Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Ινδαρές για το βιβλίο μου «Η Ανάσταση στον καιρό τη πανδημίας»


     Αν και η πανδημία έβαλε εμπόδια στην πρώτη προγραμματισμένη παρουσίαση του βιβλίου μου «Η Ανάσταση στον καιρό τη πανδημίας»-διηγήματα και ποιήματα, εκδόσεις «ΑΠΕΙΡΟΣ ΧΩΡΑ 20022», όμως, μια ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη ήρθε να φέρει πολλά και ευχάριστα συναισθήματα, αντισταθμίζοντας το «ατύχημα» αυτό, που με πολύ ενθουσιασμό είχα ετοιμάσει και με, επίσης, πολύ ενθουσιασμό περίμενε ο κόσμος στο χωριό της συζύγου μου! Πρόκειται για την κριτική του καταξιωμένου σκηνοθέτη και συγγραφέα, προσωπικού φίλου και με ιστορικές ρίζες από το χωριό μου, Δημήτρη Ινδαρέ! Την παραθέτω αυτούσια:
 
«Η Ανάσταση στον καιρό της πανδημίας»
Διηγήματα και ποιήματα
του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου.
Αθήνα, 2022
 
      Μια θύρα κοσμεί το εξώφυλλο. Και η θύρα αυτή ανοίγοντας οδηγεί τον αναγνώστη σ' έναν κόσμο καλοσύνης.
     Οι μέρες της πανδημίας ήταν για όλους μια ευκαιρία ενδοσκόπησης. Η απειλή του αγνώστου που κρύβει πάντα μέσα της την αγωνία της απώλειας, στην περίπτωση του συγγραφέα τον έκανε να στραφεί στην παραμυθία του καλού.
     Την ώρα που πολλοί διχάζονται στο χρηματιστήριο των ταπεινών ενστίκτων και των μισαλλόδοξων παθών, ο Νίκος επιμένει στο καλό σαν άσκηση και σαν προσευχή, εμπνεόμενος από μια παράδοση αγάπης και καλοσύνης που φέρει μέσα του ζωντανή και θέλει να τη μοιραστεί με τους άλλους.
     Η ύπαιθρος είναι η μήτρα των πάντων. Ο απόηχός της στην πόλη, ενεργός. Ο περασμένος χρόνος συνδέεται με διαδρομές που είναι καθαρές από τα χορτάρια της αλλοτρίωσης. Οι χαρακτήρες που επιλέγει και οι σκηνές που συλλαμβάνει ο συγγραφέας, οργανώνονται με την πληρότητα μιας λιτότητας που συγκινεί κι εντυπωσιάζει. Χωρίς φτιασίδια ή οποιουδήποτε είδους επιτήδευση παρουσιάζει μπροστά μας κάθε δράση με τρυφερότητα κι ανθρωπιά.
     Ένας κόσμος χωρίς τάμπλετ και κινητά κάνει τη μόνη ψηφιακή συσκευή που αναφέρεται στο βιβλίο να μοιάζει με μαγικό καθρέφτη, όπου ο αναγνώστης αναμετριέται με τη μυστική ζωή που κατοικεί εντός του, αυτή που ο συγγραφέας επιμένει να μας δείχνει με όλο του το έργο και την επίμονη πνευματική του παρουσία.
     Πολύ ωραίο κι ευανάγνωστο βιβλίο.
     Φίλε μου Νίκο, ευχαριστώ!
 
     Φίλε μου Δημήτρη, δικό μου το ευχαριστώ!

Με τον σκηνοθέτη Δημήτρη Ινδαρέ,
εμπρός στο μνημείο του προγόνου του 
Δημητράκη Ινδαρέ - ήρωα της Επανάστασης του 1821,
στην συνοικία Μεσοχώρι στο Λειβάρτζι Καλαβρύτων, 
απ' όπου και οι ρίζες του Δημήτρη.


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.8.2022

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

Ο γιος του γυρολόγου (διήγημα)


Αφιέρωση:
Στους πολλούς αφανείς «Αλέκους»
κι αγωνιστές της ζωής «γιους των γυρολόγων».
 
Σημείωση: Η ιστορία είναι αληθινή, με μικρές μόνο «βουτιές» στη φαντασία.
 
     Αβάσταχτος ο πόνος τη Πόπης της Χαρίλαινας, των παιδιών της και των άλλων γύρω συγγενών. Ο άντρας της, ο Χαρίλαος ο γυρολόγος, ένας άντρακλας μέχρι κειπάνω, που έπιανε την πέτρα και την έστυβε κι έβγανε νερό, έπεσε ξαφνικά στην αυλή τους εκείνο το καλοκαίρι του 1962 και πάει, χωρίς να προλάβει να τους αφήσει καμιά τελευταία ορμήνια.  Όσο κι αν το χωριό έδειχνε έμπρακτα και με κάθε τρόπο τη συμπαράστασή του και πολύ περισσότερο οι κοντινοί συγγενείς, δεν έφευγαν μέρα νύχτα οι σκέψεις από το μυαλό της Πόπης, πώς θα τα βγάλει πέρα. Μικρά τα παιδιά της ακόμα, ο Αλέκος δε είχε κλείσει τα δώδεκα, η Σπυριδούλα στα δέκα και η Φανή μόλις είχε τελειώσει την πρώτη δημοτικού. Σίγουρα ο πολύ πρόωρος και ξαφνικός χαμός του πατέρα του, τα έκανε να ωριμάσουν πριν την ώρα τους.
     Ανασκουμπώθηκε, θέλοντας και μη η Χαρίλαινα και, μόλις κάνανε και τα τρίμερα, φόρτωσε το γαϊδούρι με το εμπόρευμα, που έπρεπε να φύγει. Τι να το έκανε καταχωνιασμένο στο κατώι και δεν ήταν και λίγο: Λυχνάρια, λάμπες πετρελαίου, λαδοφάναρα, κρησάρες, κόσκινα, δοχεία για νερό, κανάτια, κύπελα, κατσαρόλες και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς για τις ανάγκες του σπιτιού, που με αυτό πέρναγε από όλα τα χωριά ο Χαρίλαος κι έφερνε γύρω τη φαμίλια του. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν συγκινητική: Ψώνιζαν και παραπάνω από τις ανάγκες τους για να βοηθήσουν. Μέχρι ν’ αρχίσει το σχολείο το Σεπτέμβρη και μετά το Σεπτέμβρη τις Κυριακές μέχρι να πιάσει ο χειμώνας, ο Αλέκος συνέχισε μόνος του τη δουλειά του πατέρα του στο χωριό τους και στα γύρω χωριά. Έπαιρνε και παραγγελίες από τους πελάτες του, όπως και ο πατέρας του, και που τους τις έφερνε από το κεφαλοχώρι του έδιναν και κάτι παραπάνω. «Ο γιος του γυρολόγου» ήταν πλέον το «όνομά» του για τους χωριανούς του και τους κατοίκους των γύρω χωριών, που τον ακολουθούσε μαζί με τα μαύρα βιώματα της απώλειας του πατέρα σε όλη του τη ζωή.
     Μπορεί σήμερα η ζωή εκτός πόλης θεωρείται μια ιδανική επιλογή, ίσως και επιλογή ζωής, δεν συνέβαινε το ίδιο και τα πρώτα χρόνια μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η σκληρή ζωή της υπαίθρου παρότρυνε τους νέους ανθρώπους δια στόματος γονέων, συγγενών, φίλων, γειτόνων, δασκάλων, αλλά και κάθε μεγαλύτερου, ν’ αναζητήσουν σε μια μεγαλούπολη την τύχη τους, «για να ζήσουν καλύτερα». Έτσι και ο Αλέκος, «ο γιος του γυρολόγου». Οι προτροπές της χήρας μάνας του, αλλά και πολλών μεγαλύτερων συγγενών του, ήταν λες και γράφηκαν με καρμπόν:
     «Να πας παραπέρα, να ζήσεις σαν άνθρωπος! Βλέπεις εδώ, από το χάραμα μέχρι το βαθύ νύχτωμα, καθόλου δεν ησυχάζουμε στα χωράφια και στα βουνά με τα ζωντανά και με ό,τι άλλες δουλειές κάνουμε και προκοπή δεν βλέπουμε! Σάμπως ξεχωρίζουμε και ποτέ τη γιορτή από την καθημερινή;…».
     Τέτοια του έλεγαν κι όσο αυτός έβλεπε λίγο μεγαλύτερούς του, που είχαν φύγει για κάποια πόλη να έρχονται στο χωριό και να κάνουν το «κομμάτι» τους κουστουμαρισμένοι και κάποιες φορές γραβατωμένοι, ζήλευε εκείνη τη ζωή της πόλης, που μόνο να τη φανταστεί μπορούσε. Εύκολα έπαιρναν και τα μυαλά του αέρα με όλα αυτά. Μοναχογιό τον είχε η Χαρίλαινα και πολύ την έσφαζε που και η ίδια τον «έδιωχνε» από κοντά της, όμως υπολόγιζε πως κάτι θα μπορούσε βοηθήσει και τις δυο αδερφές του να παντρευτούν, αφού ήξερε την ευαίσθητη ψυχή του. Μεγάλος αδερφός, ίσον πατέρας κι αυτό ήταν άγραφος νόμος. Αυτό έκαιγε και τον ίδιο: Ν’ αφήσει μάνα και δυο μικρές αδερφές μόνες κι απροστάτευτες και να πάρει των ομματιών του; Βρίσκοντας, όμως, μια δουλειά με πολύ καλύτερο μεροκάματο από το γυρολόι στην πόλη, θα μπορούσε να τις ενισχύει κι αυτές οικονομικά. Έπειτα, υπολόγιζε και στο στήριγμα και τη βοήθεια που θα είχαν από το θείο Αχιλλέα, που δεν τους άφησε ποτέ από τα μάτια του και στεκόταν πάντα δεύτερος πατέρας, μετά τον πρόωρο χαμό του αδερφού του. Το «να φύγω» και το «να μείνω», ήταν δύο θεριά που αλληλοχτυπιόντουσαν μέρα νύχτα μέσα του, ποιο θα νικήσει.
     Με το που τέλειωσε το δημοτικό, στο χωριό του, κι αυτό με τρία χρόνια καθυστέρηση, αφού «δεν έπαιρνε» και τα γράμματα, είχε και το γυρολόι, έφυγε για την μεγαλούπλη. Κλαίγοντας τον αποχαιρέτισαν μητέρα και αδελφές εκείνο το πρωινό που πήρε το λεωφορείο στα δεκαπέντε του, που με αυτό θα έφτανε στο σταθμό του τραίνου για την πόλη. Τον σταύρωνε συνέχεια και με την καρδιά της του έδινε τις ευχές της η μάνα του:
     «Να έχεις την ευχή μου! Να προκόψεις! Χώμα να πιάνεις και μάλαμα να γίνεται!...». «Μη στενοχωριέσαι για εμάς. Θα τα καταφέρουμε… Τώρα που μεγαλώνουν και τα κορίτσι και με βοηθάνε, θα σταθούμε στα πόδι μας… Θα έχουμε στήριγμά μας και τον μπάρμπα σου, τον αδερφό του πατέρα σου…», συμπλήρωνε. Τα κορίτσια ένοιωσαν πως ορφάνεψαν για δεύτερη φορά από πατέρα, μα κατάπιαν τον πόνο τους. Ανάμικτα και τα συναισθήματα του ίδιου, που, όμως, η αισιοδοξία για την «καλή ζωή» που ανοιγόταν μπροστά του υπερτερούσε, για το καλό του ίδιου και τη οικογένειάς του.    
     Τις πρώτες μέρες η ζωή του στην απρόσωπη μεγαλούπολη, δεν μπορεί να πει κανείς ότι ήταν και η καλύτερη. Ένας συγχωριανός του, ο Τάσος, τον φιλοξένησε για λίγες μέρες στο σκοτεινό υπόγειο που έμενε, μέχρι που βρήκε δικό του κατάλυμα: Μια παράγκα, με καρφωμένες ξύλινες σανίδες στη μια πλευρά! Κάμποσα χρόνια μεγαλύτερος ο Τάσος, τον είχε στο νου του και πάντα τον συμβούλευε. Ο ίδιος μίλησε από την πρώτη στιγμή και στο αφεντικό του και τον πήρε στη δουλειά: Να φτιάχνει και να κουβαλάει λάσπη στον ώμο με τον τενεκέ, να κουβαλάει και τούβλα και ότι άλλο χρειαζόταν οι μαστόροι στην οικοδομή.
     Ζορίστηκε τον πρώτο καιρό ο Αλέκος, αλλά τα οράματα για τη ζωή που ξεπηδούσαν το ένα μετά το άλλο μέσα του, έκαναν «μέσο» τη δουλειά στην οικοδομή για τους σκοπούς που ονειρευόταν. Στο μήνα απάνω, που πήρε τα πρώτα του λεφτά, έγραψε στη μάνα του και στις αδερφές του και τους έβαλε κι ένα πενηντάρικο μέσα στο γράμμα! Με λυγμούς συγκίνησης, νοσταλγίας και πόνου άκουγε η μάνα του τα γραφόμενά του από τη μεγαλύτερη κόρη της, τη Σπυριδούλα, που τα διάβαζε λέξη-λέξη, ενώ κράταγε σφιχτά στο χέρι της το πενηντάρικο, νοιώθοντάς το ως κομμάτι από την προκοπή του γιού της! Αυτό το πενηντάρικο δεν το χάλασε ποτέ η Χαρίλαινα! Το έβαλε στο εικόνισμα στου σπιτιού, δίπλα κι από τη φωτογραφία του άντρα της, να το ευλογήσει η Παναγιά, να πάρει και την ευχή του πατέρα του και να προκόψει!
     Εκείνη η παράγκα έκλεινε μέσα της όλη την «καλή ζωή» του Αλέκου στην πόλη. Βλέποντας, όμως, ανάγλυφα την πραγματική όψη της ζωής, καταλάβαινε πως δεν έχει πολλές επιλογές. Γύριζε κατάκοπος από τη δουλειά του αργά το απόγευμα και λίγο τυρί με άσπρο ψωμί από το γειτονικό φούρνο ήταν το συνηθισμένο του δείπνο. Συνήθως τις  Κυριακές το τραπέζι του γινόταν... αρχοντικό με καμιά κονσέρβα και τα απογεύματα ξέδινε με τη μπάλα και άλλα παιδιά της ηλικίας του στο κοντινό γηπεδο. Οι προτροπές του φίλου του του Τάσου να πηγαίνουν που και που σε κάνα «κουτουκάκι» με μουσική και «κοριτσοπαρέα», ήταν μεγάλη πρόκληση, αλλά δεν υπέκυπτε. Πάντα είχε στο νου του τον τρόπο που επινόησε ο πολυμήχανος Οδυσσέας ν’ αντισταθεί στις σειρήνες.  
     Τον άλλο μήνα, που το αφεντικό του άρχισε να εκτιμά την προθυμία του και το φιλότιμό του, του έδωσε κάτι παραπάνω. Αφού έκανε τα κουμάντα του και τους προγραμματισμούς του να μπορέσει να βγει πολύ στριμωγμένα πέρα μέχρι την επόμενη πληρωμή του, πήρε το πρώτο του βιβλίο! Συνέχισε να στέλνει μια-δυο φορές το μήνα από κάνα πενηντάρικο στη μάνα του και στα κορίτσια, διπλώνοντάς το μέσα σε μπλε κόλλα χαρτιού να μην φαίνεται, γιατί αυτό απαγορευόταν στο γράμμα.
     Πριν περάσει ένας χρόνος, είχε μαζέψει κάτι μικροοικονομίες και αποφάσισε να πάει στο σπίτι του, στο χωριό του! Από ένα φορεματάκι στις αδερφές του, φτηνό μεν αλλά χαριτωμένο, μαντήλι για το κεφάλι και ποδιά και παπούτσια της μάνα του ήταν τα δώρα που τους κράταγε! Ένα πουκάμισο για το θείο Αχιλλέα, συμπλήρωνε τις μικρές, αλλά γεμάτες αγάπη προσφορές στα αγαπημένα του πρόσωπα. Ανείπωτη η χαρά της Χαρίλαινας:
     «Παιδάκι μου, πότε πρόκαμες και καζάντησες και μας έφερες κι εμάς τόσα πράγματα;», ήταν η απορία τη, αλλά και ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός της. Την άλλη μέρα το πρωί, πήρε στα χέρια της τα δικά της δώρα και με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά και υπερηφάνεια πήγε και τα έδειχνε στις γειτόνισσες!
     Από την άλλη, όμως, την έζωναν τα φίδια για τί δουλειές έκανε ο Αλέκος της στην πολιτεία, βλέποντας τα χέρια του που ήταν χιλιοσκασμένα κι αγριεμένα σαν ξερό κι ακατέργαστο δέρμα από τα τσιμέντα και τους ασβέστες και το πρόσωπό του και όλη του η πλάτη που είχαν ηλιοκαεί και είχαν πάρει καστανό χρώμα.
     «Παιδάκι μου, να παρατήσεις και την οικοδομή, να παρατήσεις και το καλό της και να γυρίσεις σπίτι μας. Ας ζήσουμε φτωχότερα και χωρίς να έχεις τέτοια ταλαιπωρία…».
     «Τί λες ρε μάνα; Τώρα που πάω να βάλω μια σειρά στη ζωή μου θα τα παρατήσω;…».
     «Ποια σειρά και ποια προκοπή, γιόκα μου; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο βλέπω… Χώρια που μου έχεις αδυνατίσει…».
     Στο δεύτερο ταξίδι του στο χωριό, ήταν αποφασισμένος:
     «Μάνα, θα έρθεις λίγες μέρες μαζί μου στην πόλη. Να μου φτιάξεις κι εμένα ένα πιάτο φαΐ με τα χέρια στο, να μου πλύνεις και κάνα ρούχο…».
     Ο πραγματικός του σκοπός, όμως, δεν ήταν αυτός. Ήθελε να ξεφύγει για λίγο η μάνα του, να ειδούν τα μάτια της και κάτι παραπέρα, αφού το μεγαλύτερο… ταξίδι που είχε κάνει ήταν στο διπλανό χωριό που παντρεύτηκε η αδελφή της, κάνα δυο ώρες δρόμο με τα πόδια.  
     «Τι λες παιδάκι μου;» απάντησε η Χαρίλαινα, λες και κεραυνοβολήθηκε! «Πού ν’ αφήσω τις δουλειές μας και το σπίτι μας; Και τα κορίτσια; Πώς να τ’ αφήσω κι αυτά μοναχά τους;…».
     «Έλα ρε, μάνα! Μεγαλώσανε τώρα τα κορίτσια και τα καταφέρνουνε μια χαρά μόνες τους! Κοντεύουνε για παντρειά!... Έπειτα, είναι κι ο θείος ο Αχιλλέας…».
     «Αχ, ρε παιδάκι μου! “Πεθαμένη” θα με πας στην πολιτεία και “πεθαμένη” θα με φέρεις… Αφού ξέρεις, πόσο με πειράζει κείνο το έρμο το λεφορείο. Το βλέπω που περνάει στο δρόμο και μου γυρίζουν τ’ άντερα!…».
     «Έννοια σου, μάνα, έννοια σου! Έχω κάτι χαπάκια να πάρεις πριν ξεκινήσουμε και δεν θα καταλάβεις τίποτα…».
     Τόφερε από δω, τόφερε από κει στο μυαλό της η Χαρίλαινα, έμεινε άυπνη όλο το βράδυ από τις σκέψεις της και τις ενοχές της που θα αποχωριζόταν έστω και για λίγο το σπίτι της, τα ζωντανά της, τις κότες της, μα προπάντων τα κορίτσια της. Έπειτα, ένοιωθε και την ανάγκη να βοηθήσει, έστω και συμβολικά το γιο της, αλλά κρυφολαχταρούσε λίγο να δει και πώς ζούσε ο ίδιος και πώς ζει ο κόσμο παραπέρα, «πίσω από τα βουνά». Την άλλη μέρα στην ίδια ερώτηση/προτροπή του γιου της, απάντησε με δυσκολία:
     «Άιντε να σου κάμω το χατίρι, γιόκα μου! Όχι για περισσότερο από τρεις μέρες, όμως!».
     «Τί να λέει τρεις μέρες, ρε μάνα;… Τι να λέει;…».
     «Και μία το πήγαινε και μία το έλα, πέντε ημέρες! Ξέρεις τί είναι να λείψω πέντε ημέρες από το σπίτι μου;…» και σιγομονολόγησε: «Άιντε να δω και τί θα βρω πίσω άμα γυρίσω...».
     Πικρά, δηλητήριο τα «άσπρα χαπάκια», «διά τήν ναυτίαν τών ταξιδιωτών», θαυματουργά όμως! Ούτε καν που ζαλίστηκε η κυρά-Πόπη!
     Ένα απόγευμα την πήρε, μπήκαν στο λεωφορείο και βγήκαν μαζί μια βόλτα στη μεγάλη πλατεία. Χάζεψε το μάτι της με όσα έβλεπε και οι απορίες της έρχονταν η μία μετά την άλλη. Αφού κάθισαν σ’ ένα παγκάκι κι έλεγαν διάφορα, πέρασαν δυο φίλοι του γιου της.
   «Μάνα, κάτσε εδώ για λίγο. Έχουμε αφήσει στη μέση κάτι με τους φίλους μου. Μη φύγεις από εδώ, όμως, γιατί θα σε χάσω!...».
     «Όχι, παιδάκι μου! Κάνε τη δουλειά σου! Δεν κουνιέμαι ρούπι εγώ από δω που κάθουμαι!…».
    Απομακρύνθηκε για λίγο ο Αλέκος, αλλά από το σημείο που ήταν με τους φίλους του, παρακολουθούσε με το βλέμμα του και τη μάνα του στο παγκάκι. Σε λίγα λεπτά, ξαναγύρισε κοντά της.
     «Μάνα δεν άργησα, έτσι;… Ανησύχησες;».
     «Όχι, παιδάκι μου! Αλλά να… Μου φάνε παράξενο… Τόσος κόσμος πέρασε από μπροστά μου και κανένας δεν βρέθηκε να μου πει μια καλησπέρα», ήταν η απορία και απάντηση μαζί της καλοκάγαθης κυρούλας!
     Η εικόνα και εμφάνιση του γιου της που όλο βελτιωνόταν, της κινούσαν ακόμα περισσότερο την περιέργεια για την «καλή ζωή» στην μεγαλούπολη. Ύστερα σκεφτόταν και τούτο, καθώς τον έβλεπε πάντα περιποιημένο και με χέρια «ανθρώπινα»: «…Μεγαλώνει το παιδί… Ε, ήρθε κι η ώρα του και να γαμπρίσει…»!
     «Δεν χορταίνω να χαϊδεύω τα χεράκια σου», του είπε ένα βράδυ, λίγο μετά  που έφτασε στο χωριό και τον κανάκευε σαν μικρό παιδί. Νοιώθοντας άβολα εκείνος μπροστά στις αδελφές του, προσπαθούσε ν’ αποτραβηχτεί. Είχε τελειώσει και το στρατό πλέον. Του τα κράτησε σφιχτά και τον ρώτησε:
     «Δεν δουλεύεις τώρα ασβέστες και τσιμέντα;».
     «Τ’ αφεντικό μου με έβαλε κι επιβλέπω τους άλλους εργάτες και δεν ανακατώνομαι τώρα μ’ αυτά…», ήταν η απάντησή του, που έκανε την μάνα του να νοιώσει κάπως περήφανη, γι’ αυτή την πρόοδο του γιου της.
     Τα χρόνια πέρναγαν και το περιεχόμενο από ένα γράμμα του Αλέκου στη μάνα του και στις αδελφές του δεν χώραγε αντιρρήσεις:  
     «Μάνα, Σπυριδούλα και Φανή, ετοιμάστε τα καλά σας το φορέματα και ελάτε στην πόλη!».
     «…Θα βρήκε καμιά κοπέλα και θέλει να νοικοκυρευτεί!...», ήταν η σκέψη τους και πέταξαν από τη χαρά τους! Ταχτοποίησαν τις δουλειές του σπιτιού, άφησαν και τους γείτονες να έχουν το νου τους στα ζωντανά και την καθορισμένη ημέρα τις περίμενε καλοντυμένες στο σταθμό του τραίνου. Αφού χαιρετήθηκαν, η μάνα του τον ρώτησε όλο απορία, που το είχε «δεμένο» ότι επρόκειτο για κοπέλα:
     «Την κοπέλα γιατί δεν την έφερες;…»!
     «Ποια κοπέλα, ρε μάνα!», απάντησε ο Αλέκος και γέλασε με την ψυχή του! Κάγκελο η κυρά-Πόπη!
     «Πάμε σπίτι και θα σας εξηγήσω εκεί», τους είπε συμπληρωματικά.
     Όλο χαρά ο Αλέκος, αλλά και οι ίδιες με τα «καλά φορέματα» που τους είχε γράψει να έλθουν, ο νους τους πήγαινε σε κάτι το πολύ καλό. Αφού μπήκαν σπίτι και κάθισαν, με πρόσωπο που έλαμπε εκείνος και με την αγωνία και το ενδιαφέρον ζωγραφισμένα στης μάνας του και στων κοριτσιών τα πρόσωπα, άρχισε να τους λέει τη δική του, κρυφή μέχρι εκείνη τη στιγμή ιστορία:
     «Λίγον καιρό μετά που ήρθα στην πόλη, ας είναι καλά ο Τάσος που μου άνοιξε το σπίτι του, μου είχε “στρωμένο τραπέζι” και μου βρήκε δουλειά στην οικοδομή, γράφτηκα σε νυχτερινό γυμνάσιο. Την ημέρα δούλευα, το βράδυ πήγαινα σχολείο και τη νύχτα διάβαζα. Πάντα έκανα και οικονομίες να τα βγάνω πέρα και να μην δίνω δικαίωμα σε κανέναν. Μετά το γυμνάσιο έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο πανεπιστήμιο! Τελείωσα τις σπουδές μου και τώρα είμαι καθηγητής! Μεθαύριο θα ορκιστώ και θα πάρω το πτυχίο μου! Γι’ αυτό σας ήθελα να έρθετε με τα καλά σας και να είστε δίπλα μου!... Και τελευταία που βλέπατε τα χέρια μου “ανθρώπινα”, όπως λέγατε, ήταν που είχα φύγει από την οικοδομή, έκανα φροντιστήρια σε μαθητές του γυμνασίου και ήμουν βοηθός του καθηγητή στο πανεπιστήμιο…».
     Δάκρυα, φιλιά, αγκαλιές, συγκίνηση, ενθουσιασμός απ’ όλους γέμισαν την ατμόσφαιρα του φτωχού υπογείου!
     «Καλά, ρε παιδάκι μου, πώς κράτησες τόσα χρόνια μέσα σου μυστικό ένα τέτοιο πράγμα;», ήταν η εύλογη απορία τους, που εκφράστηκε με το στόμα της μάνας τους.
     «Δεν ήθελα, μανούλα μου, να σας κάνω να έχετε ελπίδες, πριν πετύχω τους στόχους μου που είχα βάλει, και δεν ήταν καθόλου εύκολοι», ήταν η απάντησή του και τα δάκρυα, οι αγκαλιές και τα συναισθήματα χαράς κι ενθουσιασμού, δεν χωρούσαν πλέον στο ταπεινό υπόγειο!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.8.2022
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

Προξενιό του «παλιού καιρού» (αφήγηση ενενηντάχρονης Ηπειρώτισσας)!

Στάμνα: Αλάνθαστη «προξενήτρα» στην Ελληνική ταινία
«Η θεία από το Σικάγο»!

     Με θέματα, έθιμα, συνήθειες, τελετουργικά του γάμου στην περιοχή των Καλαβρύτων, που αρχίζουν από το προξενιό και τελειώνουν στα «πιστρόφια» ή ακόμα και συνεχίζονται μέχρι και την τεκνοποίηση και το ρόλο της μαμής, έχω ασχοληθεί στο πρώτο βιβλίο μου, με τίτλο «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!», εκδόσεις «ΑΝΑΔΡΑΣΗ» 2002, αλλά και σε εκτενή άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS*. Στην παρούσα ανάρτηση παραθέτω μια αφήγηση της Ηπειρώτισσας γιαγιάς Ελισάβετ, ενενηκοντούτης, όπως θα έλεγε και ο κυρ-Αλέξανδρος (Παπαδιαμάντης). Η γιαγιά Ελισάβετ έχει μια ιδιαίτερη μαεστρία στις αφηγήσεις και στις περιγραφές και έχοντας ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον αυτή της η αφήγηση, την παραθέτω αυτούσια:
     «Εγώ μ’ τον Περ’κλή (τον άντρα της), είχαμαν κάνα δυο χρόνια παντρεμέν’. Αν και μ’κρή, ήμαν (ήμουν) π’τσαρίνα (πουτσαρίνα) και κωλοπετσωμέν’ γ’ναίκα και μ' εμπιστευόταν ο πεθερός μ'. Για κάθε τ’ δ’λειά που ’θελε να κάν’, έπαιρνε και τη γνέμη μ’. Ένα βραδάκ’ ήρθ’ ένα προξ’νιό για τη Βασίλω. Ήταν από μακρινό, αλλά μεγάλο χωριό του κάμπου ο λιγάμενος (λεγάμενος) κι τούτου (τούτο) του άρεσε του πεθερού μ’ για τη Βασίλω. “Κάμπος είν’, σ’ λέει, θα βρει τόπο να ζήσ’ η κοπέλα μ’ καλύτερα”.
     Αφού είδανε το προξ’νιό με καλό μάτ’, ρώτ’σε κι εμένα. Δεν έδωκ’ απόκρισ’, αλλά κούν’σα το κεφάλ’ ότι ήμαν σύμφωνη. Άιντε τώρα, έπρεπε να πάν’ οι άντρες να ειδούν, για να πάρ’νε (πάρουνε) ντν’ απόφαση. Μ’σή μέρα να πάν κι άλλη μ’σή να ρθούν’ θέλαν’, γιατ’ ήταν μακριά. Το βράδ’ έπρεπε να μείνουν εκεί. Δυο άντρες μαναχοί τσ’, όμως, πώς θα κ’μανταρ’ζόταν' (κουνανταριζόταν); Ηθέλανε και γ’ναίκα μαζί…
    “ Έλα, νύφ’! Εσύ θανά ρθ’ς”, ήταν η κ’βέντα τ’ στη μένα.
     Kάτι μερούλες μετά, πήραμαν το μ’λάρ’ και ξεκ’νήσαμαν τρεις νοματαίοι. Ο πεθερός μ’, ο άντρας μ’ κι εγώ. Το άλλο μ’λάρ’ το αφήκαμαν πίσω, στο σπίτ’, γιατ’ οι δ’λειές δεν καρτέραγαν. Βάλαμαν και ψ’μί και τ’ρί στον τρουβά (τορβά) και η τελευταία μας κ’βέντα με τσ’ άλλους που μείναν πίσω, ήταν την άλλη μέρα που θα γυρνάγαμαν, κατά το γιματάκ’ (γιοματάκι) ν’ ανάβαμαν φωτιά στην κορφή του β’νού, αν το προξ’νιό έδενε, να βλέπαν τον καπνό(!) να μάθαιναν κι οι δ’κοί μας. Και στο πήγαινε και στο έλα, πότε καβάλαγ’ ο ένας και πότε ο άλλος στο μ’λαρ’, να μοιράσ’με το δρόμο.
     Πήγαμαν, καλοί άνθρωποι ήταν οι συμπεθέρ’, μας καλοκαρτέρ’σαν. Εγώ δεν μίλαγα ντιπ', αλλά όταν με τήραγ’ ο πεθερός μ’, χωρίς να καταλαβαίνουν οι άλλ’, τούκανα νόημα με τα μάτια αν ήμαν σύμφωνη ή όχ’! Δώκανε τα χέρια οι άντρες αφού είπαν κάμποσα για την προίκα και τί δ’λειές ήξερ’ η Βασίλω να κάν’, ήπιαν κι ένα ποτήρι κρασί, ευχήθηκαν και το προξ’νιό έκλεισε! Το πιδί, ο γαμπρός, δεν ήταν εκεί σ’ ούλη την κουβέντα. Έμπαινε κι έβγαινε από το σπίτ’ κι αφού συμφωνήσαν οι δυο συμπεθερ’, ο πατέρας τ’ κι ο πεθερός μ’, τότε τον φ’νάξαν να ντου (του) ειπούνε την απόφασή τσ’ και να του φχηθούνε! Εκείνο φίλησ’ το χέρ’ τ’ πατέρα τ’ και τ’ πεθερού τ’ και είπε “φχαρ’στώ”!
     Στο φαΐ απάν’, ξαναφχήκαν και φχηθήκαμαν ούλοι μαζί και μετά στρώσαμαν να κοιμηθούμ’. Ντ’ν άλλη μέρα, φύγαμαν πρωί. Μας δώκαν’ και ψ’μί για το δρόμο και φχηθήκαμαν “η ώρα η καλή στο ζευγάρ’ που θ’ αναταμώσ’ ”!
     Μόλις φτάκαμαν στην κορφή του β’νού, ανάψαμαν τη φωτιά, όπως είχαμαν σ’μφωνήσ’ με τσ' δ’κούς μας πίσω. Τότε κάτσαμαν και φά’αμαν (φάγαναν) ψωμί κάτω από τις γ’ναίκες…».

«Οι γ’ναίκες» στο Ζάλογγο


     Κατά τη διάρκεια της αφήγησής της γιαγιάς Ελισάβετ, τη διακόψαμε κάμποσες φορές, για να μας λυθούν οι απορίες.
Ερώτηση: «Δεν είχε παιδιά το χωριό ή κάποιο κοντινότερο για τη Βασίλω;».
Απάντηση: «Είχε, αλλά ο πεθερός μ’ ήθελε να ζήσ’ καλύτερα η κοπέλα τ’. Να φύγ’ από τα β’νά. Εκείνο το χωριό είχε τόπο…».
Ερώτηση: «Κάτω από ποιες γυναίκες φάγατε στην επιστροφή;».
Απάντηση: «Στις γ’ναίκες που “χορεύουνε” στο Ζάλογγο! Στ’ αγάλματα απ’κάτ’»!
Ερώτηση: «Η Βασίλω ήξερε για το προξενιό;».
Απάντηση: «Α πα πααα!  Δεν ήξεραν και δεν τσ’ λέγαν τίπ’τα τότε τσ’ κοπέλες! Τους το λέγαν μόλις έδεναν το προ’ξνιό οι πατεράδες!... Κι αν είχε χαθεί (είχε πεθάνει) ο πατέρας, με το μεγάλο αδερφό γινόταν η κ’βέντα».
Ερώτηση: «Το παιδί, ο γαμπρός, θα την ήθελε τη Βασίλω, που ήταν από βουνά;».
Απάντηση: Γιατί; Τούπεφτε λόγος κι αυτ’νού; Μοναχοκόρ’ η Βασίλω, τσέλιγκας ο πεθερός μ’, της έδινε πολλά ζ’ντανά προίκα! Τέτοια ευκαιρία έψαχν’ ο πατέρας τ’!».
==============================
 
* Για τα έθιμα του παραδοσιακού γάμου την περιοχή των Καλαβρύτων, στον τόπο μου, μπορείτε να δείτε/διαβάσετε σε έξη μέρη-ενότητες, στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, «πατώντας» τους παρακάτω συνδέσμους:
Α΄ Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2016/09/kalavryta-ta-ethima-toy-gamoy.html
Β΄ Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2016/10/blog-post_85.html
Γ΄ Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2016/10/kalavryta-ta-ethima-toy-gamou.html
Δ΄ Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2016/11/kalavryta-ta-ethima-toy-gamou-D.html
Ε΄ Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2017/01/blog-post_560.html
Το έθιμο του στολισμένου τράγου για το γάμο:
https://www.kalavrytanews.com/2016/08/blog-post_292.html
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.8.2022
 

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

Πόσοι και τι ξέρουμε για το κινίνο;


     Το «κινίνο» ήταν φάρμακο σε διάφορες μορφές (ενέσιμο, σιρόπι, ταμπλέτες, κάψουλες, φακελάκια σκόνης), που η χορήγησή του είχε κριθεί αναγκαία για την αντιμετώπιση της ελονοσίας, η οποία έλαβε μεγάλες διαστάσεις μετά την έκρηξη του Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Η πλέον πρακτική και διαδεδομένη χρήση του ήταν σε ταμπλέτες, που αν και στην πορεία αποδείχθηκε ότι δεν αντιμετώπιζε αποτελεσματικά την ίδια τη νόσο, εν τούτοις χαρακτηρίστηκε «θαυματουργό ελιξίριο», αφού δρούσε καταπραϋντικά στα συμπτώματά της, κυρίως τον πυρετό (τις «θέρμες»), αλλά και τον πόνο. Η μυική χαλάρωση ήταν άλλη μία ευεργετική του δράση.
     Η επίσημη ονομασία του ήταν «κινίνη»(η), δεν προκαλούσε σοβαρές παρενέργειες και η μεγάλη ζήτηση εκτόξευσε την τιμή του, επιφέροντας κέρδη σε φαρμακοβιομηχανίες, φαρμακεία και εμπόρους που το διακινούσαν. Η… εφευρετικότητα «αετονύχηδων», παρούσα και εδώ, μείωσε την δραστική ουσία του φαρμάκου σε κάθε σκεύασμα και τούτο είχε σαν αποτέλεσμα την μειωμένη αποτελεσματικότητά του. Αυτό ανάγκασε ορισμένα κράτη, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, να το διακινούν μέσω μονοπωλείων, με αποκλειστικό κρατικό έλεγχο.
     Βλέποντας ο κόσμος, και περισσότερο ο κόσμος της επαρχίας και των ορεινών περιοχών, ότι το φάρμακο αντιμετώπιζε τον πυρετό, το θεώρησε «ιατρικό θαύμα», αλλά και ιδανικό «γιατροσόφι», γι’ αυτό το έπαιρναν σε οποιαδήποτε εμπύρετη αιτιολογία, ακόμα και προληπτικά! Φρόντιζαν και είχαν στο σπίτι τους πάντα ένα μικρό απόθεμα «κι ας ήταν αχρείαστο», αλλά πάντα αποδεικνυόταν «χρήσιμο», εντός ή εκτός εισαγωγικών. Κι ακόμα, μερικά χάπια ή φακελάκια κινίνου ήταν πάντα απαραίτητα στις αποσκευές εκείνων που απομακρύνονταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα από τον τόπο τους, π.χ. εργατών, έχοντας έτσι κάποια απαντοχή, αν αρρώσταιναν σε ξένο τόπο. Αξέχαστη μένει η αφήγηση ενός γέροντα στο χωριό μου, που μιμούνταν πολύ παραστατικά την προτροπή αρχιμάστορα σε βοηθό του, που είχε αρρωστήσει και δεν ήθελε να πάρει το κινίνο που είχαν μαζί τους, λόγω της γεύσης του. Του έλεγε, λοιπόν, ο αρχιμάστορας στην προφορά του τόπου τους: «Πιές του, Μήτρου μ’, του κινίνου! Θα σε φαν τα ξένα χούματα!».
     Η κινίνη, γνωστή πάντα ως κινίνο, παρασκευάζεται από το φλοιό του δέντρου κιγχόνη, που πρωτοέγινε γνωστό στη Νότια Αμερική. Η γεύση του σε σιρόπι και σε σκόνη είναι πολύ πικρή, επομένως και αδύνατο να ληφθεί από μικρά παιδιά, και όχι μόνο. Το ίδιο πικρό ήταν και σε μορφή ταμπλέτας, πριν επικαλυφθεί με λεπτό περίβλημα ζάχαρης ή κάποιας άλλης γλυκαντικής ουσίας. Γνωστή εν πολλοίς και η παροιμιώδης έκφραση για τη γεύση του πολύ πικρού, «δηλητήριο, σαν κινίνο». Η κινίνη, τελικά, δεν είναι άλλο φάρμακο από τη χλωροκίνη, για την οποία έγινε μεγάλος λόγος και στην ένκρηξη της πανδημίας του conid-19, που πολλοί έτρεχαν στα φαρμακεία να την προμηθευτούν για προληπτική λήψη! «Η ιστορία επαναλαμβάνεται» και μάλιστα με πανομοιότυπους τρόπους!
-------------------------------------------------------
Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια ΓΙΟΒΑΝΗ, διαδίκτυο.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 16.8.2022

Η «γλώσσα» της κόρνας του αυτοκινήτου!


     Χαρακτηριστικό της εποχής μας η γνώση (πολλών) ξένων γλωσσών, ενδεικτικό της μετακίνησης πληθυσμών σε άλλες χώρες, της παγκόσμιας διακίνησης του εμπορίου, των επιστημών, του τουρισμού και άλλων ακόμα αναγκών του σύγχρονου ανθρώπου. Και όπως κάθε γλώσσα στον κόσμο έχει την ευγενική και την πολιτισμένη πλευρά της, έχει όμως και την αντίθετη. Η γνώση της «γλώσσας» της κόρνας του αυτοκινήτου δεν αποτελεί εξαίρεση και όλοι την αποκτάμε εμπειρικά και χωρίς να την έχουμε διδαχθεί στα θρανία! Ας δούμε, λοιπόν, όχι τις ιδιαιτερότητές της, αλλά γενικότητές της!
     Πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, «μιλάμε» σε άλλους οδηγούς αυτοκινήτων στο δρόμο με την κόρνα του οχήματός μας. Το πώς και γιατί «μιλάμε», εξαρτάται από το είδος του κορναρίσματος. Ας δούμε, λοιπόν, τί τους «λέμε», τί μας λένε, ή τι θέλουμε να τους «πούμε» και να μας πουν, κάθε φορά που «συνομιλούμε»:
-  «Μπιπ» (κορνάρισμα κλασμάτων δευτερολέπτου): Με αυτό μπορεί να ειδοποιούμε το ή τα προπορευόμενα οχήματα που έχουν σταματήσει στο φανάρι μπροστά από εμάς, ότι ο φωτεινός σηματοδότης άναψε πράσινο και πρέπει να ξεκινήσουν, αφού, ενδεχομένως δεν το έχουν δει ή είναι αφηρημένοι. Αν με το «μπιπ» αυτό δεν ανταποκριθούν, αμέσως μετά το κορνάρισμα είναι κάπως παρατεταμένο ή διπλό («μπιιιιιπ» ή «μπιπ-μπιπ»), που σημαίνει: «Εεε! Ξύπνα! Το φανάρι άναψε!». Εκτός τούτων, το μονό ή διπλό πολύ σύντομο «μπιπ», μπορεί να είναι και χαιρετισμός στο δρόμο σε άλλον γνωστό οδηγό ή πεζό, με τον οποίο συναντιόμαστε.
-  «Μπιιιιιιπ!» (κάπως παρατεταμένο): Ήπιο «βρίσιμο» σε οδηγό άλλου αυτοκινήτου, ο οποίος μας προκάλεσε κάποια μικρή δυσκολία στην πορεία μας.
-  «Μπιιιιιιιιιιιιιιιιπ!» (πολύ παρατεταμένο): «Άγριο βρίσιμο» σε οδηγό, ο οποίος γίνεται αιτία να κινδυνεύουμε ή μας κλείνει προκλητικά κι αδιάφορα το δρόμο στο προσπέρασμα. Δεν είναι και λίγες οι φορές που το παρατεταμένο αυτό κορνάρισμα είναι «προστάδιο» φραστικών επιθέσεων ή και χειροδικιών μεταξύ των εμπλεκομένων οδηγών, αφού ακινητοποιήσουν τα οχήματά τους στην άκρη του δρόμου και κατεβαίνουν να… λογαριαστούν, γιατί τα «αίματα ανάβουν» πανεύκολα σ’ αυτές τις περιπτώσεις και, συνήθως, οι παράνομοι είναι περισσότερο επιθετικοί και «λίαν ευγενείς» στους τρόπους!  
-  «Μπιπ!... Μπιπ!... Μπιπ, μπιπ, μπιπ!» (πανηγυρικό κορνάρισμα-δύο με χρονική απόσταση κλασμάτων δευτερολέπτου μεταξύ τους και τρία συνεχόμενα): Αυτό σίγουρα είναι έκφραση/εκδήλωση χαράς, π.χ. συνοδεία νύφης για την εκκλησία. Επίσης, στη γαμήλια πομπή, συνηθίζονται και τα πολύ παρατεταμένα κορναρίσματα, τόσο του νυφικού αυτοκινήτου, όσο και όλων των άλλων που ακολουθούν και συνοδεύουν τη νύφη στην εκκλησία, προκαλώντας έτσι τους κατοίκους των περιοχών που διέρχονται για συμμετοχή στη χαρά τους! Τα ίδια κορναρίσματα ακούγονται και στο ξεκίνημα από το σπίτι, αλλά και κατά την άφιξή τους στην εκκλησία ή στο δημαρχείο.
     Πέρα από τη χιουμοριστική αναφορά μας αυτή, δεν πρέπει να παραλείψουμε και τον τρόπο με τον οποίο πλανόδιοι έμποροι διαλαλούν τα προϊόντα τους, τα κορναρίσματα μεγάλων οχημάτων που κάνουν γνωστή την άφιξη εμπορευμάτων στον παραλήπτη τους, των οχημάτων άμεσης δράσης και επέμβασης, των ασθενοφόρων, των καραβιών, των τραίνων, που για τους γνωστούς, δικούς του λόγους το καθένα δηλώνει την διέλευσή του. Επίσης, δεν πρέπει να παραλείψουμε και ότι η άσκοπη χρήση «ηχητικών οργάνων οχήματος», και εφ’ όσον αυτή βεβαιωθεί, τιμωρείται από τον ΚΟΚ, με όχι ευκαταφρόνητα χρηματικά ποσά.
     Διάφορων ήχων κόρνες κατασκευάζονται στο εμπόριο, δίνοντας τη δυνατότητα πολλών επιλογών στους πελάτες. Μία μόνο «κόρνα» δεν έχει βελτιωθεί και δεν έχει αναβαθμιστεί στο πέρασμα του χρόνου: Το ταπεινό κουδουνάκι του ποδηλάτου!  
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 16.8.2022

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

15 Αυγούστου 1940: Ο τορπιλισμός της «ΕΛΛΗΣ» στην Τήνο


«Μοντέλο του “ΕΛΛΗ”», όπως εκτίθεται στο Πολεμικό Μουσείο Κρήτης


     Πολύ μεγάλη-ίσως η μεγαλύτερη Θεομητορική γιορτή της Χριστιανοσύνης μας η Κοίμηση της Θεοτόκου ή Πάσχα του καλοκαιριού, στις 15 του Αυγούστου. Μήνας διακοπών και χαλάρωσης ο τελευταίος του καλοκαιριού, με τους Παναγιώτηδες, τις Παναγιώτες, τις Μαρίες και τις Δέσποινες, με όλα τα υποκοριστικά τους να έχουν την τιμητική τους. Πολυτραγουδισμένοι ολοι τους, πολυ-πολυτραγουδισμένη και η Μαρία, ως το πιο συνηθισμένο γυναικείο όνομα, πολλά και τα γλυκά και τα κεράσματα της ημέρας, όπως, επίσης, πολλά και τα διάφορα έθιμα και τα πανηγύρια σε κάθε σημείο της Πατρίδας μας, δίνουν κι αυτά τη δική τους ηχηρή «παρουσία» στο εορταστικό σκηνικό.
     Τη μεγάλη αυτή γιορτινή/πασχαλινή μέρα, δεν πρέπει να ξεχνάμε κι ένα πολύ θλιβερό γεγονός, τον ύπουλο τορπιλισμό του καταδρομικού πλοίου «ΕΛΛΗ», στο λιμάνι της νήσου Τήνου, το 1940 και εν ώρα τέλεσης της Θείας Λειτουργίας στον ιερό ναό της Μεγαλόχαρης.
     Στον καθιερωμένο λαμπρό εορτασμό της Μεγαλόχαρης, είχε κληθεί και είχε καταπλεύσει εκείνη τη χρονιά και το «ΕΛΛΗ», που είχε αγκυροβολήσει σημαιοστολισμένο περί τα 800 μέτρα από την προβλήτα, με το πλήρωμά του στο κατάστρωμα, έτοιμο να αποδώσει τιμές στην θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης, τη στιγμή της ιερής και μεγελειώδους λιτανείας.
     Ξαφνικά, στις 8.30 το πρωί, το ηρωικό πλοίο δέχθηκε, εντελώς απρόκλητα και απροειδοποίητα τορπίλη από υποβρύχιο αγνώστου εθνικότητας. Από το ίδιο «αγνώστου εθνικότητας» πολεμικό σκάφος, εκτοξεύθηκαν άλλες δύο τορπίλες, οι οποίες προφανώς είχαν ως στόχο τα επιβατικά «Έλση» και «Έσπερος», που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στο λιμάνι. Οι δύο αυτές τορπίλες φαίνεται ότι έχασαν το στόχο τους και κατέληξαν και εξερράγησαν στον λιμενοβραχίονα, προκαλώντας μόνο τραυματισμούς σε προσκυνητές, ενώ αναφέρθηκε κι ένας θάνατος από καρδιακή ανακοπή.
     Ο πανικός από ακολούθησε μεταξύ των προσκυνητών στην προκυμαία και σε όλη την γύρω έκταση μέχρι το ιερό προσκύνημα του νησιού, δεν μπορεί να περιγραφεί, ενώ το πλήγμα που δέχθηκε το «ΕΛΛΗ» προκάλεσε τόσο τρομερή έκρηξη, που μία ώρα, περίπου, αργότερα βυθίστηκε, παίρνοντας μαζί του στον υγρό τάφο του τον αρχικελευστή Παπανικολάου, ενώ τραυματίστηκαν άλλα 29 μέλη του πληρώματος.
     Η ανείπωτη και ύπουλη αυτή πολεμική πράξη εν καιρώ ειρήνης, άφησε άφωνο όλο το πανελλήνιο. Το ότι δεν υπήρξαν θύματα σε μια τέτοια πολυάριθμη κοσμοσυρροή, πλην ενός, του αρχικελευστή, αποδόθηκε σε μεγάλο θαύμα της Παναγίας της Τήνου. Από κυβερνητικής πλευράς τηρήθηκε «μυστική» η εθνικότητα του πλοίου, προφανώς να αποφευχθεί, ή έστω να καθυστερήσει, η εμπλοκή τη χώρας μας στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Κοινό μυστικό, ήταν, όμως, η εθνικότητα του πλοίου, αφού τα θραύσματα των τορπίλων μαρτυρούσαν την Ιταλική του ταυτότητα κι αυτό δεν θα μπορούσε να μην διαρρεύσει. Τα γεγονός γνωστοποιήθηκε επίσημα από κυβερνητικά χείλη δύο ημέρες μετά την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα, στις 30 Οκτωβρίου 1940. Επρόκειτο για το υποβρύχιο «delfino».

Τεμάχιο (ένα από τα πολλά) του «ΕΛΛΗ» στο Μουσείο Τήνου

«Ασύρματος», μουσείο Τήνου


     Ο τορπιλισμός του «Έλλη» δεν αποτελούσε ένα μεμονωμένο ή τυχαίο γεγονός κατά της Πατρίδας μας. Και τούτο, επειδή σύμφωνα με ιστορικές πηγές, ο Χίτλερ είχε βεβαιώσει τον Μουσολίνι ότι η Μεσόγειος και το Αιγαίο αποτελούν ζωτικό χώρο της Ιταλίας, στον οποίο η Γερμανία δεν επρόκειτο να επέμβει.
     Αν και το πλήγμα του ύπουλου τορπιλισμού του «ΕΛΛΗ» ήταν δυσβάσταχτο για την Ελλάδα, το γεγονός αφύπνισε και προετοίμασε τον Ελληνικό λαό για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Έτσι εξηγείται και ο μεγάλος ενθουσιασμός κατά την εισβολή των Ιταλών στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940 και η βεβαιότητα για τη νίκη. Ο Ιταλός Πρέσβης στη χώρα μας Εμμανουέλε Γκράτσι, που «εισάπραξε» το ιστορικό «ΟΧΙ» στις 28 Οκτωβρίου 1940 από τον Πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά, γράφει πολύ αργότερα στα απομνημονεύματά του: «Το έγκλημα της Τήνου είχε αποτέλεσμα-, για να μην πω έκανε το θαύμα-, να δημιουργηθεί στην Ελλάδα μια ενότητα ψυχών. Οπαδοί κι αντίπαλοι της κυβέρνησης, πείστηκαν πως ένα μόνο αδυσώπητο εχθρό είχε η Ελλάδα: Την Ιταλία. Και πως, αν δεν γινόταν ν’ αποφευχθεί μια σύγκρουση μαζί της, θα ήταν προτιμότερο ν’ αντιμετωπιστεί ο εχθρός με ανδρισμό, παρά να υποχωρήσει το Ελληνικό Έθνος σε κάποιον που δεν δίσταζε να μεταχειριστεί τέτοια μέσα».
     Το καταδρομικό «ΕΛΛΗ» αποτελούσε πλοίο του στόλου του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Το όνομά του έλαβε μετά την νικηφόρα ναυμαχία της Έλλης στα Δαρδανέλια, στη διάρκεια του Α' Βαλκανικού Πολέμου.  Από τη Ελλάδα είχε αγοραστεί το 1914, ενώ η ναυπήγησή του είχε γίνει δύο χρόνια νωρίτερα. Στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο έλαβε μέρος υπό Γαλλική σημαία και αργότερα, το 1925, υποβλήθηκε σε μετασκευή ευρείας κλίμακας. Στο μουσείο που βρίσκεται στο χώρο του ιερού προσκυνήματος της Τήνου, εκτίθενται τμήματα του ηρωικού πολεμικού πλοίου, που προκαλούν πολλά συναισθήματα στον επισκέπτη, με κυρίαρχο τη συγκίνηση.
     Κάθε χρόνο στον εορτασμό της Μεγαλόχαρης της Τήνου, τελείται επιμνημόσυνη δέηση επί πολεμικού πλοίου και γίνεται από εκεί κατάθεση (ρίψη) στεφάνων στον υγρό τάφο της «ΕΛΛΗΣ», από κυβερνητικούς αξιωματούχους.
==================================
Πηγές: Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, διαδίκτυο.
Εικόνες ανάρτησης: Διαδίκτυο
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.8.2022

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

Η ομιλία μου στα εγκαίνια του Λαογραφικού Μουσείου Γυμνοτόπου Πρεβέζης (8.8.2022)



Σύντομη εισαγωγή
 
     Ήταν ιδιαίτερα μεγάλη η τιμή για την ταπεινότητά μου η πρόσκληση του Πολιτιστικού Συλλόγου Γυμνοτόπου Πρεβέζης, διά του προέδρου του και αντιδημάρχου του Δήμου Ζηρού (πρώην Φιλιππιάδας), κ. Βασίλη Παπαβασιλείου, να είμαι ομιλητής στα εγκαίνια του Λαογραφικού Μουσείου του πανέμορφου χωριού, ιδρυθέντος δια του ιδίου Συλλόγου. Τις πρώτες αντιρρήσεις μου, έκαμψε ο ίδιος ο κ. Παπαβασιλείου. Άλλωστε, με συνδέει και στενή συγγένεια με εξαιρετικούς ανθρώπους του Γυμνοτόπου, από την πλευρά της συζύγου μου.
     Η προετοιμασία που είχε γίνει από το Σύλλογο ήταν υποδειγματική. Παλαιό σχολείο το κτιριακό συγκρότημα που στεγάζει  το μουσείο -σταμάτησε να λειτουργεί στο τέλος του 19ου αιώνα- και και είναι το παλαιότερο καλοδιατηρημένο κτίσμα του χωριού, δίπλα ακριβώς από την εκκλησία του αϊ-Γιάννη,  κοντα στη κοιλάδα του ποταμού Λούρου. Σύμφωνα δε με την παράδοση, στο σημείο εκείνο κήρυξε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Αναφέρονται, μάλιστα, δύο προφητείες από το εδώ κήρυγμά του, οι οποίες επαληθεύθηκαν η μία μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους και η άλλη κατά τη γερμανική κατοχή. 

      H προσέλευση του κόσμου ήταν εντυπωσιακή και ο ενθουσιασμός μεγάλος, κάτι που σημαίνει ότι οι κάτοικοι έχουν αγαπήσει το νέο δημιούργημα του δραστήριου Συλλόγου, που είναι και δικό τους δημιούργημα. Μεταξύ των επίσημων προσκεκλημένων διακρίναμε τον βουλευτή Πρεβέζης κ. Μπάρκα, τον Αντιπεριφερειάρχη Άρτας κ. Ψαθά, τον Δήμαρχο Ζηρού κ. Καλαντζή, τον πρόεδρο της Απανταχού Αδελφότητας Γυμνοτοπιτών κ. Γιαννούλα, οι οποίοι απηύθυναν και ένθερμο χαιρετισμό, η δε συγκινητική ομιλία του Αντιδημάρχου και Προέδρου του Συλλόγου κ. Παπαβασιλείου μας άγγιξε όλους. Διακρίναμε, επίσης, τον Διευθυντή Εκπαίδευσης Ηπείρου κ. Καμπουράκη, τον εκπρόσωπο της Πανηπειρωτικής Συνομοσπονδίας κ. Νικολάου, τον Ταμία της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών κ. Χρήστου, Δημοτικούς Συμβούλους, εκπροσώπους γειτονικών Δήμων, εκπροσώπους γειτονικών τοπικών Κοινοτήτων, Προέδρους και εκπροσώπους πολλών Συλλόγων και άλλων φορέων.


     Της εκδήλωσης προηγήθηκε αγιασμός από τον εφημέριο π. Δημήτριο, ενώ για τις ανάγκες της ξενάγησης και της αναπαράστασης παλιών δραστηριοτήτων, μία κυρία έγνεθε με τη ρόκα της!
     Με τη λήξη της εκδήλωσης προσφέρθηκαν στους προσκεκλημένους τοπικά κεράσματα, από τα προϊόντα του δραστήριου Συλλόγου Γυναικών Γυμνοτόπου και πολλά άλλα ακόμα από τις πανάξιες νοικοκυρές.
     Εκτός από την ταπεινότητά μου, ομιλητές της εκδήλωσης ήταν ο εκπαιδευτικός κ. Θύμιος Ρέντζος και η δημοσιογράφος κ. Ρούλα Χρήστου, η οποία επιμελήθηκε και το συντονισμό, ενώ το σπουδαίο αυτό πολιτιστικό γεγονός καλύφθηκε από το τοπικό τηλεοπτικό κανάλι ARTA TV.
 
     Ως έμπρακτη έκφραση θερμών ευχαριστηρίων στον πολύ ενεργό Πολιτιστικό  Σύλλογο Γυμνοτόπου Πρεβέζης, παραθέτω την ομιλία μου με θέμα: Παράδοση, Λαογραφία, Λαογραφικά Μουσεία και το Λαογραφικό Μουσείο Γυμνοτόπου Πρεβέζης.
 
     Βρισκόμαστε σ’ ένα χώρο όπου είναι μαζί σχολείο και εκκλησία, δηλαδή η πίστη και η μάθηση. Αμέσως έρχεται στο νου μας η έννοια «παράδοση» και οι δυνάμεις αυτές της παράδοσης που με το κατάλληλο συνδαύλισμα δεν άφησαν να σβήσει η, αδύναμη ίσως, αλλά υπαρκτή φλόγα, η σπίθα έστω, της ελπίδας του Έθνους μας στα 400 χρόνια σκλαβιάς. Το περίεργο, το οξύμωρο, αν θέλετε, είναι ότι σήμερα αποποιούμεθα και απεμπολούμε αβασάνιστα, σε σύντομο χρονικό διάστημα και το χειρότερο σε περίοδο ευημερίας, πολλές ή όλες εκείνες τις Αξίες, που στους ιδιαίτερα χαλεπούς εκείνους καιρούς κράτησαν ψηλά οι πρόγονοί μας και μας τις παρέδωσαν αλώβητες.
     Αυτή η πολύ κοντινή απόσταση μεταξύ σχολείου και εκκλησίας, σηματοδοτούσε και ευτυχώς και τώρα εξακολουθεί να σηματοδοτεί εν πολλοίς και μια ακόμα  μορφή της παράδοσης:  Τα πρώτα όργανα του πανηγυριού παίζουν στον αύλειο χώρο της εκκλησίας, μετά τη Θεία Λειτουργία. Κι εδώ ο χώρος προσφέρεται μεγαλοπρεπώς γι’ αυτό, και για το τότε και για το τώρα. Πολύ σοφά, λοιπόν, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Γυμνοτόπου «ο πάτερ Κοσμάς» επέλεξε αυτό το σχολείο να το διαμορφώσει και να το μετατρέψει σε λαογραφικό μουσείο. Εξ όσων πληροφορήθηκα, το σχολείο  σταμάτησε να λειτουργεί περί το τέλος του 19ου αιώνα. Αν ξέραμε τη γλώσσα του, σίγουρα θα ακούγαμε το παράπονό του, που έμενε εγκαταλελειμμένο και αναξιοποίητο. Ο Σύλλογος το αφουγκράστηκε και του δίνει τη δυνατότητα να ξαναγίνει σχολείο και να παρέχει και πάλι παιδεία με μία άλλη του μορφή και μέσω της παράδοσης. Αξίζουν θερμά συγχαρητήρια και πολλοί έπαινοι σε όσους συνέβαλαν και σε όσους θα συνεχίσουν να συμβάλουν σε αυτό τον ιερό σκοπό.
     Όταν πριν λίγες μέρες με συνόδεψε για πρώτη φορά και με ξενάγησε στο χώρο ο Αντιδήμαρχος και Πρόεδρος του Συλλόγου κ. Βασίλης Παπαβασιλείου, εξεπλάγην πολύ ευχάριστα, που μέσα σε λίγους μόλις μήνες είχε επιτευχθεί με θαυμαστό τρόπο η διαμόρφωση του κτιριακού συγκροτήματος του σχολείου, η συγκέντρωση, η προετοιμασία, η ταξινόμηση μεγάλου αριθμού εκθεμάτων από τα Μέλη του Συλλόγου, που συνάμα είναι και κάτοικοι του χωριού.
     Είναι τρεις όροι στενά συνδεδεμένοι: Παράδοση, λαογραφία, και λαογραφικό μουσείο.
     Παράδοση, και μιλάμε για την πολιτισμική παράδοση, είναι η μεταβίβαση και η παραχώρηση συνηθειών, ηθών και εθίμων, ενδυματολογικών ιδιαιτεροτήτων, αφηγήσεων, δημοτικών τραγουδιών, θρύλων, παροιμιών, δοξασιών, ιστοριών με δράκους και νεράιδες και πολλών άλλων ιδιαιτεροτήτων ενός τόπου από κάθε γενιά στη μεταγενέστερη. Στην προφορική παράδοση δεν μπορείς να βρεις πάντα ντοκουμέντα. Το έκθεμα του μουσείου, όμως, είναι ντοκουμέντο. Και, φυσικά, όλα αυτά τα στοιχεία είναι διάχυτα σε όλους όσους αποτελούν μια κοινωνία, πλούσιους και φτωχούς, χωρικούς και αστούς, ντόπιους και επισκέπτες, μεγαλύτερου ή μικρότερου μορφωτικού επιπέδου. Παράδοση ακόμη είναι και ό,τι έχει επαναληφθεί πολλές φορές και έχει πλέον παγιωθεί σε μια κοινωνία.
     Ως λαογραφία ορίζεται η επιστήμη εκείνη που ασχολείται με την καταγραφή και την ταξινόμηση όλων όσων κατά παράδοση μια μικρή ή μεγάλη κοινωνία λέει, ενεργεί και πράττει σε κάθε έκφανση της ζωής της. Στην Ελλάδα η λαογραφία είναι πολύ παλαιά. Ο Όμηρος μνημονεύει και χαρακτηρίζει ξενότροπα τα ήθη άλλων λαών.  Λαογραφικές καταγραφές έχουμε και από πολλούς ακόμα κορυφαίους ιστορικούς και συγγραφείς της αρχαιότητος, όπως του Ηροδότου, του Ιπποκράτη, του Ξενοφάνη, του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου, του Στράβωνα, του Παυσανία, του Πλουτάρχου κ.α. Σε ανάλογο «μήκος κύματος» με τον Όμηρο και ο πατέρας της σύγχρονης λαογραφίας στην Ελλάδα, ο Νικόλαος Πολίτης, που είχε την τάση να συγκρίνει τα δεδομένα στην Ελλάδα με εκείνα του εξωτερικού. Μεταξύ των μεγάλων επιτευγμάτων του συγκαταλέγονται η Ελληνική Λαογραφική Εταιρεία και το Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
     Και η παράδοση και η λαογραφία αποτελούν κομμάτια του παζλ της ιστορίας μας.
     Ο όρος «Μουσείο» είναι γνωστός από τον 5ο αιώνα π.Χ. και προέρχεται από τη λέξη «Μούσα», που αρχικά σήμαινε χώρος αφιερωμένος στις Μούσες και σε ό,τι αυτές αντιπροσώπευαν, δηλαδή, τις τέχνες, τα γράμματα, τη μουσική, την ποίηση, τη φιλοσοφία, το χορό. Στην περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως για χώρους στους οποίους διεξάγονταν φιλοσοφικές συζητήσεις. Αργότερα και μέσω του λατινικής και ύστερα της Γαλλικής γλώσσας επέδρασσε στη διαμόρφωση της σημερινής σημασίας της Ελληνικής λέξης «Μουσείο».
     Μας είναι γνωστά διάφορα μουσεία, που ανάλογα με τις συλλογές τους διαχωρίζονται σε κατηγορίες, όπως ιστορικά, εκκλησιαστικά, αρχαιολογικά, παλαιοντολογικά, πολεμικά, τέχνης, φυσικής ιστορίας, νομισματικά και πολλά ακόμα. Είναι ζωντανοί μάρτυρες της ιστορίας, της παράδοσης και του πολιτισμού, είναι χώροι γνώσης και μάθησης και σε καμία περίπτωση λειψανοθήκες.     
     Ως λαογραφικό μουσείο ορίζεται ένας χώρος αναπαράστασης της πολιτισμικής παραγωγής και κληρονομιάς, που προβάλλει κατ’ αρχήν την πολιτισμική ταυτότητα μιας κοινωνίας, μικρής, ή μεγαλύτερης. Ένας χώρος που καθρεφτίζει και διατηρεί την διαφορετικότητά της, η οποία μπορεί να μην διαφέρει ή έστω να έχει ελάχιστες διαφορές από μια άλλη κοινωνία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις χωρίζουν μεγάλες μόνο αποστάσεις. Παράλληλα, ένα μουσείο παρέχει μεγάλες δυνατότητες γνώσης και διδασκαλίας, όπως και μεταφοράς γνώσεων στην κοινότητα.
     Μια μεγάλη κατηγορία προϊόντων έχει βιομηχανοποιηθεί σήμερα. Η εύκολη πρόσβαση στο εμπόριο, αποθαρρύνει τον λαϊκό τεχνίτη να κατασκευάσει διάφορα αντικείμενα για τη δουλειά του ή για τη δουλειά άλλων, άρα να νοιώσει και ο ίδιος την ικανοποίηση της δημιουργίας. Τα λαογραφικά μουσεία περισώζουν και διασώζουν ένα μεγάλο κομμάτι του τρόπου ζωής του παρελθόντος και της ιστορίας. Το υλικό της συλλογής μπορεί να αποτελείται από κινητά αντικείμενα ή εξοπλισμό εργαστηρίων, οικιών, αγροικιών, εργασιών και ενασχολήσεων. Μπορεί, επίσης, να συμπεριλαμβάνει και φωτογραφικό υλικό ή ταινίες, έγγραφα, βίντεο ή και οποιοδήποτε άλλο υλικό που μπορεί να συμπληρώνει τα θέματα του. Στα πλαίσια λειτουργίας του ένα λαογραφικό μουσείο μπορεί να διοργανώνει εκδηλώσεις, με σκοπό πάντα τη διδασκαλία σε θέματα παράδοσης. Αυτό ξεκίνησε με θαυμαστό τρόπο και ο Πολιτιστικός  Σύλλογος «πάτερ Κοσμάς».
     Πόσες φορές αναρωτηθήκαμε εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι, που όλα τα είδη για την επιβίωσή μας και για την ποιότητα της ζωής μας τα βρίσκουμε και μπορούμε να τα αποκτήσουμε πολύ εύκολα στο εμπόριο, αν είχαν και οι πρόγονοί μας την ίδια δυνατότητα; Να μιλήσουμε με συγκεκριμένα παραδείγματα, ενδεικτικά πάντα; Ας πάρουμε ένα ζευγάρι κάλτσες ή μια φανέλα. Ποιό «εργοστάσιο» τις παρήγαγε μέχρι λίγες δεκαετίες πριν; Δύο απλές βελόνες μόνο ήταν όλο κι όλο το «εργοστάσιο», που τις έκαναν να θαυματουργούν τα πανάξια χέρια κάθε νοικοκυράς!    
     Σκεφθήκαμε ποτέ εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι με τί τρόπους, ακόμα και οι κοντινοί πρόγονοί μας καλλιεργούσαν τη γη; Πώς αποκτούσαν την τεχνογνωσία κατασκευής π.χ. του αλετριού και με τί κόπο και αγώνα παρήγαγαν το σιτάρι ή το καλαμπόκι και έφταναν αυτά τα προϊόντα να γίνουν αλεύρι και το αλεύρι ψωμί; Και σήμερα έχουμε φτάσει να βλέπουμε και να μαθαίνουν οι νεότεροι για την αξία των αντικειμένων και των εργαλείων αυτών μόνο στα μουσεία. Γι’ αυτό και τα λαογραφικά μουσεία παρέχουν γνώση, διδασκαλία και παιδεία.
     Τόσο η διδασκαλία του πλεκτού από τη μάνα στην κόρη, όσο και η διδασκαλία της παραδοσιακής καλλιέργειας της γης από τον πατέρα στο γιο, είναι κι αυτό παράδοση. Οι συνήθειες αυτές παρέμειναν αναλλοίωτες από την αρχαιότητα και τις πρόλαβαν ακέραιες και σημερινές εν ζωή γενιές. Οι καιροί και τα ήθη, όμως, αργά ή γρήγορα αλλάζουν, γι’ αυτό και δεν αποκλείεται το γνωστό σήμερα σε όλους μας τρακτέρ, κάποιους αιώνες μετά να είναι κι αυτό έκθεμα λαογραφικών μουσείων! 
     Σκεφθήκαμε, επίσης, εμείς οι σύγχρονοι άνθρωποι πόσοι και με πόσες και ποιες δυσκολίες κάθισαν πάνω σ’ ένα θρανίο, σαν αυτά που βλέπουμε και στο εδώ μουσείο; Πόσοι επιστήμονες, πόσοι άνθρωποι της προσφοράς, πόσοι άνθρωποι χαρισματικοί, πόσοι ήρωες, πόσοι επιχειρηματίες, αλλά και πόσοι απλοί και αθόρυβοι και άγνωστοι στους πολλούς εργάτες των Αξιών και των Ιδανικών κάθισαν σε τέτοια θρανία; Τιμώντας αυτά τα αντικείμενα που ενδεικτικά αναφέρουμε, όπως τις βελόνες - το αλέτρι - το θρανίο, τιμούμε πολύ περισσότερο τους ανθρώπους εκείνους, που, βέβαια, δεν είναι μαζί μας σήμερα. Τιμούμε και την αξιοσύνη τους και τις μεγάλες παρακαταθήκες που μας άφησαν.
 
     Μέλη του Πολιτιστικού Συλλόγου Γυμνοτόπου Πρέβεζας, κάτοικοι και φίλοι του χωριού, φίλοι της παράδοσης, ενισχύστε το κοινωφελές αυτό έργο του Συλλόγου. Παραδώστε στο λαογραφικό σας μουσείο ιστορικά αντικείμενα του παραδοσιακού τοπικού πολιτισμού σας. Είναι προτιμότερο να τα καμαρώνετε στις προθήκες του και να τα καμαρώνουν κι άλλοι, απ’ ότι να τα έχετε στα σεντούκια και στα υπόγεια και να τα ξέρετε μόνο εσείς. Τα ιστορικά αυτά αντικείμενά σας που εκτίθενται εδώ, διδάσκουν την ιστορία του χωριού σας. Νοιώστε και να νοιώσουμε όλοι μαζί σας την κοινωνική συνοχή που προσεφέρει ένα λαογραφικό μουσείο. Γνωρίστε και νοιώστε και να γνωρίσουμε και να νοιώσουμε όλοι μαζί σας την ιστορία μέσω της παράδοσης του τόπου σας και τόπου μας. Καταδείξτε και να καταδείξουμε όλοι την πολιτιστική ταυτότητα του Γυμνοτόπου. Καλέστε συγγενείς, φίλους, γνωστούς να το επισκεφθούν και να διδαχθούν. Χαίρομαι ιδιαίτερα που ακούστηκε απόψε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο έχει ήδη δρομολογήσει ήδη συνεργασία με σχολεία, συλλόγους και φορείς προς της κατεύθυνση και το σκοπό αυτόν.  Ο Σύλλογος ξεκίνησε ένα όμορφο ταξίδι στο χτες. Γίνετε και να γίνουμε όλοι συνταξιδιώτες του!
 
     Νοιώθω ιδιαίτερη μεγάλη την τιμή και ευχαριστώ τον Σύλλογο «ο πάτερ Κοσμάς», που μέσω του προέδρου του κ. Βασίλη Παπαβασιλείου μου εμπιστεύθηκε την ομιλία σ’ αυτή την πανηγυρική εκδήλωση των εγκαινίων του λαογραφικού μουσείου. Ευχαριστώ και όλους εσάς που με ακούσατε και σας εύχομαι καλό δεκαπενταύγουστο!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 10.8.2022

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Η φράση «όξ’ απ’ άτρυγα!» και η πιθανή προέλευσή της

 

     Σε όλη, σχεδόν, την περιοχή των Καλαβρύτων, ίσως και αλλού, συνηθίζεται η παροιμιώδης έκφραση «όξ’ απ’ τ’ άτρυγα!» («όξ’» = όξω, έξω) ή «όξ’ απ’ τ’ άτρυγα, ρε!», με το «ε» του «ρε» να γίνεται «μακρόσυρτο»: «ρεεεεεε!». Κατά μια εκδοχή, και σύμφωνα με μαρτυρίες μεγαλύτερων, κάποιος «παθών» φώναξε δυνατά  και προειδοποιητικά τη φράση αυτή, με σκοπό να αποτρέψει περαστικούς, όταν τους είδε κι έκοβαν ώριμα σταφύλια από το αμπέλι του και η φράση έμεινε. Κατά άλλη εκδοχή, η ίδια φράση ειπώθηκε, το ίδιο, ίσως και περισσότερο δυνατά και αυστηρά σε «κλέφτες» σταφυλιών από κάποιον δραγάτη, που ίσως να συνοδεύτηκε και από προειδοποιητικό πυροβολισμό.
     Από τις μέρες που άρχιζαν τα σταφύλια να ωριμάζουν, απαγορευόταν αυστηρά να μπει στο αμπέλι οποιοσδήποτε άλλος, πλην του ιδιοκτήτη, της οικογένειάς του ή εκείνος τον οποίο ο ίδιος όριζε, για να προστατευτεί έτσι η σοδειά του. Αν κάποιος παραβίαζε αυτή την απαγόρευση, εθεωρείτο «κλέφτης» και ως εκ τούτου αντιμετώπιζε τις συνέπειες του νόμου δια της δικαστικής οδού, ή τις επιθετικές διαθέσεις του ιδιοκτήτη του άτρυγου αμπελιού. Η μηνυτήρια αναφορά επέσειε πολύ αυστηρές χρηματικές ποινές στους παραβάτες «προς παραδειγματισμόν», ακόμα κι αν τα κλαπέντα προϊόντα ήταν σε πολύ μικρές ποσότητες! Έχει αναφερθεί οτι οδηγήθηκε πεινασμένος  περαστικός στο δικαστήριο(!), το οποίο δεν αντιμετώπισε με καμία επιείκεια την παρανομία του και εξ αιτίας αυτής ο παραβάτης «λέρωσε» το ποινικό του μητρώο!
     Αρκετοί ήταν εκείνοι οι αμπελουργοί που έφτιαχναν ένα πρόχειρο κατάλυμα στο αμπέλι, στο οποίο κάποιος εκ περιτροπής από την οικογένεια έμενε παντα εκεί να προστατεύει τη σοδειά μέχρι τον τρύγο, αφού αυτή δεν κινδύνευε μόνο από παράνομους «εισβολείς», αλλά και από ζώα που έχουν «αδυναμία» στα σταφύλια, π.χ., αλεπούδες. Την προστασία των αμπελιών αναλάμβανε και ο δραγάτης και μπορείτε να δείτε/διαβάσετε περισσότερα γι’ αυτόν σε σχετικό άρθρο μου στην έγκριτη ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, ΕΔΩ.
     Μετά τον τρύγο των αμπελιών, όπως και μετά από τη συγκομιδή οποιωνδήποτε άλλων προϊόντων, π.χ. καρυδιών, φασολιών κλπ, έχει το δικαίωμα να μπει οποιοσδήποτε στο κτήμα και να συλλέξει τα λίγα εναπομείναντα, τα λεγόμενα «κοκολόγια».
     Η φράση «όξ’ απ’ τ’ άτρυγα!», λέγεται και σήμερα, κυρίως χαριτολογώντας, σε «κλέφτες» αγροτικών προϊόντων από τα χωράφια,  αλλά και σ' εκείνους που παραβιάζουν αυθαίρετα  έναν ιδιωτικό χώρο και ειδικά όταν αυτός καλλιεργείται.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.8.2022