Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

Ευλαβική επίσκεψη στο σπίτι του «τραγουδιστή του βουνού και της στάνης», του Κώστα Κρυστάλλη, στο Συρράκο Ιωαννίνων


(ΜΕΡΟΣ Α΄: Πρόλογος, διαδρομή, προσκύνημα στη μονή Κηπίνας)

Σημείωση: Ο διαχωρισμός σε Α΄ και Β΄ ΜΕΡΟΣ γίνεται για να μην κουράζει τον αναγνώστη το μακροσκελές κείμενο.

Πρόλογος

     Τα ορεσίβια παιδικά βιώματα επηρέασαν οπωσδήποτε την ψυχοσύνθεσή μου. Κάτι ανάλογο έχει γίνει και με την ποίηση του «τραγουδιστή του βουνού και της στάνης», του Κώστα Κρυστάλλη, που τα ποιήματά του μίλαγαν και μιλάνε πάντα στην ψυχή μου. Σ’ αυτό συνέβαλε και ο δάσκαλός μου, στη δευτέρα τάξη του δημοτικού, ο Κωνσταντίνος Τσόγκας, που ως Ηπειρώτης κι αυτός, δεν έχανε καμία ευκαιρία να εκθειάζει, εκστασιασμένος πάντα, τον μεγάλο συντοπίτη του λογοτέχνη. Έτσι, από μικρή ηλικία μού γεννήθηκε η επιθυμία να επισκεφθώ το χωριό του, το Συρράκο Ιωαννίνων, σαν ελάχιστη απότιση φόρου τιμής στο μεγάλο τέκνο της Ηπείρου.
     Ο γάμος μου με την εκ Πρεβέζης σύζυγό μου, έφερε πιο κοντά αυτό το όνειρο. Κάποιες άλλες προτεραιότητες, όμως, συνεχώς το ανέβαλαν, για να κατορθώσει να γίνει πραγματικότητα τον Αύγουστο του 2018. Αφού από την προηγούμενη ημέρα συζητήσαμε με την εξαμελή παρέα μας τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, συναντηθήκαμε άκρως ευδιάθετοι εκείνο το Αυγουστιάτικο πρωινό στο προκαθορισμένο σημείο του Γοργομύλου Πρέβεζας, του χωριού της συζύγου μου, αν και η τσιπουροκατάνυξη της ίδιας παρέας το προηγούμενο βράδυ κράτησε μέχρι αργά!  

Η διαδρομή

     Ακολουθήσαμε τη διαδρομή δυτικά των Τζουμέρκων, έχοντας το περήφανο και ξακουσμένο βουνό δεξιά μας. Ανηφορικός, με πολλές στροφές και σχετικά στενός ο φιδωτός δρόμος, έκανε σε πολλά σημεία το αυτοκίνητο να αγκομαχεί. Τα ορθάνοιχτα παράθυρα δεν μας στερούσαν καθόλου την επαφή με τη φύση, που ξεδιπλωνόταν σε όλο της το μεγαλείο, όσο έκοβε το μάτι μας, από τα πρώτα μέτρα μπροστά μας, μέχρι τον μακρινό ορίζοντα στις κορφές των πολυτραγουδισμένων Ηπειρώτικων βουνών. Αν και κατακαλόκαιρο, παντού βασίλευε ανοιξιάτικο χρώμα και διάθεση, από τις καθημερινές απογευματινές βροχές των τελευταίων ημερών. 

Τα "περήφανα και ξακουσμένα" Τζουμέρκα του δημοτικού μας τραγουδιού

    Στο ύψος του γεφυριού της Πλάκας ξαναφέραμε στη μνήμη μας την ιστορία του πέτρινου αυτού μνημείου, ένα από τα πολλά της περιοχής, και μελαγχολήσαμε για τη σημερινή του κατάσταση. Εκεί δεν έχασα την ευκαιρία να απαγγείλω στην παρέα μου το ποίημα μου «στο γεφύρι της Πλάκας» και οι τελευταίοι στίχοι του άρχισαν να παίρνουν τη μελαγχολία μας και να μας ξαναφέρνουν τη διάθεση (δείτε εδώ: http://nikolpapak.blogspot.com/2018/01/blog-post_30.html  ).
     Όσο ανεβαίναμε, τόσο αφήναμε όλο και πιο χαμηλά τον Άραχθο ποταμό, που καταλήγει στον Αμβρακικό κόλπο, ύστερα από τη σκληρή δοκιμασία των νερών του, που τιθασεύονται προσωρινά στην τεχνητή λίμνη του Πουρναρίου, κοντά στην Άρτα, όπου και το ομώνυμο φράγμα της ΔΕΗ.
     Φωλιασμένα τα γραφικά χωριά των Τζουμέρκων στους πρόποδες και τις πλαγιές του ιστορικού βουνού, άλλα μικρότερα κι άλλα μεγαλύτερα, δημιουργούσαν μαζί με την ομορφιά του επιβλητικού ορεινού όγκου τον τέλειο πίνακα ζωγραφικής της φύσης, στον ίδιο τους τον τόπο. Τα τζιτζίκια ισοκρατούσαν στις μελωδίες των πουλιών και όλα μαζί γέμιζαν αρμονικά την ησυχία που θα επικρατούσε χωρίς αυτά. Κι ενώ η ζωή κάτω στον πίνακα ζωγραφικής ακολουθούσε τους δικούς της γνώριμους καθημερινούς ρυθμούς, ψηλά και κάτω από τα πρώτα σύννεφα που άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους, αετοί και γεράκια έκαναν μεγάλους κύκλους, αναζητώντας τη λεία τους.

Προσκύνημα στη μονή Κηπίνας

     Πρώτος σταθμός «ανάσας» στη διαδρομή μας, ήταν η ιστορική μονή Κηπίνας, πραγματική αετοφωλιά στο βράχο, που σε καλεί να την επισκεφθείς και να νοιώσεις το δέος, να θαυμάσεις την τέλεια τέχνη και τη ριψοκίνδυνη θέληση των εμπειρικών μαστόρων της εποχής εκείνης, να εκστασιαστείς με τις σκέψεις και μόνο της μοναχικής ζωής και όσων αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την εγκόσμια ζωή για να αφιερωθούν εκεί τότε. Προσωπικά μου θύμισε και την επίσης σπάνιας ομορφιάς μονή Προδρόμου στη Στεμνίτσα Αρκαδίας, με την οποία η μονή Κηπίνας έχει πολλές ομοιότητες στην αρχιτεκτονική επάνω και μέσα στο βράχο.

Η μονή Κηπίνας

     Αφού αφήσαμε το αυτοκίνητο στο μεγάλο άνοιγμα του δρόμου, που είναι μαζί και χώρος στάθμευσης των οχημάτων των προσκυνητών, ανηφορίσαμε τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούν στο μοναστήρι. Μπαίνοντας, μάς καλωσόρισε με χαμόγελο μια καλόκαρδη κυρία που το φρόντιζε, αφού δεν έχει πια μοναχούς. Δεν διέφεραν όμως σε τίποτα η υποδοχή, η φιλοξενία, η τάξη, η καθαριότητα και η κατάνυξη από κάθε άλλο προσκύνημα όπου εγκαταβιώνουν μοναχοί.
     Μεταξύ των αξιοπρόσεκτων σημείων είναι και η κρεμαστή ξύλινη γέφυρα, την οποία σήκωναν οι μοναχοί με μηχανισμό («μανιβέλα»), δημιουργώντας έτσι κενό τεσσάρων μέτρων, περίπου, για να προστατεύονται οι ίδιοι και το μοναστήρι από τις επιδρομές των τούρκων και των ληστών, καθώς και κάθε άλλου κακόβουλου επισκέπτη.
     




Η κρεμαστή ξύλινη γέφυρα του μοναστηριού, ανοιχτή και κλειστή

     Άλλο ένα σημείο από το οποίο ο φόβος κυριαρχεί τον προσκυνητή, είναι το απόλυτα κάθετο μεγάλο και δυσθεόρατο ύψος από τη χαράδρα του Χρούσια ή Καλαρρύτη ποταμού, παραπόταμου του Άραχθου.
     Από τον πρόναο μπορεί να εισέλθει ο προσκυνητή/επισκέπτης και στο σπάνιο  σπήλαιο, 240 μέτρα του οποίου είναι αξιοποιημένα. Εδώ πάλι ομοιότητες με το Σπήλαιο λιμών των Καστριών Καλαβρύτων, αφού μικρές λίμνες με νερό υπάρχουν και σ' αυτό.

Το φαράγκι του Χρούσια ποταμού

     Το μονίδριο κτίστηκε το 1212 και είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που πανηγυρίζει όμως την Παρασκευή της Διακαινησίμου, της Ζωοδόχου Πηγής. Η οροφή του βράχου λαξεύτηκε κατάλληλα και δημιουργήθηκε ο τρούλος της εκκλησίας. Το όνομά του οφείλει, πιθανόν, στους πολλούς κήπους που είχε κάτω προς το ποτάμι, αφού και τα νερά είναι εκεί άφθονα.
     Αναβαπτισμένοι από το προσκύνημα στη μοναδική αυτή αετοφωλιά της Ορθοδοξίας και με ενισχυμένες τις σωματικές δυνάμεις από τα κεράσματα, συνεχίσαμε τη διαδρομή μας, με επόμενο σταθμό το πέτρινο χωριό Καλαρρύτες.
     Περνώντας από το χωριό Κτιστάδες, ρώτησα αν υπάρχει το επώνυμο Ευθυμίου, που πιθανότατα από εκεί ήταν ο Ηπειρώτης κτίστης Κώστας Ευθυμίου που έχτισε και το πατρικό μου σπίτι στο χωριό μου, το 1937. Δυστυχώς, όμως, κανείς από τους τρεις ντόπιους δεν ήξερε, ούτε ο πρόεδρος της τοπικής κοινότητος.


Χαραγμένη σε πέτρα η ημερομηνία ανέγερσης του πατρικού μου σπιτιού, στο Λειβάρτζι Καλαβρύτων,
με το όνομα του Τζουμερκιώτη μάστορα Κωνσταντίνου Ευθυμίου,
ή "μαστρο-Κώστα", όπως ήταν γνωστός στην περιοχή.

     Συνεχίζεται με το Β΄ ΜΕΡΟΣ: Καλαρρύτες, Συρράκο.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.8.2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου