όπου έζησε μέχρι τα δώδεκα χρόνια του και έμαθε τα πρώτα γράμματα. Μετά φοίτησε στη Ζωσιμαία σχολή Ιωαννίνων. Το ποίημα του «Αι σκιαί του Άδου», που δημοσίευσε 1887, ήταν η αιτία να διωχθεί από τον τόπο του από τις τουρκικές αρχές, γιατί εξυμνούσε τους αγωνιστές της επανάστασης του 1821. Κατέφυγε στην Αθήνα όπου εργάσθηκε σε τυπογραφείο στη στοά Φέξη και παράλληλα έγραφε και δημοσίευε λογοτεχνικά του έργα. Νοιώθοντας φυλακισμένος στην αχανή μεγαλούπολη, όσες Κυριακές είχε το χρόνο ανέβαινε στην Πεντέλη που του θύμιζε τον τόπο του κι έκανε τον περίπατό του. Χαρακτηριστικό και το παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα του «Πεντέλη»:

«Νάξερες, όμορφο βουνό, τί μου θυμίζει εμένα
ένα κεδρί, ένας πεύκος σου, μια ρεματιά, μια βρύση.
Νάξερες όμορφο βουνό, τί πόθους μου ξανάφτει
κι ένας ανθός σου ταπεινός με τη μοσχοβολιά του,
γι’ αυτό, βουνό μου, σ’ αγαπώ περίσ’ απ’ όλα τ’ άλλα.»

      Οι δύσκολες συνθήκες της ζωής και της εργασίας του είχαν αποτέλεσμα να προσβληθεί από φυματίωση. Μετακόμισε στην Κέρκυρα, ελπίζοντας ότι εκεί θα βελτιωθεί η υγεία του, η οποία όμως επιδεινώθηκε και τελικά πέθανε στις 22 Απριλίου του 1894 στην Άρτα.

Η στοά Φέξη στην Αθήνα (σύγχρονη φωτογραφία), σε τυπογραφείο της οποίας εργαζόταν ο Κώστας Κρυστάλλης

     Το έργο του Κρυστάλλη κατηγορήθηκε πολύ, αλλά και επαινέθηκε πολύ. Από τους κορυφαίους που το επαίνεσαν και ο μεγάλος μας Κωστής Παλαμάς, του ποίημα του οποίου παρατίθεται: 

Στη δόξα του Κρυστάλλη

Από την πέτρα ένας ανθός άχρονος. Και προβάλλει
μέσα στο χρόνο, κι είν’ ο ανθός η εικόνα σου, Κρυστάλλη!
Γυρεύει τη φλογέρα σου για να μας ξαναμπάσει
στην Ήπειρο, στης λεβεντιάς τη βρυσομάνα πλάση.
Και αγνάντια ροδομάγουλη, καθάρια, η Μούσα, βλάχα,
λιτή, λαϊκή, σαν το χλωρό βασιλικό στη γάστρα,
κορμοστασιά, περπατησιά. Τα μάτια της μονάχα
σα να σπιτώνουν μέσα τους τον ουρανό με τ’ άστρα.
Κρυστάλλη, ο ποιητής δε ζει στου σκλάβου τη φοβέρα.
Γι’ αυτό απ’ τη γη που πάτησες παιδί, του Τούρκου η μπόρα
σ’ έριξε στης ελεύθερης πατρίδας τον αέρα·
μα εκεί σού εστάθη πιο σκληρή κι από τον Τούρκο η Χώρα.
Γιατί στ’ αφτιά, απ’ το θόρυβο της χώρας ξαφνισμένα
και αλλότριο και παράκαιρο βούισμα η μουσική σου.
Έγνοια, συμπόνια, ανάπαψη δεν ήτανε για σένα,
και της αρρώστιας δόθηκε βορά το νέο κορμί σου.
Του κάκου μετρητοί πιστοί της θείας του στίχου γλώσσας,
τ’ ανάκρασμά σου ακούγοντας: «Τέτοια τραγούδια λέω!»,
σάμπως του Ολύμπου κλάγγασμα, σα φύσημα της Όσσας
ή από τον Πίνδο κύλημα νερού, σαν ό,τι ωραίο
δείχνουν ποτάμια, οργώματα, και το χωριό και η στάνη,
το κέντημα της λυγερής, τα πράτα του τσοπάνη,
τα ντόπια, μακρεμένα πια, σα θρυλικά, σαν ξένα,
στα μέτρα σου τα χαίρονταν ονειρευτά πλασμένα.
Κρυστάλλη, το τραγούδι σου στέκουν το ηχολογάνε
και του καιρού το πέρασμα και των ωρών οι γύροι,
και το κρατάν αχάλαστο και το κοιτάνε ως να ’ναι,
στο κύμα απάνου του ρυθμού, της Άρτας το γιοφύρι.
Το ’χτισες, πρωτομάστορα, μ’ όλη τη μαστοριά σου
το σιδεροθεμέλιωσες με το δικό σου το αίμα,
γλύκα φλογέρας το αίμα σου, και πάει το λάλημά σου
με του δακρύου το στάλασμα, με του βουνού το ρέμα.
Κρυστάλλη, και η φωνή σου αχός ξωθιάς που συνεπαίρνει,
του Ψωμοπάτη σου η καρδιά, του τσέλιγκα και η γνώση,
κάμπος τα τρώει τα νιάτα σου, μα ο σταυραϊτός τα παίρνει
στα νύχια του απ’ το χάρο· πάει να σ’ τα καταστερώσει.
Κελαηδεσμένε αντίλαλε, κελαηδιστή τεχνίτη,
Δόξα σοι, Νίκα, βοσκέ λαέ, Δάφνη θεϊκέ ερημίτη,
καταραμένε της ζωής, της φύσης χαϊδεμένε,
όπου κορφή, πουλιά, στοιχειά σε κλαίνε και σε λένε.

     Με τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννησή του και μια ακριβώς εβδομάδα πριν την επίσκεψή μας στο Συρράκο, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας επισκέφθηκε το παραδοσιακό χωριό του και τίμησε το μεγάλο τέκνο της Ηπείρου που έφυγε από τη ζωή σε πολύ νέα ηλικία, με κατάθεση στεφάνου στο άγαλμά του και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις που είχαν προγραμματιστεί εκεί.
     Από τα ποιήματά του και τα πεζογραγήματά του προκύπτουν λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία, γι' αυτό και πολλοί τον αναφέρουν και ως ιστορικό, φυσικά και λαογράφο.

Νίκος Χρ. Παπακωνστανόπουλος, 16.8.2018
http://nikolpapak.blogspot.com/2017/05/blog-post_22.html

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018


Καμενιάνοι Καλαβρύτων:
Αγιασμός στο Λαογραφικό Μουσείο!



     «Τύχη αγαθή» συνέβαλε και παρευρέθηκα με τη σύζυγό μου στον αγιασμό του Λαογραφικού Μουσείου Καμενιάνων Καλαβρύτων. Πέρα από τους ισχυρούς δεσμούς αμοιβαίας αγάπης, φιλίας, εκτίμησης και σεβασμού που με συνδέουν με το συμμαθητή μου στα γυμνασιακά χρόνια και νυν πνευματικό συνοδοιπόρο κ. Κωνσταντίνο Νικολόπουλου-Καμενιανίτη, με τους Καμενιάνους με συνδέουν κι άλλοι δεσμοί: της φιλίας του πατέρα μου και της συγγένειας της εξ Αγριδίου (Καλαβρύτων) μητέρας μου με πολλούς Καμενιανίτες, από την μεγάλη οικογένεια των «Πουρναραίων».
     Παραμονές Δεκαπενταύγουστου, λοιπόν, και το πανέμορφο χωριό, οι Καμενιάνοι, είχε αρχίσει να συγκεντρώνει τους ξενιτεμένους του για τη μεγάλη γιορτή της Παναγιάς μας, το Πάσχα του καλοκαιριού. Τα σπίτια χαμογελούσαν ορθάνοιχτα και φροντισμένα και οι άνθρωποι χαίρονταν το «καλώς ανταμωθήκαμε» στα δρομάκια του, στις αυλές, στην εκκλησία, παντού! Μετά τη παράκληση στον περικαλλή ιερό ναό του αγίου Αθανασίου από τον π. Νικόλαο, οδηγηθήκαμε στο κοντινής απόστασης σχολείο – νυν λαογραφικό μουσείο – για τον αγιασμό. Εκεί ο χώρος γέμισε κόσμο, και σαν τις παιδικές φωνές άλλοτε, έβλεπες στα πρόσωπα όλων ανάγλυφα ζωγραφισμένη τη χαρά και την ικανοποίηση για την επαναλειτουργία αυτή του σχολείου τους. Τα συναισθήματά τους αυτά μοιραστήκαμε κι εμείς μαζί τους, αφού κάθε πρόοδος σε κάθε χωριό του τόπου μας αντανακλά σε όλη την επαρχία.

Το σχολείο ξαναγέμισε κόσμο!

     Το ιδρυθέν το 1928 δημοτικό σχολείο Καμενιάνων, μέσα από το οποίο ξεπήδησαν μεγάλες προσωπικότητες, έκλεισε σχετικά πρόσφατα, μη αποτελώντας εξαίρεση από πολλά σχολεία των χωριών της Πατρίδας. Η λήξη της λειτουργίας του αυτή ήταν και μια λαβωματιά στις καρδιές των καλοκάγαθων Καμενιανιτών, που όμως δεν κατέθεσαν τα όπλα.
     Είμαι προσωπικά πολύ υπερήφανος που ο αεικίνητος πρώην συμμαθητής μου Κωνσταντίνος Νικολόπουλος-Καμενιανίτης πρωτοστάτησε και σ’ αυτή τη δραστηριότητα, με πολλή προσωπική του εργασία, μάλιστα, κι έφερε μαζί με τους πολύτιμους συνεργάτες του αυτό το θεαματικό αποτέλεσμα, σε μικρό χρονικό διάστημα και σε καιρούς με μεγάλες οικονομικές δυσκολίες.

Σύντομη ξενάγηση μετά τον αγιασμό

Δείγμα εκθεμάτων

      «Είς οιωνός άριστος», λοιπόν, παρόμοιες πρωτοβουλίες και όσο περισσότερους μιμητές βρίσκουν, τόσο ο πολύπαθος τόπος μας θωρακίζεται με τις Αξίες του!

     Αγαπητέ αδελφικέ φίλε, συμμαθητή στα γυμνασιακά θρανία, πολύτιμε συντοπίτη και πνευματικέ συνοδοιπόρε Κωνσταντίνε Νικολόπουλε- Καμενιανίτη, αγαπητοί φίλοι και γείτονες Καμενιανίτες, σας σφίγγω θερμά το χέρι για το πραγματικό αυτό επίτευγμά σας! Πλούσιο σε εκθέματα στολίδι πολιτισμού τώρα το Σχολείο σας, και ήδη Λαογραφικό Μουσείο, περιμένει τους επισκέπτες να θαυμάσουν, να υποκλιθούν, να τιμήσουν, να επαινέσουν, να παραδειγματιστούν, να διδαχθούν! Το πνευματικό ίδρυμα του χωριού σας θα συνεχίσει και πάλι με τη νέα του μορφή να παρέχει παιδεία, σκοπός για τον οποίο ιδρύθηκε. Να είστε πάντα υπερήφανοι για το μικρό χωριό σας με τους μεγάλους ανθρώπους του, εσάς, και οι πρωτοπόρες δραστήριότητές σας πάντα να μας διδάσκουν!

Ξανά στο ίδιο θρανίο, μετά από κάτι δεκαετίες με τον Κώστα Νικολόπουλο,
αυτή το φορά για τις αναμνήσεις και όχι για μάθημα!
Κι εδώ με τον πολύ αγαπητό φίλο Βασίλη Καλογερόπουλο,
τον οποίο ευχαριστώ για την ευγενική παραχώρηση του φωτογραφικού υλικού!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 16.8.2018

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Ευλαβική επίσκεψη στο σπίτι του «τραγουδιστή του βουνού και της στάνης», του Κώστα Κρυστάλλη, στο Συρράκο Ιωαννίνων


(ΜΕΡΟΣ Α΄: Πρόλογος, διαδρομή, προσκύνημα στη μονή Κηπίνας)

Σημείωση: Ο διαχωρισμός σε Α΄ και Β΄ ΜΕΡΟΣ γίνεται για να μην κουράζει τον αναγνώστη το μακροσκελές κείμενο.

Πρόλογος

     Τα ορεσίβια παιδικά βιώματα επηρέασαν οπωσδήποτε την ψυχοσύνθεσή μου. Κάτι ανάλογο έχει γίνει και με την ποίηση του «τραγουδιστή του βουνού και της στάνης», του Κώστα Κρυστάλλη, που τα ποιήματά του μίλαγαν και μιλάνε πάντα στην ψυχή μου. Σ’ αυτό συνέβαλε και ο δάσκαλός μου, στη δευτέρα τάξη του δημοτικού, ο Κωνσταντίνος Τσόγκας, που ως Ηπειρώτης κι αυτός, δεν έχανε καμία ευκαιρία να εκθειάζει, εκστασιασμένος πάντα, τον μεγάλο συντοπίτη του λογοτέχνη. Έτσι, από μικρή ηλικία μού γεννήθηκε η επιθυμία να επισκεφθώ το χωριό του, το Συρράκο Ιωαννίνων, σαν ελάχιστη απότιση φόρου τιμής στο μεγάλο τέκνο της Ηπείρου.
     Ο γάμος μου με την εκ Πρεβέζης σύζυγό μου, έφερε πιο κοντά αυτό το όνειρο. Κάποιες άλλες προτεραιότητες, όμως, συνεχώς το ανέβαλαν, για να κατορθώσει να γίνει πραγματικότητα τον Αύγουστο του 2018. Αφού από την προηγούμενη ημέρα συζητήσαμε με την εξαμελή παρέα μας τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, συναντηθήκαμε άκρως ευδιάθετοι εκείνο το Αυγουστιάτικο πρωινό στο προκαθορισμένο σημείο του Γοργομύλου Πρέβεζας, του χωριού της συζύγου μου, αν και η τσιπουροκατάνυξη της ίδιας παρέας το προηγούμενο βράδυ κράτησε μέχρι αργά!  

Η διαδρομή

     Ακολουθήσαμε τη διαδρομή δυτικά των Τζουμέρκων, έχοντας το περήφανο και ξακουσμένο βουνό δεξιά μας. Ανηφορικός, με πολλές στροφές και σχετικά στενός ο φιδωτός δρόμος, έκανε σε πολλά σημεία το αυτοκίνητο να αγκομαχεί. Τα ορθάνοιχτα παράθυρα δεν μας στερούσαν καθόλου την επαφή με τη φύση, που ξεδιπλωνόταν σε όλο της το μεγαλείο, όσο έκοβε το μάτι μας, από τα πρώτα μέτρα μπροστά μας, μέχρι τον μακρινό ορίζοντα στις κορφές των πολυτραγουδισμένων Ηπειρώτικων βουνών. Αν και κατακαλόκαιρο, παντού βασίλευε ανοιξιάτικο χρώμα και διάθεση, από τις καθημερινές απογευματινές βροχές των τελευταίων ημερών. 

Τα "περήφανα και ξακουσμένα" Τζουμέρκα του δημοτικού μας τραγουδιού

    Στο ύψος του γεφυριού της Πλάκας ξαναφέραμε στη μνήμη μας την ιστορία του πέτρινου αυτού μνημείου, ένα από τα πολλά της περιοχής, και μελαγχολήσαμε για τη σημερινή του κατάσταση. Εκεί δεν έχασα την ευκαιρία να απαγγείλω στην παρέα μου το ποίημα μου «στο γεφύρι της Πλάκας» και οι τελευταίοι στίχοι του άρχισαν να παίρνουν τη μελαγχολία μας και να μας ξαναφέρνουν τη διάθεση (δείτε εδώ: http://nikolpapak.blogspot.com/2018/01/blog-post_30.html  ).
     Όσο ανεβαίναμε, τόσο αφήναμε όλο και πιο χαμηλά τον Άραχθο ποταμό, που καταλήγει στον Αμβρακικό κόλπο, ύστερα από τη σκληρή δοκιμασία των νερών του, που τιθασεύονται προσωρινά στην τεχνητή λίμνη του Πουρναρίου, κοντά στην Άρτα, όπου και το ομώνυμο φράγμα της ΔΕΗ.
     Φωλιασμένα τα γραφικά χωριά των Τζουμέρκων στους πρόποδες και τις πλαγιές του ιστορικού βουνού, άλλα μικρότερα κι άλλα μεγαλύτερα, δημιουργούσαν μαζί με την ομορφιά του επιβλητικού ορεινού όγκου τον τέλειο πίνακα ζωγραφικής της φύσης, στον ίδιο τους τον τόπο. Τα τζιτζίκια ισοκρατούσαν στις μελωδίες των πουλιών και όλα μαζί γέμιζαν αρμονικά την ησυχία που θα επικρατούσε χωρίς αυτά. Κι ενώ η ζωή κάτω στον πίνακα ζωγραφικής ακολουθούσε τους δικούς της γνώριμους καθημερινούς ρυθμούς, ψηλά και κάτω από τα πρώτα σύννεφα που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, αετοί και γεράκια έκαναν μεγάλους κύκλους, αναζητώντας τη λεία τους.

Προσκύνημα στη μονή Κηπίνας

     Πρώτος σταθμός «ανάσας» στη διαδρομή μας, ήταν η ιστορική μονή Κηπίνας, πραγματική αετοφωλιά στο βράχο, που σε καλεί να την επισκεφθείς και να νοιώσεις το δέος, να θαυμάσεις την τέλεια τέχνη και τη ριψοκίνδυνη θέληση των εμπειρικών μαστόρων της εποχής εκείνης, να εκστασιαστείς με τις σκέψεις και μόνο της μοναχικής ζωής και όσων αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την εγκόσμια ζωή για να αφιερωθούν εκεί τότε. Προσωπικά μου θύμισε και την επίσης σπάνιας ομορφιάς μονή Προδρόμου στη Στεμνίτσα Αρκαδίας, με την οποία η μονή Κηπίνας έχει πολλές ομοιότητες στην αρχιτεκτονική επάνω και μέσα στο βράχο.

Η μονή Κηπίνας

     Αφού αφήσαμε το αυτοκίνητο στο μεγάλο άνοιγμα του δρόμου, που είναι μαζί και χώρος στάθμευσης των οχημάτων των προσκυνητών, ανηφορίσαμε τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούν στο μοναστήρι. Μπαίνοντας, μάς καλωσόρισε με χαμόγελο μια καλόκαρδη κυρία που το φρόντιζε, αφού δεν έχει πια μοναχούς. Δεν διέφεραν όμως σε τίποτα η υποδοχή, η φιλοξενία, η τάξη, η καθαριότητα και η κατάνυξη από κάθε άλλο προσκύνημα όπου εγκαταβιώνουν μοναχοί.
     Μεταξύ των αξιοπρόσεκτων σημείων είναι και η κρεμαστή ξύλινη γέφυρα, την οποία σήκωναν οι μοναχοί με μηχανισμό («μανιβέλα»), δημιουργώντας έτσι κενό τεσσάρων μέτρων, περίπου, για να προστατεύονται οι ίδιοι και το μοναστήρι από τις επιδρομές των τούρκων και των ληστών, καθώς και κάθε άλλου κακόβουλου επισκέπτη.
     




Η κρεμαστή ξύλινη γέφυρα του μοναστηριού, ανοιχτή και κλειστή

     Άλλο ένα σημείο από το οποίο ο φόβος κυριαρχεί τον προσκυνητή, είναι το απόλυτα κάθετο μεγάλο και δυσθεόρατο ύψος από τη χαράδρα του Χρούσια ή Καλαρρύτη ποταμού, παραπόταμου του Άραχθου.
     Από τον πρόναο μπορεί να εισέλθει ο προσκυνητή/επισκέπτης και στο σπάνιο  σπήλαιο, 240 μέτρα του οποίου είναι αξιοποιημένα. Εδώ πάλι ομοιότητες με το Σπήλαιο λιμών των Καστριών Καλαβρύτων, αφού μικρές λίμνες με νερό υπάρχουν και σ' αυτό.

Το φαράγκι του Χρούσια ποταμού

     Το μονίδριο κτίστηκε το 1212 και είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που πανηγυρίζει όμως την Παρασκευή της Διακαινησίμου, της Ζωοδόχου Πηγής. Η οροφή του βράχου λαξεύτηκε κατάλληλα και δημιουργήθηκε ο τρούλος της εκκλησίας. Το όνομά του οφείλει, πιθανόν, στους πολλούς κήπους που είχε κάτω προς το ποτάμι, αφού και τα νερά είναι εκεί άφθονα.
     Αναβαπτισμένοι από το προσκύνημα στη μοναδική αυτή αετοφωλιά της Ορθοδοξίας και με ενισχυμένες τις σωματικές δυνάμεις από τα κεράσματα, συνεχίσαμε τη διαδρομή μας, με επόμενο σταθμό το πέτρινο χωριό Καλαρρύτες.
     Περνώντας από το χωριό Κτιστάδες, ρώτησα αν υπάρχει το επώνυμο Ευθυμίου, που πιθανότατα από εκεί ήταν ο Ηπειρώτης κτίστης Κώστας Ευθυμίου που έχτισε και το πατρικό μου σπίτι στο χωριό μου, το 1937. Δυστυχώς, όμως, κανείς από τους τρεις ντόπιους δεν ήξερε, ούτε ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητος.


Χαραγμένη σε πέτρα η ημερομηνία ανέγερσης του πατρικού μου σπιτιού, στο Λειβάρτζι Καλαβρύτων,
με το όνομα του Τζουμερκιώτη μάστορα Κωνσταντίνου Ευθυμίου,
ή "μαστρο-Κώστα", όπως ήταν γνωστός στην περιοχή.

     Συνεχίζεται με το Β΄ ΜΕΡΟΣ: Καλαρρύτες, Συρράκο.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.8.2018